της μαθήτριας Μαλούκου Σόνιας (Γ2)
και καθώς έπεφτε από το χέρι μου,
ψιθύρισε τη θλίψη της βροχής.
Κάθε σταγόνα και μια ιστορία
από τον κόσμο των αγγέλων.
χιλιάδες χέρια
το καλύπτουν.
Σαν πουλί σε κλουβί,
η ψυχή μου κλαίει για ελευθερία.
Τα δάκρυα ακολουθώντας
τα βήματα της βροχής,
λένε ιστορίες από το ποτάμι των ονείρων
.
βλέπω ζωή,
αναπολώντας τις στιγμές που τ’αστέρια χόρευαν στο σεληνόφως.
Ανοίγω το δεξί μου χέρι και ένα δάκρυ αγγέλου πέφτει
και κυλά, κάνοντας τη γη να τρέμει.
Τα δάκρυα φωνάζουν αυτό που δεν μπορεί να πει η ψυχή.
Ένα πουλί σε κλουβί, αργοπεθαίνει επώδυνα.
Δεν έχει φωνή, κλείνει αργά τα μάτια.
Σιωπηλά κλαίγοντας στην καταθλιπτική φυλακή του.
Φτερό φτερό, γίνεται σκόνη.
Με τελευταία και μόνη σκέψη,
τη λαχτάρα του
για ελευθερία.
Από τη Β’ Γυμνασίου άρχισα να δείχνω ενδιαφέρον για την ποίηση. Στην αρχή, απλώς διάβαζα ποιήματα και θαύμαζα το πώς οι ποιητές εξέφραζαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσω περίτεχνων και ονειρικών μεταφορών. Αναρωτήθηκα αν μπορούσα και εγώ να το κάνω. Δ εν τω δοκίμαζα, όμως, γιατί θεώρησα πως για να γράψει κανείς ένα ποίημα, πρέπει να είναι μεγάλος και σπουδασμένος. Έκανα λάθος. Λίγο αργότερα, άρχισα να γράφω ποιήματα μέσα από τα οποία καθρέφτιζα το πώς εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Μου αρέσει να γράφω το πώς αισθάνομαι, να παρουσιάζω τις ανησυχίες και τις σκέψεις μου μέσω αυτής της ασχολίας. Όταν κρατάω το στυλό, αισθάνομαι πως μπορώ να ζωγραφίσω ένα ολόκληρο σύμπαν από λέξεις, με κέντρο την ψυχή μου. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπω εγώ τον κόσμο, δεν είναι συνηθισμένος∙ είναι δικός μου και έχω την ανάγκη να τον αποτυπώσω πάνω σ’ ένα χαρτί, ένα άψυχο αντικείμενο που μπορεί όμως να χτίσει ή να καταστρέψει κόσμους και ιδέες. Αυτή είναι η ποίηση για μένα. Ένας τρόπος αυτογνωσίας.