Τέτοια ζητήµατα, «γλωσσικής αγωγής», συζήτησαν εντατικά οι επιστήµονες, φιλόλογοι και γλωσσολόγοι, στην τριήµερη συνάντηση εργασίας που οργάνωσε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (ΚΕΓ) την περασµένη εβδοµάδα στη Θεσσαλονίκη. Το υπουργείο Παιδείας ενδιαφέρεται. Είναι µια καλή αρχή για να απαλλαγούµε από µια σειρά ιδεοληψιών για τη γλώσσα, να αποφορτίσουµε ορισµένα ζητήµατα από άχρηστα ιδεολογικά βάρη, να ξεκαθαρίσουµε τους στόχους µας και να εστιάσουµε στα ουσιώδη. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν µε παρεξηγήσεις σχετικά µε τη γλώσσα, µερικές από τις οποίες θα αρκούσε να κοιτάξουν απροκατάληπτα γύρω τους και µέσα τους για να τις λύσουν. Τα παιδιά δεν µαθαίνουν τη γλώσσα τους στο σχολείο, γιατί έχουν ήδη κατακτήσει τις δοµές της µέσα από το (οικογενειακό) περιβάλλον στο οποίο µεγαλώνουν πριν πάνε εκεί, αναπτύσσοντας µια φυσική τους, χαρακτηριστικά ανθρώπινη ικανότητα. Στο σχολείο διδάσκονται τη γραφή και (θα έπρεπε να) µαθαίνουν να εκφράζονται µε τον κατάλληλο τρόπο σε διαφοροποιηµένα περιβάλλοντα γλωσσικής χρήσης που θα συναντήσουν στην ενήλικη ζωή τους. Σε ό,τι αφορά τη γλωσσική αγωγή, αποστολή του σχολείου είναι να βγάζει εγγράµµατους ανθρώπους, ικανούς να επικοινωνούν µέσα στα ποικίλα (συχνά, πολύγλωσσα) περιβάλλοντα της σύγχρονης ζωής. Εδώ οι προκλήσεις είναι µεγάλες και ο γραµµατισµός µεταλλάσσεται ραγδαία καθώς νέα τεχνολογικά µέσα, όπως το Διαδίκτυο και η κινητή τηλεφωνία, αναπτύσσονται και διαδίδονται.
Οπως διαπιστώθηκε στη συνάντηση του ΚΕΓ, οι ελληνικές εφαρµογές των διεθνών προτύπων κωδικοποίησης υστερούν σε αποτελεσµατικότητα και σε συµβατότητα µεταξύ τους. Η χρήση της ελληνικής γραφής στα νέα µέσα θα υπηρετηθεί αποτελεσµατικότερα µε τεχνολογικές υποδοµές πιο φιλικές προς τους χρήστες τους. Επίσης, αν το σχολείο πρόκειται να εκπληρώσει ξανά την αποστολή του ως περιβάλλον µάθησης, η εισαγωγή των µαθητών στον «ψηφιακό γραµµατισµό» πρέπει να γίνεται από πολύ νωρίς, δηλαδή από το δηµοτικό. Στο τραπέζι του ΚΕΓ έπεσε η ιδέα στο «νέο σχολείο» να επιδιωχθεί η δηµιουργία µαθητικών ιστολογίων από κάθε σχολική τάξη. Ο στόχος είναι να οπλιστούν τα παιδιά µε γνώσεις και δεξιότητες ώστε να γίνουν «κριτικοί χρήστες» του Διαδικτύου.
Οµως, το ελληνικό σχολείο έχει να διδάξει παιδιά µε όλο και περισσότερες διαφορετικές «πρώτες» (δηλαδή, µητρικές) γλώσσες. Παιδιά µε µεταναστευτικό υπόβαθρο κατακτούν την ελληνική ως δεύτερη γλώσσα. Οπως επισηµάνθηκε από τη σχετική οµάδα εργασίας του ΚΕΓ, πέρα από τα «ενισχυτικά» εργαλεία, η διδασκαλία της µητρικής γλώσσας των παιδιών αυτών στο σχολείο θα συµβάλει και στην ελληνοµάθειά τους. Τα δίγλωσσα µεταναστόπουλα θα ενταχθούν πιο λειτουργικά ως πολίτες στην ελληνική κοινωνία αν δεν κουβαλούν το στίγµα της υποτίµησης της πρώτης γλώσσας τους. Μια άλλη διαδεδοµένη παρεξήγηση αφορά την αξία της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Αντίθετα µε την τρέχουσα αντίληψη, ούτε η αρχαία ούτε η νέα ελληνική είναι εκφραστικά πλουσιότερες από τις άλλες γλώσσες. Κατά βάση, όλες οι γλώσσες έχουν τις ίδιες εκφραστικές δυνατότητες.
Αν σε διαφορετικές εποχές παρήχθησαν από διαφορετικές κοινωνίες σηµαντικά κείµενα, αυτό οφείλεται σε ιστορικές συνθήκες και όχι σε κάποια ιδιαίτερη εγγενή δύναµη των γλωσσών. Δηλαδή, πρέπει να διακρίνουµε ανάµεσα σε γλώσσα (ως δυνατότητα και σύστηµα) και γραµµατεία ή ευρύτερα γλωσσική παραγωγή, που είναι αποτέλεσµα της γλωσσικής χρήσης. Η γνώση της αρχαίας ελληνικής γραµµατείας, από το πρωτότυπο ή από µετάφραση, µας εµπλουτίζει πνευµατικά. Αλλά η γνώση των αρχαίων ελληνικών δεν βελτιώνει τη γλωσσική ικανότητα των οµιλητών της νέας ελληνικής. Το ζήτηµα δεν είναι να βγάλουµε τα αρχαία από το σχολείο, αλλά να ξέρουµε γιατί τα διδάσκουµε. Στο σωστό πλαίσιο, θα τα διδάξουµε καλύτερα. Εκτός από τα ζητήµατα της γλωσσικής αγωγής στην Ελλάδα, στη συνάντηση του ΚΕΓ συζητήθηκε διεξοδικά η διδασκαλία της ελληνικής τόσο στις οµογενειακές κοινότητες όσο και στις «πανεπιστηµιακές εστίες ελληνοµάθειας» ανά τον κόσµο. Μια συνεκτική γλωσσική πολιτική, που σήµερα λείπει, θα βοηθήσει στη διατήρηση και στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και την προβολή του ελληνικού πολιτισµού στο εξωτερικό. Κοινά πρότυπα πιστοποίησης της γλωσσοµάθειας, µεγαλύτερη αξιοποίηση των οµογενειακών δυνάµεων, δικτύωση µεταξύ των ερευνητικών κοινοτήτων, ανάπτυξη βάσεων δεδοµένων και µεθόδων διδασκαλίας µε τη χρήση των νέων τεχνολογιών απαιτούν έναν συνολικό σχεδιασµό. Το υπουργείο δείχνει να ενδιαφέρεται και να ακούει. Μακάρι το ενδιαφέρον του να αποδειχθεί έµπρακτο και διαρκές.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.