Σύμφωνα με τον νόμο, τα γενετικά δεδομένα κάθε ανθρώπου είναι απόρρητα. Αυτό σημαίνει ότι πρόσβαση σε αυτά έχει μόνο ο ίδιος ή όποιος έχει εξουσιοδοτημένη άδεια. Πόσο όμως πραγματικά απόρρητες είναι οι πληροφορίες που προκύπτουν από τη γενετική ανάλυση του ανθρώπινου γονιδιώματος, μια πρακτική που εφαρμόζεται ολοένα και συχνότερα τα τελευταία χρόνια για δικαστικούς ή ιατρικούς σκοπούς αλλά και για προληπτικούς λόγους, αφού από την ανάλυση αυτή μπορεί να προκύψει η προδιάθεση για την εμφάνιση σοβαρών ασθενειών;Πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το DNA μας, που βρίσκεται οπουδήποτε, από το ποτήρι που πίνουμε, τη χτένα που χτενιζόμαστε ή το προφυλακτικό που χρησιμοποιήσαμε, δεν θα πέσει στα χέρια επιτήδειων που θα κάνουν κακόβουλη χρήση του;
Το ζήτημα έφερε στη δημοσιότητα Βρετανός δημοσιογράφος, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ απέδειξε ότι με λίγα χρήματα και με ακόμη λιγότερη προσπάθεια ο οιοσδήποτε μπορεί να απευθυνθεί σε μία από τις πάμπολλες εταιρείες γονιδιωματικής που υπάρχουν σήμερα στη Μ. Βρετανία και να ζητήσει γενετική ανάλυση του βιολογικού υλικού που έχει προσκομίσει, χωρίς να του ζητηθεί ούτε να πιστοποιήσει την ταυτότητα του «κατόχου» του υλικού ούτε να διευκρινίσει το λόγο για τον οποίο ζητά να γίνει η ανάλυση.
Ο Michael Reilly, δημοσιογράφος στο «New Scientist», θέλησε με αυτό τον τρόπο να αποδείξει πόσο ελαστικό, έως ανύπαρκτο, είναι το σύστημα διασφάλισης του γενετικού απορρήτου. Τι ακριβώς έκανε; Πολύ απλά έκλεψε από ένα ποτήρι τα βιολογικά ίχνη που είχε αφήσει ο συνάδελφός του Peter Aldhous!
Ωστόσο, δεν περιορίστηκε σε αυτή την «αθώα» κλοπή, αλλά απευθύνθηκε σε μια ιδιωτική εταιρεία για να πολλαπλασιάσει το δείγμα DNA που είχε υποκλέψει και έτσι να διαθέτει αρκετό από το γενετικό υλικό του συναδέλφου του, ώστε να το υποβάλει σε περαιτέρω γενετικές αναλύσεις.
Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν συνάντησε την παραμικρή δυσκολία ή οποιοδήποτε νομότυπο εμπόδιο από την εταιρεία. Η εταιρεία, αντίθετα, πραγματοποίησε όλες τις απαραίτητες αναλύσεις χωρίς να ζητήσει οποιαδήποτε εξήγηση σχετικά με την προέλευση ή τη χρήση αυτών των πολύ προσωπικών γενετικών δεδομένων.
Ομως ό,τι ακολούθησε είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Ο Reilly απευθύνθηκε στην «DecodeMe», ειδική εταιρεία γενετικών αναλύσεων, γιατί υποτίθεται ότι επιθυμούσε να αναλύσει το DNA του. Η εταιρεία τού ζήτησε μια γραπτή δήλωση σχετικά με την προέλευση του δείγματος του DNA και κατόπιν του έστειλε στο σπίτι ένα ειδικό ταμπόν που του επέτρεπε να πάρει ένα δείγμα από κύτταρα του ουρανίσκου του.
Ο Reilly, αντί για το δικό του δείγμα DNA, έστειλε λίγο από το δείγμα του συναδέλφου του Peter Aldhous και η εταιρεία, εντελώς ανύποπτη, το ανέλυσε. Το ίδιο δείγμα από το DNA του συναδέλφου του το έδωσε για ανάλυση σε μια άλλη εταιρεία και κατόπιν «διάβασε» στον υπολογιστή του την αλληλουχία των νουκλεοτιδίων χάρη σε ένα πρόγραμμα που διατίθεται δωρεάν στο Διαδίκτυο.
Το γεγονός, που περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο από τους «πρωταγωνιστές» του στο περιοδικό «New Scientist», δημιουργεί έντονες ανησυχίες για το πόσο τελικά κατοχυρωμένη, τόσο νομοθετικά όσο και πρακτικά, είναι η προστασία του γενετικού μας απορρήτου. Απ’ ό,τι φαίνεται, η νέα πρόκληση για τους χάκερ του μέλλοντος θα είναι το ανθρώπινο γονιδίωμα.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.