1) ΤΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΤΟ ’40; 2) ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940

Θεατρικό σκετς: “ΤΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΤΟ ’40;”

Ιστορικό μονόπρακτο

28η  ΟΚΤΩΒΡΗ (διασκευή από το πρωτότυπο)

Τα παιδιά μπερδεύουν την 28η Οκτωβρίου με την 25η Μαρτίου με και τη 17η Νοέμβρη!
Η δασκάλα επεξηγεί, διαχωρίζει και κάνει μια αναδρομή στα διαδραματιζόμενα κατά την περίοδο της ιταλικής και γερμανικής επιθέσεως.

Το σκετς αυτό προσπαθεί με ευχάριστο τρόπο να ενημερώσει τα παιδιά σε πράγματα που, συνήθως, ελάχιστα έως καθόλου, παρακολουθούν και μαθαίνουν από τις σχολικές ομιλίες.

ΠΡΟΣΩΠΑ:  Η Δασκάλα και οι μαθητές. (Ο αριθμός των μαθητών μπορεί να μειωθεί ή να αυξηθεί): Δασκάλα, Γιώργος, Σωτηρία, Μαγδαληνή, Στέλιος, Γιάννης, Ελευθερία, Άννα, Δημήτρης, Νίκος, Ελένη, Ξανθή.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ: Η δασκάλα είναι ντυμένη επίσημα. Οι μαθητές φορούν τα ρούχα της παρέλασης  ή κανονικά ρούχα του σχολείου.

ΥΛΙΚΑ: 1. Σημαιούλες, 2. Αφίσες με επιγραφές «ΟΧΙ», «ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ», «ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ» κλπ.

ΣΚΗΝΙΚΑ: Η σκηνή είναι στολισμένη για την Εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΧΗΣ: Κάποιο από τα σχετικά πατριωτικά τραγούδια.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΕΛΟΥΣ: Όπως και της αρχής.

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΚΑΙ  ΚΕΙΜΕΝΟ

Τα παιδιά ετοιμάζουν την αίθουσα (σκηνή) για την εθνική γιορτή. Η δασκάλα μπαίνει φορτωμένη με σημαιούλες, ενώ τους βρίσκει να στολίζουν με δάφνες και «ΟΧΙ» τους τοίχους. Άλλα παιδιά είναι σκαρφαλωμένα σε μια καρέκλα και άλλα βοηθάνε τα πρώτα. Ταυτόχρονα ακούγεται από τη χορωδία του σχολείου το τραγούδι: «……»

Κάντε κλικ για ν’ ακούσετε το θεατρικό: Tι να ‘ναι το ’40;

Κάντε κλικ για ν’ ακούσετε το τραγούδι:  Η σημαία

ΔΑΣΚΑΛΑ: Σας έφερα και μπόλικες σημαιούλες!
ΓΙΩΡΓΟΣ: (Κάνει χαρά.)
Α! ωραία, ωραία… Κι εμείς τις ψάχναμε!
ΣΩΤΗΡΙΑ :
Να τις δέσουμε σ’ ένα σπάγκο και να τις κρεμάσουμε ψηλά   από  τη μιαν άκρη στην   άλλη…
ΜΑΓΔΑ :
Σε σχήμα Χι!
ΣΤΕΛΙΟΣ :
Γιατί καλέ; Μήπως σε λένε Χριστίνα;
ΔΑΣΚΑΛΑ:
Ελάτε τώρα… Θα τις στολίσουμε όπως κάνουμε κάθε χρόνο. Ένα παιδί θ’ ανεβεί   προσεκτικά  σε μια καρέκλα στη μια γωνιά κι ένα άλλο θα είναι στην άλλη. Θα τις στερεώσουμε μ’ ένα καρφάκι στον τοίχο.
ΓΙΑΝΝΗΣ :
Κυρία! Είναι πολύ όμορφες οι σημαιούλες!
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Αλλά γιατί κάθε τέτοια μέρα κρεμάμε τόσες πολλές;
ΑΝΝΑ :
Αλήθεια! Κι εγώ είχα αυτή την απορία.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:
Ναι. Κι εγώ…
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Δεν είστε μόνο εσείς, παιδιά… Όλα τα παιδιά στην ηλικία σας πολλές φορές    αναρωτιούνται για τέτοια πράγματα. Και είναι φυσικό. Γι’ αυτό κι εμείς οι δάσκαλοι φροντίζουμε να ενημερώνουμε , όσο μπορούμε καλύτερα,  τα παιδιά. Άλλοτε με ποιήματα και θεατρικά σκετς και άλλοτε με ομιλίες σχετικές με το θέμα.
ΝΙΚΟΣ :
Θα γίνει ομιλία σήμερα;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Βέβαια!… Τα περισσότερα μάλιστα, τα ξέρετε από την Ιστορία σας. Στην ομιλία θα τονιστεί ακόμα πιο έντονα η ανάγκη για τον καθιερωμένο εορτασμό της ημέρας αυτής.
ΕΛΕΝΗ :
Κυρία, εγώ ξέρω τι γιορτάζουμε σαν σήμερα…Το βομβαρδισμό της Κωνσταντινούπολης από εγγλέζικα αεροπλάνα.(Γελάνε όλα τα παιδιά.)
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ησυχάστε!… (Αυστηρά) Νομίζετε ότι εσείς οι άλλοι που ξεκαρδίζεστε στα γέλια ξέρετε καλύτερα; Για να μας πει η Ξανθή που γελάει. Τι γιορτάζουμε σαν σήμερα  Ξανθή;  Ξέρεις;
ΞΑΝΘΗ :
Και βέβαια ξέρω κυρία! Γιορτάζουμε τον τορπιλισμό της Έλλης από το ναύαρχο Μπουμπουλίνα! (Γελάνε πάλι όλοι.)
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Σιωπή!… Αφού βλέπετε τα χάλια σας, εξακολουθείτε και γελάτε… Δηλαδή εσύ Γιώργο, ξέρεις καλύτερα;
ΓΙΩΡΓΟΣ :
Μα βέβαια, κυρία!… Σαν σήμερα δεν ήτανε που ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε την Αλβανική σημαία στο Αργυρόκαστρο φωνάζοντας «αέρα»; (Γελάνε πάλι όλοι.)
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ω! Θεέ μου!… Συμφορά που με βρήκε!…   Μα είναι δυνατόν;
ΣΩΤΗΡΙΑ :
Να πω εγώ κυρία;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Λέγε κι εσύ πριν λιποθυμήσω γιατί όπως πάμε δεν τη γλιτώνω τη λιποθυμία.
ΣΩΤΗΡΙΑ :
Μην ανησυχείτε κυρία. Εγώ τα ξέρω καλά γιατί τα συζητούσαμε στο διάλειμμα με το Νίκο… Σαν σήμερα ο Αθανάσιος Διάκος φώναξε «ελευθερία ή θάνατος» και  για αντίποινα ο Μουσολίνι έστειλε τα τανκ να μπούνε στο Πολυτεχνείο, για να ελευθερώσουν το Γεώργιο Παπαδόπουλο. (Γελούν τα παιδιά πολύ, ενώ η δασκάλα πέφτει ξερή. Αμέσως προσπαθούν να τη συνεφέρουν τρομαγμένα για τη συμφορά που βρήκε τη δασκάλα τους.)
ΜΑΓΔΑ :
Κυρία, κυρία… Τι πάθατε;
ΣΤΕΛΙΟΣ :
Καλή μας κυριούλα, σηκωθείτε… Αστεία τα  είπαμε καλέ!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Καλέ κυρία,  δεν είστ’ εντάξει!    Λίγα παιδιά  είναι έξυπνα σαν κι εμάς! (Η δασκάλα σιγά σιγά συνέρχεται.)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Νάτην! Μου φαίνεται συνέρχεται. (Ανασηκώνεται η δασκάλα)
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Πού βρίσκομαι; Τι έγινε;
ΑΝΝΑ :
Στολίζουμε την τάξη μας για τη γιορτή!
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ποια γιορτή;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:
Η αλήθεια είναι ότι στο «ποια γιορτή» υπάρχει ένα μικρό  προβληματάκι
ΝΙΚΟΣ :
Για Χριστούγεννα πάντως δε μοιάζει!
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Μα βέβαια! Πώς ζαλίστηκα έτσι; Σήμερα είναι μεγάλη μέρα!… 28η Οκτωβρίου.
ΕΛΕΝΗ :
Το θέμα είναι να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη σαν σήμερα.
ΔΑΣΚΑΛΑ : (Τους πιάνει από τα χέρια και τους προτείνει να καθίσουν γύρω της.)
Ελάτε,  καθίστε.  Λοιπόν ακούστε: Το 1940, στις 28 Οκτωβρίου, οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο!
ΞΑΝΘΗ :
Και γιατί παρακαλώ;
ΔΑΣΚΑΛΑ:
Γιατί νόμισαν, ότι  ήταν  εύκολο  να  κατακτήσουν την πατρίδα μας.
ΓΙΩΡΓΟΣ :
Μπα; Κι επειδή είναι εύκολο, δηλαδή, να δείρω εγώ τη μικρή αδελφή μου τη Μαρία, πρέπει να τη δείρω;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Δυστυχώς!  Μ’ αυτό το ανόητο  μυαλό  σκεφτόταν ο Μουσολίνι  και  ο  Χίτλερ.
ΣΩΤΗΡΙΑ :
Κι αν κατακτούσαν τη χώρα μας , τι θα κέρδιζαν;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Θα μπορούσαν  να πραγματοποιήσουν τα πονηρά σχέδιά τους για να κατακτήσουν τον κόσμο.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: (Με έκπληξη.)
Να κατακτήσουν τον κόσμο; (Γελάνε δυνατά όλοι μαζί.)
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Μάλιστα, μάλιστα! Καταλαβαίνω, σας φαίνεται κουταμάρα αλλά είναι πέρα για πέρα αλήθεια.
ΣΩΤΗΡΙΑ :
Για εξηγείστε μας καλλίτερα κυρία γιατί το πράγμα έχει ενδιαφέρον.
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ήθελαν  να  έχουν  την  Ελλάδα  στο  χέρι  τους, για  να μπορούν να    προχωρήσουν και παραπέρα, χρησιμοποιώντας τη χώρα μας σαν στέκι.
ΜΑΓΔΑ :
Και νόμισαν ότι εμείς θα τους πούμε «ορίστε, περάστε»;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ναι, οι άμυαλοι! Νόμισαν ότι θα σκύψουμε το κεφάλι! Δηλαδή εδώ που τα λέμε, δεν το πίστευαν και καλά-καλά.
ΜΑΓΔΑ :
Αυτό πού το ξέρετε κυρία;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Να! Ενώ είχαν δώσει με το τελεσίγραφο προθεσμία τριών ωρών, ούτε που περίμεναν να λήξει η προθεσμία και άρχισαν την επίθεση νωρίτερα.
ΣΤΕΛΙΟΣ:
Κι εμείς ασφαλώς θα  ήμασταν πανέτοιμοι!
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Από καρδιά σίγουρα!
ΣΤΕΛΙΟΣ:
Τι εννοείτε «από καρδιά»;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Εννοώ ότι ήταν κάτι το αφάνταστα συγκινητικό ο τρόπος και ο ενθουσιασμός με το οποίο άφηναν οι άνδρες τα σπίτια τους, για να πάνε να πολεμήσουνε. Να σκεφθείτε ότι πάρα πολύς κόσμος πήγε με τα πόδια μέχρι τα σύνορα, γιατί τα μέσα μεταφοράς δεν επαρκούσαν! Αλλά από εξοπλισμό… ήμασταν να μας κλαίνε!…
ΓΙΑΝΝΗΣ :
Δεν είχαμε όπλα;
ΔΑΣΚΑΛΑ
: Ελάχιστα,  αλλά   κι    αυτά…   μπροστά  στο  σύγχρονο εξοπλισμό του εχθρού… ήταν παιχνιδάκια. Γι’ αυτό σας λέω. Εκείνη την εποχή το μόνο αυτόματο όπλο που διέθεταν οι Έλληνες, και ήταν ανίκητο, ήταν η καρδιά!…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Και σε ποια σύνορα πήγαιναν;
ΒΑΣΙΛΗΣ:
Στα αλβανικά. Από εκεί έγινε η επίθεση των Ιταλών.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Θέλανε να κατεβούνε προς τα κάτω ε;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Ναι! Κι αντί να κατεβούνε προς τα κάτω αυτοί,  ανεβήκαμε εμείς προς τα πάνω! Μέσα σε ενάμιση μήνα πήραμε τη Βόρειο Ήπειρο! Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Αγίους Σαράντα κι ένα σωρό άλλα μέρη.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ:
Και οι Γερμανοί πότε ήρθανε;
ΒΑΣΙΛΗΣ :
Οι  Γερμανοί ήρθαν αργότερα…   Η   γερμανική  επίθεση άρχισε την Κυριακή στις 6 Απριλίου του 1941 στις 5.15΄το πρωί!
ΑΝΝΑ
: Τους αφιλότιμους!  Κυριακάτικα  ε;
ΔΑΣΚΑΛΑ :
Αχ, παιδί μου! Δεν τους διέκριναν τέτοιες ευαισθησίες!… Να μη σας τα πολυλογώ, σε τρεις μέρες, και μετά από θηριώδη αντίσταση, αναγκάστηκε η χώρα μας αξιοπρεπώς πλέον να συνθηκολογήσει.
ΑΝΝΑ :
Δηλαδή κυρία;  Παραδοθήκαμε;
ΔΑΣΚΑΛΑ
: Δυστυχώς, παιδί μου… Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κρήτη στις 23 Απριλίου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:
Αυτό πρώτη φορά το ακούω.
ΝΙΚΟΣ
: Πώς  μας  τα  λες  έτσι  βρε Δημητράκη! Λες και τ’ άλλα τα ΄χες ξανακούσει!…
ΔΑΣΚΑΛΑ
: Θα ΄χετε ακούσει ασφαλώς για την περιβόητη μάχη της Κρήτης!
ΕΛΕΝΗ
: Κάτι μου ΄χει πει ο παππούς μου.
ΔΑΣΚΑΛΑ
: Εκεί οι Γερμανοί του Χίτλερ έπαθαν τη μεγαλύτερή τους ζημιά σε αλεξιπτωτιστές… Οι Κρητικοί τους αποδεκάτισαν! Δέκα μέρες τους παίδεψαν.
ΞΑΝΘΗ
: Τελικά έπαθαν μεγάλη ζημιά στην Ελλάδα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί.
ΔΑΣΚΑΛΑ
: Όλοι οι λαοί τότε μας επαίνεσαν για την ανδρεία και το θάρρος μας. Οι εχθροί είχαν μεγάλες απώλειες, καθυστέρησαν αρκετά στην Ελλάδα  και είχαν οδυνηρές συνέπειες στις επιχειρήσεις τους μ’ αποτέλεσμα αργότερα να χάσουν τον πόλεμο από τους συμμάχους μας.
Γι’ αυτό παιδιά πρέπει πάντα να θυμόμαστε τη μέρα αυτή και να τη γιορτάζουμε. Να καταθέτουμε ένα στεφάνι στη μνήμη των ηρώων μας που έπεσαν τότε  για την τιμή και την ελευθερία της πατρίδας μας. Και πρέπει ακόμα να τιμούμε, να σεβόμαστε και να αγαπάμε κι όλους εκείνους που τραυματίστηκαν κι έμειναν ανάπηροι από τον πόλεμο και μέχρι και σήμερα ζουν ανάμεσά μας. Αν βρούμε τέτοιους  ανθρώπους και πλησιάσουμε και τους ρωτήσουμε, σίγουρα θα έχουν πολλά να μας πουν για τις ηρωικές εκείνες μέρες της αντίστασης των Ελλήνων.
Ελάτε τώρα να  πούμε ένα ωραίο τραγουδάκι για τη σημαία μας που είναι το σύμβολο της πατρίδας μας και που οι πρόγονοί μας την τίμησαν με το αίμα και τη ζωή τους.
(Όλοι σηκώνονται όρθιοι και τραγουδούν το τραγούδι:«Η  ΣΗΜΑΙΑ».

Η  ΣΗΜΑΙΑ

Μέσα μας βαθιά για σένα μια λαχτάρα (πάντα ζει), (2)
την πατρίδα συμβολίζεις και τη λευτεριά μαζί.

Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μες στο νου
(σαν το κύμα, σαν το γέλιο του πελάου και τ’ ουρανού.) (2)

Της τιμής και της ανδρείας την αστείρευτη πηγή
του λευκού σταυρού σου η χάρη δυναμώνει κι ευλογεί.

Κι όσοι χάνονται για σένα σπώντας σίδερα βαριά
(Ξεψυχούν και τραγουδούνε «χαίρε ω χαίρ’ ελευθεριά».) (2)

ΤΕΛΟΣ

Άλλο θεατρικό σκετς

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940

Απόσπασμα από το θεατρικό“Ήταν μια φορά ένας πόλεμος” που γράφτηκε από τον Θωμά Μενεξέ το Σεπτέμβριο του 2008.
Διασκευή: Δρομπόνης Σωτήριος

Εισαγωγή: Ακούγεται το τραγούδι «Ηπειρώτισσες» (καραόκε), ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται οι διαφάνειες με τις γυναίκες της Πίνδου που ανεβαίνουν στα βουνά μεταφέροντας πολεμοφόδια, τρόφιμα και ρούχα στους φαντάρους που πολεμούν.

Σκηνή 1η

(Μπαίνουν οι γυναίκες στη σκηνή από αριστερά. Κουβαλούν κουτιά με πολεμοφόδια, τρόφιμα και ρούχα. Σταματούν και συζητούν.)

Μαρία: Μάνα, δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα.
Μαριάνθη: Ναι, μάνα, κι εγώ το ίδιο.
Αργυρώ: Να βάλουμε μια στάλα νερό στο στόμα μας.
Μαριλιάννα: Να φάμε και μια μπουκιά ψωμί να ψυχοπιαστούμε.
Μάνα: Δεν είναι ώρα για ξεκούραση κόρες μου. Έχουμε πόλεμο. Μπρος, σηκώστε τα μπογαλάκια σας και πάμε. Έχουμε μια ώρα δρόμο μέχρι την Κιάφα. Κι αν ο καιρός πάλι χαλάσει, θα βραδιάσουμε μέχρι να ξαναγυρίσουμε στο σπίτι μας.
Μαρία: Μα γιατί πρέπει κάθε μέρα να κουβαλάμε πολεμοφόδια, τρόφιμα και ρούχα στους φαντάρους μας;
Μαριάνθη: Τόσους άντρες έχει ο στρατός.
Μάνα: Οι άντρες κάνουν πόλεμο. Παντού πολεμούν τους Ιταλούς τα ευζωνάκια μας. Δεν περισσεύουν γι’ αυτή τη δουλειά που κάνουμε εμείς.
Αργυρώ: Και γιατί δώσαμε όλα τα μάλλινα ρούχα του συγχωρεμένου του πατέρα μας και τις κουβέρτες μας στους στρατιώτες;
Μάνα: Εμείς δώσαμε μόνο μάλλινα ρούχα και κουβέρτες. Άλλοι όμως έδωσαν τα χέρια τους, τα πόδια τους, τα μάτια τους κι άλλοι τη ζωή τους! Η πατρίδα μας χρειάζεται όλους. Ο καθένας πρέπει να δώσει ό,τι μπορεί στον αγώνα για να νικήσουμε τους κατακτητές.
Μαριλιάννα: Έχεις δίκιο μάνα. Μας συγχωρείς. Απλώς μας κούρασε αυτό το πήγαινε, έλα, πάνω στα καταράχια, απ’ το ένα κορφοβούνι στο άλλο.
Μάνα: Μπορεί να κουραστήκατε, μα αντέχετε. Σας ξέρω καλά, κόρες μου είστε. Εγώ σας μεγάλωσα.
Μαρία: Ναι, μάνα. Εμπρός αδελφές μου. Πάμε γρήγορα, πριν μας προλάβει ο χιονιάς.
Μαριάνθη: Οι άντρες κει πάνω πολεμούν γενναία μέσα στο ανελέητο κρύο και τα χιόνια.
Αργυρώ: Χρειάζονται μια μάλλινη φανέλα, ένα ζεστό ζευγάρι κάλτσες και γάντια για να μην πάθουν κρυοπαγήματα.
Μάνα: Είστε γυναίκες της Πίνδου! Αυτός ο τόπος είναι φτωχός, μα βγάζει ανθρώπους που τους περισσεύει η περηφάνια κι η παλικαριά.
Μαριλιάννα: Έχει δίκιο η μάνα μας. Αυτός ο τόπος δε φοβήθηκε κανένα τύραννο. Δεν έσκυψε το κεφάλι ούτε στον Τούρκο Αλή Πασά ούτε στο Σουλτάνο. Θα φοβηθούμε τώρα τους Ιταλούς μακαρονάδες;
Μαρία: Κι εγώ δε φοβάμαι, μα σκέφτομαι τη δύσμοιρη τη Δέσπω, τι έπαθε χτες.
Μάνα: Τι έπαθε; Δεν έμαθα. Μήπως προλαβαίνω να μάθω τίποτα με τόσες δουλειές;
Μαριάνθη: Κουβαλούσε μια στάμνα νερό για τους φαντάρους μας.
Αργυρώ: Οι Ιταλοί της έριξαν δυο σφαίρες. Η μια τρύπησε τη στάμνα και χύθηκε το νερό…
Μαριλιάννα: Κι η άλλη τρύπησε τα σωθικά της και χύθηκε το αίμα της.
Μάνα: Καημένη Δέσπω…
Μαρία: Τη βρήκε δυο ώρες αργότερα μισοπεθαμένη η Χριστίνα του Βασιλάκη.
Μαριάνθη: Νερό, της φώναξε η Δέσπω. Νερό!
Αργυρώ: Κι όταν η Χριστίνα της έδωσε νερό απ’ το φλασκί της, η Δέσπω φώναξε με τρεμάμενη φωνή:
Μαριλιάννα: Δε θέλω για μένα το νερό. Για να γεμίσω τη στάμνα μου το θέλω. Να πιουν οι φαντάροι μας να ξεδιψάσουν.
Μαρία: Αυτά είπε και ξεψύχησε.
Μάνα: Βλέπετε, κόρες μου, πως φτάνετε στα λόγια μου; Σας βαστάει μωρέ ν’ αφήσετε τους φαντάρους μας χωρίς τρόφιμα; Χωρίς νερό; Χωρίς μάλλινα ρούχα;
ΟΛΕΣ: Όχι, όχι!
Μάνα: Ε, τότε τι καθόμαστε; Πάρτε τα πράγματά μας και πάμε… Άντε, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας…
ΟΛΕΣ: Πάμε!   (Βγαίνουν από δεξιά. Ακούγεται πάλι το τραγούδι «Ηπειρώτισσες».)

Σκηνή 2η

(Η μουσική διακόπτεται από πυροβολισμούς. Μπαίνουν στη σκηνή από αριστερά οι φαντάροι και πολεμούν. Ύστερα από λίγο σηκώνονται, φωνάζουν «ΑΕΡΑ» και ορμούν βγαίνοντας από δεξιά. Ξαναμπαίνουν από αριστερά. Κάθονται να ξεκουραστούν και συζητούν.)

Κώστας: Πο πο πο! Τι ήταν κι αυτό το σημερινό παιδιά!
Ανέστης: Από τις έξι το πρωί πολεμάμε. Έφτασε απόγευμα και δε σταματήσαμε ούτε στιγμή.
Μανωλιός: Μου τελείωσαν οι σφαίρες. Αν κρατούσε ο πόλεμος ακόμη λίγο, θα πολεμούσα μόνο με την ξιφολόγχη μου.
Χρηστάκης: Τα καταφέραμε όμως. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρουμε αυτό το ύψωμα με το πολυβολείο για μπορέσει αύριο η μονάδα μας να προχωρήσει.
Μάρκος: Κοιτάξτε. Οι Ιταλοί ακόμα τρέχουν. Πήρανε τέτοια τρομάρα μόλις άκουσαν «ΑΕΡΑ» που θα φτάσουν τρέχοντας μέχρι τη θάλασσα.
Κώστας: Ας ξεκουραστούμε τώρα. Έχω πληροφορίες ότι σε λίγο θα ’ρθουν οι γυναίκες της Πίνδου με τρόφιμα, ζεστά ρούχα και πολεμοφόδια.
Ανέστης: Κάνει φοβερό κρύο. Πώς θα τη βγάλουμε απόψε εδώ πάνω στο βουνό; Το βράδυ μπορεί να χιονίσει. Θα παγώσουμε…
(Μπαίνουν από αριστερά οι γυναίκες με τις κούτες και τους μπόγους.)
Μανωλιός: Να ’τες! Πάνω στην ώρα.

Μάνα: Γεια σας λεβέντες. Σας φέραμε ζεστά ρούχα, τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Χρηστάκης: Σας ευχαριστούμε. Τα έχουμε πολύ ανάγκη.
Μάρκος: Ο Θεός να σας έχει καλά και να σας δίνει κουράγιο και δύναμη στο κοπιαστικό κι επικίνδυνο έργο σας.
Μαρία: Δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω από το χρέος μας στην πατρίδα. Αυτές τις δύσκολες ώρες μας έχει όλους ανάγκη.
Κώστας: Κι όμως, χωρίς εσάς δε θα μπορούσαμε να νικήσουμε. Ο εχθρός είναι πολυάριθμος. Έχει δυνατά όπλα, πολυβόλα, κανόνια, τανκς, αεροπλάνα που μας σφυροκοπούν όλη μέρα. Εμείς δεν έχουμε σχεδόν τίποτα.
Ανέστης: Μόνο ένα ξερό όπλο, την ξιφολόγχη μας, την ψυχή μας και την αγάπη μας για την πατρίδα.
Μαριάνθη: Κι είναι λίγα αυτά; Μόλις πριν από λίγο είδαμε με τα μάτια μας, καθώς ανεβαίναμε, πώς νικήσατε και διώξατε τους Ιταλούς.
Αργυρώ: Αυτοί φοβούνται. Δεν έχουν ψυχή μέσα τους, γιατί δεν πολεμούν για καμιά πατρίδα παρά μόνο για το φασισμό του Χίτλερ και του Μουσολίνι.
Μαριλιάννα: Φάτε, πιείτε, φορέστε τα ζεστά μάλλινα ρούχα και τις κάλτσες και κοιμηθείτε στις μάλλινες κουβέρτες που σας φέραμε. Αύριο σας περιμένει άλλη μάχη.   Ο πόλεμος συνεχίζεται…
ΟΛΟΙ: Σας ευχαριστούμε γυναίκες της Πίνδου, γενναίες Ελληνίδες.
Μανωλιός: Είμαι από την περήφανη Κρήτη και πάντα καυχιόμουν για τις γενναίες Κρητικοπούλες, μανάδες και κόρες. Όμως τώρα βλέπω ότι και στην Ήπειρο υπάρχουν αντάξιες Ελληνίδες. (Όλοι πιάνονται χέρι χέρι, κάνουν ημικύκλιο και τραγουδούν στίχους από το τραγούδι «Ηπειρώτισσες»)

ΟΛΟΙ:

Γυναίκες Ηπειρώτισσες,
ξαφνιάσματα της φύσης,
εχθρέ γιατί δε ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις;

Γυναίκες απ’ τα σύνορα,
κόρες, γριές, κυράδες,
εσείς θα είστε σίγουρα,
της λευτεριάς μανάδες.

ΤΕΛΟΣ

Αφήστε μια απάντηση