Θα θυμάστε όλοι τη στιγμή της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών που η Λυδία Κονιόρδου κρατά στα χέρια της μία κεφαλή αγάλματος κι απαγγέλει το Μυθιστόρημα Γ΄

Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να
ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.
Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα. 

Ο Σεφέρης κατάφερνε να ισορροπεί υποδειγματικά ανάμεσα στην πρωτοπορία και στην παράδοση, στην ιθαγένεια και στον κοσμοπολιτισμό, στη μοναξιά και στη συμμετοχή, στην εγγενή εσωστρέφειά του και τη βαθιά συναίσθηση των αλλαγών που συντελούνταν στον κοινωνικό του περίγυρο. Eνας ποιητής των αντιθέσεων; Oχι ακριβώς. Mάλλον ο κατεξοχήν δημιουργός που μπορούσε να συγκεράσει -σε τέτοια έκταση και με τόση δεξιοτεχνία- την ελληνική και την ευρωπαϊκή παράδοση σε αντιστοιχία πάντα με τα νεωτεριστικά ρεύματα της εποχής του. Στην πραγματικότητα, αυτό που άφησε ο Γιώργος Σεφέρης με το έργο του δεν αποτελεί μόνο ένα αξιοθαύμαστο και διαχρονικό επίτευγμα προσωπικής μυθολογίας, αλλά και μια συναρπαστική και τολμηρή σύλληψη ενός ενιαίου οράματος του ελληνισμού, καταγεγραμμένης με λιτά και άκρως υποβλητικά μέσα.

Άρθρο του Γιώργου Βαϊλάκη στις Εικόνες

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων