1821 – 2021: 200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Φέτος σε μας έλαχε η τιμή έτσι και μ’ αυτόν τον τρόπο να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης. Τα λόγια είναι περιττά και λίγα γι’ αυτό που πέτυχαν κάποιοι Έλληνες περπατώντας πάνω στην κόψη του σπαθιού. Οι μαθητές της ΣΤ’1 τάξης επιλέξαμε ποιήματα, γράψαμε απόψεις, ζωγραφίσαμε αυτά που θα παρουσιάζαμε στη γιορτή του σχολείου και σας τα παρουσιάζουμε.

ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ!

O δάσκαλος της ΣΤ’1 τάξης

Παναγιώτης Πετμεζάς

 

Ζωγραφική: ΙΡΙΣ ΚΑΜΟΥΝΓΚΑΛ

 

ΕΒΕΛΙΝΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

Το Ελληνόπουλο
(Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει
μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά
τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!

Διαβάζοντας αυτό το ποίημα, αισθάνθηκα από την μία λύπη και συμπόνοια για την καταστροφή του πανέμορφου νησιού της Χίου, αλλά και υπερηφάνεια και ψυχική ανάταση βλέποντας ότι το ελληνόπουλο δεν ζητά τίποτε άλλο παρά μόνο όπλα για να συνεχίσει τον δίκαιο αγώνα του.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως στη μάχη του Πέτα και σχεδόν λίγες ώρες πριν τελειώσει, οι Έλληνες έφυγαν ενώ θα νικούσαν, αφήνοντας τους φιλέλληνες μόνους, που φυσικά στο τέλος σκοτώθηκαν από τους Τούρκους σε μια άνιση μάχη.

Όμως κανείς δεν ξέρει γιατί οι Έλληνες έφυγαν στην μέση της μάχης και αφού γνώριζαν πως έτσι θα χάσουν. Επίσης αναφέρεται και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές που είχαν σχηματιστεί, τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Η κάθε πλευρά όμως, δεν ενδιαφερόταν μόνο για την απελευθέρωση της Ελλάδας αλλά και για το προσωπικό όφελος που θα κέρδιζε.

Οι τρεις πολιτικοί, Δημήτριος Υψηλάντης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Θεόδωρος Νέγρης, ήθελαν να βοηθήσουν την Ελλάδα αναλαμβάνοντας το πολιτικό τμήμα, φτιάχνοντας δηλαδή σύνταγμα.

Αργότερα, οι Τούρκοι πραγματοποίησαν την Σφαγή της Χίου, ένα γεγονός που συγκλόνισε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι Τούρκοι είχαν δώσει εντολή να σκοτωθεί κάθε αγόρι άνω των 12 ετών και κάθε γυναίκα άνω των 40 ετών. Αυτό το έκαναν για παραδειγματισμό, όπως αναφέρεται, στους υπόλοιπους Έλληνες για την επανάσταση που ξεκινούσαν, ενώ αυτό που πραγματικά πέτυχαν ήταν να δυσφημιστούν πανευρωπαϊκώς.

Ο Λόρδος Βύρων είχε διχασθεί πλήρως στο ερώτημα σε ποιους θα δώσει το δάνειο και ποιους θα υποστηρίξει: τους στρατιωτικούς που έχουν αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ή τους πολιτικούς με αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο;

Η κάθε πλευρά είχε διαφορετικό στόχο: Οι στρατιωτικοί ήθελαν να ελευθερώσουν την Ελλάδα αλλά και να πάρουν μια μεγάλη εξουσία, ενώ οι πολιτικοί ήθελαν να κάνουν σύνταγμα, και η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος να αποκτήσει αναγνώριση από την Ευρώπη.

Ο Λόρδος Βύρων τελικά, αποφάσισε να δώσει το δάνειο στους πολιτικούς, οι οποίοι είχαν δυτική ανατροφή και χαρακτήρα. Όμως, στο τέλος, πεθαίνει στο Μεσολόγγι, την Δευτέρα του Πάσχα, 19 Απριλίου, από υψηλό πυρετό.

Μετά από λίγο καιρό, και ενώ ο Κολοκοτρώνης βρίσκεται στην φυλακή, ο Ιμπραήμ έρχεται με 100.000 στρατιώτες και καταλαμβάνει την Πελοπόννησο. Όταν ο Κολοκοτρώνης βγαίνει από την φυλακή για να βοηθήσει, είναι ήδη αργά.

 

ΙΡΙΣ ΚΑΜΟΥΝΓΚΑΛ

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,

και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·

το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·

η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»

Το ποίημα που θα διάλεγα να πω για την 25η Μαρτίου είναι ένα απόσπασμα από τους <<Ελεύθερους Πολιορκημένους>>του Διονύσιου Σολωμού. Το ποίημα αυτό γράφτηκε για τους αγωνιστές του Μεσολογγίου, που οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν τελικά τον θάνατο ύστερα από την πολιορκία του Μεσολογγίου. Μου αρέσει γιατί περιγράφει την ομορφιά της ζωής, της φύσης και της άνοιξης και ταυτόχρονα δείχνει την τραγικότητα του θανάτου που περιμένει τους Μεσολογγίτες, που είναι σαν να πεθαίνουν χίλιες φορές.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Η περίοδος μεταξύ του 1822 έως το 1825 είναι αυτή στην οποία εδραιώνεται η ελληνική Επανάσταση. Ηγετική μορφή του αγώνα είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος κινητοποιεί τους Έλληνες. Σπουδαίες μάχες γίνονται και η Επανάσταση δυναμώνει.

Την περίοδο αυτή μια σημαντική μορφή, ο Λόρδος Βύρωνας εμφανίζεται σαν σύμμαχος της Ελλάδος. Έρχεται να βοηθήσει στον αγώνα. Και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αλλάξει και η στάση της Ευρώπης, που μέχρι τώρα δεν ήθελε την Επανάσταση. Όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι υποστηρίζουν πια τον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων.

Στους Έλληνες κυριαρχούν δύο απόψεις. Η μία, με κύριο υποστηρικτή τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο είναι η δημιουργία ενός ενιαίου, ανεξάρτητου κράτους. Η άλλη είναι η δημιουργία πολλών μικρών και ημιαυτόνομων φέουδων. Σε αυτή την άποψη εκφραστής είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι προεστοί. Η διχογνωμία αυτή οδηγεί την Ελλάδα σε εμφύλιο πόλεμο.

Για τις ανάγκες του αγώνα η Ελλάδα αναγκάστηκε τον Φεβρουάριο του 1824 να πάρει δάνειο από την Αγγλία. Ο Λόρδος Βύρωνας ορίστηκε επίτροπος για τη διανομή του δανείου. Τότε τελειώνει ο εμφύλιος πόλεμος και ξεκινά η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας.

Τα γεγονότα που ακολουθούν είναι ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνα, η απομάκρυνση του Κολοκοτρώνη από την Πελοπόννησο και η άφιξη του Μεχμέτ Αλή με τον αιγυπτιακό στόλο. Γίνεται η καταστροφή των Ψαρών, η κατάληψη της Κάσου, όμως δεν καταφέρουν να καταλάβουν την Πελοπόννησο. Η επέλαση του Ιμπραήμ έχει σαν αποτέλεσμα την επιστροφή του Κολοκοτρώνη στο στρατό.

 

Ζωγραφική: ΜΑΡΙΑΜ ΕΛΜΠΑΓΙΟΥΜΙ

 

ΜΑΡΙΑΜ ΕΛΜΠΑΓΙΟΥΜΙ

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ 

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,

μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

 

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἅρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,

ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα

τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,

βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

 

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο

καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,

περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου

νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

 

Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα

μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα

καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω

μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.

 

Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,

τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.

Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι

θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό… Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

 

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,

ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.

Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,

τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.

Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν

καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,

καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε

τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

 

Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,

χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα

ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,

καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.

«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;

Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,

ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,

καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,

ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;

Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»

 

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του

ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.

Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει

σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.

Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη

ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει

στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,

ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

 

Το ποίημα που θα έλεγα στην επέτειο της 25 Μαρτίου είναι << ο βράχος και το κύμα >> Του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Αυτό το ποίημα μου αρέσει γιατί περιγράφει πώς κάποιος μικρός και αδύναμος κατάφερε να νικήσει έναν πανίσχυρο αντίπαλο.

ΑΠΟΨΕΙΣ

Στην εθνοσυνέλευση στο Άστρος Το 1823 οι οπλαρχηγοί και οι λοιποί προεστοί χωρίζονται σε δύο παρατάξεις . Η πρώτη , με εκφραστεί τον Κολοκοτρώνη θέλει η Ελλάδα να αποτελείται από ημιαυτόνομα φέουδα , ενώ η δεύτερη με οπαδό τον Μαυροκορδάτο το θέλει την Ελλάδα κράτος  με κεντρική κυβέρνηση . 

 

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΛΑΓΔΑΡΗΣ

Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά
Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά
Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά
Να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά
Να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμο, για την πικρή σκλαβιά;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς
Τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς
Τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή
Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή

 

Το διάλεξα επειδή  είναι το μόνο που θυμάμαι/ξέρω.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙΟΡΙ

25 του  Μαρτίου

γραμμένο στα ουράνια

γι’ αυτό και εγώ στολίστηκα

με τόση περηφάνεια

και φόρεσα της λευτεριάς

τα ρούχα τα γραμμένα

σημάδια της ελευθεριάς

καθάρια, τιμημένα.

Πάνω σε ράχες σκάλωσαν

με χιόνια και με κρύα

ζητώντας την ελευθερία

για την γλυκιά πατρίδα.

 

ΗΡΩΑΣ:

Μη με βλέπετε μικρό

έχω φλόγα στην καρδιά

κι αγαπώ πολύ πολύ

την πατρίδα την γλυκιά.

Ήρωας στ ‘αληθινά

κάποια μέρα θα γενώ

κι αν η Ελλάδα χρειασθεί

τ’ άρματα θε να ζωστώ.

 

ΜΕΛΙΝΑ ΒΛΑΧΟΥ

Επιλέγω το τραγούδι «Να’ τανε το ‘21» του Γιώργου Νταλάρα διότι είναι ένα τραγούδι το οποίο θυμάμαι τον εαυτό μου να τραγουδάει από μικρή σχεδόν σε όλες τις σχολικές γιορτές με θέμα το 1821, με τους εκάστοτε συμμαθητές μου αλλά και μόνη μου σε πολλές οικογενειακές γιορτές. Επίσης είναι ένα από τα γνωστότερα και πολυτραγουδισμένα τραγούδια για το 1821 και αρέσει σε μικρούς και μεγάλους. Θα πρότεινα ανεπιφύλακτα το συγκεκριμένο τραγούδι σε όλους.

 

Στίχοι: Σώτια Τσώτου

Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής

Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα

να ‘τανε το 21 να ‘ρθει μια στιγμή

Να περνάω καβαλάρης στο πλατύ τ’ αλώνι

και με τον Κολοκοτρώνη να ‘πινα κρασί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα

και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά

και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα

μια ομορφούλα αγκαλιά

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ποιο ήταν το σχέδιο των πολιορκημένων Μεσολογγιτών κατά την έξοδο τους από την πόλη και τι έγινε τελικά?

Σύμφωνα με το σχέδιο οι ένοπλοι θα χωρίζονταν σε τρεις ομάδες με σκοπό να χαλάσουν τις εχθρικές παρατάξεις. Ανάμεσα σε αυτούς θα βρίσκονταν και τα γυναικόπαιδα με σκοπό να προστατευτούν. Αυτοί που δεν μπορούσαν να βρίσκονται μαζί τους, θα ανατίναζαν τις πυριτιδαποθήκες μέσα στην πόλη. Το σχέδιο όμως δεν πέτυχε. Δεν κατάφεραν να περάσουν όλοι τα τείχη και όσοι απέμειναν οπισθοχώρησαν πίσω στα τείχη της πόλης τους. Με αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους. Η πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών και καταστράφηκε ολοσχερώς. Τα γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Η καταστροφή ήταν τεράστια.

Η επιλογή του Βύρωνα

Σε ένα ντοκιμαντέρ που είδα για το 1821 ήταν αρκετά ενδιαφέρον είχε άγνωστες πτυχές ευρέως γνωστών γεγονότων και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Μερικά από αυτά που μου έκαναν εντύπωση ήταν αρχικά αυτό που είπε ένας από τους ιστορικούς του ντοκιμαντέρ ότι σύμφωνα με μερικές έρευνες ο Ιμπραήμ Πασσάς της Αιγύπτου που επιτέθηκε στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές άλλες χώρες πιθανόν ήταν κατά το ήμισυ Έλληνας διότι λέγεται ότι η μητέρα του ήταν Ελληνίδα. Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι μερικές ώρες πριν τον θάνατο του ο Λόρδος Μπάιρον ουσιαστικά μετάνιωσε που ήρθε στην Ελλάδα και έδωσε την περιουσία του διότι οι Έλληνες στρατηγοί τσακώνονταν με τους πολιτικούς αλλά και μεταξύ τους για την ιεραρχία το ίδιο και οι Έλληνες πολιτικοί. Το τρίτο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι Έλληνες πολιτικοί αλλά και στρατιωτικοί όταν είχαν ανάγκη έβγαζαν τον Κολοκοτρώνη από την φυλακή λόγω της μεγάλης του πείρας για να βοηθήσει με το εκάστοτε στρατιωτικό ζήτημα μέχρι να λυθεί και όταν λυνόταν τον ξαναέβαζαν πάλι στην φυλακή.

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΖΗΚΕ

 

Εις την Ελλάδα, Πούσκιν

 

Εμπρός, Ελλάς επαναστάτισσα, στάσου όρθια

κρατά με τα γερά τα όπλα την δύναμήν σου.

Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου

η Πίνδος σου  και οι Θερμοπύλες, η τιμή σου.

Επετάχθηκε  από των σπλάχνων σου τα βάθη

η ελευθερία σου δυνατή, φωτός πυρήνας

κι απ’ του Θησέως και του Περικλή τους τάφους

και τα πάντα νέα ιερά των Αθηνών.

Θραύσε τώρα, γη θεών και ηρώων της σκλαβιάς τες αλυσίδες,

την μαύρην μοίρα με τες γλυκόηχες ωδές

από του Τυρταίου και από του Ρήγα και του  Βύρωνος την  λύρα.

 

Θα ήθελα να γράψω αυτό το ποίημα στις 25 Μαρτίου. Γιατί θα ένιωθα ότι όταν έγινε η επανάσταση ήμουν εκεί σαν αγωνίστρια και πολεμούσα για την πατρίδα μου και δεν ήμουνα σαν μαθήτρια.

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΚΑΤΗΣ

Ο βράχος και το κύμα
(Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο

Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»

Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.

Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,

εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος.

Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,

ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ’ αχνάρια…
Μ’ έκαμες ξυλοκρέβατο… Με φόρτωσες κουφάρια…
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς… Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου

τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»

Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να ‘ταν από χιόνι

Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

 

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση