Πολλοί σχολιαστές της Αριστεράς αποδίδουν τα πρόσφατα επεισόδια, μεταξύ άλλων, στη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης.

Ομως, από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι σχολιαστές τις περισσότερες φορές απορρίπτουν κάθε δοκιμασμένη στο εξωτερικό ιδέα για τη βελτίωση της παρεχόμενης Παιδείας -από την εισαγωγή μεγαλύτερων δυνατοτήτων επιλογής σχολείου για τους γονείς /μαθητές (π.χ. κουπόνια παιδείας) μέχρι την υιοθέτηση συστημάτων συνεχούς αξιολόγησης δασκάλων και καθηγητών. Από την πλευρά της πάλι η Δεξιά επιχειρεί επιφανειακές και λάιφ στάιλ μεταρρυθμίσεις (π.χ. ιδιωτικά πανεπιστήμια) που δεν αγγίζουν τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος που βρίσκονται στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Το παιδί θα μάθει περισσότερα σε ένα «κακό» σχολείο με καλούς καθηγητές παρά σε ένα εξαιρετικό σχολείο με «κακούς» καθηγητές.

Ποιότητα των εκπαιδευτικών

Στό πλαίσιο αυτής της συζήτησης συνεχώς πληθαίνουν οι έρευνες που δείχνουν ότι η ποιότητα του εκπαιδευτικού (δάσκαλου ή καθηγητή) αποτελεί το α και το ω του συστήματος της Παιδείας μιας χώρας. Εχει υπολογισθεί ότι αν στις ΗΠΑ απολυθεί το, χαμηλότερο από πλευράς διδακτικών ικανοτήτων, 10% των εκπαιδευτικών, το επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας από το μέσο της παγκόσμιας κατάταξης όπου βρίσκεται σήμερα θα φτάσει τις πρώτες θέσεις.

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Ερίκ Χάνουσεκ έχει υπολογίσει σε μελέτες του ότι οι μαθητές που έχουν «κακό» καθηγητή θα μάθουν κατά μέσο όρο το 50% της ετήσιας διδακτέας ύλης. Αντίθετα, οι μαθητές σε μια τάξη ενός πολύ καλού καθηγητή θα μάθουν το 150% σε ένα έτος. Η ποιότητα του εκπαιδευτικού έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη γενικότερη ποιότητα του σχολείου. Το παιδί θα μάθει περισσότερα σε ένα «κακό» σχολείο με καλούς καθηγητές παρά σε ένα εξαιρετικό σχολείο με «κακούς» καθηγητές.

Επίσης η επιρροή του δασκάλου είναι πολύ πιο σημαντική από το μέγεθος της τάξης. Υπολογίζεται ότι η βελτίωση που προκύπτει αν αντικατασταθεί ένας μέτριος από ένα καλό καθηγητή ισοδυναμεί με αυτήν που θα προκύψει αν το μέγεθος της τάξης μειωθεί κατά 50%. Επιπλέον η μείωση του μεγέθους της τάξης έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από την αντικατάσταση του εκπαιδευτικού. Ενώ ο καλός εκπαιδευτικός κοστίζει το ίδιο με τον μέτριο, η μείωση κατά το ήμισυ του μεγέθους της τάξης συνεπάγεται την κατασκευή διπλάσιου αριθμού αιθουσών και την πρόσληψη διπλάσιου αριθμού εκπαιδευτικών.

Φυσικά εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά την αξιολόγηση: Πώς μπορείς να διακρίνεις μεταξύ ενός καλού και ενός «κακού» καθηγητή;

Εδώ το πιο χρήσιμο εργαλείο αξιολόγησης είναι η λεγόμενη ανάλυση «προστιθέμενης αξίας». Η ανάλυση βασίζεται στη σύγκριση της βαθμολογίας ένας μαθητή στην αρχή και στο τέλος του έτους. Ας υποθέσουμε ότι οι μαθητές του εκπαιδευτικού Α και του εκπαιδευτικού Β της τρίτης δημοτικού ξεκινούν τη χρόνια βρισκόμενοι στο 70% όσον αφορά την ικανότητα ανάγνωσης και τη γνώση των μαθηματικών. Οταν επανεξετάζονται τον Ιούνιο οι μαθητές του Α παραμένουν στο ίδιο επίπεδο, ενώ οι μαθητές του Β έχουν πέσει στο 40%. Σύμφωνα με τη θεωρία της «προστιθέμενης αξίας» η μεταβολή στην κατάσταση των μαθητών αποτελεί μια σαφή σχετικά ένδειξη ότι ο Α είναι καλύτερος από τον Β.

Φυσικά, μια μόνο αξιολόγηση δεν είναι επαρκής για να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Πολλά άλλα στοιχεία παίζουν ρόλο πλην του δασκάλου στις επιδόσεις των μαθητών. Ομως αν η ανάλυση της «προστιθέμενης αξίας» του Α και του Β συνεχισθεί για τρία η τέσσερα χρόνια τότε μπορεί πλέον κανείς να εξάγει σαφή συμπεράσματα σχετικά με τις ικανότητές τους.

Τυπικά προσόντα

Το δεύτερο ερώτημα αφορά τα κριτήρια που χρησιμοποιεί κανείς όταν προσλαμβάνει έναν νεοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας εκπαιδευτικό. Πώς μπορείς να διακρίνεις έναν που θα εξελιχθεί σε ικανό εκπαιδευτικό έναντι ενός που θα αποτύχει στο διδακτικό του έργο;

Το πρόβλημα εδώ είναι ότι τα τυπικά προσόντα (π.χ. μεταπτυχιακά πτυχία), τα οποία έχει ο υποψήφιος εκπαιδευτικός που προσλαμβάνεται για πρώτη φορά, δεν επαρκούν. Ερευνες που έγιναν στις ΗΠΑ έδειξαν ότι εκπαιδευτικοί με μεταπτυχιακές σπουδές δεν ήταν καλύτεροι από εκπαιδευτικούς που δεν είχαν ανάλογες σπουδές. Ο καλός εκπαιδευτικός χρειάζεται να έχει μεταδοτικότητα, δυνατότητα επικοινωνίας, ικανότητα διαχείρισης κρίσεων, «αίσθηση της τάξης» κ.λπ. -όλα αυτά είναι πολύ πιο σημαντικά από τα τυπικά προσόντα.

Στον βαθμό λοιπόν που κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων αν ένας εκπαιδευτικός που προσλαμβάνεται έχει τις προαναφερθείσες ικανότητες, πολλοί προτείνουν ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί μια δοκιμαστική περίοδος προτού ο εκπαιδευτικός προσληφθεί. Υπολογίζεται, σύμφωνα με διάφορες μελέτες που έχουν γίνει, ότι στους τέσσερις που θα προσλαμβάνονται για δοκιμαστική περίοδο μόνο ένας θα πληροί τα κριτήρια μόνιμης πρόσληψης.

Φυσικά η υιοθέτηση ενός τέτοιου μέτρου θα αύξανε σημαντικά το κόστος της Παιδείας. Ομως στον βαθμό που θα οδηγήσει στη βελτίωση του διδακτικού προσωπικού ίσως θα άξιζε να δοκιμασθεί.

 

 Ανακτήθηκε από τον ιστότοπο: http://www.enet.gr
Σχετικός δεσμός:http://www.enet.gr/online/online_text/c=111,id=17751812



Θα πρέπει να είστε συνδεδεμένος για να υποβάλλετε σχόλιο.

Αφήστε μια απάντηση

  • Ημερολόγιο καταχώρησης άρθρων

    Σεπτέμβριος 2024
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
     1
    2345678
    9101112131415
    16171819202122
    23242526272829
    30  
  • Αρχεία

  • Ετικέτες

  • Αποποίηση ευθυνών

    Οι πληροφορίες που παρατίθενται στο τρέχων blog προέρχονται από ψηφιακό υλικό που βρίσκεται διαθέσιμο στο χώρο του διαδικτύου.