Το 1850 ο Ιωάννης Φιξ (εξελληνισμένη γραφή του γερμανικού επωνύμου Fuchs), σε ηλικία 18 ετών, μεταβαίνει στην Αθήνα από τη Βαυαρία για να επισκεφτεί τον πατέρα του, Γεώργιο Φιξ. Ο Γεώργιος Φιξ, μεταλλειολόγος, είναι εγκατεστημένος στην ελληνική πρωτεύουσα ως μέλος της ομάδας των βαυαρών επιστημόνων και ειδικευμένων τεχνιτών που είχε καλέσει ο Όθωνας για να συνδράμουν στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ο θάνατός του οδηγεί τον γιο του Ιωάννη Φιξ στην απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Αρχικά εργάζεται στον οίκο συντήρησης των ανακτόρων, ενώ μετά την εκθρόνιση του Όθωνα το 1862 εργάζεται κοντά στον ζυθοποιό Μέλχερ.
Το 1864 ο Μέλχερ πεθαίνει και ο Ιωάννης Φιξ εξαγοράζει το ζυθοποιείο του από τους κληρονόμους του ιδρύοντας τη ζυθοποιία FIX, που θα αποτελέσει την πρώτη μεγαλοζυθοποιία της εποχής. Η αυξημένη ζήτηση για μπίρα την περίοδο εκείνη δημιουργεί την ανάγκη για μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Λίγο αργότερα το ζυθοποιείο μεταφέρεται από το Ηράκλειο σε νέες εγκαταστάσεις στο Κολωνάκι.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της περαιτέρω επέκτασης της επιχείρησης, αγοράζεται οικόπεδο και αποφασίζεται η μετεγκατάσταση της ζυθοποιίας FIX στη Λεωφόρο Συγγρού. Την εποχή εκείνη η περιοχή είναι ακόμη αδόμητη. Το νέο, μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής, εργοστάσιο κατασκευάζεται στη δυτική όχθη του Ιλισσού και σε μικρή απόσταση από τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το πρώτο αυτό κτήριο θα επεκταθεί σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια, ακολουθώντας την αύξηση των εργασιών της ζυθοποιίας FIX.
(
http://www.emst.gr/museum/the-fix-building)
Το 1893 ο γιος του, Κάρολος Φιξ, κατασκευάζει ένα καινούριο ατμοκίνητο εργοστάσιο στη λεωφόρο Συγγρού, εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα. Όταν χτίζεται, η περιοχή είναι ακόμα αδόμητη αλλά η θέση του είναι στρατηγική. Είναι κοντά στην Ακρόπολη ενώ στα δυτικά έχει τον ποταμό Ιλισό και στα νότια τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Η επιτυχημένη πορεία της επιχείρησης έχει ως αποτέλεσμα την συνεχή επέκταση των εγκαταστάσεων, στο ίδιο πάντα χώρο.

Η βιομηχανική ανασυγκρότηση της χώρας στα μέσα της δεκαετίας του 1950 βρίσκει την ζυθοποιία FIX σε νέα άνθιση μετά τα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Έτσι, αποφασίζεται η ριζική ανακατασκευή του εργοστασίου προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες της διαρκώς αυξανόμενης παραγωγής. Ο ανασχεδιασμός και η ανάπλαση του κτηρίου ανατίθενται το 1957 στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1922-2005). Στόχος του ευφυούς αρχιτέκτονα είναι να ενοποιήσει τις διαδοχικές επεκτάσεις του παλιού εργοστασίου χωρίς να διακόψει τη λειτουργία του και κύριο μέλημά του να δημιουργήσει, σύμφωνα και με τη γενικότερη φιλοσοφία του, μια ευέλικτη κατασκευή που θα μπορεί να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε μελλοντικές χρήσεις και διαφορετικές συνθήκες.
Το 1961 το βιομηχανικό κτήριο του Ζενέτου στη Λεωφόρο Συγγρού είναι έτοιμο. Η σχεδιαστική πρόταση του αρχιτέκτονα συμπυκνώνει με σαφήνεια και οξυδέρκεια τις αρχές του μοντερνισμού, όπως ο δυναμισμός της φόρμας, οι καθαρές και λιτές γραμμές, τα μεγάλα ανοίγματα και η εμφατική ανάδειξη του οριζόντιου άξονα.
Η γραμμικότητα των όψεων σε συνδυασμό με την κλίμακα του έργου δημιουργούν την αίσθηση ότι το κτήριο εκτείνεται στο άπειρο, ενώ χαρακτηριστικό της εξωστρέφειας του είναι η συνεχής έκθεση της λειτουργίας του εργοστασίου μέσα από τα περιμετρικά υαλοπετάσματα στο χώρο του ισογείου, όπου βρίσκονται εγκατεστημένα τα μηχανήματα.
Το πρωτοποριακό για την εποχή του αρχιτεκτόνημα επιβλήθηκε στο άναρχο και απρόσωπο αστικό τοπίο της μεταπολεμικής Αθήνας και αποτέλεσε τοπόσημο εξαιρετικής αρχιτεκτονικής και κοινωνιολογικής σημασίας.
Στον σχεδιασμό του ο Ζενέτος τόνιζε την οριζόντια διάσταση του κτιρίου Φιξ κατά μήκος της Λεωφόρου Συγγρού και της Λεωφόρου Καλλιρρόης με οριζόντια τα γραμμικά υαλοστάσια. Επιπλέον,
δεν επεδίωκε απλώς τη στέγαση μιας βιομηχανικής μονάδας αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης φιλοσοφίας του ενδιαφερόταν για τη μελλοντική λειτουργία του κτιρίου υπό διαφορετικές συνθήκες σε επόμενες εποχές.
Η σχέση του νέου κτιρίου με το οικιστικό περιβάλλον την εποχή της κατασκευής του, αλλά και η κοινωνιολογική διάσταση του δημιουργήματος του Ζενέτου, περιγράφονται με γλαφυρό τρόπο από τον προϊστάμενο του τμήματος Βυζαντινών Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού Ισίδωρο Κακούρη, στην εισήγησή του κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων:
«Στα πλευρά της ευθύγραμμης λεωφόρου που ανεβαίνει από τη θάλασσα και συναντά το Ολυμπιείο και την Πύλη του Αδριανού. Κάτω από την Ακρόπολη και δίπλα στον Ιλισσό. Σ’ ένα περιβάλλον διώροφων κατά κανόνα, αστικών νεοκλασικών κατοικιών επί της Συγγρού και ταπεινότερων εργατικών κατοικιών προς την πλευρά του ποταμού.

Ο Ζενέτος την αποδέχθηκε με ευφυΐα. Το εκτός αθηναϊκού μέτρου οικοδόμημα πήρε τη μορφή ενός μεγάλου καραβιού, που εισχώρησε στον Ιλισσό και ήρθε να αράξει απαλά στην είσοδο της πόλης. Η μεγαλοπρέπεια και η βαρύτητα των κάθετων στοιχείων της ελληνικής αρχιτεκτονικής αντικαταστάθηκε με τη σβελτάδα των οριζόντιων συνεχών ανοιγμάτων. Η προσφυγή στον οριζόντιο άξονα, αντί των καθέτων, υπήρξε η ευφυής λύση. Το κτίριο απέκτησε μια δυναμική φόρμα, φαινόταν να κινείται, να «πλέει» πάνω στο διάφανο νερό, που υποδηλωνόταν από τις συνεχείς τζαμαρίες του ισογείου. Ο χώρος της εργασίας, διάφανος, εισχωρούσε στη ζωή της πόλης. Και το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό τη νύχτα, όταν το πάμφωτο εργοστάσιο ταξίδευε στο σκοτάδι και τη σιωπή, με τους εργάτες-πλήρωμα σε διαρκή ενεργητικότητα. Πρωτότυπες και ίσως ανεπανάληπτες λύσεις όχι μόνο αρχιτεκτονικές αλλά και κατασκευαστικές, για την επίτευξη του φανταστικού αποτελέσματος».
Ο Αντώνης Τραυλός που εργάστηκε ως ζυθοβράστης στην Ζυθοποιία FIX την περίοδο 1947-1968 θυμάται:
[…] Το εργοστάσιο, στη λεωφόρο Συγγρού, παρουσίαζε φαντασμαγορική εικόνα, κυρίως το βράδυ, που φωτίζονταν οι εσωτερικοί του χώροι, καθώς λειτουργούσε όλο το εικοσιτετράωρο και ο αρχιτέκτονας είχε φροντίσει οι εξωτερικοί τοίχοι να έχουν μεγάλους υαλοπίνακες. Έτσι, το υπερσύγχρονο εργοστάσιο με τα τεράστια χάλκινα καζάνια ήταν προσβάσιμο ακόμα και στους περαστικούς, αλλά και πόλος έλξης σχολείων και επισκεπτών τα πρωινά. Ως εκ τούτου, μια υποβαθμισμένη εκείνη την εποχή περιοχή, πολύ σύντομα, με τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του εργοστασίου, αναπτύχθηκε ταχύτατα και σύντομα τα διώροφα και μονώροφα κτίρια έγιναν σύγχρονες αστικές κατοικίες. […]
Νίκος Κομν. Χατζηγεωργίου, ΜΠΥΡΑ FIX, Μια ιστορία 150 χρόνων, 1864-2014, Ολυμπιακή Ζυθοποιία Α.Ε., Αθήνα 2014, σ. 178
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το εργοστάσιο ζυθοποιίας μεταφέρεται έξω από την Αθήνα και το κτήριο εγκαταλείπεται, ενώ το 1982 η ζυθοποιία FIX κλείνει οριστικά. Στα χρόνια που ακολουθούν το κτήριο Φιξ μένει αναξιοποίητο. Οι φθορές που παρουσιάζονται στο εσωτερικό καθώς και στο εξωτερικό του κέλυφος αλλά και η ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων αλλοιώνουν τον χαρακτήρα του, ενώ ο προβληματισμός που εκφράζεται σχετικά με τη διατήρηση και την αξιοποίησή του είναι έντονος και μακροχρόνιος.
Τον Δεκέμβριο του 1994 το κτήριο περιέρχεται με αναγκαστική απαλλοτρίωση για λόγους δημόσιας ωφέλειας στην ιδιοκτησία της Αττικό Μετρό Α.Ε. Το βορινό τμήμα του κατεδαφίζεται για τις ανάγκες των έργων του μετρό και η ιδιοκτήτρια εταιρεία κατασκευάζει τον παρακείμενο σταθμό, ο οποίος τίθεται σε λειτουργία στις αρχές του 2000.
Τον Φεβρουάριο του 2000, μετά από σχετική διαμόρφωση του ισογείου του κτηρίου, οργανώνεται από το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με το Ίδρυμα Γιάννης Τσαρούχης η έκθεση Γιάννης Τσαρούχης, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Την ίδια χρονιά ο χώρος αυτός παραχωρείται ως προσωρινή στέγη στο νεοσύστατο τότε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Στη συνέχεια αποφασίζεται το κτήριο να αποτελέσει τη μόνιμη στέγη του ΕΜΣΤ και το 2002 υπογράφεται σύμβαση μίσθωσης του κτηρίου μεταξύ της Αττικό Μετρό Α.Ε. και του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, διάρκειας 50 ετών.
Τη μελέτη της ανάπλασης του κτηρίου αναλαμβάνουν μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό τα γραφεία 3SK ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Α.Ε., Ι. ΜΟΥΖΑΚΗΣ και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ Ε.Π.Ε., TIM RONALDS ARCHITECTS, ενώ συμμετέχει και ως συνεργάτης της 3SK η Καλλιόπη Κοντόζογλου.
Το κτίριο της ζυθοποιίας ΦΙΞ στη Λεωφόρο Συγγρού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτίρια της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής και χαρακτηριστικό δείγμα βιομηχανικού κτιρίου. Κατασκευάστηκε από τον Κάρολο Φιξ το 1893 και στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η ριζική ανακαίνιση – ανακατασκευή του ανατίθεται στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977). Από το Δεκέμβριο του 1994 περιήλθε, με αναγκαστική απαλλοτρίωση, στην ιδιοκτησία της Αττικό Μετρό Α.Ε. Το Δεκεμβρίου του 2002 έγινε προκήρυξη αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, με κλειστή διαδικασία σε δύο στάδια, για την ανάθεση με σύμβαση έργου της εκπόνησης της μελέτης του ΕΜΣΤ.
Οι δυο όψεις του κτιρίου επί της λεωφόρου Συγγρού και της οδού Αμ. Φραντζή, χαρακτηρίστηκαν διατηρητέες, με την έννοια ότι τα στοιχεία των όψεων όφειλαν να επισκευαστούν, έτσι ώστε η διάταξη πλήρων – κενών, το υλικό τελειώματος των τοίχων, η αρμολόγηση και η διαίρεση των υαλοστασίων να διατηρηθούν.
Στο κτίριο διαμορφώνονται εκθεσιακοί χώροι, χώροι εργαστηρίων, αρχείων και διοίκησης και χώροι κοινόχρηστων λειτουργιών (χώροι κυκλοφορίας του κοινού, κατάστημα, μπαρ, εστιατόριο, βιβλιοθήκη, χώρος εκδηλώσεων). Οι εκθεσιακοί χώροι για τις περιοδικές και μόνιμες εκθέσεις καταλαμβάνουν το τμήμα του κτιρίου, που προσφέρει τα μεγαλύτερα ανοίγματα με κάνναβο υποστυλωμάτων. Το κτίριο αποτελείται από τους υπόγειους χώρους, το ισόγειο, τον ημιώροφο, τους τρεις ορόφους και τον τέταρτο όροφο σε εσοχή. Η μικρή όψη προς την είσοδο του μετρό, έχοντας πρόσωπο στον ακάλυπτο χώρο της Αττικό Μετρό θα λειτουργήσει και ως μια επιφάνεια προβολής των δραστηριοτήτων του μουσείου.

Η μεγάλη όψη προς τη λεωφόρο Καλλιρρόης σηματοδοτεί και το νέο μουσείο. Ένα μεγάλο “κατακόρυφο έδαφος” που αιωρείται, κρύβει τους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου και στη βάση του, ένας “υγρός τοίχος” οδηγεί στην κύρια είσοδο του μουσείου. Η ανάγκη αντιστήριξης των όψεων της λεωφόρου Συγγρού και της οδού Φραντζή οδήγησε στη διαμόρφωση μιας εσωτερικής “σκαλωσιάς” από σκυρόδεμα, που λειτουργεί και ως εσωτερικός περίπατος, αναδεικνύοντας τη διατηρητέα όψη ως έναν κατακόρυφο πίνακα.
διατηρητέας όψης. Στους εκθεσιακούς χώρους έγιναν όλες οι αναγκαίες μελέτες για την επίτευξη των απαραίτητων συνθηκών περιβάλλοντος. Παράλληλα έγιναν οι απαιτούμενες μελέτες για το γενικό φωτισμό και το φωτισμό των έργων τέχνης.
(https://goo.gl/sQc4Re)
Έτσι λοιπόν, οι όψεις που σχεδίασε ο Τάκης Ζενέτος επί της οδού Συγγρού και Φραντζή διατηρούνται. Στις δυο νέες όψεις του το κτίριο αποκαλύπτει ξανά τη ξεχασμένη τοπογραφία των Αθηνών. Η «τομή» του Ιλισσού, το νερό δηλαδή και η κοίτη του με τα ιζηματογενή πετρώματα όπως έχουν προέλθει από την καθίζηση τόσων αιώνων, εμφανίζεται ξανά, «αναδύεται» μέσα από το έδαφος και αιωρείται, γιγάντια «κουρτίνα» που κρύβει μέσα της τους εκθεσιακούς χώρους του Μουσείου.
Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2000. Μόνιμη στέγη του Μουσείου είναι το πρώην εργοστάσιο ζυθοποιίας Φιξ στη Λεωφ. Συγγρού, η ανακατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2014. Το κτήριο καταλαμβάνει 18.142 τμ. σε οικόπεδο επιφανείας 3.123 τμ.
Από τις 30 Σεπτεμβρίου του 2008 το ΕΜΣΤ φιλοξενήθηκε σε τμήμα του κτηρίου του Ωδείου Αθηνών, ενώ από το 2003 μέχρι το 2008 φιλοξενήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Έχει παρουσιάσει εκθέσεις και δράσεις στην ΑΣΚΤ και στο δημόσιο χώρο.
Η συλλογή του Μουσείου συγκροτείται γύρω από ένα σημαντικό πυρήνα έργων Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, όπως οι Στήβεν Αντωνάκος, o Μπιλ Βιόλα, ο Ντίκος Βυζάντιος, η Έμιλυ Ζασίρ, o Ίλια και η Εμίλια Καμπακόφ, ο Βλάσης Κανιάρης, ο Νίκος Κεσσανλής, ο Γιάννης Κουνέλλης, η Σιρίν Νεσάτ, ο Λουκάς Σαμαράς, ο Κώστας Τσόκλης, η Μόνα Χατούμ, ο Γκάρυ Χιλλ, η Χρύσα, κ.ά., που συνεχώς εμπλουτίζεται.
(
http://www.emst.gr/museum)
(αναφέρονται οι σύνδεσμοι των δικτυακών τόπων από όπου αντλήθηκαν τα κείμενα και οι φωτογραφίες)