Σκόπιμο είναι να επαναλάβουμε εδώ μια συνοπτική «περιγραφή» του φαινομένου Αναγέννηση.
Μπορεί λοιπόν να λεχθεί ότι το φαινόμενο της λεγόμενης Αναγέννησης σύγκειται στα εξής:
– Σταδιακή συναίσθηση ότι ο άνθρωπος δικαιούται να βιώσει τις δυνατότητες του βίου, σωματικές / διανοητικές / καλλιτεχνικές («ανθρωποκεντρισμός»).
– Επιζήτηση τρόπων άμβλυνσης εξωγενών εντολών συμπεριφοράς του ανθρώπου – εντολών θρησκευτικής ή πολιτικής προελεύσεως («αυτοπροσδιορισμός»).
– Συνάντηση με αρχαιότερα ιστορικά περιστατικά ανάλογων αξιακών προτιμήσεων (ανθρωποκεντρικών, αυτοπροσδιορισμικών) και συνακόλουθη αλληλοστασία (Ausseinandersetzung) σημερινού και αρχαιότερου Πολιτισμού («κλασικισμός»).
Παρατηρούμε δε ότι, επειδή τα γενεσιουργά αιτήματα αφορούν τον Ανθρωπο καθόλου, οι αντίστοιχες νέες συμπεριφορές βίου εκδηλώνονται σε πολύ μεγάλο εύρος ανθρώπινων εκδηλώσεων όπως: Καθημερινό ήθος (συμπεριφορά, φιλοσοφία), Τέχνες (λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες), καθώς και Επιστήμη / Τεχνολογία (σε μικρότερη πάντως έκταση).
Επομένως, και η δική μας αναφορά στην Αναγέννηση θα όφειλε να καλύψει ολόκληρο αυτό το εύρος. Ωστόσο, σ’ αυτά που ακολουθούν, οι αναζητήσεις των ελληνικών επιρροών στο όλο φαινόμενο θα περιορισθεί κυρίως στον τομέα των Γραμμάτων.
Μιλήσαμε, λοιπόν, για μια πολλαπλή συγκυρία ευνοϊκών περιστάσεων – οι οποίες, όμως, ευλόγως εκτείνονται σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, παρουσιάζει ενδιαφέρον να ιχνηλατήσουμε τα προδρομικά του γεγονότος φαινόμενα. Και, ειδικότερα, στην περίπτωση των ελληνικών καταβολών της Αναγέννησης, ενδιαφέρει να ιδούμε πρώτα πώς, πότε και πού προετοιμάστηκε καταρχήν η γνώση της ελληνικής γλώσσας (σε μια χώρα που είχε για αιώνες αποκοπεί από την ελληνομάθεια των ευγενών της Ρώμης). Διότι χωρίς αυτή τη γλωσσομάθεια, δεν θα ήταν δυνατή η επαφή με την ελληνική Γραμματεία.
Θα καταγράψουμε λοιπόν εδώ μερικές καίριες συμβολές στην ελληνομάθεια των Ιταλών, ήδη από τον 11ο αιώνα.
Ως γνωστόν, επί Βασιλείου του Μακεδόνος (11ος αι.), οι Βυζαντινοί επανεγκαθίστανται στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία – για δύο σχεδόν αιώνες. Τότε λοιπόν ιδρύονται εκεί αι Βασιλειαναί Μοναί, κέντρα ελληνικής γλώσσας και παιδείας, οι οποίες θα επηρεάζουν τη μείζονα περιοχή, μέχρι να τις περιαγάγει σε βαθμιαία πτώχευση η πολιτική του Βατικανού, ο ιδρυτής των Μονών, ο Θεόδωρος Στουδίτης. Μία των κυρίων εργασιών των μοναχών, η συστηματική αντιγραφή ελληνικών χειρογράφων – ιδού το καίριο σημείο του ενδιαφέροντός μας: Μέρος της ελληνικής Γραμματείας μεταφυτευόταν έτσι κατευθείαν στην ιταλική χερσόνησο.
Εξάλλου αυτές οι Μονές θα γονιμοποιήσουν την πεφωτισμένη σικελο-νορμανδική πολιτική.
«Ελληνομάθεια» όμως δεν επιτυγχάνεται μόνο με την απευθείας ανάγνωση των ελληνικών κειμένων. Τον 12ο και τον 13ο αιώνα, ο ιταλικός κόσμος θα διαθέτει «μεταφράσεις» ελληνικών έργων στα λατινικά –χάρις στους Αραβες. Ο Αβερρόης θα καταστήσει έτσι γνωστόν τον Αριστοτέλη– με «παραφράσεις» έστω. Και θα ακολουθήσει και μεταγλωττισμός στα ιταλικά και τα γαλλικά, από Αραβες ή Εβραίους διανοούμενους.
Παρά ταύτα, ο παραπόταμος αυτής της ελληνομάθειας δεν μπορούμε να πούμε ότι είχε γενικότερη επίδραση.
Ας αναφερθούμε τώρα ειδικότερα στην ελληνομάθεια σπουδαίων Ιταλών διανοουμένων της εποχής, οι οποίοι αναγνωρίζονται ως σημαδιακοί εμπροσθοφύλακες της Αναγέννησης. Πρόκειται κυρίως για τον Πετράρχην, (ως νεαρός ποιητής ζούσε στην παπική αυλή στην Αβινιόν), ο οποίος συναντάται (το 1339) με τον περιώνυμο σοφό Καλαβρό (Βασιλειανόν) μοναχό Βαρλαάμ, απεσταλμένον του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ανδρόνικου. Ο Ελληνας σοφός, κάτοχος της θεολογίας, της φιλοσοφίας, αλλά και της αστρονομίας, εντυπωσίασε τον Πετράρχην: Ο Πετράρχης έγινε μαθητής του, μαζί με τον Βοκκάκιον, και θα συμβουλεύεται αργότερα τις σημειώσεις που κρατούσε ο συμμαθητής του Paolo di Perugia από τα μαθήματα του Βαρλαάμ. Ετσι μυήθηκε ο Πετράρχης στον Ομηρο και στους κλασικούς Ελληνες. Και όταν αργότερα θα συναντήσει τον άλλον Ελληνα σοφό, τον Νικόλαο Σίγερο, θα γίνει τόσο φίλος του, ώστε ο Σίγερος να του δωρήσει ένα ολόκληρο βιβλίο με τα έργα του Ομήρου. Δικαίως ο Δ. Κύρου αναφέρει τη γνώμη του Voigt, πως το δώρο εκείνο ήταν «η πρώτη βαρυσήμαντη χειραψία ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή».
Αλλά και ο Βοκκάκιος θα διατηρήσει ζωντανή την επίδραση του Βαρλαάμ: Στα 1360, ήρθε στη Φλωρεντία ο σοφός Λεόντιος Πιλάτος (ο πρώτος κάτοχος της έδρας ελληνικών γραμμάτων στο Studio της Φλωρεντίας). Ο Βοκκάκιος άρχισε να παίρνει μαθήματα Ελληνικής – και κράτησε για κάμποσα χρόνια τον Δάσκαλό του στο σπίτι του, για να μπορεί να συζητάει μαζί του περισσότερο.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.