Ο Παντελής Μπουκαλάς από τη στήλη του “Υποθέσεις” στην Καθημερινή σχολιάζει το θέμα της φετινής έκθεσης των πανελλαδικών:
…Αλλά και τα παιδιά, τα παιδιά μας, που κι αυτά η τηλεόραση τα ψυχαγωγεί και τα εκπαιδεύει, και τα οποία οδηγούνται κάθε χρόνο στην τελετή της βίαιης ενηλικίωσής τους με όλο και λιγότερες ψευδαισθήσεις και όλο και περισσότερο άγχος (κατακλύζονται τα κανάλια τις προεξεταστικές ημέρες από ψυχολόγους και διαιτολόγους, που δίνουν τις κοινότοπες συμβουλές τους προς σωτηρίαν, αν όχι των μαθητών, πάντως της φήμης τους και του πελατολογίου τους), τι πράγματι θα ήθελαν να γράψουν για να βρεθούν όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια τους, όσο πιο κοντά ταιριάζει στην ηλικία τους που, θεωρητικά, βρίσκεται ακόμα κάπως μακριά από την πεπολιτισμένη αυτολογοκρισία; Ο φόβος ή η υποψία ότι, αν ξεφύγουν από το «πρέπει» που τους υπαγορεύει με ετήσια κανονικότητα το ίδιο το εξεταστικό θέμα, ίσως να δουν τους βαθμούς τους να μειώνονται, δεν τους επιτρέπει να γράψουν αυθόρμητα, κριτικά, επιθετικά, να καταθέσουν ό, τι όντως αισθάνονται και πιστεύουν· αυτά που λίγους μήνες πριν ίσως είχαν κατέβει στους δρόμους απαιτητικά, πρέπει την επίσημη ώρα να στρογγυλέψουν τα αισθήματά τους, να συνετιστούν προληπτικώς και να γράψουν όσα επιθυμεί να ακούσει η ενήλικη σοβαρότητα, αιχμάλωτη της υποκρισίας της. Αλλά έτσι ακριβώς διδάσκουμε τα παιδιά, ότι, για να προκόψουν, είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν τις μεν ιδέες τους, όσες έχουν, σαν διαβατήριο που οφείλεις να το σκίσεις για να σου επιτραπεί να περάσεις στην επικράτεια της «ωριμότητας», τις δε λέξεις σαν τσόφλια, αδειασμένες από το οξύ νόημά τους· τα μαθαίνουμε δηλαδή να συμμορφώνονται έγκαιρα και να πειθαρχούν, να γερνούν πριν έρθει η ώρα τους.
Ωσπου να φτάσεις στην τρίτη λυκείου, λοιπόν, θα ’χεις ακούσει σίγουρα από κάποιον καθηγητή σου, θα ’χεις διαβάσει σε κάποιο από τα βιβλία σου ή, έστω, θα το έχεις εντοπίσει στον μπούσουλα κάποιου φροντιστηρίου, και θα φρόντισες να το αποστηθίσεις, εκείνο το αριστοτελικό για τον άνθρωπο που φύσει ορέγεται του ειδέναι. Και δεν μπορεί, γενιές και γενιές το μάθαμε, θα το έχεις μάθει και εσύ πως ο Σόλων, ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας προς την οποία έχουμε πάντοτε στραμμένη τη ρητορική μας, κήρυττε εκείνο το «γηράσκειν αιεί πολλά διδασκόμενος» ή «γηράσκω αεί διδασκόμενος» στην παραπλήσια κοινόχρηστη (και καδραρισμένη κάποτε στα σχολεία) εκδοχή του. Και, αυτό προπάντων, δεν το κήρυττε απλώς, σαν κάποιος δάσκαλος που δίδασκε και λόγον δεν εκράτει, αλλά το ζούσε. «Ομολογουμένως εραστής της σοφίας» όπως ήταν, σύμφωνα και με τη βιογράφησή του από τον Πλούταρχο, ταξίδεψε από χώρα σε χώρα για να αποκτήσει γνώσεις και εμπειρίες και όχι για να πλουτίσει («πολυπειρίας ένεκα μάλλον και ιστορίας ή χρηματισμού πλανηθήναι τον Σόλωνα»).
Και λοιπόν; Πώς να χρησιμοποιήσεις το κήρυγμα και το παράδειγμα του Σόλωνα στην περίληψη που οφείλεις να γράψεις για να ανταποκριθείς στο οδηγητικό κείμενο που έθεσε προ των οφθαλμών σου η εξεταστική επιτροπή; Πώς να συμβιβάσεις τα ασυμβίβαστα, αυτό που όντως νιώθεις και επιθυμείς με ό, τι υποχρεούσαι να συντάξεις και να παρουσιάσεις σαν δήθεν προσωπική σου άποψη ενώ άλλο δεν είναι παρά ένα αναμάσημα όσων «σωστών» σού εμφυτεύτηκαν στο φροντιστήριο; Εσύ, στην καλή σου ώρα, που μένει καλή κι ας τη συμπιέζουν τα γονικά άγχη και τα κοινωνικά φορτώματα, θα ’θελες να ομολογήσεις ευθαρσώς την πίστη σου, έστω και δίχως να πετυχαίνεις πάντοτε τις πλουμιστές λέξεις, πως η μόρφωση, η αυτομόρφωση και η διά βίου μάθηση (εκείνη η αυτοδιδασκαλία του Κοραή, τέλος πάντων) ευτελίζονται και απαξιώνονται αν σαν στόχος τους επιβάλλεται η «χρησιμότητα»: μάθε για να πάρεις βαθμούς, μάθε για να πετύχεις καλούτσικο απολυτήριο, μάθε για να περάσει στις Πανελλαδικές… Θα ’θελες να γράψεις, να το πεις φωναχτά μήπως κι ακουστείς (μήπως σε ακούσει η υπουργός Παιδείας, λ. χ., που από δεκάδες εκθέσεις ζωγραφικής έκρινε σπουδαιότερη και ως εκ τούτου την εγκαινίασε την έκθεση ενός «επωνύμου» των Μέσων, δείχνοντας έτσι άθελά της πώς εννοεί η ίδια τη διά βίου μάθηση), ότι μέσα από την αλυσίδα των ωφελιμοθηρικών εκπτώσεων το «μαθαίνω» μεταφράζεται σε «αποστηθίζω», η παιδεία συρρικνώνεται σε καταναγκαστικό βαθμοθηρικό μηχανισμό και στο τέλος δεν σώζεται ένα κομματάκι ψυχής και πνεύματος για να τρυπώσουν σπουδαίες και τόσο δοξολογημένες έννοιες όπως η ανώφελη με τα ισχύοντα μέτρα και σταθμά όρεξη του ειδέναι, η απόλαυση της ανάγνωσης, η χαρά της αναζήτησης και της εύρεσης, η τέρψη της γνώσης.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.