Η Τζένη Μαστοράκη δεν μας έχει συνηθίσει σε δημόσιες εμφανίσεις. Ετσι, στην προχθεσινή εκδήλωση, που έγινε προς τιμήν της, είχε την ευκαιρία να τη δουν και να την ακούσουν οι φανατικοί της ποίησής της, που δεν είναι λίγοι.
Η συνάντηση αυτή στο Μέγαρο Μουσικής, που έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Megaron Plus», ανήκε στον κύκλο «Η ποιητική γενιά του ’70». Στην αρχή, η Τζένη Μαστοράκη προσπάθησε να βρει αναλογίες του ποιητή με τον εγκληματία, πατώντας στο κείμενο «Εγκώμιο του εγκλήματος», του Καρλ Μαρξ, που έχει μεταφράσει η ίδια.
«Ο εγκληματίας παράγει την αίσθηση του ηθικού και του τραγικού κι έτσι συμβάλλει στη διακίνηση των αισθητικών συγκινήσεων του κοινού, αφού μέσ’ απ’ αυτόν, τον εγκληματία, γεννιέται η τέχνη, η λογοτεχνία, οι μεγάλες τραγωδίες σαν τον “Οιδίποδα” και τον “Ριχάρδο τον Τρίτο”», γράφει ο Μαρξ. Και η Τζένη Μαστοράκη σχολίασε το απόσπασμα: «Οι δυο τους, ποιητής και εγκληματίας, μπορεί να έχουν, τελικά, κάτι κοινό; Ας πούμε: ποιήματα και εγκλήματα είναι προϊόντα μιας διπλής ζωής. Δεν εννοώ τίποτα θεαματικό. Κάτι σαν: άλλη δουλειά το πρωί και άλλη το βράδυ. Ποιήματα και εγκλήματα τρέφονται συνήθως από το νυχτερινό κομμάτι μιας ζωής. Ή, πάντως, απ’ το πιο ερημικό. Οι ποιητές και οι εγκληματίες μένουν στο σκοτάδι. Σπάνια γίνονται διάσημοι».
Ο ποιητής, ο οποίος τη σφράγισε διά παντός, ήταν ο Διονύσιος Σολωμός: «Τον Σολωμό τον υπεραγαπώ, αλλά: με όλο το δέος που του πρέπει. Τον αγαπώ για τα φαντάσματά του, για τη σπαραγμένη γλώσσα του, για τα νεκρά κορίτσια, που έχει τραγουδήσει. Αλλά, κακά τα ψέματα: για όποιον γράφει, ο Σολωμός δεν είναι, δεν μπορεί να είναι “έμπνευση”. Είναι τρόμος», είπε.
Η Τζένη Μαστοράκη, η οποία διαμορφώθηκε ως ποιήτρια στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, γύρισε πίσω, σ’ εκείνα τα χρόνια, στα οποία περίσσευε η απαγόρευση, λόγω της δικτατορίας: «Η δύναμη των ποιημάτων μεγαλώνει με την απαγόρευση. Την απαγόρευση τη γνωρίσαμε πολύ νέοι. Πρώτα μέσα στις αυστηρές μας οικογένειες, κι έπειτα καθολικότερα, σαρωτικά, ξυπνώντας μια μέρα μέσα σε μια στρατιωτική δικτατορία. Εμείς, τι άλλο να κάναμε; Μεθύσαμε μ’ όλα τα απαγορευμένα: βιβλία, ταινίες και ιδέες και κάπως έτσι πάνω-κάτω νιώσαμε την ανάγκη ν’ αποκτήσουμε έναν δημόσιο λόγο».
Παραδέχθηκε με μια χειρονομία γενναιοδωρίας ότι η γενιά της «έβγαλε ωραίους ποιητές, αγόρια και κορίτσια εκείνου του καιρού. Καθένας μίλησε από την αρχή με μια εντελώς δική του φωνή, κι ωστόσο κοινή καταγωγή μας θα είναι πάντα ο πλούτος που μοιραστήκαμε στο ξεκίνημά μας».
Ομως, δεν ήταν αυτόφωτη, καθώς μαθήτεψε, όπως είπε, στη «γενναιοδωρία των μεγάλων συγγραφέων, που μας αγκάλιασαν σαν να ‘μαστε σχεδόν ισότιμοι, και των μεγάλων εκδοτών, που τότε πίστευαν στη δύναμη των ποιημάτων». Ανέφερε από τους εκδότες, τη «μυθική ομορφογυναίκα» Νανά Καλλιανέση του «Κέδρου» -ήταν τον Νοέμβριο του ’71 όταν εξέδωσε την πρώτη συλλογή της «Διόδια»- και από τους συγγραφείς, τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη, τον Αλεξάνδρου και τον Πατρίκιο.
Μία από τις τελευταίες αναφορές της στην αυτοβιογραφία της, ήταν αποκαλυπτική. Ξεκαθάρισε ότι γράφει «πάντα με τα χέρια στα πλήκτρα». Για μιαν εικοσαετία, από τα είκοσι ώς τα σαράντα της, δακτυλογραφούσε τα ποιήματά της σε μια ηλεκτρική γραφομηχανή. Και περιέγραψε πώς ένιωσε μπροστά στον πρώτο της υπολογιστή: «Τα πλήκτρα ήταν άβολα, δεν είχε σιδερένια γράμματα, που να χτυπάνε με φόρα στο χαρτί», είπε. «Ολα μου έφταιγαν. Και πιο πολύ η οθόνη. Δεν άντεχα να γράψω τίποτα και να το δω να φέγγει σ’ όλο το δωμάτιο».
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.