hands.jpgΜία μάνα γράφει τον πόνο της στη στήλη του Γκαζμέντ Καπλάνι “Υπάρχουμε συνυπάρχουμε;”

Τα παιδιά μου ήρθαν μικρά στην Ελλάδα. Τεσσάρων χρονών ο ένας, εννέα ο άλλος. Έχουν περάσει από το ελληνικό δημόσιο σχολείο, έχουν διακριθεί και αριστεύσει. Θεωρούν ότι ανήκουν εδώ, ότι η Ελλάδα είναι η πατρίδα τους. Μιλούν τα ελληνικά ως πρώτη τους γλώσσα και νιώθουν Έλληνες όσο και οι Έλληνες συμμαθητές τους. Και όμως, και τα παιδιά μου παλεύουν ακόμα για τις άδειες παραμονής τους. Τα παιδιά μου έχουν βραβευθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς, αλλά δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν για να πάρουν το βραβείο τους γιατί δεν είχαν την άδεια παραμονής! Φανταστείτε τον εαυτό σας στα είκοσι δύο σας να ξοδεύετε όλη την ενέργειά σας για τα χαρτιά… Τα παιδιά μας γίνονται ανήσυχα, νευρικά, μελαγχολικά, όταν καταλαβαίνουν ότι τους φέραμε σε μια χώρα όπου θα είναι για πάντα ξένοι και θα παλέψουν για χαρτιά. Τα παιδιά μας νιώθουν σαν φυλακισμένα. Όταν οι Έλληνες φίλοι τους μαθαίνουν ότι εκείνοι δεν έχουν την ελληνική υπηκοότητα, δεν μπορούν να το πιστέψουν. Πολλές φορές, τα παιδιά μας το κρύβουν αυτό, γιατί νιώθουν μειονεκτικά… Γνωρίζω και άλλες μητέρες μετανάστριες που τα παιδιά τους έχουν έρθει μικρά ή γεννηθεί στην Ελλάδα. Έχουμε τις ίδιες έγνοιες. Όχι για εμάς, για τα παιδιά μας. Μπορούν να πουν για εμάς ότι είμαστε ξένες. Τα παιδιά μας, όμως, που ήρθαν στην Ελλάδα σε μικρές ηλικίες ή γεννήθηκαν εδώ, σπούδασαν στην Ελλάδα, μεγάλωσαν στην Ελλάδα, γιατί τα κάνουν να αισθάνονται ξένα; Γιατί η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, αφού δικά της είναι αυτά τα παιδιά; Τα παιδιά μας διψούν να προοδεύσουν, να δημιουργήσουν. Τι άλλο ζητούν από το κράτος, παρά να τους δώσει τη δυνατότητα να νιώσουν ελεύθερα, να μη γίνουν πολίτες τρίτης κατηγορίας; Τι περισσότερο ζητούμε εμείς και τα παιδιά μας από αυτό που ζητούσαν και απέκτησαν οι Έλληνες μετανάστες και τα παιδιά τους; Την Ελλάδα τα παιδιά μας δεν την κουβαλούν στο αίμα αλλά στο μυαλό και στην καρδιά τους. Οι Ελληνίδες φίλες μου, που τόσο πολύ με έχουν βοηθήσει αυτά τα δύσκολα χρόνια, καταλαβαίνουν τον πόνο μου. Με έχουν δει να κλαίω και προσπαθούν να με παρηγορήσουν λέγοντας πως “δεν μπορεί, θα λυθεί αυτό το θέμα”. Ελπίζω να λυθεί. Βλέπω τον χρόνο όμως να περνάει, τα παιδιά μου και εκείνα των άλλων να μεγαλώνουν και να είναι πάντα ξένα…

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων