Αληθινά σενάρια από τον πόλεμο του 1940

Κατοχή
Στην κατοχή οι Έλληνες δεν είχαν να φάνε. Έτρωγαν τα αποφάγια των Γερμανών για να μην πεθάνουν από την πείνα. Κάποια μέρα έμαθαν ότι οι Γερμανοί είχαν στρατοπεδεύσει στους Κουρμουλούς (περιοχή ΝΔ των Μεγάρων) με όλα τους τα εφόδια. Δέκα Μεγαρίτες πήγαν να κλέψουν τα εφόδια των Γερμανών νομίζοντας ότι αυτοί κοιμούνται. Ξεκίνησαν για τους Κουρμουλούς αλλά πριν φθάσουν εκεί κάποιοι άλλοι τους πρόδωσαν στους Γερμανούς οι οποίοι δεν κοιμήθηκαν αλλά τους περίμεναν. Μόλις έφθασαν οι Μεγαρίτες, οι Γερμανοί τους συνέλαβαν όλους. Στο τέλος τους σκότωσαν και τους δέκα.
Bίκτωρας Πανταζής

Η πείνα και τα αντίποινα
Το 1940 ξέσπασε ο πόλεμος κι έτσι αρχίζει το άγιο πάθος της Ελλάδας. Ο γερμανικός στρατός έχει κατακτήσει την Ελλάδα. Έτσι έφθασε και στα Μέγαρα ο Γερμανός κατακτητής. Είναι όλοι θλιμμένοι. Σιγά σιγά τα αποθέματα τροφίμων τελειώνουν. Ο κόσμος πεινάει. Οι εκκλησίες αρχίζουν να δίνουν συσσίτιο. Οι μέρες περνούν με πολλή δυστυχία κάτω από το γερμανικό ζυγό. Σε συμπλοκή σκότωσαν ένα Γερμανό στρατιώτη. Μόλις το έμαθε ο Γερμανός διοικητής αμέσως κάνει μπλόκο και μαζεύει όλους άνδρες των Μεγάρων στο Γυμνάσιο για εκτέλεση. Ο τότε δήμαρχος Θεόδωρος Τσεκές καλεί το βράδυ το Γερμανό διοικητή και του κάνει το τραπέζι. Του ζητάει  συγγνώμη και τον παρακαλεί να μην κάνει τέτοιο κακό. Γιατί ο Γερμανός διοικητής είχε πει αν πειράξει κανείς Γερμανό στρατιώτη, γι’ αντίποινα θα σκοτώσει 100 Μεγαρίτες. Ο δήμαρχος κατάφερε να του αλλάξει γνώμη και την επόμενη μέρα το πρωί δεν έγινε η εκτέλεση κι αφέθηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι Μεγαρίτες ελεύθεροι.
Παρασκευή Γκέλη

Το 1940
Εκείνη τη χρονιά ζήτησε ο Μουσολίνι, ο υπουργός της Ιταλίας, να μας πάρει την Ελλάδα και είπαμε ΟΧΙ δε θα πάρετε τη χώρα μας. Ο στρατός μας ήταν έτοιμος και χτύπησε  το στρατό της Ιταλίας. Τους πήραμε τη Βόρεια Ήπειρο κι ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους και χειροκροτούσε τους Έλληνες στρατιώτες, χτύπαγαν τις καμπάνες στις πόλεις που περνούσε ο ελληνικός στρατός. Κορυτσά, Τεπελένι κ.α. Οι Έλληνες χαίρονταν που έβλεπαν το τραίνο να περνάει γεμάτο με Ιταλούς αιχμαλώτους. Είχαμε και μια τραγουδίστρια, τη Σοφία Βέμπο που άρχισε να τραγουδάει το τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι» κι έδινε χαρά και θάρρος στους στρατιώτες. Μετά μας επιτέθηκαν οι Γερμανοί με τανκς. Η Ελλάδα αντιστάθηκε και πάλι αλλά δε νικήσαμε και μας σκλαβώσανε για τέσσερα χρόνια. Μετά έφυγαν οι Γερμανοί και ξανάρθε η λευτεριά στην πατρίδα μας.

Δημήτριος Κάντας

Το 1940 που έγινε η εισβολή των Ιταλών στα Μέγαρα ήμουν πολύ μικρή στην ηλικία αλλά κάποιες αναμνήσεις μου έρχονται στο νου.
Οι Ιταλοί τα μαγειρεία τους πίσω από το σπίτι μου. Εγώ, σαν μικρή που ήμουνα, πήγαινα κι ανέβαινα στον τοίχο του σπιτιού μας κι αυτοί μ’ έβλεπαν και μου φώναζαν να μου δώσουν φαγητό. Μου έδιναν λάχανο με ρύζι κουραμάνα και γαλέτα που ήταν το αγαπημένο τους.
Μετά από λίγο καιρό ήρθαν οι Γερμανοί. Κάθε βράδυ απαγορευόταν η κυκλοφορία, γιατί έκαναν περιπολία. Εμείς δεν μπορούσαμε να βγούμε από τα σπίτια μας. Οι Γερμανοί ήταν πολύ πιο σκληροί από τους Ιταλούς. Μας έπαιρναν τις προμήθειες, επιτάσσανε τα σπίτια μας και παίρνανε τους άντρες.
Στο γειτονικό μου σπίτι είχαν το διοικητήριό τους. Πήγαινα και κρυφοκοίταζα κι έβλεπα ότι ήταν πολύ σκληροί. Φώναζαν πολύ δυνατά, είχαν μεγάλα σκυλιά, φόραγαν μπότες, είχαν μηχανές και τα όπλα τους που δεν τα αποχωρίζονταν ποτέ.
Πήγαινα με τους γονείς μου στη Λάκκα σ’ ένα περιβόλι που έπεφταν τα αλεξίπτωτα.
Όταν ήθελαν ν’ αποχωρήσουν οι Ιταλοί επίταξαν το σπίτι κι έμειναν ένα βράδυ και όταν έφυγαν, πάνω στο τραπέζι είχαν αφήσει μια σοκολάτα.
Αμαλία Παπασίδερη  

Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρέσβυς στην Αθήνα Γκράτσι παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο και ζητούσε την ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ΟΧΙ. Σε λίγες ώρες ξεκίνησε η ιταλική επίθεση. Ο λαός ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στους Ιταλούς. Οι άνδρες έτοιμοι να πιάσουν τα όπλα, είχαν γεμίσει τους δρόμους για να φύγουν για το αλβανικό μέτωπο. Πολλοί Μεγαρίτες πήγαν να πολεμήσουν στα βουνά της Αλβανίας, στην Κορυτσά στο Τεπελένι, στους Αγίους σαράντα.
Ο προπάππους μου που πολέμησε στα χιονισμένα βουνά έλεγε ότι ο λόχος τους είχε πολλά προβλήματα. Κάποιοι στρατιώτες είχαν πάθει κρυοπαγήματα και τους είχαν κόψει τα πόδια κι άλλοι ήταν γεμάτοι ψείρες και ξύνονταν συνέχεια σ’ όλο τους το σώμα. Τρώγανε λίγο καλαμπόκι κι ήταν πάντα πεινασμένοι. Ένα πρωί ο ταχυδρόμος τους μοίρασε ημερολόγιο της εποχής με το νεογέννητο βασιλιά Κωνσταντίνο.
Αφροδίτη Πέγκου

– Παππού, πες μου τι έκαναν οι Μεγαρίτες το 1940 όταν χτύπαγε η σειρήνα;
– Κρυβόντουσαν σε πηγάδια και σε δυο καταφύγια. Το ένα ήταν κάπου στο λόφο του Αγίου Δημητρίου και το άλλο δίπλα από το χρυσοχοείο του Φατούρου στα πατρικά του Σπύρου Μουρτζούκου.
– Πείνασαν  τότε οι Μεγαρίτες;
– Ναι, υπήρξε πείνα. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Χόρτα, καλαμπόκι, πατάτες και 5 αυγά κι έτρωγαν 6–7 άτομα. Το σπίτι μου ήταν μαγειρείο των Ιταλών. Έχω ακούσει ιστορίες για μακαρονόζουμο και ότι μια μαμά έδωσε κάρβουνο στο παιδί της για φαγητό.
– Θυμάσαι κάποιο περιστατικό να μου πεις;
– Γυρνάγαμε από την Κινέττα, από τα χωράφια και τότε ήμουν οκτώ χρονών και ήμουν με τον αδερφό μου και ήθελαν να μας πάρουν το γαϊδούρι. Μας πήραν κι εμάς μαζί τους για να καθοδηγούμε το γαϊδούρι και μας άφησαν μετά από τρεις ημέρες.
Δημήτρης Κακαρίκος

– Γιαγιά, τι γνωρίζεις για τον πόλεμο του 1940;
– Μόλις άρχισε ο πόλεμος άλλαξε πολύ η ζωή μας. Δεν ήμασταν πια ελεύθεροι και ζούσαμε συνέχεια με τον φόβο των Ιταλών.
– Γιατί γιαγιά;
– Γιατί πολλοί στρατιώτες μας είχαν είχανε φύγει και πολεμούσανε στα βουνά της Πίνδου και δεν ξέραμε αν θα γυρίσουν.
– Μέσα στην πόλη πώς ζούσατε;
– Φοβισμένοι. Λίγες ώρες την ημέρα κυκλοφορούσαμε και το βράδυ στο σπίτι ήμασταν χωρίς φως. Υπήρχε πολύ φτώχεια και πείνα. Με το σφύριγμα της σειρήνας ο κόσμος έτρεχε να κρυφτεί στα καταφύγια και στα υπόγεια για να γλιτώσει από τις βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα.
Γιαγιά Ρίτσα

Ο παππούς του πατέρα μου υπηρέτησε στο στρατό στους εύζωνες, δηλαδή στους τσολιάδες. Το 1940 με την επιστράτευση κλήθηκε στο τάγμα ευζώνων για να πολεμήσει. Οι κορυφές της Πίνδου ήταν χιονισμένες. Το έδαφος κρύο, υγρό, χιονισμένο και λασπωμένο. Το φαγητό λίγο και η κούραση μεγάλη. Παρ’  όλα αυτά, οι εύζωνες προχωρούσαν πολεμώντας κι οι Ιταλοί οπισθοχωρούσαν.
Ο
προπάππους μου από εκείνον τον πόλεμο έπαθε στα πόδια κρυοπαγήματα από τα οποία υπέφερε μέχρι τα γεράματα.
Πόνιος Στέργιος