Τα στατιστικά δεδομένα αναφέρουν ένα πανελλαδικό ποσοστό περίπου 10% παρουσίας μαθητικού πληθυσμού με διαφορετική εθνολογική προέλευση και μητρική γλώσσα στην ελληνική υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση (6τάξιο Δημοτικό και 3ετές Γυμνάσιο). Τα δεδομένα αλλάζουν στη μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση. Τα πανελλαδικά ποσοστά στο Ενιαίο Λύκειο ανέρχονται σε λίγο λιγότερο του 5%, ενώ αντίθετα στα Επαγγελματικά Λύκεια και Σχολές υπερβαίνουν το 12,5%. Αυτοί οι πανελλαδικοί μέσοι όροι παρουσιάζουν σοβαρές διαφοροποιήσεις από τη μία περιοχή στην άλλη. Σε συνοικίες του κέντρου της Αθήνας, την πλατεία Βάθης, την πλατεία Βικτωρίας, τον Αγιο Παντελεήμονα, την πλατεία Αττικής, την Κυψέλη, τα Πατήσια, την Αχαρνών…, καταγράφονται ποσοστά αλλοδαπών μαθητών με μεταναστευτική ρίζα 40%85% στην υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση.
Ως προς την εσωτερική σύνθεση αυτής της μερίδας μαθητών, περί το 78% προέρχεται από την Αλβανία, ενώ ακολουθούν Ρώσοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, Γεωργιανοί, Μολδαβοί και Αρμένιοι. Σε μικρότερα ποσοστά, συναντώνται Κινέζοι, Αφγανοί, Πακιστανοί, Ιρακινοί, Ινδοί, καθώς και μαθητές από διάφορες χώρες της Αφρικής, κυρίως της μαύρης. Η διαδικασία ένταξης είναι αισθητά διαφορετική για τα παιδιά των επί μακρόν διαμενόντων και για τα παιδιά των νεοαφιχθέντων με πλήθος προβλημάτων επαγγελματικής, κοινωνικής και οικογενειακής αστάθειας αλλά και διαφορετικό επίπεδο κατάκτησης της νεοελληνικής γλώσσας.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει να αντιμετωπίσει αυτό το «παζλ» στη σύνθεση τάξεων. Πρόκειται για μια σχετικά νέα πραγματικότητα: από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τα νέα δεδομένα ωστόσο έκαναν την εμφάνισή τους στο έδαφος παλιών προβλημάτων, της γενικότερης παθογένειας της ελληνικής εκπαίδευσης. Η τελευταία περιλαμβάνει τεχνικής φύσεως προβλήματα (αριθμός, κατάσταση και εξοπλισμός σχολικών κτιρίων, διο ρισμός επαρκούς αριθμού εκπαιδευτικών, έγκαιρη διανομή διδακτικού υλικού…) και κυρίως τη φιλοσοφία της διδακτικής πράξης (διδασκαλία από καθέδρας και αποστήθιση, λιγοστή ερευνητική και συνθετική εργασία, ανεπαρκής εμπλοκή των νέων τεχνολογιών, συγκέντρωση όλης της έγκυρης γνώσης σε ένα μόνο εγχειρίδιο ανά τάξη και μάθημα, έντονος ελληνοκεντρισμός σε ορισμένα διδακτικά αντικείμενα, ελλιπής παιδαγωγική κατάρτιση και επιμόρφωση των διδασκόντων, κάλυψη των κενών από θεσμούς της παραπαιδείας…).
Δύο από τις προαναφερθείσες παραμέτρους έχουν ειδικό βάρος και αλληλοσυναρτώνται: η ουσιαστικά ανύπαρκτη παιδαγωγική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και η «σχολική κουλτούρα» του ενός και μόνο εγχειριδίου ως φορέα της μοναδικής και απόλυτης γνώσης. Ο εκπαιδευτικός που αποφοιτά σήμερα από μια Φιλοσοφική Σχολή ή ένα Παιδαγωγικό Τμήμα, αλλά και εκείνος με διδακτική εμπειρία, έχει ελάχιστα ή καθόλου ακούσει για «ταυτότητες υπό διαπραγμάτευση» στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Ο ίδιος εκπαιδευτικός βρίσκεται με τα επίσημα διδακτικά εγχειρίδια στα χέρια, χωρίς επαρκή κατάρτιση και δίχως εργαλεία για μια- στο εσωτερικό της ίδιας σχολικής τάξης- διαφοροποιημένη παιδαγωγική. Ενα μονο-πολιτισμικά οργανωμένο αναλυτικό πρόγραμμα καλείται ο εκπαιδευτικός να το μετατρέψει σε μέσο μετάδοσης γνώσεων και καλλιέργειας δεξιοτήτων για μια τάξη με πολυ-πολιτισμική σύνθεση.
Μπορεί άραγε αυτή η εσωτερική αντίφαση, αυτή η συστημική αδυναμία να γεφυρωθεί μόνο χάρη στη δουλειά των εκπαιδευτικών; Αρκετές φορές υπάρχει επιφυλακτικότητα πως το «γλωσσικό έλλειμμα» ή η «γλωσσική ιδιαιτερότητα» θα προκαλέσει «πτώση του επιπέδου σπουδών», «υποβάθμιση της εκπαίδευσης», στοιχείο που μπορεί να ενισχύσει την γκετοποίηση φθάνοντας ως την απόρριψη.
Ενα σύγχρονο κράτος δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζει όλη την εκπαίδευση ως διαπολιτισμική. Χρειάζεται να επιθυμεί πραγματικά τη μείωση των ανισοτήτων, την κατά το δυνατόν παροχή- στην καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική και όχι στα λόγια- ίσων ευκαιριών. Και, παράλληλα, την ενίσχυση της έρευνας, τη διαμόρφωση κριτικής-συνθετικής σκέψης, την καλλιέργεια δεξιοτήτων. Για να επιτευχθεί αυτό, προαπαιτούμενο αποτελεί η παιδαγωγική κατάρτιση εκπαιδευτικών ικανών να διαχειρίζονται με αυτόν τον τρόπο τάξεις που δεν είναι- ούτε ποτέ ήταν- ομοιογενείς. Απαιτείται ακόμη ο απεγκλωβισμός από τη στενή προσκόλληση στο ένα και μοναδικό εγχειρίδιο, προς την κατεύθυνση βιβλίων με πολλαπλή χρήση, για την αξιοποίηση των οποίων θα υποστηρίζεται πρακτικά ο εκπαιδευτικός στο έργο του με προγράμματα συνεχούς επιμόρφωσης. Το «στοίχημα» της νέας κυβέρνησης σχετίζεται με την καθημερινή πραγματικότητα μέσα στις ίδιες τις τάξεις. Η ανταπόκριση της νέας ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας στις προκλήσεις των καιρών παραμένει το κρίσιμο ζήτημα- και ζητούμενο.
Το Βήμα
Η κυρία Ρένα Μπρισίμη-Μαράκη είναι φιλόλογος, συντονίστρια Νεοελληνικών Σπουδών στο γαλλικό τμήμα του Lyc e Franco-Ηell nique Εug ne Delacroix, συγγραφέας εκπαιδευτικών βιβλίων και υποψήφια διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης για θέματα διδασκαλίας σε πολυπολιτισμικές τάξεις.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.