Η Θεολογία… στο σχολείο

Αγία Γραφή

animated-bible

Σελίδες

Αναζήτηση στο ιστολόγιο

Αναζήτηση

Πρόσφατα κείμενα

Επισκέπτες

Αρχείο

Ημερολόγιο δημοσιεύσεων

Δεκέμβριος 2025
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Καιρός

Πρόσφατα σχόλια

Παρουσιάσεις στο Slideboom

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Σύνδεσμοι

Χρήσιμα Ιστολόγια

Μεταστοιχεία

on line

Χάρτης Τρίπολης

Ήταν άνθρωπος

13 Δεκεμβρίου, 2010 — VatopaidiFriend

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.

Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.

Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο.

Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση.

Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.

Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».

Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

(Από την Ξένια Σώντερς)

Πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό “Το Γράμμα”, Τεύχος 100 (Δυστυχώς το τελευταίο), σελ. 14. (www.lettre.gr)

Τό μέλλον τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παιδείας στά ἑλληνικά σχολεῖα

Μια στιγμή του Πάσχα-Η ζωή ενός Ρώσου ασκητή

Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί για να δείτε πώς μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση ενός ανθρώπου και να βρεθεί κοντά στον Θεό. Πατήστε εδώ

Πότε κάνουμε το σταυρό μας στις ακολουθίες, αλλά και γενικά όταν βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία; Πότε ΔΕΝ κάνουμε τον σταυρό μας;


Κάνουμε το σταυρό μας:

1. Μόλις ανάψουμε το κερί μας.
2. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς.
3. Στην αρχή κάθε ακολουθίας.
4. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση.
Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»,ή όταν ακούγεται το «… του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».
5. Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας:
«Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας…» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές.
6. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ.
7. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «…την όντως Θεοτόκον …», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν.
8. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα.
9. Στον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
10. Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν…» το όποιο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ’ αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια.
11. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν ειρήνη ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…».
12. Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών),καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
13. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα , έφ’ όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό.
14. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα.
15. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία.

ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας:
1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε , πρέπει να σηκωνόμαστε.
2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.
Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ’ όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα… Και νυν… Αλληλούια…» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ’ ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας. Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.
4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.

του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου (από το :”Λατρευτικό Εγχειρίδιο” σελ. 168,171)

Πηγή: http://orthodox-answers.blogspot.com/2009/09/blog-post_24.html

Μεταφορά της κατηγορίας “Εργασίες Μαθητών”

Οι εργασίες των μαθητών μεταφέρθηκαν εδώ.

Μεταφορά της κατηγορίας “Δραστηριοτήτες για τους Μαθητές”

Οι δραστηριότητες για τους Μαθητές μεταφέρθηκαν εδώ

Μην μας ενοχλείτε!!!

Τα λόγια αυτά ανήκουν σε ζευγάρι συνταξιούχων καθηγητών.

Είναι η κατακλείδα επιστολής τους στην οποία διαμαρτύρονται με έντονο (υβριστικό) ύφος για την πρόσκληση που δέχτηκαν, όπως όλοι οι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, να παρευρεθούν στον εορτασμό της εορτής της παιδείας, της εορτής των Τριών Ιεραρχών.

Ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός των συναδέλφων για την πρόσκληση ήταν “ιδεολογικός τραμπουκισμός”. Βλέπετε, το “λάθος” της Επιτροπής Διοργάνωσης της εορτής είναι ότι δεν εξετάζει τα πολιτικά φρονήματα των συναδέλφων και προσκαλεί όλους ανεξαιρέτως στον επίσημο εορτασμό.

Αντίθετα με το σκεπτικό των συγκεκριμένων συναδέλφων, πολλοί συνταξιούχοι παραπονιούνται στην Επιτροπή, αν για κάποιο λόγο δεν λάβουν πρόσκληση: “αυτήν την πρόσκληση περιμένουμε για να βεβαιωθούμε ότι οι εν ενεργεία συνάδελφοί μας δεν μας ξέχασαν”.

Συνάδελφοι, η πρόσκληση δεν σας δεσμεύει και δεν σας εξαναγκάζει να έρθετε στον Ναό ή στην εκδήλωση του Πανεπιστημίου που ακολουθεί.

Μην απαντάτε στην ένδειξη συναδελφικότητας, ευγένειας και τιμής προς το πρόσωπό σας με κακία και μίσος. Εκτός αν στην νεοελληνική κοινωνία η ευγένεια θεωρείται  “ιδεολογικός τραμπουκισμός ” …

(Αγαπητοί αναγνώστες πείτε μας την  άποψή σας ( στη σελίδα Σχολιάστε δείτε πώς) ή απαντήστε σε ένα ερωτηματολόγιο πατώντας εδώ.  Προηγούμενες απαντήσεις)

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «ἄλλες θρησκεῖες»

(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 61, Μαρ. – Ἀπρ. 2009).

Ἡ θέση τοῦ προβλήματος στην ἐποχή μας

Ἡ κοινωνία, στήν ὁποία ζοῦμε, χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς «πολυπολισμική». Ὄχι μόνο στόν ὑπόλοιπο κόσμο, ἀλλά καί στή χώρα μας τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν ἐπέλθει κοινωνικές ἀλλαγές, πού μᾶς φέρνουν καθημερινά σέ ἐπαφή μέ ὁπαδούς «ἄλλων θρησκειῶν», δογμάτων καί παραδόσεων. Ἡ θρησκευτική μας ὁμοιογένεια δέχεται ἰσχυρούς κλονισμούς, εἴτε ἀπό τήν εἰσρροή μεταναστῶν ἀπό ἄλλες χῶρες, εἴτε ἀπό τίς συνθῆκες πού δημιουργοῦν τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας, ἀλλά καί ἡ θέση μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Στίς νέες αὐτές συνθῆκες, εἶναι φυσικό νά τίθεται καί πάλι ἔντονα καί ἐπιτακτικά τό ἐρώτημα γιά τή σχέση μας μέ τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν». Πῶς πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουμε στήν καθημερινή μας ζωή; Πῶς ἀντιμετωπίζει τό πρόβλήμα ἡ Πολιτεία; Ποιά στάση πρέπει νά τηρεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία;
Οἱ ἀπαντήσεις γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους πρέπει νά ἀντλοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ὁποία, στή μακραίωνη ἱστορία της, ἔχει ἀντιμετωπίσει ἀνάλογες περιπτώσεις. Ἄς δοῦμε δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Ὁ ἀρχαῖος Ἰσραήλ ἦταν σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ ἕνα πλῆθος λαῶν, πού πίστευε σέ ἄλλες θρησκεῖες καί λάτρευε κάθε λογῆς εἴδωλα. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται σαφῶς στή σχέση μέ τίς θρησκεῖες αὐτές. β) Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίστηκε μέσα σέ ἕνα ἔντονα συγκριτιστικό περιβάλλον, πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὡς χοάνη λαῶν, πολιτισμῶν, θρησκειῶν καί ἀντιλήψεων. Στήν Καινή Διαθήκη καί στούς ἀρχαίους Πατέρες, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε σαφῶς τή στάση τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτοῦ τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης εἶναι ἐν προκειμένω κοινή: ἡ σωτηρία προέρχεται μόνο ἀπό τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, στόν Ὁποῖο καί μόνο ἀποδίδεται ἡ λατρεία (Ἐξ. 20, 2-5), ἤ ἡ σωτηρία πρόερχεται μόνο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό (Πράξ. 4,12), τόν μοναδικό Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια, στήν ἐποχή μας δέν κυριαρχεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κυριαρχοῦν ἄλλες «παραδόσεις». Κυριαρχεῖ περισσότερο τό φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἑνός κινήματος – ρεύματος, πού τείνει νά «ὑπερβεῖ» ἤ νά ὑποκαταστήσει τίς θρησκεῖες καί νά ἐπικρατήσει ὡς ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος. Παραδόξως ἡ Νέα Ἐποχή δέν ἔχει ἀρνητική ἀντίληψη γιά τίς θρησκεῖες. Ἔχει μᾶλλον θετική ἀντίληψη. Ὑπό τήν ἐπίδρασή της οἱ θρησκεῖες ἀξιολογοῦνται θετικά στήν ἐποχή μας, ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῆς πρακτικῆς συνεργασίας (τοῦ ὀφειλόμενου σεβασμοῦ πρός τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν» στίς καθημερινές μας σχέσεις), ἀλλά καί στό ἐπίπεδο τῆς ἀλήθειας. Μέ τό πρόσχημα τῆς «ἀποδοχῆς» τοῦ ἄλλου ἤ τοῦ σεβασμοῦ τῆς «ἑτερότητας» ἐπιχειρεῖται συνήθως ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί προωθοῦνται ἔντονα οἱ διαχριστιανικοί καί διαθρησκειακοί διάλογοι, μέ ἀπώτερο σκοπό τή συγκριτιστική συγχώνευση τῶν ἐπιμέρους θρησκειῶν ἤ ὁμολογιῶν μέσα στή χοάνη τῆς Νέας Ἐποχῆς.

Τό φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς

Τί εἶναι, ὅμως, ἡ Νέα Ἐποχή; Δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη θρησκεία ἤ αἵρεση. Εἶναι ἕνα σύνολο ὁμάδων ἤ αἱρέσεων μέ κοινά στοιχεῖα. Εἶναι ἕνα κίνημα, ἕνα ρεῦμα, πού ἐπηρεάζει καί διαποτίζει ἐπί μέρους ἄτομα σέ ὅλο τόν κόσμο καί εἰσέρχεται σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Ἄρχισε νά διαμορφώνεται στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἀπό χαρακτηριστικούς ἐκπροσώπους τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου (Ἕλενα Μπλαβάτσκυ, Ἀλίκη Μπέϊλι, κ.ἄ.), πού συνδύασαν στοιχεῖα τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς ἀστρολογίας μέ ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν (μετενσάρκωση, διαλογισμός κ.ἄ.). Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ ἰδεολογία τοῦ κινήματος, κατά τήν ὁποία: α) δέν ὑπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου («τά πάντα εἶναι ἕνα»), β) ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη, πού διαχέεται στό σύμπαν, γ) κάθε στοιχεῖο τοῦ κόσμου (πρόσωπο, ζῶο, πρᾶγμα) ἔχει θεϊκή οὐσία καί ἀποτελεῖ μορφή ἐκδήλωσης τῆς ἀπρόσωπης θεότητας, δ) προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά «ἐξελιχθεῖ» σέ «ἀνώτερα ἐπίπεδα» μέ ἀπώτερο στόχο τήν «ἕνωση» (=διάλυσή του) μέσα στήν ἀπρόσωπη θεότητα κ.ἄ.
Στά πλαίσια αὐτά κατανοεῖται ἡ στάση τῆς Ν. Ἐποχῆς ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν θρησκειῶν γενικά, ἡ ὁποία, ἐξωτερικά τουλάχιστον, δέν ἔχει τή μορφή σαφοῦς ἀντιπαράθεσης καί προσδιορίζεται ἀπό δυό βασικές ἀρχές: α) «δέν ὑπάρχει θρησκεία ἀνώτερη ἀπό τήν ἀλήθεια», καί β) «δέν ὑπάρχει θρησκεία, ἀνώτερη ἀπό κάποια ἄλλη θρησκεία». Σύμφωνα μέ τίς ἀρχές αὐτές, ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο· μεταξύ τους δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά. Οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί «δρόμοι», πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο προορισμό, στόν ἴδιο «θεό». Πάνω ἀπ’ τίς θρησκεῖες εἶναι ἡ «ἀλήθεια» (ἡ «ἀλήθεια» τῆς Ν. Ἐποχῆς, οἱ ἀντιλήψεις της). Κάθε θρησκεία κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ ἡ Ν. Ἐποχή ἐκπροσωπεῖ τό «πλήρωμα» (τό σύνολο) τῆς ἀλήθειας. Ἐπιπλέον, οἱ θρησκεῖες ἦσαν γιά τούς ἀτελεῖς ἀνθρώπους ἄλλων ἐποχῶν καί οἱ μεταξύ τους διαφορές ὀφείλονται στήν ὑπερβολική προσκόληση στόν τῦπο καί στό γράμμα. Ἡ Ν. Ἐποχή φέρνει, ὑποτίθεται, μιά βαθύτερη κατανόηση τῶν θρησκειῶν, μέ σκοπό τήν ἀνακάλυψη τῆς κοινῆς τους οὐσίας καί μέ προοπτική τή μεταξύ τους συνεργασία, τή συνένωσή τους καί τή δημιουργία μιᾶς «πανθρησκείας». Αὐτό ἀφορᾶ καί τή Χριστιανική Ἐκκλησία, γι’ αὐτό προτείνεται μιά «νέα κατανόηση» τῆς Ἁγ. Γραφῆς, μιά «νέα ἀνάγνωση» τῶν ἱερῶν κειμένων, μιά «νέα νοηματοδότηση» τῶν χριστιανικῶν ὅρων. Ἔτσι, ἡ Ν. Ἐποχή δέν λέει, συνήθως, «βγές ἀπό τήν ἐκκλησία σου γιά νά σωθεῖς», δέν ἐπιδιώκει, ὅπως οἱ περισσότερες αἱρέσεις, νά ἀδειάσει τίς Ἐκκλησίες γιά νά γεμίσει τίς δικές της αἴθουσες. Δέχεται νά εἶναι γεμάτες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ἀλλά ὅσοι βρίσκονται μέσα σ’ αὐτές νά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα, δηλ. νά εἶναι στήν οὐσία αἱρετικοί!
Ἡ ἑνοποίηση τῶν θρησκειῶν εἶναι ἕνα μόνο βῆμα πρός τήν ἑνοποίηση ὅλου τοῦ κόσμου. Παράλληλα ἐπιδιώκεται ἡ φυλετική, ἡ ταξική, ἡ ἰδεολογική καί, τέλος, ἡ πολιτική ἑνοποίηση, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα νά γίνει μιά «παγκόσμια ἀδελφότητα». Τότε θά τεθεῖ κάτω ἀπό τήν πνευματική, ἴσως καί τήν πολιτική, ἡγεσία τοῦ «ἀβατάρ» τῆς Ν. Ἐποχῆς, τοῦ νέου μεσσία, πού θά ἐμφανισθεῖ γιά νά τήν ὁδηγήσει, ὑποτίθεται, στόν κόσμο τῆς προόδου, τῆς τελειότητας καί τοῦ φωτός (ἄς ὑπενθυμίσουμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου, πού θά ἐμφανισθεῖ ὡς «νέος μεσσίας» πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ). Αὐτό εἶναι τό φρόνημα τῆς Ν. Ἐποχῆς γιά τίς θρησκεῖες, πού προβάλλεται συνεχῶς στίς μέρες μας. Τί δέχεται ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση;

Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης

Πρίν δοῦμε ἀναλυτικά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης γιά τίς «ἄλλες θρησκεῖες», ὀφείλουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα: Εἶναι ὁ Χριστιανισμός θρησκεία; Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θρησκεία; Εἶναι μιά ἀπ’ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου; Ποιά εἶναι ἡ θεολογική ἀπάντηση στό ἐρώτημα; Ὄχι ἡ θρησκειολογική ἤ, γενικά, ἡ ἐπιστημονική, ἀλλά ἡ θεολογική ἀπάντηση. Αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό τό νόημα πού δίνουμε κάθε φορά στόν ὅρο «θρησκεία». Ἄν θρησκεία εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό (τόν ἀληθινό Θεό), τότε καμμία ἀπό τίς ἀποκαλούμενες θρησκεῖες δέν εἶναι ὄντως θρησκεία, γιατί καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ὁδηγεῖ σέ πραγματική σχέση μέ τόν Θεό. Ὅλες ὁδηγοῦν σέ σχέσεις μέ ψεύτικους «θεούς», σέ «θεούς» πλάσματα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί φαντασίας, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια θρησκεία εἶναι μόνο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν, ὅμως, χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο θρησκεία μέ τήν τρέχουσα σημασία του, τήν καθημερινή, μέ τήν ὁποία θρησκεία εἶναι καί τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰνδουϊσμός καί ὁ Βουδισμός κ.λ.π., τότε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι σέ καμμιά περίπτωση θρησκεία. Εἶναι μιά μέθοδος σωτηρίας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τίς θρησκεῖες καί ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μ’ αὐτές. Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφεύγεται γενικά ὁ χαρακτηρισμός τῆς πίστης μας ὡς «θρησκείας». Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος ἀπαντᾶται μόνο τέσσερις φορές. Σέ καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ἀναφέρεται εὐθέως στό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Σέ μία περίπτωση ἀναφέρεται στόν Ἰουδαϊσμό (Πράξ. 26,5), σέ ἄλλη (Κολ. 2,18) σέ λατρεία Ἀγγέλων (αἵρεση) καί σέ ἄλλες δύο (Ἰακ. 1,26 καί 27) στήν ἐσωτερική διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν Θεό (στήν «πιστεύουσα» καί ὄχι στήν «πιστευόμενη πίστη»).
Ποιά εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης γιά τήν προέλευση τῶν θρησκειῶν; Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει ἡ διήγηση γιά τή δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. κεφ. 1-3). Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε νά κατοικήσει στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπῆρχε προσωπική καί ἄμεση κοινωνία μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου: νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό, νά ἐπικοινωνεῖ μαζί Του. Ἡ κοινωνία, ὅμως, αὐτή διεκόπη μέ τήν πτώση, ὅταν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου περενεμβλήθη τό «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» ἤ τό «κάλλυμα τῶν παθῶν», ἡ δέ φυσική κατάσταση ἐξέπεσε σέ παρά φύσιν κατάσταση. Ἀλλά καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δέν ἔπαψε νά ἀναζητᾶ τόν Θεό, νά αἰσθάνεται ἔντονα τήν ἀπουσία Του. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μποροῦσε νά Τόν ἀνακαλύψει μέ τίς δικές του δυνάμεις, καί ἐπειδή χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦσε νά ζήσει, «ἀνακάλυψε» ἄλλους «θεούς» καί ἐπινόησε θρησκεῖες. Πῶς, ὅμως, ἀνακάλυψε «θεούς» καί θρησκεῖες; Προφανῶς μέ τή λογική καί τή φαντασία του, δηλ. πίστεψε στόν Θεό, ὅπως Τόν διανοήθηκε καί ὅπως Τόν φαντάστηκε. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι προϊόντα τῆς λογικῆς καί τῆς φαντασίας, δηλ. ὅλες εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ὅλες ἔχουν ἀνθρώπινη προέλευση καί ὅλες ὀφείλονται στήν φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τόν Θεό. Ἡ ποικιλία τους ὀφείλεται στίς ἑκάστοτε εἰδικές συνθῆκες ὅσων τίς ἐπινοοῦν (σέ πρωτόγονο στάδιο ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖ ὅ,τι τοῦ προξενεῖ ἐντύπωση ἤ φόβο, π.χ. τά φυσικά φαινόμενα, σέ ἄλλο στάδιο κατασκευάζει ἀγάλματα ἀνύπαρκτων «θεῶν» καί τά προσκυνεῖ καί σέ ἄλλο ἐπινοεῖ θρησκεῖες μέ ἐπεξεργασμένη διδασκαλία καί ἠθική). Τελικά, ὅλες οἱ θρησκεῖες λατρεύουν «εἴδωλα» (θεοποιοῦν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ), ὅλες χωρίς ἐξαίρεση ἔχουν εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα (καί ὄχι μόνο οἱ θρησκεῖες, ἀλλά καί πολλές ἄλλες ἀνθρώπινες δραστηριότητες, ὅπως ἡ σχέση σέ πολλές περιπτώσεις μέ μιά συγκεκριμένη ἰδεολογία, ἡ σχέση τοῦ φανατικοῦ ὁπαδοῦ μέ τό ποδόσφαιρο, ἡ σχέση τοῦ φιλάργυρου μέ τό χρῆμα, ἡ σχέση τοῦ ἐπιδειξιομανοῦς μέ τόν ἑαυτό του κ.ἄ.). Τελικά ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι νεκρές! Ἄς δοῦμε πῶς ἐκφράζεται αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τῆς ὁποίας οἱ ρίζες εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη: «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καί οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ ὄψονται· ὦτα ἔχουσι καί οὐκ ἐνωτισθήσονται» («οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν, οἱ ἄλλες θρησκεῖες, εἶναι μόνο χρυσός καί ἀσήμι, εἶναι ἁπλά κατασκευάσματα τῶν ἀνθρώπινων χεριῶν· ἔχουν στόμα, ἀλλά δέν μποροῦν νά μιλήσουν· ἔχουν μάτια, ἀλλά δέν βλέπουν· ἔχουν αὐτιά, ἀλλά δέν ἀκοῦνε», Ψαλμ. 134, 15-17).
Ἡ οὐσιαστική διαφορά τοῦ (αὐθεντικοῦ) Χριστιανισμοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες εἶναι ὅτι οἱ μέν θρησκεῖες ἀποτελοῦν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὁ δέ Χριστιανισμός θεμελιώνεται στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι Ἀποκάλυψη, εἶναι φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, τόν Ὁποῖο οὔτε γνωρίσαμε (Α’ Κορ. 1,21), οὔτε πρόκειται νά γνωρίσουμε ποτέ μέ τίς δικές μας δυνάμεις, δηλ. ἔξω ἀπό τήν Ἀποκάλυψή Του. Οἱ θρησκεῖες, ἀντίθετα, δέν εἶναι Ἀποκάλυψη, εἶναι ὑποκατάστατα τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί μιά ἄλλη πιό σοβαρή διάσταση τοῦ θέματος. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καί τή συνεχή δράση του μέσα στόν κόσμο. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει κάθε καλό καί νά τό μεταβάλλει σέ κακό. Ἔτσι, ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει καί τή φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στίς θρησκεῖες. Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι εἰσχωρεῖ στά ἀντικείμενα λατρείας τῶν θρησκειῶν (στά «εἴδωλα τῶν ἐθνῶν») γιά νά δέχεται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Γι’ αὐτό, κατά τήν Ἁγ. Γραφή (Ψαλμ. 95,5), «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (ἐπισημαίνουμε τό «πάντες») καί ὅποιος θυσιάζει σ’ αὐτούς «θύει τοῖς δαιμονίοις» (Ψαλ. 105,37).
Μέ βάση τά παραπάνω, κατανοοῦμε γιατί στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τό νά ἐγκαταλείψει κάποιος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί νά προσχωρήσει σέ ἄλλη θρησκεία (ὅπως στήν περίπτωση τῶν ἐξισλαμισμῶν τῆς Τουρκοκρατίας) ἰσοδυναμεῖ μέ τόν πνευματικό θάνατο, μέ τόν ἀποκλεισμό ἀπό τή σωτηρία. Κατανοοῦμε γιατί οἱ «πεπτωκότες» τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν (ὅσοι εἶχαν θυσιάσει στά εἴδωλα γιά νά ἀποφύγουν τά βασανιστήρια καί τόν θάνατο) ἀντιμετωπίζονταν ὡς βαρύτατα ἁμαρτήσαντες καί γίνονταν πολύ δύσκολα ἀποδεκτοί στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἐπέστρεφαν. Κατανοοῦμε γιατί οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνοῦντο πεισματικά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ἡ θυσία τους δέν θά ἦταν ἁπλῶς ἀπόδοση θεϊκῶν ἰδιοτήτων σ’ ἕνα νεκρό καί ἄψυχο εἴδωλο, ἀλλά καί σαφής λατρεία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, διάχυτη ἦταν ἡ ἀντίληψη μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ὅτι μέσα στά εἴδωλα κατοικοῦσαν δαίμονες γιά νά δέχονται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μαρτυρεῖται σαφῶς στά Μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου: «Ὁ δέ παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, τό πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσεν, ἦλθεν εἰς τόν ναόν τοῦ Ἀπόλλωνος … προσέταξε δέ νά φέρουν ἐκεῖ καί τόν Ἅγιον … Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς Γεώργιος ἤγειρε τήν δεξιάν του χεῖρα πρός τό εἴδωλον τοῦ Ἀπόλλωνος καί εἶπε· “Θέλεις σύ, εἴδωλον ἄψυχον, νά λάβῃς, ὡς θεός, ἀπό ἐμέ θυσίαν”; Ὁμοῦ δέ μέ τόν λόγον ἔκαμε καί τόν σταυρόν του· τό δέ δαιμόνιον, τό ὁποῖον κατώκει εἰς τό εἴδωλον, διά φωνῆς μεγάλης ἐβόησε· “Δέν εἶμαι ἐγώ θεός, οὔτε ἄλλος τις ἀπό ἡμᾶς· μόνον αὐτός τόν ὁποῖον σύ κηρύττεις εἶναι Θεός ἀληθινός. Ἡμεῖς εἴμεθα ἄλλοτε Ἄγγελοι καί λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας μας ἐγίναμεν διάβολοι, ἀπό τότε δέ περιπαίζομεν τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν φθόνον μας καί μᾶς προσκυνοῦσιν ὡς θεούς”. Λέγει τότε ὁ Ἅγιος· “Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα ἐδῶ, ὅπου παρευρίσκομαι καί ἐγώ ὁ δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”; Παρευθύς τότε μέ τόν λόγον τοῦ Ἁγίου βοή καί σύγχυσις καί κλαυθμοί ἠκούσθησαν προερχόμενοι ἀπό τά εἴδωλα τοῦ βωμοῦ, καταπεσόντα δέ ταῦτα εἰς τήν γῆν συνετρίβησαν εἰς τεμάχια» (Μέγας Συναξαριστής, τ. Δ’, ἔκδ. Μ. Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1998, σ. 477-478).

Ἡ στάση μας ἔναντι τῶν ὁπαδῶν τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»

Οἱ παραπάνω ἀντιλήψεις προκαλοῦν ἀπορίες, ὅπως: Δέν περιέχουν οἱ θρησκεῖες ἀλήθειες; Δέν προβάλλουν πολλές φορές τό καλό; Πῶς θά κριθοῦν ἀπό τόν Θεό ὅσοι κάνουν τό καλό, ἀλλά ἔτυχε νά ἀνήκουν σέ «ἄλλες θρησκεῖες»;
Βέβαια, ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη σέ μᾶς. Ὁ Θεός θά κρίνει τόν κόσμο, ὄχι ἐμεῖς. Γνωρίζουμε ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος καί ὅτι δέν θά ἀδικήσει κανέναν. Δέν γνωρίζουμε, ὅμως, πῶς ἀκριβῶς θά ἀντιμετωπίσει αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἡ ὁποιαδήποτε κρίση Του, βέβαια, δέν δικαιώνει τίς θρησκεῖες. Ἄν ὁ Θεός κρίνει μέ φιλανθρωπία περιπτώσεις κάποιων ὁπαδῶν, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι καί οἱ θρησκεῖες εἶναι καλές καί ἀποδεκτές. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τίς ἀλήθειες τῶν θρησκειῶν. Ἄν οἱ θρησκεῖες περιέχουν ἀλήθειες, αὐτό δέν τίς δικαιώνει οὔτε τίς καθιστᾶ ἀποδεκτές. Οἱ ἀλήθειες αὐτές ἀναφέρονται συνήθως στόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει καί εἶναι ἄσχετες μέ τή σωτηρία (δέν σώζουν) ἤ ἀναφέρονται σέ γενικότητες περί Θεοῦ (π.χ. ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ὁ Θεός εἶναι καλός). Στήν καθαυτό ἀντίληψη περί Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας, οἱ θρησκεῖες δέν περιέχουν ἀλήθειες, ἀλλά πλάνες. Κατά συνέπειαν, δέν ἀποτελοῦν «δρόμους», πού ὁδηγοῦν στόν Θεό, ἀλλά δρόμους, πού ὁδηγοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό καλό, πού ὑπάρχει στίς θρησκεῖες. Κάποιες θρησκεῖες προβάλλουν ὄντως τό καλό, προβάλλουν ὅμως καί τό κακό (τόν «ἱερό πόλεμο», τή μισαλλοδοξία, τόν φανατισμό, τήν τρομοκρατία). Τό «καλό» τῶν θρησκειῶν δέν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀνακαλύψει μέ τίς φυσικές του δυνάμεις καί δέν συναντᾶται ἀποκλειστικά στίς θρησκεῖες.
Πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε πρακτικά τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»; Ἡ χριστιανική πίστη, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι στήν οὐσία της ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει ὅλες τίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τίς θρησκευτικές, καί ἀγκαλιάζει τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς. Ἄρα ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν», ὀφείλουμε νά συνεργαζόμεθα μαζί τους, ὀφείλουμε νά τούς σεβόμεθα, ὀφείλουμε νά προστρέχουμε στίς ἀνάγκες τους. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν προέκυπταν σοβαρά προβλήματα (πεῖνα, πανδημίες ἀσθενειῶν κ.λ.π), προσέφερε τή βοήθεια της σέ Χριστιανούς καί μή Χριστιανούς ἀδιακρίτως. Ἐπίσης ὀφείλουμε νά σεβόμεθα ἀπόλυτα τό δικαίωμά τους νά ἔχουν ἄλλη πίστη καί νἀ ἀσκοῦν ἐλεύθερα τή λατρεία τους (ὑπό προϋποθέσεις, πού ὁρίζει συνήθως ἡ Πολιτεία). Ἡ ἱεραποστολή πρός αὐτούς πρέπει νά γίνεται μέ διάκριση καί μέ σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς τους ἐλευθερίας.
Ἡ χριστιανική ἀγάπη, ὅμως, καί ὁ σεβασμός στούς ὁπαδούς τῶν θρησκειῶν δέν σημαίνει καί ἀποδοχή ἤ ἀναγνώριση τῆς διδασκαλίας τους. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἐπίσημο διάλογο μέ τίς θρησκεῖες, πού εἶναι καλός καί ὠφέλιμος, ἄν περιορίζεται σέ πρακτικά θέματα καί προβλήματα. Δέν θεωροῦμε τίς θρησκεῖες ὡς κάτι ἀνάλογο μέ τήν Ἐκκλησία μας ἤ ὡς φορεῖς ἀλήθειας. Ἀγαπᾶμε τούς ὁπαδούς τους, ἀλλά τούς ἀγαπᾶμε ὡς ἀνθρώπους πού βρίσκονται σέ πλάνη. Ἄν, μάλιστα, αἰσθανόμεθα κίνδυνο ἀπό τήν πλάνη, τότε ἀναγκαστικά περιορίζουμε τίς συναναστροφές μας μ’ αὐτούς, ἐφαρμόζοντας τή συμβουλή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Β’ Ἰω. 10-11), χωρίς, βέβαια, νά πάψουμε νά τούς ἀγαπᾶμε. Γενικά ἡ στάση μας ἀπαιτεῖ ὑψηλή διάκριση, ὥστε καί ἡ χριστιανική ἀγάπη νά μή θυσιάζεται καί τό πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς νά μή γίνεται ἀποδεκτό, τό ὁποῖο, ὅπως εἴδαμε, ἐπιχειρεῖ νά δικαιώσει τίς θρησκεῖες, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ ὅ,τι πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Ἡ Νέα Ἐποχή και οἱ «ἑορτές» της.

(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Βασίλειος ὁ Μέγας. Δελτίον Ἐπικοινωνίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου Τριπόλεως», Τρίπολις, τεῦχ. 32, Ὀκτώβριος 2006).

Ὁ ἐκκλησιαστικός βίος, ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική ζωή, δέν εἶναι μιά ἀδιάκοπη καί κουραστική μονοτονία. Εἶναι μιά πορεία μέ συνεχεῖς ἐναλλαγές καί μεταπτώσεις, μέ σταθμούς καί στάσεις, μέ ἑορτές καί νηστεῖες, μέ ποικίλες πνευματικές ἐκδηλώσεις, μέ ἀκολουθίες καί τελετές, μέ περιόδους κατανύξεως καί περισυλλογῆς καί μέ περιόδους χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Εἶναι μιά πορεία πού ἐκφράζει τήν ἀγωνιώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά πλησιάσει καί νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. Καί ὄντως, μέσα ἀπ’ αὐτό τόν τρόπο ζωῆς, δηλ. μέσα ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό βίο, πολλοί κατορθώνουν νά πλησιάσουν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό πραγματικά, ὅπως οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, καί πολλοί περισσότεροι καταξιώνονται νά ἀπολαύσουν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του στήν προσωπική τους ζωή.
Οἱ πιό χαρακτηριστικοί, ἴσως, σταθμοί τοῦ ὀρθόδοξου βίου εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐτήσιος κύκλος περιλαμβάνει πλῆθος ἑορτῶν, κατάλληλα κατανεμημένων, καί ὁ ἑβδομαδιαῖος ἔχει σάν κέντρο του τήν Κυριακή, πού εἶναι ἕνας συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενος ἑορτασμός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Καί τί ἀκριβῶς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία; Ἑορτάζει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ σταθμοί τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ Μεταμόρφωση καί, κυρίως, ἡ Ἀνάσταση) εἶναι καί σταθμοί τῆς σωτηρίας μας καί ἑορτάζονται μέ λαμπρές ἑορτές, πού ὀνομάζονται Δεσποτικές. Ἑορτάζει, ἐπίσης, ὅ,τι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, μέ τίς λεγόμενες Θεομητορικές ἑορτές. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τούς Ἁγίους της, δηλ. ὅσους κατόρθωσαν νά νικήσουν τίς παγῖδες αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί νά εἰσέλθουν θριαμβευτικά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας δηλ. ἔχουν λόγο καί νόημα. Δέν εἶναι ἐκδηλώσεις χωρίς λόγο καί χωρίς νόημα, δέν εἶναι ἐνέργειες ἄσκοπες καί ἀνόητες. Στήν Ἐκκλησία γνωρίζουμε καλά τί ἑορτάζουμε καί γιατί τό ἑορτάζουμε.
Ὅσοι, ὅμως, ἀντιπαθοῦν γενικά τήν Ἐκκλησία, ἀντιπαθοῦν καί τίς ἑορτές της, καί προσπαθοῦν μέ κάθε μέσο νά τίς ὑποτιμήσουν. Μεταξύ δέ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας κυρίαρχη θέση κατέχει στίς μέρες μας τό κίνημα πού ὀνομάζεται Νέα Ἐποχή. Τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Νέα Ἐποχή; Δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη ὀργάνωση ἤ αἵρεση. Εἶναι ἕνα σύνολο αἱρέσεων, μιά ὁμάδα ὀργανώσεων, ἕνα ὁλόκληρο κίνημα στό ὁποῖο ἐντάσσονται ἑκατοντάδες αἱρέσεις, ὀργανώσεις καί ἄτομα σέ ὅλο τόν κόσμο. Οἱ ρίζες του βρίσκονται στόν ἀποκρυφισμό, στήν ἀστρολογία καί στίς ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ἡ δέ συστηματοποίησή του ἔγινε ἀπό κορυφαίους ἀποκρυφιστές τοῦ 19ου καί τοῦ 20ου αἰῶνα. Δέχεται ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ Χριστοῦ πέρασε καί τώρα ἀνατέλλει μιά Νέα Ἐποχή, στήν ὁποία θά κυριαρχήσει ἕνας ἄλλος «μεσσίας». Ἡ Νέα Ἐποχή ἔχει καί τό στρατιωτικό της σκέλος: ὀνομάζεται Νέα Τάξη Πραγμάτων (=ἐπιβολή τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυρότερου διά τῶν ὅπλων καί διά τῶν αὐθαίρετων ἐπεμβάσεων σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου), καθώς ἐπίσης καί τό πολιτιστικό της σκέλος: ὀνομάζεται Παγκοσμιοποίηση (=ἐξουδετέρωση ὅλων τῶν πολιτιστικῶν διαφορῶν γιά χάρη μιᾶς «ἑνότητας» ἀπαραίτητης γιά τήν κυριαρχία τοῦ νέου «μεσσία»).
Ἡ Νέα Ἐποχή, λοιπόν, ἀντιπαθεῖ τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τίς καταργήσει, ἐπιχειρεῖ νά τίς ὑποτιμήσει, προβάλλοντας ἄλλου εἴδους «ἑορτές», ἑορτές ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τῆς Παναγίας, ὄχι τῶν Ἁγίων, ἀλλά «ἑορτές» φρούτων καί λαχανικῶν καί ἄλλων προϊόντων τῆς γῆς! Γιά παράδειγμα: ἕνα χωριό, πού κάποτε ἑόρταζε τόν ἅγιο Γεώργιο, τώρα ἑορτάζει καί τήν «ἑορτή» τῆς πατάτας ἤ τοῦ σκόρδου ἤ τῆς μελιτζάνας! Ὑπό εὐνόητες συνθῆκες, μάλιστα, ἡ δεύτερη αὐτή «ἑορτή» προβάλλεται ἰδιαίτερα, μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ἀντίστοιχα ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου. Καί παραδόξως ὅλοι συμβάλλουν στήν ἐπιτυχία της. Ὅλες οἱ πόρτες εἶναι ἀνοικτές. Ἡ Πολιτεία ξεχνᾶ προσωρινά τά οἰκονομικά της προβλήματα καί τίς χρηματοδοτεῖ πλουσιοπάροχα. Σ’ αὐτό συμβάλλουν, βέβαια, οἱ πολιτικοί, καθώς καί οἱ παράγοντες τῆς λεγόμενης τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, οἱ ὁποῖοι πάντα βρίσκουν τρόπους γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν σχετικῶν κονδυλίων. Ἄλλωστε τούς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἐμφανιστοῦν σέ κόσμο, συμμετέχοντας στήν «ἑορτή», καί ὁ κόσμος διαθέτει ψήφους! Συνήθως καλοῦνται καί μεγάλοι καλλιτέχνες, ἐπώνυμοι καί διάσημοι, γιά νά παρουσιάσουν τό πρόγραμμά τους, μαζί μέ ὁλόκληρη τή συνοδεία τους καί τόν ἐξοπλισμό τους. Καί ἕνα μικρό χωριό, πού μέχρι πρόσφατα δέν εἶχε τή δυνατότητα νά ὀργανώσει οὔτε μιά μικρή ἐκδήλωση, ἐμφανίζεται ξαφνικά ὡς διοργανωτής μεγάλων «καλλιτεχνικῶν γεγονότων», ὁλόκληρων συναυλιῶν, γιά τήν «ἑορτή» π.χ. τῆς πατάτας, μέ τά χρήματα προφανῶς τῶν φορολογουμένων.
Αὐτές εἶναι οἱ «τοπικές ἑορτές» τῆς Νέας Ἐποχῆς. Γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλες, μεγαλύτερες καί γενικότερες. Ὀνομάζονται συνήθως Παγκόσμιες Ἡμέρες: Παγκόσμια Ἡμέρα χωρίς αὐτοκίνητο, Παγκόσμια Ἡμέρα γιά τό κάπνισμα κ.λ.π. Οἱ αἰτίες πού καθιερώνονται εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως εὔλογες. Ὁ βαθύτερος λόγος εἶναι, ἴσως, νά συνηθίσουν οἱ λαοί τῆς γῆς νά ἔχουν κοινή ἀντίδραση σέ ἐρεθίσματα πού δίνονται ἄνωθεν.
Σέ τί διαφέρουν οἱ «ἑορτές» τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀπό τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι «ἑορτές» χωρίς λόγο καί νόημα, ἐνῶ οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἔχουν λόγο καί νόημα. Εἶναι «ἑορτές» πού γίνονται χωρίς νά ὑπάρχει αἰτία χαρᾶς (ὅπως ἕνας ἀνόητος γελάει χωρίς νά ὑπάρχει ἀστεῖο!). Ὑπάρχουν, βέβαια, οἱ προφάσεις καί οἱ δικαιολογίες: Οἱ «ἑορτές» αὐτές γίνονται γιά νά προβληθοῦν τά προϊόντα μας, ἀκοῦμε συνήθως, νά γίνουν γνωστά σέ ἀγορές κ.λ.π. Ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τήν προβολή τῶν προϊόντων; Καί μήπως δέν ὑπάρχουν ἤδη ἀνάλογοι τρόποι, τρόποι ὅμως παραδοσιακοί καί ὀρθόδοξοι, καί ὄχι σάν αὐτούς πού σχεδιάζει ἡ Νέα Ἐποχή; Ὅπως εἶναι γνωστό, παλαιότερα, καί αὐτό συνεχίζεται ἐν πολλοῖς μέχρι σήμερα, κάθε σωματεῖο ἐπαγγελματιῶν, ἐμπόρων, παραγωγῶν, ἀγροτῶν, τεχνιτῶν κ.τ.λ., ἐπέλεγε ἕναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας γιά προστάτη του καί ἑόρταζε τή μνήμη του μέ ἀργία καί μέ σύσσωμη συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία. Μετά τή Θ. Λειτουργία καί σάν προέκταση αὐτῆς, ἀκολουθοῦσε κάθε ἄλλη ἐκδήλωση χαρᾶς, ὅπως φαγητό, τραγούδι, χορός. Ἔτσι καί ἡ προβολή γίνεται καί ἡ ἀνθρώπινη δραστηριότητα ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τήν προστασία τῶν Ἁγίων.
Ὅμως, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού δέν θέλει ἡ Νέα Ἐποχή: δέν θέλει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτή τή σχέση ἐπιχειρεῖ νά διασπάσει μέ τίς «ἑορτές» της. Δικαιολογημένα θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς τό σοβαρότερο ἐμπόδιο γιά τά σχέδιά της. Γιατί, ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγ. Γραφή, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστιανός, εἶναι «δύσχρηστος» (δηλ. δέν μποροῦμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε ὅπως θέλουμε) καί, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, «γρηγορεῖ» (δηλ. εἶναι ξύπνιος καί ἀντιλαμβάνεται τί γίνεται γύρω του), σέ ἀντίθεση μέ τόν πολύ ὄχλο, ὁ ὁποῖος εἶναι «εὔχρηστος» (=τόν κάνουμε ὅπως θέλουμε) καί «καθεύδει» (=κοιμᾶται).

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Τό φαινόμενο τοῦ δαιμονισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση

(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 63, Ἰουλ. – Αὐγ. 2009).

Ὁ δαιμονισμός ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»

Σέ συνέχεια ὅσων ἀναφέραμε στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας γιά τό φαινόμενο τῆς μαγείας, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀναφερθοῦμε στό τεῦχος αὐτό σέ ἕνα ἄλλο φαινόμενο τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου, τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ κατά καιρούς τά μέσα ἐνημερώσεως καί προκαλεῖ ἔντονες ἐντυπώσεις, στό φαινόμενο τοῦ δαιμονισμοῦ. Τί εἶναι ὁ δαιμονισμός; Τί εἶναι οἱ δαιμονιζόμενοι; Ὑπάρχουν τέτοιοι στήν ἐποχή μας ἤ μήπως πρόκειται γιά συνηθισμένες περιπτώσεις ψυχασθενῶν; Τί δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας καί τί ἡ ἐπιστήμη; Τί εἶναι οἱ ἐξορκισμοί καί πότε πρέπει νά διαβάζονται; Αὐτά εἶναι ὁρισμένα συνήθη ἐρωτήματα, σχετικά μέ τό θέμα, στά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε.
Ὅπως στήν περίπτωση τῆς μαγείας, ἔτσι κι ἐδῶ, ὑπάρχουν διαμετρικά ἀντίθετες ἐκτιμήσεις. Κάποιοι θεωροῦν κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ἀκόμη καί τίς περιπτώσεις πού ἀπαιτοῦν σαφῶς ψυχιατρική ἀντιμετώπιση, ὡς φαινόμενα δαιμονισμοῦ, καί προσπαθοῦν νά τά «θεραπεύσουν» κάνοντας ἐξορκισμούς μέ θεαματικό τρόπο. Τέτοια ἀντιμετώπιση συναντᾶμε συνήθως μεταξύ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὅπου ἀσκεῖται ἀνεύθυνη ἐκκλησιαστική «ποιμαντική». Ἄλλοι ἀπορρίπτουν ἐντελῶς τό φαινόμενο, ἐντάσσοντας τίς ἐκδηλώσεις του στίς περιπτώσεις τῶν ψυχικῶν νόσων. Κατ’ αὐτούς, δέν ὑπάρχουν δαιμονιζόμενοι, ἀλλά μόνο ψυχικά ἀσθενεῖς. Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι μέν φυσιολογική, ὅταν συναντᾶται σέ ἀθέους καί σέ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν αὐθεντία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό κῦρος τῶν Εὐαγγελίων κ.λ.π., εἶναι, ὅμως, ἐντελῶς παράλογη, ὅταν συναντᾶται σέ Χριστιανούς καί μάλιστα σέ κληρικούς.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, τῆς ὁποίας ἡ μαρτυρία μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἀποδέχεται τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Δέχεται ὅτι ὑπάρχουν «λεγεῶνες» δαιμονίων καί ὅτι ὁ διάβολος μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου κυριάρχησε στόν κόσμο (βλ. καί ὅσα ἀναφέρονται στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας). Ὁ ἄνθρωπος στή μεταπτωτική του κατάσταση εἶναι ἐκτεθημένος σ’ ἕνα πλῆθος δαιμονικῶν ἐπιδράσεων (ὅπως οἱ πειρασμοί μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, μέσῳ αἰσχρῶν, πονηρῶν καί ματαίων λογισμῶν, μέσῳ συνανθρώπων μας, μέσῳ τῆς ἁμαρτίας γενικά, μέσῳ ἐνεργειῶν πλάνης, μέσῳ αἰσθητῶν ἐμφανίσεων τοῦ διαβόλου κ.λ.π.). Προφανῶς ἡ πιό χαρακτηριστική ἀπ’ αὐτές εἶναι ὁ δαιμονισμός. Δαιμονισμός εἶναι τό φαινόμενο, κατά τό ὁποῖο ὁ διάβολος (ἕνας ἤ πλῆθος δαιμόνων) δέν ἐκπειράζει ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο (ἐξωτερικά ἤ ἐσωτερικά), ἀλλά καταλαμβάνει τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τόν νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ δαιμονιζόμενος νά ἔχει ἐκδηλώσεις παρόμοιες μέ αὐτές τοῦ ψυχασθενοῦς, τοῦ πάσχοντος ἀπό βαρύτατη ψυχική νόσο. Ἡ δαιμονική κατάληψη συνήθως δέν εἶναι μόνιμη: ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στή φυσική κατάσταση καί πάλι καταλαμβάνεται ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, λοιπόν, ἀποδέχεται τόν δαιμονισμό καί τήν ὕπαρξη δαιμονιζομένων, τόσο παλαιότερα, ὅσο καί σήμερα. Κι αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ σαφής μαρτυρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς.

Ἡ μαρτυρία τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων

Ὅσοι ἐκ τῶν Χριστιανῶν μας δυσκολεύονται νά ἀποδεχθοῦν τόν δαιμονισμό, δέν παρατήρησαν προφανῶς (εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ἐσφαλμένη – αἱρετική προσέγγιση τῆς Ἁγ. Γραφῆς) ὅτι αὐτή ἀναφέρεται σαφῶς στό φαινόμενο. Τά ἱερά Εὐαγγέλια καταγράφουν πλῆθος περιπτώσεων θεραπείας δαιμονιζομένων (καί ὄχι ψυχασθενῶν) ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο (βλ. Ματθ. 8,16, 8,28-34, 9,32-34, 12,22-29, 15,21-28, 17,14-21, Μαρκ. 1,32-34, 5,1-20, 7,24-30, 9,17-29, Λουκ. 4,33-36, 4,41, 8,26-39, 9,37-43, 11,14-26 κ.ἄ.). Περισσότερο γνωστές εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν (Μαρκ. 5,1-20, Λουκ. 8,26-39) καί τοῦ δαιμονιζομένου νέου (Μαρκ. 9,17-29). Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τά πονηρά πνεύματα, πού κατοικοῦσαν στούς πάσχοντες, ὅπως καταγράφεται στίς σχετικές διηγήσεις. Ὅταν Ἐκεῖνος πλησιάζει, τά δαιμόνια ταράζονται καί ἀρχίζουν νά φωνάζουν. Δεσμευμένα ἀπό τήν θεϊκή παρουσία, ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια: Ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ «Χριστός» (Λουκ. 4,41), ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου» (Μάρ. 5,7, Λουκ. 8,28). Ἀκόμη, «προσπίπτουν» ἐνώπιόν Του (Λουκ. 8,28) καί Τόν προσκυνοῦν (Μαρκ. 5,6). Ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχει ἐξουσία «βασανίσαι» αὐτά (Ματθ. 8,29) καί ἐκλιπαροῦν γιά τήν ἀποτροπή τῆς τιμωρίας τους (Ματθ. 8,31).
Γιά νά κατανοήσουμε τή σημασία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι πρό τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὁ διάβολος παραπλανοῦσε τήν ἀνθρωπότητα, ἐμφανιζόμενος ὡς ὁ μόνος «ἰσχυρός» καί κυρίαρχος τοῦ κόσμου (βλ. καί Ματθ. 12,29). Ὅταν ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια (ὁ Χριστός), ὁ διάβολος ἀναγκάζεται νά ἀποκαλύψει τό πραγματικό του πρόσωπο καί νά ὁμολογήσει ὅτι ὑπάρχει κάποιος Ἄλλος ἰσχυρότερος ἀπ’ αὐτόν. Ὁμολογεῖ, λοιπόν, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμμία δύναμη καί καμμία ἐξουσία. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά παραπάνω κείμενα, τά δαιμόνια γνωρίζουν καλά ποιός εἶναι ὁ Χριστός. «Τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακ. 1,19), ὅμως ἡ «πίστη» τους εἶναι νεκρή καί δέν σώζει, ἀφοῦ δέν συνοδεύεται ἀπό καλά ἔργα καί ἀπό ἄλλα ἀπαραίτητα στοιχεῖα, ὅπως ἡ πραγματική ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη κ.λ.π.
Ὁ Χριστός, ὡς ἔχων πραγματική ἐξουσία, «ἐπιτιμᾶ» τά πονηρά πνεύματα καί θεραπεύει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τούς δαιμονιζομένους. Οἱ Μαθητές, ὅμως, ἄν καί θαυματουργοῦν ἐν ὀνόματί Του, ἀδυνατοῦν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο (Ματθ. 17,16). Ὁ Κύριος ἐπισημαίνει ὅτι αὐτό ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη πίστη καί τονίζει ὅτι τό «γένος» τῶν δαιμόνων «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. 14,21).

Ἡ διάκριση μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου

Ἐπειδή τά συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ μέ αὐτά τοῦ ψυχασθενοῦς, ἡ διάκριση τῶν δύο καταστάσεων εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη γιά ὅσους δέν διαθέτουν Ὀρθόδοξα κριτήρια καί θεωροῦν συνήθως ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ὡς περιπτώσεις ψυχασθενείας. Οὐσιαστικά, ὅμως, πρόκειται γιά ἐντελῶς διαφορετικές καταστάσεις, πού χρήζουν διαφορετικῆς ἀντιμετώπισης. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ψυχασθενοῦς ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης καί τοῦ ψυχιάτρου, ἐνῶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονιζομένου ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κατάλληλου Πνευματικοῦ (Ἐξομολόγου).
Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ ὅτι τά κριτήρια πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά ἀπ’ αὐτά πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ γενικές γραμμές τό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐντοπίζει τή νόσο ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη εἶναι τό ἑξῆς: ὅ,τι παρεκκλίνει ἀπό τόν μέσο ὅρο τῆς ἀνθρώπινης συμεριφορᾶς, θωρεῖται ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, πού χρήζει θεραπείας μέσῳ τῶν μεθόδων τῆς ψυχιατρικῆς. Μ’ αὐτό τό κριτήριο, ὅμως, ψυχασθενής θά θεωρηθεῖ καί ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ τρόπος ζωῆς του δέν μοιάζει καθόλου μέ τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τοῦ μέσου ἀνθρώπου (δέν εἶναι π.χ. ἐντελῶς «παράλογη» ἡ στάση τῶν ἁγίων Μαρτύρων μπροστά στό μαρτύριο, ἄν κριθεῖ μέ τά κριτήρια τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης;). Ἐφαρμόζοντας, λοιπόν, τό παραπάνω κριτήριο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἡ ψυχιατρική ἐντοπίζει μιά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μιά ψυχική νόσο. Ἡ ψυχιατρική δέν μπορεῖ νά ἀνακαλύψει τήν ἔσχατη αἰτία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, γιατί ἡ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου δέν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά. Τά ὅριά της φτάνουν μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου, ἀφοῦ ὁ διάβολος βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς ἐπιστήμης. Ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη, λοιπόν, δέν μπορεῖ (ὡς ἐπιστήμη) νά ἀναχθεῖ στή διάκριση μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Τό πολύ πολύ μπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά περιπτώσεις πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἑρμηνευθεῖ ἐπιστημονικά ἤ πού δέν γνωρίζουμε τήν αἰτία τους. Τά παραπάνω, ὅμως, σημαίνουν ὅτι ἡ ψυχιατρική λειτουργεῖ μέ μιά ἐλλιπή καί ἀποσπασματική εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία τήν ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν καθιστᾶ μέθοδο ἐπιζήμια σέ ὁρισμένες περιπτώσεις (π.χ. ὅταν ἐπιχειρεῖ νά «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ὡς περιπτώσεις ψυχασθενῶν καί ὡς φυσικό ἀντικείμενό της).
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀντίθετα, ἔχει πιό ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ διαθέτει ἱκανά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Ἔτσι μπορεῖ νά παραπέμπει τίς περιπτώσεις τῶν ψυχασθενῶν στόν ψυχίατρο καί τίς περιπτώσεις τῶν δαιμονιζομένων στούς δικούς της λειτουργούς, πού ἐφαρμόζουν τά δικά της μέσα θεραπείας. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέν ἀρνεῖται τήν ἀξία καί τή χρησιμότητα τῆς ψυχιατρικῆς. Δέν τή θεωρεῖ, ὅμως, ἁρμόδια γιά ὅλες τίς περιπτώσεις, πού ἐμφανίζονται ὡς περιπτώσεις ψυχασθενείας, καί ἔχει ἐπιφυλάξεις γιά κάποιες προϋποθέσεις της.
Ποιά εἶναι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Ἤδη στά ἱερά Εὐαγγέλια μποροῦμε νά διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά τῶν δαιμονιζομένων, πού θεράπευσε ὁ Κύριος. Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά εἶναι ταυτοχρόνως καί κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τά χαρακτηριστικά τῶν σχετικῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων, συμπληρωμένα μέ κάποια ἄλλα, γνωστά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση:
α) Ὁ δαιμονισμός κατά κανόνα δέν εἶναι μόνιμη καί ἑνιαία κατάσταση, ἀλλά προσωρινή καί κατά διαστήματα κατάληψη ἀπό δαιμονικό πνεῦμα, μετά τήν ὁποία ὁ δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται ἐντελῶς φυσιολογικά: «ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ὁ ψυχασθενής ἔχει ἐνδεχομένως παρόμοιες ἐξάρσεις, ὅμως δέν ἐπανέρχεται τόσο εὔκολα στή φυσιολογική κατάσταση, παρά μόνο μέ τή βοήθεια φαρμάκων. Ἀλλά καί τότε ἡ συμπεριφορά του συνήθως δέν εἶναι ἐντελῶς φυσιολογική. Ἴσως κάποιος θά ἀντέτεινε ὅτι καί ὁ ἐπιληπτικός ἐπανέρχεται εὔκολα στή φυσιολογική κατάσταση. Ὅμως, τά ὑπόλοιπα συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου, ὅπως θά δοῦμε, δέν μοιάζουν καθόλου μέ αὐτά τοῦ ἐπιληπτικοῦ.
β) «Ἰδών αὐτόν (τόν Ἰησοῦν) εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν (τόν δαιμονιζόμενον), καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων» (Μαρκ. 9,20). Οἱ δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων ἐνοχλοῦντο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τό δαιμονικό πνεῦμα γενικά ἐνοχλεῖται ὅταν πλησιάζουν ἱερά πράγματα. Καί οἱ δαιμονιζόμενοι ταράζονται κυριολεκτικά ὅταν πλησιάζουν ἀντικείμενα, ὅπως ὁ τίμιος Σταυρός, οἱ ἱερές εἰκόνες, τά ἅγια λείψανα, ὁ ἁγιασμός, ὅταν πλησιάζουν Ἱερεῖς, ὅταν τούς σταυρώνουν Ἱερεῖς ἤ ἀκόμη καί λαϊκοί. Οἱ ψυχασθενεῖς, ἀντίθετα, δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό ἱερά ἀντικείμενα. Ὁ π. Παΐσιος, ἁγιασμένος Γέροντας τῆς ἐποχῆς μας, χρησιμοποιοῦσε τό ἑξῆς «τέχνασμα» σέ παιδιά, πού οἱ γονεῖς τους ἔλεγαν ὅτι πάσχουν ἀπό δαιμόνια: κρατοῦσε στό ἕνα του χέρι, ἔτσι ὥστε νά μήν φαίνεται, μικρό τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου. Ὅταν τό πλησίαζε στό παιδί, ἐκεῖνο, ἄν εἶχε τέτοιο πρόβλημα, ἀντιδροῦσε καί φώναζε, ὅταν ὅμως πλησίαζε τό ἄλλο χέρι, πού δέν κρατοῦσε τίποτε, δέν ἐκδήλωνε καμία ἀντίδραση.
γ) Οἱ δαιμονιζόμενοι ὄχι μόνο ἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἱερά ἀντικείμενα, ἀλλά καί ξεσποῦν σέ ἀκατανόμαστες ὕβρεις καί βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων, τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων, τῆς Ἐκκλησίας γενικά, τῶν Κληρικῶν κ.λ.π.
δ) Ὁ δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά καί ἀποκαλύπτει κρυφά ἁμαρτήματα ὅσων τόν πλησιάζουν. Πολλοί, πού ἔχουν πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως ἀπό περιέργεια καί μέ ἔντονες ἀμφιβολίες) ἔχουν πάθει κυριολεκτικά ψυχρολουσία, ὅταν ὁ δαιμονιζόμενος ἄρχιζε νά τούς «βγάζει στή φόρα» ἁμαρτήματα, πού μόνο οἱ ἴδιοι γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, πού προφανῶς δέν συμβαίνει στήν περίπτωση τῶν ψυχασθενῶν, εἶναι ἀπόλυτα φυσικό γιά τούς δαιμονιζομένους: ὁ διάβολος γνωρίζει ὅλα τά παρελθόντα καί τά παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει ἐπίσης πολύ καλά τά ἁμαρτήματα καθενός, ἀφοῦ στίς περισσότερες περιπτώσεις εἶναι ὁ ὑποκινητής αὐτῶν τῶν ἁμαρτημάτων. Καί τά ἀποκαλύπτει, προκειμένου νά προσβάλλει καί νά ἐκθέσει τόν ἁμαρτάνοντα.
ε) Ὁ ψυχασθενής, παρά τίς ἐνδεχόμενες ἐξάρσεις τῆς συμπεριφορᾶς, διατηρεῖ τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του. Ὁ δαιμονιζόμενος, ὅμως, δέν τά διατηρεῖ. Μεταβάλλεται συνήθως ἡ ὄψη του, μεταβάλλεται ἐντελῶς ἡ φωνή του (π.χ. ἀπό γυναικεῖα γίνεται ἀνδρική καί τό ἀντίστροφο), «γυρίζουν» τά μάτια του, μιμεῖται ζῶα κ.ἄ. Γενικά ὁ δαιμονιζόμενος εἶναι θέαμα φοβερό. Οἱ δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων ἦσαν «χαλεποί λίαν» (Ματθ. 8,28), προκαλώντας τόν τρόμο στούς διερχομένους.
στ) Οἱ δαιμονιζόμενοι ἀποκτοῦν ὑπερβολική σωματική δύναμη. Τόν δαιμονιζόμενο τῶν Γαδαρηνῶν τόν ἔδεναν «πέδαις καί ἁλύσεσι», ὅμως ἔσπαγε τίς ἁλυσίδες, συνέτριβε τά σιδηρά δεσμά «καί οὐδείς ἴσχυεν αὐτόν δαμάσαι» (Μάρκ. 5,4). Στούς ψυχασθενεῖς μόνο ἐν μέρει συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανείς δέν ἀποκτᾶ τέτοια δύναμη, ὥστε νά σπάει ἁλυσίδες! Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί κάποια ἄλλα χαρακτηριστικά, πού ἐνδεχομένως ὑπάρχουν καί σέ ψυχασθενεῖς.
ζ) Ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ὁ διάβολος ἔχει τήν τάση νά ξεγυμνώνει τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἀλλά καί γενικότερα. Ἡ ροπή πρός τή γυμνότητα, πού ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας, δέν ἀποτελεῖ «σημεῖον» τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου στόν κόσμο;
η) Ἐπίσης, ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Ἡ οἰκία καί τό οἰκογενειακό περιβάλλον δέν εἶναι καθόλου ἀγαπητά στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ὠθεῖ σέ ἔξοδο ἀπό τό σπίτι καί ἐπιχειρεῖ τήν διάλυση τῆς οἰκογένειας.
θ) Ὁ δαιμονιζόμενος ἔχει τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καί αὐτοκτονίας. Τό πνεῦμα πού κατεῖχε τόν νέο τοῦ Εὐαγγελίου «πολλάκις αὐτόν εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν» (Μαρκ. 9,22). Ἀλλά καί ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἦν … κατακόπτων ἑαυτόν λίθοις» (Μάρκ. 5,6). Ὅταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε καί τά δαιμόνια πῆγαν στούς χοίρους, «ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν θάλασσαν καί ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32).

Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονισμοῦ καί οἱ ἐξορκισμοί

Ὁ δαιμονισμός εἶναι ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα γιά τόν ἴδιο τόν πάσχοντα καί τούς οἰκείους του, τοῦ ὁποίου (προβλήματος) δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τήν αἰτία, δηλ. δέν γνωρίζουμε γιά ποιόν λόγο ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος δαιμονίζεται. Γενικά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη πού ἀνοίγει τίς θύρες εἰσόδου τοῦ διαβόλου στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πλήρης ἀποχή ἀπό τά βαριά ἁμαρτήματα καί ἡ κατά τό δυνατόν ἀποφυγή τῶν μικρότερων εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τόσο γιά τήν πρόληψη ὅσο καί γιά τή θεραπεία τοῦ προβλήματος.
Πῶς θεραπεύεται ὁ δαιμονισμός; Τά ἱερά Εὐαγγελία διδάσκουν, ὅπως εἴδαμε, ὅτι θεραπεύεται διά τοῦ Χριστοῦ, καί μόνο διά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἦλθε «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰω. 3,8), ἡ δέ παρουσία Του στόν κόσμο συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, πού τελεῖ τά ἱερά Μυστήρια, ὡς μέσα σωστικά καί θεραπευτικά γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ μετοχή στά Μυστήρια, ἰδιαίτερα στήν Ἐξομολόγηση καί στή Θ. Κοινωνία, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κατ’ ἐξοχήν «ἐχθροῦ» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: τίποτε δέν φοβᾶται περισσότερο ὁ διάβολος ἀπό τήν Ἐξομολόγηση καί τή Θ. Κοινωνία. Γιά νά ἐνεργήσουν, ὅμως, τά Μυστήρια ἀπαιτεῖται καί ἡ προσωπική συμμετοχή, ὁ ἀγώνας γιά τόν ἁγιασμό, ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι ἔντονος. Ἡ ἁπλή ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονισμοῦ. Ἀπαιτεῖται προσπάθεια γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τόνισε χαρακτηριστικά ὅτι τό γένος τῶν δαιμόνων δέν ἐκδιώκεται παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία (Ματθ. 17,21). Ὁ ἀγώνας πρέπει νά γίνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν πάσχοντα, ἀλλά καί ἀπό τούς οἰκείους του, πρέπει δέ νά ἐνισχύεται καί μέ τήν προσφυγή στή Χάρη καί στίς μεσιτεῖες τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρα δέ ὅσων Ἁγίων ἔχουν τό εἰδικό χάρισμα νά ἐκδιώκουν δαίμονες.
Στά θεραπευτικά μέσα, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀνήκουν καί οἱ ἐξορκισμοί. Οἱ ἐξορκισμοί εἶναι προσευχές ἐναντίον τοῦ διαβόλου, εἶναι εὐχές, πού «ἐπιτιμοῦν» τά πονηρά πνεύματα. Διαβάζονται ἀπό Ἱερεῖς (ἀπ’ ὅλους τούς Ἱερεῖς – δέν ὑπάρχουν ἐξειδικευμένοι Ἱερεῖς, πού διαβάζουν ἐξορκισμούς) μέ τήν ἐξουσία πού τούς ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί ἔχουν μεγάλη ἀποτελεσματικότητα. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τελοῦνται κάποιες φορές (δημόσια καί ἐπιδεικτικά) διακομωδεῖ τό σοβαρότατο πρόβλημα τῆς θεραπείας τῶν δαιμονιζομένων, γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί διάκριση. Κατ’ ἀρχήν ὁ Ἱερεύς πρέπει νά διακρίνει σέ κάθε περίπτωση, ἄν πρόκειται περί ψυχασθενοῦς ἤ δαιμονιζομένου (κάθε Ἱερεύς ὀφείλει νά εἶναι γνώστης καί φορεύς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὡστε νά μπορεῖ νά διακρίνει μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων). Ὁ καταλληλότερος χρόνος τελέσεως, ὅταν πρέπει, εἶναι μετά τή Θ. Λειτουργία, ὥστε νά ἔχει κοινωνήσει καί ὁ Ἱερεύς καί ὁ δαιμονιζόμενος (ἄν μπορεῖ) μέ τούς συνοδούς του. Οἱ συνοδοί πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχουν νηστέψει καί κοινωνήσει, γιά νά εἶναι προστατευμένοι ἀπό κάθε δαιμονική προσβολή. Σέ καμία περίπτωση οἱ ἐξορκισμοί δέν πρέπει νά τελοῦνται δημοσίως, παρά μόνο ἐνώπιον τοῦ πάσχοντος καί ὅσων εἶναι ἀναγκαῖο νά τόν συνοδεύουν. Ἐπίσης δέν ὑπάρχει λόγος νά διαβάζονται μεγαλοφώνως, μπορεῖ νά διαβάζονται καί χαμηλοφώνως.
Θεραπεύονται ὅλες οἱ περιπτώσεις δαιμονιζομένων μέ τά μέσα πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία; Προφανῶς δέν θεραπεύονται ὅλες, ὅπως ἀκριβῶς δέν θεραπεύονται καί ὅλες οἱ περιπτώσεις ψυχασθενῶν ἀπό τούς ψυχιάτρους καί ὅπως ὑπάρχουν γενικά ἀθεράπευτες ἀσθένειες, πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Θεραπεύονται, ὅμως, πολλές περιπτώσεις δαιμονιζομένων, ἤ μᾶλλον οἱ περισσότερες. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀπελευθέρωση ἀπό τά δαιμονικά «ἔργα» εἶναι ἐσχατολογικό γεγονός καί θά συμβεῖ στή μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τώρα ζοῦμε μόνο τήν «ἀπαρχή» καί τόν «ἀρραβῶνα» αὐτῆς τῆς μελλούσης ζωῆς καί Βασιλείας καί προγευόμεθα τῆς μελλούσης «ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Λευκή καί μαύρη μαγεία. Ἀκραῖες ἀποκρυφιστικές τεχνικές στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας.

(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 62, Μάϊ. – Ἰουν. 2009).

Ἡ μαγεία στόν κόσμο τῆς ἐπιστήμης

Σέ παλαιότερα τεύχη τοῦ ἐντύπου μας εἴχαμε ἀναφερθεῖ γενικά στό φαινόμενο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί στίς διάφορες μορφές του. Ἀποκρυφισμός εἶναι ἡ πίστη σέ ἀπόκρυφες (=δαιμονικές) δυνάμεις καί ἡ χρήση ἀπόκρυφων (=δαιμονικῶν) τεχνικῶν γιά τήν ἐπαφή καί προσέγγιση μέ αὐτές τίς δυνάμεις. Στίς πιό ἀκραῖες μορφές του ἀνήκουν καί οἱ τεχνικές τῆς λευκῆς καί μαύρης μαγείας, μέ εὐρύτατη ἐξάπλωση στήν ἐποχή μας, παρά τό γεγονός, ὅτι θεωρεῖται ἐποχή τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης. Λόγω ἀκριβῶς τῆς μεγάλης ἐξάπλωσης αὐτῶν τῶν τεχνικῶν, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀφιερώσουμε τό τεῦχος αὐτό στό συγκεκριμένο πρόβλημα, ἀπαντώντας σέ ἐρωτήματα, ὅπως: Ὑπάρχουν μάγια στήν ἐποχή μας; Τί δύναμη ἔχουν τά μάγια καί μέχρι ποῦ ἐκτείνεται ἡ ἐπίδρασή τους; Ὑπάρχει καλή μαγεία ἐκτός ἀπό κακή; Σέ τί διαφέρει ἡ λευκή ἀπό τή μαύρη μαγεία; Τί συνέπειες ἔχει ἡ ἐνασχόληση μέ τή μαγεία; Πῶς ἀντιμετωπίζει τό φαινόμενο ἡ Ἐκκλησία μας;
Προκαταβολικά ὀφείλουμε νά διευκρινίσουμε ὅτι, ἔναντι τοῦ φαινομένου, ἐμφανίζονται συνήθως (ἀκόμη καί μεταξύ ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας) δυό ἀκραῖες, ἐντελῶς ἐσφαλμένες καί διαμετρικά ἀντίθετες μεταξύ τους τοποθετήσεις. Ἡ πρώτη δέν ἀποδέχεται κἄν τήν ὕπαρξη τῆς μαγείας. Θεωρεῖ πῶς ὅ,τι ἐμφανίζεται ὡς μαγεία ἀποτελεῖ εἴτε ἀπάτη (κάποιοι ἐξαπατοῦν καί ἐκμεταλλεύονται συνανθρώπους τους μέσω τέτοιων «τεχνασμάτων»), εἴτε τύχη (δυσάρεστα περιστατικά ἤ μορφές κακοῦ, πού ἐμφανίζονται ὡς ἀποτελέσματα μαγείας, θεωροῦνται ἁπλῶς ὡς προϊόντα τύχης ἤ ἐκλαμβάνονται ὡς συμπτώσεις). Κατά τή δεύτερη ἄποψη, ἀντίθετα, κάθε κακό μέ φυσική συνήθως αἰτία, ἐκλαμβάνεται ὡς ἀποτέλεσμα μαγείας, μέ συνέπεια νά προκαλεῖται ἀδικαιολόγητος φόβος ἤ ἀκόμη καί πανικός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Τί ἀκριβῶς εἶναι, ὅμως, ἡ μαγεία;

Ὕπαρξη καί οὐσία τῆς μαγείας

Ἡ ὕπαρξη τῆς μαγείας ἐπιβεβαιώνεται ἀπό πραγματικά καί ἱστορικά δεδομένα. Τό φαινόμενο εἶναι διαχρονικό καί πανανθρώπινο, εἶναι φαινόμενο πού ὑπῆρχε πρό τοῦ Χριστοῦ καί συναντᾶται σέ κάθε κοινωνία. Ὅλες σχεδόν οἱ πρωτόγονες θρησκεῖες ἔχουν ἔντονα μαγικό χαρακτῆρα. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ θέση τοῦ μάγου (μάντη) ἦταν ἰδιαίτερα τιμητική. Τό ἴδιο συνέβαινε καί σέ ἄλλους λαούς τῆς ἀρχαιότητας. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται σέ περιπτώσεις μάγων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Σίμων (Πράξ. 8,9-24), ὁ Ἐλύμας (Πράξ. 13,8), ἡ «μαντευομένη» τῶν Φιλίππων (Πράξ. 16, 16) κ.ἄ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μαρτυρεῖ σαφῶς γιά τήν εὐρεία διάδοση τοῦ φαινομένου (Ἐξοδ. 7, 10-12). Στόν Μεσαίωνα εἶχε προσλάβει τεράστιες διαστάσεις στήν Εὐρώπη καί ἀλλοῦ. Ἀκόμη καί σήμερα σέ πρωτόγονες φυλές τῆς Ἀφρικῆς ὁ μάγος τοῦ χωριοῦ συγκεντρώνει στό πρόσωπό του ὅλες τίς ἐξουσίες: εἶναι ὁ «ἱερεύς», ὁ «πρόεδρος», ὁ «ἰατρός», ὁ «δικαστής», ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ πάντες γιά τή «λύση» ὅλων τῶν προβλημάτων τους. Ὁ μάγος αὐτός ἐνδέχεται νά εἶναι καί ἕνα μικρό παιδί! Στήν ἐποχή μας οἱ διαστάσεις τῆς μαγείας μεταξύ τῶν πολιτισμένων λαῶν πιστοποιοῦνται ἀπό τήν πληθώρα ἀναφορῶν γιά μάγους, μέντιουμ, μελλοντολόγους, ἀστρολόγους κ.λ.π. σέ περιοδικά, ἐφημερίδες καί μέσα ἐνημερώσεως (τηλεόραση), ἀπό τή συνεχῶς αὐξανόμενη ἐκδοτική παραγωγή ἀποκρυφιστικῶν βιβλίων, πού ἔχει κατακλύσει τήν ἐκδοτική ἀγορά, καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν εὑρύτατη χρήση σύγχρονων ἡλεκτρονικῶν μέσων, ὅπως τό διαδίκτυο (internet). Πρόκειται γιά ὁλόκληρο κύκλωμα ἀποκρυφισμοῦ, πού διακινεῖ τεράστια χρηματικά ποσά ἀπό ἐκμετάλλευση συνανθρώπων μας. Στόν ἐξωχριστιανικό χῶρο ἡ μαγεία ἀποτελεῖ συνήθως προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐλέγξει ἄγνωστες (ἀπόκρυφες) ἤ «θεϊκές» δυνάμεις, θέτοντάς τες στήν ὑπηρεσία του. Οἱ ἀγνοοῦντες τή χριστιανική πίστη δέν ἀντιλαμβάνονται, προφανῶς, ὅτι αὐτές οἱ ἀπόκρυφες ἤ «θεϊκές» δυνάμεις δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά δαιμονικές δυνάμεις.
Στόν Ὀρθόδοξο χῶρο ἡ ὕπαρξη τῆς μαγείας συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ διαβόλου: ἄν ὑπάρχει ὁ διάβολος, ὑπάρχει καί μαγεία (ἀφοῦ ἡ μαγεία εἶναι ἕνα ἀπό τά κατ’ ἐξοχήν «ἔργα» τοῦ διαβόλου). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται, ὅτι ὁ διάβολος ὑπάρχει πραγματικά. Δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια ἤ εἰκόνα ἤ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ. Εἶναι συγκεκριμένη ὕπαρξη, ἤ μᾶλλον πολλές συγκεκριμένες ὑπάρξεις, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλά δαιμόνια («λεγεῶνες» δαιμονίων). Ὁ διάβολος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μέ ἀγγελική φύση, πού ἐξέπεσε, ὅμως, ἀπό τήν κατάσταση τῆς δόξης, στήν ὁποία τόν ἔθεσε ὁ Θεός, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του, καί ἔγινε ἄγγελος σκοτεινός καί ἐργάτης τοῦ κακοῦ. Ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου (τοῦ πρώτου τῶν Ἀγγέλων) συμπαρέσυρε ὁλόκληρο τάγμα στήν ἴδια κατάσταση, μέ ἀποτέλεσμα ἕνα πλῆθος Ἀγγέλων νά μεταβληθεῖ σέ δαίμονες. Ὁ διάβολος ἐμφανίζεται ἀμέσως μετά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν συμπαρασύρει στήν πτώση. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «ἀπάτης τοῦ ὄφεως», λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό μετά ἀπ’ αὐτήν ὁ διάβολος κυριάρχησε στόν κόσμο (Ἰω. 12, 31, Ἐφεσ. 6,12), ὑποδουλώνοντας ὄχι μόνο ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί τήν ἄλογη κτίση (Ρωμ. 8, 20-22). Ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου ἐπέφερε τή γενική ἐπικράτηση τῶν δαιμονικῶν «ἔργων», ὅπως ἡ ἁμαρτία, οἱ δαιμονικές τεχνικές τῆς μαγείας, τῆς μαντείας καί τοῦ ἀποκρυφισμοῦ γενικά, ἡ ἴδια ἡ λατρεία τοῦ διαβόλου (σατανισμός) καί πολλά ἄλλα, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ διάβολος καταδυναστεύει τόν κόσμο.
Πῶς, ὅμως, καταδυναστεύει ὁ διάβολος; Ποιά δύναμη ἔχουν τά δαιμονικά «ἔργα»; Μποροῦν οἱ δαιμονικές τεχνικές (ἡ μαγεία) νά προξενήσουν κακό; Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁ διάβολος δέν ἔχει μόνο πραγματική ὕπαρξη, ἀλλά καί πραγματική δύναμη. Ἡ δύναμή του ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη. Μπορεῖ νά προκαλέσει καταστροφές, μπορεῖ νά προκαλέσει ἀσθένειες, μπορεῖ νά προκαλέσει ἀκόμη καί τόν θάνατο, ὅπως βλέπουμε στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ (κεφ. 1 καί 2). Βέβαια, ἡ δύναμη αὐτή δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Ἔχει ὅρια καί περιορισμούς καί δρᾶ, ὅσο τῆς ἐπιτρέπει ὁ Θεός (Ἰώβ, 1,12 καί 2,6)· γιατί, παρά τή γενική κυριαρχία τοῦ διαβόλου στόν κόσμο, ἔσχατος κυρίαρχος παραμένει ὁ Θεός. Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου, ὅπως ἐκδηλώνεται μέσῳ τῶν δαιμονικῶν τεχνικῶν (μαγεία, ἀποκρυφισμός), μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἄμεσα ὅσους τοῦ παραχωροῦν δικαιώματα μέ τίς προσωπικές τους ἁμαρτίες καί δέν εἶναι κατοχυρωμένοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ὑποτιμοῦμε τή δύναμη τῆς μαγείας. Ὁ ἅγιος Κυπριανός ἦταν μάγος πρίν γίνει Χριστιανός. Ἀσκοῦσε συστηματικά τή μαγεία καί ἡ ἄσκησή της εἶχε στήν περίπτωσή του ὁρατά ἀποτελέσματα! Δέν ἀποκλείονται, βέβαια, καί οἱ περιπτώσεις ἀπάτης: κάποιοι δηλ. προσποιοῦνται τόν μάγο, χωρίς νά ἔχουν πραγματική σχέση με τή μαγεία, μέ σκοπό τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση τῶν ἀφελῶν. Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, διάκριση, γιατί ὅ,τι ἐμφανίζεται ὡς μαγεία δέν εἶναι πάντοτε μαγεία.
Εἴδη μαγείας ὑπάρχουν πολλά. Στό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται ἡ φαρμακεία, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ ἀστρομαντεία, ἡ ἀστρολογία, ἡ νεκρομαντεία, ἡ ὀρνεοσκοπία. Σ’ αὐτά μπορεῖ νά προστεθοῦν καί κάποιες φαινομενικά ἀκίνδυνες τεχνικές, ὅπως τό «ξεμάτιασμα» (μέ διάφορες μεθόδους καί ὄχι μέ τήν «Εὐχή ἐπί βασκανίαν», πού διαβάζεται ἀπό Ἱερεῖς), τό «ρίξιμο τῶν χαρτιῶν», ἡ «μελέτη τοῦ καφέ», ἡ χρησιμοποίηση «φυλακτῶν», ὅπως χάντρες «γιά τό μάτι», ἀντικείμενα πού φέρνουν «γούρι» κ.ἄ. Κοινό χαρακτηριστικό ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δαιμονική προέλευση καί ὅτι ἀπ’ αὐτά ἐπιτελεῖται τό κακό (μόνο τό κακό), πού εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἔργο τοῦ διαβόλου. Συνήθως ἡ μαγεία διακρίνεται σέ λευκή καί μαύρη. Κάποιοι πιστεύουν ὅτι κακή εἶναι μόνο ἡ μαύρη, ἐνῶ ἡ λευκή εἶναι καλή μαγεία (γίνεται «γιά καλό»). Ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ μαύρη μαγεία ἐπικαλεῖται κακά πνεύματα, ἐνῶ ἡ λευκή ἐπικαλεῖται καλά πνεύματα καί ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ μαύρη μαγεία «δένει», ἐνῶ ἡ λευκή «λύνει» τά μάγια. Ὅμως, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἡ μαγεία (τόσο ἡ μαύρη, ὅσο καί ἡ λευκή) ἔχει δαιμονική προέλευση καί σχετίζεται μόνο μέ τό κακό. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν καλή μαγεία, οὔτε μαγεία πού «λύνει» τά μάγια. Ἡ μαγεία γίνεται πάντα γιά κακό. Ἡ μόνη διαφορά μεταξύ λευκῆς καί μαύρης μαγείας εἶναι ὅτι στή μαύρη τό κακό φαίνεται, ἐνῶ στή λευκή τό κακό κρύβεται, ἐμφανίζεται δηλ. μέ τό προσωπεῖο τοῦ καλοῦ. Πρόκειται γιά πολύ γνωστή τακτική τοῦ διαβόλου: «αὐτός γάρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός», λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Β’ Κορ. 11,14). Κατά τόν ἴδιο τρόπο, τά ὄργανά του, οἱ μάγοι, «μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης» (Β’ Κορ. 11,15): λένε ὅτι «λύνουν» μάγια καί ὅτι κάνουν «τό καλό». Ἡ δαιμονική ἀπάτη, πού κρύβεται κάτω ἀπό Ὀρθόδοξο χριστιανικό προσωπεῖο, φθάνει κάποιες φορές σέ σημεῖο, ὥστε πολλοί μάγοι νά ἔχουν τόν χῶρό τους γεμᾶτο μέ ἱερές εἰκόνες καί ἄλλα χριστιανικά σύμβολα ἤ νά δίνουν ἀκόμη καί «πνευματικές συμβουλές» («Γιά νά λυθεῖ τό πρόβλημά σου, πρέπει νά κάνεις τόσα Εὐχέλαια, τόσες Λειτουργίες, νά κοινωνήσεις τόσες φορές!» κ.λ.π).
Ὑπάρχουν ἀγαθά πνεύματα στόν «ἀπόκρυφο» κόσμο; Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνει λόγο γιά ἀόρατο καί ὄχι γιά ἀπόκρυφο κόσμο καί ἀπόκρυφες δυνάμεις. Στόν κόσμο αὐτό, ἐκτός ἀπό τόν Θεό (τόν Δημιουργό τοῦ ἀόρατου κόσμου), ὑπάρχουν μόνο οἱ Ἄγγελοι, οἱ δαίμονες καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων (τῶν κεκοιμημένων). Τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτά δέν ὑπάρχει. Καί οἱ μόνες δυνάμεις (ἐνέργειες), πού ὑπάρχουν γενικά στόν κόσμο, εἶναι οἱ θεϊκές, οἱ δαιμονικές καί οἱ φυσικές δυνάμεις. Ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τούς Ἀγγέλους εἶναι γνωστός: γίνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἄσκηση, μέ τόν ἐκκλησιαστικό βίο, μέ τή μυστηριακή ζωή. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς Ἀγγέλους (μέ τούς Ἁγίους, μέ τόν Θεό) δέν ἔχει ἐξαναγκαστικό χαρακτῆρα, δηλ. δέν ἐξαναγκάζουμε τούς Ἀγγέλους νά ἐπικοινωνήσουν μαζί μας μέ κάποιες τεχνικές, ὅπως συμβαίνει στόν χῶρο τῆς μαγείας (ὅπου ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς συναλλαγῆς: «do ut des», «δός μου γιά νά σοῦ δώσω»). Οὔτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν εἰδικό «χάρισμα» νά ἐπικοινωνοῦν μέ τά πνεύματα. Γιά ὅλους ἰσχύουν οἱ ἴδιες ἀκριβῶς προϋποθέσεις. Πέρα ἀπό τόν τρόπο πού περιγράψαμε, κάθε ἄλλη μορφή ἐπικοινωνίας μέ ἀόρατες ἤ «ἀπόκρυφες» δυνάμεις ἤ μέ πνεύματα (πονηρά ἤ «ἀγαθά») εἶναι ἐπικοινωνία μέ δαιμονικά πνεύματα καί μέ δαιμονικές δυνάμεις!

Συνέπειες καί ἐπιπτώσεις τῆς μαγείας

Γιά νά κατανοήσουμε τίς συνέπειες καί ἐπιπτώσεις τῆς μαγείας, πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ἰσχύει ὡς γενική καί ἀπαράβατη ἀρχή ὅτι «τίποτε καλό δέν προέρχεται ἐκ τοῦ διαβόλου». Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ διάβολος εἶναι γιά μᾶς ὁ «ἐχθρός» καί ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (αὐτός πού θέλει τόν θάνατό μας). Ὁ «ἐχθρός» ποτέ δέν θέλει τό καλό. Πολλές φορές προσποιεῖται τόν φίλο, γιά νά τόν ἐμπιστευθοῦμε καί νά μᾶς ἐξοντώσει. Ὅ,τι «καλό», προέρχεται ἐνδεχομένως ἀπό τή μαγεία, ἀποτελεῖ μέθοδο ἀπάτης γιά νά ἀκολουθήσει μεγαλύτερο κακό. Ὅπως ἔχει χαρακτηριστικά εἰπωθεῖ, «ὁ διάβολος ἴσως δανείζει, ἀλλά οὐδέποτε χαρίζει». Ὅ,τι δίνει, τό ξαναπαίρνει, καί τό ξαναπαίρνει μέ πολύ ὑψηλό τόκο! Μόνο ὁ Θεός χαρίζει. Μόνο ὁ Θεός παρέχει «δωρεάν» (χωρίς νά ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση ἤ ἐπιστροφή). Μόνο ἀπό τόν Θεό προέρχεται «πᾶν δώρημα τέλειον» (κάθε πλῆρες καί ὁλοκληρωμένο δῶρο). Μόνο ὁ Θεός δίνει τά δῶρα Του «εἰς πλησμονήν» (μέχρι πού νά χορτάσει πλήρως ὁ ἄνθρωπος).
Τό κακό, πού προέρχεται ἀπό τή μαγεία, εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου στήν παροῦσα ζωή (φυσικός κίνδυνος), μέ διάφορες μορφές κακοῦ, ἀσθένειες, ἀτυχήματα, διαζύγια, ἔριδες, διαμάχες, καταστροφές κ.ἄ., καί ἡ αἰώνια κόλαση στή μέλλουσα ζωή (πνευματικός κίνδυνος). Φυσικούς κινδύνους διατρέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γενικά. Τούς κατ’ ἐξοχήν κινδύνους, δηλ. τούς πνευματικούς, διατρέχουν ἐπιπλέον α) ὅσοι ἐξασκοῦν τή μαγεία καί β) ὅσοι καταφεύγουν σέ μάγους γιά βοήθεια καί συμβουλές. Ἄς δοῦμε τίς δύο αὐτές περιπτώσεις, πού συνιστοῦν ἔκπτωση ἀπό τήν χριστιανική πίστη μέ ἄμεσες ἐπιπτώσεις στή σωτηρία.
Στό ἅγιο Βάπτισμα ἔχουμε δώσει φρικτές ὑποσχέσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι «ἀποτασσόμεθα τῷ σατανᾶ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ». Ὑποσχεθήκαμε δηλ. ὅτι ἀρνούμεθα ὅλα, ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν σατανᾶ (τά πάντα) καί ὅτι δέν θέλουμε νά ἔχουμε καμμία σχέση μαζί του. Δέν ἔχει σημασία, ἄν τίς ὑποσχέσεις αὐτές, τίς ἔδωσε γιά μᾶς ὁ Ἀνάδοχος (ὁ Νουνός μας), σημασία ἔχει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις αὐτές συνδέονται μέ τή χριστιανική μας ἰδιότητα: ὅσο τίς τηροῦμε, συνεχίζουμε νά εἴμαστε Χριστιανοί, καί ἄν τίς ἀθετήσουμε, παύουμε νά εἴμαστε Χριστιανοί. Ἡ ἐπιστροφή, λοιπόν, στά δαιμονικά «ἔργα» ἀποτελεῖ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί ἀθέτηση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τήν κατάσταση ὅσων καταφεύγουν σέ μάγους γιά βοήθεια ὅμοια μέ αὐτή τῶν «πεπτωκότων» τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν, ὅσων δηλ. ἀρνήθηκαν τόν Χριστό καί θυσίασαν στά εἴδωλα! Χειρότερη εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἡ κατάσταση ὅσων ἐξασκοῦν τή μαγεία: «τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ» (Β’ Κορ. 6,14: τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει τό φῶς μέ τό σκοτάδι, ὁ Χριστός μέ τόν διάβολο;). Λέει χαρακηριστικά ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ὅσοι καταφεύγουν σέ μάγους, πιεζόμενοι ἀπό κάποια «ἀνυπόφορον ἀνάγκην», πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγαλύτερη ἐπιείκεια, δηλ. ὅπως, ὅσοι ἀρνήθηκαν τόν Χριστό μετά ἀπό βασανιστήρια («διά βασάνων»). Ὅσοι, ὅμως, καταφεύγουν σέ μάγους ἀπό περιφρόνηση (ἀμφιβάλλοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ὅτι μπορεῖ νά τούς ἀπελευθερώσει ἀπό κάθε κάκωση καί συμφορά) πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται ὅπως ὅσοι ἀρνήθηκαν τόν Χριστό μέ τή θέλησή τους, δηλ., ἄν μετανοήσουν, νά μήν κοινωνοῦν σέ ὅλη τους τή ζωή, παρά μόνο, ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος, καί νά μήν προσεύχονται στήν Ἐκκλησία μαζί μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς, ἀλλά μόνοι τους στό σπίτι (Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστήρ, 1982, σ. 275).
Τό ἴδιο αὐστηροί εἶναι καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ξα’ τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου ἐπιβάλλει ἕξι χρόνια ἀποχῆς ἀπό τή Θ. Κοινωνία σέ ὅσους καταφεύγουν σέ μάγους ἤ ἐξασκοῦν ἁπλές μορφές μαντείας. Ὁ λβ’ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ περιορίζει τό ἐπιτίμιο σέ τρία χρόνια, προσθέτωντας, ὅμως, μετάνοιες καί αὐστηρή νηστεία (ξηροφαγία) γιά κάθε μέρα. Ὁ οβ’ τοῦ Μ. Βασιλείου κανονίζει τό ἴδιο ἁμάρτημα ὅμοια μέ τό ἁμάρτημα τοῦ φόνου. Οἱ ἱεροί κανόνες χρησιμοποιοῦν μιά χαρακτηριστική ἔκφραση γιά ὅσους καταφεύγουν σέ μάγους: «οἱ μάντεσιν ἑαυτούς ἐκδιδόντες», δηλ. αὐτοί πού παραδίδουν τόν ἑαυτό τους (τήν ψυχή καί τό σῶμά τους) στούς μάντεις (Πηδάλιον, σ. 272).

Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ φαινομένου

Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μεγάλη, ὅμως πολύ μεγαλύτερη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δαιμονική δύναμη δέν ἀντιμετωπίζεται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ὅταν μετά τήν πτώση ὁ διάβολος καί τά δαιμονικά «ἔργα» κυριάρχησαν στόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. Ὅμως ὁ Θεός, πού εἶναι ἀγάπη κατά τήν Ἁγ. Γραφή (Α’ Ἰω, 4,8), δέν ἤθελε νά βλέπει «τυραννούμενον ὑπό τοῦ διαβόλου τό γένος τῶν ἀνθρώπων». Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά ἔλθει ὁ Ἴδιος στόν κόσμο καί νά γίνει ἄνθρωπος, γιά νά διαλύσει τά δαιμονικά «ἔργα»: «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰω. 3,8). Μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός «ἔδησε τόν ἰσχυρόν» (Ματθ. 12,29) καί «κατήργησε τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14). Γιά τόν Χριστό, ὁ πρώην ἰσχυρός, εἶναι τώρα δεμένος καί ἡ δύναμη του ἔχει ἤδη καταργηθεῖ! Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ὅσους εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό, γιά τούς πραγματικούς Χριστιανούς. Σ’ αὐτούς δέν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος ἤ οἱ ἐνέργειές του καί ἡ μαγεία δέν ἔχει καμμία ἐπίδραση. Ἀντίθετα, γιά ὅσους δέν εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό ἰσχύει ὅ,τι ἴσχυε πρίν ἔλθει ὁ Χριστός στόν κόσμο. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ὁ ἅγ. Κυπριανός ἦταν μάγος καί ἡ ἁγία Ἰουστίνα ἦταν μιά νεαρή Χριστιανή. Πίστευε στόν Χριστό, κοινωνοῦσε τακτικά καί ἀγωνιζόταν, ὅσο μποροῦσε, ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κυπριανός ἐφάρμοσε ὅλα τά τεχνάσματα τῆς μαγικῆς «τέχνης» ἐναντίον της, ἐπικαλέσθηκε τά πιό ἰσχυρά δαιμόνια. Ὅμως, στήν Ἁγία δέν εἶχαν καμιά ἐπίδραση, ἐνῶ σ’ ὅλους τούς ἄλλους εἶχαν! Κατάλαβε τότε ὅτι ὑπάρχει μιά δύναμη πολύ πιό ἰσχυρή ἀπ’ αὐτήν πού γνώριζε ὡς τότε, ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά γίνει Χριστιανός! Καί ἔγινε ὄχι μόνο Χριστιανός, ἀλλά καί Ἅγιος, μέ τό χάρισμα νά ἐκδιώκει τά πονηρά πνεύματα καί νά ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ἐπιδράσεις τῆς μαγείας!
Τί πρέπει νά κάνει κάποιος γιά νά εἶναι οὐσιαστικά ἑνωμένος μέ τόν Χριστό καί ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε δαιμονική ἐπίδραση; Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό δέν γίνεται μέ κανέναν ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα μέ τό Βάπτισμα καί τή Θεία Εὐχαριστία. Στό Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος «ἐνδύεται» τόν Χριστό καί στή Θ. Εὐχαριστία ἑνώνεται συνεχῶς μαζί Του, κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷμά Του. Τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἑνώσει μέ τόν Χριστό, οὔτε ἡ πίστη, οὔτε τά καλά μας ἔργα, οὔτε ἡ «ἀγάπη» μας πρός Αὐτόν. Ὅλα αὐτά εἶναι, βέβαια, προϋποθέσεις γιά τή συμμετοχή στά Μυστήρια (π.χ. δέν μπορεῖ νά κοινωνεῖ κάποιος ἄν δέν πιστεύει στόν Χριστό, ἤ ἄν ὑπόκειται σέ βαριά ἁμαρτήματα), δέν εἶναι ὅμως ἱκανά νά μᾶς ἑνώσουν μαζί Του. Τακτική, λοιπόν, (συνεχής) Θεία Κοινωνία εἶναι τό ἰσχυρότερο ὅπλο ἐναντίον τῆς μαγείας.
Ἐπίσης ἀπόλυτα ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἱερά Ἐξομολόγηση, τό Μυστήριο πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἡ Ἐξομολόγηση πρέπει νά εἶναι καθαρή (εἰλικρινής). Χωρίς αὐτήν ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ἀνώφελη καί πολλές φορές βλαπτική (Α’ Κορ. 11, 27-31))! Ἀλλά καί ὁ ἄμεμπτος βίος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς μαγείας (ἡ πλήρης ἀποχή ἀπό τά μεγάλα ἁμαρτήματα καί ἡ κατά τό δυνατόν ἀποφυγή τῶν μικρῶν), δεδομένου ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀνοίγει τήν θύρα γιά τήν εἴσοδο τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων. Ὅπου διαπιστώνονται συγκεκριμένες ἐπιδράσεις (μαγικά ἀντικείμενα κ.λ.π), πρέπει νά προσκαλεῖται ὁ Ἱερεύς καί νά διαβάζει τίς εἰδικές Εὐχές γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἐπίσης ἀπαραίτητος εἶναι ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός, ἀφοῦ ἐκεῖ «καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ» κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο (ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 266).
Αὐτά εἶναι τά πνευματικά ὅπλα, μέ τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζεται ἡ μαγεία. Ὅποιος τά χρησιμοποιεῖ, μπορεῖ νά λέει μαζί μέ τόν Ψαλμωδό: «Κύριος φωτισμός μου σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26,1).

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Ημέρα ασφαλούς διαδικτύου

Η 8η Φεβρουαρίου έχει ανακηρυχθεί ως ημέρα για την ασφάλεια στο διαδίκτυο.
Οι μαθητές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο θέμα αυτό.
Για περισσότερη ενημέρωση πατήστε εδώ

και εδώ

Δείτε και τa σχετικά video που ακολουθούν:

Η Αγία Γραφή on line

Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν -Οἱ ἀπόψεις των αἱρετικῶν καί ἡ σύγχρονη ἑλληνική πραγματικότητα

(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 60, Ἰαν. – Φεβρ. 2009).

Αἱρέσεις καί νομικός προβληματισμός γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν

Ὅπως εἶναι γνωστό, στή χώρα μας δρᾶ ἕνα μεγάλο πλῆθος αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζονται ὡς «γνωστές θρησκεῖες», ἀφοῦ δέν πληροῦν τίς προϋποθέσεις, πού θέτει τό Σύνταγμα καί ἡ ἑλληνική νομοθεσία. Οἱ ὁμάδες αὐτές εἶναι γνωστές διεθνῶς ὡς «σέκτες» («αἱρετικές ὁμάδες» ἤ «νέες θρησκευτικές κινήσεις» ἤ «ὁμάδες θρησκευτικοῦ ἤ ἐσωτεριστικοῦ ἤ πνευματικοῦ χαρακτῆρα», κατά τήν ὁρολογία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης). Στή χώρα μας ἐπιχειροῦν νά κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τους, θέτοντας συνήθως ἕνα πλῆθος νομικῶν προβλημάτων, γιά δῆθεν παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, γιά δῆθεν ἀναχρονιστική νομοθεσία κ.λ.π. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἑλληνική νομοθεσία εἶναι ἀσύμβατη μέ τά εὐρωπαϊκά δεδομένα καί ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ χώρα μας ἔχει δῆθεν καταδικασθεῖ ἀπό διεθνῆ δικαστήρια γιά τή σχετική της νομοθεσία, παραποιώντας, μάλιστα, δικαστικές Ἀποφάσεις.
Ἕνα ἀπό τά θέματα, πού βρίσκονται συνεχῶς στό στόχαστρο τῶν σύγχρονων αἱρέσεων, εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Οἱ ὁμάδες αὐτές, προφανῶς γιά νά δημιουργήσουν ἐντυπώσεις καί ὄχι γιά πραγματικούς λόγους, ἰσχυρίζονται ὅτι μέσῳ αὐτοῦ ἀσκεῖται προσηλυτισμός στά μέλη τους ὑπέρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπειδή τό μάθημα εἶναι, δῆθεν, ὁμολογιακό καί διδάσκεται μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πραγματικότητα, βέβαια, εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει σέ καμιά περίπτωση ὁμολογιακό χαρακτῆρα καί δέν διδάσκεται, φυσικά, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διδάσκεται ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία, ἡ ὁποία διαχειρίζεται γενικά τό σύστημα τῆς παιδείας στή χώρα μας. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἐκφράσει τή γνώμη της γιά κάποιο ζήτημα, ἡ γνώμη αὐτή ἔχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτῆρα. Ἐκείνη πού τελικά ἀποφασίζει, εἶναι ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία πολλές φορές δέν διαπνεέεται ἀπό εὐνοϊκές διαθέσεις ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καί βλέπει μέ περισσότερη συμπάθεια τίς «θρησκευτικές μειονότητες». Οἱ καθηγητές τῶν Θρησκευτικῶν δέν εἶναι ἀπαραίτητα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί κανείς δέν τούς ρωτᾶ γιά τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν ἀναλαμβάνουν τά καθήκοντά τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά εἶναι καί μουσουλμάνοι καί μέλη διαφόρων αἱρέσεων ἤ θρησκειῶν ἤ καί ἄθεοι ἀκόμη. Ἀπόδειξη τῶν παραπάνω εἶναι τό κωμικοτραγικό φαινόμενο τῆς ὕπαρξης ἄθεων «θεολόγων»! στά σχολεῖα, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν ἐλεύθερα μέσα στίς τάξεις τίς ἀθεϊστικές τους πεποιθήσεις καί τή ριζική διαφωνία τους μέ τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος πού διδάσκουν, ὅπως πολλές φορές καταγγέλλουν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος δέν περιορίζεται ἀποκλειστικά στην Ὀρθόδοξη πίστη. Παρέχει πληροφόρηση (ἀνάλογη, βέβαια, με τόν πληθυσμό τῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων, πού ὑπάρχουν στή χώρα μας) γιά ὅλες τίς μεγάλες θρησκεῖες, ἀλλά καί γιά τίς σπουδαιότερες αἱρετικές παραφυάδες τους.
Παρά ταῦτα ἡ συστηματική προπαγάνδα, πού ἀσκεῖται ἀπό τίς σύγχρονες αἱρέσεις σέ διάφορα ἐπίπεδα, ἔχει πείσει τήν Πολιτεία νά ἀποδεχθεῖ στήν πράξη τήν ἄποψη τῶν ὁμάδων αὐτῶν, ὅτι μέσω τῶν Θρησκευτικῶν ἡ Πολιτεία δέν παρέχει ἀντικειμενική πληροφόρηση γιά τίς θρησκεῖες, ἀλλά ἀσκεῖ εἰς βάρος τους προσηλυτισμό! Ἔτσι, μέ μιά ἁπλή δήλωση τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, ἕνας μαθητής ἄλλου δόγματος ἤ θρησκείας μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ πρόσφατη ἀπόπειρα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας νά μεταβάλλει οὐσιαστικά τό μάθημα σέ προαιρετικό, ἦταν ἕνα βῆμα προσέγγισης στίς ἀντιλήψεις τῶν αἱρέσεων, τίς ὁποῖες καί χαροποίησε ἰδιαίτερα. Ὁ λόγος εἶναι προφανής: Τό περιεχομένου τοῦ μαθήματος ἀναφέρεται περισσότερο, ὅπως εἶναι φυσικό, στήν Ὀρθόδοξη πίστη, δεδομένου, ὅτι αὐτή ἐνδιαφέρει τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων καί ἐκπροσωπεῖ μιά παράδοση εἴκοσι αἰώνων Χριστιανισμοῦ στόν τόπο μας (τήν ὁποία, ὡς ἱστορία τοῦ παρελθόντος μας τουλάχιστον, ὀφείλουμε ὅλοι νά γνωρίζουμε, Ὀρθόδοξοι καί μή). Εἶναι προφανές ὅτι στόχος τῶν αἱρέσεων εἶναι ἡ ἄγνοια ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς πίστης τους καί ἡ σταδιακή ἐξάλειψη κάθε στοιχείου τῆς Παραδόσεώς μας ἀπό τή σύγχρονη κοινωνία, ἐνῶ παράλληλα προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν καί τή σύγκριση τῶν δικῶν τους «παραδόσεων» μέ τή μακραίωνη Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ προπαγάνδα τῶν αἱρέσεων ἀσκεῖται στή χώρα μας μέ τήν ὑποστήριξη τῆς λεγόμενης «προοδευτικῆς διανόησης», ἑνός περιορισμένου κύκλου ἀνθρώπων μέ ἔντονα ἐχθρικές διαθέσεις γιά τήν Ἐκκλησία. Συνήθως γίνεται μέ τή χρήση ἀνέντιμων μέσων, ὅπως ἡ ψευδολογία, ἡ ἀπάτη, ἡ συκοφαντία, ἡ λασπολογία κ.ἄ. (Μιά γενική εἰκόνα τῶν μεθοδεύσεων τῶν αἱρέσεων στήν Ἑλλάδα, τῶν διασυνδέσεων καί τῆς ἐν γένει διαπλοκῆς τους παρέχει τό ἀποκαλυπτικό βιβλίο τοῦ π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ναζισμός μέ ἄλλο πρόσωπο. Μεθοδεύσεις ὁλοκληρωτικῶν αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθῆναι 1996). Ἔτσι, βλέπουμε νά ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς οἱ ἰσχυρισμοί ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι τό μόνο κράτος πού διατηρεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό ἐκπαιδευτικό σύστημα, ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαίτηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης κ.λ.π. Πόσο ἀληθεύουν, ὅμως, οἱ παραπάνω ἰσχυρισμοί;

Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στίς εὐρωπαϊκές χῶρες

Πλήρη εἰκόνα τῆς κατάστασης, πού ἐπικρατεῖ στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μᾶς παρέχει ἡ εἰδική μελέτη τοῦ κ. Γ. Κρίππα, Δρ. Συνταγματικοῦ Δικαίου, μέ τίτλο Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καί ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, Ἀθῆναι 2001. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη μέ ὅ,τι παρουσιάζουν οἱ αἱρέσεις καί οἱ «προοδευτικοί» στήν Ἑλλάδα. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται μέ διάφορες μορφές σέ ὅλα τά ἀνεπτυγμένα κράτη. Στά κράτη αὐτά ἐδῶ καί 100 χρόνια δέν ἔχει ἐκδοθεῖ νόμος, πού νά καταργεῖ τό μάθημα. Μόνο στίς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης εἶχε καταργηθεῖ ἀπό τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα, τώρα, ὅμως, καί ἐκεῖ ἐπανέρχεται σταδιακά.
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω μελέτη, στή Γερμανία, κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα (ἄρ. 7, παρ. 3) τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά δημόσια σχολεῖα «εἶναι τακτικό μάθημα, προστατευμένο ἀπό τήν κρατική ἐποπτεία, καί γίνεται σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων». Ἡ νομολογία δέχεται ὅτι οἱ βαθμοί πρέπει νά ἀναγράφονται στό ἀπολυτήριο ἤ τό ἐνδεικτικό, ὅπως τῶν ἄλλων μαθημάτων, ἐνῶ ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος καθορίζεται σέ συμφωνία μέ τήν κάθε «ἐκκλησία» (Προτεσταντική, Ρωμαιοκαθολική, Ὀρθόδοξη). Στήν Ἀγγλία τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό, σύμφωνα μέ τόν ἐκπαιδευτικό νόμο τοῦ 1944 καί μέ τόν νόμο περί σχολικῆς προσευχῆς τοῦ 1988. Στήν Αὐστρία τό ἄρ. 14 πάρ. 10 τοῦ Συντάγματος προβλέπει ὅτι τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό στά δημόσια καί ἰδιωτικά σχολεῖα καί δέν προβλέπεται ἀπαλλαγή γιά κανέναν, ἐφόσον ἀνήκει σέ ὁρισμένη «ἐκκλησία». Στίς αἴθουσες τῶν σχολείων προβλέπεται ἡ ἀνάρτηση τοῦ Σταυροῦ, χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τρίτων. Στό Βέλγιο τό μάθημα εἶναι «κατηχητικό», δηλαδή διδάσκεται στά σχολεῖα ἀπό τήν «Καθολική Ἐκκλησία» καί εἶναι ὑποχρεωτικό. Στήν Ἰταλία τό Σύνταγμα (ἄρ. 8) προβλέπει νά διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δύο ὧρες τήν ἑβδομάδα στά δημοτικά σχολεῖα καί στά γυμνάσια καί μιά ὥρα στά λύκεια. Ἡ ὕλη τῶν μαθημάτων καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Στήν Ἰσπανία τό μάθημα διδάσκεται στά σχολεῖα καί κατοχυρώνεται εὐθέως ἀπό τό Σύνταγμα (ἄρ. 16). Στήν Πορτογαλία ἰσχύει Κονκορδᾶτο, πού ἔχει ὑπογράψει ἡ χώρα μέ τό Βατικανό (7/5/1940), καί Νομ. Διάταγμα (407/89), τό ὁποῖο εἰσάγει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Κατά τό Κανκορδᾶτο (ἄρ. ΧΧΙ), ἡ διδασκαλία στά δημόσια σχολεῖα πρέπει νά καθοδηγεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Καθολικισμοῦ. Στήν Ἰρλανδία τό μάθημα εἶναι «κατηχητικό», δηλαδή γίνεται μέ τήν ἐποπτεία τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας», διδάσκεται ἀπό κληρικούς καί εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τους μαθητές. Ἐπίσης κάθε συνεδρίαση τῆς Βουλῆς ἀρχίζει μέ προσευχή, καί τό ἀκαδημαϊκό καί δικαστικό ἔτος κάθε χρόνο ἀρχίζει μέ τέλεση Θ. Λειτουργίας. Στό Λουξεμβούργο τό μάθημα, βάσει τοῦ Συντάγματος (ἄρ. 126), εἶναι ὑποχρεωτικό στά δημόσια σχολεῖα, διδάσκεται καί ἀπό κληρικούς καί τήν ὕλη τήν καθορίζει ἡ «ἐκκλησία». Στή Δανία, κατά τό ἄρ. 4 τοῦ Συντάγματος, «ἡ Εὐαγγελική Λουθηρανή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Δανική Ἐθνική Ἐκκλησία και, ὡς τέτοια, ὑποστηρίζεται ἀπό τό Κράτος». Σέ ὅλα τά σχολεῖα διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς ὑποχρεωτικό (Νόμ. 8/6/1966). Στή Σουηδία τό μάθημα διδάσκεται ὡς εὑρύτερη γνώση τῶν θρησκειῶν, ὅμως, καί ἐδῶ τήν ὕλη του καθορίζει ἡ «ἐκκλησία» καί ὄχι τό κράτος.
Στά παραπάνω παραδείγματα ἄς προσθέσουμε καί τήν εἰδική περίπτωση τῆς «ἄθεης» Γαλλίας. Κατά τό Σύνταγμα τῆς χώρας (ἀρ. 2), ἡ Γαλλία εἶναι κράτος «λαϊκό». Ἀπό τό 1880 ἀπαγορευόταν στά δημόσια σχολεῖα κάθε ἀναφορά σέ ὁποιαδήποτε θρησκεία. Πρό λίγων ἐτῶν ἡ σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν ἀποφάσισε νά ἐπαναφέρει, ἔπειτα ἀπό πολλά χρόνια, τά Θρησκευτικά στά δημόσια σχολεῖα, ἔστω καί μέ τή μορφή τοῦ θρησκειολογικοῦ μαθήματος. Τήν ἴδια περίπου ἐποχή (2002) ὁ τότε Ὑπουργός Παιδείας Λίκ Φερί δήλωνε ὅτι ἦταν λάθος ἡ ἀποκοπή τῶν παιδιῶν ἀπό τή θρησκευτική τους ἱστορία, γιατί, «εἴτε εἶναι κανείς θρῆσκος εἴτε ἄθρησκος, … δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τήν πνευματική, καλλιτεχνική καί πολιτική ζωή καί παράδοση, ἄν δέν μάθει ὅτι αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς χριστιανικῆς κυριαρχίας 15 αἰώνων» (βλ. Γ. Παπαθανασόπουλου, Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἐν «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός», ἔνθετο ἐφημ. «Ἐλεύθερος Τῦπος», 24/11/2002).
Στίς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης τό μάθημα ἐπανέρχεται, ὅπως προαναφέραμε, μετά τήν κατάργησή του ἀπό ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα. Στή Ρωσία ἔχουν ἐπανέλθει τά Θρησκευτικά στίς περισσότερες περιοχές, ἀλλά δέν ἔχουν ἀκόμη κατοχυρωθεῖ νομοθετικά, δεδομένου ὅτι δέν ὑπάρχουν καί καθηγητές γιά νά διδάξουν τόν πολύ μεγάλο ἀριθμό μαθητῶν. Στή Βουλγαρία ἐπανῆλθαν, τό ἴδιο στή Σερβία, στή Ρουμανία, στήν Πολωνία καί τήν Οὐγγαρία.
Ἀπό τά παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι οἱ ἰσχυρισμοί τῶν σύγχρονων αἱρέσεων ὅτι στήν Εὐρώπη καταργεῖται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι μόνο προπαγάνδα καί ἀπόπειρα παραπλάνησης. Ἡ σύγχρονη Εὐρώπη τουλάχιστον ἀναγνωρίζει τήν ἀξία τοῦ μαθήματος. Ἡ χώρα μας, καθώς φαίνεται, δέν τήν ἀνα γνωρίζει, κάνοντας βήματα πρός τήν κατάργησή του, καί στό θέμα αὐτό, βέβαια, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή πρακτική.

Οἱ κατεύθνσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης

Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ σταδιακή κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαίτηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὅμως, οἱ «ἀπαιτήσεις» τῆς Ε.Ε. ἐκφράζονται πάντοτε μέ ἐπίσημα κείμενα, μέ Ἀποφάσεις κοινοτικῶν ὀργάνων, γραπτές Ὁδηγίες κ.λ.π. Τέτοιο κείμενο δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν ὅσοι ἐκφράζουν τούς παραπάνω ἰσχυρισμούς, διότι ἁπλούστατα τέτοιο κείμενο δέν ὑπάρχει. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει, ἀφοῦ εἶναι ἀδιανόητο τά εὐρωπαϊκά κράτη ἄλλα νά ἀποφασίζουν τό καθένα ξεχωριστά καί ἄλλα νά ἀποφασίζουν ὡς ἕνωση ἤ συνασπισμός κρατῶν.
Τό πρόβλημα τῶν αἱρέσεων ἔχει ἀπασχολήσει τήν Ε.Ε. ἀπό πολλῶν ἐτῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά προέλθει μιά σειρά ἐπίσημων κειμένων, πού ἀναφέρονται στό φαινόμενο. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό παράνομες ἤ ἐγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων αἱρέσεων, πού προκάλεσαν διεθνεῖς ἀντιδράσεις, ὅπως ὁμαδικές αὐτοκτονίες, τρομοκρατικές ἐνέργειες, «κακομεταχείριση, σεξουαλική βία, ἐγκλεισμοί, σωματεμπόριο, ἐνθάρρυνση ἐπιθε¬τικῆς συμπεριφορᾶς … προπαγάνδα ρατσιστικῶν ἰδεολογιῶν, φορολογικές ἀπά¬τες, μεταφορές κεφαλαίων, ἐμπόριο ὅπλων, δια¬κίνηση ναρκωτικῶν … παράνομη ἄσκηση τῆς ἰα¬τρικῆς» κ.α. (βλ. Ψήφισμα τοῦ Εὐρ. Κοινοβουλίου γιά τίς σέκτες τῆς 29/2/1996).
Ἡ Ε.Ε. διαπιστώνει ὅτι οἱ αἱρέσεις «ἀποτελοῦν φαινόμενο σέ πλήρη ἄνθιση, ὑπό πολυποίκιλες μορφές, σ’ ὁλόκληρο τόν κό¬σμο» (αὐτόθι), πού χρήζει ἄμεσης ἀντιμετώπισης. Πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση αὐτή δέν πρέπει νά θίγει τή θρησκευτική ἐλευθερία, πού ἀποτελεῖ θεμελιῶδες δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπόλυτα σεβαστό στή χώρα μας, τόσο ἀπό τήν Πολιτεία ὅσο καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀκουλουθώντας τούς λόγους τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκουλουθεῖν» (Μαρκ. 8,34) καί «ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι» (Ἀποκ. 3,20), σέβεται ἀπόλυτα τό δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά πιστεύει ὅ,τι θέλει καί νά ἐπιλέγει ὅποια θρησκεία θέλει, τό δέ Σύνταγμά μας ὁρίζει ὅτι «ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη» (ἀρ. 13, παρ. 1). Ἡ Ε.Ε., ὅμως, ὑπό τό βάρος τῶν καταστάσεων, ἐξαναγκάζεται νά κάνει λόγο ἀκόμη καί γιά περιορισμούς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπου ἀπαιτεῖται: «Ἡ Ἐπιτροπή ὑπενθυμίζει ὅτι βάσει τῆς Συνθήκης (τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώ¬που), ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας καί ἕνας ἀριθμός ἄλλων ἐλευθεριῶν πού ἐξασφαλίζονται ἀπό τήν Συνθήκη ΕΙΝΑΙ δυνατόν νά περιορισθοῦν καί ὅτι οἱ ἁρμόδιες ἐθνικές Ἀρχές ἔχουν διακριτική εὐχέρεια ἐπί τοῦ θέματος» (Συμπληρωματική Ἀπάντηση Κοινοβουλευτικῆς Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης στή Σύσταση 1178/1992).
Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, δημιουργοῦν προβλήματα στήν παγκόσμια κοινωνία, προβλήματα πολλά καί μεγάλα. Γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν, ἀπαιτεῖται εὐρύτατη πληροφόρηση, καί τό προσφορότερο μέσο γι’ αὐτήν εἶναι τό σχολεῖο καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἔτσι σέ ἐπίσημα κείμενα τῆς Ε.Ε. ἀναφέρεται: «Ἐκπαιδευτικά, νομοθετικά καί ἄλλα μέτρα θά πρέπει νά ληφθοῦν γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων πού τίθενται ἀπό ὁρισμένες δραστηριότητες αἱρετικῶν ὁμάδων ἤ νέων θρησκευτικῶν κινή¬σεων» (Σύσταση 1178/1992 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). «Τό πρόγραμμα τοῦ συστήματος παροχῆς γενικῆς παιδείας πρέπει νά περιλαμβάνει συγκεκριμένη καί ἀντικειμενική πληροφόρηση ἐπί τῶν μεγά¬λων θρησκειῶν καί ἐπί τῶν σπουδαιοτέρων ἀποκλίσεων ἀπό αὐτές, ἐπί τῶν ἀρχῶν πού προϋποθέτει ἡ μελέτη τῆς συγκρίσεως τῶν θρη¬σκειῶν» (αὐτόθι). «Ἡ Συνέλευση ἐπανέρχεται ἐπί τῆς ἀναγκαιότητος μιᾶς ἐξειδικευμένης δράσεως πληροφορήσεως ἐπί τῆς ἱστορίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων τῆς σκέψεως καί τῶν θρησκειῶν, ἡ ὁποία θά ἀπέβλεπε κυρίως πρός τούς νέους στό πλαίσιο τῶν σχολικῶν προγραμμάτων» (Σύσταση 1412/1999 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). Τά κράτη μέλη προτρέπονται «νά προβλέψουν στά προγράμματα γενικῆς ἐκπαιδεύσεως πληροφόρηση ἐπί τῆς ἱστορίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων τῆς σκέψεως καί τῶν θρησκειῶν» καί «νά ἐφαρμόζουν χωρίς καμία παράλειψη τή νομοθεσία περί ὑποχρεωτικῆς ἐκπαιδεύσεως καί, ἐν περιπτώσει μή τηρήσεως τῆς ὑποχρεώσεως αὐτῆς νά προκαλοῦν τήν παρέμβαση τῶν ἁρμοδίων ὑπηρεσιῶν» (αὐτόθι). Τά παραπάνω προϋποθέτουν, βέβαια, τήν ἐνίσχυση καί ὄχι τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή προτρέπει ἡ Ε.Ε.

Πρός τήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή μέ πολλαπλά προβλήματα, μιά ἐποχή πού χαρακτηρίζει ἡ κατάρρευση τῶν ἀξιῶν, ἡ κρίση ταυτότητος, ὁ πνευματικός ἀποροσανατολισμός, ἡ ἐπέλαση τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμιοποίησης. Πρός ὑπέρβασιν αὐτῆς τῆς κρίσης ἀρχίζει νά συνειδοποιεῖται ἀπό πολλές πλευρές ἡ ἀξία τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Στή χώρα μας οἱ ἀξίες αὐτές ἐκπροσωποῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, στοιχεῖα διαχρονικά καί ἀναλλοίωτα, μέ τά ὁποῖα ἐπιβιώσαμε γιά εἴκοσι αἰῶνες καί μάλιστα κάτω ἀπό ἐξαιρετικά δυσμενεῖς συνθῆκες. Εἶναι ἀνάγκη οἱ ἀξίες αὐτες νά κληροδοτηθοῦν στίς ἑπόμενες γενεές καί γι’ αὐτό ἡ ἐνίσχυση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πρός τήν Ὀρθόδοξη κατεύθυνση εἶναι περισσότερο ἀπό ἄλλοτε ἀπαραίτητη.
Παράλληλα ζοῦμε σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία, ὅπου καθημερινά συναναστρεφόμεθα ἀνθρώπους διαφορετικῶν πολιτιστικῶν καταβολῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων (οἰκονομικούς μετανάστες κ.λ.π.), τούς ὁποίους ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε κι αὐτοί νά κατανοήσουν ἐμᾶς, ὥστε νά ἐνταχθοῦν σωστά στήν ἑλληνική κοινωνία. Αὐτό δέν θά γίνει μέ τήν περιφρόνηση τῶν βαθύτατα ριζωμένων στήν ἀνθρώπινη συνείδηση θρησκευτικῶν στοιχείων τοῦ πολιτισμοῦ τους. Περισσότερο ἀπαραίτητο εἶναι γι’ αὐτούς, παράλληλα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές ἀντιλήψεις, νά γνωρίζουν καί τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τῆς πλειοψηφίας τῶν κατοίκων τῆς χώρας στήν ὁποία ζοῦν καί ἐργάζονται. Διαφορετικά οὔτε προσέγγιση θά ὑπάρξει οὔτε ἀλληλοκατανόηση καί οἱ παραπάνω συνάνθρωποί μας θά ἐξαναγκασθοῦν νά ὀργανωθοῦν σέ κάστες (κλειστές ὁμάδες), μέ εὐνόητες συνέπειες. Γι’ αὐτό θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἀπαλλαγή τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Βέβαια τό μάθημα, ὅπως γίνεται σήμερα, παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ἴσως εἶναι ἀναγκαία μιά ριζική ἀναμόρφωσή του, στή διδασκόμενη ὕλη, στή μεθοδολογία διδασκαλίας, στήν ἐπιλογή καί ἀξιολόγηση τῶν διδασκόντων κλ.π. Ἡ Πολιτεία θά πρέπει νά τά ἐπιλύσει, ἄν θέλει νά ἔχει ὑψηλοῦ ἐπιπέδου μάθημα καί ἄν ἀναμένει ἀπ’ αὐτό θετικά ἀποτελέσματα. Γιά νά τό ἐπιτύχει ἀπαιτεῖται ἡ οὐσιαστική συμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ εἰλικρινής συνεργασία μ’ αὐτήν (καθώς καί μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες, ὅπου συντρέχουν εἰδικές συνθῆκες), ὅπως ἄλλωστε διδάσκει ἡ εὐρωπαϊκή πρακτική καί ὅπως συμβαίνει στά ἀνεπτυγμένα κράτη.

Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Άρθρο σχετικό με το μάθημα των Θρησκευτικών

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΑ «ΑΘΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»

Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Βασίλειος ὁ Μέγας. Δελτίον Ἐπικοινωνίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου Τριπόλεως, Τρίπολις, τεῦχ. 40 (Ὀκτώβριος 2008).

Μετά τό Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης, νέα ἀπόπειρα ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί Παράδοσής μας ἐπιχειρήθηκε ἀπό τούς γνω-στούς κύκλους, πού ἀπεργάζονται τόν ἀποχριστιανισμό καί τήν ἀποδόμηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Στό μέσο τοῦ καλοκαιριοῦ, ὅταν οἱ ἀντιδράσεις εἶναι συνήθως ὑποτονικές, τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέ ἐγκύκλιό του μετέβαλλε σέ προαιρετικό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (δηλ. οὐσιαστικά τό κατάργησε, γιατί ποιός μαθητής θέλει νά ἐξετάζεται σέ ἕνα ἐπί πλέον μάθημα, ἄν μπορεῖ χωρίς συνέπειες νά ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτό;). Βέβαια, μετά τίς ἀντιδράσεις φορέων καί πολιτῶν, τό Ὑπουργεῖο ἀναγκάστηκε νά προβῆ σέ διευκρινίσεις, ἐπισημαίνοντας, ὅτι δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, καί ὅτι τό μάθημα συνεχίζει νά εἶναι ὑποχρεωτικό γιά τούς Ὀρθόδοξους μαθητές. Παραμένει, ὅμως, μιά ἀσάφεια γύρω ἀπό τήν ἑρμηνεία τῶν ὁδηγιῶν του, πού δίνει τή δυνατότητα σέ ἐκπαιδευτικούς νά ἐνεργοῦν κατά βούλησιν, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε μιά ἐκτενής συζήτηση, γιά τήν ἀναγκαιότητα τοῦ μαθήματος, γιά τά δικαιώματα τῶν ἑτεροθρήσκων μαθητῶν, πού δῆθεν παραβιάζονται κ.λ.π. Ἄρχισε δηλ. νά συζητεῖται ἡ πλήρης κατάργησή του. Ἤδη ὁ κ. Σταθόπουλος (γιά ὅσους δέν θυμοῦνται εἶναι ὁ Ὑπουργός τῆς διαγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες) ἔχει πεῖ πρόσφατα ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν μπορεῖ πλέον νά διδάσκεται στά σχολεῖα! Καί εἶναι αὐτονόητο ὅτι, ἄν συμβεῖ αὐτό, θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλα πλήγματα ἐναντίον τοῦ πολιτισμοῦ μας: ἑπόμενοι στόχοι εἶναι ἡ γλῶσσα (ἤδη ὑπάρχει ἡ τάση νά ἐπιβληθεῖ τό λατινικό ἀλφάβητο), ἡ ἱστορία (δέν πρέπει νά ἐφησυχάζουμε, ἐπειδή ἀπέτυχε ἡ πρώτη προσπάθεια μέ τό βιβλίο τῆς κ. Ρεπούση), οἱ θε-σμοί (ἀναγκαστική ἐπιβολή τοῦ πολιτικοῦ γάμου) κ.ἄ.
Ὑπάρχει, ὅμως, κάποιος οὐσιαστικός λόγος, πού νά ὠθεῖ τήν Πολι-τεία σέ μιά τέτοια σοβαρή ἀπόφαση; Δέν εἶναι τό μάθημα ὑπερομολογιακό; Δέν περιέχει πληροφορίες γιά ὅλες τίς θρησκεῖες καί ὄχι μόνο γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη; Δέν διδάσκεται ἀπό τήν Πολιτεία καί ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία; Εἶναι παράλογο νά δίνει προτεραιότητα στήν Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ αὐτή ἀφορᾶ στή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων; Ἀσκεῖ προ-σηλυτισμό, ὅταν περιέχει πληροφορίες γιά ὅλες τίς θρησκεῖες; Δέν πρέπει καί ὁ ἑτερόδοξος μαθητής, ἐκτός ἀπό τίς δικές του θρησκευτικές ἀντιλήψεις, τίς καθ’ ὅλα σεβαστές, νά γνωρίζει καί τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν τῆς χώρας στήν ὁποία ζεῖ; Αὐτό δέν συμβάλλει στήν ἀλληλοκατανόηση καί στήν ἁρμονική συνεργασία τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων; Τό Σύνταγμά μας δέν ὁρίζει ὅτι ἡ παιδεία ἔχει σκοπό «τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης» (ἄρθρ. 16, παρ. 2); Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας δέν ἔχει ἀποφανθεῖ ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικό (ἀποφάσεις 3358/1995 καί 2178/ 1998); Ὑπάρχουν κάποιοι, πού εἶναι πάνω ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς νόμους τοῦ κράτους (Συνήγορος τοῦ πολίτη);
Τά παραπάνω ἐρωτήματα ἀφοροῦν στή νομική πλευρά τοῦ θέμα-τος. Ἡ οὐσιαστική πλευρά, ὅμως, εἶναι ἄλλη. Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτές τίς ἐνέργειες ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποκοπή ἀπό τίς ἐθνικές καί θρησκευτι-κές μας ρίζες, γιά νά παρακμάσουμε ἀκόμη περισσότερο, ὅπως τό ξεριζω-μένο δένδρο, γιά νά γίνουμε ἕρμαιο στά χέρια μεγάλων δυνάμεων καί νά παραδοθοῦμε χωρίς ἀντίσταση στόν ὁδοστρωτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης. Στόν ὀλισθηρό αὐτό δρόμο πρωτοστατεῖ ἡ ἄθεη παιδεία, ἡ ἄθεη διανόηση, μιά μικρή ὁμάδα «προοδευτικῶν» διανοουμένων, πολιτικῶν καί δημοσιο-γράφων, ἡ ὁποία ἐδῶ καί μερικά χρόνια κατορθώνει μέ διάφορα μέσα νά ἐπιβάλλει τήν ἄποψή της σχεδόν παντοῦ στή χώρα μας. Τό ἔργο της εἶναι καταστροφικό, τόσο γιά τόν πολιτισμό μας, ὅσο καί γιά τά ἐθνικά καί γε-νικότερα συμφέροντά μας. Τόν κίνδυνο εἶχε ἐπισημάνει πολλά χρόνια πρίν, ὅταν τό κακό ἦταν μόλις στήν ἀρχή του, μιά φωτισμένη προσωπικό-τητα, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἅγιος καί χαρισματοῦχος Μοναχός, ὁ Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος ἤ «Παπουλᾶκος» (1770 – 1861), πού μετά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821) περιόδευε στά μέρη μας διδάσκοντας καί εὐεργετώντας τόν Λαό τοῦ Θεοῦ. Ἄς προσέξουμε ἰδιαίτερα τόν παρα-κάτω χαρακτηριστικό λόγο του γιά τά «ἄθεα γράμματα». Εἶναι προφητι-κός καί διεισδύει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων:
«Τά ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τούς Ἁγίους καί τούς ἀγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ Ἔθνους ξένους καί ἄπιστους γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ ἄθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τοῦ Ἔθνους καί τ’ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ τή λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα Γένος πού μέ τό αἷμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού περπάτησε τή δύσκολη ἀνηφοριά, νά παραδεχτῆ πῶς δέν μπορεῖ νά περπατήσει στόν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε, κι ὅτι δέν ξέρουμε ἐμεῖς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αἷμα μας λευτερώσαμε, ἄλλα ξέρουν νά τό συγυρίσουν ἐκεῖνοι πού δέν πολέμησαν, ἐκεῖνοι πού δέν πίστευαν στόν ἀγῶνα, ἐκεῖνοι πού πᾶνε νά μᾶς ἀποκόψουνε ἀπό τόν Χριστό, καί πασχίζουνε νά μᾶς ρίξουνε στή σκλαβιά ἄλλων ἀφεντικῶν, πού ‘ναι πιό δαιμονισμένοι ἀπό τούς Τούρ-κους. Γιατί κι ἐκεῖνα πού ἐσεβάστηκεν ὁ Τοῦρκος, τ’ ἄθεα γράμματα τά πετᾶνε καί πᾶνε νά τά ξερριζώσουνε. Ἀφανίζουνε τά Μοναστήρια, πο-μπεύουνε τούς καλογέρους καί τίς καλόγριες … Ἁρπάζουνε τ’ ἅγια τῶν ἁγίων καί τά βάζουνε κάτω ἀπό τά πόδια τῆς ἐξουσίας τους, πού τά ὁρίζει κατά τά νιτερέσια της. Τ’ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουνε τό σάβανο τοῦ Γέ-νους. Αὐτά λοιπόν τά γράμματα θά μάθουνε τά παιδιά μας; Κι ἄν ἀκόμα συναχτοῦν ὅλοι οἱ ἄθεοι γραμματισμένοι καί στυφτοῦνε σάν τό λεμόνι, δέν θά πετύχουν νά γράψουν μιά ἀράδα πού ν’ ἀξίζει μιά γραμμή ἀπό τά Ε-ὐαγγέλια. Ἀλλά τί λέω μιά ἀράδα; Οὔτε μιά λέξη, πού νά μοιάζει μέ μία τοῦ Θεοτοκικοῦ αὐτοῦ βιβλίου. Γιατί κάθε τί ἐκεῖ μέσα εἶναι λόγος Κυρίου, εἶναι σοφία ὀρθή, καί τά ὅσα λέει τό χτίσμα δέν γίνεται νά φτάσουν τό λόγο τοῦ Πλάστη. Ἀντίς νά μαθαίνουνε στά παιδιά μας ἀπ’ τ’ ἅγια συνα-ξάρια τό πῶς ζήσανε οἱ Ἅγιοι τῆς χριστιανοσύνης καί τό πῶς μαρτυρήσανε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τούς μαθαίνουνε τήν ἱστορία τοῦ κολασμένου κόσμου. Γιατί δύο λογιῶν εἶναι καί οἱ ἱστορίες. Εἶναι ἡ ἁγιασμένη καί ἡ κολασμένη ἱστορία. Ἀδιάκοπα φανερώνουμε τήν κολασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου καί σιγά – σιγά καταφέραμε νά πιστέψουμε πῶς ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἡ γνήσια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς ὄξω ἀπ’ αὐτήν ἄλλη ζωή δέν ἐστάθη. Ὅλα τοῦτα εἶναι ἄτιμα ψέματα, εἶναι τά ζιζάνια πού σπέρνουνε στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου τ’ ἄθεα γράμματα. Μᾶς μιλᾶνε γιά τούς ἀρχαίους. Κι ἐγώ ὁ ταπεινός καί ἀγράμματος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μας σᾶς λέγω πῶς κανένας ἀρχαῖος δέν ξεπερνᾷ σέ παλικάρια, σέ μεγαλεῖο καί σέ δόξα τόν ἅγιο Κοσμᾶ, τούς Μάρτυρες καί τούς μεγάλους ἀσκητάδες. Γιατί ἄν ἐκεῖνοι πεθάνανε γιά μιά πατρίδα, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς μαρτύρησε γιά μιάν Ἑλλάδα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι γιά μιάν Ἑλλάδα δουλωμένη στόν Ἀντίχριστο».

Ἱερεύς
Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας

Γιατί ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία και όχι Θρησκεία -Γιατί η Ορθοδοξία έχει την αλήθεια!

ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ

«Θρησκεία είναι η πίστη στην οποία καταλήγει ο άνθρωπος με τη βοήθεια της νόησης, της αίσθησης, της επιθυμίας, της πράξης, για την ύπαρξη υπερφυσικών προσωπικών ή απρόσωπων δυνάμεων, από τις οποίες αισθάνεται ότι εξαρτά-ται και τις οποίες επιδιώκει να εξευμενίσει». (Χέλμουτ Γκλάζεναπ)

Εκκλησία: δεν είναι αποτέλεσμα αναζήτησης του ανθρώπου, αλλά αποκαλύψεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.

«Χριστιανισμός σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας». Είναι Εκκλησία.

Η θρησκεία
βασίζεται στη φύση, στον κόσμο. Αποτελεί μια κο-σμολογία, μια διερεύνηση και ένα λόγο για τον κόσμο, με στόχο να βρεθεί κάτι που να αιτιολογεί και συνάμα να δίνει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Η πίστη σε ένα ανώτερο Ον που δημιούργησε τον κόσμο ή που διέπει και επιβλέπει τον κόσμο δίνει μια πρώτη και σημαντική απάντηση στο ερώτημα της αρ-χής και της αιτίας των όντων. Το Ον αυτό μπαίνει σε μύθους, σε μια μυθική ιστορία που τονίζει την αέναη επανάληψη των γεγονότων μέσα στον κύκλο της ζωής και του θανάτου.

Η Εκκλησία
στηρίζεται στην ιστορία, σ’ ένα ιστορικό γεγονός, που είναι ο Χριστός. Βασίζεται στην ιστορία, όχι σαν παρελθόν, αλλά και σαν διαρκές παρόν και σαν μέλ-λον. «Η Εκκλησία», λέει ένας σύγχρονος θεολόγος, δεν είναι ούτε παραλλαγή της θρησκείας ούτε ανταγωνι-στής της. Δε στοχεύει στην αιώνια επανάληψη της φύσεως (όπως η θρησκεία), αλλά στην εσχατολογι-κή αναφορά της κτίσεως και του κτίσματος στον Κτίστη.

Η θρησκεία θέτει σαν κύριο στόχο της τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο όρος σωτηρία ταυτίζεται τις περισσότερες φορές με τη «λύτρωση από μια άσχημη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος. Η «σωτηρία» έχει ένα θετικό κατ’ αρχήν χαρακτήρα. Σε πολλές θρησκείες είναι κάτι που αναφέρεται στο παρόν, είναι γήινο αγαθό: είναι ταυτόσημη με την ευτυ-χία, την ειρήνη, την ασφάλεια στη ζωή. Ωστόσο παραμένει και σαν ένα μελλοντικό αγαθό το οποίο αναμένεται σ’ έναν άλλο κόσμο.

Στόχος της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον κόσμο κατά τέτοιο τρόπο που να πορεύεται με ελπίδα κι αγάπη για κα-θετί στο έσχατο σημείο της ιστορίας, όπου η ζωή του κόσμου θα λάβει εντελώς άλλη τροπή και θα συμπορεύεται με τον Θεό, όπως και πριν από την πτώση των πρωτοπλάστων.

Σωτηρία για την Εκκλησία είναι αυτό που δείχνει η ίδια λέξη στην πρωταρχική της σημασία: να παραμείνει ο άν-θρωπος σώος, να διασώσει την εικόνα του Θεού μέσα του και να δεχθεί το Χριστό στη ζωή του. Με άλλα λόγια, να μπο-ρέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει ξανά τη χαμένη, εξαιτίας του εγωισμού του, σχέση με τον Θεό, τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από την αποδοχή του ιστορικού γεγονότος της ενσάρκωσης του Χριστού, του θανάτου και της Αναστάσεως Του, που καταργεί κάθε θάνατο και λύνει οριστικά το πρόβλημα του θανάτου στον κόσμο. Όλα αυτά βέβαια σε βάση ελεύθερης αποδοχής και ποτέ με εξαναγκασμό. Όσες φορές η Εκκλησία χρησιμοποίη-σε τον εξαναγκασμό, μεταβλήθηκε σε απλή θρησκεία.
Η πραγματική της κατάσταση είναι να αποτελεί χώρο ελευθερίας και αγάπης κατά το μέτρο της ζωής του Χριστού.

Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία έχει στοιχεία μιας θρησκείας (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστική διάσταση, θεολογία κ.λπ.), αλλά δεν είναι θρησκεία. Είναι «εν τη θρησκεία», χωρίς να είναι «εκ της θρησκείας».
Την αίσθηση αυτή είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Μάλιστα οι πρώτοι χριστιανοί κατηγορούνταν από τους ρωμαί-ους ως άθεοι, επειδή η λατρεία τους και ο τρόπος ζωής τους ξεπερνούσε τα όρια της ζωής των ανθρώπων που ανήκαν σε κάποια θρησκεία.

ΓΙΑΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ας δούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία την κάνουν να ξεχω-ρίζει από την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη και δείχνουν ότι αποτελεί συνέχεια της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Χριστός. Τα γνω-ρίσματα αυτά είναι:

Η Αποστολικότητα
Η Εκκλησία του Χριστού ιδρύθηκε με την εκλογή των δώδεκα Αποστόλων και ξαπλώθηκε με το κήρυγμά τους. Τους Αποστόλους τους διαδέχτηκαν με επίσημη εκλογή και εκκλησιαστική χειροτονία οι επίσκοποι και οι Πατέρες της Εκκλη-σίας, οι οποίοι συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Η αδιάκοπη αυτή διαδοχή μας δίνει την εγ-γύηση ότι η Εκκλησία μας και σήμερα βαδίζει στο σωστό δρόμο και είναι Αποστολική.

Η ασκητικότητα και λιτότητα
Το ασκητικό στοιχείο είναι πολύ έντονο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ισχύει για όλους τους πιστούς, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο και εκκλησιαστικό χάρισμα ή αξίωμα. Συστηματικά την επιδιώκουν οι μοναχοί. Αποτελεί δοκιμασμένο τρόπο και δρόμο ζωής, που υποβοηθεί στο να αποκτήσει η ύπαρξη πληρότητα και βάθος. Μερικές μορφές της: προσευχή, λατρευτική και μυστηριακή ζωή, μελέτη του θελήματος του Θεού, αυτοεξέταση και εγκράτεια, ολιγάρκεια, ταπεινοσύνη και απλότητα, προπάντων έργα αγάπης κ.ά.π. Όσοι ζουν ασκητικά τηρούν σε όλα το μέτρο. Αποφεύγουν το υπερβολικό, το εξεζητημένο, το περιττό και επιζήμιο. Με πρότυπο τη ζωή του Χριστού αγωνίζονται να υπάρχει στη ζωή τους καθαρό-τητα, τάξη και συνέπεια. Αγρυπνούν για την ποιότητα ζωής, των άλλων και της δικής τους. Ιδιαίτερα ασκούνται για να μπορούν να διακονούν κατά το θέλημα του Θεού τους συνανθρώπους και τη ζωή γενικά. Και όλα αυτά επιδιώκονται και γίνονται συνειδητά και ελεύθερα.

Η εγκάρδια αδελφοσύνη
Στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στη ζωή γενικά της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, υπάρχει έντονο το πνεύμα της α-δελφοσύνης που ένωνε τους πρώτους χριστιανούς. Έτρωγαν σε κοινά τραπέζια («αγάπες»), είχαν τα πάντα κοινά, προ-σφωνούνταν «αδελφοί» κ.τ.λ.
Ανάλογο πνεύμα επικρατεί και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το γεγονός ότι όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Πατέρα (Θε-ού) μας κάνει να αισθανόμαστε έντονα αυτή την αδελφοσύνη. Η Εκκλησία είναι η οικογένειά μας. Μέσα σ’ αυτή την οι-κογένεια είναι φυσικό να ζούμε και να αισθανόμαστε σαν αδελφοί. Η Εκκλησία είναι πάντοτε παρούσα σ’ όλες τις ιδιαί-τερες στιγμές της ζωής μας. Στη χαρά και στη λύπη μας. Η γέννηση, η βάπτιση, ο γάμος, οι αρρώστιες και ο θάνατος κά-νουν ιδιαίτερα αισθητό αυτό το πνεύμα της αδελφοσύνης. Αλλά και στις καθημερινές ασχολίες του, στα έργα του, ακόμα και στα παραστρατήματά του, ο Ορθόδοξος αισθάνεται ότι δεν είναι μόνος. Έχει αμέριστη τη συμπαράσταση και βοή-θεια της Εκκλησίας.
Όλα αυτά συνιστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως κοινωνία αγάπης. Η ορθόδοξη ευσέβεια είναι συνώνυμη με την «εν Χριστώ» ζωή, με τη ζωή της απλής, της ταπεινής, της τρυφερής εκείνης αγάπης •για το Θεό, ο οποίος «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» έγινε άνθρωπος, έζησε σαν άνθρωπος ανάμεσα σ’ ανθρώπους, έπαθε, υπό-φερε, ταπεινώθηκε και πέθανε πάνω στο Σταυρό.

Η αφοσίωση στην παράδοση
Η παράδοση για την Εκκλησία αποτελεί τη συνέχεια της πνευματικής πορείας της και ζωής στον κόσμο. Η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι ορθολογιστική και νομικίστικη, αλλά είναι θεολογία θεμελιωμένη πάνω στην πνευματική εμπειρία των πιστών.

Ο λατρευτικός της πλούτος
Εκείνο που κάνει την Ορθόδοξη Εκκλησία να ξεχωρίζει από τις άλλες Εκκλησίες κατά κάποιο τρόπο μοναδικό είναι η πλούσια λατρευτική ζωή της, H ορθόδοξη λατρεία διακρίνεται για το μυστηριακό, υμνολογικό και καλλιτεχνικό πλούτο της.
Με τις ακολουθίες των επτά Μυστηρίων και ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας, και το αμέτρητο σε ποικιλία πλήθος των άλλων ιερών Ακολουθιών και μορφών της λατρείας της η Ορθόδοξη Εκκλησία αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και όλες τις ανάγκες, τα έργα και τις αδυναμίες τους, προσπαθώντας να μεταμορφώσει, να «μεταστοιχειώσει» και να εξαγιάσει όλη τη ζωή των μελών της, θέτοντάς την κάτω από την πανσθενουργό πρόνοια και αγάπη του Θεού.

Το αίμα των Μαρτύρων της
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία Μαρτύρων. Ολόκληρη η ιστορία της είναι γραμμένη με το αίμα των Μαρτύρων της, γι’ αυτό και ο υμνογράφος την παρουσιάζει ως γυναίκα που το ένδυμά της, βαμμένο στο αίμα των Μαρτύρων της, φαντάζει «ως πορφύρα και βύσσος».

Το δημοκρατικό της πολίτευμα
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έγινε ποτέ διαχωρισμός ανάμεσα στα μέλη της, εκτός από την ιεραρχική της διάρθρω-ση που διακρίνει τον Κλήρο από το Λαό. Είναι, όπως είπαμε, μια οικογένεια, που δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό ανάμε-σα στα μέλη της. Ο τρόπος που διοικείται (το συνοδικό σύστημα) είναι δημοκρατικό. Κληρικοί και λαϊκοί κοινωνούν από το ίδιο ποτήριο το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Οι κληρικοί της προέρχονται στο σύνολό τους από τις λαϊκές τάξεις. Αλλά και οι συνοδικές αποφάσεις της, που με τρόπο και διαδικασίες δημοκρατικές λαμβάνονται, εγκρίνονται τελικά και νομι-μοποιούνται μόνον εφόσον γίνουν αποδεκτές από το πλήρωμα της Εκκλησίας, δηλαδή από τον ορθόδοξο λαό.

Η εσχατολογική της βάση
Λέγοντας εσχατολογική βάση στην εκκλησιαστική γλώσσα εννοούμε τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού, η οποία έρχεται όχι σαν αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης, αλλά σαν αποτέλεσμα εσωτερικής ανακαίνισης και μεταμόρφωσης του κόσμου. Και την Ορθόδοξη Εκκλησία τη χαρακτηρίζει η πίστη στη μεταμόρφωση του κόσμου μάλλον παρά στην εξέ-λιξή του.

[Αλεξ. Καριώτογλου-Αριστ. Κεσόπουλου-Παναγ. Παπαευαγγέλου-Γεωργ. Τσανανά, Χριστιανισμός και Θρησκεύμα-τα, Αθήνα 1990, εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 18-23 & 114-117]

Γιατί ανάβουμε τα κεριά στην Εκκλησία;

Όταν μπαίνουμε σ’ ένα Ναό όλοι μας ανάβουμε ένα ή περισσότερα κεριά. Αυτό αποτελεί πανάρχαια και ευλογημένη συνήθεια των πιστών. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η συνήθεια και τι συμβολίζει το κερί;
Το κερί αποτελεί σύμβολο αφοσίωσης, ευσέβειας προς τον Θεό και σεβασμού προς τους αγίους Του. Χρησιμοποιείται και σε χαρμόσυνες περιστάσεις (γάμους, βαπτίσεις), αλλά και σε λυπηρά γεγονότα (κηδείες, μνημόσυνα) γιατί όπως καίγεται και λειώνει, συμβολίζει και την πνευματική χαρά, αλλά και την λύπη και την συντριβή.
Όπως το κερί, όταν ζεσταίνεται γίνεται μαλακό και εύπλαστο, έτσι και οι καρδιές μας, όταν μπαίνουμε στην Εκκλησία και παρακολουθούμε την Θεία Λειτουργία, θα έπρεπε να γίνονται τρυφερές και συμπονετικές. Ακόμη τα κεριά συμβολίζουν τις καρδιές των χριστιανών που, φωτισμένες από το φως του Χριστού και πυρπολημένες από την Φωτιά Του (Λουκ.12,49), αναλίσκονται στη δόξα του Θεού.
Αποτελεί, λοιπόν, προτύπωση της φωτεινής ζωής που πρέπει να ζουν οι πιστοί.
Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συμβολίζει ακόμη:
Την καθαρότητα της ψυχής μας (αφού είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας)
Την πλαστικότητα της ψυχής μας (αφού πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ότι θέλουμε)
Την Θεία Χάρη (αφού προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν)
Την θέωση στην οποία πρέπει να φτάσουμε (επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει ζωή)
Το φως του Χριστού (αφού καίει και φωτίζει στο σκοτάδι)
Την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό (αφού το κερί καίγεται-αναλώνεται όταν φωτίζει και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φως του μέσα στο σκοτάδι)
Το κερί αποτελεί προσφορά μας στον Θεό κατά τη διάρκεια της θ. λατρείας.

Ανάβοντας ένα κερί κάνουμε ένα είδος ομολογίας και προσευχής: ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και αναπέμπομε προς την Αγία Τριάδα την ωδή της ευλαβείας μας. Ανάβουμε κερί και στην Παναγία και τους αγίους. Ομολογούμε την αγιότητά τους και την παρρησία που έχουν μπροστά στον Θεό και ζητάμε τις πρεσβείες τους.
Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ άναβε πολλά αγνά κεριά, μικρά και μεγάλα, στο κελί του. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει, είπε ότι ανάβει αυτά τα κεριά, ένα για κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να μνημονεύσει πάλι στην ακολουθία (και δεν είχε το χρόνο γιατί ήταν πάρα πολλά), ως θυσία στον Θεό υπέρ αυτών.
Με το κερί που ανάβουμε εκφράζουμε την πίστη μας στον Τριαδικό Θεό και ζητάμε την ενίσχυσή Του για τον καθημερινό μας πνευματικό αγώνα, καθώς και για την ενίσχυση των αγαπημένων μας προσώπων. Ιδίως όταν κινδυνεύουμε ή έχουμε ανάγκη από ιδιαίτερη βοήθεια.
Αλλά και για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας ανάβουμε κερί, προσευχόμενοι ταυτόχρονα για την ανάπαυση της ψυχής τους.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ανάβουμε το κερί:
Για να δοξάσουμε τον Θεό που είναι το αληθινό και μοναδικό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο
Για να διαλύουμε το σκοτάδι και να παρηγορούμαστε μπροστά στο φόβο του σκοταδιού
Για να δείξουμε ότι έχουμε χαρά στην ψυχή μας
Για να τιμήσουμε τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεώς μας (με αυτό τον τρόπο μιμούμαστε τους αρχαίους χριστιανούς που άναβαν κεριά στους τάφους των μαρτύρων)
Για να συμβολίσουμε τα καλά μας έργα σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου:
«οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες εκείνων που ανάβουν κερί και εκείνων υπέρ των οποίων το ανάβουν (σε πολλούς ναούς υπάρχουν ξεχωριστά μανουάλια όπου ανάβονται τα κεριά για τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους)
Τα κεριά, λέει ο Φίλιππος Σέρραρντ, -των οποίων το μελισσοκέρι, αποσταγμένο από το νέκταρ αναρίθμητων λουλουδιών, είναι η παρθένα ψυχή, το φως τους το πνεύμα που, θρεμμένο από την καθαρότερη ουσία της ψυχής, αγωνίζεται για τον ουρανό- ανάβονται, έτσι ώστε το μάτι να μπορεί να διεισδύει στα νοήματα που μιλούν μέσα από σχήματα και χρώματα. Όταν ανάβονται και σβήνονται, δεν αναλογιζόμαστε μόνο, αλλά μπορούμε να δούμε τη δημιουργία του φωτός και τον ερχομό του σκοταδιού και της αμαρτίας. … οι φλόγες των κεριών, που τρεμοσβήνουν σαν το πνεύμα που ζει σε κίνδυνο, απωθούν τα σκοτάδια…
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «οι λαμπάδες που ανάβεις σου φανερώνουν το νοητό φως. Επειδή, όπως η εκκλησία λάμπει ολόκληρη από τις λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της δικής σου ψυχής, πρέπει να λάμπει όλος νοητά…»

Τελικά ανάβοντας το κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φως που πήραμε με τη βάπτισή μας (γι’ αυτό στη διάρκεια της βάπτισης κρατάμε αναμμένες λαμπάδες). Το φως αυτό είναι το πυρ της Πεντηκοστής, το φως του Αγ. Πνεύματος (ανανεώνεται κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία, που προσευχόμαστε, κυρίως λαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού)
Να θυμόμαστε ότι το «φῶς τοῦ Χριστοῦ φαίνει πᾶσι»

ΒιβλιογραφΙα
1. ELIAS NICHOLAS REV., The Divine Liturgy explained, “Astir” Publishers, Athens 1979, p. 32
2. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόξοδον Εκκλησίαν, Αθήναι 2002, σελ.205,219
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ιερομόναχος, Η Θεία Λειτουργία (Σχόλια), Αθήνα 1987, εκδ. Δόμος, σελ. 177
4. ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, τ.2, Απρ.’99, σελ. 103-104
5. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΚΩΝ., Ο χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Αθήνα 1969, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 151
6. ΜΗΝΙΑΤΗΣ ΗΛΙΑΣ, Κατήχηση και Λειτουργική, Αθήναι 1974, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης και ΣΙΑ, σελ.93
7. ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Αρχιμ., Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος, Θεσσαλονίκη 1991, εκδ. «Το Περιβόλι της Παναγιάς», σελ. 75
8. ΣΕΡΡΑΡΝΤ ΦΙΛΙΠΠΟΣ, Οι Πατέρες της ερήμου κι εμείς, στο περ. ΣΥΝΑΞΗ, τευχ.56, Οκτ.-Δεκ.’95, σελ.64
9. ΤΟΛΜΗ, Γιατί ανάβουμε καντήλι στο σπίτι, κερί στην εκκλησία, έκδ. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
10. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, Αθήνα 19914, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 89,125

Συμβολισμός του Χριστιανικού – Βυζαντινού ναού

«Εἰ καί ἐξ ὑλῶν συγκείμενός ἐστιν, ἀλλ’ οὖν ὑπερκόσμιον ἔχει χάριν»
1. Ο χριστιανικός ναός είναι ένα ορατό σημείο – σύμβολο – εκείνου που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια. Η μυστική σημασία του ναού αποκαλύπτεται μόνο στούς «μεμυημένους», στους πιστούς.
2. Κάθε Χριστιανική εκκλησία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια «λίθινη αλληγορία» του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν νοείται χριστιανικός ναός, ο οποίος – κυρίως και κατεξοχήν – σ’ αυτήν οφείλει την ύπαρξή του.
3. Η Θεία Λειτουργία, που συνεχώς τελείται στο ναό, είναι μιά εικόνα- αντίτυπο της «ἐν οὐρανῷ» τελούμενης αγγελικής Λειτουργίας. Έτσι, ο χριστιανικός ναός θεωρείται – και έγινε με την πάροδο του χρόνου – το σύμβολο, το αντίτυπο και η επίγεια εικόνα του νοητού ουράνιου χώρου, στον οποίο -μπροστά στο Θρόνο του Θεού – τελείται η Θεία Λειτουργία από τους αγγέλους.
4. Στους βυζαντινούς χρόνους ο χριστιανικός ναός συμβολίζει ολόκληρο τον κόσμο. Σκεπή = ο ουρανός και δάπεδο = η γη. Ο χριστιανικός ναός δηλ. είναι ένας μικρόκοσμος και συμβολίζει τα ορατά και τα αόρατα. (Πρβλ. και τη Σκηνή του Μαρτυρίου στο Ναό των Ιεροσολύμων).
5. Το Ιερό Βήμα του χριστιανικού ναού συμβολίζει συνήθως τον ουρανό, ενώ ο κυρίως ναός τα γήινα, την «στρατευόμενη εκκλησία». Υπάρχει όμως και η τριαδική θεώρηση του χριστιανικού ναού, σύμφωνα με την οποία: (α) ο ναός πρέπει να έχει τρεις εισόδους (=Αγία Τριάδα). (β) ο πρόναος – νάρθηκας συμβολίζει τον εξωτερικό κόσμο, τη γη γενικά. (γ) o κυρίως ναός συμβολίζει τον «ορατόν» ουρανό και (δ) το Ιερό Βήμα συμβολίζει τα υπερουράνια, τον αόρατο πνευματικό κόσμο, τον Παράδεισο, όπου ο Θρόνος του Θεού. Αυτή η τριαδική θεώρηση και κυρίως η τριμερής διαίρεση του χριστιανικού ναού έχει τεράστια συμβολική σπουδαιότητα όχι μόνο για τους «μεμυημένους» πιστούς, αλλά και για την όλη εξέλιξη και διαμόρφωση της Χριστιανικής ναοδομίας γενικότερα.
6. Ο τρούλλος είναι το χαρακτηριστικότερο και το βασικότερο στοιχείο της Βυζαντινής ναοδομίας. Τονίζει, συμβολίζει και αισθητοποιεί – και μάλιστα κατά τον καλύτερο τρόπο – την σχέση με τον ουρανό και καθιστά το ναό σαν έναν κατ’ εξοχήν μυστηριακό χώρο. (Τα άστρα π.χ. του ουρανού συμβολίζονται με τα καντήλια και τους πολυελαίους των ναών κ.λπ.).
7. Ό άμβωνας συμβολίζει τον «Λίθον» του Τάφου του Χριστού, καθώς και την Αγία Τράπεζα. Από «τόν κυλισθέντα αὐτόν λίθον» (=άμβωνα) οι διάκονοι και οι ιερείς διαβάζουν και κηρύττουν το ιερό Ευαγγέλιο (=την Ανάσταση του Χριστού, το Λόγο του Θεού). Πάνω στη λίθινη Αγία Τράπεζα- που συμβολίζει τον Τάφο του Χριστού – τελείται η Θεία Ευχαριστία.
8. Οι κ ί ο ν ε ς και οι π ε σ σ ο ί, που βαστάζουν την οροφή του ναού, συμβολίζουν – κυρίως στους Βυζαντινούς χρόνους – τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους Αγίους, τους Μάρτυρες, τους Οσίους κ.λπ.
9. Εικονογράφηση. Τα ιερά πρόσωπα, σαν «καλοί στρατιώτες του Χριστού», εικονίζονται στα διάφορα μέρη του ναού. Στηρίξουν την Εκκλησία και ενισχύουν τους πιστούς. Τα εικονιζόμενα ιερά Πρόσωπα είναι «στῦλοι καί ἑδραιώματα» της Εκκλησίας και της Χριστιανικής Πίστεως.
10. Το εικονοστάσι – τέμπλο χωρίζει τον ανθρώπινο κόσμο (κυρίως ναός) από τον επουράνιο (ιερό Βήμα). Τα θωράκια του τέμπλου θεωρούνται σαν «αντίτυπα» των κάγκελων-πλακών του Τάφου του Χριστού. Ο συμβολισμός αυτός σχετίζεται και πάλι με την Αγία Τράπεζα, που είναι το κέντρο της Χριστιανικής Λατρείας.
Εκτός από τους βασικούς αυτούς συμβολισμούς, υπάρχουν και πολλοί άλλοι στα διάφορα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. Μάξιμος Ομολογητής, Συμεών Νέος Θεολόγος, Γερμανός Α’ Κων/λεως κ.ά.). Γεγονός είναι ότι ο συμβολισμός προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις: δεν επικρατεί μόνο στην παλαιοχριστιανική εποχή, αλλά και στη βυζαντινή και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανέκαθεν επικρατούσα συμβολική διάσταση: ο Χριστιανικός ναός, αν και αποτελείται από διάφορα υλικά, εν τούτοις έχει μια υπερκόσμια χάρη.
Από τους πλούσιους αυτούς συμβολισμούς των διαφόρων μερών του Χριστιανικού ναού μπορεί να κατανοήσει κανείς την έντονη θρησκευτική ζωή των περασμένων γενεών. Είναι, λοιπόν, φανερή η θρησκευτική ζωή, η «ναοκεντρική» γενικά ατμόσφαιρα, στην οποία ζούσαν οι βυζαντινοί προγονοί μας.
(Αντουράκη Γ., Χριστιανική Αρχαιολογία, τ. Α΄, Αθήνα 1984, σελ. 109-110)

Θαύμα της αγίας Μαρίνας

Πολλές φορές στην ζωή μας, σαν συνειδητοί Χριστιανοί, επικαλούμεθα τον Θεό και τους Αγίους Του. Αυτό λοιπόν έκανε και μια οικογένεια από την Κύπρο, γνωστή από τις τηλεοπτικές εκκλήσεις της το 2004 για την εξεύρεση δότη, προκειμένου να βρεθεί μόσχευμα για εγχείρηση στο μικρό παιδί τους, τον Ανδρέα, που έπασχε από λευχαιμία.

Μόσχευμα βρέθηκε και οι γονείς ετοιμάσθηκαν για να ταξιδεύσουν στις Η.Π.Α., όπου θα γινόταν η λεπτή χειρουργική επέμβαση μεταμόσχευσης μυελού. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο μόσχευμα, καθώς επίσης και η μεταμόσχευση αυτή, δεν έχουν καμία σχέση με την απάτη της «δωρεάς οργάνων», αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δότης που παραχώρησε το μόσχευμα παρέμεινε ζωντανός και υγιής, σε αντίθεση με τους δότες της «δωρεάς οργάνων», οι οποίοι καταδικάζονται και οδηγούνται από τους «γιατρούς» ζωντανοί σε θάνατο.

Όλοι θυμόμαστε τότε την αγωνία της οικογένειας του Βάσου Βασιλείου από τη Λεμεσό και τις καθημερινές εκκλήσεις τους στον Χριστό μας για να σώσει το παιδί τους. Πριν λοιπόν ξεκινήσουν για την εγχείρηση, οι γονείς άκουσαν για τα Θαύματα της Αγίας Μαρίνας και πήραν την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσουν στο Μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας στην Άνδρο, για να ζητήσουν την Ευλογία Της.

Στο τηλέφωνο ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, υποσχέθηκε πως θα προσευχηθεί στην Αγία και ευχήθηκε στους γονείς να έχει το παιδί την Αγία Μαρίνα στο χειρουργείο για βοήθεια. Πράγματι με την ευχή του Ηγουμένου Κυπριανού στις αποσκευές τους και με ακράδαντη την πίστη για τη βοήθεια της Αγίας Μαρίνας, οι δύο γονείς και ο μικρός Ανδρέας μετέβησαν στις Η.Π.Α.

Μετά τις καθιερωμένες προκαταρκτικές εξετάσεις προετοιμασίας, ο μικρός Ανδρέας εισήλθε για την πραγματικά πολύ σοβαρή και λεπτή εγχείρηση.
Λίγη ώρα πριν το χειρουργείο, παρουσιάστηκε στον ιατρό που θα χειρουργούσε τον μικρό Ανδρέα μία γυναίκα. Είπε πως είναι γιατρός και παρακάλεσε να παρακολουθήσει την εγχείρηση, επειδή ήταν προσωπική ιατρός του μικρού Ανδρέα. Η συζήτηση της γυναίκας με τον χειρούργο, έδειχνε πως κατείχε την ιατρική επιστήμη και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στο χειρούργο να σκεφτεί πως δεν είναι ιατρός.

Εκείνος πάντως της είπε πως δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στο χειρουργείο ξένος ιατρός και πως αποτελούσε πρακτική της ιατρικής του ομάδας, να μην μετέχουν άλλοι στις λεπτές αυτές εγχειρήσεις. Η επιμονή όμως της γυναίκας έκαμψε την αρχική αδιαλλαξία του χειρούργου. Της ζήτησε να αφήσει τα στοιχεία της στη γραμματεία και να εισέλθει στη συνέχεια στο χειρουργείο μαζί του.

Έτσι και έγινε. Η άγνωστη ιατρός εισήλθε στο χειρουργείο και όχι απλώς παρακολουθούσε, αλλά συμμετείχε ενεργά στην εγχείρηση του μικρού Ανδρέα. Αρκετές φορές μάλιστα έδωσε τις κατευθύνσεις για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η επέμβαση.

Όλα πήγαν καλά και ο γιατρός αφού την ευχαρίστησε εξήλθε του χειρουργείου. Το ζεύγος Βασιλείου έτρεξε να πληροφορηθεί για το πώς πήγε η εγχείρηση.
«Όλα πήγαν πολύ καλά» τους είπε. Και πρόσθεσε:
«Δεν μπορώ όμως να καταλάβω, πώς είχατε μια τέτοια γιατρό για το παιδί σας και ήλθατε σε μένα;».

Οι γονείς έκπληκτοι του απάντησαν ότι δεν είχαν φέρει κάποια γιατρό και δεν γνωρίζουν κάτι σχετικό. Ο χειρούργος όμως επέμενε και τους είπε πως όταν εξήλθε από το χειρουργείο, η γιατρός του μικρού Ανδρέα παρέμεινε για λίγο μέσα με την υπόλοιπη ιατρική ομάδα.

Ως εκ τούτου κάπου εκεί γύρω θα έπρεπε να είναι, γι’αυτό και τους προέτρεψε να τη συναντήσουν. Μάταια όμως έψαχναν να τη βρουν. Η γιατρός είχε εξαφανισθεί…

Σκέφθηκαν πως θα έφυγε και πήγαν μετά την προτροπή του χειρούργου στη γραμματεία, για να ζητήσουν τα στοιχεία της προκειμένου να την ευχαριστήσουν. Πίστευαν πως ίσως κάποια γιατρός από την Ελλάδα ή την Κύπρο, ευαισθητοποιήθηκε και ταξίδευσε στις Η.Π.Α. για να συμβάλλει στην λεπτή χειρουργική επέμβαση.

Με έκπληξη διαπίστωσαν πως η άγνωστη γυναίκα ιατρός, είχε υπογράψει με το όνομα «Μαρίνα από την Άνδρο» (Marina from Andros).

Δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Στέκονταν επί αρκετή ώρα αμήχανοι μπροστά στο Θαύμα της Αγίας Μαρίνας. Τα δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πλημμύρισαν τα μάτια τους.
Θυμήθηκαν αυτό που τους είχε πει ο σεβαστός Γέροντας και Ηγούμενος της ομώνυμης Ιεράς Μονής: “Πηγαίνετε στην Αμερική και εύχομαι η Αγία Μαρίνα να είναι μέσα στο χειρουργείο”.

Την απερίγραπτη χαρά τους για την επιτυχή έκβαση της εγχείρησης και την επαναφορά της υγείας του μικρού Ανδρέα, τη μετέφεραν στα Μ.Μ.Ε. μιλώντας για το αληθινό Θαύμα.

Από τότε έβαλαν ως τάμα να βρίσκονται πάντοτε οικογενειακώς στην Άνδρο, την ημέρα της Μνήμης της Αγίας Μαρίνας.
Έτσι και πράττουν, ενώ όπως ανέφερε Μοναχός της Ιεράς Μονής με τον οποίο συνομιλήσαμε δύο φορές, στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η οικογένεια Βασιλείου μεταβαίνει τακτικά από τη Λεμεσό κάθε καλοκαίρι στην Άνδρο, για να ευχαριστήσει την Αγία Μαρίνα που έσωσε τον μικρό Ανδρέα.

Ουδέποτε λοιπόν απουσίασαν τα Θαύματα των Αγίων από τη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και είθε ο Πανάγαθος Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, να Ενισχύει την πίστη μας με τα Θαύματα των Αγίων μας.

• Ευχαριστούμε θερμώς την κ. Σπυριδούλα Κυριακοπούλου, συνταξιούχο ιατρό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας ενημερώσει για το ανωτέρω Θαύμα. Θερμές ευχαριστίες στον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής και στην Αδελφότητα, για τις διευκρινίσεις και τις απαντήσεις που μας έδωσαν στα ερωτήματα που τους θέσαμε.

Το τηλέφωνο της Ιεράς Μονής Αγίας Μαρίνης Άνδρου είναι : 22820 – 24074.

Πηγή: Στύλος Ορθοδοξίας (Τεύχος Ιανουαρίου 2006)
_________________
Aπό ‘να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος (Οδυσσέας Ελύτης)

“Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;”

Ένας άθεος καθηγητής της φιλοσοφίας συζητά με έναν φοιτητή του στην αίθουσα, για την σχέση μεταξύ επιστήμης και πίστης στον Θεό.

Καθηγητής: Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;

Φοιτητής: Βεβαίως, κύριε.

Καθ.: Είναι καλός ο Θεός;

Φοιτ.: Φυσικά.

Καθ.: Είναι ο Θεός παντοδύναμος;

Φοιτ.: Ναι

Καθ.: Ο αδερφός μου πέθανε από καρκίνο παρότι παρακαλούσε τον Θεό να τον γιατρέψει και προσευχόταν σε Αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν αυτούς που έχουν την ανάγκη τους. Πού είναι η καλοσύνη του Θεού λοιπόν;

Φοιτ.: …

Καθ.: Δεν μπορείς να απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Ας ξαναρχίσουμε μικρέ μου. Είναι καλός ο Θεός;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Είναι καλός ο διάβολος;

Φοιτ.: Όχι.

Καθ.: Ποιος δημιούργησε τον διάβολο;

Φοιτ.: Ο…Θεός…

Καθ.: Σωστά. Πες μου παιδί μου, υπάρχει κακό σ’ αυτόν τον κόσμο;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Το κακό βρίσκεται παντού, έτσι δεν είναι; Και ο Θεός έπλασε τα πάντα, σωστά;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Άρα λοιπόν ποιος δημιούργησε το κακό;

Φοιτ.: …

Καθ.: Υπάρχουν αρρώστιες; Ανηθικότητα; Μίσος; Ασχήμια; Όλα αυτά τα τρομερά στοιχεία υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο, έτσι δεν είναι;

Φοιτ.: Μάλιστα.

Καθ.: Λοιπόν, ποιος τα δημιούργησε;

Φοιτ.: …

Καθ.: Η επιστήμη λέει ότι χρησιμοποιείς τις 5 αισθήσεις σου για να αναγνωρίζεις το περιβάλλον γύρω σου και να προσαρμόζεσαι σε αυτό. Πες μου παιδί μου, έχεις δει ποτέ τον Θεό;

Φοιτ.: Όχι, κύριε.

Καθ.: Έχεις ποτέ αγγίξει το Θεό; Έχεις ποτέ γευτεί το Θεό, μυρίσει το Θεό σου; Και τέλος πάντων, έχεις ποτέ αντιληφθεί με κάποια από τις αισθήσεις σου το Θεό;

Φοιτ.: …Όχι, κύριε. Φοβάμαι πως όχι.

Καθ.: Και παρόλα αυτά πιστεύεις ακόμα σε Αυτόν;

Φοιτ.: Ναι.

Καθ.: Σύμφωνα με εμπειρικό, ελεγχόμενο και με δυνατότητα μελέτης των αποτελεσμάτων ενός φαινομένου πρωτόκολλο, η επιστήμη υποστηρίζει ότι ο Θεός σου δεν υπάρχει. Τι έχεις να απαντήσεις σε αυτό, παιδί μου;

Φοιτ.: Τίποτα. Εγώ έχω μόνο την πίστη μου.

Καθ.: Ναι, η πίστη. Και αυτό είναι το πρόβλημα της επιστήμης.

Φοιτ: Καθηγητά, υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε θερμότητα;

Καθ.: Ναι.

Φοιτ.: Και υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε κρύο;

Καθ.: Ναι.

Φοιτ.: Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει. Μπορεί να έχεις μεγάλη θερμότητα, ακόμα περισσότερη θερμότητα, υπερθερμότητα, καύσωνα, λίγη θερμότητα ή καθόλου θερμότητα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται κρύο. Μπορεί να χτυπήσουμε 458 βαθμούς υπό το μηδέν, που σημαίνει καθόλου θερμότητα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται «κρύο». «Κρύο» είναι μόνο μια λέξη, που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την απουσία θερμότητας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κρύο. Η θερμότητα είναι ενέργεια. Το κρύο δεν είναι το αντίθετο της θερμότητας, κύριε, είναι απλά η απουσία της.
Στην αίθουσα επικρατεί σιγή…!!!
Φοιτ.: Σκεφτείτε το σκοτάδι, καθηγητά. Υπάρχει κάτι που να ονομάζουμε σκοτάδι;

Καθ.: Ναι, τι είναι η νύχτα αν δεν υπάρχει σκοτάδι;

Φοιτ.: Κάνετε και πάλι λάθος, κύριε καθηγητά. Το «σκοτάδι» είναι η απουσία κάποιου άλλου παράγοντα. Μπορεί να έχεις λιγοστό φως, κανονικό φως, λαμπερό φως, εκτυφλωτικό φως… Αλλά, όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα και αυτό το ονομάζουμε σκοτάδι, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα το σκοτάδι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε θα μπορούσες να κάνεις το σκοτάδι σκοτεινότερο.

Καθ.: Που θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά, νεαρέ;

Φοιτ.: Κύριε, ότι η φιλοσοφική σας σκέψη είναι ελαττωματική.

Καθ.: Ελαττωματική!; Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;

Φοιτ.: Καθηγητά, σκέφτεστε μέσα στα όρια της δυαδικότητας. Υποστηρίζετε ότι υπάρχει η ζωή και μετά υπάρχει και ο θάνατος, ένας καλός Θεός και ένας κακός Θεός. Βλέπετε την έννοια του Θεού σαν κάτι τελικό, κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Κύριε, η επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε κάτι τόσο απλό όπως την σκέψη. Χρησιμοποιεί την ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια, αλλά δεν έχει δει ποτέ, πόσο μάλλον να καταλάβει απόλυτα αυτήν την ενέργεια. Το να βλέπεις το θάνατο σαν το αντίθετο της ζωής είναι σαν να αγνοείς το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομος. Ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής: είναι απλά η απουσία της. Τώρα πείτε μου, καθηγητά. Διδάσκετε στους φοιτητές σας ότι εξελίχτηκαν από μια μαϊμού;

Καθ.: Εάν αναφέρεσαι στην φυσική εξελικτική πορεία, τότε ναι, και βέβαια.

Φοιτ.: Έχετε ποτέ παρακολουθήσει με τα μάτια σας την εξέλιξη;

Καθ.: …

Φοιτ.: Εφόσον κανένας δεν παρακολούθησε ποτέ την διαδικασία εξέλιξης επιτόπου και κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ, τότε διδάσκεται την προσωπική σας άποψη επί του θέματος. Τότε μήπως δεν είστε επιστήμονας, αλλά απλά ένας κήρυκας;

Καθ.: .

Φοιτ.: Υπάρχει κάποιος στην τάξη που να έχει δει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Που να έχει ακούσει ή νιώσει ή ακουμπήσει ή μυρίσει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Κανένας. Άρα σύμφωνα με τους κανόνες του εμπειρικού, ελεγχόμενου και με δυνατότητα προβολής πρωτοκόλλου, η επιστήμη ισχυρίζεται ότι δεν έχετε εγκέφαλο, κύριε. Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, με όλο τον σεβασμό, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά που διδάσκετε, κύριε;

Καθ.: Μου φαίνεται ότι απλά θα πρέπει να στηριχτείς στην πίστη σου, παιδί μου.

Φοιτ.: Αυτό είναι, κύριε… Ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού είναι η ΠΙΣΤΗ.. Αυτή είναι που κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά.

Αυτός ο νεαρός φοιτητής ήταν ο ALBERT EINSTEIN…

Πηγή: http://nostou-algos.pblogs.gr/2009/08/o-ainstain-kai-h-pisth-sto-theo.html

Το σύμβολο του Σταυρού-τι σημαίνει ο σταυρός που κάνουμε

Αν ο Σταυρός του Χριστού έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της Εκκλησίας, αισθητή έκφραση και δήλωση της πίστης των Χριστιανών, δεν ήταν για να θυμίζει απλώς το πάθος του Θεανθρώπου και το αντίτιμο που καταβλήθηκε στην οργισμένη δικαιοσύνη του Θεού. Οι Χριστιανοί αποτυπώνουν πάνω στο σώμα τους το σημείο του σταυρού, δηλώνοντας την εκούσια αυτοπαραίτηση από την ατομική αυτοτέλεια, την θυσιαστική αναφορά της ζωής τους στο θέλημα του Πατρός. «Τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού», γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «και τα νοούμενα πάντα δείται ταφής». Όλα τα φαινόμενα, κάθε τι που μας γίνεται προσιτό μέσα από τις ατομικές αισθήσεις και κάθε γνώση που κατακτάμε με την ατομική μας διάνοια, όλα όσα μοιάζουν να μας υποτάσσονται χάρη στις ατομικές μας ικανότητες, πρέπει να σταυρωθούν και να ταφούν, να νεκρωθούν ως ατομικές βεβαιότητες και θωρακίσεις του εγώ, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ερωτική σχέση και αυθυπέρβαση.
Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί σφραγίζουν το σώμα τους με το σημείο του σταυρού, όχι μόνο όταν προσεύχονται, αλλά «ουτινοσούν προκαταρχόμενοι πράγματος»: «επί άρτων βιβρωσκομένων, και επί ποτηρίων πινομένων• εν εισόδοις, εν εξόδοις… κοιταζόμενοι και διανιστάμενοι». Κάθε φάση και κάθε πτυχή της καθημερινότητας σφραγίζεται με το σημάδι του ζωοποιού θανάτου, της υπακοής στο θέλημα του Πατρός, το θέλημα της ζωής. Γιατί ο Σταυρός δεν είναι σημείο ανάμνησης και συναισθηματικής ή ηθικοδιδακτικής αναφοράς, αλλά σύμβολο και δήλωση συσχηματισμού με τον τρόπο υπάρξεως του Χριστού, τον τρόπο της ζωής. Και σαν τέτοιο σύμβολο, αποκαλυπτικό της ζωής που συνιστά την Εκκλησία και την ελπίδα των πιστών, αποτυπώνεται τελικά ο σταυρός και πάνω στα μνήματα των κεκοιμημένων, βεβαιώνοντας την είσοδό τους στη «χώρα των ζώντων».
(Χρήστου Γιανναρά, Αλφαβητάρι της πίστης, Αθήνα 1988, εκδ. Δόμος, σελ. 171-72)

Ακούσατε αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει. Πρώτον όπως η Αγία Τριάς δοξάζεται εις τον ουρανόν από τους Αγγέλους, ούτω και συ να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα της δεξιάς χειρός• και μη δυνάμενος να αναβής εις τον ουρανόν να προσκύνησης, βάνεις την χείρα σου εις την κεφαλήν σου (διότι η κεφαλή σημαίνει τον ουρανόν) και λέγεις: Καθώς οι Άγγελοι δοξάζουσι την Αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ ως δούλος δοξάζω και προσκυνώ την Αγίαν Τριάδα• και καθώς τα δάκτυλα είναι τρία, είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί, έτσι και η Αγία Τριάς είναι τρία πρόσωπα, αλλά εις Θεός. Κατεβάζων το χέρι σου εις την κοιλίαν σου να λέγης: Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω. Κύριε μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου δια τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εις τον αριστερόν ώμον λέγεις: Σε παρακαλώ, Κύριε μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτοντας κάτω εις την γην: Σε δοξάζω, Θεέ μου. Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω, ότι καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνει την ανάστασιν και λέγεις. Σε δοξάζω και Σε προσκυνώ, Κύριέ μου, ότι ανέστης εκ νεκρών δια να μας χαρίσης ζωήν αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο Σταυρός!
[Λιδαχαί και προφητείαι Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Έκδοσις Ορθοδ. Χριστιανικής Αδελφότητος «Λυδία», σελ. 80-81]

Φέρνουμε το χέρι στο μέτωπο, τη σωματική περιοχή της διανοητικής λειτουργίας, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπούμε το Θεό μ’ όλη τη διάνοιά μας, και ότι αφιερώνουμε σ’ Αυτόν όλες τις σκέψεις μας.

Το χέρι έρχεται κατόπιν στην κοιλιά. Έτσι δηλώνουμε συμβολικά ότι προσφέρουμε στον Κύριο όλες τις επιθυμίες μας και όλα τα συναισθήματά μας.

Τέλος, φέρνουμε το χέρι στους ώμους, πρώτα στο δεξιό και μετά στον αριστερό, ομολογώντας έτσι ότι και κάθε σωματική μας δραστηριότητα ανήκει σ’ Εκείνον.

[Το σημείο του Σταυρού- Δύναμη, σημασία και θάυατά του, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σ. 15]

«… ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν.»

«ἀπό δέ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν.» (Μτθ. 11,12)

Το χωρίο αυτό, το οποίο προκαλεί εντύπωση και απορίες στους πιστούς υποδηλώνει τον αγώνα που θα πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών.

Ο αείμνηστος καθηγητής Π. Τρεμπέλας ερμηνεύει ως εξής τον εν λόγω στίχο: «Νέοι χρόνοι ήλθαν τώρα. Άλλη η προ του Ιωάννου εποχή και άλλη η εποχή η σημερινή. Από την εποχή που άρχισε το κήρυγμά του ο Ιωάννης ως τώρα, η βασιλεία των ουρανών, την οποία δεν μπορούσε κανείς να αποκτήσει, κερδίζεται δια της βίας και εκείνοι, που μεταχειρίζονται σπουδή και βία πάνω στον εαυτό τους την αρπάζουν γρήγορα πριν τους φύγει και την κρατούν σφικτά.»

Στο Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 19582, έκδ. «Αδελφότης Θεολόγων η ‘Ζωή’», σελ. 215-216 ο καθηγητής αναφέρει:

Διάφορες ερμηνείες του στίχου προτάθηκαν.

Φυσικότερες αυτές των Ζιγαβηνού και Χρυσοστόμου. Σύμφωνα με αυτές οι βασιλεία των ουρανών «βιαίως ἁρπάζεται παρά τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ βιάζειν ἑαυτούς καί νικᾶν τήν ἀνάγκην τῶν οἱωνδήποτε παθῶν ἤ καί τήν τυραννίδα τῆς ἀπιστίας»(Ζιγαβηνός). «Πάντες δέ οἱ μετά σπουδῆς προσιόντες» (Χρυσόστομος), οι βιαστές αρπάζουν αυτή.

Λιγότερο πιθανές: Αφότου ο Βαπτιστής εγκαινίασε την αποστολή του, τα παλιά εμπόδια, τα οποία υψώνονταν γύρω από τη Βασιλεία, κατέπεσαν. Ο Ιωάννης αποκήρυξε την κατά σάρκα από τον Αβραάμ καταγωγή, αφού δεν είχε πραγματική αξία. Συνεπώς έκτοτε η είσοδος στη βασιλεία παραβιάστηκε, ώστε να μπαίνουν σ’ αυτήν και άνθρωποι τους οποίους η παλαιά ιουδαϊκή ορθοδοξία απέκλειε.

Κυριεύεται αυτή με έφοδο ενθουσιώδους λαού, όπως των τελωνών και πορνών. Ή η βασιλεία των ουρανών από τις μέρες του Ιωάννη μέχρι τώρα τυγχάνει βίαιης μεταχείρισης και άνθρωποι βίαιοι την κακομεταχειρίζονται δηλ. καταδιώκουν τους αντιπροσώπους της (Dalman).

«ἀπό δέ τῶν ἡμερῶν»: οι ημέρες του Ιωάννου κλείνουν την εποχή της Π.Δ. και εγκαινιάζουν αυτή της Καινής· διότι το κήρυγμα της μετανοίας και το βάπτισμά του παρέπεμπε τους ανθρώπους στον Χριστό, ο οποίος είναι αυτός που κατέβηκε για να εγκαινιάσει τη Βασιλεία του Θεού στη γη.

«βιάζεται»: με τη βία κερδίζεται, με μεγάλη σπουδή και με όλες μας τις δυνάμεις επιζητείται η κληρονομία της βασιλείας των ουρανών.

«βιασταί»: όσοι επιθυμούν και επιζητούν με κάθε σπουδή και ένταση την κληρονομία της βασιλείας.

«ἁρπάζουσιν»: με επιθυμία και σπουδή διεκδικούν αυτή για τους εαυτούς τους, έτσι ώστε αφού συλλάβουν αυτή, ύστερα από σύντονες προσπάθειες, και αφού καταρρίψουν όλα τα εμπόδια, να μπορέσουν να πετύχουν τις προσφερόμενες σ’ αυτούς ευλογίες.

Την ίδια ερμηνεία δίνει και στον στίχο Λκ. 16,16:

«Ὁ νόμος καί οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπό τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καί πᾶς εἰς αὐτήν βιάζεται.»

(… Από την εποχή δε του Ιωάννου καταγγέλλεται φανερά το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και κάθε άνθρωπος φρόνιμος και συνετός βιάζει τον εαυτό του και σπεύδει να μπει σ’ αυτήν.)

«βιάζεται»: όσοι θέλουν να κατακτήσουν τον ουρανό πρέπει να κοπιάσουν, πρέπει να αγωνιστούν εναντίον των παθών και επιθυμιών τους και των πειρασμών του κόσμου.

(Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 19954, έκδ. «Αδελφότης Θεολόγων η ‘Ζωή’», σελ. 476

Για περισσότερα πατήστε εδώ: http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?f=14&t=3938

Η Κυριακή Προσευχή -Το νόημα του «Πάτερ ἡμῶν»

Τι είναι η Προσευχή

Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η προσευχή ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωση με το Θεό, και ως προς την ενέργειά της, σύσταση και διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με το Θεό, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς που χτυπά την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδας, διάλυση της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωση του θυμού, καθρέφτης της πνευματικής προόδου, δήλωση της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξας που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα. Μοιάζει, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Tito Colliander, με την αράχνη. Η αράχνη κάθεται στη μέση στον ιστό της και καταλαβαίνει αμέσως και το παραμικρότερο έντομο που πέφτει σ’αυτόν. Το σκοτώνει αμέσως. Το ίδιο κάνει και η προσευχή στην καρδιά. Μόλις το ελάχιστο κίνημα της καρδιάς πληροφορήσει την προσέγγιση ενός εχθρού, αμέσως η προσευχή τον αφανίζει.

Οι τρεις Ιεράρχες και το όραμα της παιδείας

Ο αγαπητός Σύμβουλος Ανδρέας Αργυρόπουλος ανάρτησε σχετική ομιλία στο ιστολόγιό του. Όσοι θέλετε να την διαβάσετε πατήσετε εδώ.

Ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός με το αιώνιο χαμόγελο

Ο βίος του αγίου Αντωνίου


ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
γίου θανασίου

γαθν μιλλαν νεστήσασθε πρς τος ν Αγύπτ μοναχος, τοι παρισωθναι, κα περβάλλεσθαι τούτους προελόμενοι τ κατ’ ρετν μν σκήσει.
Κα γρ κα παρ’ μν λοιπν μοναστήρια, κα τ τν μοναχν νομα πολιτεύεται.
Ταύτην μν ον τν πρόθεσιν δικαίως ν τις παινέσειε, κα εχομένων μν, Θες τελειώσειεν·
πειδ δ πτήσατε κα παρ’ μο περ τς πολιτείας το μακαρίου ντωνίου, μαθεν θέλοντες πως τε ρξατο τς σκήσεως, κα τίς ν πρ ταύτης, κα ποον σχε το βίου τ τέλος, κα ε ληθ τ περ ατο λεγόμενά στιν, να κα πρς τν κείνου ζλον αυτος γάγητε·
μετ πολλς προθυμίας δεξάμην τ παρ’ μν πίταγμα.
Κμο γρ μέγα κέρδος φελείας στ κα τ μόνον ντωνίου μνημονεύειν.
Οδα δ, τι κα μες κούσαντες, μετ το θαυμάσαι τν νθρωπον, θελήσετε κα ζηλσαι τν κείνου πρόθεσιν·
στι γρ μοναχος κανς χαρακτρ πρς σκησιν ντωνίου βίος.
Ος μν ον κούσατε περ ατο παρ τν παγγειλάντων, μ πιστήσητε, λίγα δ μλλον κηκοέναι παρ’ ατν νομίζετε·
πάντως γρ κκενοι μόγις τοσατα διηγήσαντο.
πε κγ, προτραπες παρ’ μν, σα ν δι τς πιστολς σημαν, λίγα τν κείνου μνημονεύσας πιστείλω·
κα μες δ μ παύσησθε τος νθένδε πλέοντας ρωτν.
σως γρ, κάστου λέγοντος περ οδε, μόγις παξίως περ κείνου γένηται διήγησις.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

βουλόμην γρ ον, δεξάμενος μν τν πιστολν, μεταπέμψασθαί τινας τν μοναχν, τν μάλιστα πυκνότερον εωθότων πρς ατν παραγίνεσθαι·
ς ν τι πλέον μαθν πληρέστερον μν πιστείλω·
πειδ δ γρ κα καιρς τν πλωΐμων συνέκλειε, κα γραμματοφόρος σπευδε·
δι τοτο περ ατός τε γινώσκω (πολλάκις γρ ατν ώρακα), κα μαθεν δυνήθην παρ’ ατο, κολουθήσας ατ χρόνον οκ λίγον, κα πιχέων δωρ κατ χερας ατο, γράψαι τ ελαβεί μν σπούδασα·
πανταχο τς ληθείας φροντίσας, να μήτε πλέον τις κούσας πιστήσ, μήτε πάλιν λάττονα το δέοντος μαθν, καταφρονήσ το νδρός.
ντώνιος γένος μν ν Αγύπτιος, εγενν δ γονέων κα περιουσίαν ατάρκη κεκτημένων, κα Χριστιανν ατν ντων, Χριστιανικς νήγετο κα ατός.
Κα παιδίον μν ν, τρέφετο παρ τος γονεσι, πλέον ατν κα το οκου μηδν τερον γινώσκων·
πειδ δ κα αξήσας γένετο πας, κα προέκοπτε τ λικί, γράμματα μν μαθεν οκ νέσχετο, βουλόμενος κτς εναι κα τς πρς τος παδας συνηθείας·
τν δ πιθυμίαν πσαν εχε, κατ τ γεγραμμένον περ το ακβ, ς πλαστος οκεν ν τ οκί ατο.
Συνήγετο μέντοι μετ τν γονέων ν τ Κυριακ·
κα οτε ς πας ἐῤῥᾳθύμει, οτε ς τ λικί προκόπτων κατεφρόνει·
λλ κα τος γονεσιν πετάσσετο, κα τος ναγνώσμασι προσέχων, τν ξ ατν φέλειαν ν αυτ διετήρει.
Οτε δ πάλιν ς πας ν μετρί περιουσί τυγχάνων νώχλει τος γονεσι ποικίλης κα πολυτελος νεκα τροφς, οτε τς κ ταύτης δονς ζήτει·
μόνοις δ ος ηρισκεν ρκετο, κα πλέον οδν ζήτει.
Μετ δ τν θάνατον τν γονέων, ατς μόνος κατελείφθη μετ μις βραχυτάτης δελφς·
κα ν τν γγς δέκα κα κτ, κα εκοσι γεγονς, ατός τε τς οκίας κα τς δελφς φρόντιζεν.
Οπω δ μνες ξ παρλθον το θανάτου τν γονέων ατο, κα κατ τ εωθς προερχόμενος ες τ Κυριακν, κα συνάγων αυτο τν διάνοιαν, λογίζετο περιπατν, πς ο μν πόστολοι πάντα καταλιπόντες κολούθησαν τ Σωτρι·
ο δ ν τας Πράξεσι πωλοντες τ αυτν φερον κα τίθουν παρ τος πόδας τν ποστόλων, ες διάδοσιν τν χρείαν χόντων, τίς τε κα πόση τούτοις λπς ν ορανος πόκειται.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Τατα δ νθυμούμενος, εσλθεν ες τν κκλησίαν, κα συνέβη τότε τ Εαγγέλιον ναγινώσκεσθαι, κα κουσε το Κυρίου λέγοντος τ πλουσί·
Ε θέλεις τέλειος εναι, παγε, πώλησον πάντα τ πάρχοντά σοι, κα δς πτωχος, κα δερο κολούθει μοι, κα ξεις θησαυρν ν ορανος.
δ ντώνιος, σπερ θεόθεν σχηκς τν τν γίων μνήμην, κα ς δι’ ατν γενομένου το ναγνώσματος, ξελθν εθς κ το Κυριακο, τς μν κτήσεις ς εχεν κ προγόνων (ρουραι δ σαν τριακόσιαι εφοροι κα πάνυ καλα), ταύτας χαρίσατο τος π τς κώμης, να ες μηδ’ τιον χλήσωσιν ατ τε κα τ δελφ.
Τ δ λλα σα ν ατος κινητ, πάντα πωλήσας, κα συναγαγν ργύριον κανν, δέδωκε τος πτωχος, τηρήσας λίγα δι τν δελφήν.
ς δ, πάλιν εσελθν ες τ Κυριακν, κουσεν ν τ Εαγγελί το Κυρίου λέγοντος, Μ μεριμνήσητε περ τς αριον, οκ νασχόμενος τι μένειν, ξελθν διέδωκε κκενα τος μετρίοις.
Τν δ δελφν παραθέμενος γνωρίμοις κα πιστας παρθένοις, δούς τε ατν ες Παρθεννα νατρέφεσθαι, ατς πρ τς οκίας σχόλαζε λοιπν τ σκήσει, προσέχων αυτ κα καρτερικς αυτν γων.
Οπω γρ ν οτως ν Αγύπτ συνεχ μοναστήρια, οδ’ λως δει μοναχς τν μακρν ρημον, καστος δ τν βουλομένων αυτ προσέχειν ο μακρν τς δίας κώμης καταμόνας σκετο.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

ν τοίνυν ν τ πλησίον κώμ τότε γέρων, κ νεότητος τν μονήρη βίον σκήσας·
τοτον δν ντώνιος, ζήλωσεν ν καλ·
κα πρτον μν ρξατο κα ατς μένειν ν τος πρ τς κώμης τόποις.
Κκεθεν ε που τιν σπουδαον κουεν, προερχόμενος ζήτει τοτον ς σοφ μέλισσα·
κα ο πρότερον ες τν διον τόπον νέκαμπτεν, ε μ τοτον ωράκει, κα σπερ φόδιόν τι τς ες ρετν δο παρ’ ατο λαβν, πανει.
κε τοίνυν τς ρχς διατρίβων, τν διάνοιαν στάθμιζεν, πως πρς μν τ τν γονέων μ πιστρέφηται, μηδ τν συγγενν μνημονεύ·
λον δ τν πόθον κα πσαν τν σπουδν χ περ τν τόνον τς σκήσεως.
Εργάζετο γον τας χερσν, κούσας·
δ ργς μηδ σθιέτω·
κα τ μν ες τν ρτον, τ δ ες τος δεομένους νήλισκε.
Προσηύχετο δ συνεχς, μαθν, τι δε κατ’ δίαν προσεύχεσθαι διαλείπτως.
Κα γρ προσεχεν οτως τ ναγνώσει, ς μηδν τν γεγραμμένων π’ ατο πίπτειν χαμα, πάντα δ κατέχειν, κα λοιπν ατ τν μνήμην ντ βιβλίων γίνεσθαι.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Οτω μν ον αυτν γων, γαπτο παρ πάντων ντώνιος·
ατς δ τος σπουδαίοις, πρς ος πήρχετο, γνησίως πετάσσετο, κα καθ’ αυτν κάστου τ πλεονέκτημα τς σπουδς κα τς σκήσεως κατεμάνθανε·
κα το μν τ χαρίεν, το δ τ πρς τς εχς σύντονον θεώρει·
κα λλου μν τ όργητον, λλου δ τ φιλάνθρωπον κατενόει·
κα τ μν γρυπνοντι, τ δ φιλολογοντι προσεχε·
κα τν μν ν καρτερί, τν δ ν νηστείαις κα χαμευνίαις θαύμαζε·
κα το μν τν πραότητα, το δ τν μακροθυμίαν παρετηρετο·
πάντων δ μο τν ες τν Χριστν εσέβειαν, κα τν πρς λλήλους γάπην σημειοτο·
κα οτω πεπληρωμένος, πέστρεφεν ες τν διον το σκητηρίου τόπον·
λοιπν ατς τ παρ’ κάστου συνάγων ες αυτν, κα σπουδάζων ν αυτ τ πάντων δεικνύναι·
κα γρ πρς τος καθ’ λικίαν σους οκ ν φιλόνεικος, μόνον να μ δεύτερος κείνων ν τος βελτίοσι φαίνηται·
κα τοτο πραττεν στε μηδένα λυπεν, λλ κκείνους π’ ατ χαίρειν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Πάντες μν ον ο π τς κώμης κα ο φιλόκαλοι, πρς ος εχε τν συνήθειαν, οτως ατν ρντες, κάλουν θεοφιλ·
κα ο μν ς υἱὸν, ο δ ς δελφν σπάζοντο.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

δ μισόκαλος κα φθονερς διάβολος οκ νεγκεν ρν ν νεωτέρ τοιαύτην πρόθεσιν.
λλ’ οα μεμελέτηκε ποιεν, πιχειρε κα κατ τούτου πράττειν·
κα τ μν πρτον πείραζεν ατν π τς σκήσεως καταγαγεν, ποβάλλων μνήμην τν κτημάτων, τς δελφς τν κηδεμονίαν, το γένους τν οκειότητα, φιλαργυρίαν, φιλοδοξίαν, τροφς τν ποικίλην δονν, κα τς λλας νέσεις το βίου, κα τέλος τ τραχ τς ρετς, κα ς πολς ατς στιν πόνος·
το τε σώματος τν σθένειαν πετίθετο, κα το χρόνου τ μκος.
Κα λως πολν γειρεν ατ κονιορτν λογισμν ν τ διανοί, θέλων ατν ποσχοινίσαι τς ρθς προαιρέσεως.
ς δ εδεν αυτν χθρς σθενοντα πρς τν το ντωνίου πρόθεσιν, κα μλλον αυτν καταπαλαιόμενον π τς κείνου στεῤῥότητος, κα νατρεπόμενον τ πολλ πίστει, κα πίπτοντα τας συνεχέσιν ντωνίου προσευχας·
τότε δ τος π’ μφαλο γαστρς πλοις αυτο θαῤῥῶν, κα καυχώμενος π τούτοις (τατα γάρ στιν ατο τ πρτα κατ τν νεωτέρων νεδρα), προσέρχεται κατ το νεωτέρου, νυκτς μν ατν θορυβν, μεθ’ μέραν δ οτως νοχλν, ς κα τος ρντας ασθέσθαι τν γινομένην μφοτέρων πάλην.
μν γρ πέβαλλε λογισμος υπαρος, δ τας εχας νέτρεπε τούτους·
κα μν γαργάλιζεν, δ, ς ρυθριν δοκν, τ πίστει κα τας εχας κα νηστείαις τείχιζε τ σμα·
κα μν διάβολος πέμενεν θλιος κα ς γυν σχηματίζεσθαι νυκτς, κα πάντα τρόπον μιμεσθαι, μόνον να τν ντώνιον πατήσ·
δ τν Χριστν νθυμούμενος, κα τν δι’ ατν εγένειαν, κα τ νοερν τς ψυχς λογιζόμενος, πεσβέννυε τν νθρακα τς κείνου πλάνης.
Πάλιν τε μν χθρς πέβαλλε τ λεον τς δονς·
δ, ργιζομέν κα λυπουμέν οικς, τν πειλν το πυρς κα το σκώληκος τν πόνον νεθυμετο·
κα ντιτιθες τατα, διέβαινε τούτων βλαβής.
ν δ τατα πάντα πρς ασχύνην γινόμενα το χθρο.
γρ νομίσας μοιος γενέσθαι Θε π νεανίσκου νν παίζετο·
κα σαρκς κα αματος κατακαυχώμενος π νθρώπου σάρκα φοροντος νετρέπετο.
Συνήργει γρ Κύριος ατ, σάρκα δι’ μς φορέσας, κα τ σώματι δος τν κατ το διαβόλου νίκην·
στε τν ντως γωνιζομένων καστον λέγειν·
Οκ γ δ, λλ’ χάρις το Θεο σν μοί.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Τέλος γον, ς οκ δυνήθη τν ντώνιον οδ’ ν τούτ καταβαλεν δράκων, λλ κα βλεπεν αυτν ξωθούμενον π τς καρδίας ατο, τρίζων τος δόντας, κατ τ γεγραμμένον, κα σπερ ξιστάμενος, οός στι τν νον, τοιοτος στερον κα τ φαντασί μέλας ατ φαίνεται πας·
κα σπερ ποπίπτων, οκέτι μν λογισμος πέβαινεν (κβέβλητο γρ δόλιος), λοιπν δ νθρωπίν χρώμενος φων, λεγε·
Πολλος μν πάτησα, κα πλείστους κατέβαλον·
νν δ, ς π πολλος κα π σο κα τος σος πόνοις προσβαλν, σθένησα.
Ετα το ντωνίου πυθομένου·
Τίς ε σ τοιατα λαλν παρ’ μοί;
εθς κενος οκτρς φίει φωνάς·
γ τς πορνείας εμ φίλος·
γ τ ες ταύτην νεδρα, κα τος ταύτης γαργαλισμος κατ τν νέων νεδεξάμην, κα πνεμα πορνείας κέκλημαι.
Πόσους θέλοντας σωφρονεν πάτησα!
Πόσους γκρατευομένους μετέπεισα γαργαλίζων!
γώ εμι δι’ ν κα προφήτης μέμφεται τος πεσόντας, λέγων·
Πνεύματι πορνείας πλανήθητε·
δι’ μο γρ σαν κενοι σκελισθέντες.
γώ εμι πολλάκις σοι χλήσας, κα τοσαυτάκις νατραπες παρ σο.
δ ντώνιος εχαριστήσας τ Κυρί, κα καταθαῤῥήσας ατο, φησ πρς ατόν·
Πολ τοίνυν εκαταφρόνητος τυγχάνεις·
κα γρ μέλας ε τν νον, κα ς πας σθενής·
οδμία μοι λοιπόν στι φροντς περ σο·
Κύριος γρ μο βοηθς, κγ πόψομαι τος χθρούς μου.
Τατα κούσας μέλας κενος, εθς φυγε καταπτήξας τς φωνς, κα φοβηθες τι κν γγίσαι τ νδρί.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Τοτο πρτον θλον ντωνίου γέγονε κατ το διαβόλου·
μλλον δ το Σωτρος κα τοτο γέγονεν ν τ ντωνί τ κατόρθωμα, το τν μαρτίαν κατακρίναντος ν τ σαρκ, να τ δικαίωμα το νόμου πληρωθ ν μν, τος μ κατ σάρκα περιπατοσιν, λλ κατ πνεμα.
λλ’ οτε ντώνιος, ς ποπεσόντος το δαίμονος, μέλει λοιπν κα κατεφρόνει αυτο·
οτε χθρς, ς ττηθες, παύετο το νεδρεύειν.
Περιήρχετο γρ πάλιν ς λέων, ζητν τινα πρόφασιν κατ’ ατο.
δ ντώνιος, μαθν κ τν Γραφν πολλς εναι τς μεθοδείας το χθρο, συντόνως κέχρητο τ σκήσει, λογιζόμενος, τι, ε κα μ σχυσε τν καρδίαν ν δον σώματος πατσαι, πειράσει πάντως δι’ τέρας νεδρεσαι μεθόδου·
στι γρ φιλαμαρτήμων δαίμων.
Μλλον ον κα μλλον πεπίαζε τ σμα κα δουλαγώγει, μήπως, ν λλοις νικήσας, ν λλοις ποσυρ.
Βουλεύεται τοίνυν σκληροτέραις γωγας αυτν θίζειν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Κα πολλο μν θαύμαζον, ατς δ ῥᾷον τν πόνον φερεν·
γρ προθυμία τς ψυχς, πολν χρόνον μμείνασα, ξιν γαθν νειργάζετο ν ατ·
στε κα μικρν πρόφασιν λαμβάνοντα παρ’ τέρων, πολλν ες τοτο τν σπουδν νδείκνυσθαι·
γρύπνει γρ τοσοτον, ς πολλάκις κα λην τν νύκτα διατελεν ατν ϋπνον·
κα τοτο δ οχ παξ, λλ κα πλειστάκις ποιν θαυμάζετο.
σθιέ τε παξ τς μέρας μετ δύσιν λίου·
ν δ’ τε κα δι δύο, πολλάκις δ κα δι τεσσάρων μετελάμβανε.
Κα ν ατ τροφ ρτος κα λας·
κα τ ποτν δωρ μόνον.
Περ γρ κρεν κα ονου περιττόν στι κα λέγειν·
που γε οδ παρ τος λλοις σπουδαίοις ηρίσκετό τι τοιοτον.
Ες δ τν πνον ρκετο ψιαθί·
τ δ πλεστον κα π γς μόνης κατέκειτο.
λείφεσθαι δ λαί παρτετο, λέγων μλλον πρέπειν τος νεωτέρους κ προθυμίας χειν τν σκησιν, κα μ ζητεν τ χαυνοντα τ σμα·
λλ κα θίζειν ατ τος πόνοις, λογιζομένους τ το ποστόλου ητόν·
ταν σθεν, τότε δυνατός εμι.
Τότε γρ λεγεν σχύειν τς ψυχς τν τόνον, ταν α το σώματος σθενσιν δοναί.
Κα ν ατ παράδοξος ντως κα οτος λογισμός·
ο γρ ξίου χρόν μετρεν τν τς ρετς δν, οδ τν δι’ α τν ναχώρησιν, λλ πόθ κα τ προαιρέσει.
Ατς γον οκ μνημόνευε το παρελθόντος χρόνου·
λλ καθ’ μέραν, ς ρχν χων τς σκήσεως, μείζω τν πόνον εχεν ες προκοπν, πιλέγων αυτ τ το Παύλου ητν συνεχς·
Τν πισθεν πιλανθανόμενος, τος δ μπροσθεν πεκτεινόμενος·
μνημονεύων τε κα τς φωνς το προφήτου λίου λέγοντος·
Ζ Κύριος, παρέστην νώπιον ατο σήμερον.
Παρετηρετο γρ, τι, σήμερον λέγων, οκ μέτρει τν παρελθόντα χρόνον·
λλ’ ς ρχν ε καταβαλλόμενος, καθ’ μέραν σπούδαζεν αυτν παριστάνειν τοιοτον, οον χρ φαίνεσθαι τ Θε, καθαρν τ καρδί, κα τοιμον πακούειν τ βουλήματι ατο, κα μηδεν λλ.
λεγε δ ν αυτ, δεν τν σκητν κ τς πολιτείας το μεγάλου λίου καταμανθάνειν, ς ν σόπτρ τν αυτο βίον εί.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Οτω δ ον συσφίγξας αυτν ντώνιος, πήρχετο ες τ μακρν τς κώμης τυγχάνοντα μνήματα, κα παραγγείλας ν τν γνωρίμων δι’ μερν πολλν ατ κομίζειν τν ρτον, ατς εσελθν ες ν τν μνημάτων, κα κλείσαντος κείνου κατ’ ατο τν θύραν, μενε μόνος νδον.
νθα δ μ φέρων χθρς, λλ μν κα φοβούμενος, μ κατ’ λίγον κα τν ρημον μπλήσ τς σκήσεως·
προσελθν ν μι νυκτ μετ πλήθους δαιμόνων, τοσοτον ατν κοψε πληγας, ς κα φωνον ατν π τν βασάνων κεσθαι χαμαί·
διεβεβαιοτο γρ οτω σφοδρος γεγενσθαι τος πόνους, ς λέγειν μ δύνασθαι τς παρ νθρώπων πληγς τοιαύτην ποτ βάσανον μποισαι.
Θεο δ προνοί (ο γρ παρορ Κύριος τος λπίζοντας π’ ατν), τ ξς παραγίνεται γνώριμος, κομίζων τος ρτους ατ·
νοίξας τε τν θύραν, κα τοτον δν χαμα κείμενον ς νεκρν, βαστάσας φερεν ες τ τς κώμης Κυριακν, κα τίθησιν π τς γς.
Πολλοί τε τν συγγενν, κα ο π τς κώμης, παρεκαθέζοντο ς π νεκρ τ ντωνί.
Περ δ τ μεσονύκτιον ες αυτν λθν ντώνιος, κα διεγερθες, ς εδε πάντας κοιμωμένους, κα μόνον τν γνώριμον γρηγοροντα, νεύσας κειν ατν πρς ατν, ξίου πάλιν ατν βαστάσαι κα ποφέρειν ες τ μνήματα, μηδένα ξυπνίσαντα.
πηνέχθη ον παρ το νδρς, κα συνήθως τς θύρας κεκλεισμένης, νδον ν πάλιν μόνος.
Κα στήκειν μν οκ σχυε δι τς πληγάς·
νακείμενος δ ηχετο.
Κα μετ τν εχν λεγε μετ κραυγς·
δέ εμι γ ντώνιος·
ο φεύγω τς παρ’ μν πληγάς.
Κν γρ πλείονας ποιήσητε, οδέν με χωρίσει π τς γάπης το Χριστο.
Ετα κα ψαλλεν·
Ἐὰν παρατάξηται π’ μ παρεμβολ, ο φοβηθήσεται καρδία μου.
μν ον σκητς φρόνει κα λεγε τατα·
δ μισόκαλος.
χθρς, θαυμάσας, τι κα μετ τς πληγς θάῤῥησεν λθεν, συγκαλέσας ατο τος κύνας, κα διαῤῥηγνύμενος, φη·
ρτε τι ο πνεύματι πορνείας, ο πληγας παύσαμεν τοτον·
λλ κα θρασύνεται καθ’ μν·
προσέλθωμεν λλως ατ.
Εκολον δ τ διαβόλ τ ες κακίαν σχήματα.
Τότε δ ον ν τ νυκτ κτύπον μν τοιοτον ποιοσιν, ς δοκεν πάντα τν τόπον κενον σείεσθαι·
τος δ το οκίσκου τέσσαρας τοίχους σπερ ήξαντες ο δαίμονες, δοξαν δι’ ατν πεισέρχεσθαι, μετασχηματισθέντες ες θηρίων κα ρπετν φαντασίαν·
κα ν τόπος εθς πεπληρωμένος φαντασίας λεόντων, ρκτων, λεοπάρδων, ταύρων, κα φεων, σπίδων, κα σκορπίων, κα λύκων.
Κα καστον μν τούτων κίνει κατ τ διον σχμα.
λέων βρυχε, θέλων πελθεν, ταρος δόκει κερατίζειν, φις ρπων οκ φθανε, κα λύκος ρμν πείχετο·
κα λως πάντων μο σαν τν φαινομένων ο ψόφοι δεινο, κα ο θυμο χαλεποί.
δ ντώνιος, μαστιζόμενος κα κεντούμενος παρ’ ατν, σθετο μν δεινοτέρου πόνου σωματικο.
τρέμας κα μλλον τ ψυχ γρηγορν νέκειτο·
κα στενε μν δι τν το σώματος πόνον·
νήφων δ τ διανοί κα σπερ χλευάζων, λεγεν·
Ε δύναμίς τις ν ν μν, ρκει κα μόνον να ξ μν λθεν·
πειδ δ ξενεύρωσεν μς Κύριος, δι τοτο κν τ πλήθει πειράζετέ πως κφοβεν·
γνώρισμα τς σθενείας μν τ τς λόγων μς μιμεσθαι μορφάς.
Θαῤῥῶν γον πάλιν λεγεν·
Ε δύνασθε κα ξουσίαν λάβετε κατ’ μο, μ μέλλετε, λλ’ πίβητε·
ε δ μ δύνασθε, τί μάτην ταράσσεσθε;
Σφραγς γρ μν κα τεχος ες σφάλειαν ες τν Κύριον μν πίστις.
Πολλ τοίνυν πιχειρήσαντες, τριζον κατ’ ατο τος δόντας, τι μλλον παιζον αυτος, κα οκ κενον.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

δ Κύριος οδ ν τούτ πελάθετο τς θλήσεως ντωνίου, λλ’ ες ντίληψιν ατο παραγέγονεν.
ναβλέψας γον, εδε τν στέγην σπερ διανοιγομένην, κα κτνά τινα φωτς κατερχομένην πρς ατόν.
Κα ο μν δαίμονες ξαίφνης φαντοι γεγόνασιν·
δ πόνος το σώματος εθς πέπαυτο, κα οκος πάλιν ν λόκληρος.
δ ντώνιος, ασθόμενος τς ντιλήψεως, κα πλέον ναπνεύσας, κουφισθείς τε τν πόνων, δέετο τς φανείσης πτασίας, λέγων·
Πο ς;
δι τί μ ξ ρχς φάνης, να μου τς δύνας παύσς;
Κα φων γέγονε πρς ατόν·
ντώνιε, δε μην, λλ περιέμενον δεν τ σν γώνισμα.
πε ον πέμεινας, κα οχ ττήθης, σομαί σοι ε βοηθς, κα ποιήσω σε νομαστν πανταχο γενέσθαι.
Τατα κούσας, ναστς ηχετο·
κα τοσοτον σχυσεν, ς ασθέσθαι ατν, τι πλείονα δύναμιν σχεν ν τ σώματι μλλον, ς εχε τ πρότερον.
ν δ τότε λοιπν γγς τριάκοντα κα πέντε τν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Τ δ ξς προελθν, τι μλλον προθυμότερος ν ες τν θεοσέβειαν, κα γενόμενος πρς τν γέροντα τν παλαιν κενον, ξίου τν ρημον οκσαι σν ατ.
Το δ παραιτησαμένου διά τε τν λικίαν, κα δι τ μηδέπω εναι τοιαύτην συνήθειαν, εθς ατς ρμησεν ες τ ρος.
λλ κα πάλιν χθρς, βλέπων ατο τν σπουδν κα θέλων μποδίσαι ταύτην, πέβαλεν ν τας δος ργυρο δίσκου μεγάλου φαντασίαν.
ντώνιος δ, συνες το μισοκάλου τν τέχνην, στη, κα τ δίσκ βλέπων, τν ν ατ διάβολον λεγχε λέγων·
Πόθεν ν ρήμ δίσκος;
Οκ στιν δς ατη τετριμμένη, οδέ στιν χνος δευσάντων δέ τινων·
κπεσν οκ δύνατο λαθεν μέγιστος ν.
λλ κα πολέσας, ναστρέψας κα ζητήσας ερεν ν δι τ ρημον εναι τν τόπον.
Τοτο τέχνη το διαβόλου γέγονεν.
Οκ μποδίσεις ν τούτ μου τν προθυμίαν, διάβολε.
Τοτο γρ σν σο εη ες πώλειαν.
Κα τοτο το ντωνίου λέγοντος, ξέλιπεν κενος, σε καπνς π προσώπου πυρός.
Ετα πάλιν οκ τι φαντασίαν, ληθινν δ χρυσν ἐῤῥιμμένον ν τας δος ώρακεν περχόμενος.
Ετε δ το χθρο δείξαντος, ετε τινς κρείττονος δυνάμεως γυμναζούσης τν θλητν, κα δεικνυούσης τ διαβόλ, τι μηδ τν ληθς φροντίζει χρημάτων·
οτε ατς πήγγειλεν, οτε μες γνωμεν, πλν τι χρυσς ν φαινόμενος.
δ ντώνιος τ μν πλθος θαύμασεν, ς δ πρ περβς, οτως ατν παρλθεν ς μηδ στραφναι·
λλ κα δρόμ σπουδάσαι τοσοτον, στε κρύψαι κα λαθεν τν τόπον.
Μλλον ον κα μλλον πιτείνας τν πρόθεσιν, ρμησεν ες τ ρος.
Κα παρεμβολν ρημον, κα δι τν χρόνον μεστν ρπετν ερν ες τ πέραν το ποταμο, κε μετέθηκεν αυτν, κα κησεν ν ατ.
Τ μν ον ρπετ, σπερ τινς διώκοντος, εθς νεχώρησαν·
ατς δ, τν εσοδον ναφράξας, κα ρτους ες μνας ξ ποθέμενος (ποιοσι δ τοτο Θηβαοι, κα πολλάκις μένουσι κα λον νιαυτν βλαβες), χων νδον δωρ, σπερ ν δύτοις γκαταδυόμενος μόνος μενεν νδον, μήτε ατς προϊν, μήτε τιν τν ρχομένων βλέπων.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Ατς μν ον πολν χρόνον οτω συνψεν σκούμενος·
κατ’ νιαυτν μόνον νωθεν π το δώματος δεύτερον δεχόμενος τος ρτους
Ο δ πρς ατν ρχόμενοι τν γνωρίμων, πε μ συνεχώρει τούτους εσελθεν, ξω πολλάκις μέρας κα νύκτας ποιοντες, κουον ς χλων νδον θορυβούντων, κτυπούντων, φωνς φιέντων οκτρς, κα κραζόντων·
πόστα τν μετέρων·
τί σο κα τ ρήμ;
ο φέρεις μν τν πιβουλήν.
Τν μν ον ρχν εναί τινας σν ατ μαχομένους νθρώπους, κα τούτους δι κλιμάκων εσεληλυθέναι πρς ατν νόμιζον ο ξωθεν·
ς δ διά τινος τρυμαλις παρακύψαντες, οδένα βλεπον, τότε δ λογισάμενοι δαίμονας εναι τούτους, κα φοβηθέντες ατο, τν ντώνιον κάλουν.
δ μλλον τούτων κουεν, κείνων φρόντιζε.
Κα προσελθν γγς τς θύρας, παρεκάλει τος νθρώπους ναχωρεν κα μ φοβεσθαι·
οτω γρ λεγε τος δαίμονας φαντασίας ποιεν κατ τν δειλιώντων.
μες ον σφραγίσατε αυτος, κα πιτε θαῤῥοντες·
κα τούτους φετε παίζειν αυτος.
Ο μν ον πήρχοντο τετειχισμένοι τ σημεί το σταυρο.
δ μενε, κα οδν βλάπτετο παρ’ ατν·
λλ’ οδ καμνεν γωνιζόμενος·
γρ προσθήκη τν γινομένων ατ τν νω θεωρημάτων, κα τν χθρν σθένεια, πολλν ατ τν πόνων νάπαυλαν παρείχετο, κα ες πλείονα προθυμίαν παρεσκεύαζε.
Κα γρ συνεχς παρέβαλλον ο γνώριμοι, νομίζοντες ερίσκειν ατν νεκρν, κα κουον ατο ψάλλοντος·
ναστήτω, Θες, κα διασκορπισθήτωσαν ο χθρο ατο, κα φυγέτωσαν π προσώπου ατο ο μισοντες ατόν.
ς κλείπει καπνς, κλειπέτωσαν·
ς τήκεται κηρς π προσώπου πυρς, οτως πόλοιντο ο μαρτωλο π προσώπου το Θεο·
κα πάλιν·
Πάντα τ θνη κύκλωσάν με, κα τ νόματι Κυρίου μυνάμην ατούς.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Εκοσι τοίνυν γγς τη διετέλεσεν, οτω καθ’ αυτν σκούμενος, οτε προϊν, οτε παρά τινων συνεχς βλεπόμενος.
Μετ δ τατα, πολλν ποθούντων κα θελόντων ατο τν σκησιν ζηλσαι, λλων τε γνωρίμων λθόντων, κα βί τν θύραν καταβαλόντων κα ξεωσάντων·
προλθεν ντώνιος σπερ κ τινος δύτου μεμυσταγωγημένος κα θεοφορούμενος·
κα τότε πρτον π τς παρεμβολς φάνη τος λθοσι πρς ατόν.
κενοι μν ον, ς εδον, θαύμαζον ρντες ατο τό τε σμα τν ατν ξιν χον, κα μήτε πιανθν, ς γύμναστον, μήτε σχνωθν ς π νηστειν κα μάχης δαιμόνων·
τοιοτος γρ ν, οον κα πρ τς ναχωρήσεως δεισαν ατόν·
τς δ ψυχς πάλιν καθαρν τ θος·
οτε γρ ς π νίας συνεσταλμένον ν, οτε φ’ δονς διακεχυμένον, οτε π γέλωτος κατηφείας συνεχόμενον·
οτε γρ ωρακς τν χλον ταράχθη, οτε ς π τοσούτων κατασπαζόμενος γεγήθει·
λλ’ λος ν σος, ς π το λόγου κυβερνώμενος, κα ν τ κατ φύσιν στώς.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Πολλος γον τν παρόντων τ σώματα πάσχοντας θεράπευσεν Κύριος δι’ ατο·
κα λλους π δαιμόνων καθάρισε.
Χάριν τε ν τ λαλεν δίδου τ ντωνί·
κα οτω πολλος μν λυπουμένους παρεμυθετο, λλους δ μαχομένους διήλλαττεν ες φιλίαν·
πσιν πιλέγων μηδν τν ν τ κόσμ προκρίνειν τς ες Χριστν γάπης.
∆ιαλεγόμενος δ κα παραινν μνημονεύειν περ τν μελλόντων γαθν κα τς ες μς γενομένης το Θεο φιλανθρωπίας, ς οκ φείσατο το δίου Υο, λλ’ πρ μν πάντων παρέδωκεν ατόν·
πεισε πολλος αρήσασθαι τν μονήρη βίον·
κα οτω λοιπν γέγονε κα ν τος ρεσι μοναστήρια, κα ρημος πολίσθη π μοναχν, ξελθόντων π τν δίων, κα πογραψαμένων τν ν τος ορανος πολιτείαν.
Χρείας δ γενομένης διελθεν ατν τν το ρσενοΐτου διώρυγα (χρεία δ ν τν δελφν πίσκεψις), πλήρης ν διώρυξ κροκοδείλων.
Κα μόνον εξάμενος, νέβη ατός τε κα πάντες ο σν ατ, κα διλθον βλαβες.
ποστρέψας δ ες τ μοναστήριον, τν ατν εχετο σεμνν κα νεανικν πόνων.
∆ιαλεγόμενός τε συνεχς, τν μν δη μοναχν τν προθυμίαν ηξανε, τν δ λλων τος πλείστους ες ρωτα τς σκήσεως κίνει, κα ταχέως, λκοντος το λόγου, πλεστα γέγονε μοναστήρια, κα πάντων ατν ς πατρ καθηγετο.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Μι γον μέρ προελθν, κα πάντων τν μοναχν λθόντων πρς ατν, ξιούντων τε παρ’ ατο κοσαι λόγον, λεγεν ατος τ Αγυπτιακ φων τατα·
Τς μν Γραφς κανς εναι πρς διδασκαλίαν·
μς δ καλν παρακαλεν λλήλους ν τ πίστει, κα λείφειν ν τος λόγοις.
Κα μες τοίνυν ς τέκνα φέρετε τ πατρ λέγοντες οδατε·
κγ δ ς τ λικί πρεσβύτερος μν, οδα κα ν πεπείραμαι μεταδίδωμι.
στω δ προηγουμένως κοιν πσιν ατη σπουδ, ρξαμένους μ πενδοναι, μηδ κκακεν ν τος πόνοις, μηδ λέγειν·
χρονίσαμεν ν τ σκήσει·
λλ μλλον ς ρχόμενοι καθ’ μέραν, τν προθυμίαν παυξήσωμεν.
λος γρ τν νθρώπων βίος βραχύτατός στι, μετρούμενος πρς τος μέλλοντας αἰῶνας·
στε κα πάντα τν χρόνον μν μηδν εναι πρς τν αώνιον ζωήν.
Κα πν μν πργμα ν τ κόσμ το ξίου πιπράσκεται, κα σον σ τις ντικαταλλάσσει·
δ παγγελία τς αωνίου ζως λίγου τινς γοράζεται.
Γέγραπται γάρ·
Α μέραι τς ζως μν ν ατος βδομήκοντα τη, ἐὰν δ ν δυναστείαις, γδοήκοντα τη, κα τ πλεον ατν, κόπος κα πόνος.
ταν τοίνυν πάντα τ γδοήκοντα τη, κα κατν διαμείνωμεν ν τ σκήσει, οκ σα τος κατν τεσι βασιλεύσομεν, λλ’ ντ τν κατν αἰῶνας αώνων βασιλεύσομεν·
κα π γς γωνισάμενοι, οκ ν γ κληρονομομεν, λλ’ ν ορανος χομεν τς παγγελίας·
πάλιν δ φθαρτν ποθέμενοι τ σμα, φθαρτον πολαμβάνομεν ατό.
στε, τέκνα, μ κκακμεν, μηδ νομίζωμεν χρονίζειν, μέγα τι ποιεν.
Ο γρ ξια τ παθήματα το νν καιρο πρς τν μέλλουσαν ποκαλυφθναι ες μς δόξαν.
Μηδ ες τν κόσμον βλέποντες νομίζωμεν μεγάλοις τισν ποτετάχθαι·
κα γρ κα ατ πσα γ βραχυτάτη πρς λον τν ορανόν στιν.
Ε τοίνυν κα πάσης τς γς κύριοι τυγχάνομεν, κα πετασσόμεθα τ γ πάσ, οδν ξιον ν πάλιν πρς τν βασιλείαν τν ορανν.
ς γρ ε τις καταφρονήσειε μις χαλκς δραχμς, να κερδήσ χρυσς δραχμς κατν, οτως πάσης τς γς κύριος ν, κα ποτασσόμενος ατ, λίγον φίησι, κα κατονταπλασίονα λαμβάνει.
Ε δ οδ πσα γ ξία τν ορανν στιν, ρα φες λίγας ρούρας, ς οδν καταλιμπάνων, κν οκίαν χρυσίον κανν φ, οκ φείλει καυχσθαι κηδιν.
λλως τε φείλομεν λογίζεσθαι, τι, κν μ φμεν δι’ ρετν, λλ’ στερον ποθνήσκοντες καταλιμπάνομεν ατ πολλάκις κα ος ο θέλομεν, ς μνημόνευσεν κκλησιαστής.
∆ι τί ον μ δι’ ρετν μες καταλιμπάνομεν, να κα βασιλείαν κληρονομήσωμεν;
∆ι τοτο μηδ το κτσθαί τις μν πιθυμίαν λαμβανέτω.
Τί γρ κέρδος τατα κτσθαι, μηδ αρομεν μεθ’ αυτν;
τί ο μλλον κενα κτώμεθα, κα μεθ’ αυτν ραι δυνάμεθα, τινά στι φρόνησις, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, νδρεία, σύνεσις, γάπη, φιλοπτωχία, πίστις ες Χριστν, οργησία, φιλοξενία;
Τατα κτώμενοι, ερήσομεν ατ πρ αυτν κε ποιοντα μν ξενίαν ν τ γ τν πραέων.
στε κα κ τοιούτων πειθέτω τις αυτν μ λιγωρεν·
κα μάλιστα, ἐὰν λογίσηται, δολον αυτν εναι το Κυρίου, κα φείλοντα τ δεσπότ δουλεύειν.
σπερ ον δολος οκ ν τολμήσ λέγειν·
πειδ χθς εργασάμην, οκ ργάζομαι σήμερον·
οδ τν παρελθόντα χρόνον μετρν, παύσεται τν ξς μερν, λλ καθ’ μέραν, ς ν τ Εαγγελί γέγραπται, τν ατν προθυμίαν δείκνυσιν, να τ κυρί ατο ρέσκ, κα μ κινδυνεύσ·
οτω κα μες καθ’ μέραν πιμένωμεν τ σκήσει, εδότες, τι, ἐὰν μίαν μέραν μελήσωμεν, ο δι τν παρελθόντα χρόνον μν συγχωρήσει, λλ δι τν μέλειαν γανακτήσει καθ’ μν.
Οτως κα ν τ εζεχιλ κούσαμεν·
οτως κα ούδας δι νύκτα μίαν πώλεσε κα το παρελθόντος χρόνου τν κάματον.
χώμεθα ον, τέκνα, τς σκήσεως, κα μ κηδιμεν.
χομεν γρ ν τούτ κα τν Κύριον συνεργν, ς γέγραπται·
Παντ τ προαιρουμέν τ γαθν συνεργε Θες ες τ γαθόν.
Ες δ τ μ λιγωρεν μς καλν τ το ποστόλου ητν μελετν, τ, Καθ’ μέραν ποθνήσκω.
ν γρ κα μες, ς ποθνήσκοντες καθ’ μέραν, οτως ζμεν, οχ μαρτήσομεν.
στι δ τ λεγόμενον τοιοτον, να, γειρόμενοι καθ’ μέραν, νομίζωμεν μ μένειν ως σπέρας, κα πάλιν μέλλοντες κοιμσθαι, νομίζωμεν μ γείρεσθαι·
δήλου φύσει κα τς ζως μν οσης, κα μετρουμένης καθ’ μέραν παρ τς Προνοίας.
Οτω δ διακείμενοι, κα καθ’ μέραν οτω ζντες, οτε μαρτήσομεν, οτε τινς πιθυμίαν ξομεν, οτε μηνιομέν τινι, οτε θησαυρίσομεν π τς γς·
λλ’ ς καθ’ μέραν προσδοκντες ποθνήσκειν, κτήμονες σόμεθα, κα πσι πάντα συγχωρήσομεν·
πιθυμίας δ γυναικς, λλης υπαρς δονς, οδ’ λως κρατήσομεν, λλ’ ς παρερχομένην ποστραφησόμεθα·
γωνιντες ε κα προβλέποντες τν μέραν τς κρίσεως.
ε γρ μείζων φόβος κα γν τν βασάνων διαλύει τ λεον τς δονς, κα τν ψυχν κλίνουσαν νίστησιν.
Οκον ρξάμενοι κα πιβάντες δη τ δ τς ρετς, πεκτεινώμεθα μλλον να φθάσωμεν π τ μπροσθεν.
Κα μηδες ες τ πίσω στρεφέσθω, ς γυν το Λώτ·
μάλιστα τι Κύριος ερηκεν·
Οδες πιβαλν τν χερα π’ ροτρον, κα στραφες ες τ πίσω, εθετός στιν ν τ βασιλεί τν ορανν.
Τ δ στραφναι οδν τερόν στιν μεταμεληθναι, κα πάλιν κοσμικ φρονεν.
Μ φοβεσθε δ κούοντες περ ρετς, μηδ ξενίζεσθε περ το νόματος·
ο γρ μακρν φ’ μν στιν οδ’ ξωθεν μν συνίσταται, ν μν δέ στι τ ργον, κα εκολόν στι τ πργμα, ἐὰν μόνον θελήσωμεν.
λληνες μν ον ποδημοσι, κα θάλατταν περσι, να γράμματα μάθωσιν·
μες δ ο χρείαν χομεν ποδημσαι δι τν βασιλείαν τν ορανν, οτε περσαι θάλατταν δι τν ρετήν.
Φθάσας γρ επεν Κύριος·
βασιλεία τν ορανν ντς μν στιν·
Οκον ρετ το θέλειν μν μόνου χρείαν χει·
πειδήπερ ν μν στι, κα ξ μν συνίσταται.
Τς γρ ψυχς τ νοερν κατ φύσιν κούσης, ρετ συνίσταται.
Κατ φύσιν δ χει, τ’ ν ς γέγονε μένει, γέγονε δ καλ κα εθς λίαν.
∆ι τοτο μν το Ναυ ησος παραγγέλλων λεγε τ λα·
Εθύνατε τν καρδίαν μν πρς Κύριον τν Θεν σραήλ·
δ ωάννης·
Εθείας ποιετε τς τρίβους μν.
Τ γρ εθεαν εναι τν ψυχν, τοτό στι τ κατ φύσιν νοερν ατς ς κτίσθη.
Πάλιν δ τ’ ν κκλίν, κα ν διαστροφ το κατ φύσιν γένηται, τότε κακία ψυχς λέγεται.
Οκον οκ στι δυσχερς τ πργμα·
ἐὰν γρ μείνωμεν ς γεγόναμεν, ν τ ρετ σμεν·
ἐὰν δ λογιζώμεθα τ φαλα, ς κακο κρινόμεθα.
Ε μν ον ξωθεν ν ποριστέον τ πργμα, δυσχερς ντως ν·
ε δ ν μν στι, φυλάξωμεν αυτος π υπαρν λογισμν, κα ς παρακαταθήκην λαβόντες, τηρήσωμεν τ Κυρί τν ψυχήν·
ν’ ατς πιγν τ ποίημα ατο, οτως οσαν, σπερ ατν κα πεποίηκεν ατήν.
στω δ μν γν, στε μ τυραννεν μν θυμν, μηδ κρατεν μν πιθυμίαν.
Γέγραπται γρ, τι ργ νδρς δικαιοσύνην Θεο ο κατεργάζεται·
δ πιθυμία, συλλαβοσα, τίκτει μαρτίαν·
δ μαρτία, ποτελεσθεσα ποκύει θάνατον.
Οτω δ πολιτευόμενοι νήφωμεν σφαλς·
κα, ς γέγραπται, πάσ φυλακ τηρμεν αυτν τν καρδίαν.
χθρος γρ χομεν δεινος κα πανούργους, τος πονηρος δαίμονας·
κα πρς τούτους στν μν πάλη, ς επεν πόστολος·
Ο πρς αμα κα σάρκα, λλ πρς τς ρχς, κα πρς τς ξουσίας, πρς τος κοσμοκράτορας το σκότους τούτου, πρς τ πνευματικ τς πονηρίας, ν τος πουρανίοις.
Πολς μν ον στιν ατν χλος ν τ καθ’ μς έρι, κα μακρν οκ εσν φ’ μν·
πολλ δέ τίς στιν ν ατος διαφορά.
Κα περ μν τς φύσεως ατν κα τς διαφορς πολς ν εη λόγος, κα λλων μειζόνων καθ’ μς στι τ τοιοτον διήγημα·
τ δ νν κατεπεγον κα ναγκαον μν, γνναί στι μόνον τς καθ’ μν ατν πανουργίας·
Πρτον τοίνυν τοτο γινώσκωμεν, τι ο δαίμονες ο καθ’ δαίμονες καλονται, οτω γεγόνασιν·
οδν γρ κακν ποίησεν Θεός·
λλ καλο μν γεγόνασι κα ατο, κπεσόντες δ π τς ορανίου φρονήσεως, κα λοιπν περ τν γν καλινδούμενοι, τος μν λληνας πάτησαν τας φαντασίαις, μν δ τος Χριστιανος φθονοντες, πάντα κινοσι, θέλοντες μποδίζειν μς τς ες ορανος νόδου·
να μ θεν ξέπεσον ατο νέλθωμεν μες.
∆ι’ κα πολλς εχς, κα σκήσεώς στι χρεία·
να τις, λαβν δι το Πνεύματος χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, γνναι δυνηθ τ κατ’ ατούς·
κα τίνες μν ατν εσιν λαττον φαλοι, τίνες δ κείνων φαυλότεροι, κα περ ποον πιτήδευμα καστος ατν χει τν σπουδν, κα πς καστος ατν νατρέπεται κα κβάλλεται.
Πολλ γρ ατν στι τ πανουργεύματα, κα τ τς πιβουλς κινήματα.
μν ον μακάριος πόστολος κα ο κατ’ ατν δεισαν τ τοιατα λέγοντες·
Ο γρ ατο τ νοήματα γνοομεν·
μες δ φ’ ν πειράθημεν παρ’ ατν, φείλομεν λλήλους π’ ατν διορθοσθαι.
γ γον, κ μέρους περαν ατν χων, ς τέκνοις λέγω.
Οτοι μν ον, ἐὰν δωσι κα πάντας μν Χριστιανος, μάλιστα δ μοναχος, φιλοπονοντας κα προκόπτοντας, πρτον μν πιχειροσι κα πειράζουσιν, χόμενα τρίβου τιθέντες σκάνδαλα·
σκάνδαλα δ ατν εσιν ο πονηρο λογισμοί.
Ο δε δ μς φοβεσθαι τς ποβολς ατν·
εχας γρ κα νηστείαις κα τ ες τν Κύριον πίστει πίπτουσιν εθς κενοι.
λλ κα πεσόντες ο παύονται, αθις δ πάλιν προσέρχονται πανούργως κα δολίως.
πειδν γρ κ φανερο κα υπαρς δονς μ δυνηθσιν πατσαι τν καρδίαν, λλως πάλιν πιβαίνουσι·
κα λοιπν φαντασίας ναπλάττοντες κφοβεν προσποιονται, μετασχηματιζόμενοι, κα μιμούμενοι γυνακας, θηρία, ρπετ, κα μεγέθη σωμάτων, κα πλθος στρατιωτν.
λλ’ οδ οτως δε τς τούτων φαντασίας δειλιν·
οδν γάρ εσιν, λλ κα ταχέως φανίζονται·
ἐὰν μάλιστα τ πίστει κα τ σημεί το σταυρο αυτόν τις περιφράττ.
Τολμηρο δέ εσι κα λίαν ναιδες.
Ἐὰν γρ κα οτως ττηθσιν, λλ τρόπ πάλιν πιβαίνουσι.
Κα προσποιονται μαντεύεσθαι, κα προλέγειν τ μεθ’ μέρας ρχόμενα, δεικνύειν τε αυτος ψηλος χρι τς στέγης φθάνοντας, κα πλατες τ μεγέθει·
να ος οκ δυνήθησαν πατσαι τος λογισμος, κν τας τοιαύταις φαντασίαις φαρπάσωσιν.
Ἐὰν δ κα οτως ερωσι τν ψυχν σφαλισμένην τ πίστει, κα τ λπίδι τς διανοίας, λοιπν πάγονται τν ρχοντα αυτν κα φαίνεσθαι ατος πολλάκις λεγε τοιούτους, οον τν διάβολον τ Ἰὼβ Κύριος πεκάλυψε, λέγων·
Ο φθαλμο ατο ς εδος ωσφόρου.
κ στόματος ατο κπορεύονται λαμπάδες καιόμεναι, κα διαῤῥιπτονται σχάραι πυρός·
κ μυκτήρων ατο κπορεύεται καπνς καμίνου καιομένης πυρ νθράκων.
ψυχ ατο νθρακες·
φλξ δ κ στόματος ατο κπορεύεται.
Τοιοτος δ φαινόμενος τν δαιμονίων ρχων, κφοβε, καθ προεπον, μεγάλα λαλν πανοργος, ς πάλιν ξήλεγξεν ατν Κύριος, τ μν Ἰὼβ λέγων·
γηται μν γρ σίδηρον χυρα, χαλκν δ σπερ ξύλον σαθρόν·
γηται δ θάλασσαν σπερ ξάλειπτρον, τν δ τάρταρον τς βύσσου σπερ αχμάλωτον·
λογίσατο βυσσον ς περίπατον·
δι δ το προφήτου·
Επεν χθρός·
∆ιώξας καταλήψομαι·
κα πάλιν δι’ τέρου·
Τν οκουμένην λην καταλήψομαι τ χειρί μου, ς νεοσσιν, κα ς καταλελειμμένα ὠὰ ρ.
Κα λως τοιατα κομπάζειν πιχειροσι, κα παγγέλλονται τατα, πως πατήσωσι τος θεοσεβοντας.
λλ’ μς οδ’ οτως πάλιν χρ τος πιστος τάς τε φαντασίας ατο φοβεσθαι, κα τας φωνας ατο προσέχειν.
Ψεύδεται γρ, κα οδν λως ληθς λαλε.
μέλει τοιατα κα τοσατα λαλν κα θρασυνόμενος, ς μν δράκων ελκύσθη τ γκίστρ παρ το Σωτρος, ς δ κτνος φορβαίαν λαβε περ τς ῥῖνας, ς δ δραπέτης κρίκ δέδεται τος μυκτρας, κα ψελλί τετρύπηται τ χείλη.
Κα δέδεται μν παρ το Κυρίου ς στρουθίον, ες τ καταπαίζεσθαι παρ’ μν·
τέθεινται δ ατός τε κα ο σν ατ δαίμονες, ς σκορπίοι κα φεις, ες τ καταπατεσθαι παρ’ μν τν Χριστιανν.
Κα τούτου γνώρισμα, τ νν μς πολιτεύεσθαι κατ’ ατο.
γρ τν θάλασσαν παγγελλόμενος ξαλείφειν κα τν οκουμένην καταλαμβάνειν, δο νν ο δύναται κωλσαι τν σκησιν μν, λλ’ οδ μ λαλοντα κατ’ ατο.
Μ τοίνυν προσέχωμεν ος ν λαλ (ψεύδεται γρ), μηδ δειλιμεν ατο τς φαντασίας, ψευδες κα ατς τυγχανούσας.
Ο γρ φς στιν ληθς τ φαινόμενον ν ατας·
το δ τοιμασμένου πυρς ατος μλλον τ προοίμια κα τς εκόνας φέρουσι·
κα ν ος κατακαίεσθαι μέλλουσιν, ν τούτοις κφοβεν τος νθρώπους πειράζουσιν.
μέλει φαίνονται, κα παρ’ ατ πάλιν φανίζονται·
βλάψαντες μν οδένα τν πιστν, φέροντες δ μεθ’ αυτν τν φομοίωσιν το μέλλοντος ατος δέχεσθαι πυρός.
θεν οδ οτως φοβεσθαι τούτους προσήκει·
πάντα γρ ατν δι τν το Χριστο χάριν ες οδέν στι τ πιτηδεύματα.
∆όλιοι δέ εσι κα τοιμοι πρς πάντα μεταβάλλεσθαι κα μετασχηματίζεσθαι.
Πολλάκις γον κα ψάλλειν μετ’ δς προσποιονται μ φαινόμενοι, κα μνημονεύουσι τν π τν Γραφν λέξεων·
στι δ τε κα ναγινωσκόντων μν, εθς σπερ χ λέγουσιν ατο τ ατ πολλάκις περ νέγνω σται·
κα κοιμωμένους μς διεγείρουσιν ες προσευχάς·
κα τοτο συνεχς ποιοσι, σχεδν μ πιτρέποντες μν μηδ κοιμσθαι.
στι δ τε κα ποτυποντες αυτος ες σχήματα μοναχν, ς ελαβες προσποιονται λαλεν, να τ μοί σχήματι πλανήσωσι, κα λοιπν νθα θέλουσιν λκύσωσι τος πατηθέντας παρ’ ατν.
λλ’ ο χρ προσέχειν ατος, κν ες προσευχν διεγείρωσι, κν συμβουλεύωσι μήθ’ λως σθίειν, κν κατηγορεν κα νειδίζειν προσποινται, ν ος ποτε συνέγνωσαν μν.
Ο γρ δι’ ελάβειαν λήθειαν τατα ποιοσιν, λλ’ να τος κεραίους ες πόγνωσιν νέγκωσιν, κα νωφελ τν σκησιν επωσι, ναυτισαί τε ποιήσωσι τος νθρώπους, ς φορτικο κα βαρυτάτου ντος το μονήρους βίου, κα μποδίσωσι τος κατ’ ατν πολιτευομένους.
μν ον προφήτης ποσταλες παρ το Κυρίου, ταλάνιζε τος τοιούτους λέγων·
Οα ποτίζων τν πλησίον ατο νατροπν θολεράν.
Τ γρ τοιατα πιτηδεύματα κα νθυμήματα νατρεπτικ τς ες ρετν φερούσης στν δο.
δ Κύριος ατς δι’ αυτο, καίτοι τληθ λέγοντας τος δαίμονας (ληθ γρ λεγον·
Σ ε Υἱὸς Θεο) μως φίμου, κα λαλεν κώλυε, μήποτε μετ τς ληθείας κα τν δίαν κακίαν πισπείρωσι, κα να κα μς συνεθίσ, μηδέποτε τος τοιούτοις προσέχειν, κν δοκσι τληθ λέγειν·
κα γρ πρεπς, χοντας μς τς γίας Γραφς, κα τν παρ το Σωτρος λευθερίαν, διδάσκεσθαι παρ το διαβόλου, το μ τηρήσαντος τν δίαν τάξιν, λλ’ τερα νθ’ τέρων φρονήσαντος.
∆ι τοτο κα λαλοντα τοτον τς π τν Γραφν λέξεις κωλύει λέγων·
Τ δ μαρτωλ επεν Θεός·
να τί σ κδιηγ τ δικαιώματά μου, κα ναλαμβάνεις τν διαθήκην μου δι στόματός σου;
Πάντα γρ ποιοσι, κα λαλοσι, κα θορυβοσι, κα ποκρίνονται, κα ταράττουσι πρς πάτην τν κεραίων.
Κα κτύπους γον ποιοσι, κα γελσιν φρόνως κα συρίττουσιν·
ν δ μή τις ατος προσέχ, λοιπν κλαίουσι κα θρηνοσιν ς ττηθέντες.
μν ον Κύριος ς Θες φίμου τος δαίμονας·
μς δ, μαθόντας π τν γίων, πρέπει κατ’ κείνους ποιεν, κα μιμεσθαι τν νδρίαν ατν.
Κα γρ κκενοι τατα βλέποντες λεγον·
ν τ συστναι τν μαρτωλν ναντίον μου, κωφώθην, κα ταπεινώθην, κα σίγησα ξ γαθν·
κα πάλιν·
γ δ σε κωφς οκ κουον, κα σε λαλος οκ νοίγων τ στόμα ατο.
Κα γενήθην σε νθρωπος οκ κούων.
Οκον κα μες μήτε κούωμεν ατν ς λλο τρίων ντων μν, μήτε πακούωμεν ατν, κν ες εχν γείρωσι, κν λαλσι περ νηστειν·
τ δ προθέσει τς σκήσεως αυτν μλλον προσέχωμεν, κα μ παρ’ κείνων πατώμεθα πάντα πραττόντων μετ δόλου.
Ο δε δ φοβεσθαι ατος, κν πέρχεσθαι δοκσι, κν θάνατον πειλσιν·
σθενες γάρ εσι, κα οδν δύνανται, μόνον πειλεν.
δη μν ον περ τούτου παρερχόμενος ερηκα·
κα νν δ πλατύτερον επεν τ περ ατν οκ κνητέον·
σφαλς γρ μν πόμνησις σται,
πιδημήσαντος το Κυρίου, πέπτωκεν χθρς, κα σθένησαν α δυνάμεις ατο.
∆ι τοτο γον μηδν δυνάμενος μως ς τύραννος, κα πεσν οκ ρεμε, λλ κν λόγοις μόνον πειλε·
κα τοτο καστος μν λογιζέσθω, κα δύναται καταφρονεν τν δαιμόνων.
Ε μν ον τοιούτοις σώμασιν σαν νδεθέντες, σπερ σμν μες, δυνατν ν ατος λέγειν, τι κρυπτομένους μν τος νθρώπους οχ ερίσκομεν, ερόντες δ βλάπτομεν.
δυνάμεθα δ κα μες κρυπτόμενοι λανθάνειν ατος, κλείοντες κατ’ ατν θύρας.
Ε δ οκ εσν οτως, λλ κεκλεισμένων τν θυρν εσελθεν δύνανται, κα ν τ παντ έρι τυγχάνουσιν ατοί τε κα τούτων πρτος διάβολος·
εσ δ κακοθελες κα πρς τ βλάπτειν τοιμοι, κα, ς επεν Σωτρ, ξ ρχς νθρωποκτόνος στν τς κακίας πατρ διάβολος·
ζμεν δ νν μες κα μλλον κατ’ ατο πολιτευόμεθα·
δλοί εσι μηδν σχύοντες.
Οτε γρ τόπος ατος ες τ πιβουλεύειν κωλύει, οτε φίλους μς ρσιν αυτν, να φείσωνται, οτε φιλάγαθοί εσιν, να διορθώσωνται·
λλ κα μλλόν εσι πονηροί·
κα οδν ατος στι περισπούδαστον ς τ βλάπτειν τος φιλαρέτους κα θεοσεβοντας.
∆ι δ τ μηδν δύνασθαι ποιεν, δι τοτο οδν ποιοσιν, μόνον πειλοσιν·
ε γρ δύναντο, οκ ν μελλον, λλ’ εθς νήργουν τ κακν, τοίμην χοντες ες τοτο τν προαίρεσιν, κα μάλιστα καθ’ μν.
δο γον νν συνελθόντες κατ’ ατν λαλομεν, κα σασιν, τι, προκοπτόντων μν, σθενοσιν ατοί.
Ε τοίνυν εχον ξουσίαν, οδένα ν μν τν Χριστιανν φκαν ζν·
βδέλυγμα γρ μαρτωλ θεοσέβεια.
πειδ δ οδν δύνανται, δι τοτο μλλον αυτος τιτρώσκουσιν·
τι μηδν δύνανται ποιεν ν πειλοσιν.
πειτα κκενο λογίζεσθαι χρ, πρς τ μ φοβεσθαι τούτους·
ε τ δυνατν πρχεν ατος, οκ ν ρχοντο μετ’ χλου, οδ φαντασίας ποίουν, οδ μετασχηματιζόμενοι μεθόδευον·
λλ’ ρκει κα μόνον λθεν να, κα ποισαι τοτο περ δύναται κα βούλεται·
κα μάλιστα τι πς τν ξουσίαν χων ο μετ φαντασίας ναιρε, οδ τος χλοις κφοβε, λλ’ εθς ς βούλεται τ ξουσί καταχρται.
λλ’ ο δαίμονες, μηδν δυνάμενοι, παίζουσιν ς π σκηνς, λλάττοντες τς μορφς, κα τος παδας κφοβοντες, τ τν χλων φαντασί κα τος σχηματισμος·
ξ ν μλλον καταφρονητέοι ς σθενες φείλουσιν εναι.
γον ληθινς γγελος, ποσταλες παρ το Κυρίου κατ τν σσυρίων, ο χρείαν σχεν χλων, ο φαντασίας τς ξωθεν, ο κτύπων, ο κρότων·
λλ’ ρέμα τ ξουσί κέχρητο, κα νελεν εθς κατν γδοήκοντα πέντε χιλιάδας.
Ο δ μηδν δυνάμενοι δαίμονες, οοί εσιν οτοι, κν τας φαντασίαις κφοβεν πειράζουσιν.
Ἐὰν δέ τις τ το Ἰὼβ λογίσηται, κα επ,
∆ι τί ον ξελθν διάβολος πάντα κατ’ ατο πεποίηκε;
κα τν μν παρχόντων ατν ψίλωσε, τ δ τέκνα νελε, κα κενον παισεν λκει πονηρ;
γινωσκέτω πάλιν τοιοτος, ς οκ ν διάβολος σχύων, λλ’ Θες παραδιδος ατ πρς περαν τν ώβ·
μέλει μηδν δυνάμενος ποισαι, τησε κα λαβν πεποίηκεν.
στε κα κ τούτου μλλον καταγνωστέος στν χθρς, τι, καίτοι θέλων, οδ καθ’ νς σχυσεν νθρώπου δικαίου·
ε γρ σχυσεν, οκ ν τησεν·
ατήσας δ οχ παξ, λλ κα δεύτερον, φαίνεται σθενς κα μηδν δυνάμενος.
Κα ο θαυμαστν ε κατ το Ἰὼβ οκ σχυσεν, που γε οδ κατ τν κτηνν ατο γίνετο λεθρος, ε μ συγχωρήσας ν Θεός·
λλ’ οδ κατ χοίρων χει τν ξουσίαν·
Παρεκάλουν γρ, ς ν τ Εαγγελί γέγραπται, τν Κύριον, λέγοντες·
πίτρεψον μν πελθεν ες τος χοίρους.
Ε δ μηδ χοίρων χουσιν ξουσίαν, πολλ μλλον τν κατ’ εκόνα Θεο γεγενημένων νθρώπων οκ χουσι.
Τν Θεν ρα μόνον φοβεσθαι δε·
τούτων δ καταφρονεν, κα μηδ’ λως ατος δεδιέναι.
λλ κα μλλον σον τατα ποιοσιν, πιτείνωμεν μες τν σκησιν κατ’ ατν.
Μέγα γρ πλον στ κατ’ ατν βίος ρθς, κα πρς Θεν πίστις.
Φοβονται γον τν σκητν τν νηστείαν, τν γρυπνίαν, τς εχς, τ προν, τ συχον, τ φιλάργυρον, τ κενόδοξον, τν ταπεινοφροσύνην, τ φιλόπτωχον, τς λεημοσύνας, τ όργητον, κα προηγουμένως τν ες τν Χριστν εσέβειαν.
∆ι τοτο γρ κα πάντα ποιοσιν, να μ χωσι τος καταπατοντας ατούς.
σασι γρ τν κατ’ ατν δοθεσαν χάριν τος πιστος παρ το Σωτρος, λέγοντος ατο·
δο δέδωκα μν ξουσίαν πατεν πάνω φεων κα σκορπίων, κα π πσαν τν δύναμιν το χθρο.
ν τοίνυν κα προλέγειν ποκρίνωνται, μ προσποιείσθω τις.
Πολλάκις γρ πρ μερν λέγουσι τος μεθ’ μέρας παντντας δελφούς·
κα ρχονται μν κενοι.
Ποιοσι δ τοτο οτοι, ο κηδόμενοι τν κουόντων, λλ’ να πιστεύειν ατος πείσωσιν ατος, κα τότε λοιπν ποχειρίους χοντες, πολέσωσιν·
θεν ο δε προσέχειν ατος, λλ κα λέγοντας νατρέπειν χρ, τι μ χρείαν χομεν μες τούτων.
Τί γρ θαυμαστν, ε λεπτοτέροις χρώμενοι σώμασι μλλον τν νθρώπων, κα τος ρξαμένους δεύειν ωρακότες, προλαμβάνουσι τ δρόμ κα παγγέλλουσι;
τοτο κα ππ τις πικαθήμενος προλέγει, προλαμβάνων το δεύοντος τος ποσίν·
στε οδ’ ν τούτ χρ θαυμάζειν ατούς.
Οδν γρ τν μ γενομένων προγινώσκουσιν·
λλ μόνος Θεός στιν πάντα γινώσκων πρν γενέσεως ατν.
Οτοι δ βλέπουσιν, ς κλέπται, προτρέχοντες παγγέλλουσι.
Πόσοις νν τ μν, κα τι συνήλθομεν, κα μιλομεν κατ’ ατν σημαίνουσι, πρν παρ’ μν τις πελθν παγγείλ! Τοτο δ κα πας τις ταχυδρόμος ποισαι δύναται, προλαβν τν βραδύναντα.
δ λέγω, τοιοτόν στιν.
ν τις ρξηται περιπατεν π τς Θηβαΐδος, πό τινος λλης χώρας, πρν μν ρξηται περιπατεν, οκ σασιν ε περιπατήσει·
περιπατοντα δ τοτον ωρακότες, προτρέχουσι, κα πρν ατν λθεν, παγγέλλουσι·
κα οτω συμβαίνει τούτους μεθ’ μέρας λθεν.
Πολλάκις δ τν περιπατούντων ποστρεφόντων, ψεύσαντο ατοί.
Οτω κα περ το ποταμίου δατος στιν τε φλυαροσιν·
ωρακότες γρ πολλος ετος γινομένους ν τος τς Αθιοπίας μέρεσι, κα εδότες, ς ξ κείνων πλημμύρα το ποταμο γίνεται, πρν λθεν ες τν Αγυπτον τ δωρ, προτρέχοντες λέγουσι.
Τοτο δ’ ν κα ο νθρωποι ερήκασιν, ε τοσοτον δύναντο δραμεν, σον κενοι.
Κα σπερ σκοπς το ∆αβδ, νερχόμενος ες ψηλν, μλλον το κάτω μένοντος προέβλεπε τν ρχόμενον·
κα ατς δ προτρέχων λεγε πρ τν λλων, ο τ μ γενόμενα, λλ τ δη δεύοντα κα γινόμενα·
οτω κα οτοι κάμνειν αρονται, κα σημαίνουσιν λλοις, να μόνον πατσιν·
ν μέντοι Πρόνοια μεταξύ τι βουλεύσηται περ τν δάτων τν δευόντων (ξεστι γρ ατ), ψεύσαντο ο δαίμονες, κα πατήθησαν ο προσεσχηκότες ατος.
Οτω συνέστη τ τν λλήνων μαντεα, κα οτως πλανήθησαν παρ τν δαιμόνων τ πρίν·
λλ κα οτω πέπαυται λοιπν πλάνη.
λθε γρ Κύριος σν ατ τ πανουργί ατν κα τος δαίμονας καταργήσας.
Οδν γρ γινώσκουσιν φ’ αυτν·
λλ’ ς κλέπται, παρ’ λλοις ρσι, τατα διαβάλλουσι·
κα μλλον στοχασταί εσιν προγνσται.
∆ι, κν ληθ ποτε τοιατα λέγωσι, μηδ’ οτως ατος θαυμαζέτω τις.
Κα γρ κα ατρο περαν χοντες τν νοσημάτων, πειδν θεωρήσωσιν ν λλοις τν ατν νόσον, πολλάκις στοχαζόμενοι π τς συνηθείας προλέγουσι.
Κα κυβερνται δ κα γεωργο πάλιν, π τς συνηθείας βλέποντες τν το έρος κατάστασιν, προλέγουσιν χειμνα εδιον έρα σεσθαι·
κα ο δι τοτο κ θείας πιπνοίας ατος ν τις εποι προλέγειν, λλ’ π τς πείρας κα τς συνηθείας.
θεν ε κα ο δαίμονες τ ατά ποτε στοχαζόμενοι λέγουσι, μ δι τοτό τις ατος θαυμαζέτω, μηδ προσεχέτω τούτοις.
Τί γρ χρήσιμον τος κούουσι τ εδέναι παρ τούτων πρ μερν τ ρχόμενα;
ποία σπουδ τ τοιατα γινώσκειν, κν ληθς γινώσκ;
ο γρ ρετς στι τοτο ποιητικν, οδ θους γαθο πάντως στ τοτο γνώρισμα.
Οδες γρ μν κρίνεται δι τί οκ οδε, κα οδες μακαρίζεται, τι μεμάθηκε κα γνω·
λλ’ ν τούτοις καστος χει τν κρίσιν, ε τν πίστιν τετήρηκε, κα τς ντολς γνησίως φύλαξεν.
θεν ο δε περ πολλο τατα ποιεσθαι·
οδ δι τατα σκεσθαι κα πονεν, να προγινώσκωμεν, λλ’ να Θε καλς πολιτευόμενοι ρέσωμεν.
Εχεσθαί τε χρ, οχ να προγινώσκωμεν, οδ τοτον τς σκήσεως παιτεν μισθόν·
λλ’ να συνεργς μν ες τν κατ το διαβόλου νίκην Κύριος γένηται.
Ε δ παξ κα το προγινώσκειν μν μέλει, καθαρεύωμεν τ διανοί.
γ γρ πιστεύω, τι καθαρεύουσα ψυχ πανταχόθεν, κα κατ φύσιν στσα, δύναται, διορατικ γενομένη, πλείονα κα μακρότερα βλέπειν τν δαιμόνων, χουσα τν ποκαλύπτοντα Κύριον ατ·
οα ν το λισσαίου βλέπουσα τ κατ τν Γιεζ, κα ρσα τς παρ’ ατν στώσας δυνάμεις.
ταν τοίνυν νυκτς ρχωνται πρς μς, κα θέλωσι τ μέλλοντα λαλεν, λέγωσιν·
μες σμεν ο γγελοι·
μ προσέχετε, ψεύδονται γάρ.
ν δ κα παινσι τν σκησιν μν, κα μακαρίζωσιν μς·
μήτε πακούετε, μήθ’ λως προσποιεσθε τούτους·
σφραγίζετε δ μλλον αυτος κα τν οκον, κα εχεσθε·
κα ψεσθε ατος κα γινομένους φανες·
δειλο γάρ εσι, κα πάνυ φοβονται τ σημεον το Κυριακο σταυρο·
πειδήπερ ν ατ τούτους ποδυσάμενος, παρεδειγμάτισεν Σωτήρ.
Ἐὰν δ κα ναιδέστερον στήκωσιν, ξορχούμενοι κα ποικιλλόμενοι τας φαντασίαις·
μ δειλιάσητε, μηδ πτήξητε, μηδ ς καλος ατος προσέχητε·
κα γρ τν τν γαθν κα τν φαύλων παρουσίαν εχερς κα δυνατόν στι διαγνναι, το Θεο διδόντος οτως.
μν γρ τν γίων πτασία οκ στι τεταραγμένη.
Οκ ρίσει γρ, οτε κραυγάσει, οδ κούσει τις τς φωνς ατν.
σύχως δ κα πράως γίνεται οτως, ς εθς χαρν κα γαλλίασιν κα θάρσος γγίνεσθαι τ ψυχ·
στι γρ μετ’ ατν Κύριος, ς στιν μν μν χαρ, το δ Θεο Πατρς δύναμις·
ο τε λογισμο ατς τάραχοι κα κύμαντοι διαμένουσιν·
στε καταυγαζομένην ατν π’ ατς, τος φαινομένους θεωρεν.
Κα γρ πόθος τν θείων κα τν μελλόντων ατ πεισέρχεται, κα θελήσει πάντως συναφθναι τούτοις, ε πήρχετο μετ’ ατν.
Ἐὰν δ κα, ς νθρωποι, τινς φοβηθσι τν τν καλν πτασίαν, φαιροσιν ο φαινόμενοι τν φόβον παρ’ ατ τ γάπ·
ς ποίησε Γαβριλ τ Ζαχαρί, κα φανες γγελος ν τ θεί μνημεί τας γυναιξ, κα τος ποιμέσι λέγων ν τ Εαγγελί·
Μ φοβεσθε.
στι γρ φόβος κείνων ο κατ δειλίαν ψυχς, λλ κατ’ πίγνωσιν τς τν κρειττόνων παρουσίας.
Τοιαύτη μν ον τν γίων πτασία.
δ τν φαύλων πιδρομ κα φαντασία τεταραγμένη, μετ κτύπου κα χου κα κραυγς·
οα ν γένοιτο νεωτέρων παιδεύτων κα λστν κίνησις.
ξ ν εθς γίνεται δειλία ψυχς, τάραχος κα ταξία λογισμν, κατήφεια, μσος πρς τος σκητς, κηδία, λύπη, μνήμη τν οκείων, κα φόβος θανάτου·
κα λοιπν πιθυμία κακν, λιγωρία πρς τν ρετν, κα το θους καταστασία.
ταν τοίνυν θεωρήσαντές τινα φοβηθτε, ἐὰν μν εθς φόβος φαιρεθ, κα ντ’ κείνου γένηται χαρ νεκλάλητος, κα εθυμία, κα θάρσος κα νάκτησις, κα τν λογισμν ταραξία, κα τ λλα σα προεπον, νδρία τε κα γάπη ες τν Θεν, θαρσετε κα εχεσθε·
γρ χαρ κα κατάστασις τς ψυχς δείκνυσι το παρόντος τν γιότητα.
Οτως βραμ δν τν Κύριον γαλλιάσατο·
κα ωάννης, γενομένης φωνς παρ τς Θεοτόκου Μαρίας, σκίρτησεν ν γαλλιάσει.
Ἐὰν δ φανέντων τινν ταραχ γένηται, κα κτύπος ξωθεν, κα φαντασία κοσμικ, κα πειλ θανάτου, κα σα προεπον·
γινώσκετε τι φαύλων στν φοδος.
Κα γρ κα τοτο γνώρισμα μν στω·
τ’ ν τοίνυν πιμέν δειλισα ψυχ, παρουσία τν χθρν στιν.
Ο γρ φαιρονται τν δειλίαν τν τοιούτων ο δαίμονες, σπερ πεποίηκεν μέγας ρχάγγελος Γαβριλ τ Μαρί κα τ Ζαχαρί, κα φανες ν τ μνημεί τας γυναιξίν·
λλ μλλον ταν δωσι δειλιντας, αξάνουσι τς φαντασίας, να μειζόνως ατος καταπτήξωσι·
κα λοιπν πιβάντες, προσπαίζωσι λέγοντες·
Πεσόντες προσκυνήσατε.
Τος μν ον λληνας οτως πάτησαν·
οτως γρ νομίσθησαν παρ’ ατος ψευδώνυμοι θεοί·
μς δ οκ φκεν Κύριος πατηθναι παρ το διαβόλου, πηνίκα τς τοιαύτας ατ ποιοντι φαντασίας πιτιμν ερηκεν·
παγε πίσω μου, Σαταν·
γέγραπται γάρ·
Κύριον τν Θεόν σου προσκυνήσεις, κα ατ μόν λατρεύσεις.
Μλλον ον κα μλλον πανοργος δι τατα καταφρονείσθω παρ’ μν·
γρ ερηκεν Κύριος, τοτο πρ μν πεποίηκεν·
να κα παρ’ μν κούοντες ο δαίμονες τς τοιαύτας φωνς να τρέπωνται δι τν Κύριον, τν ν ταύταις ατος πιτιμήσαντα.
Ο δε δ π τ δαίμονας κβάλλειν καυχσθαι, οδ’ π τας θεραπείαις παίρεσθαι·
οδ τν μν κβάλλοντα δαιμόνια θαυμάζειν μόνον, τν δ μ κβάλλοντα ξουθενεν·
κάστου δ τν σκησιν καταμανθανέτω τις, κα μιμείσθω κα ζηλούτω, διορθούσθω.
Τ γρ ποιεν σημεα οχ μν·
τοτο Σωτρος ργον στί·
τος γον μαθητας λεγε·
Μ χαίρετε, τι τ δαιμόνια μν ποτάσσεται·
λλ’ τι τ νόματα μν γέγραπται ν τος ορανος.
Τ μν γρ ν οραν γεγράφθαι τ νόματα, μαρτύριόν στι τς μν ρετς κα το βίου·
τ δ κβάλλειν δαίμονας, το δεδωκότος Σωτρός στιν χάρις ατη.
θεν τος μ ν ρετ, λλ’ ν σημείοις καυχωμένοις, κα λέγουσι·
Κύριε, ο τ σ νόματι δαιμόνια ξεβάλομεν, κα τ σ νόματι δυνάμεις πολλς ποιήσαμεν;
πεκρίνατο·
μν λέγω μν, οκ οδα μς.
Ο γρ γινώσκει Κύριος τς δος τν σεβν.
Καθόλου δ εχεσθαι δε, καθ προεπον, λαμβάνειν χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων·
να, καθς γέγραπται, μ παντ πνεύματι πιστεύωμεν.
βουλόμην μν ον σιωπσαι, κα μηδν ξ μαυτο λέγειν, ρκεσθαι δ μόνοις τούτοις·
να δ μ νομίσητε τατά με λέγειν πλς, λλ’ π πείρας κα ληθείας πιστεύσητε τατά με διηγεσθαι·
δι τοτο, κν ς φρων γένωμαι, λλ’ οδεν κούων Κύριος τ το συνειδότος καθαρν, κα τι ο δι’ μαυτν, τς δ μν γάπης χάριν κα προτροπς, εδον τν δαιμόνων πιτηδεύματα, τατα πάλιν λέγω.
Ποσάκις μακάρισάν με, κγ κατηρασάμην ατος ν νόματι Κυρίου.
Ποσάκις προειρήκασι περ το ποταμίου δατος, κγ πρς ατος λεγον·
Κα μν τί περ τούτου μέλει;
λθόν ποτε πειλοντες, κα κύκλωσάν με ς στρατιται μετ πανοπλίας.
Κα λλοτε ππων κα θηρίων κα ρπετν πλήρωσαν τν οκον·
κγ ψαλλον·
Οτοι ν ρμασι, κα οτοι ν πποις·
μες δ ν νόματι Κυρίου Θεο μν μεγαλυνθησόμεθα·
κα τας εχας νετράπησαν κενοι παρ το Κυρίου.
λθόν ποτε ν σκοτί, φωτς χοντες φαντασίαν, κα λεγον·
λθομεν φναί σοι, ντώνιε·
γ δ, καμμύων τος φθαλμος, ηχόμην, κα εθς σβέσθη τ φς τν σεβν.
Κα μετ μνας λίγους λθον ς ψάλλοντες, κα λαλοντες π τν Γραφν·
γ δ σε κωφς οκ κουον.
σεισάν ποτε τ μοναστήριον·
γ δ ηχόμην κίνητος μένων τ φρονήματι.
Κα μετ τατα πάλιν λθόντες κρότουν, σύριττον, ρχοντο.
ς δ ηχόμην, κα νεκείμην ψάλλων κατ’ μαυτόν·
εθς ρξαντο θρηνεν κα κλαίειν, σπερ ξατονήσαντες·
γ δ δόξαζον τν Κύριον, τν καθελόντα κα παραδειγματίσαντα τν τόλμαν κα τν μανίαν ατν.
φάνη ποτ δαίμων ψηλς λίαν μετ φαντασίας, κα τετόλμηκεν επεν·
γώ εμι δύναμις το Θεο·
κα, γώ εμι πρόνοια·
τί σοι θέλεις χαρίσωμαι;
γ δ τότε μλλον νεφύσησα κατ’ ατο, τν Χριστν νομάσας, κα τύψαι τοτον πεχείρησα·
κα δοξα τετυφέναι, κα εθς τηλικοτος σν πσι τος αυτο δαίμοσι φανίσθη ν τ νόματι το Χριστο.
λθέ ποτε νηστεύοντός μου, κα ς μοναχς δόλιος, χων ρτων φαντασίαν·
κα συνεβούλευε λέγων·
Φάγε, κα πασαι τν πολλν πόνων·
νθρωπος ε κα σ, κα μέλλεις σθενεν.
γ δ, νοήσας ατο τν μεθοδείαν, νέστην εξασθαι.
Κκενος οκ νεγκεν·
ξέλιπε γρ, κα δι τς θύρας ς καπνς ξερχόμενος φάνη.
Ποσάκις ν τ ρήμ φαντασίαν δειξε χρυσο, να μόνον ψωμαι, κα βλέψω!
γ δ κατέψαλλον ατο, κκενος τήκετο.
Πολλάκις κοπτόν με πληγας, κγ λεγον·
Οδέν με χωρίσει π τς γάπης το Χριστο·
κα μλλον ατο μετ τατα κατέκοπτον λλήλους.
Οκ γ δ μην παύων κείνους κα καταργν·
λλ’ Κύριος ν, λέγων·
θεώρουν τν Σατανν ς στραπν κ το ορανο πεσόντα.
γ δ, τέκνα, μνημονεύων το ποστολικο ητο, μετεσχημάτισα τατα ες μαυτν, να μάθητε μ κκακεν ν τ σκήσει, μηδ φοβεσθαι το διαβόλου κα τν δαιμόνων ατο τς φαντασίας.
Κα πειδ γέγονα φρων διηγούμενος, δέξασθε κα τοτο πρς σφάλειαν κα φοβίαν·
κα πιστεύσατέ μοι·
ο ψεύδομαι γάρ.
κρουσέ ποτέ τις ν τ μοναστηρί τν μν θύραν·
κα ξελθν, εδόν τινα μακρν κα ψηλν φαινόμενον.
Ετα πυθομένου μου·
Σ τίς ε;
φη·
γώ εμι Σα τανς.
Ετα λέγοντός μου·
Τί ον νταθα πάρει;
λεγεν κενος·
Τί μέμφονταί με μάτην ο μοναχο, κα ο λλοι πάντες Χριστιανοί;
Τί μοι καταρνται καθ’ ραν;
μο δ επόντος·
Τί γρ ατος νοχλες;
φη·
Οκ εμ γ νοχλν ατος, λλ’ ατο ταράττουσιν αυτούς·
γ γρ σθενς γέγονα.
Οκ νέγνωσαν, τι το χθρο ξέλιπον α ομφααι ες τέλος, κα πόλεις καθελες;
οκ τι τόπον χω, ο βέλος, ο πόλιν.
Πανταχο Χριστιανο γεγόνασι·
λοιπν κα ρημος πεπλήρωται μοναχν.
αυτος τηρείτωσαν, κα μ μάτην με καταράσθω σαν.
Τότε θαυμάσας γ το Κυρίου τν χάριν, επον πρς ατόν·
ε ψεύστης ν, κα μηδέποτε λέγων λήθειαν, μως τοτο νν, κα μ θέλων, ερηκας ληθές·
γρ Χριστς, λθν, σθεν σε πεποίηκε, κα καταβαλν γύμνωσεν.
κενος, κούσας τ το Σωτρος νομα, κα μ φέρων τν κ τούτου κασιν, φανς γέγονεν.
Ε τοίνυν κα ατς διάβολος μολογε μηδν δύνασθαι, φείλομεν παντελς καταφρονεν ατο τε κα τν δαιμόνων ατο.
μν ον χθρς μετ τν αυτο κυνν τοσαύτας χει τς πανουργίας·
μες δ, μαθόντες ατν τν σθένειαν, καταφρονεν ατν δυνάμεθα.
Τοτον ον τν τρόπον μ προκαταπίπτωμεν τ διανοί, μηδ λογιζώμεθα ν τ ψυχ δειλίας, μηδ ναπλάττωμεν αυτος φόβους, λέγοντες·
Μ ρα δαίμων λθν νατρέψ με·
μ ρα βαστάξας καταβάλ, ξαίφνης πιστς κταράξ.
Μηδ’ λως νθυμώμεθα τοιατα, μηδ λυπώμεθα ς πολλύμενοι·
θαῤῥῶμεν δ μλλον κα χαίρωμεν ε, ς σωζόμενοι·
κα λογιζώμεθα τ ψυχ, τι Κύριος μεθ’ μν στιν, τροπώσας κα καταργήσας ατούς.
Κα διανοώμεθα δ κα νθυμώμεθα ε, τι, ντος το Κυρίου μεθ’ μν, οδν μν ο χθρο ποιήσουσιν.
λθόντες γρ, ποίους ν ερωσιν μς, τοιοτοι κα ατο γίνονται πρς μς, κα πρς ς ερίσκουσιν ν μν ννοίας, οτω κα ατο τς φαντασίας φομοιοσιν.
Ἐὰν μν ον δειλιντας ερωσι κα ταραττομένους, εθς ατο, ς λστα, τν τόπον φύλακτον ερόντες, πιβαίνουσι·
κα περ φ’ αυτν λογιζόμεθα, τοτο μετ προσθήκης ποιοσιν.
Ἐὰν γρ βλέπωσιν μς φοβουμένους κα δειλιντας, μειζόνως αξάνουσι τν δειλίαν ν τας φαντασίαις κα τας πειλας, κα λοιπν ν τούτοις ταλαίπωρος κολάζεται ψυχή·
ἐὰν δ χαίροντας μς ερωσιν ν Κυρί, κα λογιζομένους περ τν μελλόντων γαθν, κα νθυμουμένους τ το Κυρίου, κα διαλογιζομένους, τι πάντα ν χειρ Κυρίου στ, κα οδν σχύει δαίμων κατ Χριστιανο, οδ λως ξουσίαν χει κατά τινος·
βλέποντες σφαλισμένην τν ψυχν τος τοιούτοις λογισμος, ποστρέφονται κατσχυμμένοι.
Οτως τν μν Ἰὼβ δν χθρς περιπεφραγμένον, νεχώρησεν π’ ατο·
τν δ ούδαν γυμνν π τούτων ερν, χμαλώτισεν.
στε, ε θέλομεν καταφρονεν το χθρο, λογιζώμεθα ε τ το Κυρίου, κα χαιρέτω ε ψυχ τ λπίδι·
κα ψόμεθα ς καπνν τ τν δαιμόνων παίγνια, κα μλλον φεύγοντας ατος διώκοντας.
Εσ γρ λίαν ατο, καθ προεπον, δειλο, προσδοκντες ε τ τοιμασμένον ατος πρ.
Κα τοτο δ πρς φοβίαν κατ’ κείνων χετε παρ’ αυτος τ τεκμήριον·
ταν τις φαντασία γένηται, μ προκατάπιπτε ν δειλί, λλ’ ποία ν , θαῤῥῶν ρώτα πρτον·
Τίς ε σ, κα πόθεν;
Κα ἐὰν μν γίων πτασία, πληροφοροσί σε, κα τν φόβον σου ες χαρν μεταβάλλουσιν·
ἐὰν δ διαβολική τις , εθς ξασθενε, βλέπουσα ἐῤῥωμένην τν διάνοιαν·
ταραξίας γρ τεκμήριον τ λως πυνθάνεσθαι·
Τίς ε, κα πόθεν;
Οτως μν το Ναυ, ρωτήσας, μαθεν·
δ χθρς οκ λαθεν ρωτήσαντα τν ∆ανιήλ.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Τατα διαλεγομένου το ντωνίου, πάντες χαιρον·
κα τν μν ρως τς ρετς ηξανε, τν δ λιγωρία παρεκβαλετο, κα λλων οησις παύετο·
πάντες τε πείθοντο καταφρονεν τς δαιμονικς πιβουλς, θαυμάζοντες τν δοθεσαν παρ το Κυρίου ντωνί χάριν ες τν διάκρισιν τν πνευμάτων.
ν ον ν τος ρεσι τ μοναστήρια ς σκηνα πεπληρωμέναι θείων χορν, ψαλλόντων, φιλολογούντων, νηστευόντων, εχομένων, γαλλιωμένων π τ τν μελλόντων λπίδι, κα ργαζομένων ες τ ποιεν λεημοσύνας, γάπην τε κα συμφωνίαν χόντων ες λλήλους.
Κα ν ληθς δεν σπερ χώραν τιν καθ’ αυτν οσαν θεοσεβείας κα δικαιοσύνης.
Οκ ν γρ κε δικν δικούμενος, οδ μέμψις φορολόγου·
λλ πλθος μν σκητν, ν δ τν πάντων ες ρετν τ φρόνημα·
στε δόντα τιν πάλιν τ μοναστήρια, κα τν τοιαύτην τν μοναχν τάξιν, ναφωνσαι κα επεν·
ς καλοί σου ο οκοι, ακβ, α σκηναί σου, σραήλ!
σε νάπαι σκιάζουσαι, κα σε παράδεισος π ποταμν, κα σε σκηνα, ς πηξεν Κύριος, κα σε κέδροι παρ’ δασιν.
Ατς μέντοι συνήθως καθ’ αυτν ναχωρν ν τ αυτο μοναστηρί, πέτεινε τν σκησιν, καθ’ μέραν τε στέναζεν, νθυμούμενος τς ν οραν μονς, τόν τε πόθον χων ες ατς, κα σκοπν τν φήμερον τν νθρώπων βίον.
Κα γρ μέλλων σθίειν κα κοιμσθαι, κα π τας λλαις νάγκαις το σώματος ρχεσθαι, σχύνετο, τ τς ψυχς λογιζόμενος νοερόν.
Πολλάκις γον μετ πολλν λλων μοναχν μέλλων σθίειν, ναμνησθες τς πνευματικς τροφς, παρτήσατο, κα μακρν π’ ατν πλθε, νομίζων ρυθριν, ε βλέποιτο παρ’ τέρων σθίων·
σθιε μέντοι καθ’ αυτν δι τν το σώματος νάγκην·
πολλάκις δ κα μετ τν δελφν·
αδούμενος μν π τούτοις, παῤῥησιαζόμενος δ π τος πρ φελείας λόγοις.
Κα λεγε χρναι τν πσαν σχολν διδόναι τ ψυχ μλλον τ σώματι, κα συγχωρεν μν δι τν νάγκην λίγον καιρν τ σώματι, τ δ λον σχολάζειν τ ψυχ μλλον, κα τν ταύτης φέλειαν ζητεν·
να μ ατη καθέλκηται π τν δονν το σώματος, λλ μλλον τ σμα παρ’ ατς δουλαγωγται·
τοτο γρ εναι τ λεγόμενον παρ το Σωτρος·
Μ μεριμνήσητε τ ψυχ μν τί φάγητε, μηδ τ σώματι τί νδύσησθε.
Κα μες μ ζητετε τί φάγητε τί πίητε, κα μ μετεωρίζεσθε·
τατα γρ πάντα τ θνη το κόσμου πιζητε.
μν δ Πατρ οδεν, τι χρζετε τούτων πάντων.
Πλν ζητετε πρτον τν βασιλείαν ατο, κα τατα πάντα προστεθήσεται μν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Μετ τατα κατέλαβε τν κκλησίαν κατ Μαξιμνον τ τηνικατα γενόμενος διωγμός·
κα τν γίων μαρτύρων γομένων ες τν λεξάνδρειαν, κολούθησε κα ατς, φες τ μοναστήριον, λέγων·
πέλθωμεν κα μες, να γωνιζώμεθα κληθέντες, θεωρήσωμεν τος γωνιζομένους.
Κα πόθον μν εχε μαρτυρσαι·
παραδοναι δ μ θέλων αυτν, πηρέτει τος μολογητας ν τε τος μετάλλοις κα ν τας φυλακας.
Πολλή τε ν ατ σπουδ ν τ δικαστηρί, γωνιζομένους μν τος καλουμένους παλείφειν ες προθυμίαν, μαρτυροντας δ ατος πολαμβάνειν κα προπέμπειν ως τελειωθσιν.
γον δικαστς, βλέπων ατο τε κα τν σν ατ τ φοβον, κα τν ες τοτο σπουδν, παρήγγειλε μηδένα τν μοναχν ν τ δικαστηρί φαίνεσθαι, μηδ λως ν τ πόλει διατρίβειν.
Ο μν ον λλοι πάντες δοξαν κρύπτεσθαι τν μέραν κείνην·
δ ντώνιος τοσοτον φρόντισεν, στε κα μλλον πλναι τν πενδύτην, κα τ ξς μπροσθεν φ’ ψηλο στναι, κα φαίνεσθαι τ γεμόνι λαμπρόν.
Πάντων ον π τούτ θαυμαζόντων, κα το γεμόνος ρντος, κα μετ τς τάξεως ατο διαβαίνοντος, ατς τρέμας εστήκει, δεικνς μν τν Χριστιανν τν προθυμίαν·
ηχετο γρ κα ατς μαρτυρσαι, καθ προεπον.
Ατς μν ον λυπουμέν ἐῴκει, τι μ μεμαρτύρηκεν·
δ Κύριος ν ατν φυλάττων ες τν μν κα τν τέρων φέλειαν, να κα ν τ σκήσει, ν κ τν Γραφν ατς μεμάθηκε, πολλος διδάσκαλος γένηται.
Κα γρ κα μόνον βλέποντες ατο τν γωγν, πολλο τς πολιτείας ατο σπουδάζοντο ζηλωτα γενέσθαι.
Πάλιν ον πηρέτει συνήθως τος μολογητας, κα ς συνδεδεμένος ατος, ν κοπιν ν τας πηρεσίαις.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

πειδ δ λοιπν διωγμς παύσατο, κα μεμαρτύρηκεν μακαρίτης πίσκοπος Πέτρος, πεδήμησε, κα πάλιν ες τ μοναστήριον νεχώρει, κα ν κε καθ’ μέραν μαρτυρν τ συνειδήσει, κα γωνιζόμενος τος τς πίστεως θλοις.
Κα γρ κα σκήσει πολλ κα συντονωτέρ κέχρητο·
νήστευε γρ ε, τ δ νδυμα εχεν νδον μν τρίχινον, πάνω δ δερμάτινον, κα ως τελευτς τετήρηκε, μήτε σμα δι ύπον δατι λούσας, μήθ’ λως τος πόδας πονίψας, κν πλς ες δωρ ατος χωρς νάγκης νασχόμενος μβαλεν·
λλ’ οδ γυμνωθέντα τις ατν ώρακεν, οδ λως τ σμά τις εδε ντωνίου γυμνν, ε μ τε τελευτήσας θάπτετο.
ναχωροντι τοίνυν ατ, κα προθεμέν ποισαι χρόνον, στε μήτε ατν προϊέναι, μήτε τι ν δέξασθαι, Μαρτινιανός τις ρχων στρατιωτν, λθν, γίνετο δι’ χλου τ ντωνί·
εχε γρ π δαίμονος νοχλουμένην τν θυγατέρα·
ς δ π πολ διέμενε κόπτων τν θύραν κα ξιν λθεν ατν, κα εξασθαι τ Θε δι τν παδα·
νοξαι μν οκ νέσχετο, παρακύψας δ νωθεν, επεν·
νθρωπε, τί μου κατακράζεις;
νθρωπός εμι κγ σπερ κα σύ.
Ε δ πιστεύεις τ Χριστ, λατρεύω, παγε, κα ς πιστεύεις εξαι τ Θε, κα γίνεται.
Εθς ον κενος πιστεύσας, κα πικαλεσάμενος τν Χριστν, πλθεν, χων τν θυγατέρα καθαρισθεσαν π το δαίμονος.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Πολλ δ κα λλα δι’ ατο πεποίηκεν Κύριος, λέγων·
Ατετε, κα δοθήσεται μν.
Πλεστοι γρ τν πασχόντων, μ νοίγοντος ατο τν θύραν, μόνον κάθευδον ξω το μοναστηρίου, κα πιστεύοντες κα εχόμενοι γνησίως, καθαρίζοντο.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

ς δ εδεν αυτν χλούμενον π πολλν κα μ φιέμενον κατ γνώμην ναχωρεν, ς βούλεται·
ελαβηθες μ ξ ν Κύριος ποιε δι’ ατο, ατς παρθ, λλος τις πρ στι λογίσηται περ ατο, σκέψατο κα ρμησεν νελθεν ες τν νω Θηβαΐδα πρς τος γνοοντας ατόν.
Κα δ παρ τν δελφν δεξάμενος ρτους, κάθητο παρ τς χθας το ποταμο, σκοπν ε ρα παρέλθοι πλοον, να μβς νέλθ μετ’ ατν.
Τατα δ ατο σκεπτομένου, φωνή τις νωθεν γέγονε πρς ατόν·
ντώνιε, πο πορεύ, κα δι τί;
δ μ ταραχθες, λλ’ ς εωθς καλεσθαι πολλάκις οτως, πακούσας, πεκρίνατο, λέγων·
πειδ οκ πιτρέπουσί μοι ρεμεν ο χλοι, δι τοτο βούλομαι νελθεν ες τν νω Θηβαΐδα, δι τς πολλς τν δέ μοι γινομένας νοχλήσεις, κα μάλιστα δι τ παιτεσθαί με παρ’ ατν τ πρ τν μν δύναμιν.
δ πρς ατν φη·
Κν ες τν Θηβαΐδα νέλθς, κν, ς νθυμ, κατέλθς ες τ βουκόλια, πλείω κα διπλασίονα τν κάματον χεις πομένειν.
Ε δ θέλεις ντως ρεμεν, νελθε νν ες τν νδοτέραν ρημον.
Το δ ντωνίου λέγοντος·
Κα τίς δείξει μοι τν δόν;
πειρος γάρ εμι ταύτης·
εθς δειξεν ατ Σαρακηνος μέλλοντας δεύειν τν δν κείνην.
Προσελθν τοίνυν, κα γγίσας ατος ντώνιος, ξίου σν ατος ες τν ρημον πελθεν.
Ο δ, σπερ ξ πιτάγματος τς Προνοίας, προθύμως ατν δέξαντο·
κα δεύσας τρες μέρας κα τρες νύκτας μετ’ ατν, λθεν ες ρος ψηλν λίαν·
κα δωρ μν ν π τ ρος διειδέστατον, γλυκ, κα μάλα ψυχρόν.
Πεδις δ ξωθεν, κα φοίνικες μεληθέντες λίγοι.
ον ντώνιος, σπερ θεόθεν κινούμενος, γάπησε τν τόπον·
οτος γρ ν ν σήμανεν λαλήσας ατ παρ τς χθας το ποταμο.
Τν μν ον ρχν δεξάμενος παρ τν συνοδευσάντων ρτους, μενεν ν τ ρει μόνος, οδενς τέρου συνόντος ατ·
ς γρ διον οκον πιγνος, εχε λοιπν τν τόπον κενον.
Ατοί τε ο Σαρακηνο, θεωρήσαντες τν ντωνίου προθυμίαν, ξεπίτηδες κείνην τν δν διήρχοντο, κα χαίροντες φερον ρτους ατ·
εχε δ κα τν π τν φοινίκων λίγην τιν τότε κα ετελ παραμυθίαν.
Μετ δ τατα, μαθόντες ο δελφο τν τόπον, ς τέκνα, πατρς μνημονεύοντες, φρόντιζον ποστέλλειν ατ·
λλ’ ρν ντώνιος, τι προφάσει το ρτου σκύλλονταί τινες κε, κα κάματον πομένουσι·
φειδόμενος κα ν τούτ τν μοναχν, βουλεύσατο καθ’ αυτν, κα τν εσερχομένων τινς πρς ατν ξίωσε κομίσαι ατ δίκελλαν, κα πέλεκυν, κα στον λίγον.
ς δ κομίσθη τατα, διοδεύσας τν περ τ ρος γν, βραχύτατόν τινα τόπον ερν πιτήδειον, γεώργησε·
κα τν κ το δατος ποτισμν φθόνως χων, σπειρε.
Κα κατ’ νιαυτν τοτο ποιν, εχεν κεθεν τν ρτον·
χαίρων, τι μηδεν δι τοτο γενήσεται χληρς, κα τι ν πσιν αυτν βαρ φυλάττει.
λλ μετ τατα βλέπων πάλιν τινς ρχομένους, γεώργησε κα λιγοστ λάχανα, να εσερχόμενος χ τι ν παραμυθίαν λίγην το καμάτου τς χαλεπς κείνης δο.
Τν μν ον ρχν τ ν τ ρήμ θηρία προφάσει το δατος ρχόμενα, πολλάκις βλαπτον ατο τν σπόρον κα τν γεωργίαν·
ατς δ χαριέντως κρατήσας ν τν θηρίων, λεγε τος πσι·
∆ι τί με βλάπτετε, μηδν μο βλάπτοντος μς;
πέλθετε, κα ν τ νόματι το Κυρίου μηκέτι γγίσητε τος δε.
Κα ξ κείνου λοιπν, σπερ φοβηθέντα τν παραγγελίαν, οκ τι τ τόπ γγισαν.
Ατς μν ον μόνος ν ες τ σω ρος, τας εχας κα τ σκήσει σχολάζων·
ο δ δελφο ο διακονοντες ατ, ξίωσαν ατν, να δι μηνν εσερχόμενοι κομίζωσιν ατ λαίας κα σπριον κα λαιον·
γέρων γρ λοιπν ν.
κε τοίνυν ναστρεφόμενος, σας πέμεινε πάλας, κατ τ γεγραμμένον, ο πρς αμα κα σάρκα, λλ πρς τος ντικειμένους δαίμονας, κ τν εσερχομένων πρς ατν γνωμεν.
Κα γρ κκε θορύβων, κα φωνν πολλν, κα κτύπων, ς πλων κουον·
τότε ρος νυκτς πλρες θηρίων γενόμενον βλεπον·
θεώρουν δ κα ατν ς πρς βλεπομένους μαχόμενον, κα εχόμενον κατ’ ατν.
Κα τος μν ρχομένους πρς ατν παρεθάῤῥυνεν, ατς δ γωνίζετο κάμπτων τ γόνατα κα προσευχόμενος τ Κυρί.
Κα ν ληθς θαύματος ξιον, τι, μόνος ν τοιαύτ ρήμ ν, οτε δαιμόνων φισταμένων πτοετο, οτε, τοσούτων ντων κε θηρίων τετραπόδων κα ρπετν, φοβετο τούτων τν γριότητα·
λλ’ ληθς, κατ τ γεγραμμένον, πεποιθς ν π Κύριον ς ρος Σιν, σάλευτον χων κα κύμαντον τν νον·
στε μλλον τος δαίμονας φεύγειν, κα τ θηρία τ γρια, ς γέγραπται, ερηνεύειν πρς ατόν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

μν ον διάβολος, ς ψάλλει ∆αβδ, παρετηρετο τν ντώνιον, κα τριζε κατ’ ατο τος δόντας·
δ ντώνιος παρεκαλετο παρ το Σωτρος, βλαβς διαμένων π τς κείνου πανουργίας κα τς ποικίλης μεθοδείας.
γρυπνοντι τοίνυν ατ νυκτς παφκε θηρία·
κα σχεδν ν κείν τ ρήμ πσαι α αιναι, ξελθοσαι τν φωλεν, περιεκύκλωσαν, κα μέσος ν ατός·
χαινούσης δ, κα δάκνειν κάστης πειλούσης, συνες τν το χθρο τέχνην, επε πάσαις ατας·
Ε μν ξουσίαν λάβετε κατ’ μο, τοιμός εμι βρωθναι παρ’ μν·
ε δ παρ δαιμόνων πεβλήθητε, μ μέλλετε, λλ’ ναχωρετε·
Χριστο γρ δολός εμι.
Τατα το ντωνίου λέγοντος, φυγον κεναι, ς π μάστιγος το λόγου, διωκόμεναι.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Ετα μεθ’ μέρας λίγας, ς εργάζετο (μελε γρ ατ κα κοπιν), πιστάς τις τ θύρ, ελκε τν σειρν το ργου·
σπυρίδας γρ ἔῤῥαπτε, κα ταύτας τος εσερχομένοις ντ τν κομιζομένων ατ δίδου.
ναστς δ, εδε θηρίον, νθρώπ μν οικς ως τν μηρν, τ δ σκέλη κα τος πόδας μοίους χον ν.
Κα μν ντώνιος μόνον αυτν σφράγισε, κα επε·
Χριστο δολός εμι·
ε πεστάλης κατ’ μο, δο πάρειμι.
Τ δ θηρίον σν τος αυτο δαίμοσιν οτως φυγεν, ς π τς ξύτητος πεσεν κα ποθανεν.
δ το θηρίου θάνατος πτμα τν δαιμόνων ν.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Πάντα γρ σπούδαζον ποιεν, να καταγάγωσιν ατν κ τς ρήμου, κα οκ σχυσαν.
ξιωθες δέ ποτε παρ τν μοναχν κατελθεν πρς ατος, κα πισκέψασθαι δι χρόνου ατούς τε κα τος τόπους, δευσε σν τος μοναχος τος παντήσασι·
κάμηλος δ βάσταζε ατος τος ρτους κα τ δωρ.
νυδρος γρ ρημός στιν κείνη πσα, κα οκ στιν δωρ πότιμον λως, ε μ ν κείν τ ρει μόν, θεν κα δρεύσαντο, ν κα τ μοναστήριόν στιν ατο.
Λείψαντος τοίνυν το δατος ν τ δ, κα καύματος ντος σφοδροτάτου, πάντες μελλον κινδυνεύειν.
Περιελθόντες γρ τος τόπους, κα μ ερόντες δωρ, οδ περιπατεν δύναντο λοιπν, λλ κατέκειντο χαμα, τήν τε κάμηλον φκαν πελθεν, πογνόντες αυτν.
δ γέρων, ρν πάντας κινδυνεύοντας, πάνυ λυπηθες κα στενάξας, λίγον π’ ατν πελθν, κα κλίνας τ γόνατα, κα τς χερας κτείνας, προσηύχετο·
κα εθς ποίησεν Κύριος δωρ ξελθεν, νθα προσευχόμενος εστήκει·
κα οτως πιόντες ο πάντες, νέπνευσαν·
κα τος σκος πλήσαντες, ζήτησαν τν κάμηλον, κα ερον·
συνέβη γρ τ σχοινίον ες τινα λίθον περιειληθναι, κα οτω κατασχεθναι.
γαγόντες τοίνυν κα ποτίσαντες, πέθηκαν π’ ατν τος σκος κα διώδευσαν βλαβες.
ς δ λθεν ες τ ξω μοναστήρια, πάντες ς πατέρα βλέποντες κατησπάζοντο.
Κα ατς δ, σπερ φόδια φέρων π το ρους, ξένιζεν ατος τος λόγοις, κα μετεδίδου τς φελίας.
Πάλιν τε ν χαρ ν τος ρεσι, κα ζλος προκοπς, κα παράκλησις δι τς ν λλήλοις πίστεως.
χαιρεν ον κα ατς, βλέπων τήν τε τν μοναχν προθυμίαν, κα τν δελφν γηράσασαν ν παρθενί, καθηγουμένην τε κα ατν λλων παρθένων.

Άγιος Αντώνιος Βίος και Πολιτεία

Μεθ’ μέρας τοίνυν εσλθε πάλιν ες τ ρος·
κα τότε λοιπν πολλο πρς ατν εσήρχοντο·
κα λλοι πάσχοντες τόλμησαν εσελθεν·
Πρς μν ον πάντας τος εσερχομένους πρς ατν μοναχος, τοτο συνεχς εχε τ παράγγελμα, πιστεύειν ες τν Κύριον, κα γαπν ατν, φυλάττειν τε αυτος π υπαρν λογισμν κα σαρκικν δονν, κα, ς ν τας Παροιμίαις γέγραπται, μ πατσθαι χορτασί κοιλίας·
φεύγειν τε κενοδοξίαν, κα εχεσθαι συνεχς, ψάλλειν τε πρ πνου κα μεθ’ πνον, κα ποστηθίζειν τ ν τας Γραφας παραγγέλματα, κα μνημονεύειν τν πράξεων τν γίων, πρς τ τ ζήλ τούτων υθμίζεσθαι τν ψυχν πομιμνησκομένην κ τν ντολν.
Μάλιστα δ συνεβούλευε τ το ποστόλου ητν συνεχς μελετν·
λιος μ πιδυέτω π τ παροργισμ μν·
κα τοτο κοινς περ πάσης ντολς ερσθαι νομίζειν, να μ π μόν παροργισμ, λλ μηδ π λλ μαρτί μν λιος πιδύν·
καλν γρ κα ναγκαον, μήτε τν λιον περ μερινς κακίας, μήτε τν σελήνην περ νυκτερινς μαρτίας,

Το χαμόγελο του Γέροντα Ιωσήφ

Μία απλή βιοϊατρική παρουσίαση του πρώτου θαύματος του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού, που χαμογέλασε 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. (με προσθήκες)

19 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend

keidia-1

Μέρος 1. Η επίκαιρη κατάσταση.

Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται ένα θαύμα, που, από όσον τουλάχιστον γνωρίζουμε, είναι ίσως μοναδικό σε όλη την ιστορία του Χριστιανισμού. Ένας νεκρός (ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός) χαμογέλασε. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτό συνέβει 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. Αυτό αποδεικνύεται με φωτογραφία. Έχουν αναφερθεί πολλά θαύματα με νεκρούς (προφήτες, αγίους, κ.τ.λ.). Σχεδόν ποτέ όμως δεν έχει συμβεί θαύμα, όπως αυτό που έγινε στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου (Άγιον Όρος, Ελλάδα).

Εδώ και πολλούς μήνες, η πνευματική οικογένεια του Γέροντα Ιωσήφ (δηλαδή η Αδελφότητα της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου και ιδιαιτέρως ο Ηγούμενος Εφραίμ) υφίσταται έναν μοναδικό για τα δεδομένα των ημερών μας διωγμό. Αυτός ο διωγμός περιλαμβάνει κάθε είδους ψέμματα και συκοφαντίες. Ο κάθε πατέρας λυπείται όταν βλέπει ότι κατηγορούνται τα παιδιά του. Λυπείται όμως πού περισσότερο, όταν γνωρίζει ότι οι κατηγορίες είναι άδικες. Ο Γέροντας Ιωσήφ, ως o πνευματικός πατέρας αυτής της οικογένειας, υπέφερε και ο ίδιος από αυτήν την κατάσταση. Όπου όμως παρουσιάστηκε πολύ μεγάλη αμαρτία (δηλαδή ο άδικος και συστηματικός διωγμός κατά της Αδελφότητας της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου από τα αξιολύπητα τσιράκια της Διεθνούς Νέας Τάξης), εκεί αποκαλύφθηκε πολύ περισσότερο η χάρη του Θεού (με το χαμόγελο από την αιωνιότητα) – “ού δέ επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις” (Επιστολή Αποστόλου Παύλου Προς Ρωμαίους, κεφ. 5, στιχ. 20).

Το χαμόγελο από την αιωνιότητα, είναι μία ακόμη επίκαιρη επιβεβαίωση του λόγου ενός πρώην διώκτη του χριστιανισμού (Σαύλος), ο οποίος γνώρισε την Αλήθεια (τον Ιησού Χριστό), μεταστράφηκε στην Αληθινή Πίστη, έγινε Απόστολος (Παύλος) και έδωσε την ζωή του – μαρτύρησε για την Αλήθεια. Ο παρών διωγμός είναι εντυπωσιακός. Αλλά ακόμη πιό εντυπωσιακή είναι η απάντηση του Θεού, δηλαδή το χαμόγελο από την αιωνιότητα. Μακάρι αυτό το χαμόγελο να ενδυναμώνει την πίστη όσων ήδη πιστεύουν και να φωτίσει τον νου τόσο των διωκτών όσο και αυτών θέλουν να γνωρίσουν την αλήθεια.

Ίσως θα ήταν καλό, όποιος θέλει να βρει την αλήθεια, να αναρωτηθεί:

1) Γιατί δεν έγινε καμμία αναφορά στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως για ένα τόσο σημαντικό θαύμα;

2) Γιατί δεν έγινε καμμία στοιχειώδης συζήτηση (στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως) για την δικαστική αθώωση της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου;

Αναφορά στο δεύτερο ερώτημα γίνεται στα κείμενα:

α) Ξεκινάει η Δικαίωση της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, 11 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend.

β) Το δικαστήριο Ξάνθης δικαίωσε την Μονή Βατοπαιδίου, 11 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend.

γ) Ενημερωτικό φυλλάδιο (http://vatopaidi.files.wordpress.com/2009/01/filladio-immb.pdf).

δ) Η Ανοικτή επιστολή του Γέροντα Εφραίμ (http://vatopaidi.wordpress.com/1st-time/efraim-letter).

Μέρος 2. Το θαύμα – βιοϊατρική παρουσίαση.

iosif
Το "μακιγιάζ" έκανε τη διαφορά ε;VatopaidiFriend: Το “μακιγιάζ” έκανε τη διαφορά ε;

Δείτε εδώ: Γιατί το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι από την αιωνιότητα; (κείμενο και φωτογραφίες)

Από την στιγμή του θανάτου, σταματάνε να λειτουργούν όλα τα όργανα: η καρδιά, ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες, οι μυς κ.τ.λ. Όσον αφορά τους μυς, είναι γνωστό, ότι όταν κάποιος πεθάνει, γίνονται άκαμπτοι, δηλαδή δεν μπορούν πια να κινηθούν (μυϊκή ακαμψία). Γι’ αυτόν τον λόγο, από την στιγμή του θανάτου και μετά, όσο και να προσπαθήσει κάποιος, είναι πολύ δύσκολο να κινήσει (με φυσιολογικό τρόπο), π.χ. τα χέρια ή άλλα μέλη του σώματος ενός νεκρού.

Αυτό ακριβώς συνέβει και με τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό: όταν πέθανε, το στόμα του ήταν ανοικτό. Όσο και να προσπάθησαν οι μοναχοί, δεν μπόρεσαν να το κλείσουν (αυτό αποδεικνύεται από τις σχετικές φωτογραφίες). Αιτία (από βιοϊατρικής απόψεως) είναι η προαναφερθείσα μυϊκή ακαμψία.

Ο ζωντανός άνθρωπος μπορεί να χαμογελάσει, επειδή κινούνται οι μυς του προσώπου του. Δεν μπορεί όμως κάποιος, λόγω της μυϊκής ακαμψίας, να φέρει τους μυς του προσώπου ενός νεκρού σε τέτοια θέση, ώστε ο νεκρός να είναι χαμογελαστός. Όταν είναι αδύνατον να κλείσει κάποιος το στόμα ενός νεκρού (ακόμη και αν το δέσει), είναι πολύ περισσότερο αδιανόητο να τον κάνει να χαμογελάσει.  [VatopaidiFriend: Αλλά ακόμα και αν δεν υπήρχε μυϊκή ακαμψία, από πλαστελίνη είναι φτιαγμένο το πρόσωπο ενός ανθρώπου ώστε να μπορεί να “πλάθεται” ένα χαμόγελο;]

Με βάση τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, δεν μπορεί κάποιος, οποιοδήποτε μέσο και να χρησιμοποιήσει, να κάνει έναν νεκρό να χαμογελάσει. Εξ άλλου, αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα (δηλαδή να κάνει κάποιος με τεχνητό τρόπο τους νεκρούς να χαμογελούν), θα είχε εφαρμοστεί εδώ και πολύ καιρό.

Αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο μεγάλο θαύμα που συνέβει με τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό. Όχι μόνο έκλεισε το στόμα του, αλλά και χαμογέλασε. Ακόμη πιό εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι αυτό το χαμόγελο καταγράφηκε (φωτογραφήθηκε) 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. Έκπληξη προκαλεί επίσης το γεγονός, ότι ο Γέροντας Εφραίμ επέμενε να φανερώσουν οι μοναχοί το πρόσωπο του Γέροντα Ιωσήφ. Μήπως είχε πληροφορία από τον Θεό;

Πριν δύο περίπου χρόνια, είχα την ευλογία να συναντήσω το αείμνηστο Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό. Είχε τότε το ίδιο ακριβώς χαμόγελο, που είχε και μετά τον θάνατό του: το χαμόγελο που έρχεται από την αιωνιότητα.

Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου;

Η σύγχρονη επιστήμη, δεν έχει τα μέσα να αναλύσει το χαμόγελο που έρχεται από την αιωνιότητα. Χρησιμοποιώντας τα ανθρώπινα μέσα, μπορεί απλά να το καταγράψει, να το φωτογραφήσει.

Η Θεία Χάρη και τα θαύματα δεν μπορούν να ερευνηθούν επιστημονικά, αλλά να βιωθούν.

Αιωνία σου η μνήμη Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινέ. Πρέσβευε υπέρ ημών.

Ένας μακρόχρονος προσκυνητής του Αγίου Όρους (30 χρόνια) (VatopaidiFriend: γνωστός ερευνητής αθλητιατρικής στην Γερμανία)

πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2009/07/19/mia-apli-bioiatriki-parousiasi-tou-protou-thavmatos-tou-geronda-iosif/#more-11589

Ο Τελωνισμός των ψυχών κατά την ώρα του θανάτου (πηγή: zoiforos.gr)

Η διήγηση αυτή ελήφθη από την περίληψη του βιβλίου

«Στόμα θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου.

.

Διήγηση της θεωρίας την οποία έγραψα

εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος και μαθητής του Αγίου Βασιλείου του Νέου.

Ο αγιότατος Πατήρ ημών Βασίλειος ήταν στον καιρό του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και κατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή είχε αποθάνει ο Γέροντάς μου, ζητούσα πνευματικό πατέρα να με οδηγά στα ουράνια. Ο δε Θεός, που κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου φανέρωσε τον αγιότατο τούτον Γέροντα και σύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας δίδασκε. Ήταν δε και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλή διακονία στον Άγιο, και ο Άγιος είχε πολλή συμπάθεια στην γραία, διότι ήταν ευλαβής και θυσιαζόταν για την αγάπη του Χριστού. Αυτή λέγω, η τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες οι μαθητές του Αγίου την λυπήθηκαν, μάλιστα δε εγώ ο Γρηγόριος’ διότι πολύ με αγαπούσε. Εγώ δε ενοχλούμενος από τον λογισμό πολλάκις έλεγα: άραγε να σώθηκε η Θεοδώρα; Ερωτούσα δε τον Γέροντα πολλές φορές να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου αποκρινόταν. Αλλ’ εγώ ενοχλούμενος από τούτων των λογισμών δεν έπαυα από του να ερωτώ και να ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας.

Μία λοι­πόν των ημερών χαμογελώντας μου λέγει: θέλεις τέκνον να δεις την Θεοδώρα; Εγώ του είπα: και πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, να ιδώ την Θεοδώρα, η οποία προ πολλού απέθανε και ευρίσκεται στην άλλη ζωή; Ο δε Άγιος μου είπε: αυτή την εσπέρα θα δεις την Θεοδώρα. Εγώ δε απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω να την ιδώ, και βάζοντας μετάνοια ασπάσθηκα την δεξιά του και αναχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του Γέροντος.

Την νύχτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέο και μου λέ­γει: σηκώσου και ελθέ οπού ο Γέροντάς σου θα υπάγει τώρα, στην Θεοδώρα, ελθέ να υπάγεις μαζί του να την δεις. Εγώ ακούγοντας τούτο, νόμισα πως παρευθύς σηκώθηκα και επήγα στο κελί του Αγίου και δεν τον βρήκα. Ερώτησα και μου είπαν ότι πηγαίνει να δει την υποτακτική του Θεοδώρα. Ακούγοντας δε εγώ λυπήθηκα, πως δεν τον πρόφθασα. Αλλ’ ένας άνθρωπος μου έδειξε τον δρόμο και μου είπε’ τρέχα και θέλεις φθάσει τον Γέροντά σου. Εγώ δε έτρεχα και μου φαινόταν πως πηγαίνω στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Και ξαφνικά βρέθηκα σ’ έ­να πολύ στενό και ανηφορικό μέρος, και ανέβαινα αυτό με πολύ κόπο και φόβο έφθασα σε μία ωραία θύρα κεκλεισμένη. Κοίταξα από μία θυρίδα μήπως δω κανέναν και του πω και μου ανοίξει, βλέπω δύο γυναίκες και καθόταν και συνομιλούσαν. Εγώ δε είπα στη μία κυρά, ποιανού είναι αυτό το ωραίο παλάτι; Και αυτή μου είπε’ του Οσίου Πατρός μας Βα­σιλείου, ότι λίγη ώρα ήταν όπου ήλθε και επισκέφθηκε τα πνευματικά του τέκνα. Εγώ δε ακούγοντας τούτο χάρηκα μεγάλως και την παρακαλούσα να μου ανοίξει να εισέλθω, διότι και εγώ τέκνο του είμαι, της είπα, και πολλές φορές ήλθα εδώ με τον Γέροντά μας. Και εκείνη μου είπε’ εσύ δεν ξαναήλθες εδώ και ούτε σε γνωρίζομε και δια τούτο φεύγα από εδώ’ διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας την άδεια δεν είναι δυνατόν να έλθει κανείς εδώ. Αυτά τα παλά­τια είναι του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου και τα χάρισε στην υποτακτική του Θεοδώρα, και χωρίς την άδεια αυτής είναι αδύνατον να εισέλθει κανείς εδώ. Εγώ δε ακούγοντας για την Θεοδώρα, έλαβα θάρρος και άρχισα να χτυπώ και να φωνάζω. Ακούγοντας δε η Θεοδώρα πλησίασε στην θυρίδα να δει ποιος ήταν που κτύπα και φώναζε, βλέποντάς με λέγει αμέσως προς τις γυναίκες’ ανοίξατε γρήγορα, διότι αυτός είναι ο κύριος Γρηγόριος, ο αγαπημένος υιός του Πατρός μας. Και άμα αυτές άνοιξαν, και εισήλθα, έτρεξε η Θεοδώρα και με αγκάλιασε περιχαρώς λέγοντάς με’ κύριε Γρηγόριε, ποιος σε έφερε εδώ; Άραγε πέθανες και αξιώθηκες να έλθεις στο μακάριο τούτο μέρος και την αιώνιο ζωή; Εγώ δε απορούσα και δεν ήξερα τι να πω, διότι δεν μου φαινόταν δράμα, αλλ’ ως πραγματικά. Γι’ αυτό της είπα’ κυρία και μήτηρ μου, δεν απέθανα, αλλ’ ευρίσκομαι ακόμα στην πρόσκαιρη ζωή, πλην με την ευχή και βοήθεια του Πατρός μας έφθασα εδώ να σε δω και να μάθω σε ποια κατάσταση και μέρος ευρίσκεσαι, και πώς υπέμεινες του θανάτου την βία και πώς πέρασες τα πονηρά δαιμόνια του αέρος, πώς διέφυγες τις πανουργίες αυτών’ διότι ξέρω καλώς ότι εντός ολίγου στο τέλος της ζωής μου θα διέλθω και εγώ αυτά.

Εκείνη μου απεκρίθη λέγοντας: ω τέκνο μου αγαπημένο Γρηγόριε, πως να σου διηγηθώ τον κίνδυνο και φόβο που υπέμεινα, όταν ήταν να χωρισθεί η ψυχή μου από του σώματος; Πώς να εξηγήσω τους πόνους και τις στεναχώριες που υπέφερα έως ότου να χωρισθεί η ψυχή μου από το σώμα; Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ως ο ζωντανός να ριφθεί μέσα στην φωτιά γυμνός και να κατακαίεται και να σπαράτει από τους πόνους, και λίγο λίγο να αναλύει, έως ότου να αναχωρήσει η ψυχή από του σώματος. Τόσο πικρός, τέκνο μου, είναι ο θάνατος. Πολύ δε περισσότερο του αμαρτωλού, όπως εγώ. Για τους Δικαίους δεν ξέρω, τέκνο μου, τι είδους είναι, διότι εγώ η ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή. Όταν ψυχομαχούσα, έβλεπα γύρω από της κλίνης μου στεκόμενους πολλούς μαύρους και άσχημους, οι οποίοι ανακατεύονταν και ταράσσονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον μου, και γάβγιζαν σα σκύλοι και λύκοι, και έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιές, βροντώντας, λυσσώντας και μουγκρίζοντας σα βόδια, στρέφοντες τα άγρια βλέμματα και σκοτεινά πρόσωπά τους και με φοβέριζαν, των οποίων και μόνο η θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. Και όχι μόνο τούτα, αλλά το χειρότερο ήταν που δεν μπορούσα να στερηθώ της θεωρίας τους. Διότι γυρίζοντας τα μάτια μου εδώ και εκεί, για να μη τους βλέπω, ήταν όμως αδύνατον να φύγω την θεωρία και τις φωνές τους. Διότι, απ’ όπου έστρεφα τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα.

Και ενώ αυτά έπασχα και στενοχωριόμουν, βλέπω ξαφνικά δύο λαμπρότατους νέους χαρούμενους, με χρυσά μαλλιά, που έλαμπαν όπως ο ήλιος, ενδεδυμένοι φορέματα αστράπτοντα. Οι νέοι τούτοι στάθηκαν προς δεξιά της κλίνης μου, ομιλώντας μυστικώς, ο ένας δε από αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε να φοβερίζει με αυστηρά, αλλά και γλυκύτατη φωνή εκείνους τους μαύρους, λέγοντας προς αυτούς: άδικοι και παμμίαροι πονηροί δαίμονες, για ποιον προφθάνετε στον θάνατο των ανθρώπων και τους ταράσσετε και τους συγχύζετε με τις φλυαρίες και άγριες φωνές σας; Ω κακοί και αργιοπρόσωποι, μη πολύ χαίρεσθε, διότι δεν έχετε απόλαυση καμία, μόνο καθώς ήλθατε, έτσι και θα αναχωρήσετε κατησχυμένοι. Αυτά και άλλα όμοια έλεγε εκείνος ο λαμπρότατος νέος με γλυκύτατη φωνή. Εκείνοι δε έφεραν στο μέσον τις εκ νεότητός μου κακές πράξεις, είτε εν λόγω είτε εν έργω, φλυαρώντας και φωνάζοντας όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμα και πρόσμενα τον θάνατο. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, του οποίου η μορφή ήταν σαν του οργισμένου λέοντα, και ήταν φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ο οποίος δίνει τον θάνατο κάθε ανθρώπου. Βλέπουσα η ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννο, εκυριεύθη από φόβο και τρόμο.

Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννο εκείνο· τι στέκεις; λύσε τα δεσμά του σώματος και μη της δώσεις πολύ πόνο, διότι δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίζοντας λοιπόν ένα ποτήρι εκείνος ο τύραννος μου το έδωσε να το πιω, και εγώ μη θέλοντας το ήπια· και ευθύς εξήλθε η ψυχή μου εκ του σώματος, με τρομερότατη βία. Ήταν δε τόσο πικρό και άνοστο το ποτό, που μη υποφέροντας την πικράδα, εξήλθε η ψυχή εκ του σώματός μου. Εξερχόμενη την ψυχή την έλαβαν οι νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες με τα επανωφόριά τους, εγώ δε παρατηρούσα το σώμα μου οπού κείτονταν νεκρό και εθαύμαζα. Διότι δεν ήξερα ότι συμβαίνουν τούτα πάντα τον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπο. Ενώ δε με κρατούσαν οι Άγγελοι, τους περικύκλωσαν οι άγριοι και ανελεήμονες δαίμονες, και μεγαλοφώνως έλεγαν· αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τα οποία έχομε γραμμένα, και είναι ανάγκη να μας αποκριθείτε για όλα αυτά.

Και οι Άγιοι Άγγελοι εξέταζαν τι καλό έκαμα στη ζωή μου και το παρουσίαζαν, διότι και εγώ η πτωχή θα είχα κάμει το κατά δύναμιν για την ψυχή μου. Και εάν έδωσα σε κανένα πεινώντα άρτο ή διψώντα επότισα ή επισκέφθηκα ασθενή ή φυλακισμένο ή δέχθηκα ξένον και τον ανέπαυσα’ ή εάν επήγαινα στην Εκκλησία και εστεκόμουν με φόβο Θεού και ευλάβεια ή εάν έβαλα έλαιο σε κανδήλια Εικόνας’ ή εφίλιωσα κανέναν πού είχε έχθρα με τον πλησίον του· ή αν έκλαυσα για τις αμαρτίες μου ή με ύβρισε κανείς και υπέμεινα’ ή αν έδωκα καλό παρά­δειγμα στους ανθρώπους για να κάμουν το καλό’ ή εάν παρηγόρησα απηλπισμένον, για να έχει υπομονή και να ελπίζει στον Θεό και να κάμει έργα θεάρεστα’ αν νήστευσα για την αγάπη του Θεού, αν εγκρατεύθηκα από ψεύδη και όρκους και λόγια υβριστικά και εν γένει πάντα τα καλά οπού έκαμα στον κόσμο τα ζύγισαν μετά των αμαρτημάτων και διόρθωναν αυτά. Για όλα αυτά δυσαρεστούνταν οι δαίμονες και εξαγριώνονταν εναντίον μου, και μάχονταν με τους Αγγέλους, δοκιμάζοντας πάντοτε να με αρπάσουν από τα χέρια τους και να με ρίψουν στον άχαρο Άδη.

Μετά από αυτά βλέπω τον αγιότατο Γέροντά μας Βασίλειο μετά της θεοχαρίστου δυνάμεώς του και λέγει προς τους Αγγέ­λους’ κύριοί μου, αυτή η ψυχή μου έκαμε πολλές υπηρεσίες και με ανέπαυσε στα γηρατειά μου. Για τούτο παρεκάλεσα τον Θεό γι’ αυτήν και μου την εχάρισε η ευσπλαχνία Του. Μ’ όλον τούτο δεχθείτε και αυτά, για να πληρώσετε βαίνοντες τα εναέρια τελώνια τα χρέη της, να την εξαγοράσετε εκ των δαιμόνων. Διότι εγώ με την χάρη του Θεού είμαι πολύ πλούσιος στα ουράνια και θεϊκά χαρίσματα, αυτά τα εσύναξα εκ των πολλών κόπων και ιδρώτων και της τα χαρίζω να ξαναγορασθεί. Μου φάνηκε δε πως ήταν μία σακούλα γεμάτη φλουριά· δίδοντας δε αυτά στους Αγγέλους έγινε άφαντος. Όταν είδαν αυτά εκείνοι οι μαύροι, έμειναν, μη δυνάμενοι να στερεώσουν την κακία τους, και ευρισκόμενοι πολλή ώρα σε σύγχυση και απελπισθέντες και μουγκρίζοντας αναχώρησαν από εμάς.

Μετά από αυτά ήλθε πάλι ο Άγιος Γέροντάς μας, φέρων πολλά αγγεία γεμάτα από αγίου ελαίου, τα οποία κρατούσαν ευμορφότατοι νέοι με χρυσά μαλλιά, και διέταξε να τα ανοίξουν και να τα ρίψουν ένα προς ένα όλα επάνω μου. Χύνοντας δε αυτά, γέμισα θαυμαστής και ουρανίας ευωδίας, και καθαρισθείσα, έγινε το πρόσωπό μου λαμπρό και ευγενές, έβλεπα τον εαυτό μου και ήμουν εύμορφη και άσπρη σαν το χιόνι και γέμισα από θεϊκής ευφροσύνης. Τότε είπε ο Άγιος Γέροντάς μας προς τους νέους’ κύριοί μου, αφού τελέσετε όσα χρήσιμα ανήκουν στην ψυχή αυτή, φέρετέ την στην ουράνια κατοικία, την οποία μου έχει έτοιμη ο Θεός για να κατοικώ με τα πνευματικά μου τέκνα. Και έτσι αναχώρησε από εμάς. Υψώνοντας οι Άγγελοι τις χρυσοειδείς πτέρυγές τους πέταξαν στον αέρα ως τα σύννεφα, όταν τα διώκει ο άνεμος, και κρατώντας με ανεβαίναμε κατά ανατολάς.

.

1. Το τελώνιο της καταλαλιάς.

Εκεί συναντήσαμε το τελώνιο της καταλαλιάς, δηλαδή της κατακρίσεως, οπού ήταν μία σύναξη μαύρων, στο μέσον δε καθόταν ο πρώτος τους με πολλή πονηρία, και ευθύς σταθήκαμε. Μάρτυς μου δε ο Κύριος, τέκνο μου Γρηγόριε, πως όσους κατέκρινα εν τη ζωή μου, μου είπαν όλων τα ονόματα και την ώρα, ως και μία λέξη μου φανέρωσαν, και ζητούσαν δίκη. Και όχι μόνον το αληθές, αλλά και σε πολλά με συκοφαντούσαν εκ της πονηρίας τους. Και εάν είπα λόγο με άλλον σκοπό, και αυτόν ως κατάκριση εξεζητούσαν λογαριασμό. Χάριν λόγου, εάν είπα τίποτε από αγάπη ή με σκοπό για να διορθωθεί ο πταίστης, σε όλα λέγω αυτά ερωτούσαν τους Αγγέλους να τους αποκριθούν. Οι Άγγελοι τους απεκρίθησαν στα αληθινά και τους τα πλήρωσαν από εκείνα οπού μου είχε χαρίσει ο Γέροντάς μας και έτσι ανεχωρήσαμε ευθύς από αυτούς.

.

2. Το τελώνιο της ύβρεως.

Και αναβαίνοντας λίγο, μας συναπάντησε το τελώνιο της ύβρεως. Και ξοδεύοντας και σ’ εκείνο, όπως και στο πρώτο, ανεχωρήσαμε ανενόχλητοι δι’ ευχών του Πατρός μας. Και αναβαίνοντας συνομιλούσαν οι Άγγελοι λέγοντας’ αληθώς μεγάλη ωφέλεια και χάρη βρήκε τούτη η ψυχή από τον αγαπημένο δούλο του Θεού Βασίλειο’ αλλιώς θέλαμε να στενοχωρηθούμε πολύ εκ τούτων των τελωνίων.

.

3. Το τελώνιο του φθόνου.

Ενώ έλεγαν αυτά οι Άγγελοι, φθάσαμε στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας, χάριτι θεία, εκείνοι οι αγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορία να μου πουν, ανεχωρήσαμε χαρούμενοι. Μ’ όλο τούτο έτριζαν τα δόντια τους μετά πολλής κακίας και θυμού κατ’ εμού και αν ήταν δυνατόν να μας καταπιούν.

.

4. Το τελώνιο του ψεύδους.

Και αναβαίνοντας σε πολύ ύψος συναντήσαμε το τελώνιο του ψεύδους, στο οποίο ήταν πολύ πλήθος μαύροι, και τα πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα και μισητά. Ο πρώτος αυτών καθόταν μετά πολλής αλαζονείας και ως μας είδαν, έρχονταν ως ληστές προς εμάς, τρέχοντες μετά κραυγής και ταραχής, και έφερναν πολλές αποδείξεις και πολλά ψέματα, τα οποία ως ανόητος πολλάκις ομίλησα, κρύψασα την αλήθεια στην παιδική μου ηλικία. Πλην αυτοί παρουσιάζοντες αυτά, τον καιρό οπού τα είπα, την θέση, την υπόθεση, και τα πρόσωπα οπού είπα το κάθε ψεύδος, ζητώντας δίκη. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες όπως και στα άλλα, και δια της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ελευθερώθηκα και απ’ αυτά.

.

5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής.

Και αναβαίνοντας λίγο φθάσαμε στο τελώνιο του θυμού και της οργής. Εδώ βρήκαμε σύναξη πολλών μαύρων, και ο πρώτος αυτών καθόταν ως είδωλο, πολύ εξαγριωμένος, και πρόσταξε μετ’ οργής και φωνής τόσο αγρίας, οπού δεν μπορούσαμε να διακρίνομε τι έλεγε στους παραστεκαμένους δαίμονες. Αυτοί δε πλήρεις κακίας δαγκάνονταν και τρώγονταν μετα­ξύ τους, όπως οι σκύλοι οι λυσσασμένοι, και φωνάζοντας ως άγρια θηρία, μας έβλεπαν με μεγίστη κακία, και με εξέταζαν, όχι μόνο σε όσα αληθώς με οργή και θυμό φιλονικούσα με κανένα ή με άγριο βλέμμα τον έβλεπα, αλλά και όσα ομιλούσα με αγάπη και συμβούλευα τα τέκνα μου ή τα τιμωρούσα και οργιζόμουν εναντίον τους. Όλα αυτά, λέγω, ένα προς ένα μου τα εφώναζαν, και ή είχα φοβερίσει κανένα και αναχωρούσα δυσαρεστημένη, ή είχα έχθρα και μνησικακούσα εναντίον κάποιου. Ότι φέρσιμο και κίνημα έκαμνα, τα αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί’ τρέχοντες εναντίον μας, αναφέροντας τα ονόματα των ανθρώπων, την εποχή και τις αυτές λέξεις καθαρώς, καθώς τις έλεγα εγώ όταν θύμωνα. Πληρώσαντες δε και εκεί το χρέος ανεχωρήσαμε.

.

6. Το τελώνιο της υπερηφάνειας.

Αναβαίνοντας λίγο, μας συνάντησε το τελώνιο της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οι δαίμονες μήπως βρουν τίποτε για να με κατηγορήσουν, όμως δεν βρήκαν, επειδή ήμουν πτωχή και δεν μπορούσα να υπερηφανευθώ. Γι’ αυτό περάσαμε ανεξόδως.

.

7. Το τελώνιο της βλασφημίας.

Και αναβαίνοντας φθάσαμε το τελώνιο της βλασφημίας. Ο αρχηγός των δαιμόνων του τελωνίου τούτου καθόταν με πολλή αγριότητα και παρ’ ευθύς οπού μας είδαν, έτρεχαν προς εμάς εξαγριωμένοι, τρίζοντας τους οδόντας, σκληρίζοντας και βλασφημώντας και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Με φοβέριζαν και εγώ έτρεμα, αυτοί δε βεβαιώσαν ότι είχα βλασφημήσει τρεις φορές στην νεότητά μου. Αλλ’ οι Άγγελοι έφεραν απόδειξη την μετάνοια και εξομολόγηση, και πληρώσαντες το ικανό ανεχωρήσαμε.

.

8. Το τελώνιο της μωρολογίας και της φλυαρίας.

Και πηγαίνοντας συναντήσαμε το τελώνιο της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας ζητούσαν οι δαίμονες να ανταποκριθούμε στις φλυαρίες και αισχρές μωρολογίες μου, τις οποίες είπα εκ νεότητός μου. Αλλά και τα σατανικά τραγούδια εβεβαίωσαν ως αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξερα, άλλα απορούσα πώς τα ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τα είχα λησμονήσει. Δίνοντας όμως και εκεί το ανάλογο ανεχωρήσαμε.

.

9. Το τελώνιο του τόκου και του δόλου.

Και αναβαίνοντας την άγνωστο και σκοτεινή φοβερά στράτα φθάσαμε στο τελώνιο του τόκου και του δόλου, το οποίο εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν την περιουσία τους. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξέταζαν, εάν απάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Αλλ’ επειδή δεν μπορούσαν να το αποδείξουν, έτριζαν τους οδόντας τους και με φοβέριζαν.

.

10. Το τελώνιο της οκνηρίας και το ύπνου.

Αναχωρώντας από εκεί και αναβαίνοντας εκείνη την στράτα, της οποίας το μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται να μετρήσει, φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας και του ύπνου. Εξέταζαν εδώ εάν κοιμόμουν και ώκνεσα να σηκωθώ να υπάγω στην Εκκλησία ή αν από την οκνηρία και αμέλεια δεν έκαμα το καλό οπού μπορούσα να κάμω. Αλλά χάριτι θεία, μη έχουσα ενοχή σ’ αυτά, περάσαμε από εκεί ελευθέρως.

.

11. Το τελώνιο της φιλαργυρίας.

Και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της φιλαργυρίας, στο οποίο ήταν πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντάς με τούτοι οι μαύροι και μη βρίσκοντας ένοχο, επειδή και ήμουν σε όλη την ζωή μου πτωχή, φύγαμε και από αυτούς ανενόχλητοι.

.

12. Το τελώνιο της μέθης.

Και αναβαίνοντας φθάσαμε στους δαίμονες της μέθης, οι οποίοι πρόσμεναν ως άρπαγες λύκοι, ζητούντες να καταπιούν κάποιον. Αλλ’ επειδή δεν έχουν εξουσία παρά Θεού να εξετάζουν όλες τις ψυχές, ήλθαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι και εξέταζαν το κρασί όπου ήπια σε όλη μου την ζωή. Οι δε δαίμονες φώναζαν’ δεν ήπιες τόσα ποτήρια κρασί στην δείνα εορτή; και ήταν παρούσες η δείνα και η δείνα; δεν μέθυσες την δείνα ημέρα; δεν ήπιες όταν επήγες στον δείνα άνθρωπο και την δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί και ήσαν παρόντες οι δείνα άνθρωποι; Αυτά και ετέρα όμοια έλεγαν και δοκίμαζαν να με αρπάσουν ως άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δε Άγγελοι έφερναν και αυτοί στο μέσον τα κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντας δε και εκεί μερική πληρωμή από εκείνα οπού μου εχάρισε ο Γέροντάς μας, τους αφήσαμε. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι’ βλέπεις πόσον κίνδυνο έχει η ψυχή έως ότου να περάσει τα ακάθαρτα τελώνια και εναέρια δαιμόνια; Εγώ δε τους απεκκρίθηκα: ναί, κύριοί μου, μέγας κίνδυνος στις ελεεινές ψυχές και πιστεύω ότι δεν δύναται να περάσει κανείς αταράχως’ νομίζω ότι κανένας από τους ζώντας ανθρώπους δεν γνωρίζει αυτά οπού συμβαίνουν στην ψυχή’ Αλλοίμονο! Τι αναμένει την ψυχή του καθενός μετά τον θάνατο, και εμείς αμελούμε και δεν φροντίζομε οι ανόητοι. Απεκρίθησαν δε οι Άγγελοι ότι οι Γραφές διαλαμβάνουν τα πάντα, αλλ’ η πολυτέλεια, οι τροφές, οι ηδονές και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν, ούτε τα συλλογί­ζονται, αλλά ζουν ωσάν να μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε την αγάπη και ελεημοσύνη, η οποία δύναται να βοηθήσει την ψυχή περισσότερο από τα αλλά έργα, και να περάσει τα τελώνια χωρίς ενόχληση. Αλλά τούτοι είναι ολίγοι. Αλλοίμονο στους μη έχοντες καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ο θάνατος και τους αρπάζει, και δικαιως θέλοντας να περάσουν από εδώ τους αρπάζουν οι δαίμονες και εν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν στους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του Άδου, φυλάττοντας αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Αυτά βεβαίως ήθελες να πάθεις και συ, εάν έλειπε η ευσπλαχνία του Θεού και η ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.

.

13. Το τελώνιο της μνησικακίας.

Λέγοντας αυτά και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της μνησικακίας, το οποίο εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθρα με τον γείτονά τους και δεν θέλουν να συγχωρήσουν κατά την εντολή του Θεού εκείνον οπού τους έφταιξε. Πλησιάζοντας προς εκείνο το κατηραμένο, πήδησαν οι δαίμονες ως ληστές απάνω μου, ζητώντας στα κατάστιχά τους να βρουν κανένα φταίξιμο, αλλά χάριτι θεία, δεν βρήκαν τίποτε, και καταντροπιασθέντες φώναζαν’ λησμονήσαμε να τα γράψομε, και άλλα τέτοια ψέματα, και έτσι ανεχωρήσαμε από εκεί, χωρίς να πληρώσομε τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ρώτησα τους Αγγέλους: που τα ξέρουν τούτοι οι άδικοι τα πταίσματα του κά­θε ανθρώπου; Και μου απεκρίθη ο ένας’ δεν γνωρίζεις ότι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο μαζί του ως φύλακα, χωρίς να τον βλέπει, δια να τον οδηγεί στο καλό, να γράφει όλα τα καλά του έργα; Ομοίως δε τον ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τις κακές του πράξεις. Άμα λοιπόν αμαρτήσει ο άνθρωπος, ευθύς μηνά στο τελώνιο οπού ανήκει η αμαρτία, λόγου χάριν, όταν κλέψει, στο τελώνιο της κλεψιάς, όταν βλασφημήσει, στο τελώνιο της βλασφημίας, όταν πορνέψει στο τελώνιο της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιο γράφει, και άμα θα περάσει η ψυχή εκεί, εμποδίζεται από αυτό και ρίπτεται στον Άδη, και κατοικεί εκεί έως να έλθει η φοβερά ημέρα της Κρίσεως. Πλην εάν είναι περισσότερα τα καλά έργα της ψυχής, τα οποία θα παρουσιάσει ο φύλακάς της Άγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλι την συναντά άλλο τελώνιο. Τούτα όλα γίνονται στους Ορθόδοξους Χριστιανούς, των οποίων ο δρόμος τους είναι στον Χριστό, στους δε ασεβείς δεν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν στην αμαρτία.

.

14. Το τελώνιο της μαγείας και γοητείας.

Αφήνοντας το τελώνιο της μνησικακίας, φθάσαμε στο τελώνιο της μαγείας και της γοητείας, το οποίο εξετάζει τους μάγους και γόητες. Τούτα δε τα δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θη­ρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι και βόδια άγρια και άλλα ζώα με την πλέον άσχημη θεωρία. Αλλά χάριτι θεία μη έχοντα περί τούτων τίποτε να με εξετάσουν, ούτε καν λόγο να μας πουν ανεχωρήσαμε. Και έτσι αναβαίνοντας, πάλι ρώτησα τους Αγγέλους λέγουσα’ με τι τρόπον δύνανται στον κόσμο να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου και να εξαλειφθούν από τις βίβλους των εναέριων δαιμονίων; Και μου απεκρίθησαν’ Τα πάντα δύνανται να εξαλειφθούν και να συγχωρηθούν, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει και εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και πληρώσει τον κανόνα του Πνευματικού του και λάβει την συγχώρηση. Τότε παρ’ ευθύς και εκ των βίβλων των δαιμόνων εξαλείφονται. Εάν κάμει κανείς, καθώς εσύ έκαμες, και ντραπεί να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και νομίσει ότι τον φθάνει μόνο η αποχή της αμαρτίας και η εξομολόγηση μόνο στον Θεό, κι αν λέγω έτσι κάμει, δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Διότι ο Κύριος έδωσε την χάρη στους Αποστόλους να δένουν και να λύνουν επί της γης, οι δε Απόστολοι έδωσαν την χάρη και την ίδια εξουσία στους Αρχιερείς και Πνευματικούς, και θέλει ο Κύριος να φυλάγεται το Μυστήριο. Αυτός γαρ είπε «όσα αν λύσητε επί της γής, έσται λελυμένα». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να εξομολογηθεί ο άνθρωπος στον Πνευματικό και να πληρώσει τον κανόνα και έτσι να εξαλειφθούν οι αμαρτίες του από τις βίβλους των δαιμόνων. Και άμα ιδούν οι δαίμονες πως εξαλείφθηκαν από τις βίβλους τους οι αμαρτίες των ανθρώπων, συγχύζονται και ταράσσονται και βάζουν τα δυνατά τους να τους ρίξουν σε άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Γι’ αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια είναι αιτίες να νικήσουν οι άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και να περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύ κανόνα των αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα τους και εξομολογούνται λίγα στον κάθε ένα Πνευματικό, για να αποφύγουν τον κανόνα. Τούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, αλλά πονηρία. Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν τον καλό Πνευματικό και σ’ όλη τους την ζωή να μη τον αλλάζουν χωρίς ανάγκη. Αλλιώς δεν ημπορούν να φύγουν τα εναέρια τούτα τελώνια.

.

15. Το τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας

Αναβαίνοντας και ομιλώντας αυτά και άλλα όμοια συναντήσαμε το τελώνιο της πολυφαγίας. Τούτοι οι δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότεροι από τους άλλους, και άμα με είδαν έτρεχαν καταπάνω μου γαβγίζοντας, σκληρίζοντας, και φανέρωσαν τις κρυφοφαγίες και πολυφαγίες μου, τις οποίες από παιδική μου ηλικία έκαμα, τρώγοντας από την αυγή έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και εάν στις αγίες Τεσσαρακοστές έτρωγα από της πρώτης ώρας χωρίς προσευχή. Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες με κατηγορούσαν πώς δέν έπραξα τις υποσχέσεις οπού έδωσα στο άγιο Βάπτισμα’ υποσχέθηκα να τους αρνηθώ και τα έργα αυτών, αλλ’ εγώ πάλι τους έκαμνα τα θελήματά τους. Από το άλλο μέρος οι Άγγελοι μάχονταν και έφερναν προς βοήθειά μου τα καλά έργα μου, και έτσι ανεχωρήσαμε από αυτούς.

.

16. Το τελώνιο της ειδωλολατρίας.

Και σύντομα φθάσαμε στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και των διαφόρων αιρέσεων. Αλλ’ ουδέ λέξη μας είπαν, και ανεχωρήσαμε ευθύς.

.

17. Το τελώνιο της αρσενοκοιτίας.

Και αναβαίνοντας λίγο, απαντήσαμε το τελώνιο της αρσενοκοιτίας, το οποίο εξετάζει τους αρσενοκοίτας. Ο πρώτος αυτών καθόταν υψηλά ως φοβερός δράκων με άσχημο πρόσωπο, έχοντας υπό τις διαταγές του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δε χιλιάδες μορφές, πότε μεν φαινόταν ως δράκων, πότε ως ποντικός, και πότε ως αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ως θηριόψαρο της θαλάσσης. Τριγύρω του ήσαν ακαθαρσίες και βρώμα ανυπόφορος, και πάνω επί τραπέζης κείτονταν και αναπαυόταν, οι δε υπηρέτες του, οι οποίοι εξέταζαν τα αμαρτήματα, ήσαν ως αγάλματα και εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Αλλά βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δεν είχαν τίποτε να κατηγορήσουν, ούτε πως κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα και αμάρτησα. Και χάριτι θεία ελευθερώθηκα από την ακαθαρσία αυτών και πλησιάσαμε στην θύρα του ουρανού. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι Άγγελοι ότι πολλές ψυχές φθάνουν έως εκεί ανεμποδίστως από των άλλων τελωνίων, για να προσκυνήσουν τον Άγιο Θρόνο του Θεού, και αυτό το τελώνιο της αρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει στον άχαρη Άδη για την αισχρή πράξη της αρσενοκοιτίας, διότι ετούτη η κατηραμένη αρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεό περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες.

.

18. Το τελώνιο των χρωματοπροσώπων.

Ομιλώντας γι’ αυτά φθάσαμε στο τελώνιο οπού εξετάζει τις γυναίκες και τους άνδρες οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τα πρόσωπά τους με διαφόρων χρωμάτων ευωδίες, επειδή την μορφή οπού τους έδωσε ο Θεός δεν τους άρεσε, αλλά την καταφρόνησαν και την απόβαλαν θεληματικώς και δέχθηκαν την δική τους μορφή. Και ετούτη έλεγαν το έκαμε δύο φορές, γι’ αυτό είναι δίκαιο να την πάρομε εμείς. Οι δε Άγγελοι έφερναν τις καλές μου πράξεις στο μέσον και με πολύ κόπο πληρώσαντες ικανά αναχωρήσαμε.

.

19. Το τελώνιο της μοιχείας.

.

Και αναβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της μοιχείας, το οποίο εξετάζει τους μοιχούς και τις μοιχαλίδες, εκείνους δηλαδή οπού, ενώ είναι παντρεμένοι, πηγαίνουν με ξένους συζύγους και μολύνουν το στεφάνι τους. Και μαζί με τούτους εξετάζει και τους παραφύση αμαρτάνοντας άνδρες στις γυναίκες τους όλους τους μιαρούς που μολύνουν τα στεφάνια τους. Αλλ’ επειδή χάριτι θεία δεν είχαν σε αυτά να με κατηγορήσουν τα δαιμόνια, ανεχωρήσαμε και εντεύθεν.

.

20. Το τελώνιο του φόνου.

Και αναβαίνοντας λίγο εφάνη το τελώνιο του φόνου, το οποίο εξετάζει τους φονείς και όσους από θυμό κτύπησαν κανένα, και εν συντόμω να ειπεί κανείς ζυγίζουν πάσα αδικία. Γι’ αυτό ξοδέψαμε και εκεί ένα τι και ανεχωρήσαμε.

.

21. Το τελώνιο της κλοπής.

Αναβαίνοντας δε συναντήσαμε το τελώνιο της κλοπής. Και εξέταζαν εκείνοι οι τύραννοι της ζωής μου όλες τις κακές πράξεις, πληρώσαμε δε και εκεί μικρό και ανεχωρήσαμε.

.

22. Το τελώνιο της πορνείας.

Και αναβαίνοντας μακράν επάνω πλησιάσαμε στη θύρα του ουρανού και φθάσαμε στο τελώνιο της πορνείας. Ο μεγάλος αυτών φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα και χαιρόταν σα να ήταν λαμπροστολισμένος με βασιλικό φόρεμα. Μου είπαν δε οι Άγγελοι ότι τούτο έγινε από τις πολλές ακαθαρσίες και πορνείες των ανθρώπων. Άμα μας είδαν, πήδησαν πάνω μας και θαύμαζαν πώς μπορέσαμε και περάσαμε τόσα τελώνια και φθάσαμε προς αυτούς, και έτσι αρχίνησαν να εξετάζουν ένα καθένα. Και ουχί μόνον τα αληθή μου έργα έλεγαν και με κατηγορούσαν, αλλά και πολλά ψέματα, φέροντες τα ονόματα των εραστών μου. Και αυτά λέγοντας, δοκίμαζαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρη Άδη. Και οι Άγγελοι έλεγαν’ τα πάντα προ πολλού τα παραίτησε. Αλλ’ εκείνοι τους αντέλεγαν λέγοντας’ και ημείς γνωρίζομε ότι τα είχε παραιτήσει, αλλά μας αγάπα και για τούτο ποτέ δεν μας απαρνιόταν, αλλά τα είχε στην καρδιά της κριμένα και δεν τα εξομολογήθηκε ποτέ στον Πνευματικό, ούτε τράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρηση έλαβε από Πνευματικό, και πόθεν αυτή έλαβε την τόση πολλή χάρη και λάμπει ωσάν τον ήλιο; Και απορούσαν και ζητούσαν να με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τα καλά μου έργα με τα δικαιώματα τους, για να με εξαγοράσουν. Οι δε Άγγελοι με υπερασπίζονταν και δίδοντας κατά το ζήτημά τους και λαμβάνοντάς με φύγαμε και έτριζαν τους οδόντας τους εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως από αυτούς γλίτωσα. Μου έλεγαν δε οι άγιοι Άγγελοι’ ήξευρε ότι από τούτο το τελώνιο ολιγοστές ψυχές δύνανται να περάσουν χωρίς μεγάλη ζημία τους. Διότι οι άνθρωποι του κόσμου από την πολυφαγία και από την κακή επιθυμία της πορνείας, και μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τις Γραφές και το βάρος των αμαρτιών τους και την κρίση και τιμωρία οπού κάμνει ο Θεός σ’ αυτούς, και οι περισσότεροι των ανθρώπων από ετούτο το τελώνιο πίπτουν στον σκοτεινό και άχαρη Άδη. Εσύ όμως με την βοήθεια του Γέροντός σου γλίτωσες από τα χέρια και τούτου του τελωνίου, και φόβο πλέον δεν έχεις από εδώ και επάνω, με την χάρη και ευσπλαχνία του Θεού, διότι χάριν του δούλου Του Βασιλείου σε ελέησε.

.

23. Το τελώνιο της ασπλαχνίας.

Και λέγοντας μου αυτά, συναντήσαμε το τελώνιο της ασπλαχνίας και σκληροκαρδίας, το οποίο εξέταζε μετά μεγάλης κακίας και ακριβείας τους ανελεήμονες και μισαδέλφους και έκαμνε όλα τα σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν από πτώχεια και ασθένεια και κάθε ανάγκη, με τα οποία ζητούν ελεημοσύνη’ πότε δε πάλι εξαγριώνονταν καταπάνω μας με όλο του το τάγμα. Εξετάζοντας δε και μη βρίσκοντάς με άσπλαχνο, αλλά ελεήμονα, διότι έδινα των πτωχών κατά την δύναμή μου ελεημοσύνη, και καταντροπιασθέντες σιωπούσαν και έτσι ανεχωρήσαμε απ’ αυτών. Και μου έλεγαν οι Άγγελοι’ οι περισσότεροι άνθρωποι φύλαξαν τα προστάγματα του Θεού και για να μη έχουν ευσπλαχνία να ελεούν τους πτωχούς, πέρασαν όλα τα τελώνια και έφθασαν έως εδώ, και από ετούτο το τελώνιο εμποδισθέντες κρημνίστηκαν στον Άδη.

.

Η πύλη του Ουρανού.

Και αναβαίνοντας χαίροντες είδαμε την θύρα του ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε ως κρύσταλλο φωτεινό. Και η κατα­σκευή της ήταν θαυμαστή και ουράνιος, φεγγοβολούσα από άστρα με χρώμα ως του καθαρού χρυσού, με υπερθαύμαστη και ουράνια ωραιότητα, την οποία νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθεί ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθεί, διότι είναι πράγματα ουράνια και ανερμήνευτα.

Ο θυρωρός ήταν ένας νέος αστραπόμορφος με ζώνη και μαλλιά χρυσά και μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς και δόξαζε τον Θεό οπού πέρασε η ψυχή μου ελευθέρως από τον κίνδυνο και τα σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Και εμβαίνοντες στον ουρανό σχιζόταν και έφευγε από μπροστά μας το νερό οπού είναι επάνω από τον ουρανό και άμα θέλαμε περάσει, γύριζε πά­λι στον τόπο του το νερό.

Περνώντας δε το ύδωρ τούτο, φθάσαμε σ’ ένα τρομερό και ακατανόητο αέρα, επί του οποίου ήταν εξαπλωμένο ένα σκέ­πασμα χρυσοΰφαντο και εσκέπαζε εκείνο το φοβερό πλάτος του αέρος. Κάτωθεν δε αυτού ήταν πλήθος αστραπόμορφων ωραιότατων νέων, οι οποίοι φορούσαν στολή πύρινη και ακτινοβολούσαν ως ο ήλιος, οι δε τρίχες τους ήταν ως αστραπή και οι πόδες τους άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμποντας φως ουράνιο. Βλέποντές μας, διέτρεχαν όλοι και με συνέχαιραν και ευφραίνοντο για την σωτηρία μου ψάλλοντες με φωνή λιγυρά και χαρμόσυνο μελωδία την οποία ου δύναται γλώσσα να διηγηθεί! Εγώ λοιπόν ήμουν όλη χαρά και αγαλλίαση και πορευόμεθα προς προσκύνηση του αστραπόμορφου θρόνου του φοβερού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διαβαίνοντας δε είδαμε σύννεφα, όχι όπως τα συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν του ουρανού, αλλά ως άνθος εκατονταπλασίως υπερβαίνον παν άνθος στην θεωρία και ευωδία, τα οποία σύννεφα διεχωρίσθησαν για να περάσομε. Τότε πάλι είδαμε έτερο ξαπλωμένο, λευκό ως το φώς και αυτό έκαμε ως το πρώτο, μετά δε τούτο φάνηκε ένα άλλο σύννεφο χρυσόμορφο, από το οποίο εξήρχοντο αστραπές και πυρ, και τούτο έκαμε ωσάν τα άλλα. Και πηγαίνοντας λίγο είδαμε αυλή σκεπασμένη με χρυσοΰφαντα και άλλα είδη, τα οποία δεν δύναμαι να διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια και άλλα ανεκδιήγητα, στεκόταν δε εκεί και ένας άνθρωπος αστραπόμορφος, εξερχόταν δε τόση γλυκύτατη ευωδία από του Θεού οπού δεν δύναται γλώσσα να διηγηθεί.

Μετά από αυτά πορευθήκαμε λίγο και είδαμε σε άμετρο ύψος τον θρόνο του Θεού μυριοβαφή, αστραποβολούντα και φωτίζοντα άπαντα. Εκεί είναι η χαρά των Δικαιων και η ευφροσύνη και αγαλλίαση των αγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του θρόνου του Θεού έστεκε πλήθος άπειρο ωραιότατων και αστραπόμορφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα και χρυσές ζώνες. Τα όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δεν δύναμαι να σου τα διηγηθώ, αλλ’ ούτε ο δικός σου νους μπορεί να τα κατανοήσει.

Φθάσαμε τέλος αντίκρυ του φοβερού Θρόνου του Θεού ο οποίος ήταν στολισμένος με αλήθεια, καλοσύνη και δικαιοσύνη, και είδαμε θαυμαστή και απερίγραπτη δόξα. Τότε οι Άγγελοι οπού με οδηγούσαν έψαλλαν τοις εις τον φοβερό εκείνον Θρόνο, δοξάζοντες μετά φόβου τον αόρατο Θεό, που αναπαύεται επ’ αυτού, προσκυνήσαντες δε πάλι τρις τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και έπειτα μαζί με εμάς όλο το πλήθος οπού στεκόταν γύρωθεν του Θρόνου και όλοι εδόξασαν Τον καθήμενον επί του Θρόνου και χαίρονταν για την σωτηρία μου.

Τότε ακούσαμε φωνή σιγανή από εκείνου του ύψους, γεμάτη από γλυκύτητα και ευφροσύνη, λέγουσα προς τους οδηγούντας με Αγγέλους’ οδηγήσατέ την σε όλες τις κατοικίες και στον Παράδεισο και στα καταχθόνια, καθώς κάμνετε σε όλες τις ψυχές, και ακολούθως αναπαύσατέ την στον τόπο και την κατοικία του δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε να την αναπαύσω.

Αναχωρήσαντες δε από εκεί χαρούμενοι, επισκεφθήκαμε τις κατοικίες των Αγίων, οι οποίες ήσαν άμετροι και έλαμπαν όπως οι ακτίνες του ηλίου και τα άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήταν δε εκεί και ένας κάμπος αθεώρητος στο μάκρος και φάρδος, στολισμένος με διάφορα άνθη και ευωδίες. Από εκεί αναβρύει βρύση της αθανάτου ζωής, εκεί είναι οι θεόκτιστοι ως πυραμίδες κατοικίες των Αγίων, μέσα στις οποίες αναπαύονται, από εκεί δε εξέρχονται φοβερές ακτίνες. Είναι αυτές οι κατοικίες όπως τα βασιλικά παλάτια και ακόμη ασυγκρίτως ευμορφότερες, με ανάγλυφα διάφορα στην θεωρία, δόξα και λαμπρότητα στολισμένα.

Εκάστου δε τάγματος οι κατοικίες είναι χωριστές και πλέον δοξασμένες, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών και Δικαίων, του καθ’ ενός η κατοικία έχει ωραιότητα θαυμαστή κατά τα έργα του καθ’ ενός, όλοι δεν έβγαιναν και μας προϋπαντούσαν και με καταφιλούσαν και ευφραίνονταν για την σωτηρία μου.

Εισερχόμενοι στον κόλπο του Αβραάμ (δηλ. στην κατοικία του) είδαμε αυτόν με δόξα απερίγραπτη, γεμάτη από ευφροσύνη ουράνια, άνθη πολυειδή, αέρος υγιεστέρου και κάλλους αμιμήτου, ώστε οπού ο άνθρωπος γίνεται εκστατικός. Εκεί είναι τα παλάτια του Ισαάκ και Ιακώβ ακτινοβολούντα και λάμποντα από την θεία χάρη. Εκεί αναπαύονται τα τέκνα των Χριστιανών, όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Τριγύρω τους είναι δόξα και χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Εκεί ήσαν αναπαυόμενοι επί δώδεκα λαμπρών θρόνων με λάμψη ως την ακτίνα του ήλιου, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ομοίως και οι άϋλες ψυχές, οι δώδεκα Πατριάρχες, από τους οποίους κατάγονται οι των Αγίων. Οι ψυχές των Αγίων φαίνονται ως να ήσαν με σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου να τις πιάσει δεν είναι δυνατόν, καθώς και τις ακτίνες του ηλίου.

Ενώ λοιπόν επισκεφθήκαμε όλα εκείνα τα άγια μέρη, στραφήκαμε στο μέρος της δύσεως, όπου είναι οι σκληρές κολάσεις, στις οποίες κατοικούν οι ψυχές των αμαρτωλών. Μου έδειξαν δε οι οδηγούντες με Άγγελοι τις κολάσεις, από τις οποίες εγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδα, τέκνον μου Γρηγόριε, τις σκοτεινές φυλακές στις οποίες είναι κλεισμένες ως η άμμος της θαλάσσης των αμαρτωλών οι ψυχές από καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι με την μαύρη ομίχλη του θανάτου, και να δουν ποτέ το γλυκύτατο φως δεν είναι δυνατόν, αλλά γυμνές της χάριτος του Θεού καίουν και θρηνούν απαρηγόρητα. Δεν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά το ουαί και αλλοίμονον, τους κατατρώγει ο μολυσμός και η δυσωδία και θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα.

Όταν εισήλθαμε στα σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς φωτίσθηκαν από την λάμψη των οδηγούντων με Αγγέλων και είδα εκείνα τα υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος και τρόμος με περιεκύκλωσε. Μου είπε δε ο ένας Άγγελος’ αυτές τις φοβερές κατοικίες τις ξέφυγες, γιατί μετανόησες και έπαυσες την αμαρτία και για τα λίγα καλά έργα σου, ή να σου πω καλύτερα, για τις μεσιτείες του δούλου του Θεού Βασιλείου, του Γέροντός σου.

Αφού γυρίσαμε όλες τις κολάσεις, με ερώτησε ο ένας Άγγελος λέγοντάς με: Θεοδώρα, άραγε ξέρεις ότι σήμερα κά­μνει τα σαράντα σου ο καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Και αυτά ειπών με άφησε σ’ αυτήν την πανευφρόσυνο κατοικία και αναχώρησαν. Εκ τούτου λοιπόν γνώρισα ότι μετά τις σαράντα ημέρας από του θανάτου μου έφθασα στην κατοικία την οποία βλέπεις, και δεν είναι ιδική μου, αλλά του Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, του πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος στον κόσμο σώζει πολλές ψυχές με τις συμβουλές του και τις οδηγεί προς μετάνοια και εξομολόγηση, αυτές οι ψυχές κατοικούν σ’ αυτήν την λαμπρά κατοικία μαζί μου. Έλα τώρα να δεις τις κατοικίες μας, τις οποίες προ ολίγου επεσκέφθη και ο Πατήρ μας. Εγώ δε ακολούθησα την κυρία Θεοδώρα και έτσι εισήλθαμε σ’ ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο ήταν στρωμένο με ακτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκες, και στο μέσο τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων η ωραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήταν δε η Θεοδώρα ενδεδυμένη ένα φόρεμα μεταξωτό κάτασπρο και στην κεφα­λή της έφερε κόκκινο μανδήλι, θαύμασα δε να βλέπω να τρέχει από αυτήν ως ίδρωτας άγιο μύρο πολύτιμο με άρρητο ευωδία. Βλέποντας δε ανατολικά είδα φοβερά και θαυμαστά πα­λάτια βασιλικά, στα οποία εισήλθαμε, και πλησίον των σκαλών των βασιλικών παλατιών εκείνων ήταν μία θαυμαστή και από σμαράγδου και άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, η οποία ακτινοβολούσε υπέρ τον ήλιο’ ήταν δε γεμάτη από διάφορα ωραιότα­τα και ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως και μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Εκεί, επί θαυμαστού και εξαισίου θρό­νου, ήταν και ο Πατήρ μας Βασίλειος και αναπαυόταν ως κύριος αυτών όλων. Ο θρόνος ήταν πράσινος, αλλά θαυμαστός, και έλαμπε υπέρ τον ήλιο, και όλοι εκεί έτρωγαν από εκείνα τα οπωρικά και ευφραίνοντο.

Εκείνοι δε οπού έτρωγαν από εκείνη την τράπεζα ήταν άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκες παχιές, αλλά ήταν ως οι ακτίνες του ηλίου, και τα πρόσωπα τους ευειδή και χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες από τις γυναίκας δεν διεκρίνοντο, και έτρωγαν από εκείνη την θαυμαστή και ουράνιο τράπεζα. Και όσον έτρωγαν, τόσον πλήθαιναν εκείνα τα ευωδέστατα και θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήταν ουράνια και πνευματικά, παρά Θεού ετοιμασμένα, έτρωγαν δε και ευφραίνοντο με απερίγραπτη χαρά, συνομιλούντες μετά γλυκιάς φωνής και χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους κερνούσαν δε μερικοί νέοι με ροδοκόκκινο ποτό, το οποίο υπεράστραπτε μέσα στα κρυσταλλένια ποτήρια, και οι πίνοντες εχόρταιναν της γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Και έμενα θαυμάζοντας επί κάποια ώρα, διότι έλαμπαν τα πρόσωπά τους όπως το δροσερό ρόδο. Οι δε νέοι οπού τους κερνούσαν ήσαν ωραίοι και αστραπόμορφοι, με ζώνες χρυσές, και στα κεφάλια είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολισμένους μετά πολυτίμων λίθων και θαυμαστής τέχνης. Ενώ περιπατούσα, μπροστά μου η Θεοδώρα πλησίασε προς τον άγιο Γέροντά μας και του ομίλησε για εμένα, αυτός δε κοιτάζοντάς με χαμογέλασε και μου έγνευσε να τον πλησιάσω. Εγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοια ενώπιόν του και του ζήτησα την ευχή του, και μου είπε με χαμηλή τη φωνή’ ο Θεός, τέκνον, να σε ευσπλαγχνισθεί και να σε ευλογήσει και να σε καταξιώσει της επουρανίου Αυτού Βασιλείας. Και ενώ ευρισκόμουν εγώ γονατιστός μπροστά του, επάνω στα χρυσοΰφαντα, με έπιασε από το χέρι και με σήκωσε και μου λέγει (δείχνοντας με το δάκτυλο την Θεοδώρα)’ δες την Θεοδώρα, τέκνον Γρηγόριε, για την οποία πολλές φορές με παρεκάλεσες να μάθεις τι έγινε και που κατοικούσε. Γι’ αυτό από του λοιπού ησύχασε και μη με ενοχλείς περί αυτής. Εκείνη δε η μακαρία και ευλογημένη παρά Θεού, βλέποντάς με ιλαρώς, μου λέγει’ ο Θεός, τέκνον Γρηγόριε, να σου πληρώσει τον μισθό για την τόση περί εμού φροντίδα σου, ο Οποίος σύμφωνα με την επιθυμία σου δια των παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σε αξίωσε να με δεις.

Όλοι δε οι καθήμενοι σ’ εκείνη την θαυμαστή τράπεζα, μας έβλεπαν με μεγάλη σιωπή και αγάλλοντο. Ύστερα είπε ο Άγιος προς την Θεοδώρα’ πήγαινε, τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των δέντρων στο περιβόλι μας. Και οδηγώντας με προς τα δεξιά του περιβολιού είδα την θύρα του περιβολιού θαυμαστή και ολόχρυση και τα τείχη του ολόχρυσα και υψηλά. Ανοίγοντας δε εισήλθαμε και είδαμε το περιβόλι στολισμένο με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα και με πολυειδή άνθη και ρόδα, των οποίων η ωραιότης και ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσο έβλεπα αυτά, τόσο εκστατικός έμενα από την ωραιότητα και ευωδία και το πλήθος τους επί των δένδρων καρπών. Και τόσο πολύς ήταν ο καρπός, οπού έκλιναν στην γή. Όμως τα δέντρα δεν βλάπτονταν, άλλα πάντοτε σ’ αυτήν την κατάσταση βρισκόταν, καθότι είναι ουράνια και αθάνατα, εγώ δεν έμεινα εκστατικός και έβλεπα. Τότε μου λέγει η Θεοδώρα: εάν, τέκνον μου, σε έκαμαν εκστατικό και έκθαμβο αυτά, τι ήθελες να πάθεις, εάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισο, οπού κατά ανατολάς εφύτευσε ο Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος με εκείνον δεν έχουν καμία σύγκριση. Διότι, όσο απέχει ο ουρανός άπω την γή, τόσο διαφέρει και εκείνος από τούτον; Εγώ δε την παρακαλούσα να μου δείξει εκείνα τα πλέον θαυμαστά πράγματα. Και μου απεκρίθηκε’ δεν είναι δυνατόν, τέκνον, να δεις αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι ακατανόητα, εφ’ όσον ευρίσκεσαι ακόμη στον προσωρινό κόσμο, αυτά δε οπού είδες είναι οι κόποι και ο ιδρώτας του Πατρός μας Βασιλείου, ο οποίος παιδιόθεν αγωνιζόταν με νηστείες, αγρυπνίες και κακοπάθειες μέχρι γήρατος, για τούτους δε τούς κόπους του χάρισε ο Θεός αυτά τα βασιλικά παλάτια με τα περιβόλια, να κατοικεί με τα πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του αγωνίσθηκαν και φυλάγουν τις εντολές του Κυρίου.

Φρόντισε λοιπόν και συ, τέκνον, έως ότου είσαι στον κόσμο να αγωνισθείς, για να έλθεις και εσύ εδώ να ευφραινόμαστε μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας, διότι μετά την Ανάσταση άλλα καλύτερα ασυγκρίτως έχει να μας χαρίσει ο Κύριος, καθώς λέγει και ο Απόστολος ΙΙαύλος’ «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ άνέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».

Εγώ δεν έμεινα εκστατικός, άμα άκουσα πως δεν ήμουν εκεί με το σώμα, αλλά νοητώς και με την ψυχή. Για τούτο προσπαθούσα να ψηλαφίσω τον εαυτόν μου, αν φορώ σάρκα και κόκαλα, αλλά μου φαινόταν σαν να έπιανα ακτίνα του ήλιου και την έσφιγγα χωρίς να βαστώ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδα την μεγάλη θεωρία αυτήν, είχα δε τας φρένας μου σώας, και θαύμαζα, για όσα έβλεπα. Έπειτα μου φάνηκε πως ήλθαμε στην αυλή δια της θύρας δια της οποίας εισήλθαμε, βρήκαμε δε την τράπεζα άδεια, και ούτε άνθρωπος ήταν εκεί. Τότε ήλθα στον εαυτό μου, και έτσι ελευθερώθηκα από εκείνα τα φοβερά και θαυμαστά πράγματα.

Τότε άρχισα να εξετάζω τον εαυτό μου συλλογιζόμενος τι ήσαν εκείνα, τα οποία είδα και διδάχθηκα, τα οποία καλώς τυπώθηκαν στο νου μου. Σηκωθείς λοιπόν επήγαινα προς τον άγιο Γέροντά μου και διαλογιζόμουν και έλεγα στον εαυτόν μου’ άραγε από του διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πρά­γματα οπού είδα ή εκ Θεού; Φθάνοντας προς τον Γέροντα έβαλα μετάνοια κατά την συνήθεια, και λαβών την ευλογία του εκάθησα πλησίον του, και μου είπε με ιλαρό πρόσωπον: ξέρεις, τέκνον Γρηγόριε, πως αυτήν την νύκτα ήμασταν μαζί στα αιώνια αγαθά; Εγώ για να δω τί έχει να μου πεί προσποιήθηκα πως δεν ήξερα τι μου έλεγε και είπα: Εγώ, Γέροντά μου, ήμουν στο κελί μου και κοιμόμουν αυτήν την νύκτα. Και ε­κείνος μου απεκρίθη με χαμηλή τη φωνή, επειδή είμαστε μόνοι στο κελί του, λέγων’ ναί, τέκνον, το γνωρίζω και εγώ αληθώς, ότι με το σώμα κοιμόσουν στο κελί σου, αλλά με το πνεύμα και τον νου σου περιπατούσες σε άλλα μέρη. Όσα λοιπόν σου έδειξα αυτήν την νύκτα μη τα νομίσεις, τέκνον, ονείρατα, αλλά θεωρία αληθινή. Δεν πήγες αυτήν τη νύκτα στην Θεοδώρα; δεν έφθασες στην ουράνιά μου κατοικία; δεν έτρεχες για να με φθάσεις και βρέθηκες στην μεγάλη θύρα, εξερ­χόμενη δε η Θεοδώρα σε υπεδείχθη πασίχαρος; δεν σου διηγήθηκε το ψυχομαχητό της και τον θάνατό της; και ότι μετά μεγάλης βίας και τρόμου πέρασε τα άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή την βοήθησα σε πολλά μέρη και ελευθερώθηκε τελείως; δεν εισήλθες στην αυλή με την Θεοδώρα κατά διαταγήν μου; δεν είδες την θαυμαστή τράπεζα, την κατάσταση αυτής και τα εξαίσια πράγματα και ωραία οπωρικά και οποία ήσαν τα θαυμα­στά και ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δεν στεκόσουν και θεωρούσες την ωραιότητα, την οποία είχαν εκείνα τα θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δεν παρουσιάσθηκες ενώπιόν μου και σου έδειξα την Θεοδώρα, για την οποία πολλά­κις με παρεκάλεσες όπως δεις σε πια κατάσταση ευρίσκεται; δεν σε οδήγησε εκείνη κατ’ εντολήν μου και εισήλθατε μαζί στο θαυμαστό περιβόλι; δεν κρατούσες στα χέρια σου εκείνα τα χρυσοβλάσταρα χόρτα και εκστασιάστηκες για την ωραιότητα των καρπών τους; Όλα αυτά δεν είδες την παρελθούσα νύκτα; και πώς λέγεις λοιπόν ότι σε άλλο μέρος δεν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;

Ακούγοντας εγώ αυτά, τα οποία ως φλόγα πυρός μου φαινόταν ότι εξερχόταν εκ του στόματος του Αγίου, και συλλογιζόμενος την αλήθεια των λεγομένων του λιποθύμησα και έμεινα άφωνος. Ακολούθως άρχισα να χύνω ποταμηδόν δάκρυα και βρεχόταν το πρόσωπό μου, όσο συλλογιζόμουν το ύψος της αγιότητος και των θαυμάτων αυτού, ότι γήϊνος άγγελος ήταν, και όχι νοερώς ήταν εκεί, αλλά πράγματι ως να βρισκόταν μετά του σώματος τα γνώριζε όλα.

Ο δε Άγιος μου είπε’ εάν, τέκνον, διέλθεις την ζωή σου σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, εάν αποφεύγεις δηλαδή την κακία και εργάζεσαι την αρετή, θέλω να σε δεχθεί εκεί μετά τον θάνατό σου, στις αιώνιες κατοικίες, τις οποίες μου χάρισε ο Κύριος για την αγαθότητά Του, διότι εγώ μέλλω να αναχωρήσω μετά από λίγο καιρό απ’ ετούτον τον μάταιο κόσμο, συ δε μετά από λίγο θέλεις με ακολουθήσει με ζωή θεάρεστη και καλά έργα, καθώς ο Κύριος μου απεκάλυψε.

Πρόσεχε δε, τέκνον, να μην εξέλθουν εκ του στόματός σου τα όσα είδες και άκουσες εν όσω εγώ ζω σε τούτον τον κόσμο, μέλλεις δε να γράψεις τον ταπεινό μου βίο και τα έργα μου να αφήσεις στον κόσμο προς ωφέλεια των αναγιγνωσκόντων, εγώ δε εις το εξής θέλω να βρεθώ σε όλα αυτά κατά την θέληση του Θεού. Και λέγοντάς μου αυτά ο αγιότατός μου Γέροντας με διέταξε να υπάγω στην κατοικία μου και να φροντίζω για την σωτηρία της ψυχής μου.

Έως εδώ, αδελφοί και πατέρες μου τιμιότατοι, είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας, την οποία είδε και έγραψε ο σοφότατος Γρηγόριος. Έχει δε γραμμένα και άλλα πολλά θαύ­ματα και αποκαλύψεις του Αγίου, και πως του έδειξε ο Χριστός το φοβερό Κριτήριο, τους χορούς των Αγγέλων και την πολυθαύμαστη τάξη αυτών και μακαριότητα, είναι δε και άλλα πολλά γραμμένα στο χειρόγραφο, τα οποία αφήσαμε χάριν συντομίας, περιλάβαμε δε μόνον τον θάνατο της Θεοδώρας ως ψυχοφελέστατο και για τον σκοπό τον οποίο εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφοτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οι άνθρωποι και ενθυμούμενοι τον θάνατο και τον κίνδυνο οπού έχει η ψυχή έως να περάσει τα εναέρια τελώνια, να διορθώνουν τις ψυχές τους με την Μετάνοια και Εξομολόγηση.

Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.

πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com/

Όλη η αλήθεια για τις εκτρώσεις

Δυστυχώς οι νεαρές γυναίκες προχωρούν στην διακοπή της εγκυμοσύνης χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση τι σημαίνει έκτρωση, καθώς και τις ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις που θα έχουν μετά.
Οπωσδήποτε πρέπει να δείτε μέχρι τέλους τα παρακάτω βίντεο και μετά να αποφασίσετε…

πατήστε εδώ