Σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολις Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων την παραμονή της εορτής των Τριών Ιεραρχών (29-01-2024) για τους εκπαιδευτικούς στον ιερό ναό της Αγ. Σοφίας Καρδίτσας τον λόγο εξεφώνησε ο θεολόγος καθηγητής του 5ου Γενικού Λυκείου Καρδίτσας κ. Ιωάννης Αγγελάκης (φωτ.), αναφέροντας τα εξής:
Σεβασμιότατε! Σεβαστοί Πατέρες, επίσημοι προσκεκλημένοι, εκλεκτοί συνάδελφοι, κυρίες και κύριοι.
Αύριο ξημερώνει διπλή γιορτή για την πατρίδα μας. Είναι γιορτή θρησκευτική και γιορτή των γραμμάτων. Γιορτάζουμε και τιμούμε τους Τρείς Ιεράρχες:
Στόματα χρυσά, στόματα μελίρρυτα!
Εργάτες όλοι ενός έργου:
τρεις διακριτοί – τρεις άγγελοι.
Οι τρεις μαζί, ένα, όπως ο Τριαδικός Θεός,
κανένας τους αρχηγός, κανένας δεύτερος.
Στην αιωνιότητα όλοι συμφωνούν,
καλείς έναν προστρέχουν και οι τρεις.
Υμνείς έναν, ακούνε και οι τρεις.
Δοξάζεις έναν, συγχαίρουν και οι τρεις.
Τρεις άνδρες, μια ολότητα,
τρεις ιεράρχες, ένα έργο,
τρία ονόματα, μία δόξα,
και για τους τρεις, κεφαλή ο Χριστός.
Με αυτά τα λόγια τους ύμνησε, τον περασμένο αιώνα, ένας άλλος σπουδαίος εκκλησιαστικός άνδρας, ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ήταν και οι τρεις πανεπιστήμονες. Κατείχαν όλη τη γνώση της εποχής τους, η οποία αντί να τους απομακρύνει από το Θεό, όπως θα περίμεναν ορισμένοι, τους οδήγησε κατευθείαν σε Εκείνον, γι αυτό και την συνδύασαν άριστα με τη χριστιανική τους πίστη.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ήταν θεολόγος, φιλόλογος, ιατρός ( χειρουργός), γεωμέτρης, νομικός, ρήτορας, μουσικὸς κ.λ.π.
Ὁ Γρηγόριος υπήρξε μέγας θεολόγος, απαράμιλλος ποιητὴς, ρήτορας και φιλόσοφος. Χάρη στην μεγάλη μόρφωσή του διετέλεσε καθηγητὴς των ονομαστών φιλοσοφικών σχολών των Αθηνών! Και μάλιστα έλαβε πανεπιστημιακή έδρα στην Αθήνα ενώ ήταν ακόμη φοιτητής.
Ὁ Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος υπήρξε ονομαστὸς ρήτορας, νομικός, θεολόγος, άριστος φιλόλογος και απαράμιλλος χειριστὴς του λόγου, γι’ αυτὸ ονομάστηκε και Χρυσόστομος. Ὁ ονομαστὸς διδάσκαλός του Λιβάνιος όταν προς το τέλος της ζωής του ρωτήθηκε ποιον θεωρούσε ικανό να τον διαδεχθεί στη σχολή του ως καθηγητής, είχε πει μὲ μια δόση πίκρας πως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο υπέροχος αυτὸς μαθητής ήταν το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να τον διαδεχθεί, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι χριστιανοί.
Έτσι έγιναν σπουδαίοι και σοφοί, με τεράστιο παιδαγωγικό και κοινωνικό έργο, και πάνω απ΄ όλα, διαχρονικά πρότυπα της αγιότητας.
Και η προβολή αυτής της αγιότητας είναι η σημαντικότερη προσφορά των τριών αυτών σπουδαίων ανδρών στο σύγχρονο άνθρωπο, διότι έτσι του υπενθυμίζουν και τον προσανατολίζουν προς τον αληθινό σκοπό της ύπαρξής του, τη λησμονημένη και παρεξηγημένη, από τους περισσότερους ανθρώπους, αγιότητα.
Ο προορισμός του ανθρώπου:
Τὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τῆς ζωῆς μας εἶναι πολὺ σοβαρό, διότι ἀφορᾶ τὸ σπουδαιότερο ζήτημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο: Γιὰ ποιὸ σκοπὸ βρισκόμαστε πάνω στὴν γῆ; Πως πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας για να μην τη σπαταλήσουμε άσκοπα και χωρίς ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο;
Ἂν ὁ ἄνθρωπος τοποθετηθεῖ σωστὰ στὸ θέμα αὐτό, τότε μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ σωστὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους καὶ καθημερινὰ ζητήματα τῆς ζωῆς του, ὅπως εἶναι οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ σπουδές του, τὸ ἐπάγγελμα, ὁ γάμος, ἡ ἀπόκτηση καὶ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Ἂν ὅμως αστοχήσει σ΄ αὐτὸ , τότε θὰ ἀποτύχει σε όλα. Διότι τί νόημα μποροῦν νὰ ἔχουν οἱ ἐπὶ μέρους σκοποί, ὅταν στὸ σύνολό της ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ δὲν ἔχει νόημα;
Η ζωή της κοινωνίας είναι προγραµµατισµένη µε βάση κάποιες «οικονοµικές» αξίες. Θα ολοκληρώσω τη βασική εκπαίδευση, θα περάσω στο πανεπιστήμιο ή θα μάθω μια τέχνη, θα πάρω το πτυχίο µου, θα πιάσω µια καλή δουλειά, θα παντρευτώ, θα κάνω παιδιά, οικογένεια, θα πάω µερικά ταξίδια-διακοπές, θα βγω στη σύνταξη, και μετά θα πεθάνω… Ωραία… και γιατί να τα κάνω όλα αυτά; Ποιο είναι το νόηµα, ο σκοπός της ζωής, εφόσον όλα καταλήγουν στο χώμα;
Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ή και έλλειψη πίστης σε πολλούς ανθρώπους για την αιώνια προοπτική της ζωής, γι αυτό περιορίζουν την σκοπιμότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στα υλιστικά πλαίσια, που περιλαμβάνει τον πλούτο, τη δόξα, την κοινωνική προβολή, τις αισθησιακές απολαύσεις, με κυρίαρχο δόγμα το «φάγωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκομεν».
Στο σχολικό βιβλίο των θρησκευτικών της Β’ Λυκείου υπάρχει ένα ποίημα του Γ. Δροσίνη, με τίτλο ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ; πολύ σχετικό και χρήσιμο με το θέμα αυτό. Να σας διαβάσω μερικούς στίχους, δεν θα σας κουράσω. Να σας διαβάσω μερικούς στίχους
Τι λοιπόν;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανήκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;
Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο ένας από τους τρεις Ιεράρχες που τιμούμε σήμερα, απευθυνόμενος προς τους Χριστιανούς της εποχής του, λέγει:
«Δεν γνωρίζεις ότι η ζωή αυτή είναι αποδημία; Νομίζεις ότι είσαι μόνιμος κάτοικος μιας πόλεως; είσαι ταξιδιώτης… και οδοιπόρος.
Μη μου ειπής ότι ανήκω εις αυτήν ή εκείνην την πόλιν. Κανένας δεν έχει εδώ πόλιν, η πόλις είναι άνω.
Η ζωή αυτή είναι ξενοδοχείον. .. Είσαι ταξιδιώτης και οδοιπόρος και, μάλιστα, κάτι ολιγώτερον από ταξιδιώτης.
Πώς; να σου είπω:Ο οδοιπόρος γνωρίζει πότε έρχεται και πότε φεύγει από το ξενοδοχείον, επειδή αυτός ορίζει τον χρόνον που θα εισέλθη και θα εξέλθη. Εμείς, όμως, εισερχόμεθα εις το ξενοδοχείον, δηλαδή εις την παρούσαν ζωήν, χωρίς να γνωρίζωμεν πότε θα εξέλθωμεν από αυτήν. Μερικές, μάλιστα, φοράς παρασκευάζομεν διατροφάς δια πολύν χρόνον, ακόμη και την στιγμήν που μας καλεί ο Δεσπότης πλησίον Του… Είναι ακαθόριστος η έξοδος. Η περιουσία δεν είναι σταθερόν πράγμα. Οι κίνδυνοι είναι πάρα πολλοί και τα κύματα κτυπούν από παντού. Και συ έχεις αφοσιωθή ως τρελός εις πράγματα απατηλά, εις σκιάς; Διατί αφήνεις την πραγματικότητα και κυνηγάς τας σκιάς;».
Κάποιοι δε άλλοι συνάνθρωποί μας ἐκτὸς, αλλά και εντός τῆς Ἐκκλησίας, από κάποια παρεξήγηση νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Σίγουρα και αυτό πρέπει να γίνει, αλλά είναι πολύ λίγο, δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός για τον οποίον ο Θεός δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις ή αλλιώς η αγιότητα. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην ηθική βελτίωση και την αγιότητα.
Ο Μακαριστός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, π. Γεώργιος Καψάνης στο βιβλίο του «η Θέωσις» αναφερει τα εξής:
Ἂν σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νὰ γίνει ἁπλῶς ἠθικὰ καλύτερος, δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἔλθει στὸν κόσμο ὁ Ιησούς Χριστός, να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί νὰ γίνει ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς θείας Οἰκονομίας,έτσι ακυρώνονται τα πάντα, ακόμα και η προσφορά της Θεοτόκου. Διότι καὶ μὲ τοὺς Προφῆτες, μὲ τοὺς φιλοσόφους, μὲ τοὺς δίκαιους ἀνθρώπους καὶ διδασκάλους θὰ μποροῦσε νὰ διδαχθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ γίνεται ἠθικὰ καλύτερο.
Ἤδη ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ, δηλώνεται ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὅταν αναφέρεται ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσίν» Του.
Τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» σημαίνει τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἄνθρωπο, ξεχωριστὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πλάσματά Του και αυτά τὰ χαρίσματα εἶναι : Ὁ λογικὸς νοῦς, ἡ συνείδηση, τὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ δημιουργικότητα… Ὅ,τι δηλαδὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο αληθινό πρόσωπο, είκόνα του Θεού.
Ἔχοντας τώρα τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» καλεῖται ὁ ἄνθρωπος με τη δική του προσπάθεια και τη χάρη του Αγ. Πνεύματος νὰ ἀποκτήσει τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν θέωση, να γίνει άγιος.Διαπιστώνουμε ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔχει ο Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν τὸν θέλει ἁπλῶς ἕνα ὃν μὲ κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ἀνωτερότητα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, ἀλλὰ τὸν θέλει Θεὸ κατὰ Χάριν.
Τόσο ὑψηλὰ, λοιπόν, τοποθετεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία τὸν ἄνθρωπο όσο καμία άλλη ανθρωπολογία ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν, κοινωνικῶν και ψυχολογικῶν συστημάτων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει ότι μεγαλύτερο δώρο δεν είχε ο Θεός να προσφέρει στον άνθρωπο, από τη δυνατότητα να γίνει άγιος, κατά χάριν θεός.
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κεκελευσμένος θεός», ἔχει δηλαδὴ πλασθεῖ γιὰ νὰ γίνει θεός, ἂν δὲν βρίσκεται στὴν πορεία αυτή, αἰσθάνεται ἕνα κενὸ μέσα του, ὅτι κάτι δὲν πηγαίνει καλά. Δὲν χαίρεται, ἀκόμη κι ὅταν προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὸ κενὸ μὲ ἄλλες δραστηριότητες. Ο σημερινός άνθρωπος κατασκευάζει ἕνα κόσμο φανταχτερὸ ἀλλὰ ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, καὶ ἐγκλωβίζεται, φυλακίζεται μέσα σ᾿ αὐτὸν κι ὁ ἴδιος. Οργανώνει ἔτσι τὴν ζωή του, ὥστε νὰ μὴ μένει ποτὲ σχεδὸν ἥσυχος, μόνος με τὸν ἑαυτό του. Μὲ τοὺς θορύβους, τὴν ἔνταση, τὴν τηλεόραση, τὸ διαδίκτυο, τὴν συνεχῆ πληροφόρηση γιὰ ὁ,τιδήποτε, προσπαθεῖ νὰ ξεχάσει, νὰ μὴν σκέφτεται, νὰ μὴν ἀνησυχεῖ, νὰ μὴ θυμᾶται ὅτι δὲν πορεύεται σωστά, ὅτι ἔχει ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν σκοπό του.
Άλλοι δε άνθρωποι γύρω μας, έχουν ακούσει για την αγιότητα, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, πιστεύουν ότι αφορά μια μικρή ομάδα ανθρώπων, όπως είναι οι μοναχοί, το ιερατείο, οι θεολόγοι κ.λ.π. και αυτό είναι μεγάλη παρεξήγηση.
Σ΄ αυτό εδώ το σημείο θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ κάποιες όμορφες στιγμές, όταν διδάσκεται η συγκεκριμένη διδακτική ενότητα για την αγιότητα μέσα στις σχολικές αίθουσες. Και πρώτα απ΄ όλα να σας αναφέρω την έκπληξη και τη χαρά που νιώθουν οι μαθητές και περισσότερο τη χαρά, όταν συνειδητοποιούν ότι είναι κεκελευσμένοι θεοί, προορισμένοι να γίνουν άγιοι, έτσι όπως είναι, μέσα στο κόσμο, χωρίς να χρειαστεί να περιορίσουν ή να αρνηθούν κάποιες πτυχές της βιολογικής τους ζωής, όπως νόμιζαν. Όπως είναι οι σπουδές, η εργασία, ο γάμος, η οικογένεια, τα ταξίδια, οι διακοπές κ.α.
Πολλά παιδιά εκφράζουν μια απορία, θυμάμαι περίπτωση μαθητή που σήκωσε το χέρι, πήρε το λόγο και είπε: Κύριε, οι γονείς μου θέλουν πάντα το καλύτερο για μένα και γι αυτό το λόγο αγωνίζονται και μάλιστα κάνουν πολλές θυσίες για τις σπουδές μου και για να μη μου λείψει τίποτα. Όμως, αυτό που συζητάμε εδώ τώρα είναι πολύ σοβαρό, διακυβεύεται η αιώνια προοπτική της ζωής μου, ο σκοπός για τον οποίο γεννήθηκα. Απορώ όμως, γιατί οι γονείς μου ενώ κάνουν τα πάντα για μένα, δεν αγωνίζονται για το σπουδαιότερο ζήτημα της ζωής μου, δεν μπορώ να το εξηγήσω.
Ενώ ένας άλλος μαθητής απορημένος και με μια δόση χιούμορ ρώτησε: Κύριε ο πατέρας μου έχει καφενείο, όταν τελειώσω το σχολείο θα συνεχίσω το επάγγελμά του, δηλαδή εγώ ως καφετζής μπορώ να αγιάσω;
Και όταν αρχίζουμε να επεξεργαζόμαστε τη συγκεκριμένη Δ.Ε. αντιλαμβάνονται ότι δεν εξαιρείται κανείς, όποιο κοινωνικό ή επαγγελματικό ρόλο αναλάβει, σε όποιο μετερίζι της ζωής κι αν βρεθεί, ότι η αγιότητα είναι δυνατότητα για όλους, την οποία μπορούν μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι να εγκαταλείψουν,απεμπολήσουν.
Μαθαίνουν επίσης και κατανοούν, ίσως για πρώτη φορά, ότι οι Άγιοι ήταν απλοί, ταπεινοί, μετανοημένοι χριστιανοί. Ότι δεν πρόκειται για υπεράνθρωπους, παντογνώστες και αλάνθαστους…..Ότι ένας άγιος μπορεί να ’ναι και παχύς, να γράφει ή να μιλάει πολύ, να είναι βαριά ασθενής. Ότι οι άγιοι ήταν σαν κι εμάς. Ότι ο άγιος μπορεί να ’ναι και στο μοναστήρι και στη σκήτη και στο κελλί και στο χωριό και στην πόλη. Ότι η αγιότητα είναι ανοιχτός κήπος. […] και δεν αποκλείεται κανένας από αυτήν..
Όποιος αγαπήσει πολύ τον Χριστό και την αγάπη του την δείξει έμπρακτα, ταπεινωθεί και αγωνισθεί, αγιάζει, χαριτώνεται, φωτίζεται.
Στο σημείο όμως που αρχίζουν τα παιδιά να προβληματίζονται και ανησυχούν πραγματικά αν θα τα καταφέρουν, είναι όταν διευκρινίζουμε το νόημα της χριστιανικής αγάπης.
Δηλαδή, εξηγούμε στα παιδιά πως όταν μιλάμε για τη χριστιανική αγάπη, δεν εννοούμε κάποιον αγαπισμό, κάποια καρικατούρα της αγάπης, δε μιλάμε για μια αγάπη φτιαγμένη από γυαλί, έτοιμη να σπάσει όταν συγκρούονται τα προσωπικά μας συμφέροντα με τα συμφέροντα των άλλων. Αλλά για αγάπη οδυνόμενη, σταυρική που φθάνει μέχρι κι αυτόν που μας μισεί και δεν θέλει το καλό μας.. Η αγάπη που τα προσφέρει όλα και δεν περιμένει τίποτα, που σταυρώνεται και όμως συγχωρεί , όπως η αγάπη του Χριστού στο Γολγοθά..εκεί όπου ο θάνατος Του πάνω στο Σταυρό δεν ήταν μια ήττα που αποκαταστάθηκε κάπως με την ανάσταση, αλλά μια νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει: Η νίκη της οδυνώμενης αγάπης πάνω στο μίσος.
Ο άγ. Ιωάννης ο ευαγγελιστής κάνει την εισαγωγή της διηγήσης του για το Μυστικό Δείπνο και το Πάθος μ’ αυτά τα λόγια: «…αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. 13,1), που σημαίνει «ως το έσχατο σημείο». Κι αυτή η λέξη τέλος επαναλαμβάνεται αργότερα στην τελευταία κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30). Αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!
Τι εκπληρώθηκε; Απαντάμε: Το έργο της οδυνώμενης αγάπης, η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος.
Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ’ όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή.
Η δύναμη του Θεού, η δόξα του φαίνεται όχι τόσο πολύ στην Ανάσταση όπως νομίζουμε οι περισσότεροι, για τον Θεό αυτό ήταν εύκολο, όσο στο γεγονός ότι από αγάπη ο Θεός «εκένωσεν εαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τον εαυτό του, με γενναιόδωρη αυτοδιάθεση, με τη δική του ελεύθερη εκλογή συγκατανεύοντας να υποφέρει και να πεθάνει. Ο Θεός δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, όσο όταν βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία Του.
Η νίκη της γεμάτης πόνο αγάπης του πάνω στο Σταυρό δεν είναι απλώς ένα παράδειγμα για μας που μας δείχνει τι θα μπορούσαμε να πετύχουμε εμείς οι ίδιοι αν μπορούσαμε να τον μιμηθούμε με τις δικές μας δυνάμεις. Αλλά κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό, η πονεμένη του αγάπη έχει πάνω μας ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας την καρδιά μας και τη θέλησή μας, ελευθερώνοντάς μας από τα δεσμά του μίσους , της εκδίκησης, της ζήλειας, της αδιαφορίας, ολοκληρώνοντάς μας, κάνοντας δυνατό για μας ν’ αγαπούμε μ’ ένα τρόπο που θα ήταν τελείως περ’ από τις δυνάμεις μας, αν πρώτα δεν είχαμε αγαπηθεί απ’ αυτόν.
Έκανε για μας κάτι που θάμασταν τελείως ανίκανοι να κάνουμε δίχως αυτόν και έτσι να πετύχουμε τον σκοπό μας, τη θέωση. «Ορθόδοξος δρόμος», του μακαριστού επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ
Αλλά στις μέρες μας το ιδεώδες του Υπερανθρώπου του Νίτσε έχει διαποτίσει –με ποικίλες μορφές– το σύγχρονο πολιτισμό μας. Όπως ατομικισμός, η μοναξιά, η θυσία των πάντων στον βωμό του ατομικού κέρδους, η εκμετάλλευση της εργασίας ανηλίκων, ο αφάνταστος πλουτισμός ορισμένων από τη διάδοση των ναρκωτικών στους πολλούς, η οικολογική καταστροφή κ.α.
Και όμως από ψυχολογική άποψη, όπως χαρακτηριστικά δίδασκε ο κοινωνικός ψυχολόγος Έριχ Φρόμ, ο πόθος της δύναμης, του πλούτου, της εξουσίας δεν πηγάζει από δύναμη, αλλά από αδυναμία. Είναι η έκφραση της ανικανότητας του ατομικού εγώ να σταθεί μόνο του και να ζήσει. Είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια για την απόκτηση δευτερογενούς δύναμης εκεί που λείπει η αυθεντική δύναμη της οδυνώμενης αγάπης.
Όμως στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου αυτό το κήρυγμα για τη σταυρική θυσία του Χριστού: φαίνεται ως μωρία, μια μαθήτρια θυμάμαι κάποτε πετάχτηκε αγανακτισμένη την ώρα του μαθήματος, δεν άντεξε και είπε: Κύριε αυτό είναι ανοησία, είναι παράλογο. Αυτό το γνωρίζει και το επισημαίνει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 1: 18-25). Ο λόγος γάρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι.
Φαίνεται στους περισσότερους που βλέπουν την ζωή αυτή με την κοσμική προπτική ως ανοησία. Στην ουσία της όμως , και ειδικά για κείνους που βλέπουν τη ζωή με μια προοπτική αιώνια,πρόκειται για εξαιρετική δύναμη. Η αγάπη δεν είναι κακομοιριά και έλλειψη ψυχικού σθένους. Είναι ενεργητική, συνειδητή στάση ζωής, η μόνη δύναμη που μπορεί όχι απλώς να εξωραΐσει την επιφάνεια του κόσμου, αλλά να μεταμορφώσει τον ίδιο τον κόσμο. Ιδίως μέσα στη σημερινή πραγματικότητα, ο άνθρωπος καλείται να αναδείξει ως βασικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων κοινωνιών τη βασισμένη στην αγάπη αλληλεγγύη και αγαθοεργία προς τους μικρούς και τους αδύναμους .
Ο Ραούλ Φολερώ, γάλλος νομικός και συγγραφέας έλεγε: «Η μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να σας βρει είναι να μην γίνετε χρήσιμοι σε κανένα, να μη χρησιμεύει σε τίποτε η ζωή σας για κάποιον συνάνθρωπό σας».
Όμως όσο και αν προετοιμαστούμε, δεν γινόμαστε άγιοι προτού κοινωνήσουμε. Η αγιότητα δεν προηγείται της ευχαριστιακής κοινωνίας, αλλ’ έπεται. Αν είμαστε άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η Θ. Κοινωνία; Μόνον η μετοχή στην αγιότητα του Θεού μάς αγιάζει, και αυτό είναι που μας προσφέρει η Θ. Κοινωνία. Η αγιότητα είναι ιδίωμα, χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θεού και μεις δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις μέσα μας και στη συνέχεια με τη θεία κοινωνία μετέχουμε σ΄αυτό.
Η εκκλησία είναι ο μόνος χώρος της θεώσεως
Ὅσοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα, να γίνουν άγιοι, γνωρίζουν ὅτι αὐτὴ ἡ ἕνωση γίνεται μόνο στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς μᾶς παίρνει καὶ μᾶς ἐνσωματώνει στὸ σῶμα Του. Μᾶς κάνει μέλη Του. Καὶ γινόμαστε πραγματικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἠθικά. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ» (Ἐφεσ. ε´ 30).
Δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ σωθοῦμε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ ὁποῖα ίδρυσε ο Ιησού Χριστός και μᾶς συσσωματώνουν μαζί Του . Νὰ εἴμαστε δηλαδὴ ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μὲ τὸν Χριστό, άγιοι, αυτή είναι η σωτηρία που μας πρόσφερε.
Ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁδηγοῦν στὴν θέωση. Ἡ θεία Λειτουργία, τὰ Μυστήρια, ἡ θεία Λατρεία, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ νηστεία, ὅλα ἐκεῖ ὁδηγοῦν.Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει θεός, πουθενὰ ἀλλοῦ. Οὔτε στὰ Πανεπιστήμια, οὔτε στὰ ἱδρύματα κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν, οὔτε σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο ὡραῖο καὶ καλὸ ἔχει ὁ κόσμος. Ὅλα αὐτά, ὅσο καλὰ καὶ ἂν εἶναι, δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν αὐτὸ ποὺ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία, την αγιότητα. (από το βιβλίο η Θέωσις, του μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη)
Και αν αστοχήσουμε σ΄ αυτό, όλα μετά είναι ένα τεράστιο λάθος, όσα και να πετύχουμε.
Εἶναι αλήθεια ότι τα παιδιά , όπως και ο κόσμος έξω στη κοινωνία, αντιδρούν και διαμαρτύρονται όταν μιλούμε για την Εκκλησία, γιατί λέει εκεί μέσα γίνονται ένα σωρό σκάνδαλα, που να πάμε, είναι δυνατόν. Ναι, Εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνουν καὶ σκάνδαλα μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ αὐτὰ γίνονται, διότι στὴν Ἐκκλησία εἴμαστε σὲ πορεία πρὸς τὴν θέωση καὶ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Γινόμαστε, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε θεοί. Από την άλλη δεν αναφέρουν τίποτα για το κοινωνικό έργο της Εκκλησίας και για το νέφος των αγιών της ανά τους αιώνες , έντεκα εκατομμύρια μάρτυρες μόνο στους πρώτους τρεις αιώνες από τη μέρα που ιδρύθηκε η Εκκλησία.
Ζούμε σε μια εποχή που αγαπάει πολύ τη μισή αλήθεια και λατρεύει τα σκάνδαλα. Ὅσο ὅμως καὶ νὰ συμβαίνουν αὐτά, κάνοντας διάκριση, διαχωρισμό ανάμεσα στα ανθρώπινα λάθη και στην ουσία της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού και η σωτηρία που προσφέρει στον κόσμο, δεν πρέπει ποτὲ να φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, διότι στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὴν μοναδικὴ δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε δια του Ιησού Χριστού μὲ τὸν Θεό, και να πετύχουμε το σκοπό για τον οποίο δημιουργηθήκαμε, να γίνουμε άγιοι.
Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς τῆς θεώσεως
Όταν γνωρίζουμε τί μεγάλο προορισμὸ ἔχουμε, τί ευτυχία μᾶς ἀναμένει, αὐτό δίνει μεγάλη χαρὰ στὴν ζωή μας . Υποχωρούν οι φοβίες, η απελπισία, τα αδιέξοδα, οι στεναχώριες κ.ά.
Γλυκαίνει ο πόνος σὲ κάθε δοκιμασία καὶ στεναχώρια τῆς ζωῆς η προοπτικὴ τῆς θεώσεως.
Μαθητής ,στο διαγώνισμα των θρησκευτικών στη γ΄Λυκείου, στο ερώτημα κρίσεως τι θα συμβούλευε σε ένα ζευγάρι νέων που περιμένει παιδί και προβληματίζετε αν θα διακόψει η όχι την κύηση , καθώς ο προγεννητικός έλεγχος έδειξε ότι θα γεννηθεί με σοβαρή αναπηρία, γράφει: Δεν υπάρχει βίος αβίωτος, δηλαδή ζωή που να μην αξίζει να τη ζήσεις, όσες δυσκολίες κι αν υπάρχουν, εφόσον ο προορισμός της είναι αιωνιότητα, όπου δεν θα υπάρχουν αναπηρίες, αρρώστιες και θάνατος, ότι δηλ. μας φοβίζει σ΄ αυτή τη ζωή. Όλοι καλούμαστε να σηκώσουμε με τη βοήθεια του Θεού κάποιο σταυρό. Αυτή η ζωή μέσα από τις δυσκολίες της είναι πνευματικό εργαστήριο, όπου ο άνθρωπος προετοιμάζεται κατάλληλα για να μπορεί να γευθεί τη χαρά της μέλλουσας πραγματικότητας. Δεν υπάρχει άνετη και άκοπη ζωή, η αντίθετη άποψη είναι μεγάλη πλάνη.
Ὅταν ἀγωνιζόμαστε μὲ προοπτικὴ τὴν θέωση, ἀλλάζει πρὸς τὸ καλύτερο καὶ η στάση μας ἔναντι τῶν συνανθρώπων μας. Ὅταν δηλαδὴ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς ὑποψήφιους θεούς. Πόσο σωστά ανατρέφουν οι γονείς τα παιδιά τους, αἰσθανόμενοι τὴν εὐθύνη καὶ ἱερὴ ἀποστολὴ ποὺ ἔχουν ἀπέναντί τους, νὰ τὰ βοηθήσουν νὰ πετύχουν τὴν θέωση, τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ τὰ ἔφεραν στὸν κόσμο! Καὶ φυσικὰ πῶς θὰ τὰ βοηθήσουν, αν και οἱ ἴδιοι δὲν κατευθύνονται πρὸς τὸν σκοπό αυτό, τὴν θέωση;
Συνέπειες τῆς ἀγωγῆς ποὺ δὲν ὁδηγεῖ στὴν θέωσι
Σήμερα οἱ νέοι ἄνθρωποι δεν ἀρκοῦνται σὲ μία ὑλιστικὴ ζωή, ὅπως τοὺς τὴν παραδίδουμε εμείς οἱ μεγαλύτεροι. Τὰ παιδιά μας ζητοῦν ἐμπειρίες ἀληθινῆς ζωῆς. Ούτε είναι αρκετό νὰ ἀκοῦν απλά γιὰ τὸν Θεό. Πρέπει να γνωρίσουν το Θεό. Στο χριστιανισμό καμία γνώση δε σου ανήκει, δεν την κατέχεις, αν δεν την έχεις ζήσει. Ο Θεός έχει παιδιά και όχι εγγόνια, που επιθυμούν Την προσωπική σχέση μαζί του να αναπαυθούν, να ξεκουραστούν απ΄όλα αυτά που τους πιέζουν. Κι ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ τοὺς ἀναπαύσει, ἔχει τὴν ἐμπειρία ποὺ διψοῦν, μάταια ἀναζητοῦν καὶ καταφεύγουν σὲ διάφορα ἄλλα φθηνὰ ὑποκατάστατα, όπως οι ἀνατολικοί μυστικισμοί, τύπου γιόγκα, ἀποκρυφισμό ἢ στὸν γνωστικισμό, τελευταία δὲ δυστυχῶς καὶ σὲ ἀπροκάλυπτο σατανισμό.
Ἀλλὰ καὶ στὴν ἠθικὴ δὲν γνωρίζουν κανένα φραγμό, ἀναρχισμὸς ,τρομοκρατία, και βιαιότητες κατὰ τῶν συνανθρώπων τους. Δυστυχώς τα ζούμε καθημερινά στα σχολεία μας.
Ἡ πλειοψηφία τῶν νέων, καὶ ὄχι μόνο, τὸν πολύτιμο χρόνο τῆς ζωῆς τους καὶ τὶς δυνάμεις τους, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἐπιτυχία στὸν σκοπὸ τῆς θεώσεως, τὰ κατασπαταλοῦν στὴν ἡδονοθηρία καὶ σαρκολατρεία, πού, μὲ τὴν ἀνοχὴ δυστυχῶς καὶ τῆς πολιτείας μερικὲς φορές, γίνονται τὰ σύγχρονα εἴδωλα, οἱ σύγχρονοι “θεοί”, προκαλώντας ἔτσι μεγάλη φθορὰ στὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές τους.
Ἄλλοι αἰσθάνονται ἀπόλαυση τρέχοντας ὑπέρμετρα στοὺς δρόμους – μὲ τραγικὲς πολλὲς φορὲς καταλήξεις τοὺς τραυματισμοὺς καὶ τὸν θάνατο -, κι ἄλλοι πάλι μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις παραδίδονται ἄνευ ὅρων στὴν δαιμονικὴ ἐξάρτηση τῶν ναρκωτικῶν, τὴν νέα αὐτὴ μάστιγα τοῦ αἰῶνος μας.
Καὶ τέλος ἀρκετοί, μετὰ ἀπὸ μία σχετικὰ σύντομη ζωή, γεμάτη ἀπὸ ἀποτυχίες καὶ ἀπογοητεύσεις, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα δίδουν τέλος στὸ μαρτύριο τῆς μάταιης ἀναζητήσεώς τους καταφεύγοντας δυστυχῶς στὴν ἔσχατη μορφὴ ἀπελπισίας, τὴν αὐτοκτονία.
Δὲν εἶναι ἀλῆτες ὅλα αὐτὰ τὰ παιδιὰ ποὺ καταφεύγουν σ᾿ αὐτὰ τὰ παράλογα καὶ τραγικά. Εἶναι νέοι, τα παιδιά μας, ποὺ ἀπογοητευμένα ἀπὸ τὴν ὑλιστική, αὐτάρκη κοινωνία ποὺ τοὺς παραδίδουμε, δὲν βρίσκουν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν πλασθεῖ, τὸ ἀληθινό, τὸ αἰώνιο, ποὺ δὲν τοὺς τὸ δώσαμε καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀγνοοῦν
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί σε τούτο τον παράξενο κόσμο που ζούμε, δυστυχώς δεν έχουν θέση τα πρότυπα αυτά. Μοιάζουν παράλογα, ίσως σαν ανθρώπινες αδυναμίες ή ιδιοτροπίες. Κάναμε τη ζωή των παιδιών μας και τη δική μας εύκολη, τη γεμίσαμε με τεχνολογικά επιτεύγματα. Νοιαζόμαστε για την οικονομική εξασφάλιση και την επαγγελματική αποκατάσταση. Πείσαμε ότι παρέχουμε σε μας και τα παιδιά μας μια ποιότητα ζωής ανώτερη και ταυτίσαμε την ευτυχία με στιγμιαίες τέρψεις και απολαύσεις. Υποτάξαμε το αιώνιο στο προσωρινό και οδηγήσαμε σε ήττα το αθάνατο από το θνητό.
Ξεχάσαμε όμως κάτι σπουδαίο, τις ψυχές μας και τις ψυχές των παιδιών μας. Η φωνή των Τριών Ιεραρχών θα μας το θυμίζει πάντα. Τα παρακάτω λόγια είναι ίσως περισσότερο επίκαιρα από ποτέ: « Γέμισε ο κόσμος από ανθρώπους της επιστήμης, από ανθρώπους του πλούτου, από ανθρώπους της δόξας, από ανθρώπους των πολέμων και των ανταγωνισμών. Επιτέλους πρέπει να διδαχτούμε ότι αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη από ανθρώπους της καρδιάς οι οποίοι πιστεύουν, από ανθρώπους που σέβονται το Θεό».
Ήθελα να μου επιτραπεί επίσης να προσθέσω και κάτι ακόμα. Πολλές φορές στις συνειδητές επιλογές και πράξεις του ανθρώπου, ανακύπτει ζήτημα “σωστού” και “λάθους”, “καλού” και “κακού”, δημιουργείται ένας ηθικός προβληματισμός. Όπως π.χ. το νομοσχέδιο που σχεδιάζει η κυβέρνηση να φέρει στη Βουλή προς ψήφιση για την επέκταση του πολιτικού γάμου στους ομόφυλους, όπως λέγονται, και κατά συνέπεια αυτού, το δικαίωμα της τεκνοθεσίας στη συνέχεια. Σ΄αυτό την ηθικό προβληματισμό υπάρχει η ανάγκη απάντησης και από την πλευρά της Εκκλησίας, η οποία έχει τη δική της θέση θεμελιωμένη στην θεόπνευστη Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση. Όταν μάλιστα ο χώρος της χριστιανικής πίστης αποτελεί ανεξάντλητη πηγή αξιών, συμβόλων, εικόνων και οραμάτων, που εμπλουτίζουν τόσο την ανθρώπινη ζωή όσο και τη δημόσια συζήτηση, θα ήταν ασύνετο να θέσουμε τη χριστιανική πίστη εκτός της δημόσιας συζήτησης, και τούτο όχι μόνο διότι πολλοί πολίτες διαμορφώνουν τις απόψεις και τη στάση τους ως προς τα παραπάνω με βάση ή σε διάλογο με τη χριστιανική πίστη, αλλά και διότι ο ίδιος ο πολιτισμός της Ευρώπης βασίζεται εν πολλοίς στους πυλώνες της χριστιανικής και της ουμανιστικής παράδοσης (εκ των οποίων η δεύτερη απορρέει εν μέρει από την πρώτη). Ο γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Γιούργκεν Χάμπερμας έχει δίκιο όταν, έχοντας κατά νουν κυρίως τον χριστιανισμό, επισημαίνει ότι […] είναι προς το συμφέρον και του ίδιου του συνταγματικού κράτους να προστατεύει τις πολιτισμικές πηγές που τροφοδοτούν την κανονιστική συνείδηση και την αλληλεγγύη των πολιτών. Ο αποκλεισμός της χριστιανικής θρησκείας από τον δημόσιο χώρο και διάλογο θα σήμαινε όχι μόνο μια ακρωτηριασμένη δημοκρατία, αλλά και μια Ευρώπη αποκομμένη από πηγές που αρδεύουν τον πολιτισμό της. Μπαθρέλλος, π. Δ., Οι χριστιανοί στους χρόνους της μεταεκκοσμίκευσης, Εν πλω, Αθήνα, 2016, σσ. 7071
Η Εκκλησία δέν ἀμφισβητεί τό δικαίωμα κανενός νά ἐπιλέγει τόν τρόπο τῆς προσωπικῆς του ζωῆς καί οὔτε ἀπαξιώνει κανένα πρόσωπο ἐξαιτίας τῶν προσωπικῶν του ἐπιλογῶν. Δέν ἀποστρέφεται καί δέν ἀπορρίπτει κανέναν καί δέχεται ὅλους τούς ἐν μετανοίᾳ προσερχομένους, όπως έπρατε και ο Ιησούς Χριστός.
Δεν μπορεί, όμως, να αποδεχθεί την ομοφυλοφιλία, ως μία «φυσική ένωση», διότι η Αγία Γραφή δεν αναφέρει τη δημιουργία από τον Θεό και άλλων φύλων, πλην των δύο. Συγκεκριμένα η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει ότι ο Θεός «εποίησεν τον άνθρωπον άρσεν και θήλυ» (Γέν. 1, 27-28).
Ὁ Γάμος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τον οποίο ευλόγησε ο Ιησούς Χριστός στη Κανά εἶναι μυστήριο ἱερό, ὡς ἕνωση ψυχοσωματική μεταξύ ἄνδρα καί γυναίκας, μέ σκοπό τόν ἁγιασμό τους καί ἀνάγεται στή σχέση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας. «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32).
Τά συστατικά τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας συνδέονται ἄμεσα μέ τά διακριτά πρότυπα τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας, ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ θεϊκή ἐντολή «Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου» (Ἔξοδ. 20, 12) καί, κατά τοῦτο, τό παιδί ἔχει ἀναφορά σ᾽ αὐτούς.
Η Εκκλησία δεν μπορεί για κανένα λόγο να αλλάζει τον σκοπό της υπάρξεώς της και να μην ακολουθεί τις διδασκαλίες της, όπως εκείνη του Απ. Παύλου: «Μην πλανάστε, ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτρες, ούτε μοιχοί, ούτε κίναιδοι, ούτε αρσενοκοίτες, ούτε κλέφτες, ούτε πλεονέκτες, ούτε μέθυσοι, ούτε κακολόγοι, ούτε άρπαγες δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού» (Α’ Κορινθίους 6, 9-11).
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος: Λόγος γιά τήν ὁμοφυλοφιλία, γράφει: «Ἀλλ’ ἀκόμη δέν ἀνέφερα τό ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν, οὔτε τό κυριώτερον μέρος τῆς συμφορᾶς ἀπεκάλυψα, διότι πολλάκις, πού ἠτοιμάσθην νά τό εἰπῶ ἐκοκκίνησα, πολλάκις δέ ἐντράπηκα. Ποῖον λοιπόν εἶναι αὐτό; Κάποιος παράδοξος καί παράνομος πόθος εἰσῆλθεν εἰς τήν ζωήν μας. Ἐπενοήθη κάποια νέα καί φοβερά παρανομία, διότι ἀνατρέπονται ὄχι μόνον οἱ ἀνθρώπινοι, ἀλλά καί οἱ φυσικοί νόμοι. Διότι φαίνεται ὅτι κινδυνεύει εἰς τό ἑξῆς νά γίνη περιττόν τό γυναικεῖον φύλον, ἐφ’ ὅσον οἱ νέοι ἀναπληρώνουν ἀντί ἐκείνων, ὅλα τά εἰς ἐκείνας ἀνήκοντα. Καί δέν εἶναι μόνον αὐτό τό κακόν, ἀλλ’ ὅτι μέ πολλήν ἐλευθερίαν ἀποτολμᾶται τοιαύτη ἀκολασία καί ἐνομιμοποιήθη ἡ παρανομία. Κανείς λοιπόν δέν φοβεῖται καί δέν τρέμει. Κανείς δέν ἐντρέπεται οὔτε κοκκινίζει, ἀλλά καί ὑπερηφανεύεται διά τήν γελοίαν αὐτήν πράξιν καί θεωροῦνται παράφρονες οἱ σώφρονες καί ὅτι δῆθεν παραπλανῶνται οἱ νουθετοῦντες. Καί ἄν μέν τύχη νά εἶναι κατώτεροι σωματικῶς, δέρονται, ἄν δέ εἶναι ἰσχυρότεροι χλευάζονται, καταγελῶνται, περιλούονται μέ μυριάδας ἐμπαιγμούς. Διότι ἄλλους μέν κατώρθωσαν νά διαφθείρουν διά χρημάτων, αὐτοί δέ ἐνδιαφέρονται πῶς νά ἀποκτήσουν μισθόν. Ἐξ ἐκείνων δέ πού εἶναι φρονιμώτεροι καί φροντίζουν διά τήν σωτηρίαν αὐτῶν, πού τούς ἔχουν ἐμπιστευθῆ, ἄλλοι μέν πολύ εὐκόλως ἀποκοιμίζονται καί ἐξαπατῶνται, ἄλλοι δέ φοβοῦνται τήν δύναμιν τῶν ἀνηθίκων. Ἄλλωστε εὐκολώτερον θά ἠδύνατο νά γλυτώση κάποιος, ὁ ὁποῖος ἔχει γίνει ὕποπτος ὅτι ἐποφθαλμιᾶ τό βασιλικόν ἀξίωμα, παρά νά ξεφύγη ἀπό τά χέρια τῶν μιαρῶν ἐκείνων, ἄν προσπαθήση νά ( πει κάτι εναντίον τους) ἁρπάξη ἀπό αὐτούς τά παιδιά. Ἔτσι, ὡσάν εἰς μεγάλην ἐρημίαν, μέσα εἰς τάς πόλεις οἱ ἀρσενικοί μέ ἀρσενικούς διαπράττουν τήν ἀκολασίαν.
Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου μπορεί να αγνοήσει κανείς τα λόγια του Ιησού Χριστού όταν τονίζει τα εξής: (Ματθ. ε΄18-19)
« Καμία χριστιανική εντολή, όσο μικρή και ελάχιστη αν φαίνεται, δε μπορεί να καταργηθεί από τη ζωή και τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτός που θα καταφρονήσει τις εντολές, γίνεται και εκείνος ελάχιστος στη βασιλεία των ουρανών, όπως θεώρησε ελάχιστες τις εντολές». Σήμερα φαίνεται ότι κλήρος και πιστοί έχουμε γαλουχηθεί στο «κατ’ οικονομίαν», στην επιείκεια και φθάσαμε στο άλλο άκρο, σε μια συμβατική Χριστιανική ηθική που περιφρουρεί τα ιδιοτελή συμφέροντα μας και δικαιώνει ηθικά τις αδυναμίες μας, σε σημείο που μερικές φορές αυτό αποτελεί πραγματική διακωμώδηση του Ευαγγελίου.
Η Εκκλησία αντιλαμβάνεται την πολιτική και την οργανωμένη κοινωνία, το κράτος, ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο με στόχο να οργανώσει τη ζωή του και τη ζωή της κοινωνίας και να βελτιώσει τις συνθήκες της. Όταν, όμως, η κρατική εξουσία υπερβαίνει τα όριά της, απολυτοποιεί τον εαυτό της και απαιτεί από το χριστιανό να πράξει αντίθετα από τη διδασκαλία του Χριστού, τότε ο χριστιανός δεν την υπακούει. Σ’ αυτήν την περίπτωση η εξουσία μετατρέπεται σε είδωλο (όπως στην αρχαία Ρώμη) και ο χριστιανός έχει επίγνωση ότι δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογών, καθώς γνωρίζει ότι «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πρ. Απ. 5, 29). Προτιμά να υπακούσει στο Θεό και όχι στους ανθρώπους. Δεν μπορεί χάριν κάποιων εναγκαλισμών και μιας δήθεν καλής συνεργασίας με την εκάστοτε κρατική εξουσία η Εκκλησία να προδίδει την αλήθεια της ,όταν μάλιστα αυτή η αλήθεια δεν είναι απλά λόγια, αλλά ένα πρόσωπο, είναι ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. (Βιβλίο θρησκευτικών Β΄Λυκείου)
Στη θεολογική γλώσσα μιλάμε για «Λόγους των όντων», άκτιστα θεία θελήματα, σύμφωνα με τα οποία το κάθε τι στη δημιουργία έχει το προορισμό του. Άκτιστη θεία ενέργεια που συντηρεί τα πάντα, μέσα σε μια απίστευτη ισορροπία και ευταξία. Αυτά δεν μας συμφέρει να τα αγγίζουμε, γιατί θα καταστραφούμε. Δεν μπορούμε να νομοθετούμε και μάλιστα σε ευθεία αντίθεση, για όσα νομοθέτησε ο Ίδιος ο Θεός από τη δημιουργία.
Τέλος, δεν πρέπει να περιοριζόμαστε κατά την επέτειο της εορτής των Τριών Ιεραρχών μόνο σε ωραία λόγια, τα οποία λέμε και τα επαναλαμβάνουμε, υπερτονίζοντας τις αρετές των τριών αυτών σπουδαίων ανδρών. Η καλύτερη τιμή των Αγίων είναι η μίμηση των Αγίων. Οι τρεις προστάτες των γραμμάτων, ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ας πρεσβεύουν για την πνευματική πρόοδο του καθενός μας και για να μη χάσει η παιδεία του έθνους μας τον προορισμό και την αποστολή της.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!