imageashx.jpg

“Αυτό το καλοκαίρι μας ήρθε λες από κάποια ξεχασμένη περιοχή που θα την ονειρεύτηκαν για πρώτη φορά στην Εδέμ και την ανακαλύψαμε εκ νέου κάπου ανάμεσα στις λανθάνουσες σκέψεις της ανθρωπότητας. ‘Ηρθε καταπάνω μας λες και ήταν κάποιο φημισμένο χιονάτο καράβι της μνήμης κι έριξε άγκυρα μπροστά στην πόλη, με τα λευκά του πανιά διπλωμένα σαν τα τα φτερά ενός πουλιού της θάλασσας. Α! Ψάχνω για μεταφορές που θα μπορούσαν κάτι ν΄αποδώσουν από τη συγκλονιστική ευτυχία που τόσο σπάνια χαρίζεται σ΄όσους αγαπούν. όμως οι λέξεις εφευρέθηκαν καταρχήν ως άμυνα στην απόγνωση, και είναι πολύ ωμές για να καθρεφτίσουν τις χαρές μιας κατάστασης τόσο ειρηνικής με τον εαυτό της, τόσο εναρμονισμένης με τον εαυτό της. Οι λέξεις είναι οι καθρέφτες της δυσαρέσκειας μας μοναχά: περιέχουν όλα τα πελώρια εκείνα αυγά των καημών του κόσμου που δεν έχουν ακόμη σπάσει. Εκτός ίσως και είναι πιο απλό να επαναλάβει κανείς ψιθυριστά λίγους στίχους ενός ελληνικού ποιήματος που κάποτε γράφτηκε στη σκιά ενός πανιού, σ’ ένα διψασμένο ακρωτήρι στο Βυζάντιο. Κάπως έτσι…

Μαύρο ψωμί, νερά πεντακάθαρα, γαλάζιος ουρανός.
Λαιμός που ηρεμεί, ασύγκριτα ωραίος
η μια σκέψη γερμένη πάνω στην άλλη
τα μάτια κλεισμένα απαλά επάνω στ΄άλλα μάτια
Τα βλέφαρα τρεμίζουν, τα σώματα γυμνά.

Είναι λυπηρό πού το λαμπερό φτέρωμα αυτού του καλοκαιριού στο σύνολό του παραμένει λεκτικά ασύλληπτο– γιατί στα γερατειά μας δεν θα έχουμε πολλά, πέρα από τέτοιες αναμνήσεις, για να ξαναβρίσκουμε τις οριστικά χαμένες ευτυχισμένες ώρες. άραγε θα το συγκρατήσει η μνήμη— το απαρομοίαστο σχέδιο εκείνων των ημερών;”

Λόρενς Ντάρελ: «Αλεξανδρινό κουαρτέτο»

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων