Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ:
Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος

Στις 30 Ιανουαρίου τιμούμε τρία λαμπρά άστρα.
Τους τρεις Ιεράρχες:
Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Η μέρα αυτή έχει καθιερωθεί σαν γιορτή της Ορθοδοξίας, της Παιδείας και των γραμμάτων, των δασκάλων και των μαθητών.

Υπήρξαν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής τους. Κατάγονταν από εύπορες οικογένειες και σπούδασαν με ξακουστούς δασκάλους στις πιο φημισμένες σχολές του καιρού τους. Ήταν και οι τρεις σοφοί. Αγάπησαν τα γράμματα και τον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων. Έγιναν μεγάλοι – πολύ μεγάλοι – δάσκαλοι, πραγματικοί φωστήρες (1). Αλλά και σπουδαίοι ρήτορες.

Όμως έζησαν απλή ζωή. Αφιέρωσαν τη ζωή τους 1) Στον Χριστό που για την αγάπη Του απαρνήθηκαν τιμές, δόξες και υλικές απολαύσεις και 2) Στους φτωχούς και δυστυχισμένους συνανθρώπους τους, μοιράζοντας τα πάντα σ’ αυτούς και φροντίζοντας πάντα γι’ αυτούς. Έτσι εφάρμοσαν άριστα την πρώτη και μεγάλη εντολή: « Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Να αγαπήσεις το Θεό σου με όλη την καρδιά, την ψυχή, τη σκέψη και τη δύναμή σου) και τη δεύτερη που είναι όμοια με αυτή, σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού(2), «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Να αγαπήσεις το συνάνθρωπό σου σαν τον εαυτό σου).
Για τη σοφία τους και την καλοσύνη τους, ο λαός τους εκτιμούσε και τους αγαπούσε πολύ.

Έζησαν σε χρόνια δύσκολα για την εκκλησία, αντιμετωπίζοντας τη φοβερή αίρεση(3) του Αρείου, που έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι ομοούσιος με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα αλλά ένα κτίσμα του Θεού.

Το συγγραφικό τους έργο είναι τεράστιο. Ο Βασίλειος έγραψε έργα παιδαγωγικά, δογματικά και ασκητικά. Ο ίδιος έγραψε και τη λειτουργία που φέρει το όνομά του (Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου) και τελείται δέκα φορές το χρόνο. Ο Γρηγόριος έγραψε θεολογικούς λόγους για τη θεότητα του Ιησού Χριστού, καθώς επίσης, πολλές επιστολές και υπέροχα ποιήματα θεολογικού περιεχομένου. Ο Ιωάννης ονομάστηκε Χρυσόστομος για τη σπάνια ομορφιά των λόγων του και τη θερμή ευγλωττία του και από τα έργα του σώθηκαν 238 επιστολές, 1.000 ομιλίες θαυμάσιας ρητορικής τέχνης και λογής μελέτες.

Οι τρεις ιεράρχες έφυγαν σωματικά από τον κόσμο αλλά η ψυχή τους βρίσκεται στα πόδια του Θεού και Τον παρακαλεί πάντοτε για μας. Το φωτεινό παράδειγμα και τα υπέροχα έργα τους μας καθοδηγούν αλάνθαστα στο δρόμο της ορθής πίστης στον Ένα αληθινό Τριαδικό Θεό και της ειλικρινούς και άδολης αγάπης προς Αυτόν και τον πλησίον, που είναι κάθε συνάνθρωπός μας.

1. Φωστήρας : Μεγάλο, λαμπρό αστέρι. Εδώ, μεταφορικά, σημαίνει τον πολυμαθή και σοφό άνθρωπο.
2. Κατά Μάρκον ευαγγέλιο, Κεφ. ιβ΄ στ. 30-31.
3. Αίρεση = πλάνη, λαθεμένη πίστη.

Απολυτίκιο των Τριών Ιεραρχών (Απόδοση)

Αυτά τα τρία φωτεινά αστέρια που παίρνουν λάμψη απ’ το Θεό,
Αυτούς που φώτισαν την οικουμένη με τη θεϊκή διδασκαλία,
Αυτά τα ποτάμια της σοφίας,
που ξεδίψασαν όλη την πλάση με τη γνώση του Θεού.
Το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το Θεολόγο
και τον ξακουστό Ιωάννη που τα λόγια του ήταν χρυσάφι.
Όλοι εμείς που θαυμάζουμε τη σοφία τους,
ας μαζευτούμε να τους τιμήσουμε με ύμνους,
γιατί αυτοί πάντοτε παρακαλούνε το Θεό για μας.

Λόγια των Τριών Ιεραρχών

«Όπως οι μέλισσες διαλέγουν το νέκταρ από τα λουλούδια, έτσι κι εσείς να διαλέγετε αυτά που διαβάζετε. Να κρατάτε τα καλά και ωφέλιμα».
Μέγας Βασίλειος

«Ένας και μόνο άνθρωπος με θεϊκή φωτιά στην καρδιά μπορεί να διορθώσει ολόκληρη πόλη». Ιωάννης Χρυσόστομος

«Πώς το καταλαβαίνετε, να έχετε εσείς περισσεύματα και ο άλλος να πεινά;»
«Κοίταζε εσύ μήπως πέσεις και μη γελάς αν δεις πώς ο άλλος έπεσε».
«Η γνώση είναι πολύ σπουδαίο καλό στη ζωή των ανθρώπων, αλλά για όσους δεν την χρησιμοποιούν σωστά, γίνεται αυτή κακό απ’ τα χειρότερα».
Γρηγόριος  Θεολόγος

…/…

Οι Τρεις Ιεράρχες ως παιδαγωγοί

του κ. Χρυσοστόμου Σύρκου, πρώην δημάρχου Μεγαρέων

Με νοσταλγικές αναμνήσεις των μαθητικών μου χρόνων από τον εορτασμό των τριών Ιεραρχών την 30η Ιανουαρίου, επιχειρώ μια φτωχή αναφορά στο παιδαγωγικό έργο των τριών φωστήρων της τριση-λίου Θεότητος Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
Στο παρελθόν, τότε, για μας, ως μαθητές, η εορτή των τριών Ιεραρχών αποτελούσε ένα σταθμό, μια καμπή, της μαθητικής μας πορείας, αφού η ημέρα αυτή ήταν το τέλος μιας εκπαιδευτικής περιόδου και η αφετηρία των γραπτών εξετάσεων που άρχιζαν την 1η Φεβρουαρίου.
Ναι, τότε οι μαθητές έδιναν γραπτές εξετάσεις και τον Φεβρουάριο εκάστου έτους. Το πρωί της 30ης Ιανουαρίου συντεταγμένοι, και υπό την συνοδεία δασκάλων μας, προσερχόμεθα άπαντες στους ιερούς Ναούς για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μας.
Ακολούθως επανερχόμεθα στις σχολικές αίθουσες για να πληροφορηθούμε το πρόγραμμα των γραπτών εξετάσεων μας, σε όλα τα μαθήματα. Ημέρες νοσταλγικές γεμάτες αναμνήσεις. Οι τρεις ιεράρχες, οι τρεις μέγιστοι φωστήρες τρισηλίου Θεότητος, οι άξιοι μιμητές του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού προβάλλονταν και προβάλλονται ως πρότυπα βίου και έργου, εκσυγχρονιστές των προγενεστέρων και πρόδρομοι των μεταγενεστέρων.
Προικισμένοι εκ γενετής με πληθωρικά χαρίσματα θεωρούσαν την Αγία Γραφή πηγή γνώσεως, χωρίς να περιφρονούν και την ευρύτερη γνώση.
Γι’ αυτό και οι τρεις μελέτησαν και την «θύραθεν παιδείαν» και κυρίως την αρχαία ελληνική γραμματεία, που την θεωρούσαν «παιδαγωγὸν εἰς Χριστόν».
«Καθάπερ ἐκ ροδονιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καὶ τῶν τοιούτων λόγων – τῶν ἑλληνικῶν – ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν φυλαξώμεθα». Διακηρύσσει ο Μέγας Βασίλειος. Και σε νεοελληνική απόδοση: «Και όπως κόβοντας το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τα αγκάθια της τριανταφυλλιάς, έτσι και από τα κείμενα αυτά θα πάρουμε ό,τι είναι χρήσιμον και θα φυλάξουμε τον εαυτό μας απ’ ό,τι είναι επιζήμιον».
«Σαφῶς ἐξ ἁπάντων συλλέγοντες τὸ χρήσιμον φεύγοντες δι’ ἑκάστου τὴν βλάβην» συμπληρώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο δε Γρηγόριος ο Θεολόγος παρατηρεί και ελέγχει τους Χριστιανούς που περιφρονούν την αρχαία ελληνική γραμματεία, ως «ἐπίβουλον καὶ σφαλερὰν τῷ Θεῷ πόρρω βάλλουσαν κακῶς εἰδότες».
Υπό το πνεύμα αυτό και οι τρεις γράφουν παιδαγωγικά βιβλία, όπως τα πιο γνωστά:
α) «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοίντο λόγων» του Μεγάλου Βασιλείου.
β) «Περὶ κενοδοξίας καὶ πῶς δεῖ ἀνατρέφειν τὰ τέκνα αὐτῶν» του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
γ) «Ἐπιστολαί καὶ ἄλλα κείμενα ἀγωγῆς διὰ τὸν Νικόβουλον» του Γρηγορίου του Θεολόγου.
Βιώνοντας υπαρξιακά και οι τρεις τους την χριστιανική πίστη, κατόρθωσαν να συνυφάνουν τον ελληνισμό με τον Χριστιανισμό: με εκχριστιανισμό του ελληνισμού και τον εξελληνισμό, ιδίως γλωσ- σικώς και εκφραστικώς, του χριστιανισμού.
Το γεγονός αυτό είναι ύψιστης σημασίας, αφού το ελληνικό πνεύμα με τα νάματα του Χριστιανισμού, αναζωογονείται και γίνεται πάλι παράγοντας πολιτισμικός.
Ο δε Χριστιανισμός, με την ελληνική γλώσσα ως όργανο, προσφέρει την σωτήρια διδασκαλία του, ανετότερα στον άνθρωπο.
Εκεί όμως που οι μέγιστοι φωστήρες, οι τρεις Ιεράρχες είναι άφθαστοι και απλησίαστοι είναι στον τομέα της αγωγής, την οποία θεωρούν «τέχνη και επιστήμη».
«Τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμην ἐπιστημῶν» χαρακτηρίζεται η αγωγή από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
«Τῆς τέχνης ταύτης (τῆς ἀγωγῆς) οὐκ ἐστιν ἄλλη μείζων, τί γὰρ ἴσον τοῦ ρυθμίσαι τῶν ψυχῶν καὶ διαπλάσαι νέων διάνοιαν;» διερωτάται ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Γι’ αυτό κατά τον Μέγα Βασίλειο: «Τῆς παιδείας αἱ μὲν ρίζαι πικραί, ὁ δὲ καρπός γλυκύς». Διότι «παιδεία, φησίν, ἀγωγή τις ὠφέλιμος τῇ ψυχῇ ἐστίν, ἐπιμόνως πολλάκις τῶν ἀπὸ τῆς κακίας κηλίδων αὐτῶν ἀποκαθαίρουσαν».
Βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ο Μέγας Βασίλειος αφιερώνει μεγάλο μέρος του συγγραφικού έργου στη θεμελίωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας στον Πλάτωνα και τον απόστολο Παύλο.
Προτρέπει τους νέους να ενταχθούν στην κατηγορία εκείνων που επαινεί ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος γράφοντας ότι ο άριστος άνθρωπος είναι όποιος μοναχός του ξεχωρίζει το σωστόν. Και καλός άνθρωπος όποιος συμμορφώνεται με τις σωστές υποδείξεις.
Συμβουλεύει τους νέους να διαβάζουν τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και να παίρνουν ό,τι είναι χρήσιμο και να μη δίνουν προσοχή στα υπόλοιπα.
Αναφερόμενος στον σοφιστή Πρόδικον τον Κείον, προβάλλει την διήγηση του για τον Ηρακλή που επέλεξε τον δρόμο της αρετής από τον εύκολο δρόμο της κακίας. Εξυμνεί τα έργα του Ησιόδου. Αποφαίνεται ότι η ποίηση του Ομήρου είναι ένας ύμνος στην αρετή. Προβάλλει ως παραδείγματα πράξεις ανδρών της αρχαιότητας όπως: του Περικλή, του Ευκλείδη του Μεγαρέως, του Σωκράτη, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κλεινία, του Θέογνι, του Διογένη, του Βία του Πριπνέα και σωρεία άλλων.
Ο Μέγας Βασίλειος στην πραγματεία του «Πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοίντο λόγων» γράφει: Ο Όμηρος γράφει για τον Οδυσσέα, που σώθηκε γυμνός από το ναυάγιο και στην αρχή, με μόνη την εμφάνιση του, προκάλεσε τον σεβασμό της βασιλοκόρης Ναυσικάς. Η γύμνια του δεν είναι ντροπή, διότι αντί για ρούχα ήταν ντυμένος με την αρετή. Και ύστερα προκάλεσε αγαθή εντύπωση και στους άλλους Φαίακες, σε σημείο που να παρατήσουν την τρυφηλή ζωή τους και να προσπαθούν, θαυμάζοντας τον, να τον μιμηθούν.
Και στο στόμα κάθε Φαίακος, τότε, άλλη ευχή δεν υπήρχε παρά να γίνει δεύτερος Οδυσσέας.
Ο Όμηρος, συνεχίζει ο Μέγας Βασίλειος, διδάσκει ξάστερα τα εξής: Άνθρωποι γυμνασθήτε στην αρετή, που κολυμπά μαζί σας στο ναυάγιο, και όταν πατήσετε στην στεριά γυμνοί, θα σας παραστήσει πιο τιμημένους από τους αμέριμνους Φαίακες.
Η μόνη αναφαίρετη ιδιοκτησία είναι η αρετή. Την έχει δική του ο καθένας και όσο ζει και όταν φύγει απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Γι’ αυτό ο Σόλων είπε στους πλουσίους: «Ἀλλ’ ἡμεῖς αὐτοῖς οὐ διαμειψόμεθα τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον˙ ἐπεί τὸ μὲν ἔμπεδον ἀεί, χρήματα δ’ ἀνθρώπων ἄλλοτε ἄλλος ἔχει».
Και σε νεοελληνική απόδοση: Δεν θα ανταλλάξουμε μαζί τους τον πλούτο με την αρετή. πάντα εκείνη μένει, ενώ το χρήμα συχνά απ’ τον έναν στον άλλο περνά.
Παρόμοια είναι και όσα λέγει ο Θέογνις. «ἐν οἶς φησί τὸν Θεόν, ὅντινα δὴ καὶ φησί, τοῖς ἀνθρώποις    τὸ τάλαντον ἐπιρρέπειν ἄλλοτε ἄλλως, ἄλλοτε μὲν πλουτεῖν, ἄλλοτε δὲ μηδὲν ἔχειν».
Και σε νεοελληνική απόδοση: Ο κάθε θεός γέρνει προς τους ανθρώπους το ζυγό με διαφορετικό πάντα τρόπο ώστε: άλλοτε να πλουτούν και άλλοτε να μην έχουν τίποτε.
Στο σημείο αυτό ας σταχυολογήσουμε ολίγα από την παιδαγωγική πραγματεία του ιερού Χρυσοστόμου με τίτλο «περὶ κενοδοξίας καὶ πῶς δεῖ ἀνατρέφειν τὰ τέκνα αὐτῶν».
Ο παιδαγωγός πρέπει να είναι επιστημονικά καταρτισμένος και ηθικά ακέραιος όχι μόνο, για να προσφέρει πλούσιες γνώσεις στον μαθητευόμενό του αλλά για να κάνει τον νέο εικόνα Θεού.
Η αγάπη του παιδαγωγού προς τους μαθητές του είναι ο πρωταρχικός και βασικός παράγοντας για την εκπαίδευση τους. Θεωρεί ότι ένας δάσκαλος πρέπει να κατέχει πολύ καλά το αντικείμενο της διδασκαλίας του και να είναι απολύτως βέβαιος για την ορθότητα των όσων λέγει.
Αναρωτιέται ο Άγιος, «ὅταν οὐν ἑαυτοὺς μὴ πείθομεν, πῶς ἑτέρους πείσωμεν;»
Όμως οι γνώσεις δεν είναι το μοναδικόν εφόδιον που πρέπει να έχει ένας καλός παιδαγωγός. Οφείλει να μεταχειρίζεται επιτυχώς την αυστηρότητα και την άκρατη πειθαρχία των μαθητών με την χαλαρότητα στο μάθημα και την δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας κατά την διδασκαλία του.
Σημαντικό επίσης είναι να θέτει διακριτά όρια ανάμεσα στην ανάγκη για συμβουλή και στην περίσταση για διαταγή.
Και οι τρεις Άγιοι πατέρες: Νουθετούν γονείς, διδασκάλους, μαθητές και καταλείπουν ιδέες παιδαγωγικές διαχρονικές.
Να τρέφετε τα παιδιά σας «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου» προτρέπει τους γονείς ο Ιερός Χρυσόστομος.
«Οι πατέρες που αμελούν να σωφρονίζουν τα παιδιά τους είναι παιδοκτόνοι» τονίζει ο ίδιος.
«Πώς είναι δυνατό να νουθετούν οι γονείς και οι δάσκαλοι τα παιδιά τους και οι ίδιοι να ζουν βίον άτακτον;». Διερωτάται ο Μέγας Βασίλειος.
«Και οι δύο γονείς να ανατρέφουν προσεκτικά και συνεχώς τα παιδιά τους, όπως ο ζωγράφος και ο γλύπτης το έργον, αλλά και σαν μια νεοϊδρυμένη πόλη με νόμους και κανόνες» συνιστά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Κατά τους τρεις Ιεράρχες «Ο δάσκαλος πρέπει να έχει πολλά προσόντα, για να μπορέσει να επιτελέσει το έργο του».
Ο Μέγας Βασίλειος σκιαγραφεί τον δάσκαλο ως εξής: «Θεῷ φίλος ὤν, φιλόπτωχος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, ἀκενόδοξος, μηδὲν τοῦ Θεοῦ προτιμών». Να είναι φρόνιμος και έμπειρος ως ηλικιω-μένος, και ζωηρός ως νέος, αλλά και με έξωθεν (καλή) μαρτυρία.
Κατά τον Γρηγόριον τον Θεολόγον. Ο δάσκαλος οφείλει να καλλιεργεί στον μαθητή και το αίσθημα της ντροπής, αρετή που προστατεύει από κάθε αισχήμονα πράξη.
Κατά τον Μέγα Βασίλειο. Ο μαθητής οφείλει να είναι πράος στο ήθος, να σέβεται, να προσέχει, να τιμά, να αγαπά τον δάσκαλο, ως πατέρα και να τον μιμείται. Ακόμη ο μαθητής οφείλει να είναι φιλομαθής και επιμελής.
Επίσης ο μαθητής πρέπει να κάνει καλή χρήση του λόγου, να ερωτά με απλότητα και να αποκρίνεται χωρίς να ζητά τον θαυμασμό. Να μην διακόπτει τον ομιλούντα συμμαθητή του, όταν λέγει κάτι χρήσιμον και να μην παρεμβάλλει τον δικό του λόγον επιδεικτικώς.
Να έχει μέτρο στο να λέγει, να ακούει, να μαθαίνει χωρίς να ντρέπεται και να μην προκαλεί τον φθόνο. Όταν ερωτούν οι μαθητές οφείλουν να γνωρίζουν ότι δεν είναι κριτές του διδασκάλου, αλλά μαθητές και συνεργάτες του προς ανεύρεση της αλήθειας.
Να ζητούν από το δάσκαλο αποδείξεις λογικές που να ελκύουν την διάνοια. Εκεί όμως που οι τρεις διδάσκαλοι της Οικουμένης γίνονται απαράμιλλοι είναι στο θέμα των αμοιβών και των ποινών στους μαθητές. Με κριτήριο πάντα την αγάπη, το μέτρον και την επιείκεια συνιστούν: να επιβάλλονται οι έλεγχοι και οι ποινές στους άτακτους και τους αμελείς.
Οι τρεις Ιεράρχες δίδαξαν αγωγή και παιδεία και μίλησαν για κοινωνική καταξίωση του ατόμου ως προσώπου.
Στην διδασκαλία τους συνυπάρχει η αρετή και η παιδεία με την ορθόδοξη πίστη καθώς και η θύραθεν φιλοσοφία με το Χριστιανισμό. Πλησίασαν τους νέους, έλαβαν υπόψη τους τις ιδιαιτερότητες της ηλικίας και πρότειναν μεθόδους για να διαμορφωθούν οι νέοι ως ελεύθερους προσωπικότητες με κοινωνική αξία και οντότητα.
Νουθετούν και προτρέπουν τους νέους να λαμβάνουν επιστημονική παιδεία και χριστιανική αγωγή ώστε να γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες για να αποτελούν την ελπίδα του μέλλοντος.
Οι διαπαιδαγωγικές νουθεσίες και παρεμβάσεις τους είναι τόσο διαχρονικές που και σήμερα είναι επίκαιρες.
Οι Άγιοι αυτοί πατέρες της Εκκλησίας μας σπούδασαν την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία και διακρίθηκαν για τα ελληνοπρεπή αισθήματα τους. Το έργον τους αποτελεί σταθμό για τα ελληνικά γράμματα και την ορθοδοξία. Μελετώντας τα ογκώδη συγγράμματα των τριών αγίων πατέρων, ο μελετητής μένει εκστατικός για την διαχρονικότητα των μηνυμάτων τους.
Ακόμη και για την περιβαλλοντική εκπαίδευση και για την μόλυνση γράφουν. Η ρητορική του Ιωάννου του Χρυσοστόμου ο ποιητικός οίστρος του Γρηγορίου του Θεολόγου και η συγγραφική δεινότητα του Μεγάλου Βασιλείου συνθέτουν ένα σύνολο θαυμαστό με προσφορά στα γράμματα και τις επιστήμες. Ας απολαύσουμε τη ρητορική δεινότητα του ιερού Χρυσόστομου σε ένα κείμενο του με τίτλο: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος»: «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον˙ ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν μὴ καταποντισθῶμεν˙ ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλύσαι οὐ δύναται˙ ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει. Τί δεδοίκαμεν, εἰπέ μοι; Τὸν θάνατον; “Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος”. Ἀλλ’ ἐξορίαν, εἰπέ μοι; “Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς”. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; “Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα”. Καὶ τὰ φοβερά τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα, καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα. Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ˙ οὐ θάνατον φοβούμαι, οὐ ζήσαι εὐχομαι ἤ μή διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν. Διὸ καὶ τὰ νῦν ὑπομιμνήσκω, καὶ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν θαρρεῖν ἀγάπην. Οὐδείς γὰρ ἡμᾶς ἀποσπάσαι δυνήσεται, ὅ γὰρ ὁ Θεὸς συνέζευξεν ἄνθρωπος χωρίσαι οὐ δύναται».
Και σε νεοελληνική απόδοση: «Είναι πολλά τα κύματα και φοβερή η τρικυμία. Αλλά δεν φοβόμαστε μήπως καταποντιστούμε, γιατί στεκόμαστε πάνω στην πέτρα. Ας μαίνεται η θάλασσα, δεν μπορεί να διαλύσει την πέτρα. ας σηκώνονται τα κύματα, το πλοίον του Ιησού δεν μπορούν να το βυθίσουν.
Τι φοβόμαστε; Πες μου. Τον θάνατο; «Για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και θάνατος σημαίνει κέρδος». Μήπως, πες μου, την εξορία; «Στον Κύριο ανήκει η γη και κάθε τι που την γεμίζει». Μήπως δήμευση περιουσίας; «Δεν φέραμε τίποτε στον κόσμο και είναι φανερόν ότι δεν μπορούμε τίποτε να πάρουμε μαζί μας». Και τα φοβερά του κόσμου μου είναι ευκαταφρόνητα και τα ευχάριστα καταγέλαστα. Δεν φοβούμαι την φτώχεια, δεν επιθυμώ τον πλούτο. Δε φοβούμαι, δεν εύχομαι να ζήσω παρά μόνο για τη δική σας προκοπή. Γι’ αυτό και τα τωρινά σας θυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας να έχει θάρρος. Λοιπόν κανείς δεν μπορεί να με αποχωρήσει από σας, γιατί εκείνο που ο Θεός ένωσε, ο άνθρωπος δεν μπορεί να το χωρίσει».
Και ένα ποίημα του Γρηγορίου του Θεολόγου σε ελεγειακό μέτρο: «Εἰκοσέτης πάσαν Εὐφήμιος, ὡς μίαν οὔτις Ἑλλάδα καὶ Αὐσονίαν μούσαν ἐφιπτάμενος, στράπτων ἀγλαΐη τε καὶ ἤθεσιν ἦλθ’ ὑπὸ γαίαν. Αἰαί, τῶν ἀγαθῶν ὡς μόρος ὠκύτερος»
Και σε νεοελληνική απόδοση: «Στα είκοσι του χρόνια ο Ευφήμιος στην Ελληνίδα και Ιταλίδα μούσσα είχε εντρυφήσει όσο κανένας άλλος. Και αστράπτοντας από ομορφιά και ήθος κάτω από την γην ήρθε. Αλοίμονον: είναι τόσο γοργή η θανή των αγαθών ανθρώπων».
Διαχρονικοί χαριτωμένοι, οι τρεις Ιεράρχες, με συγράμματα που πολλά έχουν να διδάξουν, να νουθε-τήσουν τους συγχρόνους ερευνητές των παιδαγωγικών συστημάτων.
Οι άριστοι παιδαγωγοί. Δικαίως, επομένως, τιμώνται ως προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων.
Σοφά ο υμνωδός ψάλλει στο απολυτίκιό τους:
«Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου Θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, τοὺς τὴν κτίσιν πᾶσαν, θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τὸν μέγαν καὶ τὸν θεολόγον Γρηγόριον, σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, τῷ τὴν γλῶτταν χρυσορρήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν˙ αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν.
Και σε νεοελληνική απόδοση: Αυτά τα τρία φωτεινά αστέρια που παίρνουν λάμψη απ’ το Θεό, Αυτούς που φώτισαν την οικουμένη με τη θεϊκή διδασκαλία, Αυτά τα ποτάμια της σοφίας, που ξεδίψασαν όλη την πλάση με τη γνώση του Θεού. Τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον ξακουστό Ιωάννη που τα λόγια του ήταν χρυσάφι. Όλοι εμείς που θαυμάζουμε τη σοφία τους, ας μαζευτούμε να τους τιμήσουμε με ύμνους, γιατί αυτοί πάντοτε παρακαλούνε το Θεό για μας.

Σας ευχαριστώ.

Δάσκαλοι

Τραγουδάνε οι δάσκαλοι.
Να διδάσκεις παιδιά μη θαρρείς
που ’ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι.
Είναι μια υπόθεση κάπως δύσκολη.
Των δασκάλων η καρδιά
είναι σαν μια πλατεία για γιορτές,
λαμποκοπάει,
μα η αίθουσα διδασκαλίας δεν είναι
μια πλατεία για γιορτές,
εκεί ’ναι προσπάθεια, σκέψη και στρατηγική,
οργάνωση, μεθοδικότητα.
Καρδιά, ψυχή, φωνή αναλώνουν τις δυνάμεις.
Αγάπη κι αυστηρότητα παίζουν με τέχνη στο παιχνίδι.
Πλήθος τα συναισθήματα, πασχίζουν για τους «στόχους».
Εκεί δεν είναι πάντα δεδομένη η επιτυχία,
πάντα η μάθηση εύκολη δεν είναι.
Να διδάσκεις παιδικές, άδολες, αγνές ψυχές μη θαρρείς
που ’ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι,
μα είναι λεβέντες όλο υπομονή και πείσμα οι δάσκαλοι
κι οι μαθητές τους όλο προοδεύουν,
μ’ έφοδο τη γνώση κατακτούν
ψηλά και πιο ψηλά
ανεβαίνουν τις τάξεις του σχολείου.
Στην πρώτη κιόλας τάξη
έμαθαν να γράφουν να διαβάζουν,
τους αριθμούς μετράνε ως το εκατό,
μπορούν και λογαριάζουν.
Με θέληση ήδη γράψανε
τις πρώτες προτασούλες,
βιβλία ωραία διάβασαν,
με χρώματα ζωγράφισαν.
Χειροτεχνίες έφτιαξαν,
τρελές δημιουργίες.
Παιχνίδια νέα παίξανε,
τραγούδια τραγουδήσανε
και το σχολειό αγαπήσανε…

Δρομπόνης Σωτήριος
Μέγαρα Αττικής,

21 Φεβρουαρίου 2016

[Βασισμένο στη φόρμα του ποιήματος του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ «Χτίστες»
(Βιβλίο Γλώσσας ΣΤ΄ Δημοτικού, Εν. 13η, «Τρόποι ζωής και επαγγέλματα»)]
 


Μουσικοδιδάσκαλοι

Τραγουδάνε οι μουσικοδιδάσκαλοι.
Να διδάσκεις όμως μουσική μη θαρρείς
που ’ναι να τραγουδάς απλά ένα τραγούδι.
Είναι μια υπόθεση κάπως δύσκολη.
Των μουσικοδιδασκάλων η καρδιά
είναι σαν μια πλατεία για γιορτές,
λαμποκοπάει,
μα η αίθουσα διδασκαλίας δεν είναι
μια πλατεία για γιορτές,
εκεί ’ναι προσπάθεια, σκέψη και στρατηγική,
οργάνωση, μεθοδικότητα.
Καρδιά, ψυχή, φωνή και όργανα
αναλώνουν τις δυνάμεις.
Αγάπη, αυστηρότητα, νότες, ακρίβεια, ρυθμός
παίζουν με τέχνη στο παιχνίδι.
Πλήθος τα συναισθήματα, πασχίζουν για τους «στόχους».
Εκεί δεν είναι πάντα δεδομένη η επιτυχία,
πάντα η μάθηση εύκολη δεν είναι.
Να διδάσκεις παιδικές, άδολες, αγνές ψυχές μη θαρρείς
που ’ναι να τραγουδάς απλά ένα τραγούδι,
μα είναι λεβέντες όλο υπομονή και πείσμα
οι μουσικοδιδάσκαλοι
κι οι μαθητές τους όλο προοδεύουν,
μ’ έφοδο τη μουσική κατακτούν
ψηλά και όλο πιο ψηλά
ανεβαίνουν τις τάξεις του Ωδείου.
Στην πρώτη κιόλας τάξη έμαθαν το Do, Re, Mi και Νη, Πα, Βου,
κλειδί του sol, πεντάγραμμο
χρόνο, ρυθμό μετράνε.
Σολφέζ με νότες τραγουδούν,
παραλλαγή διαβάζουν, μελετάνε.
Τη χορωδία πλαισίωσαν,
παίζουν και οργανάκι.
Στο άψε, σβήσε έφτιαξαν
μουσικο… συνολάκι.
Τραγούδια κι ύμνους τραγουδήσανε,
τη μουσική αγαπήσανε…

Δρομπόνης Σωτήριος
Μέγαρα Αττικής,

4 Φεβρουαρίου 2024

[Βασισμένο στη φόρμα του ποιήματος του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ «Χτίστες»
(Βιβλίο Γλώσσας ΣΤ΄ Δημοτικού, Εν. 13η, «Τρόποι ζωής και επαγγέλματα»)]

Το ποίημα “Μουσικοδιδάσκαλοι” αφιερώνεται στον αείμνηστο Μουσικοδιδάσκαλό μου από το Ωδείο Αθηνών,
Λάζαρο Κουζηνόπουλο που εκοιμήθη εν Κυρίῳ πλήρης ημερών σε ηλικία 97 ετών στις 27/12/2023.

Τα μυστήρια των Μαθηματικών…

Παράξενος μαθηματικός υπολογισμός

Μπορώ να μάθω σε ένα λεπτό τι σκέφτεστε και τι ηλικία έχετε.
Μερικές απλές αριθμητικές πράξεις χρειάζονται και τελειώσαμε.
Λοιπόν, ξεκινάμε…
Βάλτε έναν αριθμό στο μυαλό σας (κατά προτίμηση μονοψήφιο).
Πολλαπλασιάστε τον  επί 2.
Προσθέστε άλλα 5.
Πολλαπλασιάστε επί  50.
Προσθέστε  1775 (αν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας)  ή
1774 (αν δεν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας).
Αφαιρέστε το έτος γέννησής σας.
Ωραία! Τώρα βρήκατε έναν αριθμό.
Πείτε μου τον αριθμό ή γράψτε τον εδώ: ………
Τα δυο τελευταία ψηφία του είναι η ηλικία σας. Σωστά;
Τα πρώτα ψηφία είναι ο αριθμός που είχατε βάλει στο μυαλό σας. Έτσι δεν είναι;

Είδατε τι αξία έχουν τα μαθηματικά φίλοι μου;
Μπορείτε να μάθετε τα μυστικά των άλλων.

Προσοχή! Όλα τα παραπάνω ισχύουν μόνο για το έτος 2025.
Θέλετε να το βρούμε και με αριθμητική παράσταση;

Προσέξτε:

[(?? Χ 2) + 5 ] Χ 50 + 1775 – ??? = ???   (Αν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας)
[(?? Χ 2) + 5 ] Χ 50 + 1774 – ??? = ???   (Αν δεν έχουν περάσει τα γενέθλιά σας) 

Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και το computer-άκι σας.

Άλλο μυστήριο…

Κάντε τους παρακάτω πολλαπλασιασμούς:
1) Πολλαπλασιάστε: 13.837 X την ηλικία σας = ;;;
2) Πολλαπλασιάστε το γινόμενο του πρώτου πολλαπλασιασμού Χ 73 = ;;;
Ήρθε η ώρα να εκπλαγείτε από το αποτέλεσμα!

Μπορείτε και πάλι να χρησιμοποιήσετε και το computer-άκι σας.

 

Κι άλλο μυστήριο…  (Στο μυστήριο αυτό δε θα χρησιμοποιήσουμε το 0.)

Στο computer-άκι σας οι αριθμοί είναι γραμμένοι συνήθως με την παρακάτω σειρά:

7  8  9

4  5  6

1  2  3

Λοιπόν, κάνετε τυχαίες αφαιρέσεις χρησιμοποιώντας όμως πάντα τον ίδιο σχηματισμό αριθμών.

Π.χ.

963 – 852 =…                 (εδώ ο σχηματισμός αριθμών είναι ↓-↓ )       

852 – 741 =…

963 – 741 =…

963.852 – 852.741 =…

963.258 – 852.147 =…

969.363-858.252 =…

963.963.963 – 852.852.852 =…

93.658 – 82.547 = …

953 – 842 =…

9.536 – 8.425 =…

987 – 654 =…

987.456 – 654.123 =… 

9.764 – 6.431 =…

κλπ.      Τα αποτελέσματα θα σας εντυπωσιάσουν…

 

Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Α     Πήρα ένα Α και το έκαμα άστρο.

Β     Με το Β έγραψα Βηθλεέμ

Γ     και με το Γ τη γέννηση του Κυρίου.

Δ     Στο Δ βρήκα τη δόξα Του

Ε     και στο Ε την ελπίδα που μας έφερε στη γη.

Ζ     Με το Ζ θυμήθηκα τα ζώα που Τον ζέσταναν

Η     και με το Η τον Ηρώδη, τον κακό Βασιλιά.

Θ     Με το Θ είπα: «Θεέ μου».

Ι      Και με το Ι ψιθύρισα: Ιωσήφ.

Κ     Το Κ μου έφερε στο νου την καλοσύνη Του

Λ     και το Λ το λιβάνι και το Λυτρωμό.

Μ    Μέσα στο Μ είδα τους Μάγους

Ν     και στο Ν την άγια Νύχτα.

Ξ     Το Ξ σκόρπισε την ξαστεριά

Ο     και με το Ο γιόρτασε η Οικουμένη.

Π    Το Π γονάτισε μπροστά στην Παναγία.

Ρ     Το Ρ μου θύμισε τον Ραββί, το Δάσκαλο.

Σ     Μ’ ένα μεγάλο Σ ζωγράφισα το σπήλαιο,

Τ     μ’ ένα χαρούμενο Τ τραγούδησα τραγούδια,

Υ     το Υ ήταν για τους ύμνους

Φ     και το Φ για το φως που φώτισε την πλάση.

Χ     Ένα Χ είπε: Χριστέ μου!

Ψ    Οι άγγελοι έψελναν με το Ψ ψαλμούς

Ω     και το Ωσαννά, που αρχίζει από Ωμέγα.

                                                Αγγελική Βαρελά

ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ; Κάλαντα των Φώτων

Να τα πούμε;

Καντέ κλικ εδώ για ν’ ακούσετε τα κάλαντα των Φώτων.

Χριστού

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός
και χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός!
Εις τον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Όργανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί
ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.

Καλημέρα, καλημέρα,
καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ, ΑΓΑΠΗ, ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΠΡΟΟΔΟ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ!

Γιάννης ο βλογημένος

ΤΟ ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ
του Φώτη Κόντογλου

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ? ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ? ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ?ναι φτωχός κόσμος. Απ? όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.
Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ? ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ?να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια
(3) και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε? μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.
Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:
«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».
Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια? και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ? αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».
Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.
Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ? ανασπάστηκε και τό ?βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:
«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».
Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:
«Βλογημένοι νά ?σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».
Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε
(4) η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ?βαλε και μια μαξιλάρα ν? ακουμπήσει.
Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:
«Βλογημένο νά ?ναι τούτο το καλύβι!».
Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ?να και τ? άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.
Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ?τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές
(5) που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ? άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ?ναι στον Παράδεισο.
Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.
Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.
Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν? ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ?λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ?λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : ?Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ? : Τέκνου μου! Τέκνου μου!?. Αυτά τα γράμματα ξέρω?».
Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».
Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.
Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ? απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ? απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.
Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα – Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.
Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:
«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».
Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».
Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».
Του λέγει ο Άγιος:
«Αλήθεια, τον ξέχασα!».
Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:
«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».
Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου
(6)», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».
Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:
«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».
Του λέγει ο Άγιος:
«Έκοψα, ευλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!
Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:
«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου?».
Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :
«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ?χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».
Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:
«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών?».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Λεξιλόγιο

 

1. Βολοδέρνω = βασανίζομαι γυρνώντας από δω κι από κει
2. Λεμπεσουριά = φτωχολογιά
3. Ρουπάκι = αγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω = ζωηρεύω τη φωτιά
5. Πυτιά (η) = μαγιά απ? την οποία γίνεται το τυρί
6. Μογιλάλος = βουβός

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ

του Φώτη Κόντογλου

Φώτης ΚόντογλουΗ πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε. Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο τον Χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ’ αλλάζει με μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δε μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πώς, αφού αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;

  Αν λείψει ο Χρόνος θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λιώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πώς ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ’ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τον ακατανόητο άρχοντά μας, αυτόν πού είναι φίλος κι εχθρός μας, γιατί αυτός μάς φέρνει όλα τα καλά που μας χαροποιούνε, κι όλα τα κακά που μας πικραίνουνε. Μάς δίνει τη γέννηση, τη γλυκιά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μας δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά που μας ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Και πάλι, ο ίδιος μας δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστιες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, που κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι που μας πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας τον θάνατο, σ’ εμάς και στους δικούς μας.

  Ω! ποιος θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα, χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’ άστρα και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα, σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα παλιώνει, τα τρίβει σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη· και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο!

  Όπως λοιπόν όλα τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννός μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το ‘να χέρι του και που ‘ναι γεμάτο γλυκό κρασί, και πίνουμε, και τ’ άλλο ποτήρι που κρατά στ’ άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι λοιπόν αυτό το σκληρό παιχνίδι πού παίζει μ’ εμάς αυτό το τέρας, που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ’ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει, και που το παίζει δίχως να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σαν φάντασμα, αυτός ο ίδιος που ανάβει τη φλόγα της ζωής;

  Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που τ’ αλέθει όλα στον κόσμο, τη γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, και τη φχαριστούμε για όσα μας έκανε πριν, και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά που θα μας φέρει και που θα μας τα πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους που καλοπιάνουνε τον δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης που χαιρετούσανε τον Καίσαρα, πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε»! Έτσι, κι εμείς, χαιρετάμε τον καινούριο Χρόνο που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του για να μας φάγει, και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου, την ώρα που ψηνόντανε.

  Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του Χρόνου, που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος που έβαλε απάνω του τούτος ο τύραννος. Μ’ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορον κάτω από τα πόδια του. Μόνο μία ελπίδα υπάρχει γι αυτόν, να γλιτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος που πάτησε τον θάνατο και που είπε: «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζών, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα»!

Ο απόστολος Παύλος, ο κλειδοκράτορας του μυστικού κόσμου, λέγει: «Η κτίσις υποτάχθηκε στη ματαιότητα, άθελά της, με την ελπίδα πως κι αυτή η κτίση θα λευτερωθεί από τη σκλαβιά της φθοράς, στην ελευθερία της δόξας των τέκνων του Θεού. Γιατί γνωρίζουμε, πως όλη η κτίση αναστενάζει και πονά μαζί μας ως τώρα. Κι όχι μοναχά η κτίση, αλλά κι εμείς οι ίδιοι που έχουμε το Άγιο Πνεύμα μέσα μας, αναστενάζουμε, περιμένοντας την υιοθεσία (δηλ. να γίνουμε τέκνα του Θεού), ήγουν να λυτρωθεί το σώμα μας από τη φθορά». Κι αλλού λέγει: «Αν κατοικεί μέσα σας το Πνεύμα Εκείνου που ανάστησε τον Ιησού, Αυτός που ανάστησε τον Χριστό από τους νεκρούς, θα ζωοποιήσει τα θνητά σώματά σας με το Άγιον Πνεύμα, που κατοικεί μέσα σας». Ναι. Μοναχά ο Χριστός, που είναι ο Λόγος του Πατρός και που πήρε απ’ Αυτόν κάθε εξουσία, θα δώσει την αφθαρσία στους αγαπημένους του, καταργώντας και τον χρόνο και τον τόπο της ύλης, από τον κόσμο της φθοράς. Να, τι λέγει ο άγιος Πέτρος γι αυτή την αλλαγή: «Ήξει δε η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί, εν η ουρανοί ροιζηδόν παρελεύσονται, στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται». Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένα τα παρακάτω λόγια για τον καινούριο κόσμο της παλιγγενεσίας: «Και νυξ ουκ έσται εκεί, και χρείαν ουκ έχουσι λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί αυτούς, και βασιλεύσουσιν εις τους αιώνας των αιώνων».