Ήταν άνθρωπος
13 Δεκεμβρίου, 2010 — VatopaidiFriend
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα.
Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή.
Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.
Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο.
Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση.
Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου».
Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
(Από την Ξένια Σώντερς)
Πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό “Το Γράμμα”, Τεύχος 100 (Δυστυχώς το τελευταίο), σελ. 14. (www.lettre.gr)
Ημερ: 26 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Γενικά, Εορτές, Υποστηρικτικό υλικό.
Σχόλια: 10
Τό μέλλον τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παιδείας στά ἑλληνικά σχολεῖα
Ημερ: 25 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Σχόλια: 10
Μια στιγμή του Πάσχα-Η ζωή ενός Ρώσου ασκητή
Διαβάστε το κείμενο που ακολουθεί για να δείτε πώς μπορεί να γίνει η μεταμόρφωση ενός ανθρώπου και να βρεθεί κοντά στον Θεό. Πατήστε εδώ
Ημερ: 18 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Άγιοι, Υποστηρικτικό υλικό.
Σχόλια: 10
Πότε κάνουμε το σταυρό μας στις ακολουθίες, αλλά και γενικά όταν βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία; Πότε ΔΕΝ κάνουμε τον σταυρό μας;
Κάνουμε το σταυρό μας:
1. Μόλις ανάψουμε το κερί μας.
2. Όταν μπαίνουμε στους Ιερούς Ναούς και όταν βγαίνουμε από αυτούς.
3. Στην αρχή κάθε ακολουθίας.
4. Σε κάθε Τριαδική εκφώνηση.
Δηλαδή κάθε φορά πού θα λέγεται ή θα ψάλλεται το: «Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι»,ή όταν ακούγεται το «… του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…».
5. Σε κάθε εκφώνηση της Παναγίας:
«Της Παναγίας, αχράντου, υπερευλογημένης, ενδόξου, Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας…» που υπάρχει στα Ειρηνικά, Πληρωτικά και Μικρές Συναπτές.
6. Στα Απολυτίκια ή Τροπάρια όταν και όπου ακούγεται το όνομα του Αγίου ή της Αγίας της ημέρας, του Ναού κλπ.
7. Στον Όρθρο, όταν ψάλλεται, επαναλαμβανόμενο, το Μεγαλυνάριο της Παναγίας: «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ…». Το σταυρό μας είναι προτιμότερο να τον κάνουμε , όταν φθάνει η ψαλμωδία στο: «…την όντως Θεοτόκον …», για να τονίζεται η πίστη ότι εγέννησε Θεόν.
8. Στη Μικρή και Μεγάλη Είσοδο, όταν περνούν από μπροστά μας το Ευαγγέλιο και τα Τίμια Δώρα.
9. Στον Τρισάγιο ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
10. Στο «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν…» το όποιο επαναλαμβάνεται τρις. Μαζί με το σταυρό μας σ’ αυτήν την περίπτωση κάνουμε κάθε φορά και μία μικρή μετάνοια.
11. Πριν από το τέλος του Εσπερινού, όταν ο Ιερέας λέγει το «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου έν ειρήνη ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…».
12. Στις απολύσεις των ακολουθιών (Εσπερινού, Όρθρου και λοιπών ακολουθιών),καθώς και στην απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
13. Κάθε άλλη φορά, κατά τις διάφορες αιτήσεις του Ιερέα , έφ’ όσον αυτό αναπαύει ή ευχαριστεί τον πιστό.
14. Όταν προσκυνούμε τις άγιες Εικόνες ή άγια Λείψανα.
15. Πριν κοινωνήσουμε και μετά τη Θεία Κοινωνία.
ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας:
1. Όταν μας θυμιάζει ο Ιερέας. Στις περιπτώσεις αυτές αντί Σταυρού, κάνουμε μια υπόκλιση της κεφαλής ευχαριστούντες τον Ιερέα για την τιμή πού μας κάνει: Μετά τις άγιες Εικόνες να θυμιάζει και εμάς, ως εικόνες του Θεού! Εάν καθόμαστε , πρέπει να σηκωνόμαστε.
2. Όταν στην αρχή του Όρθρου αναγινώσκεται ο Εξάψαλμος.
Το σταυρό μας μπορούμε να κάνουμε στην αρχή και στο τέλος του Εξάψαλμου. Σ’ όλη όμως τη διάρκεια αυτού, ακόμη και στο μέσον του, όταν λέγουμε τα «Δόξα… Και νυν… Αλληλούια…» ΔΕΝ κάνουμε το σταυρό μας, αλλά παρακολουθούμε «εν πάση σιωπή και κατανύξει» τον Αναγνώστη, ο όποιος «μετ’ ευλάβειας και φόβου Θεού», διαβάζει τον Εξάψαλμο. Διότι ό χρόνος αυτός τής αναγνώσεως προεικονίζει το χρόνο τής Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, κατά τη διάρκεια του οποίου με φόβο και τρόμο θα αναμένουμε την τελική κρίση Του για εμάς. Και, όπως τότε, έτσι και τώρα θα πρέπει σιωπώντες, όρθιοι, ακίνητοι, χωρίς μετακινήσεις ή, προπαντός, χωρίς και τούς παραμικρούς θορύβους, να παρακολουθούμε την ανάγνωση αυτή. (Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις εσπερινές ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, οι οποίες είναι ό Όρθρος της επομένης. Διότι τότε, αφηρημένοι, μπαίνουμε στους Ναούς χωρίς να προσέχουμε, εάν εκείνη την ώρα διαβάζεται ο Εξάψαλμος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να παραμένουμε ακίνητοι στην είσοδο του Κυρίως Ναού και μετά το πέρας της αναγνώσεως να μετακινούμαστε για να καταλάβουμε τη θέση μας).
3. Όταν φιλάμε το χέρι Ιερωμένου.
Η συνήθεια ορισμένων να κάνουν το σταυρό τους πριν φιλήσουν το χέρι του Επισκόπου ή Ιερέα ή οποιουδήποτε ρασοφόρου είναι λανθασμένη. Το σταυρό μας τον κάνουμε, όταν ασπαζόμαστε τις άγιες Εικόνες και όχι όταν ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερωμένου. Όταν λοιπόν πρόκειται να επικοινωνήσουμε ή να συναντηθούμε με Ιερωμένο, μπορούμε να πούμε «Ευλόγησον, Δέσποτα ή Πάτερ» ή «Την ευχή σας, Σεβασμιώτατε ή Αγιε Καθηγούμενε ή Πάτερ και κάνοντας μία μικρή υπόκλιση της κεφαλής να ασπαστούμε το δεξί του χέρι, όποτε συνεχίζουμε το διάλογο μαζί του, όπως επιθυμεί ό καθένας. Το ίδιο κάνουμε και φεύγοντας από κοντά του. Λέμε, «Την ευχή σας ή Ευλογείτε, Πάτερ», κάνουμε μικρή υπόκλιση, προτείνοντας τις παλάμες μας σταυροειδώς, ασπαζόμαστε τη δεξιά του και φεύγουμε.
4. Όταν λαμβάνουμε το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, το οποίο (χέρι) στη συνέχεια το ασπαζόμαστε.
του π. Γεωργίου Κουγιουμτζόγλου (από το :”Λατρευτικό Εγχειρίδιο” σελ. 168,171)
Πηγή: http://orthodox-answers.blogspot.com/2009/09/blog-post_24.html
Ημερ: 18 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Μεταφορά της κατηγορίας “Εργασίες Μαθητών”
Οι εργασίες των μαθητών μεταφέρθηκαν εδώ.
Ημερ: 16 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Γενικά.
Σχόλια: 10
Μεταφορά της κατηγορίας “Δραστηριοτήτες για τους Μαθητές”
Οι δραστηριότητες για τους Μαθητές μεταφέρθηκαν εδώ
Ημερ: 14 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ.
Σχόλια: 10
Μην μας ενοχλείτε!!!
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε ζευγάρι συνταξιούχων καθηγητών.
Είναι η κατακλείδα επιστολής τους στην οποία διαμαρτύρονται με έντονο (υβριστικό) ύφος για την πρόσκληση που δέχτηκαν, όπως όλοι οι συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί, να παρευρεθούν στον εορτασμό της εορτής της παιδείας, της εορτής των Τριών Ιεραρχών.
Ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός των συναδέλφων για την πρόσκληση ήταν “ιδεολογικός τραμπουκισμός”. Βλέπετε, το “λάθος” της Επιτροπής Διοργάνωσης της εορτής είναι ότι δεν εξετάζει τα πολιτικά φρονήματα των συναδέλφων και προσκαλεί όλους ανεξαιρέτως στον επίσημο εορτασμό.
Αντίθετα με το σκεπτικό των συγκεκριμένων συναδέλφων, πολλοί συνταξιούχοι παραπονιούνται στην Επιτροπή, αν για κάποιο λόγο δεν λάβουν πρόσκληση: “αυτήν την πρόσκληση περιμένουμε για να βεβαιωθούμε ότι οι εν ενεργεία συνάδελφοί μας δεν μας ξέχασαν”.
Συνάδελφοι, η πρόσκληση δεν σας δεσμεύει και δεν σας εξαναγκάζει να έρθετε στον Ναό ή στην εκδήλωση του Πανεπιστημίου που ακολουθεί.
Μην απαντάτε στην ένδειξη συναδελφικότητας, ευγένειας και τιμής προς το πρόσωπό σας με κακία και μίσος. Εκτός αν στην νεοελληνική κοινωνία η ευγένεια θεωρείται “ιδεολογικός τραμπουκισμός ” …
(Αγαπητοί αναγνώστες πείτε μας την άποψή σας ( στη σελίδα Σχολιάστε δείτε πώς) ή απαντήστε σε ένα ερωτηματολόγιο πατώντας εδώ. Προηγούμενες απαντήσεις)
Ημερ: 14 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Γενικά.
Σχόλια: 10
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ «ἄλλες θρησκεῖες»
(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 61, Μαρ. – Ἀπρ. 2009).
Ἡ θέση τοῦ προβλήματος στην ἐποχή μας
Ἡ κοινωνία, στήν ὁποία ζοῦμε, χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς «πολυπολισμική». Ὄχι μόνο στόν ὑπόλοιπο κόσμο, ἀλλά καί στή χώρα μας τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν ἐπέλθει κοινωνικές ἀλλαγές, πού μᾶς φέρνουν καθημερινά σέ ἐπαφή μέ ὁπαδούς «ἄλλων θρησκειῶν», δογμάτων καί παραδόσεων. Ἡ θρησκευτική μας ὁμοιογένεια δέχεται ἰσχυρούς κλονισμούς, εἴτε ἀπό τήν εἰσρροή μεταναστῶν ἀπό ἄλλες χῶρες, εἴτε ἀπό τίς συνθῆκες πού δημιουργοῦν τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας, ἀλλά καί ἡ θέση μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Στίς νέες αὐτές συνθῆκες, εἶναι φυσικό νά τίθεται καί πάλι ἔντονα καί ἐπιτακτικά τό ἐρώτημα γιά τή σχέση μας μέ τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν». Πῶς πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουμε στήν καθημερινή μας ζωή; Πῶς ἀντιμετωπίζει τό πρόβλήμα ἡ Πολιτεία; Ποιά στάση πρέπει νά τηρεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία;
Οἱ ἀπαντήσεις γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους πρέπει νά ἀντλοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ὁποία, στή μακραίωνη ἱστορία της, ἔχει ἀντιμετωπίσει ἀνάλογες περιπτώσεις. Ἄς δοῦμε δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Ὁ ἀρχαῖος Ἰσραήλ ἦταν σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ ἕνα πλῆθος λαῶν, πού πίστευε σέ ἄλλες θρησκεῖες καί λάτρευε κάθε λογῆς εἴδωλα. Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται σαφῶς στή σχέση μέ τίς θρησκεῖες αὐτές. β) Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίστηκε μέσα σέ ἕνα ἔντονα συγκριτιστικό περιβάλλον, πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὡς χοάνη λαῶν, πολιτισμῶν, θρησκειῶν καί ἀντιλήψεων. Στήν Καινή Διαθήκη καί στούς ἀρχαίους Πατέρες, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε σαφῶς τή στάση τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτοῦ τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης εἶναι ἐν προκειμένω κοινή: ἡ σωτηρία προέρχεται μόνο ἀπό τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, στόν Ὁποῖο καί μόνο ἀποδίδεται ἡ λατρεία (Ἐξ. 20, 2-5), ἤ ἡ σωτηρία πρόερχεται μόνο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό (Πράξ. 4,12), τόν μοναδικό Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια, στήν ἐποχή μας δέν κυριαρχεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κυριαρχοῦν ἄλλες «παραδόσεις». Κυριαρχεῖ περισσότερο τό φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἑνός κινήματος – ρεύματος, πού τείνει νά «ὑπερβεῖ» ἤ νά ὑποκαταστήσει τίς θρησκεῖες καί νά ἐπικρατήσει ὡς ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος. Παραδόξως ἡ Νέα Ἐποχή δέν ἔχει ἀρνητική ἀντίληψη γιά τίς θρησκεῖες. Ἔχει μᾶλλον θετική ἀντίληψη. Ὑπό τήν ἐπίδρασή της οἱ θρησκεῖες ἀξιολογοῦνται θετικά στήν ἐποχή μας, ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῆς πρακτικῆς συνεργασίας (τοῦ ὀφειλόμενου σεβασμοῦ πρός τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν» στίς καθημερινές μας σχέσεις), ἀλλά καί στό ἐπίπεδο τῆς ἀλήθειας. Μέ τό πρόσχημα τῆς «ἀποδοχῆς» τοῦ ἄλλου ἤ τοῦ σεβασμοῦ τῆς «ἑτερότητας» ἐπιχειρεῖται συνήθως ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί προωθοῦνται ἔντονα οἱ διαχριστιανικοί καί διαθρησκειακοί διάλογοι, μέ ἀπώτερο σκοπό τή συγκριτιστική συγχώνευση τῶν ἐπιμέρους θρησκειῶν ἤ ὁμολογιῶν μέσα στή χοάνη τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Τό φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς
Τί εἶναι, ὅμως, ἡ Νέα Ἐποχή; Δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη θρησκεία ἤ αἵρεση. Εἶναι ἕνα σύνολο ὁμάδων ἤ αἱρέσεων μέ κοινά στοιχεῖα. Εἶναι ἕνα κίνημα, ἕνα ρεῦμα, πού ἐπηρεάζει καί διαποτίζει ἐπί μέρους ἄτομα σέ ὅλο τόν κόσμο καί εἰσέρχεται σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Ἄρχισε νά διαμορφώνεται στά τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἀπό χαρακτηριστικούς ἐκπροσώπους τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου (Ἕλενα Μπλαβάτσκυ, Ἀλίκη Μπέϊλι, κ.ἄ.), πού συνδύασαν στοιχεῖα τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς ἀστρολογίας μέ ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν (μετενσάρκωση, διαλογισμός κ.ἄ.). Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ ἰδεολογία τοῦ κινήματος, κατά τήν ὁποία: α) δέν ὑπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου («τά πάντα εἶναι ἕνα»), β) ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη, πού διαχέεται στό σύμπαν, γ) κάθε στοιχεῖο τοῦ κόσμου (πρόσωπο, ζῶο, πρᾶγμα) ἔχει θεϊκή οὐσία καί ἀποτελεῖ μορφή ἐκδήλωσης τῆς ἀπρόσωπης θεότητας, δ) προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά «ἐξελιχθεῖ» σέ «ἀνώτερα ἐπίπεδα» μέ ἀπώτερο στόχο τήν «ἕνωση» (=διάλυσή του) μέσα στήν ἀπρόσωπη θεότητα κ.ἄ.
Στά πλαίσια αὐτά κατανοεῖται ἡ στάση τῆς Ν. Ἐποχῆς ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν θρησκειῶν γενικά, ἡ ὁποία, ἐξωτερικά τουλάχιστον, δέν ἔχει τή μορφή σαφοῦς ἀντιπαράθεσης καί προσδιορίζεται ἀπό δυό βασικές ἀρχές: α) «δέν ὑπάρχει θρησκεία ἀνώτερη ἀπό τήν ἀλήθεια», καί β) «δέν ὑπάρχει θρησκεία, ἀνώτερη ἀπό κάποια ἄλλη θρησκεία». Σύμφωνα μέ τίς ἀρχές αὐτές, ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο· μεταξύ τους δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά. Οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί «δρόμοι», πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο προορισμό, στόν ἴδιο «θεό». Πάνω ἀπ’ τίς θρησκεῖες εἶναι ἡ «ἀλήθεια» (ἡ «ἀλήθεια» τῆς Ν. Ἐποχῆς, οἱ ἀντιλήψεις της). Κάθε θρησκεία κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ ἡ Ν. Ἐποχή ἐκπροσωπεῖ τό «πλήρωμα» (τό σύνολο) τῆς ἀλήθειας. Ἐπιπλέον, οἱ θρησκεῖες ἦσαν γιά τούς ἀτελεῖς ἀνθρώπους ἄλλων ἐποχῶν καί οἱ μεταξύ τους διαφορές ὀφείλονται στήν ὑπερβολική προσκόληση στόν τῦπο καί στό γράμμα. Ἡ Ν. Ἐποχή φέρνει, ὑποτίθεται, μιά βαθύτερη κατανόηση τῶν θρησκειῶν, μέ σκοπό τήν ἀνακάλυψη τῆς κοινῆς τους οὐσίας καί μέ προοπτική τή μεταξύ τους συνεργασία, τή συνένωσή τους καί τή δημιουργία μιᾶς «πανθρησκείας». Αὐτό ἀφορᾶ καί τή Χριστιανική Ἐκκλησία, γι’ αὐτό προτείνεται μιά «νέα κατανόηση» τῆς Ἁγ. Γραφῆς, μιά «νέα ἀνάγνωση» τῶν ἱερῶν κειμένων, μιά «νέα νοηματοδότηση» τῶν χριστιανικῶν ὅρων. Ἔτσι, ἡ Ν. Ἐποχή δέν λέει, συνήθως, «βγές ἀπό τήν ἐκκλησία σου γιά νά σωθεῖς», δέν ἐπιδιώκει, ὅπως οἱ περισσότερες αἱρέσεις, νά ἀδειάσει τίς Ἐκκλησίες γιά νά γεμίσει τίς δικές της αἴθουσες. Δέχεται νά εἶναι γεμάτες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες, ἀλλά ὅσοι βρίσκονται μέσα σ’ αὐτές νά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα, δηλ. νά εἶναι στήν οὐσία αἱρετικοί!
Ἡ ἑνοποίηση τῶν θρησκειῶν εἶναι ἕνα μόνο βῆμα πρός τήν ἑνοποίηση ὅλου τοῦ κόσμου. Παράλληλα ἐπιδιώκεται ἡ φυλετική, ἡ ταξική, ἡ ἰδεολογική καί, τέλος, ἡ πολιτική ἑνοποίηση, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα νά γίνει μιά «παγκόσμια ἀδελφότητα». Τότε θά τεθεῖ κάτω ἀπό τήν πνευματική, ἴσως καί τήν πολιτική, ἡγεσία τοῦ «ἀβατάρ» τῆς Ν. Ἐποχῆς, τοῦ νέου μεσσία, πού θά ἐμφανισθεῖ γιά νά τήν ὁδηγήσει, ὑποτίθεται, στόν κόσμο τῆς προόδου, τῆς τελειότητας καί τοῦ φωτός (ἄς ὑπενθυμίσουμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου, πού θά ἐμφανισθεῖ ὡς «νέος μεσσίας» πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ). Αὐτό εἶναι τό φρόνημα τῆς Ν. Ἐποχῆς γιά τίς θρησκεῖες, πού προβάλλεται συνεχῶς στίς μέρες μας. Τί δέχεται ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση;
Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης
Πρίν δοῦμε ἀναλυτικά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης γιά τίς «ἄλλες θρησκεῖες», ὀφείλουμε νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα: Εἶναι ὁ Χριστιανισμός θρησκεία; Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θρησκεία; Εἶναι μιά ἀπ’ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου; Ποιά εἶναι ἡ θεολογική ἀπάντηση στό ἐρώτημα; Ὄχι ἡ θρησκειολογική ἤ, γενικά, ἡ ἐπιστημονική, ἀλλά ἡ θεολογική ἀπάντηση. Αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό τό νόημα πού δίνουμε κάθε φορά στόν ὅρο «θρησκεία». Ἄν θρησκεία εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό (τόν ἀληθινό Θεό), τότε καμμία ἀπό τίς ἀποκαλούμενες θρησκεῖες δέν εἶναι ὄντως θρησκεία, γιατί καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ὁδηγεῖ σέ πραγματική σχέση μέ τόν Θεό. Ὅλες ὁδηγοῦν σέ σχέσεις μέ ψεύτικους «θεούς», σέ «θεούς» πλάσματα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί φαντασίας, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια θρησκεία εἶναι μόνο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν, ὅμως, χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο θρησκεία μέ τήν τρέχουσα σημασία του, τήν καθημερινή, μέ τήν ὁποία θρησκεία εἶναι καί τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰνδουϊσμός καί ὁ Βουδισμός κ.λ.π., τότε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι σέ καμμιά περίπτωση θρησκεία. Εἶναι μιά μέθοδος σωτηρίας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τίς θρησκεῖες καί ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μ’ αὐτές. Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφεύγεται γενικά ὁ χαρακτηρισμός τῆς πίστης μας ὡς «θρησκείας». Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος ἀπαντᾶται μόνο τέσσερις φορές. Σέ καμμία ἀπ’ αὐτές δέν ἀναφέρεται εὐθέως στό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Σέ μία περίπτωση ἀναφέρεται στόν Ἰουδαϊσμό (Πράξ. 26,5), σέ ἄλλη (Κολ. 2,18) σέ λατρεία Ἀγγέλων (αἵρεση) καί σέ ἄλλες δύο (Ἰακ. 1,26 καί 27) στήν ἐσωτερική διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν Θεό (στήν «πιστεύουσα» καί ὄχι στήν «πιστευόμενη πίστη»).
Ποιά εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης γιά τήν προέλευση τῶν θρησκειῶν; Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει ἡ διήγηση γιά τή δημιουργία καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. κεφ. 1-3). Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε νά κατοικήσει στόν Παράδεισο, ὅπου ὑπῆρχε προσωπική καί ἄμεση κοινωνία μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου: νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό, νά ἐπικοινωνεῖ μαζί Του. Ἡ κοινωνία, ὅμως, αὐτή διεκόπη μέ τήν πτώση, ὅταν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου περενεμβλήθη τό «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» ἤ τό «κάλλυμα τῶν παθῶν», ἡ δέ φυσική κατάσταση ἐξέπεσε σέ παρά φύσιν κατάσταση. Ἀλλά καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δέν ἔπαψε νά ἀναζητᾶ τόν Θεό, νά αἰσθάνεται ἔντονα τήν ἀπουσία Του. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μποροῦσε νά Τόν ἀνακαλύψει μέ τίς δικές του δυνάμεις, καί ἐπειδή χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦσε νά ζήσει, «ἀνακάλυψε» ἄλλους «θεούς» καί ἐπινόησε θρησκεῖες. Πῶς, ὅμως, ἀνακάλυψε «θεούς» καί θρησκεῖες; Προφανῶς μέ τή λογική καί τή φαντασία του, δηλ. πίστεψε στόν Θεό, ὅπως Τόν διανοήθηκε καί ὅπως Τόν φαντάστηκε. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι προϊόντα τῆς λογικῆς καί τῆς φαντασίας, δηλ. ὅλες εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ὅλες ἔχουν ἀνθρώπινη προέλευση καί ὅλες ὀφείλονται στήν φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τόν Θεό. Ἡ ποικιλία τους ὀφείλεται στίς ἑκάστοτε εἰδικές συνθῆκες ὅσων τίς ἐπινοοῦν (σέ πρωτόγονο στάδιο ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖ ὅ,τι τοῦ προξενεῖ ἐντύπωση ἤ φόβο, π.χ. τά φυσικά φαινόμενα, σέ ἄλλο στάδιο κατασκευάζει ἀγάλματα ἀνύπαρκτων «θεῶν» καί τά προσκυνεῖ καί σέ ἄλλο ἐπινοεῖ θρησκεῖες μέ ἐπεξεργασμένη διδασκαλία καί ἠθική). Τελικά, ὅλες οἱ θρησκεῖες λατρεύουν «εἴδωλα» (θεοποιοῦν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ), ὅλες χωρίς ἐξαίρεση ἔχουν εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα (καί ὄχι μόνο οἱ θρησκεῖες, ἀλλά καί πολλές ἄλλες ἀνθρώπινες δραστηριότητες, ὅπως ἡ σχέση σέ πολλές περιπτώσεις μέ μιά συγκεκριμένη ἰδεολογία, ἡ σχέση τοῦ φανατικοῦ ὁπαδοῦ μέ τό ποδόσφαιρο, ἡ σχέση τοῦ φιλάργυρου μέ τό χρῆμα, ἡ σχέση τοῦ ἐπιδειξιομανοῦς μέ τόν ἑαυτό του κ.ἄ.). Τελικά ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι νεκρές! Ἄς δοῦμε πῶς ἐκφράζεται αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τῆς ὁποίας οἱ ρίζες εἶναι στήν Παλαιά Διαθήκη: «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καί οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ ὄψονται· ὦτα ἔχουσι καί οὐκ ἐνωτισθήσονται» («οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν, οἱ ἄλλες θρησκεῖες, εἶναι μόνο χρυσός καί ἀσήμι, εἶναι ἁπλά κατασκευάσματα τῶν ἀνθρώπινων χεριῶν· ἔχουν στόμα, ἀλλά δέν μποροῦν νά μιλήσουν· ἔχουν μάτια, ἀλλά δέν βλέπουν· ἔχουν αὐτιά, ἀλλά δέν ἀκοῦνε», Ψαλμ. 134, 15-17).
Ἡ οὐσιαστική διαφορά τοῦ (αὐθεντικοῦ) Χριστιανισμοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες εἶναι ὅτι οἱ μέν θρησκεῖες ἀποτελοῦν κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὁ δέ Χριστιανισμός θεμελιώνεται στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι Ἀποκάλυψη, εἶναι φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, τόν Ὁποῖο οὔτε γνωρίσαμε (Α’ Κορ. 1,21), οὔτε πρόκειται νά γνωρίσουμε ποτέ μέ τίς δικές μας δυνάμεις, δηλ. ἔξω ἀπό τήν Ἀποκάλυψή Του. Οἱ θρησκεῖες, ἀντίθετα, δέν εἶναι Ἀποκάλυψη, εἶναι ὑποκατάστατα τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί μιά ἄλλη πιό σοβαρή διάσταση τοῦ θέματος. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καί τή συνεχή δράση του μέσα στόν κόσμο. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ διάβολος ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει κάθε καλό καί νά τό μεταβάλλει σέ κακό. Ἔτσι, ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει καί τή φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται στίς θρησκεῖες. Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι εἰσχωρεῖ στά ἀντικείμενα λατρείας τῶν θρησκειῶν (στά «εἴδωλα τῶν ἐθνῶν») γιά νά δέχεται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Γι’ αὐτό, κατά τήν Ἁγ. Γραφή (Ψαλμ. 95,5), «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (ἐπισημαίνουμε τό «πάντες») καί ὅποιος θυσιάζει σ’ αὐτούς «θύει τοῖς δαιμονίοις» (Ψαλ. 105,37).
Μέ βάση τά παραπάνω, κατανοοῦμε γιατί στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τό νά ἐγκαταλείψει κάποιος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί νά προσχωρήσει σέ ἄλλη θρησκεία (ὅπως στήν περίπτωση τῶν ἐξισλαμισμῶν τῆς Τουρκοκρατίας) ἰσοδυναμεῖ μέ τόν πνευματικό θάνατο, μέ τόν ἀποκλεισμό ἀπό τή σωτηρία. Κατανοοῦμε γιατί οἱ «πεπτωκότες» τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν (ὅσοι εἶχαν θυσιάσει στά εἴδωλα γιά νά ἀποφύγουν τά βασανιστήρια καί τόν θάνατο) ἀντιμετωπίζονταν ὡς βαρύτατα ἁμαρτήσαντες καί γίνονταν πολύ δύσκολα ἀποδεκτοί στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἐπέστρεφαν. Κατανοοῦμε γιατί οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνοῦντο πεισματικά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα. Ἡ θυσία τους δέν θά ἦταν ἁπλῶς ἀπόδοση θεϊκῶν ἰδιοτήτων σ’ ἕνα νεκρό καί ἄψυχο εἴδωλο, ἀλλά καί σαφής λατρεία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, διάχυτη ἦταν ἡ ἀντίληψη μεταξύ τῶν Χριστιανῶν, ὅτι μέσα στά εἴδωλα κατοικοῦσαν δαίμονες γιά νά δέχονται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μαρτυρεῖται σαφῶς στά Μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου: «Ὁ δέ παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, τό πρωΐ, ὅταν ἐξημέρωσεν, ἦλθεν εἰς τόν ναόν τοῦ Ἀπόλλωνος … προσέταξε δέ νά φέρουν ἐκεῖ καί τόν Ἅγιον … Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ Μάρτυς Γεώργιος ἤγειρε τήν δεξιάν του χεῖρα πρός τό εἴδωλον τοῦ Ἀπόλλωνος καί εἶπε· “Θέλεις σύ, εἴδωλον ἄψυχον, νά λάβῃς, ὡς θεός, ἀπό ἐμέ θυσίαν”; Ὁμοῦ δέ μέ τόν λόγον ἔκαμε καί τόν σταυρόν του· τό δέ δαιμόνιον, τό ὁποῖον κατώκει εἰς τό εἴδωλον, διά φωνῆς μεγάλης ἐβόησε· “Δέν εἶμαι ἐγώ θεός, οὔτε ἄλλος τις ἀπό ἡμᾶς· μόνον αὐτός τόν ὁποῖον σύ κηρύττεις εἶναι Θεός ἀληθινός. Ἡμεῖς εἴμεθα ἄλλοτε Ἄγγελοι καί λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας μας ἐγίναμεν διάβολοι, ἀπό τότε δέ περιπαίζομεν τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν φθόνον μας καί μᾶς προσκυνοῦσιν ὡς θεούς”. Λέγει τότε ὁ Ἅγιος· “Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα ἐδῶ, ὅπου παρευρίσκομαι καί ἐγώ ὁ δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”; Παρευθύς τότε μέ τόν λόγον τοῦ Ἁγίου βοή καί σύγχυσις καί κλαυθμοί ἠκούσθησαν προερχόμενοι ἀπό τά εἴδωλα τοῦ βωμοῦ, καταπεσόντα δέ ταῦτα εἰς τήν γῆν συνετρίβησαν εἰς τεμάχια» (Μέγας Συναξαριστής, τ. Δ’, ἔκδ. Μ. Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1998, σ. 477-478).
Ἡ στάση μας ἔναντι τῶν ὁπαδῶν τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»
Οἱ παραπάνω ἀντιλήψεις προκαλοῦν ἀπορίες, ὅπως: Δέν περιέχουν οἱ θρησκεῖες ἀλήθειες; Δέν προβάλλουν πολλές φορές τό καλό; Πῶς θά κριθοῦν ἀπό τόν Θεό ὅσοι κάνουν τό καλό, ἀλλά ἔτυχε νά ἀνήκουν σέ «ἄλλες θρησκεῖες»;
Βέβαια, ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη σέ μᾶς. Ὁ Θεός θά κρίνει τόν κόσμο, ὄχι ἐμεῖς. Γνωρίζουμε ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος καί ὅτι δέν θά ἀδικήσει κανέναν. Δέν γνωρίζουμε, ὅμως, πῶς ἀκριβῶς θά ἀντιμετωπίσει αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἡ ὁποιαδήποτε κρίση Του, βέβαια, δέν δικαιώνει τίς θρησκεῖες. Ἄν ὁ Θεός κρίνει μέ φιλανθρωπία περιπτώσεις κάποιων ὁπαδῶν, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι καί οἱ θρησκεῖες εἶναι καλές καί ἀποδεκτές. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τίς ἀλήθειες τῶν θρησκειῶν. Ἄν οἱ θρησκεῖες περιέχουν ἀλήθειες, αὐτό δέν τίς δικαιώνει οὔτε τίς καθιστᾶ ἀποδεκτές. Οἱ ἀλήθειες αὐτές ἀναφέρονται συνήθως στόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει καί εἶναι ἄσχετες μέ τή σωτηρία (δέν σώζουν) ἤ ἀναφέρονται σέ γενικότητες περί Θεοῦ (π.χ. ὁ Θεός εἶναι ἕνας, ὁ Θεός εἶναι καλός). Στήν καθαυτό ἀντίληψη περί Θεοῦ, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας, οἱ θρησκεῖες δέν περιέχουν ἀλήθειες, ἀλλά πλάνες. Κατά συνέπειαν, δέν ἀποτελοῦν «δρόμους», πού ὁδηγοῦν στόν Θεό, ἀλλά δρόμους, πού ὁδηγοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τό καλό, πού ὑπάρχει στίς θρησκεῖες. Κάποιες θρησκεῖες προβάλλουν ὄντως τό καλό, προβάλλουν ὅμως καί τό κακό (τόν «ἱερό πόλεμο», τή μισαλλοδοξία, τόν φανατισμό, τήν τρομοκρατία). Τό «καλό» τῶν θρησκειῶν δέν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀνακαλύψει μέ τίς φυσικές του δυνάμεις καί δέν συναντᾶται ἀποκλειστικά στίς θρησκεῖες.
Πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε πρακτικά τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»; Ἡ χριστιανική πίστη, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι στήν οὐσία της ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει ὅλες τίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τίς θρησκευτικές, καί ἀγκαλιάζει τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς. Ἄρα ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων θρησκειῶν», ὀφείλουμε νά συνεργαζόμεθα μαζί τους, ὀφείλουμε νά τούς σεβόμεθα, ὀφείλουμε νά προστρέχουμε στίς ἀνάγκες τους. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν προέκυπταν σοβαρά προβλήματα (πεῖνα, πανδημίες ἀσθενειῶν κ.λ.π), προσέφερε τή βοήθεια της σέ Χριστιανούς καί μή Χριστιανούς ἀδιακρίτως. Ἐπίσης ὀφείλουμε νά σεβόμεθα ἀπόλυτα τό δικαίωμά τους νά ἔχουν ἄλλη πίστη καί νἀ ἀσκοῦν ἐλεύθερα τή λατρεία τους (ὑπό προϋποθέσεις, πού ὁρίζει συνήθως ἡ Πολιτεία). Ἡ ἱεραποστολή πρός αὐτούς πρέπει νά γίνεται μέ διάκριση καί μέ σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς τους ἐλευθερίας.
Ἡ χριστιανική ἀγάπη, ὅμως, καί ὁ σεβασμός στούς ὁπαδούς τῶν θρησκειῶν δέν σημαίνει καί ἀποδοχή ἤ ἀναγνώριση τῆς διδασκαλίας τους. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἐπίσημο διάλογο μέ τίς θρησκεῖες, πού εἶναι καλός καί ὠφέλιμος, ἄν περιορίζεται σέ πρακτικά θέματα καί προβλήματα. Δέν θεωροῦμε τίς θρησκεῖες ὡς κάτι ἀνάλογο μέ τήν Ἐκκλησία μας ἤ ὡς φορεῖς ἀλήθειας. Ἀγαπᾶμε τούς ὁπαδούς τους, ἀλλά τούς ἀγαπᾶμε ὡς ἀνθρώπους πού βρίσκονται σέ πλάνη. Ἄν, μάλιστα, αἰσθανόμεθα κίνδυνο ἀπό τήν πλάνη, τότε ἀναγκαστικά περιορίζουμε τίς συναναστροφές μας μ’ αὐτούς, ἐφαρμόζοντας τή συμβουλή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου (Β’ Ἰω. 10-11), χωρίς, βέβαια, νά πάψουμε νά τούς ἀγαπᾶμε. Γενικά ἡ στάση μας ἀπαιτεῖ ὑψηλή διάκριση, ὥστε καί ἡ χριστιανική ἀγάπη νά μή θυσιάζεται καί τό πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς νά μή γίνεται ἀποδεκτό, τό ὁποῖο, ὅπως εἴδαμε, ἐπιχειρεῖ νά δικαιώσει τίς θρησκεῖες, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ ὅ,τι πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 11 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Ορθοδοξία και μη Ορθόδοξοι.
Σχόλια: 10
Ἡ Νέα Ἐποχή και οἱ «ἑορτές» της.
«Βασίλειος ὁ Μέγας. Δελτίον Ἐπικοινωνίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου Τριπόλεως», Τρίπολις, τεῦχ. 32, Ὀκτώβριος 2006).
Ὁ ἐκκλησιαστικός βίος, ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική ζωή, δέν εἶναι μιά ἀδιάκοπη καί κουραστική μονοτονία. Εἶναι μιά πορεία μέ συνεχεῖς ἐναλλαγές καί μεταπτώσεις, μέ σταθμούς καί στάσεις, μέ ἑορτές καί νηστεῖες, μέ ποικίλες πνευματικές ἐκδηλώσεις, μέ ἀκολουθίες καί τελετές, μέ περιόδους κατανύξεως καί περισυλλογῆς καί μέ περιόδους χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Εἶναι μιά πορεία πού ἐκφράζει τήν ἀγωνιώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά πλησιάσει καί νά γνωρίσει τόν Θεό καί νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημά Του. Καί ὄντως, μέσα ἀπ’ αὐτό τόν τρόπο ζωῆς, δηλ. μέσα ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό βίο, πολλοί κατορθώνουν νά πλησιάσουν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό πραγματικά, ὅπως οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, καί πολλοί περισσότεροι καταξιώνονται νά ἀπολαύσουν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του στήν προσωπική τους ζωή.
Οἱ πιό χαρακτηριστικοί, ἴσως, σταθμοί τοῦ ὀρθόδοξου βίου εἶναι οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐτήσιος κύκλος περιλαμβάνει πλῆθος ἑορτῶν, κατάλληλα κατανεμημένων, καί ὁ ἑβδομαδιαῖος ἔχει σάν κέντρο του τήν Κυριακή, πού εἶναι ἕνας συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενος ἑορτασμός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Καί τί ἀκριβῶς ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία; Ἑορτάζει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ σταθμοί τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (ἡ Γέννηση, ἡ Βάπτιση, ἡ Μεταμόρφωση καί, κυρίως, ἡ Ἀνάσταση) εἶναι καί σταθμοί τῆς σωτηρίας μας καί ἑορτάζονται μέ λαμπρές ἑορτές, πού ὀνομάζονται Δεσποτικές. Ἑορτάζει, ἐπίσης, ὅ,τι συνδέεται μέ τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, μέ τίς λεγόμενες Θεομητορικές ἑορτές. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τούς Ἁγίους της, δηλ. ὅσους κατόρθωσαν νά νικήσουν τίς παγῖδες αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί νά εἰσέλθουν θριαμβευτικά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας δηλ. ἔχουν λόγο καί νόημα. Δέν εἶναι ἐκδηλώσεις χωρίς λόγο καί χωρίς νόημα, δέν εἶναι ἐνέργειες ἄσκοπες καί ἀνόητες. Στήν Ἐκκλησία γνωρίζουμε καλά τί ἑορτάζουμε καί γιατί τό ἑορτάζουμε.
Ὅσοι, ὅμως, ἀντιπαθοῦν γενικά τήν Ἐκκλησία, ἀντιπαθοῦν καί τίς ἑορτές της, καί προσπαθοῦν μέ κάθε μέσο νά τίς ὑποτιμήσουν. Μεταξύ δέ τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας κυρίαρχη θέση κατέχει στίς μέρες μας τό κίνημα πού ὀνομάζεται Νέα Ἐποχή. Τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Νέα Ἐποχή; Δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη ὀργάνωση ἤ αἵρεση. Εἶναι ἕνα σύνολο αἱρέσεων, μιά ὁμάδα ὀργανώσεων, ἕνα ὁλόκληρο κίνημα στό ὁποῖο ἐντάσσονται ἑκατοντάδες αἱρέσεις, ὀργανώσεις καί ἄτομα σέ ὅλο τόν κόσμο. Οἱ ρίζες του βρίσκονται στόν ἀποκρυφισμό, στήν ἀστρολογία καί στίς ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ἡ δέ συστηματοποίησή του ἔγινε ἀπό κορυφαίους ἀποκρυφιστές τοῦ 19ου καί τοῦ 20ου αἰῶνα. Δέχεται ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ Χριστοῦ πέρασε καί τώρα ἀνατέλλει μιά Νέα Ἐποχή, στήν ὁποία θά κυριαρχήσει ἕνας ἄλλος «μεσσίας». Ἡ Νέα Ἐποχή ἔχει καί τό στρατιωτικό της σκέλος: ὀνομάζεται Νέα Τάξη Πραγμάτων (=ἐπιβολή τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυρότερου διά τῶν ὅπλων καί διά τῶν αὐθαίρετων ἐπεμβάσεων σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου), καθώς ἐπίσης καί τό πολιτιστικό της σκέλος: ὀνομάζεται Παγκοσμιοποίηση (=ἐξουδετέρωση ὅλων τῶν πολιτιστικῶν διαφορῶν γιά χάρη μιᾶς «ἑνότητας» ἀπαραίτητης γιά τήν κυριαρχία τοῦ νέου «μεσσία»).
Ἡ Νέα Ἐποχή, λοιπόν, ἀντιπαθεῖ τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά τίς καταργήσει, ἐπιχειρεῖ νά τίς ὑποτιμήσει, προβάλλοντας ἄλλου εἴδους «ἑορτές», ἑορτές ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τῆς Παναγίας, ὄχι τῶν Ἁγίων, ἀλλά «ἑορτές» φρούτων καί λαχανικῶν καί ἄλλων προϊόντων τῆς γῆς! Γιά παράδειγμα: ἕνα χωριό, πού κάποτε ἑόρταζε τόν ἅγιο Γεώργιο, τώρα ἑορτάζει καί τήν «ἑορτή» τῆς πατάτας ἤ τοῦ σκόρδου ἤ τῆς μελιτζάνας! Ὑπό εὐνόητες συνθῆκες, μάλιστα, ἡ δεύτερη αὐτή «ἑορτή» προβάλλεται ἰδιαίτερα, μέ ἀποτέλεσμα νά μειώνεται ἀντίστοιχα ἡ ἑορτή τοῦ Ἁγίου. Καί παραδόξως ὅλοι συμβάλλουν στήν ἐπιτυχία της. Ὅλες οἱ πόρτες εἶναι ἀνοικτές. Ἡ Πολιτεία ξεχνᾶ προσωρινά τά οἰκονομικά της προβλήματα καί τίς χρηματοδοτεῖ πλουσιοπάροχα. Σ’ αὐτό συμβάλλουν, βέβαια, οἱ πολιτικοί, καθώς καί οἱ παράγοντες τῆς λεγόμενης τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, οἱ ὁποῖοι πάντα βρίσκουν τρόπους γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν σχετικῶν κονδυλίων. Ἄλλωστε τούς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἐμφανιστοῦν σέ κόσμο, συμμετέχοντας στήν «ἑορτή», καί ὁ κόσμος διαθέτει ψήφους! Συνήθως καλοῦνται καί μεγάλοι καλλιτέχνες, ἐπώνυμοι καί διάσημοι, γιά νά παρουσιάσουν τό πρόγραμμά τους, μαζί μέ ὁλόκληρη τή συνοδεία τους καί τόν ἐξοπλισμό τους. Καί ἕνα μικρό χωριό, πού μέχρι πρόσφατα δέν εἶχε τή δυνατότητα νά ὀργανώσει οὔτε μιά μικρή ἐκδήλωση, ἐμφανίζεται ξαφνικά ὡς διοργανωτής μεγάλων «καλλιτεχνικῶν γεγονότων», ὁλόκληρων συναυλιῶν, γιά τήν «ἑορτή» π.χ. τῆς πατάτας, μέ τά χρήματα προφανῶς τῶν φορολογουμένων.
Αὐτές εἶναι οἱ «τοπικές ἑορτές» τῆς Νέας Ἐποχῆς. Γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλες, μεγαλύτερες καί γενικότερες. Ὀνομάζονται συνήθως Παγκόσμιες Ἡμέρες: Παγκόσμια Ἡμέρα χωρίς αὐτοκίνητο, Παγκόσμια Ἡμέρα γιά τό κάπνισμα κ.λ.π. Οἱ αἰτίες πού καθιερώνονται εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως εὔλογες. Ὁ βαθύτερος λόγος εἶναι, ἴσως, νά συνηθίσουν οἱ λαοί τῆς γῆς νά ἔχουν κοινή ἀντίδραση σέ ἐρεθίσματα πού δίνονται ἄνωθεν.
Σέ τί διαφέρουν οἱ «ἑορτές» τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀπό τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι «ἑορτές» χωρίς λόγο καί νόημα, ἐνῶ οἱ ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἔχουν λόγο καί νόημα. Εἶναι «ἑορτές» πού γίνονται χωρίς νά ὑπάρχει αἰτία χαρᾶς (ὅπως ἕνας ἀνόητος γελάει χωρίς νά ὑπάρχει ἀστεῖο!). Ὑπάρχουν, βέβαια, οἱ προφάσεις καί οἱ δικαιολογίες: Οἱ «ἑορτές» αὐτές γίνονται γιά νά προβληθοῦν τά προϊόντα μας, ἀκοῦμε συνήθως, νά γίνουν γνωστά σέ ἀγορές κ.λ.π. Ὅμως, αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιά τήν προβολή τῶν προϊόντων; Καί μήπως δέν ὑπάρχουν ἤδη ἀνάλογοι τρόποι, τρόποι ὅμως παραδοσιακοί καί ὀρθόδοξοι, καί ὄχι σάν αὐτούς πού σχεδιάζει ἡ Νέα Ἐποχή; Ὅπως εἶναι γνωστό, παλαιότερα, καί αὐτό συνεχίζεται ἐν πολλοῖς μέχρι σήμερα, κάθε σωματεῖο ἐπαγγελματιῶν, ἐμπόρων, παραγωγῶν, ἀγροτῶν, τεχνιτῶν κ.τ.λ., ἐπέλεγε ἕναν Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας γιά προστάτη του καί ἑόρταζε τή μνήμη του μέ ἀργία καί μέ σύσσωμη συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία. Μετά τή Θ. Λειτουργία καί σάν προέκταση αὐτῆς, ἀκολουθοῦσε κάθε ἄλλη ἐκδήλωση χαρᾶς, ὅπως φαγητό, τραγούδι, χορός. Ἔτσι καί ἡ προβολή γίνεται καί ἡ ἀνθρώπινη δραστηριότητα ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί τήν προστασία τῶν Ἁγίων.
Ὅμως, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού δέν θέλει ἡ Νέα Ἐποχή: δέν θέλει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί μέ τήν Ἐκκλησία. Αὐτή τή σχέση ἐπιχειρεῖ νά διασπάσει μέ τίς «ἑορτές» της. Δικαιολογημένα θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία ὡς τό σοβαρότερο ἐμπόδιο γιά τά σχέδιά της. Γιατί, ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγ. Γραφή, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστιανός, εἶναι «δύσχρηστος» (δηλ. δέν μποροῦμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε ὅπως θέλουμε) καί, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, «γρηγορεῖ» (δηλ. εἶναι ξύπνιος καί ἀντιλαμβάνεται τί γίνεται γύρω του), σέ ἀντίθεση μέ τόν πολύ ὄχλο, ὁ ὁποῖος εἶναι «εὔχρηστος» (=τόν κάνουμε ὅπως θέλουμε) καί «καθεύδει» (=κοιμᾶται).
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 11 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Ορθοδοξία και μη Ορθόδοξοι.
Σχόλια: 10
Τό φαινόμενο τοῦ δαιμονισμοῦ στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 63, Ἰουλ. – Αὐγ. 2009).
Ὁ δαιμονισμός ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»
Σέ συνέχεια ὅσων ἀναφέραμε στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας γιά τό φαινόμενο τῆς μαγείας, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀναφερθοῦμε στό τεῦχος αὐτό σέ ἕνα ἄλλο φαινόμενο τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ χώρου, τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ κατά καιρούς τά μέσα ἐνημερώσεως καί προκαλεῖ ἔντονες ἐντυπώσεις, στό φαινόμενο τοῦ δαιμονισμοῦ. Τί εἶναι ὁ δαιμονισμός; Τί εἶναι οἱ δαιμονιζόμενοι; Ὑπάρχουν τέτοιοι στήν ἐποχή μας ἤ μήπως πρόκειται γιά συνηθισμένες περιπτώσεις ψυχασθενῶν; Τί δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας καί τί ἡ ἐπιστήμη; Τί εἶναι οἱ ἐξορκισμοί καί πότε πρέπει νά διαβάζονται; Αὐτά εἶναι ὁρισμένα συνήθη ἐρωτήματα, σχετικά μέ τό θέμα, στά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε.
Ὅπως στήν περίπτωση τῆς μαγείας, ἔτσι κι ἐδῶ, ὑπάρχουν διαμετρικά ἀντίθετες ἐκτιμήσεις. Κάποιοι θεωροῦν κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ἀκόμη καί τίς περιπτώσεις πού ἀπαιτοῦν σαφῶς ψυχιατρική ἀντιμετώπιση, ὡς φαινόμενα δαιμονισμοῦ, καί προσπαθοῦν νά τά «θεραπεύσουν» κάνοντας ἐξορκισμούς μέ θεαματικό τρόπο. Τέτοια ἀντιμετώπιση συναντᾶμε συνήθως μεταξύ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὅπου ἀσκεῖται ἀνεύθυνη ἐκκλησιαστική «ποιμαντική». Ἄλλοι ἀπορρίπτουν ἐντελῶς τό φαινόμενο, ἐντάσσοντας τίς ἐκδηλώσεις του στίς περιπτώσεις τῶν ψυχικῶν νόσων. Κατ’ αὐτούς, δέν ὑπάρχουν δαιμονιζόμενοι, ἀλλά μόνο ψυχικά ἀσθενεῖς. Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι μέν φυσιολογική, ὅταν συναντᾶται σέ ἀθέους καί σέ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν αὐθεντία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό κῦρος τῶν Εὐαγγελίων κ.λ.π., εἶναι, ὅμως, ἐντελῶς παράλογη, ὅταν συναντᾶται σέ Χριστιανούς καί μάλιστα σέ κληρικούς.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, τῆς ὁποίας ἡ μαρτυρία μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἀποδέχεται τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Δέχεται ὅτι ὑπάρχουν «λεγεῶνες» δαιμονίων καί ὅτι ὁ διάβολος μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου κυριάρχησε στόν κόσμο (βλ. καί ὅσα ἀναφέρονται στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας). Ὁ ἄνθρωπος στή μεταπτωτική του κατάσταση εἶναι ἐκτεθημένος σ’ ἕνα πλῆθος δαιμονικῶν ἐπιδράσεων (ὅπως οἱ πειρασμοί μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, μέσῳ αἰσχρῶν, πονηρῶν καί ματαίων λογισμῶν, μέσῳ συνανθρώπων μας, μέσῳ τῆς ἁμαρτίας γενικά, μέσῳ ἐνεργειῶν πλάνης, μέσῳ αἰσθητῶν ἐμφανίσεων τοῦ διαβόλου κ.λ.π.). Προφανῶς ἡ πιό χαρακτηριστική ἀπ’ αὐτές εἶναι ὁ δαιμονισμός. Δαιμονισμός εἶναι τό φαινόμενο, κατά τό ὁποῖο ὁ διάβολος (ἕνας ἤ πλῆθος δαιμόνων) δέν ἐκπειράζει ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο (ἐξωτερικά ἤ ἐσωτερικά), ἀλλά καταλαμβάνει τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τόν νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ δαιμονιζόμενος νά ἔχει ἐκδηλώσεις παρόμοιες μέ αὐτές τοῦ ψυχασθενοῦς, τοῦ πάσχοντος ἀπό βαρύτατη ψυχική νόσο. Ἡ δαιμονική κατάληψη συνήθως δέν εἶναι μόνιμη: ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στή φυσική κατάσταση καί πάλι καταλαμβάνεται ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, λοιπόν, ἀποδέχεται τόν δαιμονισμό καί τήν ὕπαρξη δαιμονιζομένων, τόσο παλαιότερα, ὅσο καί σήμερα. Κι αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ σαφής μαρτυρία τῆς Ἁγ. Γραφῆς.
Ἡ μαρτυρία τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων
Ὅσοι ἐκ τῶν Χριστιανῶν μας δυσκολεύονται νά ἀποδεχθοῦν τόν δαιμονισμό, δέν παρατήρησαν προφανῶς (εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ἐσφαλμένη – αἱρετική προσέγγιση τῆς Ἁγ. Γραφῆς) ὅτι αὐτή ἀναφέρεται σαφῶς στό φαινόμενο. Τά ἱερά Εὐαγγέλια καταγράφουν πλῆθος περιπτώσεων θεραπείας δαιμονιζομένων (καί ὄχι ψυχασθενῶν) ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο (βλ. Ματθ. 8,16, 8,28-34, 9,32-34, 12,22-29, 15,21-28, 17,14-21, Μαρκ. 1,32-34, 5,1-20, 7,24-30, 9,17-29, Λουκ. 4,33-36, 4,41, 8,26-39, 9,37-43, 11,14-26 κ.ἄ.). Περισσότερο γνωστές εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν (Μαρκ. 5,1-20, Λουκ. 8,26-39) καί τοῦ δαιμονιζομένου νέου (Μαρκ. 9,17-29). Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τά πονηρά πνεύματα, πού κατοικοῦσαν στούς πάσχοντες, ὅπως καταγράφεται στίς σχετικές διηγήσεις. Ὅταν Ἐκεῖνος πλησιάζει, τά δαιμόνια ταράζονται καί ἀρχίζουν νά φωνάζουν. Δεσμευμένα ἀπό τήν θεϊκή παρουσία, ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια: Ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ «Χριστός» (Λουκ. 4,41), ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου» (Μάρ. 5,7, Λουκ. 8,28). Ἀκόμη, «προσπίπτουν» ἐνώπιόν Του (Λουκ. 8,28) καί Τόν προσκυνοῦν (Μαρκ. 5,6). Ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχει ἐξουσία «βασανίσαι» αὐτά (Ματθ. 8,29) καί ἐκλιπαροῦν γιά τήν ἀποτροπή τῆς τιμωρίας τους (Ματθ. 8,31).
Γιά νά κατανοήσουμε τή σημασία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι πρό τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὁ διάβολος παραπλανοῦσε τήν ἀνθρωπότητα, ἐμφανιζόμενος ὡς ὁ μόνος «ἰσχυρός» καί κυρίαρχος τοῦ κόσμου (βλ. καί Ματθ. 12,29). Ὅταν ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του ἡ σαρκωμένη Ἀλήθεια (ὁ Χριστός), ὁ διάβολος ἀναγκάζεται νά ἀποκαλύψει τό πραγματικό του πρόσωπο καί νά ὁμολογήσει ὅτι ὑπάρχει κάποιος Ἄλλος ἰσχυρότερος ἀπ’ αὐτόν. Ὁμολογεῖ, λοιπόν, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει καμμία δύναμη καί καμμία ἐξουσία. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά παραπάνω κείμενα, τά δαιμόνια γνωρίζουν καλά ποιός εἶναι ὁ Χριστός. «Τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακ. 1,19), ὅμως ἡ «πίστη» τους εἶναι νεκρή καί δέν σώζει, ἀφοῦ δέν συνοδεύεται ἀπό καλά ἔργα καί ἀπό ἄλλα ἀπαραίτητα στοιχεῖα, ὅπως ἡ πραγματική ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη κ.λ.π.
Ὁ Χριστός, ὡς ἔχων πραγματική ἐξουσία, «ἐπιτιμᾶ» τά πονηρά πνεύματα καί θεραπεύει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα τούς δαιμονιζομένους. Οἱ Μαθητές, ὅμως, ἄν καί θαυματουργοῦν ἐν ὀνόματί Του, ἀδυνατοῦν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο (Ματθ. 17,16). Ὁ Κύριος ἐπισημαίνει ὅτι αὐτό ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη πίστη καί τονίζει ὅτι τό «γένος» τῶν δαιμόνων «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. 14,21).
Ἡ διάκριση μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου
Ἐπειδή τά συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ μέ αὐτά τοῦ ψυχασθενοῦς, ἡ διάκριση τῶν δύο καταστάσεων εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη γιά ὅσους δέν διαθέτουν Ὀρθόδοξα κριτήρια καί θεωροῦν συνήθως ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ὡς περιπτώσεις ψυχασθενείας. Οὐσιαστικά, ὅμως, πρόκειται γιά ἐντελῶς διαφορετικές καταστάσεις, πού χρήζουν διαφορετικῆς ἀντιμετώπισης. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ψυχασθενοῦς ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς ψυχιατρικῆς ἐπιστήμης καί τοῦ ψυχιάτρου, ἐνῶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονιζομένου ἀνήκει στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κατάλληλου Πνευματικοῦ (Ἐξομολόγου).
Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθεῖ ὅτι τά κριτήρια πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά ἀπ’ αὐτά πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ γενικές γραμμές τό κριτήριο μέ τό ὁποῖο ἐντοπίζει τή νόσο ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη εἶναι τό ἑξῆς: ὅ,τι παρεκκλίνει ἀπό τόν μέσο ὅρο τῆς ἀνθρώπινης συμεριφορᾶς, θωρεῖται ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, πού χρήζει θεραπείας μέσῳ τῶν μεθόδων τῆς ψυχιατρικῆς. Μ’ αὐτό τό κριτήριο, ὅμως, ψυχασθενής θά θεωρηθεῖ καί ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ τρόπος ζωῆς του δέν μοιάζει καθόλου μέ τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς τοῦ μέσου ἀνθρώπου (δέν εἶναι π.χ. ἐντελῶς «παράλογη» ἡ στάση τῶν ἁγίων Μαρτύρων μπροστά στό μαρτύριο, ἄν κριθεῖ μέ τά κριτήρια τῆς λογικῆς καί τῆς ἐπιστήμης;). Ἐφαρμόζοντας, λοιπόν, τό παραπάνω κριτήριο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἡ ψυχιατρική ἐντοπίζει μιά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μιά ψυχική νόσο. Ἡ ψυχιατρική δέν μπορεῖ νά ἀνακαλύψει τήν ἔσχατη αἰτία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, γιατί ἡ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου δέν ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά. Τά ὅριά της φτάνουν μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου, ἀφοῦ ὁ διάβολος βρίσκεται ἔξω ἀπό τό πεδίο τῆς ἐπιστήμης. Ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη, λοιπόν, δέν μπορεῖ (ὡς ἐπιστήμη) νά ἀναχθεῖ στή διάκριση μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Τό πολύ πολύ μπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά περιπτώσεις πού δέν ἔχουν ἀκόμη ἑρμηνευθεῖ ἐπιστημονικά ἤ πού δέν γνωρίζουμε τήν αἰτία τους. Τά παραπάνω, ὅμως, σημαίνουν ὅτι ἡ ψυχιατρική λειτουργεῖ μέ μιά ἐλλιπή καί ἀποσπασματική εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, ἡ ὁποία τήν ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν καθιστᾶ μέθοδο ἐπιζήμια σέ ὁρισμένες περιπτώσεις (π.χ. ὅταν ἐπιχειρεῖ νά «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ὡς περιπτώσεις ψυχασθενῶν καί ὡς φυσικό ἀντικείμενό της).
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀντίθετα, ἔχει πιό ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, ἀφοῦ διαθέτει ἱκανά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Ἔτσι μπορεῖ νά παραπέμπει τίς περιπτώσεις τῶν ψυχασθενῶν στόν ψυχίατρο καί τίς περιπτώσεις τῶν δαιμονιζομένων στούς δικούς της λειτουργούς, πού ἐφαρμόζουν τά δικά της μέσα θεραπείας. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέν ἀρνεῖται τήν ἀξία καί τή χρησιμότητα τῆς ψυχιατρικῆς. Δέν τή θεωρεῖ, ὅμως, ἁρμόδια γιά ὅλες τίς περιπτώσεις, πού ἐμφανίζονται ὡς περιπτώσεις ψυχασθενείας, καί ἔχει ἐπιφυλάξεις γιά κάποιες προϋποθέσεις της.
Ποιά εἶναι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Ἤδη στά ἱερά Εὐαγγέλια μποροῦμε νά διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά τῶν δαιμονιζομένων, πού θεράπευσε ὁ Κύριος. Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά εἶναι ταυτοχρόνως καί κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τά χαρακτηριστικά τῶν σχετικῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων, συμπληρωμένα μέ κάποια ἄλλα, γνωστά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση:
α) Ὁ δαιμονισμός κατά κανόνα δέν εἶναι μόνιμη καί ἑνιαία κατάσταση, ἀλλά προσωρινή καί κατά διαστήματα κατάληψη ἀπό δαιμονικό πνεῦμα, μετά τήν ὁποία ὁ δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται ἐντελῶς φυσιολογικά: «ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ὁ ψυχασθενής ἔχει ἐνδεχομένως παρόμοιες ἐξάρσεις, ὅμως δέν ἐπανέρχεται τόσο εὔκολα στή φυσιολογική κατάσταση, παρά μόνο μέ τή βοήθεια φαρμάκων. Ἀλλά καί τότε ἡ συμπεριφορά του συνήθως δέν εἶναι ἐντελῶς φυσιολογική. Ἴσως κάποιος θά ἀντέτεινε ὅτι καί ὁ ἐπιληπτικός ἐπανέρχεται εὔκολα στή φυσιολογική κατάσταση. Ὅμως, τά ὑπόλοιπα συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου, ὅπως θά δοῦμε, δέν μοιάζουν καθόλου μέ αὐτά τοῦ ἐπιληπτικοῦ.
β) «Ἰδών αὐτόν (τόν Ἰησοῦν) εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν (τόν δαιμονιζόμενον), καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων» (Μαρκ. 9,20). Οἱ δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων ἐνοχλοῦντο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τό δαιμονικό πνεῦμα γενικά ἐνοχλεῖται ὅταν πλησιάζουν ἱερά πράγματα. Καί οἱ δαιμονιζόμενοι ταράζονται κυριολεκτικά ὅταν πλησιάζουν ἀντικείμενα, ὅπως ὁ τίμιος Σταυρός, οἱ ἱερές εἰκόνες, τά ἅγια λείψανα, ὁ ἁγιασμός, ὅταν πλησιάζουν Ἱερεῖς, ὅταν τούς σταυρώνουν Ἱερεῖς ἤ ἀκόμη καί λαϊκοί. Οἱ ψυχασθενεῖς, ἀντίθετα, δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό ἱερά ἀντικείμενα. Ὁ π. Παΐσιος, ἁγιασμένος Γέροντας τῆς ἐποχῆς μας, χρησιμοποιοῦσε τό ἑξῆς «τέχνασμα» σέ παιδιά, πού οἱ γονεῖς τους ἔλεγαν ὅτι πάσχουν ἀπό δαιμόνια: κρατοῦσε στό ἕνα του χέρι, ἔτσι ὥστε νά μήν φαίνεται, μικρό τεμάχιο ἱεροῦ λειψάνου. Ὅταν τό πλησίαζε στό παιδί, ἐκεῖνο, ἄν εἶχε τέτοιο πρόβλημα, ἀντιδροῦσε καί φώναζε, ὅταν ὅμως πλησίαζε τό ἄλλο χέρι, πού δέν κρατοῦσε τίποτε, δέν ἐκδήλωνε καμία ἀντίδραση.
γ) Οἱ δαιμονιζόμενοι ὄχι μόνο ἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἱερά ἀντικείμενα, ἀλλά καί ξεσποῦν σέ ἀκατανόμαστες ὕβρεις καί βλασφημίες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων, τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων, τῆς Ἐκκλησίας γενικά, τῶν Κληρικῶν κ.λ.π.
δ) Ὁ δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά καί ἀποκαλύπτει κρυφά ἁμαρτήματα ὅσων τόν πλησιάζουν. Πολλοί, πού ἔχουν πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως ἀπό περιέργεια καί μέ ἔντονες ἀμφιβολίες) ἔχουν πάθει κυριολεκτικά ψυχρολουσία, ὅταν ὁ δαιμονιζόμενος ἄρχιζε νά τούς «βγάζει στή φόρα» ἁμαρτήματα, πού μόνο οἱ ἴδιοι γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, πού προφανῶς δέν συμβαίνει στήν περίπτωση τῶν ψυχασθενῶν, εἶναι ἀπόλυτα φυσικό γιά τούς δαιμονιζομένους: ὁ διάβολος γνωρίζει ὅλα τά παρελθόντα καί τά παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει ἐπίσης πολύ καλά τά ἁμαρτήματα καθενός, ἀφοῦ στίς περισσότερες περιπτώσεις εἶναι ὁ ὑποκινητής αὐτῶν τῶν ἁμαρτημάτων. Καί τά ἀποκαλύπτει, προκειμένου νά προσβάλλει καί νά ἐκθέσει τόν ἁμαρτάνοντα.
ε) Ὁ ψυχασθενής, παρά τίς ἐνδεχόμενες ἐξάρσεις τῆς συμπεριφορᾶς, διατηρεῖ τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς προσωπικότητός του. Ὁ δαιμονιζόμενος, ὅμως, δέν τά διατηρεῖ. Μεταβάλλεται συνήθως ἡ ὄψη του, μεταβάλλεται ἐντελῶς ἡ φωνή του (π.χ. ἀπό γυναικεῖα γίνεται ἀνδρική καί τό ἀντίστροφο), «γυρίζουν» τά μάτια του, μιμεῖται ζῶα κ.ἄ. Γενικά ὁ δαιμονιζόμενος εἶναι θέαμα φοβερό. Οἱ δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων ἦσαν «χαλεποί λίαν» (Ματθ. 8,28), προκαλώντας τόν τρόμο στούς διερχομένους.
στ) Οἱ δαιμονιζόμενοι ἀποκτοῦν ὑπερβολική σωματική δύναμη. Τόν δαιμονιζόμενο τῶν Γαδαρηνῶν τόν ἔδεναν «πέδαις καί ἁλύσεσι», ὅμως ἔσπαγε τίς ἁλυσίδες, συνέτριβε τά σιδηρά δεσμά «καί οὐδείς ἴσχυεν αὐτόν δαμάσαι» (Μάρκ. 5,4). Στούς ψυχασθενεῖς μόνο ἐν μέρει συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανείς δέν ἀποκτᾶ τέτοια δύναμη, ὥστε νά σπάει ἁλυσίδες! Ἄς δοῦμε, ὅμως, καί κάποια ἄλλα χαρακτηριστικά, πού ἐνδεχομένως ὑπάρχουν καί σέ ψυχασθενεῖς.
ζ) Ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ὁ διάβολος ἔχει τήν τάση νά ξεγυμνώνει τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἀλλά καί γενικότερα. Ἡ ροπή πρός τή γυμνότητα, πού ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας, δέν ἀποτελεῖ «σημεῖον» τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου στόν κόσμο;
η) Ἐπίσης, ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Ἡ οἰκία καί τό οἰκογενειακό περιβάλλον δέν εἶναι καθόλου ἀγαπητά στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ὠθεῖ σέ ἔξοδο ἀπό τό σπίτι καί ἐπιχειρεῖ τήν διάλυση τῆς οἰκογένειας.
θ) Ὁ δαιμονιζόμενος ἔχει τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καί αὐτοκτονίας. Τό πνεῦμα πού κατεῖχε τόν νέο τοῦ Εὐαγγελίου «πολλάκις αὐτόν εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν» (Μαρκ. 9,22). Ἀλλά καί ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἦν … κατακόπτων ἑαυτόν λίθοις» (Μάρκ. 5,6). Ὅταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε καί τά δαιμόνια πῆγαν στούς χοίρους, «ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν θάλασσαν καί ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32).
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονισμοῦ καί οἱ ἐξορκισμοί
Ὁ δαιμονισμός εἶναι ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα γιά τόν ἴδιο τόν πάσχοντα καί τούς οἰκείους του, τοῦ ὁποίου (προβλήματος) δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς τήν αἰτία, δηλ. δέν γνωρίζουμε γιά ποιόν λόγο ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος δαιμονίζεται. Γενικά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη πού ἀνοίγει τίς θύρες εἰσόδου τοῦ διαβόλου στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πλήρης ἀποχή ἀπό τά βαριά ἁμαρτήματα καί ἡ κατά τό δυνατόν ἀποφυγή τῶν μικρότερων εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τόσο γιά τήν πρόληψη ὅσο καί γιά τή θεραπεία τοῦ προβλήματος.
Πῶς θεραπεύεται ὁ δαιμονισμός; Τά ἱερά Εὐαγγελία διδάσκουν, ὅπως εἴδαμε, ὅτι θεραπεύεται διά τοῦ Χριστοῦ, καί μόνο διά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἦλθε «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰω. 3,8), ἡ δέ παρουσία Του στόν κόσμο συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, πού τελεῖ τά ἱερά Μυστήρια, ὡς μέσα σωστικά καί θεραπευτικά γιά τόν ἄνθρωπο. Ἡ μετοχή στά Μυστήρια, ἰδιαίτερα στήν Ἐξομολόγηση καί στή Θ. Κοινωνία, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κατ’ ἐξοχήν «ἐχθροῦ» τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: τίποτε δέν φοβᾶται περισσότερο ὁ διάβολος ἀπό τήν Ἐξομολόγηση καί τή Θ. Κοινωνία. Γιά νά ἐνεργήσουν, ὅμως, τά Μυστήρια ἀπαιτεῖται καί ἡ προσωπική συμμετοχή, ὁ ἀγώνας γιά τόν ἁγιασμό, ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι ἔντονος. Ἡ ἁπλή ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονισμοῦ. Ἀπαιτεῖται προσπάθεια γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀπόκτηση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τόνισε χαρακτηριστικά ὅτι τό γένος τῶν δαιμόνων δέν ἐκδιώκεται παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία (Ματθ. 17,21). Ὁ ἀγώνας πρέπει νά γίνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν πάσχοντα, ἀλλά καί ἀπό τούς οἰκείους του, πρέπει δέ νά ἐνισχύεται καί μέ τήν προσφυγή στή Χάρη καί στίς μεσιτεῖες τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρα δέ ὅσων Ἁγίων ἔχουν τό εἰδικό χάρισμα νά ἐκδιώκουν δαίμονες.
Στά θεραπευτικά μέσα, πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀνήκουν καί οἱ ἐξορκισμοί. Οἱ ἐξορκισμοί εἶναι προσευχές ἐναντίον τοῦ διαβόλου, εἶναι εὐχές, πού «ἐπιτιμοῦν» τά πονηρά πνεύματα. Διαβάζονται ἀπό Ἱερεῖς (ἀπ’ ὅλους τούς Ἱερεῖς – δέν ὑπάρχουν ἐξειδικευμένοι Ἱερεῖς, πού διαβάζουν ἐξορκισμούς) μέ τήν ἐξουσία πού τούς ἔχει δοθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί ἔχουν μεγάλη ἀποτελεσματικότητα. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο τελοῦνται κάποιες φορές (δημόσια καί ἐπιδεικτικά) διακομωδεῖ τό σοβαρότατο πρόβλημα τῆς θεραπείας τῶν δαιμονιζομένων, γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί διάκριση. Κατ’ ἀρχήν ὁ Ἱερεύς πρέπει νά διακρίνει σέ κάθε περίπτωση, ἄν πρόκειται περί ψυχασθενοῦς ἤ δαιμονιζομένου (κάθε Ἱερεύς ὀφείλει νά εἶναι γνώστης καί φορεύς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὡστε νά μπορεῖ νά διακρίνει μεταξύ τῶν δύο καταστάσεων). Ὁ καταλληλότερος χρόνος τελέσεως, ὅταν πρέπει, εἶναι μετά τή Θ. Λειτουργία, ὥστε νά ἔχει κοινωνήσει καί ὁ Ἱερεύς καί ὁ δαιμονιζόμενος (ἄν μπορεῖ) μέ τούς συνοδούς του. Οἱ συνοδοί πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἔχουν νηστέψει καί κοινωνήσει, γιά νά εἶναι προστατευμένοι ἀπό κάθε δαιμονική προσβολή. Σέ καμία περίπτωση οἱ ἐξορκισμοί δέν πρέπει νά τελοῦνται δημοσίως, παρά μόνο ἐνώπιον τοῦ πάσχοντος καί ὅσων εἶναι ἀναγκαῖο νά τόν συνοδεύουν. Ἐπίσης δέν ὑπάρχει λόγος νά διαβάζονται μεγαλοφώνως, μπορεῖ νά διαβάζονται καί χαμηλοφώνως.
Θεραπεύονται ὅλες οἱ περιπτώσεις δαιμονιζομένων μέ τά μέσα πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία; Προφανῶς δέν θεραπεύονται ὅλες, ὅπως ἀκριβῶς δέν θεραπεύονται καί ὅλες οἱ περιπτώσεις ψυχασθενῶν ἀπό τούς ψυχιάτρους καί ὅπως ὑπάρχουν γενικά ἀθεράπευτες ἀσθένειες, πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Θεραπεύονται, ὅμως, πολλές περιπτώσεις δαιμονιζομένων, ἤ μᾶλλον οἱ περισσότερες. Ἡ ὁλοκληρωτική ἀπελευθέρωση ἀπό τά δαιμονικά «ἔργα» εἶναι ἐσχατολογικό γεγονός καί θά συμβεῖ στή μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τώρα ζοῦμε μόνο τήν «ἀπαρχή» καί τόν «ἀρραβῶνα» αὐτῆς τῆς μελλούσης ζωῆς καί Βασιλείας καί προγευόμεθα τῆς μελλούσης «ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21).
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 11 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Ορθοδοξία και μη Ορθόδοξοι.
Σχόλια: 10
Λευκή καί μαύρη μαγεία. Ἀκραῖες ἀποκρυφιστικές τεχνικές στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας.
(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 62, Μάϊ. – Ἰουν. 2009).
Ἡ μαγεία στόν κόσμο τῆς ἐπιστήμης
Σέ παλαιότερα τεύχη τοῦ ἐντύπου μας εἴχαμε ἀναφερθεῖ γενικά στό φαινόμενο τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί στίς διάφορες μορφές του. Ἀποκρυφισμός εἶναι ἡ πίστη σέ ἀπόκρυφες (=δαιμονικές) δυνάμεις καί ἡ χρήση ἀπόκρυφων (=δαιμονικῶν) τεχνικῶν γιά τήν ἐπαφή καί προσέγγιση μέ αὐτές τίς δυνάμεις. Στίς πιό ἀκραῖες μορφές του ἀνήκουν καί οἱ τεχνικές τῆς λευκῆς καί μαύρης μαγείας, μέ εὐρύτατη ἐξάπλωση στήν ἐποχή μας, παρά τό γεγονός, ὅτι θεωρεῖται ἐποχή τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης. Λόγω ἀκριβῶς τῆς μεγάλης ἐξάπλωσης αὐτῶν τῶν τεχνικῶν, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀφιερώσουμε τό τεῦχος αὐτό στό συγκεκριμένο πρόβλημα, ἀπαντώντας σέ ἐρωτήματα, ὅπως: Ὑπάρχουν μάγια στήν ἐποχή μας; Τί δύναμη ἔχουν τά μάγια καί μέχρι ποῦ ἐκτείνεται ἡ ἐπίδρασή τους; Ὑπάρχει καλή μαγεία ἐκτός ἀπό κακή; Σέ τί διαφέρει ἡ λευκή ἀπό τή μαύρη μαγεία; Τί συνέπειες ἔχει ἡ ἐνασχόληση μέ τή μαγεία; Πῶς ἀντιμετωπίζει τό φαινόμενο ἡ Ἐκκλησία μας;
Προκαταβολικά ὀφείλουμε νά διευκρινίσουμε ὅτι, ἔναντι τοῦ φαινομένου, ἐμφανίζονται συνήθως (ἀκόμη καί μεταξύ ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας) δυό ἀκραῖες, ἐντελῶς ἐσφαλμένες καί διαμετρικά ἀντίθετες μεταξύ τους τοποθετήσεις. Ἡ πρώτη δέν ἀποδέχεται κἄν τήν ὕπαρξη τῆς μαγείας. Θεωρεῖ πῶς ὅ,τι ἐμφανίζεται ὡς μαγεία ἀποτελεῖ εἴτε ἀπάτη (κάποιοι ἐξαπατοῦν καί ἐκμεταλλεύονται συνανθρώπους τους μέσω τέτοιων «τεχνασμάτων»), εἴτε τύχη (δυσάρεστα περιστατικά ἤ μορφές κακοῦ, πού ἐμφανίζονται ὡς ἀποτελέσματα μαγείας, θεωροῦνται ἁπλῶς ὡς προϊόντα τύχης ἤ ἐκλαμβάνονται ὡς συμπτώσεις). Κατά τή δεύτερη ἄποψη, ἀντίθετα, κάθε κακό μέ φυσική συνήθως αἰτία, ἐκλαμβάνεται ὡς ἀποτέλεσμα μαγείας, μέ συνέπεια νά προκαλεῖται ἀδικαιολόγητος φόβος ἤ ἀκόμη καί πανικός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Τί ἀκριβῶς εἶναι, ὅμως, ἡ μαγεία;
Ὕπαρξη καί οὐσία τῆς μαγείας
Ἡ ὕπαρξη τῆς μαγείας ἐπιβεβαιώνεται ἀπό πραγματικά καί ἱστορικά δεδομένα. Τό φαινόμενο εἶναι διαχρονικό καί πανανθρώπινο, εἶναι φαινόμενο πού ὑπῆρχε πρό τοῦ Χριστοῦ καί συναντᾶται σέ κάθε κοινωνία. Ὅλες σχεδόν οἱ πρωτόγονες θρησκεῖες ἔχουν ἔντονα μαγικό χαρακτῆρα. Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ θέση τοῦ μάγου (μάντη) ἦταν ἰδιαίτερα τιμητική. Τό ἴδιο συνέβαινε καί σέ ἄλλους λαούς τῆς ἀρχαιότητας. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀναφέρεται σέ περιπτώσεις μάγων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Σίμων (Πράξ. 8,9-24), ὁ Ἐλύμας (Πράξ. 13,8), ἡ «μαντευομένη» τῶν Φιλίππων (Πράξ. 16, 16) κ.ἄ. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μαρτυρεῖ σαφῶς γιά τήν εὐρεία διάδοση τοῦ φαινομένου (Ἐξοδ. 7, 10-12). Στόν Μεσαίωνα εἶχε προσλάβει τεράστιες διαστάσεις στήν Εὐρώπη καί ἀλλοῦ. Ἀκόμη καί σήμερα σέ πρωτόγονες φυλές τῆς Ἀφρικῆς ὁ μάγος τοῦ χωριοῦ συγκεντρώνει στό πρόσωπό του ὅλες τίς ἐξουσίες: εἶναι ὁ «ἱερεύς», ὁ «πρόεδρος», ὁ «ἰατρός», ὁ «δικαστής», ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ πάντες γιά τή «λύση» ὅλων τῶν προβλημάτων τους. Ὁ μάγος αὐτός ἐνδέχεται νά εἶναι καί ἕνα μικρό παιδί! Στήν ἐποχή μας οἱ διαστάσεις τῆς μαγείας μεταξύ τῶν πολιτισμένων λαῶν πιστοποιοῦνται ἀπό τήν πληθώρα ἀναφορῶν γιά μάγους, μέντιουμ, μελλοντολόγους, ἀστρολόγους κ.λ.π. σέ περιοδικά, ἐφημερίδες καί μέσα ἐνημερώσεως (τηλεόραση), ἀπό τή συνεχῶς αὐξανόμενη ἐκδοτική παραγωγή ἀποκρυφιστικῶν βιβλίων, πού ἔχει κατακλύσει τήν ἐκδοτική ἀγορά, καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν εὑρύτατη χρήση σύγχρονων ἡλεκτρονικῶν μέσων, ὅπως τό διαδίκτυο (internet). Πρόκειται γιά ὁλόκληρο κύκλωμα ἀποκρυφισμοῦ, πού διακινεῖ τεράστια χρηματικά ποσά ἀπό ἐκμετάλλευση συνανθρώπων μας. Στόν ἐξωχριστιανικό χῶρο ἡ μαγεία ἀποτελεῖ συνήθως προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἐλέγξει ἄγνωστες (ἀπόκρυφες) ἤ «θεϊκές» δυνάμεις, θέτοντάς τες στήν ὑπηρεσία του. Οἱ ἀγνοοῦντες τή χριστιανική πίστη δέν ἀντιλαμβάνονται, προφανῶς, ὅτι αὐτές οἱ ἀπόκρυφες ἤ «θεϊκές» δυνάμεις δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά δαιμονικές δυνάμεις.
Στόν Ὀρθόδοξο χῶρο ἡ ὕπαρξη τῆς μαγείας συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ διαβόλου: ἄν ὑπάρχει ὁ διάβολος, ὑπάρχει καί μαγεία (ἀφοῦ ἡ μαγεία εἶναι ἕνα ἀπό τά κατ’ ἐξοχήν «ἔργα» τοῦ διαβόλου). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται, ὅτι ὁ διάβολος ὑπάρχει πραγματικά. Δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια ἤ εἰκόνα ἤ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ. Εἶναι συγκεκριμένη ὕπαρξη, ἤ μᾶλλον πολλές συγκεκριμένες ὑπάρξεις, ἀφοῦ ὑπάρχουν πολλά δαιμόνια («λεγεῶνες» δαιμονίων). Ὁ διάβολος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μέ ἀγγελική φύση, πού ἐξέπεσε, ὅμως, ἀπό τήν κατάσταση τῆς δόξης, στήν ὁποία τόν ἔθεσε ὁ Θεός, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του, καί ἔγινε ἄγγελος σκοτεινός καί ἐργάτης τοῦ κακοῦ. Ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου (τοῦ πρώτου τῶν Ἀγγέλων) συμπαρέσυρε ὁλόκληρο τάγμα στήν ἴδια κατάσταση, μέ ἀποτέλεσμα ἕνα πλῆθος Ἀγγέλων νά μεταβληθεῖ σέ δαίμονες. Ὁ διάβολος ἐμφανίζεται ἀμέσως μετά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τόν συμπαρασύρει στήν πτώση. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς «ἀπάτης τοῦ ὄφεως», λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό μετά ἀπ’ αὐτήν ὁ διάβολος κυριάρχησε στόν κόσμο (Ἰω. 12, 31, Ἐφεσ. 6,12), ὑποδουλώνοντας ὄχι μόνο ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί τήν ἄλογη κτίση (Ρωμ. 8, 20-22). Ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου ἐπέφερε τή γενική ἐπικράτηση τῶν δαιμονικῶν «ἔργων», ὅπως ἡ ἁμαρτία, οἱ δαιμονικές τεχνικές τῆς μαγείας, τῆς μαντείας καί τοῦ ἀποκρυφισμοῦ γενικά, ἡ ἴδια ἡ λατρεία τοῦ διαβόλου (σατανισμός) καί πολλά ἄλλα, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ διάβολος καταδυναστεύει τόν κόσμο.
Πῶς, ὅμως, καταδυναστεύει ὁ διάβολος; Ποιά δύναμη ἔχουν τά δαιμονικά «ἔργα»; Μποροῦν οἱ δαιμονικές τεχνικές (ἡ μαγεία) νά προξενήσουν κακό; Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁ διάβολος δέν ἔχει μόνο πραγματική ὕπαρξη, ἀλλά καί πραγματική δύναμη. Ἡ δύναμή του ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν ἀνθρώπινη. Μπορεῖ νά προκαλέσει καταστροφές, μπορεῖ νά προκαλέσει ἀσθένειες, μπορεῖ νά προκαλέσει ἀκόμη καί τόν θάνατο, ὅπως βλέπουμε στό βιβλίο τοῦ Ἰώβ (κεφ. 1 καί 2). Βέβαια, ἡ δύναμη αὐτή δέν εἶναι ἀνεξέλεγκτη. Ἔχει ὅρια καί περιορισμούς καί δρᾶ, ὅσο τῆς ἐπιτρέπει ὁ Θεός (Ἰώβ, 1,12 καί 2,6)· γιατί, παρά τή γενική κυριαρχία τοῦ διαβόλου στόν κόσμο, ἔσχατος κυρίαρχος παραμένει ὁ Θεός. Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου, ὅπως ἐκδηλώνεται μέσῳ τῶν δαιμονικῶν τεχνικῶν (μαγεία, ἀποκρυφισμός), μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἄμεσα ὅσους τοῦ παραχωροῦν δικαιώματα μέ τίς προσωπικές τους ἁμαρτίες καί δέν εἶναι κατοχυρωμένοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ὑποτιμοῦμε τή δύναμη τῆς μαγείας. Ὁ ἅγιος Κυπριανός ἦταν μάγος πρίν γίνει Χριστιανός. Ἀσκοῦσε συστηματικά τή μαγεία καί ἡ ἄσκησή της εἶχε στήν περίπτωσή του ὁρατά ἀποτελέσματα! Δέν ἀποκλείονται, βέβαια, καί οἱ περιπτώσεις ἀπάτης: κάποιοι δηλ. προσποιοῦνται τόν μάγο, χωρίς νά ἔχουν πραγματική σχέση με τή μαγεία, μέ σκοπό τήν οἰκονομική ἐκμετάλλευση τῶν ἀφελῶν. Ἀπαιτεῖται, λοιπόν, διάκριση, γιατί ὅ,τι ἐμφανίζεται ὡς μαγεία δέν εἶναι πάντοτε μαγεία.
Εἴδη μαγείας ὑπάρχουν πολλά. Στό Εὐχολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρονται ἡ φαρμακεία, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ ἀστρομαντεία, ἡ ἀστρολογία, ἡ νεκρομαντεία, ἡ ὀρνεοσκοπία. Σ’ αὐτά μπορεῖ νά προστεθοῦν καί κάποιες φαινομενικά ἀκίνδυνες τεχνικές, ὅπως τό «ξεμάτιασμα» (μέ διάφορες μεθόδους καί ὄχι μέ τήν «Εὐχή ἐπί βασκανίαν», πού διαβάζεται ἀπό Ἱερεῖς), τό «ρίξιμο τῶν χαρτιῶν», ἡ «μελέτη τοῦ καφέ», ἡ χρησιμοποίηση «φυλακτῶν», ὅπως χάντρες «γιά τό μάτι», ἀντικείμενα πού φέρνουν «γούρι» κ.ἄ. Κοινό χαρακτηριστικό ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δαιμονική προέλευση καί ὅτι ἀπ’ αὐτά ἐπιτελεῖται τό κακό (μόνο τό κακό), πού εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἔργο τοῦ διαβόλου. Συνήθως ἡ μαγεία διακρίνεται σέ λευκή καί μαύρη. Κάποιοι πιστεύουν ὅτι κακή εἶναι μόνο ἡ μαύρη, ἐνῶ ἡ λευκή εἶναι καλή μαγεία (γίνεται «γιά καλό»). Ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ μαύρη μαγεία ἐπικαλεῖται κακά πνεύματα, ἐνῶ ἡ λευκή ἐπικαλεῖται καλά πνεύματα καί ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ἡ μαύρη μαγεία «δένει», ἐνῶ ἡ λευκή «λύνει» τά μάγια. Ὅμως, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἡ μαγεία (τόσο ἡ μαύρη, ὅσο καί ἡ λευκή) ἔχει δαιμονική προέλευση καί σχετίζεται μόνο μέ τό κακό. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν καλή μαγεία, οὔτε μαγεία πού «λύνει» τά μάγια. Ἡ μαγεία γίνεται πάντα γιά κακό. Ἡ μόνη διαφορά μεταξύ λευκῆς καί μαύρης μαγείας εἶναι ὅτι στή μαύρη τό κακό φαίνεται, ἐνῶ στή λευκή τό κακό κρύβεται, ἐμφανίζεται δηλ. μέ τό προσωπεῖο τοῦ καλοῦ. Πρόκειται γιά πολύ γνωστή τακτική τοῦ διαβόλου: «αὐτός γάρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός», λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Β’ Κορ. 11,14). Κατά τόν ἴδιο τρόπο, τά ὄργανά του, οἱ μάγοι, «μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης» (Β’ Κορ. 11,15): λένε ὅτι «λύνουν» μάγια καί ὅτι κάνουν «τό καλό». Ἡ δαιμονική ἀπάτη, πού κρύβεται κάτω ἀπό Ὀρθόδοξο χριστιανικό προσωπεῖο, φθάνει κάποιες φορές σέ σημεῖο, ὥστε πολλοί μάγοι νά ἔχουν τόν χῶρό τους γεμᾶτο μέ ἱερές εἰκόνες καί ἄλλα χριστιανικά σύμβολα ἤ νά δίνουν ἀκόμη καί «πνευματικές συμβουλές» («Γιά νά λυθεῖ τό πρόβλημά σου, πρέπει νά κάνεις τόσα Εὐχέλαια, τόσες Λειτουργίες, νά κοινωνήσεις τόσες φορές!» κ.λ.π).
Ὑπάρχουν ἀγαθά πνεύματα στόν «ἀπόκρυφο» κόσμο; Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνει λόγο γιά ἀόρατο καί ὄχι γιά ἀπόκρυφο κόσμο καί ἀπόκρυφες δυνάμεις. Στόν κόσμο αὐτό, ἐκτός ἀπό τόν Θεό (τόν Δημιουργό τοῦ ἀόρατου κόσμου), ὑπάρχουν μόνο οἱ Ἄγγελοι, οἱ δαίμονες καί οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων (τῶν κεκοιμημένων). Τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτά δέν ὑπάρχει. Καί οἱ μόνες δυνάμεις (ἐνέργειες), πού ὑπάρχουν γενικά στόν κόσμο, εἶναι οἱ θεϊκές, οἱ δαιμονικές καί οἱ φυσικές δυνάμεις. Ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τούς Ἀγγέλους εἶναι γνωστός: γίνεται μέ τήν προσευχή, μέ τήν ταπείνωση, μέ τήν ἄσκηση, μέ τόν ἐκκλησιαστικό βίο, μέ τή μυστηριακή ζωή. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς Ἀγγέλους (μέ τούς Ἁγίους, μέ τόν Θεό) δέν ἔχει ἐξαναγκαστικό χαρακτῆρα, δηλ. δέν ἐξαναγκάζουμε τούς Ἀγγέλους νά ἐπικοινωνήσουν μαζί μας μέ κάποιες τεχνικές, ὅπως συμβαίνει στόν χῶρο τῆς μαγείας (ὅπου ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς συναλλαγῆς: «do ut des», «δός μου γιά νά σοῦ δώσω»). Οὔτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἔχουν εἰδικό «χάρισμα» νά ἐπικοινωνοῦν μέ τά πνεύματα. Γιά ὅλους ἰσχύουν οἱ ἴδιες ἀκριβῶς προϋποθέσεις. Πέρα ἀπό τόν τρόπο πού περιγράψαμε, κάθε ἄλλη μορφή ἐπικοινωνίας μέ ἀόρατες ἤ «ἀπόκρυφες» δυνάμεις ἤ μέ πνεύματα (πονηρά ἤ «ἀγαθά») εἶναι ἐπικοινωνία μέ δαιμονικά πνεύματα καί μέ δαιμονικές δυνάμεις!
Συνέπειες καί ἐπιπτώσεις τῆς μαγείας
Γιά νά κατανοήσουμε τίς συνέπειες καί ἐπιπτώσεις τῆς μαγείας, πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι ἰσχύει ὡς γενική καί ἀπαράβατη ἀρχή ὅτι «τίποτε καλό δέν προέρχεται ἐκ τοῦ διαβόλου». Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ διάβολος εἶναι γιά μᾶς ὁ «ἐχθρός» καί ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (αὐτός πού θέλει τόν θάνατό μας). Ὁ «ἐχθρός» ποτέ δέν θέλει τό καλό. Πολλές φορές προσποιεῖται τόν φίλο, γιά νά τόν ἐμπιστευθοῦμε καί νά μᾶς ἐξοντώσει. Ὅ,τι «καλό», προέρχεται ἐνδεχομένως ἀπό τή μαγεία, ἀποτελεῖ μέθοδο ἀπάτης γιά νά ἀκολουθήσει μεγαλύτερο κακό. Ὅπως ἔχει χαρακτηριστικά εἰπωθεῖ, «ὁ διάβολος ἴσως δανείζει, ἀλλά οὐδέποτε χαρίζει». Ὅ,τι δίνει, τό ξαναπαίρνει, καί τό ξαναπαίρνει μέ πολύ ὑψηλό τόκο! Μόνο ὁ Θεός χαρίζει. Μόνο ὁ Θεός παρέχει «δωρεάν» (χωρίς νά ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση ἤ ἐπιστροφή). Μόνο ἀπό τόν Θεό προέρχεται «πᾶν δώρημα τέλειον» (κάθε πλῆρες καί ὁλοκληρωμένο δῶρο). Μόνο ὁ Θεός δίνει τά δῶρα Του «εἰς πλησμονήν» (μέχρι πού νά χορτάσει πλήρως ὁ ἄνθρωπος).
Τό κακό, πού προέρχεται ἀπό τή μαγεία, εἶναι ἡ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου στήν παροῦσα ζωή (φυσικός κίνδυνος), μέ διάφορες μορφές κακοῦ, ἀσθένειες, ἀτυχήματα, διαζύγια, ἔριδες, διαμάχες, καταστροφές κ.ἄ., καί ἡ αἰώνια κόλαση στή μέλλουσα ζωή (πνευματικός κίνδυνος). Φυσικούς κινδύνους διατρέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γενικά. Τούς κατ’ ἐξοχήν κινδύνους, δηλ. τούς πνευματικούς, διατρέχουν ἐπιπλέον α) ὅσοι ἐξασκοῦν τή μαγεία καί β) ὅσοι καταφεύγουν σέ μάγους γιά βοήθεια καί συμβουλές. Ἄς δοῦμε τίς δύο αὐτές περιπτώσεις, πού συνιστοῦν ἔκπτωση ἀπό τήν χριστιανική πίστη μέ ἄμεσες ἐπιπτώσεις στή σωτηρία.
Στό ἅγιο Βάπτισμα ἔχουμε δώσει φρικτές ὑποσχέσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὅτι «ἀποτασσόμεθα τῷ σατανᾶ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ». Ὑποσχεθήκαμε δηλ. ὅτι ἀρνούμεθα ὅλα, ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν σατανᾶ (τά πάντα) καί ὅτι δέν θέλουμε νά ἔχουμε καμμία σχέση μαζί του. Δέν ἔχει σημασία, ἄν τίς ὑποσχέσεις αὐτές, τίς ἔδωσε γιά μᾶς ὁ Ἀνάδοχος (ὁ Νουνός μας), σημασία ἔχει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις αὐτές συνδέονται μέ τή χριστιανική μας ἰδιότητα: ὅσο τίς τηροῦμε, συνεχίζουμε νά εἴμαστε Χριστιανοί, καί ἄν τίς ἀθετήσουμε, παύουμε νά εἴμαστε Χριστιανοί. Ἡ ἐπιστροφή, λοιπόν, στά δαιμονικά «ἔργα» ἀποτελεῖ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί ἀθέτηση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τήν κατάσταση ὅσων καταφεύγουν σέ μάγους γιά βοήθεια ὅμοια μέ αὐτή τῶν «πεπτωκότων» τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν, ὅσων δηλ. ἀρνήθηκαν τόν Χριστό καί θυσίασαν στά εἴδωλα! Χειρότερη εἶναι, ὁπωσδήποτε, ἡ κατάσταση ὅσων ἐξασκοῦν τή μαγεία: «τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαλ» (Β’ Κορ. 6,14: τί σχέση μπορεῖ νά ἔχει τό φῶς μέ τό σκοτάδι, ὁ Χριστός μέ τόν διάβολο;). Λέει χαρακηριστικά ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης ὅτι ὅσοι καταφεύγουν σέ μάγους, πιεζόμενοι ἀπό κάποια «ἀνυπόφορον ἀνάγκην», πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγαλύτερη ἐπιείκεια, δηλ. ὅπως, ὅσοι ἀρνήθηκαν τόν Χριστό μετά ἀπό βασανιστήρια («διά βασάνων»). Ὅσοι, ὅμως, καταφεύγουν σέ μάγους ἀπό περιφρόνηση (ἀμφιβάλλοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί ὅτι μπορεῖ νά τούς ἀπελευθερώσει ἀπό κάθε κάκωση καί συμφορά) πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται ὅπως ὅσοι ἀρνήθηκαν τόν Χριστό μέ τή θέλησή τους, δηλ., ἄν μετανοήσουν, νά μήν κοινωνοῦν σέ ὅλη τους τή ζωή, παρά μόνο, ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος, καί νά μήν προσεύχονται στήν Ἐκκλησία μαζί μέ τούς ἄλλους Χριστιανούς, ἀλλά μόνοι τους στό σπίτι (Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστήρ, 1982, σ. 275).
Τό ἴδιο αὐστηροί εἶναι καί οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ξα’ τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου ἐπιβάλλει ἕξι χρόνια ἀποχῆς ἀπό τή Θ. Κοινωνία σέ ὅσους καταφεύγουν σέ μάγους ἤ ἐξασκοῦν ἁπλές μορφές μαντείας. Ὁ λβ’ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ περιορίζει τό ἐπιτίμιο σέ τρία χρόνια, προσθέτωντας, ὅμως, μετάνοιες καί αὐστηρή νηστεία (ξηροφαγία) γιά κάθε μέρα. Ὁ οβ’ τοῦ Μ. Βασιλείου κανονίζει τό ἴδιο ἁμάρτημα ὅμοια μέ τό ἁμάρτημα τοῦ φόνου. Οἱ ἱεροί κανόνες χρησιμοποιοῦν μιά χαρακτηριστική ἔκφραση γιά ὅσους καταφεύγουν σέ μάγους: «οἱ μάντεσιν ἑαυτούς ἐκδιδόντες», δηλ. αὐτοί πού παραδίδουν τόν ἑαυτό τους (τήν ψυχή καί τό σῶμά τους) στούς μάντεις (Πηδάλιον, σ. 272).
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ φαινομένου
Ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μεγάλη, ὅμως πολύ μεγαλύτερη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ δαιμονική δύναμη δέν ἀντιμετωπίζεται μέ ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ὅταν μετά τήν πτώση ὁ διάβολος καί τά δαιμονικά «ἔργα» κυριάρχησαν στόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. Ὅμως ὁ Θεός, πού εἶναι ἀγάπη κατά τήν Ἁγ. Γραφή (Α’ Ἰω, 4,8), δέν ἤθελε νά βλέπει «τυραννούμενον ὑπό τοῦ διαβόλου τό γένος τῶν ἀνθρώπων». Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά ἔλθει ὁ Ἴδιος στόν κόσμο καί νά γίνει ἄνθρωπος, γιά νά διαλύσει τά δαιμονικά «ἔργα»: «εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰω. 3,8). Μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός «ἔδησε τόν ἰσχυρόν» (Ματθ. 12,29) καί «κατήργησε τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14). Γιά τόν Χριστό, ὁ πρώην ἰσχυρός, εἶναι τώρα δεμένος καί ἡ δύναμη του ἔχει ἤδη καταργηθεῖ! Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ὅσους εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό, γιά τούς πραγματικούς Χριστιανούς. Σ’ αὐτούς δέν ἔχει ἐξουσία ὁ διάβολος ἤ οἱ ἐνέργειές του καί ἡ μαγεία δέν ἔχει καμμία ἐπίδραση. Ἀντίθετα, γιά ὅσους δέν εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό ἰσχύει ὅ,τι ἴσχυε πρίν ἔλθει ὁ Χριστός στόν κόσμο. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ὁ ἅγ. Κυπριανός ἦταν μάγος καί ἡ ἁγία Ἰουστίνα ἦταν μιά νεαρή Χριστιανή. Πίστευε στόν Χριστό, κοινωνοῦσε τακτικά καί ἀγωνιζόταν, ὅσο μποροῦσε, ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κυπριανός ἐφάρμοσε ὅλα τά τεχνάσματα τῆς μαγικῆς «τέχνης» ἐναντίον της, ἐπικαλέσθηκε τά πιό ἰσχυρά δαιμόνια. Ὅμως, στήν Ἁγία δέν εἶχαν καμιά ἐπίδραση, ἐνῶ σ’ ὅλους τούς ἄλλους εἶχαν! Κατάλαβε τότε ὅτι ὑπάρχει μιά δύναμη πολύ πιό ἰσχυρή ἀπ’ αὐτήν πού γνώριζε ὡς τότε, ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἀποφάσισε, λοιπόν, νά γίνει Χριστιανός! Καί ἔγινε ὄχι μόνο Χριστιανός, ἀλλά καί Ἅγιος, μέ τό χάρισμα νά ἐκδιώκει τά πονηρά πνεύματα καί νά ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ἐπιδράσεις τῆς μαγείας!
Τί πρέπει νά κάνει κάποιος γιά νά εἶναι οὐσιαστικά ἑνωμένος μέ τόν Χριστό καί ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε δαιμονική ἐπίδραση; Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό δέν γίνεται μέ κανέναν ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα μέ τό Βάπτισμα καί τή Θεία Εὐχαριστία. Στό Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος «ἐνδύεται» τόν Χριστό καί στή Θ. Εὐχαριστία ἑνώνεται συνεχῶς μαζί Του, κοινωνώντας τό Σῶμα καί τό Αἷμά Του. Τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μᾶς ἑνώσει μέ τόν Χριστό, οὔτε ἡ πίστη, οὔτε τά καλά μας ἔργα, οὔτε ἡ «ἀγάπη» μας πρός Αὐτόν. Ὅλα αὐτά εἶναι, βέβαια, προϋποθέσεις γιά τή συμμετοχή στά Μυστήρια (π.χ. δέν μπορεῖ νά κοινωνεῖ κάποιος ἄν δέν πιστεύει στόν Χριστό, ἤ ἄν ὑπόκειται σέ βαριά ἁμαρτήματα), δέν εἶναι ὅμως ἱκανά νά μᾶς ἑνώσουν μαζί Του. Τακτική, λοιπόν, (συνεχής) Θεία Κοινωνία εἶναι τό ἰσχυρότερο ὅπλο ἐναντίον τῆς μαγείας.
Ἐπίσης ἀπόλυτα ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἱερά Ἐξομολόγηση, τό Μυστήριο πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ἡ Ἐξομολόγηση πρέπει νά εἶναι καθαρή (εἰλικρινής). Χωρίς αὐτήν ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ἀνώφελη καί πολλές φορές βλαπτική (Α’ Κορ. 11, 27-31))! Ἀλλά καί ὁ ἄμεμπτος βίος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς μαγείας (ἡ πλήρης ἀποχή ἀπό τά μεγάλα ἁμαρτήματα καί ἡ κατά τό δυνατόν ἀποφυγή τῶν μικρῶν), δεδομένου ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀνοίγει τήν θύρα γιά τήν εἴσοδο τῶν δαιμονικῶν ἐπιδράσεων. Ὅπου διαπιστώνονται συγκεκριμένες ἐπιδράσεις (μαγικά ἀντικείμενα κ.λ.π), πρέπει νά προσκαλεῖται ὁ Ἱερεύς καί νά διαβάζει τίς εἰδικές Εὐχές γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἐπίσης ἀπαραίτητος εἶναι ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός, ἀφοῦ ἐκεῖ «καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ» κατά τόν ἅγ. Ἰγνάτιο (ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 266).
Αὐτά εἶναι τά πνευματικά ὅπλα, μέ τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζεται ἡ μαγεία. Ὅποιος τά χρησιμοποιεῖ, μπορεῖ νά λέει μαζί μέ τόν Ψαλμωδό: «Κύριος φωτισμός μου σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου, ἀπό τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ. 26,1).
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 11 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Ορθοδοξία και μη Ορθόδοξοι.
Σχόλια: 10
Ημέρα ασφαλούς διαδικτύου
Η 8η Φεβρουαρίου έχει ανακηρυχθεί ως ημέρα για την ασφάλεια στο διαδίκτυο.
Οι μαθητές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο θέμα αυτό.
Για περισσότερη ενημέρωση πατήστε εδώ
και εδώ
Δείτε και τa σχετικά video που ακολουθούν:
Ημερ: 11 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Γενικά.
Σχόλια: 10
Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν -Οἱ ἀπόψεις των αἱρετικῶν καί ἡ σύγχρονη ἑλληνική πραγματικότητα
(Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 60, Ἰαν. – Φεβρ. 2009).
Αἱρέσεις καί νομικός προβληματισμός γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Ὅπως εἶναι γνωστό, στή χώρα μας δρᾶ ἕνα μεγάλο πλῆθος αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀναγνωρίζονται ὡς «γνωστές θρησκεῖες», ἀφοῦ δέν πληροῦν τίς προϋποθέσεις, πού θέτει τό Σύνταγμα καί ἡ ἑλληνική νομοθεσία. Οἱ ὁμάδες αὐτές εἶναι γνωστές διεθνῶς ὡς «σέκτες» («αἱρετικές ὁμάδες» ἤ «νέες θρησκευτικές κινήσεις» ἤ «ὁμάδες θρησκευτικοῦ ἤ ἐσωτεριστικοῦ ἤ πνευματικοῦ χαρακτῆρα», κατά τήν ὁρολογία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης). Στή χώρα μας ἐπιχειροῦν νά κάνουν αἰσθητή τήν παρουσία τους, θέτοντας συνήθως ἕνα πλῆθος νομικῶν προβλημάτων, γιά δῆθεν παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, γιά δῆθεν ἀναχρονιστική νομοθεσία κ.λ.π. Θεωροῦν ὅτι ἡ ἑλληνική νομοθεσία εἶναι ἀσύμβατη μέ τά εὐρωπαϊκά δεδομένα καί ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ χώρα μας ἔχει δῆθεν καταδικασθεῖ ἀπό διεθνῆ δικαστήρια γιά τή σχετική της νομοθεσία, παραποιώντας, μάλιστα, δικαστικές Ἀποφάσεις.
Ἕνα ἀπό τά θέματα, πού βρίσκονται συνεχῶς στό στόχαστρο τῶν σύγχρονων αἱρέσεων, εἶναι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Οἱ ὁμάδες αὐτές, προφανῶς γιά νά δημιουργήσουν ἐντυπώσεις καί ὄχι γιά πραγματικούς λόγους, ἰσχυρίζονται ὅτι μέσῳ αὐτοῦ ἀσκεῖται προσηλυτισμός στά μέλη τους ὑπέρ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπειδή τό μάθημα εἶναι, δῆθεν, ὁμολογιακό καί διδάσκεται μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πραγματικότητα, βέβαια, εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει σέ καμιά περίπτωση ὁμολογιακό χαρακτῆρα καί δέν διδάσκεται, φυσικά, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Διδάσκεται ἀπό τήν Ἑλληνική Πολιτεία, ἡ ὁποία διαχειρίζεται γενικά τό σύστημα τῆς παιδείας στή χώρα μας. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά ἐκφράσει τή γνώμη της γιά κάποιο ζήτημα, ἡ γνώμη αὐτή ἔχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτῆρα. Ἐκείνη πού τελικά ἀποφασίζει, εἶναι ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία πολλές φορές δέν διαπνεέεται ἀπό εὐνοϊκές διαθέσεις ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καί βλέπει μέ περισσότερη συμπάθεια τίς «θρησκευτικές μειονότητες». Οἱ καθηγητές τῶν Θρησκευτικῶν δέν εἶναι ἀπαραίτητα Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί κανείς δέν τούς ρωτᾶ γιά τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν ἀναλαμβάνουν τά καθήκοντά τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι μπορεῖ νά εἶναι καί μουσουλμάνοι καί μέλη διαφόρων αἱρέσεων ἤ θρησκειῶν ἤ καί ἄθεοι ἀκόμη. Ἀπόδειξη τῶν παραπάνω εἶναι τό κωμικοτραγικό φαινόμενο τῆς ὕπαρξης ἄθεων «θεολόγων»! στά σχολεῖα, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν ἐλεύθερα μέσα στίς τάξεις τίς ἀθεϊστικές τους πεποιθήσεις καί τή ριζική διαφωνία τους μέ τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος πού διδάσκουν, ὅπως πολλές φορές καταγγέλλουν οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος δέν περιορίζεται ἀποκλειστικά στην Ὀρθόδοξη πίστη. Παρέχει πληροφόρηση (ἀνάλογη, βέβαια, με τόν πληθυσμό τῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων, πού ὑπάρχουν στή χώρα μας) γιά ὅλες τίς μεγάλες θρησκεῖες, ἀλλά καί γιά τίς σπουδαιότερες αἱρετικές παραφυάδες τους.
Παρά ταῦτα ἡ συστηματική προπαγάνδα, πού ἀσκεῖται ἀπό τίς σύγχρονες αἱρέσεις σέ διάφορα ἐπίπεδα, ἔχει πείσει τήν Πολιτεία νά ἀποδεχθεῖ στήν πράξη τήν ἄποψη τῶν ὁμάδων αὐτῶν, ὅτι μέσω τῶν Θρησκευτικῶν ἡ Πολιτεία δέν παρέχει ἀντικειμενική πληροφόρηση γιά τίς θρησκεῖες, ἀλλά ἀσκεῖ εἰς βάρος τους προσηλυτισμό! Ἔτσι, μέ μιά ἁπλή δήλωση τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων, ἕνας μαθητής ἄλλου δόγματος ἤ θρησκείας μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ πρόσφατη ἀπόπειρα τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας νά μεταβάλλει οὐσιαστικά τό μάθημα σέ προαιρετικό, ἦταν ἕνα βῆμα προσέγγισης στίς ἀντιλήψεις τῶν αἱρέσεων, τίς ὁποῖες καί χαροποίησε ἰδιαίτερα. Ὁ λόγος εἶναι προφανής: Τό περιεχομένου τοῦ μαθήματος ἀναφέρεται περισσότερο, ὅπως εἶναι φυσικό, στήν Ὀρθόδοξη πίστη, δεδομένου, ὅτι αὐτή ἐνδιαφέρει τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων καί ἐκπροσωπεῖ μιά παράδοση εἴκοσι αἰώνων Χριστιανισμοῦ στόν τόπο μας (τήν ὁποία, ὡς ἱστορία τοῦ παρελθόντος μας τουλάχιστον, ὀφείλουμε ὅλοι νά γνωρίζουμε, Ὀρθόδοξοι καί μή). Εἶναι προφανές ὅτι στόχος τῶν αἱρέσεων εἶναι ἡ ἄγνοια ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς πίστης τους καί ἡ σταδιακή ἐξάλειψη κάθε στοιχείου τῆς Παραδόσεώς μας ἀπό τή σύγχρονη κοινωνία, ἐνῶ παράλληλα προσπαθοῦν νά ἀποφύγουν καί τή σύγκριση τῶν δικῶν τους «παραδόσεων» μέ τή μακραίωνη Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ προπαγάνδα τῶν αἱρέσεων ἀσκεῖται στή χώρα μας μέ τήν ὑποστήριξη τῆς λεγόμενης «προοδευτικῆς διανόησης», ἑνός περιορισμένου κύκλου ἀνθρώπων μέ ἔντονα ἐχθρικές διαθέσεις γιά τήν Ἐκκλησία. Συνήθως γίνεται μέ τή χρήση ἀνέντιμων μέσων, ὅπως ἡ ψευδολογία, ἡ ἀπάτη, ἡ συκοφαντία, ἡ λασπολογία κ.ἄ. (Μιά γενική εἰκόνα τῶν μεθοδεύσεων τῶν αἱρέσεων στήν Ἑλλάδα, τῶν διασυνδέσεων καί τῆς ἐν γένει διαπλοκῆς τους παρέχει τό ἀποκαλυπτικό βιβλίο τοῦ π. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ναζισμός μέ ἄλλο πρόσωπο. Μεθοδεύσεις ὁλοκληρωτικῶν αἱρέσεων καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, Ἀθῆναι 1996). Ἔτσι, βλέπουμε νά ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς οἱ ἰσχυρισμοί ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι τό μόνο κράτος πού διατηρεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στό ἐκπαιδευτικό σύστημα, ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαίτηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης κ.λ.π. Πόσο ἀληθεύουν, ὅμως, οἱ παραπάνω ἰσχυρισμοί;
Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στίς εὐρωπαϊκές χῶρες
Πλήρη εἰκόνα τῆς κατάστασης, πού ἐπικρατεῖ στήν Εὐρώπη σχετικά μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, μᾶς παρέχει ἡ εἰδική μελέτη τοῦ κ. Γ. Κρίππα, Δρ. Συνταγματικοῦ Δικαίου, μέ τίτλο Ἡ συνταγματική κατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καί ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, Ἀθῆναι 2001. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετη μέ ὅ,τι παρουσιάζουν οἱ αἱρέσεις καί οἱ «προοδευτικοί» στήν Ἑλλάδα. Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται μέ διάφορες μορφές σέ ὅλα τά ἀνεπτυγμένα κράτη. Στά κράτη αὐτά ἐδῶ καί 100 χρόνια δέν ἔχει ἐκδοθεῖ νόμος, πού νά καταργεῖ τό μάθημα. Μόνο στίς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης εἶχε καταργηθεῖ ἀπό τά ἀθεϊστικά καθεστῶτα, τώρα, ὅμως, καί ἐκεῖ ἐπανέρχεται σταδιακά.
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω μελέτη, στή Γερμανία, κατά τό ἰσχῦον Σύνταγμα (ἄρ. 7, παρ. 3) τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά δημόσια σχολεῖα «εἶναι τακτικό μάθημα, προστατευμένο ἀπό τήν κρατική ἐποπτεία, καί γίνεται σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων». Ἡ νομολογία δέχεται ὅτι οἱ βαθμοί πρέπει νά ἀναγράφονται στό ἀπολυτήριο ἤ τό ἐνδεικτικό, ὅπως τῶν ἄλλων μαθημάτων, ἐνῶ ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος καθορίζεται σέ συμφωνία μέ τήν κάθε «ἐκκλησία» (Προτεσταντική, Ρωμαιοκαθολική, Ὀρθόδοξη). Στήν Ἀγγλία τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό, σύμφωνα μέ τόν ἐκπαιδευτικό νόμο τοῦ 1944 καί μέ τόν νόμο περί σχολικῆς προσευχῆς τοῦ 1988. Στήν Αὐστρία τό ἄρ. 14 πάρ. 10 τοῦ Συντάγματος προβλέπει ὅτι τό μάθημα εἶναι ὑποχρεωτικό στά δημόσια καί ἰδιωτικά σχολεῖα καί δέν προβλέπεται ἀπαλλαγή γιά κανέναν, ἐφόσον ἀνήκει σέ ὁρισμένη «ἐκκλησία». Στίς αἴθουσες τῶν σχολείων προβλέπεται ἡ ἀνάρτηση τοῦ Σταυροῦ, χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται παραβίαση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τρίτων. Στό Βέλγιο τό μάθημα εἶναι «κατηχητικό», δηλαδή διδάσκεται στά σχολεῖα ἀπό τήν «Καθολική Ἐκκλησία» καί εἶναι ὑποχρεωτικό. Στήν Ἰταλία τό Σύνταγμα (ἄρ. 8) προβλέπει νά διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δύο ὧρες τήν ἑβδομάδα στά δημοτικά σχολεῖα καί στά γυμνάσια καί μιά ὥρα στά λύκεια. Ἡ ὕλη τῶν μαθημάτων καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Στήν Ἰσπανία τό μάθημα διδάσκεται στά σχολεῖα καί κατοχυρώνεται εὐθέως ἀπό τό Σύνταγμα (ἄρ. 16). Στήν Πορτογαλία ἰσχύει Κονκορδᾶτο, πού ἔχει ὑπογράψει ἡ χώρα μέ τό Βατικανό (7/5/1940), καί Νομ. Διάταγμα (407/89), τό ὁποῖο εἰσάγει τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Κατά τό Κανκορδᾶτο (ἄρ. ΧΧΙ), ἡ διδασκαλία στά δημόσια σχολεῖα πρέπει νά καθοδηγεῖται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Καθολικισμοῦ. Στήν Ἰρλανδία τό μάθημα εἶναι «κατηχητικό», δηλαδή γίνεται μέ τήν ἐποπτεία τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας», διδάσκεται ἀπό κληρικούς καί εἶναι ὑποχρεωτικό γιά ὅλους τους μαθητές. Ἐπίσης κάθε συνεδρίαση τῆς Βουλῆς ἀρχίζει μέ προσευχή, καί τό ἀκαδημαϊκό καί δικαστικό ἔτος κάθε χρόνο ἀρχίζει μέ τέλεση Θ. Λειτουργίας. Στό Λουξεμβούργο τό μάθημα, βάσει τοῦ Συντάγματος (ἄρ. 126), εἶναι ὑποχρεωτικό στά δημόσια σχολεῖα, διδάσκεται καί ἀπό κληρικούς καί τήν ὕλη τήν καθορίζει ἡ «ἐκκλησία». Στή Δανία, κατά τό ἄρ. 4 τοῦ Συντάγματος, «ἡ Εὐαγγελική Λουθηρανή Ἐκκλησία εἶναι ἡ Δανική Ἐθνική Ἐκκλησία και, ὡς τέτοια, ὑποστηρίζεται ἀπό τό Κράτος». Σέ ὅλα τά σχολεῖα διδάσκεται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς ὑποχρεωτικό (Νόμ. 8/6/1966). Στή Σουηδία τό μάθημα διδάσκεται ὡς εὑρύτερη γνώση τῶν θρησκειῶν, ὅμως, καί ἐδῶ τήν ὕλη του καθορίζει ἡ «ἐκκλησία» καί ὄχι τό κράτος.
Στά παραπάνω παραδείγματα ἄς προσθέσουμε καί τήν εἰδική περίπτωση τῆς «ἄθεης» Γαλλίας. Κατά τό Σύνταγμα τῆς χώρας (ἀρ. 2), ἡ Γαλλία εἶναι κράτος «λαϊκό». Ἀπό τό 1880 ἀπαγορευόταν στά δημόσια σχολεῖα κάθε ἀναφορά σέ ὁποιαδήποτε θρησκεία. Πρό λίγων ἐτῶν ἡ σοσιαλιστική κυβέρνηση Ζοσπέν ἀποφάσισε νά ἐπαναφέρει, ἔπειτα ἀπό πολλά χρόνια, τά Θρησκευτικά στά δημόσια σχολεῖα, ἔστω καί μέ τή μορφή τοῦ θρησκειολογικοῦ μαθήματος. Τήν ἴδια περίπου ἐποχή (2002) ὁ τότε Ὑπουργός Παιδείας Λίκ Φερί δήλωνε ὅτι ἦταν λάθος ἡ ἀποκοπή τῶν παιδιῶν ἀπό τή θρησκευτική τους ἱστορία, γιατί, «εἴτε εἶναι κανείς θρῆσκος εἴτε ἄθρησκος, … δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ τήν πνευματική, καλλιτεχνική καί πολιτική ζωή καί παράδοση, ἄν δέν μάθει ὅτι αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς χριστιανικῆς κυριαρχίας 15 αἰώνων» (βλ. Γ. Παπαθανασόπουλου, Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης, ἐν «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός», ἔνθετο ἐφημ. «Ἐλεύθερος Τῦπος», 24/11/2002).
Στίς χῶρες τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης τό μάθημα ἐπανέρχεται, ὅπως προαναφέραμε, μετά τήν κατάργησή του ἀπό ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα. Στή Ρωσία ἔχουν ἐπανέλθει τά Θρησκευτικά στίς περισσότερες περιοχές, ἀλλά δέν ἔχουν ἀκόμη κατοχυρωθεῖ νομοθετικά, δεδομένου ὅτι δέν ὑπάρχουν καί καθηγητές γιά νά διδάξουν τόν πολύ μεγάλο ἀριθμό μαθητῶν. Στή Βουλγαρία ἐπανῆλθαν, τό ἴδιο στή Σερβία, στή Ρουμανία, στήν Πολωνία καί τήν Οὐγγαρία.
Ἀπό τά παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι οἱ ἰσχυρισμοί τῶν σύγχρονων αἱρέσεων ὅτι στήν Εὐρώπη καταργεῖται τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι μόνο προπαγάνδα καί ἀπόπειρα παραπλάνησης. Ἡ σύγχρονη Εὐρώπη τουλάχιστον ἀναγνωρίζει τήν ἀξία τοῦ μαθήματος. Ἡ χώρα μας, καθώς φαίνεται, δέν τήν ἀνα γνωρίζει, κάνοντας βήματα πρός τήν κατάργησή του, καί στό θέμα αὐτό, βέβαια, ἀπομακρύνεται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή πρακτική.
Οἱ κατεύθνσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης
Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ σταδιακή κατάργηση τοῦ μαθήματος εἶναι ἀπαίτηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ὅμως, οἱ «ἀπαιτήσεις» τῆς Ε.Ε. ἐκφράζονται πάντοτε μέ ἐπίσημα κείμενα, μέ Ἀποφάσεις κοινοτικῶν ὀργάνων, γραπτές Ὁδηγίες κ.λ.π. Τέτοιο κείμενο δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν ὅσοι ἐκφράζουν τούς παραπάνω ἰσχυρισμούς, διότι ἁπλούστατα τέτοιο κείμενο δέν ὑπάρχει. Ἄλλωστε, εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει, ἀφοῦ εἶναι ἀδιανόητο τά εὐρωπαϊκά κράτη ἄλλα νά ἀποφασίζουν τό καθένα ξεχωριστά καί ἄλλα νά ἀποφασίζουν ὡς ἕνωση ἤ συνασπισμός κρατῶν.
Τό πρόβλημα τῶν αἱρέσεων ἔχει ἀπασχολήσει τήν Ε.Ε. ἀπό πολλῶν ἐτῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά προέλθει μιά σειρά ἐπίσημων κειμένων, πού ἀναφέρονται στό φαινόμενο. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό παράνομες ἤ ἐγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων αἱρέσεων, πού προκάλεσαν διεθνεῖς ἀντιδράσεις, ὅπως ὁμαδικές αὐτοκτονίες, τρομοκρατικές ἐνέργειες, «κακομεταχείριση, σεξουαλική βία, ἐγκλεισμοί, σωματεμπόριο, ἐνθάρρυνση ἐπιθε¬τικῆς συμπεριφορᾶς … προπαγάνδα ρατσιστικῶν ἰδεολογιῶν, φορολογικές ἀπά¬τες, μεταφορές κεφαλαίων, ἐμπόριο ὅπλων, δια¬κίνηση ναρκωτικῶν … παράνομη ἄσκηση τῆς ἰα¬τρικῆς» κ.α. (βλ. Ψήφισμα τοῦ Εὐρ. Κοινοβουλίου γιά τίς σέκτες τῆς 29/2/1996).
Ἡ Ε.Ε. διαπιστώνει ὅτι οἱ αἱρέσεις «ἀποτελοῦν φαινόμενο σέ πλήρη ἄνθιση, ὑπό πολυποίκιλες μορφές, σ’ ὁλόκληρο τόν κό¬σμο» (αὐτόθι), πού χρήζει ἄμεσης ἀντιμετώπισης. Πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση αὐτή δέν πρέπει νά θίγει τή θρησκευτική ἐλευθερία, πού ἀποτελεῖ θεμελιῶδες δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπόλυτα σεβαστό στή χώρα μας, τόσο ἀπό τήν Πολιτεία ὅσο καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀκουλουθώντας τούς λόγους τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκουλουθεῖν» (Μαρκ. 8,34) καί «ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι» (Ἀποκ. 3,20), σέβεται ἀπόλυτα τό δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά πιστεύει ὅ,τι θέλει καί νά ἐπιλέγει ὅποια θρησκεία θέλει, τό δέ Σύνταγμά μας ὁρίζει ὅτι «ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης εἶναι ἀπαραβίαστη» (ἀρ. 13, παρ. 1). Ἡ Ε.Ε., ὅμως, ὑπό τό βάρος τῶν καταστάσεων, ἐξαναγκάζεται νά κάνει λόγο ἀκόμη καί γιά περιορισμούς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπου ἀπαιτεῖται: «Ἡ Ἐπιτροπή ὑπενθυμίζει ὅτι βάσει τῆς Συνθήκης (τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώ¬που), ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως καί τῆς θρησκείας καί ἕνας ἀριθμός ἄλλων ἐλευθεριῶν πού ἐξασφαλίζονται ἀπό τήν Συνθήκη ΕΙΝΑΙ δυνατόν νά περιορισθοῦν καί ὅτι οἱ ἁρμόδιες ἐθνικές Ἀρχές ἔχουν διακριτική εὐχέρεια ἐπί τοῦ θέματος» (Συμπληρωματική Ἀπάντηση Κοινοβουλευτικῆς Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης στή Σύσταση 1178/1992).
Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, δημιουργοῦν προβλήματα στήν παγκόσμια κοινωνία, προβλήματα πολλά καί μεγάλα. Γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν, ἀπαιτεῖται εὐρύτατη πληροφόρηση, καί τό προσφορότερο μέσο γι’ αὐτήν εἶναι τό σχολεῖο καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἔτσι σέ ἐπίσημα κείμενα τῆς Ε.Ε. ἀναφέρεται: «Ἐκπαιδευτικά, νομοθετικά καί ἄλλα μέτρα θά πρέπει νά ληφθοῦν γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων πού τίθενται ἀπό ὁρισμένες δραστηριότητες αἱρετικῶν ὁμάδων ἤ νέων θρησκευτικῶν κινή¬σεων» (Σύσταση 1178/1992 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). «Τό πρόγραμμα τοῦ συστήματος παροχῆς γενικῆς παιδείας πρέπει νά περιλαμβάνει συγκεκριμένη καί ἀντικειμενική πληροφόρηση ἐπί τῶν μεγά¬λων θρησκειῶν καί ἐπί τῶν σπουδαιοτέρων ἀποκλίσεων ἀπό αὐτές, ἐπί τῶν ἀρχῶν πού προϋποθέτει ἡ μελέτη τῆς συγκρίσεως τῶν θρη¬σκειῶν» (αὐτόθι). «Ἡ Συνέλευση ἐπανέρχεται ἐπί τῆς ἀναγκαιότητος μιᾶς ἐξειδικευμένης δράσεως πληροφορήσεως ἐπί τῆς ἱστορίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων τῆς σκέψεως καί τῶν θρησκειῶν, ἡ ὁποία θά ἀπέβλεπε κυρίως πρός τούς νέους στό πλαίσιο τῶν σχολικῶν προγραμμάτων» (Σύσταση 1412/1999 Κοιν. Συνέλευσης Συμβουλίου Εὐρώπης). Τά κράτη μέλη προτρέπονται «νά προβλέψουν στά προγράμματα γενικῆς ἐκπαιδεύσεως πληροφόρηση ἐπί τῆς ἱστορίας καί τῆς φιλοσοφίας τῶν μεγάλων ρευμάτων τῆς σκέψεως καί τῶν θρησκειῶν» καί «νά ἐφαρμόζουν χωρίς καμία παράλειψη τή νομοθεσία περί ὑποχρεωτικῆς ἐκπαιδεύσεως καί, ἐν περιπτώσει μή τηρήσεως τῆς ὑποχρεώσεως αὐτῆς νά προκαλοῦν τήν παρέμβαση τῶν ἁρμοδίων ὑπηρεσιῶν» (αὐτόθι). Τά παραπάνω προϋποθέτουν, βέβαια, τήν ἐνίσχυση καί ὄχι τήν κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί πρός τήν κατεύθυνση αὐτή προτρέπει ἡ Ε.Ε.
Πρός τήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή μέ πολλαπλά προβλήματα, μιά ἐποχή πού χαρακτηρίζει ἡ κατάρρευση τῶν ἀξιῶν, ἡ κρίση ταυτότητος, ὁ πνευματικός ἀποροσανατολισμός, ἡ ἐπέλαση τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμιοποίησης. Πρός ὑπέρβασιν αὐτῆς τῆς κρίσης ἀρχίζει νά συνειδοποιεῖται ἀπό πολλές πλευρές ἡ ἀξία τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Στή χώρα μας οἱ ἀξίες αὐτές ἐκπροσωποῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, στοιχεῖα διαχρονικά καί ἀναλλοίωτα, μέ τά ὁποῖα ἐπιβιώσαμε γιά εἴκοσι αἰῶνες καί μάλιστα κάτω ἀπό ἐξαιρετικά δυσμενεῖς συνθῆκες. Εἶναι ἀνάγκη οἱ ἀξίες αὐτες νά κληροδοτηθοῦν στίς ἑπόμενες γενεές καί γι’ αὐτό ἡ ἐνίσχυση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πρός τήν Ὀρθόδοξη κατεύθυνση εἶναι περισσότερο ἀπό ἄλλοτε ἀπαραίτητη.
Παράλληλα ζοῦμε σέ μιά πολυπολιτισμική κοινωνία, ὅπου καθημερινά συναναστρεφόμεθα ἀνθρώπους διαφορετικῶν πολιτιστικῶν καταβολῶν καί θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων (οἰκονομικούς μετανάστες κ.λ.π.), τούς ὁποίους ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε κι αὐτοί νά κατανοήσουν ἐμᾶς, ὥστε νά ἐνταχθοῦν σωστά στήν ἑλληνική κοινωνία. Αὐτό δέν θά γίνει μέ τήν περιφρόνηση τῶν βαθύτατα ριζωμένων στήν ἀνθρώπινη συνείδηση θρησκευτικῶν στοιχείων τοῦ πολιτισμοῦ τους. Περισσότερο ἀπαραίτητο εἶναι γι’ αὐτούς, παράλληλα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές ἀντιλήψεις, νά γνωρίζουν καί τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τῆς πλειοψηφίας τῶν κατοίκων τῆς χώρας στήν ὁποία ζοῦν καί ἐργάζονται. Διαφορετικά οὔτε προσέγγιση θά ὑπάρξει οὔτε ἀλληλοκατανόηση καί οἱ παραπάνω συνάνθρωποί μας θά ἐξαναγκασθοῦν νά ὀργανωθοῦν σέ κάστες (κλειστές ὁμάδες), μέ εὐνόητες συνέπειες. Γι’ αὐτό θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἀπαλλαγή τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν.
Βέβαια τό μάθημα, ὅπως γίνεται σήμερα, παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Ἴσως εἶναι ἀναγκαία μιά ριζική ἀναμόρφωσή του, στή διδασκόμενη ὕλη, στή μεθοδολογία διδασκαλίας, στήν ἐπιλογή καί ἀξιολόγηση τῶν διδασκόντων κλ.π. Ἡ Πολιτεία θά πρέπει νά τά ἐπιλύσει, ἄν θέλει νά ἔχει ὑψηλοῦ ἐπιπέδου μάθημα καί ἄν ἀναμένει ἀπ’ αὐτό θετικά ἀποτελέσματα. Γιά νά τό ἐπιτύχει ἀπαιτεῖται ἡ οὐσιαστική συμβολή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ εἰλικρινής συνεργασία μ’ αὐτήν (καθώς καί μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες, ὅπου συντρέχουν εἰδικές συνθῆκες), ὅπως ἄλλωστε διδάσκει ἡ εὐρωπαϊκή πρακτική καί ὅπως συμβαίνει στά ἀνεπτυγμένα κράτη.
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 2 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Σχόλια: 10
Άρθρο σχετικό με το μάθημα των Θρησκευτικών
ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΑ «ΑΘΕΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»
Ἄρθρο ἀπό τό ἔντυπο
«Βασίλειος ὁ Μέγας. Δελτίον Ἐπικοινωνίας τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Βασιλείου Τριπόλεως, Τρίπολις, τεῦχ. 40 (Ὀκτώβριος 2008).
Μετά τό Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης, νέα ἀπόπειρα ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί Παράδοσής μας ἐπιχειρήθηκε ἀπό τούς γνω-στούς κύκλους, πού ἀπεργάζονται τόν ἀποχριστιανισμό καί τήν ἀποδόμηση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Στό μέσο τοῦ καλοκαιριοῦ, ὅταν οἱ ἀντιδράσεις εἶναι συνήθως ὑποτονικές, τό Ὑπουργεῖο Παιδείας μέ ἐγκύκλιό του μετέβαλλε σέ προαιρετικό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (δηλ. οὐσιαστικά τό κατάργησε, γιατί ποιός μαθητής θέλει νά ἐξετάζεται σέ ἕνα ἐπί πλέον μάθημα, ἄν μπορεῖ χωρίς συνέπειες νά ἀπαλλαγεῖ ἀπ’ αὐτό;). Βέβαια, μετά τίς ἀντιδράσεις φορέων καί πολιτῶν, τό Ὑπουργεῖο ἀναγκάστηκε νά προβῆ σέ διευκρινίσεις, ἐπισημαίνοντας, ὅτι δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, καί ὅτι τό μάθημα συνεχίζει νά εἶναι ὑποχρεωτικό γιά τούς Ὀρθόδοξους μαθητές. Παραμένει, ὅμως, μιά ἀσάφεια γύρω ἀπό τήν ἑρμηνεία τῶν ὁδηγιῶν του, πού δίνει τή δυνατότητα σέ ἐκπαιδευτικούς νά ἐνεργοῦν κατά βούλησιν, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε μιά ἐκτενής συζήτηση, γιά τήν ἀναγκαιότητα τοῦ μαθήματος, γιά τά δικαιώματα τῶν ἑτεροθρήσκων μαθητῶν, πού δῆθεν παραβιάζονται κ.λ.π. Ἄρχισε δηλ. νά συζητεῖται ἡ πλήρης κατάργησή του. Ἤδη ὁ κ. Σταθόπουλος (γιά ὅσους δέν θυμοῦνται εἶναι ὁ Ὑπουργός τῆς διαγραφῆς τοῦ Θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες) ἔχει πεῖ πρόσφατα ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν μπορεῖ πλέον νά διδάσκεται στά σχολεῖα! Καί εἶναι αὐτονόητο ὅτι, ἄν συμβεῖ αὐτό, θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλα πλήγματα ἐναντίον τοῦ πολιτισμοῦ μας: ἑπόμενοι στόχοι εἶναι ἡ γλῶσσα (ἤδη ὑπάρχει ἡ τάση νά ἐπιβληθεῖ τό λατινικό ἀλφάβητο), ἡ ἱστορία (δέν πρέπει νά ἐφησυχάζουμε, ἐπειδή ἀπέτυχε ἡ πρώτη προσπάθεια μέ τό βιβλίο τῆς κ. Ρεπούση), οἱ θε-σμοί (ἀναγκαστική ἐπιβολή τοῦ πολιτικοῦ γάμου) κ.ἄ.
Ὑπάρχει, ὅμως, κάποιος οὐσιαστικός λόγος, πού νά ὠθεῖ τήν Πολι-τεία σέ μιά τέτοια σοβαρή ἀπόφαση; Δέν εἶναι τό μάθημα ὑπερομολογιακό; Δέν περιέχει πληροφορίες γιά ὅλες τίς θρησκεῖες καί ὄχι μόνο γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη; Δέν διδάσκεται ἀπό τήν Πολιτεία καί ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία; Εἶναι παράλογο νά δίνει προτεραιότητα στήν Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ αὐτή ἀφορᾶ στή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων; Ἀσκεῖ προ-σηλυτισμό, ὅταν περιέχει πληροφορίες γιά ὅλες τίς θρησκεῖες; Δέν πρέπει καί ὁ ἑτερόδοξος μαθητής, ἐκτός ἀπό τίς δικές του θρησκευτικές ἀντιλήψεις, τίς καθ’ ὅλα σεβαστές, νά γνωρίζει καί τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τῆς πλειοψηφίας τῶν πολιτῶν τῆς χώρας στήν ὁποία ζεῖ; Αὐτό δέν συμβάλλει στήν ἀλληλοκατανόηση καί στήν ἁρμονική συνεργασία τῶν κοινωνικῶν ὁμάδων; Τό Σύνταγμά μας δέν ὁρίζει ὅτι ἡ παιδεία ἔχει σκοπό «τήν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης» (ἄρθρ. 16, παρ. 2); Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας δέν ἔχει ἀποφανθεῖ ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ὑποχρεωτικό (ἀποφάσεις 3358/1995 καί 2178/ 1998); Ὑπάρχουν κάποιοι, πού εἶναι πάνω ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς νόμους τοῦ κράτους (Συνήγορος τοῦ πολίτη);
Τά παραπάνω ἐρωτήματα ἀφοροῦν στή νομική πλευρά τοῦ θέμα-τος. Ἡ οὐσιαστική πλευρά, ὅμως, εἶναι ἄλλη. Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτές τίς ἐνέργειες ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποκοπή ἀπό τίς ἐθνικές καί θρησκευτι-κές μας ρίζες, γιά νά παρακμάσουμε ἀκόμη περισσότερο, ὅπως τό ξεριζω-μένο δένδρο, γιά νά γίνουμε ἕρμαιο στά χέρια μεγάλων δυνάμεων καί νά παραδοθοῦμε χωρίς ἀντίσταση στόν ὁδοστρωτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης. Στόν ὀλισθηρό αὐτό δρόμο πρωτοστατεῖ ἡ ἄθεη παιδεία, ἡ ἄθεη διανόηση, μιά μικρή ὁμάδα «προοδευτικῶν» διανοουμένων, πολιτικῶν καί δημοσιο-γράφων, ἡ ὁποία ἐδῶ καί μερικά χρόνια κατορθώνει μέ διάφορα μέσα νά ἐπιβάλλει τήν ἄποψή της σχεδόν παντοῦ στή χώρα μας. Τό ἔργο της εἶναι καταστροφικό, τόσο γιά τόν πολιτισμό μας, ὅσο καί γιά τά ἐθνικά καί γε-νικότερα συμφέροντά μας. Τόν κίνδυνο εἶχε ἐπισημάνει πολλά χρόνια πρίν, ὅταν τό κακό ἦταν μόλις στήν ἀρχή του, μιά φωτισμένη προσωπικό-τητα, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἅγιος καί χαρισματοῦχος Μοναχός, ὁ Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος ἤ «Παπουλᾶκος» (1770 – 1861), πού μετά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821) περιόδευε στά μέρη μας διδάσκοντας καί εὐεργετώντας τόν Λαό τοῦ Θεοῦ. Ἄς προσέξουμε ἰδιαίτερα τόν παρα-κάτω χαρακτηριστικό λόγο του γιά τά «ἄθεα γράμματα». Εἶναι προφητι-κός καί διεισδύει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων:
«Τά ἄθεα γράμματα παραμέρισαν τούς Ἁγίους καί τούς ἀγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ Ἔθνους ξένους καί ἄπιστους γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ ἄθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τοῦ Ἔθνους καί τ’ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ τή λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα Γένος πού μέ τό αἷμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού περπάτησε τή δύσκολη ἀνηφοριά, νά παραδεχτῆ πῶς δέν μπορεῖ νά περπατήσει στόν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε, κι ὅτι δέν ξέρουμε ἐμεῖς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αἷμα μας λευτερώσαμε, ἄλλα ξέρουν νά τό συγυρίσουν ἐκεῖνοι πού δέν πολέμησαν, ἐκεῖνοι πού δέν πίστευαν στόν ἀγῶνα, ἐκεῖνοι πού πᾶνε νά μᾶς ἀποκόψουνε ἀπό τόν Χριστό, καί πασχίζουνε νά μᾶς ρίξουνε στή σκλαβιά ἄλλων ἀφεντικῶν, πού ‘ναι πιό δαιμονισμένοι ἀπό τούς Τούρ-κους. Γιατί κι ἐκεῖνα πού ἐσεβάστηκεν ὁ Τοῦρκος, τ’ ἄθεα γράμματα τά πετᾶνε καί πᾶνε νά τά ξερριζώσουνε. Ἀφανίζουνε τά Μοναστήρια, πο-μπεύουνε τούς καλογέρους καί τίς καλόγριες … Ἁρπάζουνε τ’ ἅγια τῶν ἁγίων καί τά βάζουνε κάτω ἀπό τά πόδια τῆς ἐξουσίας τους, πού τά ὁρίζει κατά τά νιτερέσια της. Τ’ ἄθεα γράμματα ὑφαίνουνε τό σάβανο τοῦ Γέ-νους. Αὐτά λοιπόν τά γράμματα θά μάθουνε τά παιδιά μας; Κι ἄν ἀκόμα συναχτοῦν ὅλοι οἱ ἄθεοι γραμματισμένοι καί στυφτοῦνε σάν τό λεμόνι, δέν θά πετύχουν νά γράψουν μιά ἀράδα πού ν’ ἀξίζει μιά γραμμή ἀπό τά Ε-ὐαγγέλια. Ἀλλά τί λέω μιά ἀράδα; Οὔτε μιά λέξη, πού νά μοιάζει μέ μία τοῦ Θεοτοκικοῦ αὐτοῦ βιβλίου. Γιατί κάθε τί ἐκεῖ μέσα εἶναι λόγος Κυρίου, εἶναι σοφία ὀρθή, καί τά ὅσα λέει τό χτίσμα δέν γίνεται νά φτάσουν τό λόγο τοῦ Πλάστη. Ἀντίς νά μαθαίνουνε στά παιδιά μας ἀπ’ τ’ ἅγια συνα-ξάρια τό πῶς ζήσανε οἱ Ἅγιοι τῆς χριστιανοσύνης καί τό πῶς μαρτυρήσανε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τούς μαθαίνουνε τήν ἱστορία τοῦ κολασμένου κόσμου. Γιατί δύο λογιῶν εἶναι καί οἱ ἱστορίες. Εἶναι ἡ ἁγιασμένη καί ἡ κολασμένη ἱστορία. Ἀδιάκοπα φανερώνουμε τήν κολασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου καί σιγά – σιγά καταφέραμε νά πιστέψουμε πῶς ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι ἡ γνήσια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου καί πῶς ὄξω ἀπ’ αὐτήν ἄλλη ζωή δέν ἐστάθη. Ὅλα τοῦτα εἶναι ἄτιμα ψέματα, εἶναι τά ζιζάνια πού σπέρνουνε στόν ἀγρό τοῦ Κυρίου τ’ ἄθεα γράμματα. Μᾶς μιλᾶνε γιά τούς ἀρχαίους. Κι ἐγώ ὁ ταπεινός καί ἀγράμματος κήρυκας τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ μας σᾶς λέγω πῶς κανένας ἀρχαῖος δέν ξεπερνᾷ σέ παλικάρια, σέ μεγαλεῖο καί σέ δόξα τόν ἅγιο Κοσμᾶ, τούς Μάρτυρες καί τούς μεγάλους ἀσκητάδες. Γιατί ἄν ἐκεῖνοι πεθάνανε γιά μιά πατρίδα, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς μαρτύρησε γιά μιάν Ἑλλάδα τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι γιά μιάν Ἑλλάδα δουλωμένη στόν Ἀντίχριστο».
Ἱερεύς
Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Το Μάθημα των Θρησκευτικών.
Σχόλια: 10
Γιατί ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία και όχι Θρησκεία -Γιατί η Ορθοδοξία έχει την αλήθεια!
ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ
«Θρησκεία είναι η πίστη στην οποία καταλήγει ο άνθρωπος με τη βοήθεια της νόησης, της αίσθησης, της επιθυμίας, της πράξης, για την ύπαρξη υπερφυσικών προσωπικών ή απρόσωπων δυνάμεων, από τις οποίες αισθάνεται ότι εξαρτά-ται και τις οποίες επιδιώκει να εξευμενίσει». (Χέλμουτ Γκλάζεναπ)
Εκκλησία: δεν είναι αποτέλεσμα αναζήτησης του ανθρώπου, αλλά αποκαλύψεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
«Χριστιανισμός σημαίνει στο βάθος το τέλος κάθε θρησκείας». Είναι Εκκλησία.
Η θρησκεία
βασίζεται στη φύση, στον κόσμο. Αποτελεί μια κο-σμολογία, μια διερεύνηση και ένα λόγο για τον κόσμο, με στόχο να βρεθεί κάτι που να αιτιολογεί και συνάμα να δίνει απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής.
Η πίστη σε ένα ανώτερο Ον που δημιούργησε τον κόσμο ή που διέπει και επιβλέπει τον κόσμο δίνει μια πρώτη και σημαντική απάντηση στο ερώτημα της αρ-χής και της αιτίας των όντων. Το Ον αυτό μπαίνει σε μύθους, σε μια μυθική ιστορία που τονίζει την αέναη επανάληψη των γεγονότων μέσα στον κύκλο της ζωής και του θανάτου.
Η Εκκλησία
στηρίζεται στην ιστορία, σ’ ένα ιστορικό γεγονός, που είναι ο Χριστός. Βασίζεται στην ιστορία, όχι σαν παρελθόν, αλλά και σαν διαρκές παρόν και σαν μέλ-λον. «Η Εκκλησία», λέει ένας σύγχρονος θεολόγος, δεν είναι ούτε παραλλαγή της θρησκείας ούτε ανταγωνι-στής της. Δε στοχεύει στην αιώνια επανάληψη της φύσεως (όπως η θρησκεία), αλλά στην εσχατολογι-κή αναφορά της κτίσεως και του κτίσματος στον Κτίστη.
Η θρησκεία θέτει σαν κύριο στόχο της τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο όρος σωτηρία ταυτίζεται τις περισσότερες φορές με τη «λύτρωση από μια άσχημη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος. Η «σωτηρία» έχει ένα θετικό κατ’ αρχήν χαρακτήρα. Σε πολλές θρησκείες είναι κάτι που αναφέρεται στο παρόν, είναι γήινο αγαθό: είναι ταυτόσημη με την ευτυ-χία, την ειρήνη, την ασφάλεια στη ζωή. Ωστόσο παραμένει και σαν ένα μελλοντικό αγαθό το οποίο αναμένεται σ’ έναν άλλο κόσμο.
Στόχος της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον κόσμο κατά τέτοιο τρόπο που να πορεύεται με ελπίδα κι αγάπη για κα-θετί στο έσχατο σημείο της ιστορίας, όπου η ζωή του κόσμου θα λάβει εντελώς άλλη τροπή και θα συμπορεύεται με τον Θεό, όπως και πριν από την πτώση των πρωτοπλάστων.
Σωτηρία για την Εκκλησία είναι αυτό που δείχνει η ίδια λέξη στην πρωταρχική της σημασία: να παραμείνει ο άν-θρωπος σώος, να διασώσει την εικόνα του Θεού μέσα του και να δεχθεί το Χριστό στη ζωή του. Με άλλα λόγια, να μπο-ρέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει ξανά τη χαμένη, εξαιτίας του εγωισμού του, σχέση με τον Θεό, τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από την αποδοχή του ιστορικού γεγονότος της ενσάρκωσης του Χριστού, του θανάτου και της Αναστάσεως Του, που καταργεί κάθε θάνατο και λύνει οριστικά το πρόβλημα του θανάτου στον κόσμο. Όλα αυτά βέβαια σε βάση ελεύθερης αποδοχής και ποτέ με εξαναγκασμό. Όσες φορές η Εκκλησία χρησιμοποίη-σε τον εξαναγκασμό, μεταβλήθηκε σε απλή θρησκεία.
Η πραγματική της κατάσταση είναι να αποτελεί χώρο ελευθερίας και αγάπης κατά το μέτρο της ζωής του Χριστού.
Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία έχει στοιχεία μιας θρησκείας (λατρεία, δόγμα, μοναχισμό, μυστική διάσταση, θεολογία κ.λπ.), αλλά δεν είναι θρησκεία. Είναι «εν τη θρησκεία», χωρίς να είναι «εκ της θρησκείας».
Την αίσθηση αυτή είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Μάλιστα οι πρώτοι χριστιανοί κατηγορούνταν από τους ρωμαί-ους ως άθεοι, επειδή η λατρεία τους και ο τρόπος ζωής τους ξεπερνούσε τα όρια της ζωής των ανθρώπων που ανήκαν σε κάποια θρησκεία.
ΓΙΑΤΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Ας δούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία την κάνουν να ξεχω-ρίζει από την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη και δείχνουν ότι αποτελεί συνέχεια της Εκκλησίας που ίδρυσε ο Χριστός. Τα γνω-ρίσματα αυτά είναι:
Η Αποστολικότητα
Η Εκκλησία του Χριστού ιδρύθηκε με την εκλογή των δώδεκα Αποστόλων και ξαπλώθηκε με το κήρυγμά τους. Τους Αποστόλους τους διαδέχτηκαν με επίσημη εκλογή και εκκλησιαστική χειροτονία οι επίσκοποι και οι Πατέρες της Εκκλη-σίας, οι οποίοι συνεχίζουν το έργο των Αποστόλων αδιάκοπα μέχρι σήμερα. Η αδιάκοπη αυτή διαδοχή μας δίνει την εγ-γύηση ότι η Εκκλησία μας και σήμερα βαδίζει στο σωστό δρόμο και είναι Αποστολική.
Η ασκητικότητα και λιτότητα
Το ασκητικό στοιχείο είναι πολύ έντονο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ισχύει για όλους τους πιστούς, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο και εκκλησιαστικό χάρισμα ή αξίωμα. Συστηματικά την επιδιώκουν οι μοναχοί. Αποτελεί δοκιμασμένο τρόπο και δρόμο ζωής, που υποβοηθεί στο να αποκτήσει η ύπαρξη πληρότητα και βάθος. Μερικές μορφές της: προσευχή, λατρευτική και μυστηριακή ζωή, μελέτη του θελήματος του Θεού, αυτοεξέταση και εγκράτεια, ολιγάρκεια, ταπεινοσύνη και απλότητα, προπάντων έργα αγάπης κ.ά.π. Όσοι ζουν ασκητικά τηρούν σε όλα το μέτρο. Αποφεύγουν το υπερβολικό, το εξεζητημένο, το περιττό και επιζήμιο. Με πρότυπο τη ζωή του Χριστού αγωνίζονται να υπάρχει στη ζωή τους καθαρό-τητα, τάξη και συνέπεια. Αγρυπνούν για την ποιότητα ζωής, των άλλων και της δικής τους. Ιδιαίτερα ασκούνται για να μπορούν να διακονούν κατά το θέλημα του Θεού τους συνανθρώπους και τη ζωή γενικά. Και όλα αυτά επιδιώκονται και γίνονται συνειδητά και ελεύθερα.
Η εγκάρδια αδελφοσύνη
Στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στη ζωή γενικά της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, υπάρχει έντονο το πνεύμα της α-δελφοσύνης που ένωνε τους πρώτους χριστιανούς. Έτρωγαν σε κοινά τραπέζια («αγάπες»), είχαν τα πάντα κοινά, προ-σφωνούνταν «αδελφοί» κ.τ.λ.
Ανάλογο πνεύμα επικρατεί και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Το γεγονός ότι όλοι είμαστε παιδιά του ίδιου Πατέρα (Θε-ού) μας κάνει να αισθανόμαστε έντονα αυτή την αδελφοσύνη. Η Εκκλησία είναι η οικογένειά μας. Μέσα σ’ αυτή την οι-κογένεια είναι φυσικό να ζούμε και να αισθανόμαστε σαν αδελφοί. Η Εκκλησία είναι πάντοτε παρούσα σ’ όλες τις ιδιαί-τερες στιγμές της ζωής μας. Στη χαρά και στη λύπη μας. Η γέννηση, η βάπτιση, ο γάμος, οι αρρώστιες και ο θάνατος κά-νουν ιδιαίτερα αισθητό αυτό το πνεύμα της αδελφοσύνης. Αλλά και στις καθημερινές ασχολίες του, στα έργα του, ακόμα και στα παραστρατήματά του, ο Ορθόδοξος αισθάνεται ότι δεν είναι μόνος. Έχει αμέριστη τη συμπαράσταση και βοή-θεια της Εκκλησίας.
Όλα αυτά συνιστούν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως κοινωνία αγάπης. Η ορθόδοξη ευσέβεια είναι συνώνυμη με την «εν Χριστώ» ζωή, με τη ζωή της απλής, της ταπεινής, της τρυφερής εκείνης αγάπης •για το Θεό, ο οποίος «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν» έγινε άνθρωπος, έζησε σαν άνθρωπος ανάμεσα σ’ ανθρώπους, έπαθε, υπό-φερε, ταπεινώθηκε και πέθανε πάνω στο Σταυρό.
Η αφοσίωση στην παράδοση
Η παράδοση για την Εκκλησία αποτελεί τη συνέχεια της πνευματικής πορείας της και ζωής στον κόσμο. Η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι ορθολογιστική και νομικίστικη, αλλά είναι θεολογία θεμελιωμένη πάνω στην πνευματική εμπειρία των πιστών.
Ο λατρευτικός της πλούτος
Εκείνο που κάνει την Ορθόδοξη Εκκλησία να ξεχωρίζει από τις άλλες Εκκλησίες κατά κάποιο τρόπο μοναδικό είναι η πλούσια λατρευτική ζωή της, H ορθόδοξη λατρεία διακρίνεται για το μυστηριακό, υμνολογικό και καλλιτεχνικό πλούτο της.
Με τις ακολουθίες των επτά Μυστηρίων και ιδιαίτερα της θείας Ευχαριστίας, και το αμέτρητο σε ποικιλία πλήθος των άλλων ιερών Ακολουθιών και μορφών της λατρείας της η Ορθόδοξη Εκκλησία αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και όλες τις ανάγκες, τα έργα και τις αδυναμίες τους, προσπαθώντας να μεταμορφώσει, να «μεταστοιχειώσει» και να εξαγιάσει όλη τη ζωή των μελών της, θέτοντάς την κάτω από την πανσθενουργό πρόνοια και αγάπη του Θεού.
Το αίμα των Μαρτύρων της
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία Μαρτύρων. Ολόκληρη η ιστορία της είναι γραμμένη με το αίμα των Μαρτύρων της, γι’ αυτό και ο υμνογράφος την παρουσιάζει ως γυναίκα που το ένδυμά της, βαμμένο στο αίμα των Μαρτύρων της, φαντάζει «ως πορφύρα και βύσσος».
Το δημοκρατικό της πολίτευμα
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έγινε ποτέ διαχωρισμός ανάμεσα στα μέλη της, εκτός από την ιεραρχική της διάρθρω-ση που διακρίνει τον Κλήρο από το Λαό. Είναι, όπως είπαμε, μια οικογένεια, που δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό ανάμε-σα στα μέλη της. Ο τρόπος που διοικείται (το συνοδικό σύστημα) είναι δημοκρατικό. Κληρικοί και λαϊκοί κοινωνούν από το ίδιο ποτήριο το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Οι κληρικοί της προέρχονται στο σύνολό τους από τις λαϊκές τάξεις. Αλλά και οι συνοδικές αποφάσεις της, που με τρόπο και διαδικασίες δημοκρατικές λαμβάνονται, εγκρίνονται τελικά και νομι-μοποιούνται μόνον εφόσον γίνουν αποδεκτές από το πλήρωμα της Εκκλησίας, δηλαδή από τον ορθόδοξο λαό.
Η εσχατολογική της βάση
Λέγοντας εσχατολογική βάση στην εκκλησιαστική γλώσσα εννοούμε τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού, η οποία έρχεται όχι σαν αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης, αλλά σαν αποτέλεσμα εσωτερικής ανακαίνισης και μεταμόρφωσης του κόσμου. Και την Ορθόδοξη Εκκλησία τη χαρακτηρίζει η πίστη στη μεταμόρφωση του κόσμου μάλλον παρά στην εξέ-λιξή του.
[Αλεξ. Καριώτογλου-Αριστ. Κεσόπουλου-Παναγ. Παπαευαγγέλου-Γεωργ. Τσανανά, Χριστιανισμός και Θρησκεύμα-τα, Αθήνα 1990, εκδ. ΟΕΔΒ, σελ. 18-23 & 114-117]
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Γιατί ανάβουμε τα κεριά στην Εκκλησία;
Όταν μπαίνουμε σ’ ένα Ναό όλοι μας ανάβουμε ένα ή περισσότερα κεριά. Αυτό αποτελεί πανάρχαια και ευλογημένη συνήθεια των πιστών. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η συνήθεια και τι συμβολίζει το κερί;
Το κερί αποτελεί σύμβολο αφοσίωσης, ευσέβειας προς τον Θεό και σεβασμού προς τους αγίους Του. Χρησιμοποιείται και σε χαρμόσυνες περιστάσεις (γάμους, βαπτίσεις), αλλά και σε λυπηρά γεγονότα (κηδείες, μνημόσυνα) γιατί όπως καίγεται και λειώνει, συμβολίζει και την πνευματική χαρά, αλλά και την λύπη και την συντριβή.
Όπως το κερί, όταν ζεσταίνεται γίνεται μαλακό και εύπλαστο, έτσι και οι καρδιές μας, όταν μπαίνουμε στην Εκκλησία και παρακολουθούμε την Θεία Λειτουργία, θα έπρεπε να γίνονται τρυφερές και συμπονετικές. Ακόμη τα κεριά συμβολίζουν τις καρδιές των χριστιανών που, φωτισμένες από το φως του Χριστού και πυρπολημένες από την Φωτιά Του (Λουκ.12,49), αναλίσκονται στη δόξα του Θεού.
Αποτελεί, λοιπόν, προτύπωση της φωτεινής ζωής που πρέπει να ζουν οι πιστοί.
Σύμφωνα με τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης συμβολίζει ακόμη:
Την καθαρότητα της ψυχής μας (αφού είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας)
Την πλαστικότητα της ψυχής μας (αφού πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ότι θέλουμε)
Την Θεία Χάρη (αφού προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν)
Την θέωση στην οποία πρέπει να φτάσουμε (επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει ζωή)
Το φως του Χριστού (αφού καίει και φωτίζει στο σκοτάδι)
Την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό (αφού το κερί καίγεται-αναλώνεται όταν φωτίζει και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φως του μέσα στο σκοτάδι)
Το κερί αποτελεί προσφορά μας στον Θεό κατά τη διάρκεια της θ. λατρείας.
Ανάβοντας ένα κερί κάνουμε ένα είδος ομολογίας και προσευχής: ομολογούμε πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και αναπέμπομε προς την Αγία Τριάδα την ωδή της ευλαβείας μας. Ανάβουμε κερί και στην Παναγία και τους αγίους. Ομολογούμε την αγιότητά τους και την παρρησία που έχουν μπροστά στον Θεό και ζητάμε τις πρεσβείες τους.
Ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ άναβε πολλά αγνά κεριά, μικρά και μεγάλα, στο κελί του. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει, είπε ότι ανάβει αυτά τα κεριά, ένα για κάθε άνθρωπο που θα ήθελε να μνημονεύσει πάλι στην ακολουθία (και δεν είχε το χρόνο γιατί ήταν πάρα πολλά), ως θυσία στον Θεό υπέρ αυτών.
Με το κερί που ανάβουμε εκφράζουμε την πίστη μας στον Τριαδικό Θεό και ζητάμε την ενίσχυσή Του για τον καθημερινό μας πνευματικό αγώνα, καθώς και για την ενίσχυση των αγαπημένων μας προσώπων. Ιδίως όταν κινδυνεύουμε ή έχουμε ανάγκη από ιδιαίτερη βοήθεια.
Αλλά και για τους κεκοιμημένους αδελφούς μας ανάβουμε κερί, προσευχόμενοι ταυτόχρονα για την ανάπαυση της ψυχής τους.
Σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ανάβουμε το κερί:
Για να δοξάσουμε τον Θεό που είναι το αληθινό και μοναδικό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο
Για να διαλύουμε το σκοτάδι και να παρηγορούμαστε μπροστά στο φόβο του σκοταδιού
Για να δείξουμε ότι έχουμε χαρά στην ψυχή μας
Για να τιμήσουμε τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεώς μας (με αυτό τον τρόπο μιμούμαστε τους αρχαίους χριστιανούς που άναβαν κεριά στους τάφους των μαρτύρων)
Για να συμβολίσουμε τα καλά μας έργα σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου:
«οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες εκείνων που ανάβουν κερί και εκείνων υπέρ των οποίων το ανάβουν (σε πολλούς ναούς υπάρχουν ξεχωριστά μανουάλια όπου ανάβονται τα κεριά για τους ζωντανούς και τους κεκοιμημένους)
Τα κεριά, λέει ο Φίλιππος Σέρραρντ, -των οποίων το μελισσοκέρι, αποσταγμένο από το νέκταρ αναρίθμητων λουλουδιών, είναι η παρθένα ψυχή, το φως τους το πνεύμα που, θρεμμένο από την καθαρότερη ουσία της ψυχής, αγωνίζεται για τον ουρανό- ανάβονται, έτσι ώστε το μάτι να μπορεί να διεισδύει στα νοήματα που μιλούν μέσα από σχήματα και χρώματα. Όταν ανάβονται και σβήνονται, δεν αναλογιζόμαστε μόνο, αλλά μπορούμε να δούμε τη δημιουργία του φωτός και τον ερχομό του σκοταδιού και της αμαρτίας. … οι φλόγες των κεριών, που τρεμοσβήνουν σαν το πνεύμα που ζει σε κίνδυνο, απωθούν τα σκοτάδια…
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «οι λαμπάδες που ανάβεις σου φανερώνουν το νοητό φως. Επειδή, όπως η εκκλησία λάμπει ολόκληρη από τις λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της δικής σου ψυχής, πρέπει να λάμπει όλος νοητά…»
Τελικά ανάβοντας το κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φως που πήραμε με τη βάπτισή μας (γι’ αυτό στη διάρκεια της βάπτισης κρατάμε αναμμένες λαμπάδες). Το φως αυτό είναι το πυρ της Πεντηκοστής, το φως του Αγ. Πνεύματος (ανανεώνεται κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία, που προσευχόμαστε, κυρίως λαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού)
Να θυμόμαστε ότι το «φῶς τοῦ Χριστοῦ φαίνει πᾶσι»
ΒιβλιογραφΙα
1. ELIAS NICHOLAS REV., The Divine Liturgy explained, “Astir” Publishers, Athens 1979, p. 32
2. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ, Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόξοδον Εκκλησίαν, Αθήναι 2002, σελ.205,219
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ιερομόναχος, Η Θεία Λειτουργία (Σχόλια), Αθήνα 1987, εκδ. Δόμος, σελ. 177
4. ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, τ.2, Απρ.’99, σελ. 103-104
5. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΚΩΝ., Ο χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Αθήνα 1969, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 151
6. ΜΗΝΙΑΤΗΣ ΗΛΙΑΣ, Κατήχηση και Λειτουργική, Αθήναι 1974, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης και ΣΙΑ, σελ.93
7. ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Αρχιμ., Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος, Θεσσαλονίκη 1991, εκδ. «Το Περιβόλι της Παναγιάς», σελ. 75
8. ΣΕΡΡΑΡΝΤ ΦΙΛΙΠΠΟΣ, Οι Πατέρες της ερήμου κι εμείς, στο περ. ΣΥΝΑΞΗ, τευχ.56, Οκτ.-Δεκ.’95, σελ.64
9. ΤΟΛΜΗ, Γιατί ανάβουμε καντήλι στο σπίτι, κερί στην εκκλησία, έκδ. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών
10. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, Αθήνα 19914, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 89,125
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Συμβολισμός του Χριστιανικού – Βυζαντινού ναού
«Εἰ καί ἐξ ὑλῶν συγκείμενός ἐστιν, ἀλλ’ οὖν ὑπερκόσμιον ἔχει χάριν»
1. Ο χριστιανικός ναός είναι ένα ορατό σημείο – σύμβολο – εκείνου που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια. Η μυστική σημασία του ναού αποκαλύπτεται μόνο στούς «μεμυημένους», στους πιστούς.
2. Κάθε Χριστιανική εκκλησία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια «λίθινη αλληγορία» του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν νοείται χριστιανικός ναός, ο οποίος – κυρίως και κατεξοχήν – σ’ αυτήν οφείλει την ύπαρξή του.
3. Η Θεία Λειτουργία, που συνεχώς τελείται στο ναό, είναι μιά εικόνα- αντίτυπο της «ἐν οὐρανῷ» τελούμενης αγγελικής Λειτουργίας. Έτσι, ο χριστιανικός ναός θεωρείται – και έγινε με την πάροδο του χρόνου – το σύμβολο, το αντίτυπο και η επίγεια εικόνα του νοητού ουράνιου χώρου, στον οποίο -μπροστά στο Θρόνο του Θεού – τελείται η Θεία Λειτουργία από τους αγγέλους.
4. Στους βυζαντινούς χρόνους ο χριστιανικός ναός συμβολίζει ολόκληρο τον κόσμο. Σκεπή = ο ουρανός και δάπεδο = η γη. Ο χριστιανικός ναός δηλ. είναι ένας μικρόκοσμος και συμβολίζει τα ορατά και τα αόρατα. (Πρβλ. και τη Σκηνή του Μαρτυρίου στο Ναό των Ιεροσολύμων).
5. Το Ιερό Βήμα του χριστιανικού ναού συμβολίζει συνήθως τον ουρανό, ενώ ο κυρίως ναός τα γήινα, την «στρατευόμενη εκκλησία». Υπάρχει όμως και η τριαδική θεώρηση του χριστιανικού ναού, σύμφωνα με την οποία: (α) ο ναός πρέπει να έχει τρεις εισόδους (=Αγία Τριάδα). (β) ο πρόναος – νάρθηκας συμβολίζει τον εξωτερικό κόσμο, τη γη γενικά. (γ) o κυρίως ναός συμβολίζει τον «ορατόν» ουρανό και (δ) το Ιερό Βήμα συμβολίζει τα υπερουράνια, τον αόρατο πνευματικό κόσμο, τον Παράδεισο, όπου ο Θρόνος του Θεού. Αυτή η τριαδική θεώρηση και κυρίως η τριμερής διαίρεση του χριστιανικού ναού έχει τεράστια συμβολική σπουδαιότητα όχι μόνο για τους «μεμυημένους» πιστούς, αλλά και για την όλη εξέλιξη και διαμόρφωση της Χριστιανικής ναοδομίας γενικότερα.
6. Ο τρούλλος είναι το χαρακτηριστικότερο και το βασικότερο στοιχείο της Βυζαντινής ναοδομίας. Τονίζει, συμβολίζει και αισθητοποιεί – και μάλιστα κατά τον καλύτερο τρόπο – την σχέση με τον ουρανό και καθιστά το ναό σαν έναν κατ’ εξοχήν μυστηριακό χώρο. (Τα άστρα π.χ. του ουρανού συμβολίζονται με τα καντήλια και τους πολυελαίους των ναών κ.λπ.).
7. Ό άμβωνας συμβολίζει τον «Λίθον» του Τάφου του Χριστού, καθώς και την Αγία Τράπεζα. Από «τόν κυλισθέντα αὐτόν λίθον» (=άμβωνα) οι διάκονοι και οι ιερείς διαβάζουν και κηρύττουν το ιερό Ευαγγέλιο (=την Ανάσταση του Χριστού, το Λόγο του Θεού). Πάνω στη λίθινη Αγία Τράπεζα- που συμβολίζει τον Τάφο του Χριστού – τελείται η Θεία Ευχαριστία.
8. Οι κ ί ο ν ε ς και οι π ε σ σ ο ί, που βαστάζουν την οροφή του ναού, συμβολίζουν – κυρίως στους Βυζαντινούς χρόνους – τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους Αγίους, τους Μάρτυρες, τους Οσίους κ.λπ.
9. Εικονογράφηση. Τα ιερά πρόσωπα, σαν «καλοί στρατιώτες του Χριστού», εικονίζονται στα διάφορα μέρη του ναού. Στηρίξουν την Εκκλησία και ενισχύουν τους πιστούς. Τα εικονιζόμενα ιερά Πρόσωπα είναι «στῦλοι καί ἑδραιώματα» της Εκκλησίας και της Χριστιανικής Πίστεως.
10. Το εικονοστάσι – τέμπλο χωρίζει τον ανθρώπινο κόσμο (κυρίως ναός) από τον επουράνιο (ιερό Βήμα). Τα θωράκια του τέμπλου θεωρούνται σαν «αντίτυπα» των κάγκελων-πλακών του Τάφου του Χριστού. Ο συμβολισμός αυτός σχετίζεται και πάλι με την Αγία Τράπεζα, που είναι το κέντρο της Χριστιανικής Λατρείας.
Εκτός από τους βασικούς αυτούς συμβολισμούς, υπάρχουν και πολλοί άλλοι στα διάφορα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας (π.χ. Μάξιμος Ομολογητής, Συμεών Νέος Θεολόγος, Γερμανός Α’ Κων/λεως κ.ά.). Γεγονός είναι ότι ο συμβολισμός προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις: δεν επικρατεί μόνο στην παλαιοχριστιανική εποχή, αλλά και στη βυζαντινή και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανέκαθεν επικρατούσα συμβολική διάσταση: ο Χριστιανικός ναός, αν και αποτελείται από διάφορα υλικά, εν τούτοις έχει μια υπερκόσμια χάρη.
Από τους πλούσιους αυτούς συμβολισμούς των διαφόρων μερών του Χριστιανικού ναού μπορεί να κατανοήσει κανείς την έντονη θρησκευτική ζωή των περασμένων γενεών. Είναι, λοιπόν, φανερή η θρησκευτική ζωή, η «ναοκεντρική» γενικά ατμόσφαιρα, στην οποία ζούσαν οι βυζαντινοί προγονοί μας.
(Αντουράκη Γ., Χριστιανική Αρχαιολογία, τ. Α΄, Αθήνα 1984, σελ. 109-110)
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Θαύμα της αγίας Μαρίνας
Πολλές φορές στην ζωή μας, σαν συνειδητοί Χριστιανοί, επικαλούμεθα τον Θεό και τους Αγίους Του. Αυτό λοιπόν έκανε και μια οικογένεια από την Κύπρο, γνωστή από τις τηλεοπτικές εκκλήσεις της το 2004 για την εξεύρεση δότη, προκειμένου να βρεθεί μόσχευμα για εγχείρηση στο μικρό παιδί τους, τον Ανδρέα, που έπασχε από λευχαιμία.
Μόσχευμα βρέθηκε και οι γονείς ετοιμάσθηκαν για να ταξιδεύσουν στις Η.Π.Α., όπου θα γινόταν η λεπτή χειρουργική επέμβαση μεταμόσχευσης μυελού. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο μόσχευμα, καθώς επίσης και η μεταμόσχευση αυτή, δεν έχουν καμία σχέση με την απάτη της «δωρεάς οργάνων», αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση ο δότης που παραχώρησε το μόσχευμα παρέμεινε ζωντανός και υγιής, σε αντίθεση με τους δότες της «δωρεάς οργάνων», οι οποίοι καταδικάζονται και οδηγούνται από τους «γιατρούς» ζωντανοί σε θάνατο.
Όλοι θυμόμαστε τότε την αγωνία της οικογένειας του Βάσου Βασιλείου από τη Λεμεσό και τις καθημερινές εκκλήσεις τους στον Χριστό μας για να σώσει το παιδί τους. Πριν λοιπόν ξεκινήσουν για την εγχείρηση, οι γονείς άκουσαν για τα Θαύματα της Αγίας Μαρίνας και πήραν την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσουν στο Μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας στην Άνδρο, για να ζητήσουν την Ευλογία Της.
Στο τηλέφωνο ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, υποσχέθηκε πως θα προσευχηθεί στην Αγία και ευχήθηκε στους γονείς να έχει το παιδί την Αγία Μαρίνα στο χειρουργείο για βοήθεια. Πράγματι με την ευχή του Ηγουμένου Κυπριανού στις αποσκευές τους και με ακράδαντη την πίστη για τη βοήθεια της Αγίας Μαρίνας, οι δύο γονείς και ο μικρός Ανδρέας μετέβησαν στις Η.Π.Α.
Μετά τις καθιερωμένες προκαταρκτικές εξετάσεις προετοιμασίας, ο μικρός Ανδρέας εισήλθε για την πραγματικά πολύ σοβαρή και λεπτή εγχείρηση.
Λίγη ώρα πριν το χειρουργείο, παρουσιάστηκε στον ιατρό που θα χειρουργούσε τον μικρό Ανδρέα μία γυναίκα. Είπε πως είναι γιατρός και παρακάλεσε να παρακολουθήσει την εγχείρηση, επειδή ήταν προσωπική ιατρός του μικρού Ανδρέα. Η συζήτηση της γυναίκας με τον χειρούργο, έδειχνε πως κατείχε την ιατρική επιστήμη και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στο χειρούργο να σκεφτεί πως δεν είναι ιατρός.
Εκείνος πάντως της είπε πως δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στο χειρουργείο ξένος ιατρός και πως αποτελούσε πρακτική της ιατρικής του ομάδας, να μην μετέχουν άλλοι στις λεπτές αυτές εγχειρήσεις. Η επιμονή όμως της γυναίκας έκαμψε την αρχική αδιαλλαξία του χειρούργου. Της ζήτησε να αφήσει τα στοιχεία της στη γραμματεία και να εισέλθει στη συνέχεια στο χειρουργείο μαζί του.
Έτσι και έγινε. Η άγνωστη ιατρός εισήλθε στο χειρουργείο και όχι απλώς παρακολουθούσε, αλλά συμμετείχε ενεργά στην εγχείρηση του μικρού Ανδρέα. Αρκετές φορές μάλιστα έδωσε τις κατευθύνσεις για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η επέμβαση.
Όλα πήγαν καλά και ο γιατρός αφού την ευχαρίστησε εξήλθε του χειρουργείου. Το ζεύγος Βασιλείου έτρεξε να πληροφορηθεί για το πώς πήγε η εγχείρηση.
«Όλα πήγαν πολύ καλά» τους είπε. Και πρόσθεσε:
«Δεν μπορώ όμως να καταλάβω, πώς είχατε μια τέτοια γιατρό για το παιδί σας και ήλθατε σε μένα;».
Οι γονείς έκπληκτοι του απάντησαν ότι δεν είχαν φέρει κάποια γιατρό και δεν γνωρίζουν κάτι σχετικό. Ο χειρούργος όμως επέμενε και τους είπε πως όταν εξήλθε από το χειρουργείο, η γιατρός του μικρού Ανδρέα παρέμεινε για λίγο μέσα με την υπόλοιπη ιατρική ομάδα.
Ως εκ τούτου κάπου εκεί γύρω θα έπρεπε να είναι, γι’αυτό και τους προέτρεψε να τη συναντήσουν. Μάταια όμως έψαχναν να τη βρουν. Η γιατρός είχε εξαφανισθεί…
Σκέφθηκαν πως θα έφυγε και πήγαν μετά την προτροπή του χειρούργου στη γραμματεία, για να ζητήσουν τα στοιχεία της προκειμένου να την ευχαριστήσουν. Πίστευαν πως ίσως κάποια γιατρός από την Ελλάδα ή την Κύπρο, ευαισθητοποιήθηκε και ταξίδευσε στις Η.Π.Α. για να συμβάλλει στην λεπτή χειρουργική επέμβαση.
Με έκπληξη διαπίστωσαν πως η άγνωστη γυναίκα ιατρός, είχε υπογράψει με το όνομα «Μαρίνα από την Άνδρο» (Marina from Andros).
Δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Στέκονταν επί αρκετή ώρα αμήχανοι μπροστά στο Θαύμα της Αγίας Μαρίνας. Τα δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πλημμύρισαν τα μάτια τους.
Θυμήθηκαν αυτό που τους είχε πει ο σεβαστός Γέροντας και Ηγούμενος της ομώνυμης Ιεράς Μονής: “Πηγαίνετε στην Αμερική και εύχομαι η Αγία Μαρίνα να είναι μέσα στο χειρουργείο”.
Την απερίγραπτη χαρά τους για την επιτυχή έκβαση της εγχείρησης και την επαναφορά της υγείας του μικρού Ανδρέα, τη μετέφεραν στα Μ.Μ.Ε. μιλώντας για το αληθινό Θαύμα.
Από τότε έβαλαν ως τάμα να βρίσκονται πάντοτε οικογενειακώς στην Άνδρο, την ημέρα της Μνήμης της Αγίας Μαρίνας.
Έτσι και πράττουν, ενώ όπως ανέφερε Μοναχός της Ιεράς Μονής με τον οποίο συνομιλήσαμε δύο φορές, στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η οικογένεια Βασιλείου μεταβαίνει τακτικά από τη Λεμεσό κάθε καλοκαίρι στην Άνδρο, για να ευχαριστήσει την Αγία Μαρίνα που έσωσε τον μικρό Ανδρέα.
Ουδέποτε λοιπόν απουσίασαν τα Θαύματα των Αγίων από τη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και είθε ο Πανάγαθος Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, να Ενισχύει την πίστη μας με τα Θαύματα των Αγίων μας.
• Ευχαριστούμε θερμώς την κ. Σπυριδούλα Κυριακοπούλου, συνταξιούχο ιατρό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας ενημερώσει για το ανωτέρω Θαύμα. Θερμές ευχαριστίες στον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής και στην Αδελφότητα, για τις διευκρινίσεις και τις απαντήσεις που μας έδωσαν στα ερωτήματα που τους θέσαμε.
Το τηλέφωνο της Ιεράς Μονής Αγίας Μαρίνης Άνδρου είναι : 22820 – 24074.
Πηγή: Στύλος Ορθοδοξίας (Τεύχος Ιανουαρίου 2006)
_________________
Aπό ‘να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος (Οδυσσέας Ελύτης)
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Μαρίνα.
Σχόλια: 10
“Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;”
Ένας άθεος καθηγητής της φιλοσοφίας συζητά με έναν φοιτητή του στην αίθουσα, για την σχέση μεταξύ επιστήμης και πίστης στον Θεό.
Καθηγητής: Λοιπόν, πιστεύεις στον Θεό;
Φοιτητής: Βεβαίως, κύριε.
Καθ.: Είναι καλός ο Θεός;
Φοιτ.: Φυσικά.
Καθ.: Είναι ο Θεός παντοδύναμος;
Φοιτ.: Ναι
Καθ.: Ο αδερφός μου πέθανε από καρκίνο παρότι παρακαλούσε τον Θεό να τον γιατρέψει και προσευχόταν σε Αυτόν. Οι περισσότεροι από εμάς θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν αυτούς που έχουν την ανάγκη τους. Πού είναι η καλοσύνη του Θεού λοιπόν;
Φοιτ.: …
Καθ.: Δεν μπορείς να απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Ας ξαναρχίσουμε μικρέ μου. Είναι καλός ο Θεός;
Φοιτ.: Ναι.
Καθ.: Είναι καλός ο διάβολος;
Φοιτ.: Όχι.
Καθ.: Ποιος δημιούργησε τον διάβολο;
Φοιτ.: Ο…Θεός…
Καθ.: Σωστά. Πες μου παιδί μου, υπάρχει κακό σ’ αυτόν τον κόσμο;
Φοιτ.: Ναι.
Καθ.: Το κακό βρίσκεται παντού, έτσι δεν είναι; Και ο Θεός έπλασε τα πάντα, σωστά;
Φοιτ.: Ναι.
Καθ.: Άρα λοιπόν ποιος δημιούργησε το κακό;
Φοιτ.: …
Καθ.: Υπάρχουν αρρώστιες; Ανηθικότητα; Μίσος; Ασχήμια; Όλα αυτά τα τρομερά στοιχεία υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο, έτσι δεν είναι;
Φοιτ.: Μάλιστα.
Καθ.: Λοιπόν, ποιος τα δημιούργησε;
Φοιτ.: …
Καθ.: Η επιστήμη λέει ότι χρησιμοποιείς τις 5 αισθήσεις σου για να αναγνωρίζεις το περιβάλλον γύρω σου και να προσαρμόζεσαι σε αυτό. Πες μου παιδί μου, έχεις δει ποτέ τον Θεό;
Φοιτ.: Όχι, κύριε.
Καθ.: Έχεις ποτέ αγγίξει το Θεό; Έχεις ποτέ γευτεί το Θεό, μυρίσει το Θεό σου; Και τέλος πάντων, έχεις ποτέ αντιληφθεί με κάποια από τις αισθήσεις σου το Θεό;
Φοιτ.: …Όχι, κύριε. Φοβάμαι πως όχι.
Καθ.: Και παρόλα αυτά πιστεύεις ακόμα σε Αυτόν;
Φοιτ.: Ναι.
Καθ.: Σύμφωνα με εμπειρικό, ελεγχόμενο και με δυνατότητα μελέτης των αποτελεσμάτων ενός φαινομένου πρωτόκολλο, η επιστήμη υποστηρίζει ότι ο Θεός σου δεν υπάρχει. Τι έχεις να απαντήσεις σε αυτό, παιδί μου;
Φοιτ.: Τίποτα. Εγώ έχω μόνο την πίστη μου.
Καθ.: Ναι, η πίστη. Και αυτό είναι το πρόβλημα της επιστήμης.
Φοιτ: Καθηγητά, υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε θερμότητα;
Καθ.: Ναι.
Φοιτ.: Και υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε κρύο;
Καθ.: Ναι.
Φοιτ.: Όχι, κύριε. Δεν υπάρχει. Μπορεί να έχεις μεγάλη θερμότητα, ακόμα περισσότερη θερμότητα, υπερθερμότητα, καύσωνα, λίγη θερμότητα ή καθόλου θερμότητα. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται κρύο. Μπορεί να χτυπήσουμε 458 βαθμούς υπό το μηδέν, που σημαίνει καθόλου θερμότητα, αλλά δεν μπορούμε να πάμε πιο κάτω από αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να ονομάζεται «κρύο». «Κρύο» είναι μόνο μια λέξη, που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την απουσία θερμότητας. Δεν μπορούμε να μετρήσουμε το κρύο. Η θερμότητα είναι ενέργεια. Το κρύο δεν είναι το αντίθετο της θερμότητας, κύριε, είναι απλά η απουσία της.
Στην αίθουσα επικρατεί σιγή…!!!
Φοιτ.: Σκεφτείτε το σκοτάδι, καθηγητά. Υπάρχει κάτι που να ονομάζουμε σκοτάδι;
Καθ.: Ναι, τι είναι η νύχτα αν δεν υπάρχει σκοτάδι;
Φοιτ.: Κάνετε και πάλι λάθος, κύριε καθηγητά. Το «σκοτάδι» είναι η απουσία κάποιου άλλου παράγοντα. Μπορεί να έχεις λιγοστό φως, κανονικό φως, λαμπερό φως, εκτυφλωτικό φως… Αλλά, όταν δεν έχεις φως, δεν έχεις τίποτα και αυτό το ονομάζουμε σκοτάδι, έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα το σκοτάδι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε θα μπορούσες να κάνεις το σκοτάδι σκοτεινότερο.
Καθ.: Που θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά, νεαρέ;
Φοιτ.: Κύριε, ότι η φιλοσοφική σας σκέψη είναι ελαττωματική.
Καθ.: Ελαττωματική!; Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;
Φοιτ.: Καθηγητά, σκέφτεστε μέσα στα όρια της δυαδικότητας. Υποστηρίζετε ότι υπάρχει η ζωή και μετά υπάρχει και ο θάνατος, ένας καλός Θεός και ένας κακός Θεός. Βλέπετε την έννοια του Θεού σαν κάτι τελικό, κάτι που μπορεί να μετρηθεί. Κύριε, η επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε κάτι τόσο απλό όπως την σκέψη. Χρησιμοποιεί την ηλεκτρική και μαγνητική ενέργεια, αλλά δεν έχει δει ποτέ, πόσο μάλλον να καταλάβει απόλυτα αυτήν την ενέργεια. Το να βλέπεις το θάνατο σαν το αντίθετο της ζωής είναι σαν να αγνοείς το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει αυτόνομος. Ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής: είναι απλά η απουσία της. Τώρα πείτε μου, καθηγητά. Διδάσκετε στους φοιτητές σας ότι εξελίχτηκαν από μια μαϊμού;
Καθ.: Εάν αναφέρεσαι στην φυσική εξελικτική πορεία, τότε ναι, και βέβαια.
Φοιτ.: Έχετε ποτέ παρακολουθήσει με τα μάτια σας την εξέλιξη;
Καθ.: …
Φοιτ.: Εφόσον κανένας δεν παρακολούθησε ποτέ την διαδικασία εξέλιξης επιτόπου και κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ, τότε διδάσκεται την προσωπική σας άποψη επί του θέματος. Τότε μήπως δεν είστε επιστήμονας, αλλά απλά ένας κήρυκας;
Καθ.: .
Φοιτ.: Υπάρχει κάποιος στην τάξη που να έχει δει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Που να έχει ακούσει ή νιώσει ή ακουμπήσει ή μυρίσει τον εγκέφαλο του καθηγητή; Κανένας. Άρα σύμφωνα με τους κανόνες του εμπειρικού, ελεγχόμενου και με δυνατότητα προβολής πρωτοκόλλου, η επιστήμη ισχυρίζεται ότι δεν έχετε εγκέφαλο, κύριε. Και αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, με όλο τον σεβασμό, πώς μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτά που διδάσκετε, κύριε;
Καθ.: Μου φαίνεται ότι απλά θα πρέπει να στηριχτείς στην πίστη σου, παιδί μου.
Φοιτ.: Αυτό είναι, κύριε… Ο σύνδεσμος μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού είναι η ΠΙΣΤΗ.. Αυτή είναι που κινεί τα πράγματα και τα κρατάει ζωντανά.
Αυτός ο νεαρός φοιτητής ήταν ο ALBERT EINSTEIN…
Πηγή: http://nostou-algos.pblogs.gr/2009/08/o-ainstain-kai-h-pisth-sto-theo.html
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Πίστη και αθεΐα.
Σχόλια: 10
Το σύμβολο του Σταυρού-τι σημαίνει ο σταυρός που κάνουμε
Αν ο Σταυρός του Χριστού έγινε το κατεξοχήν σύμβολο της Εκκλησίας, αισθητή έκφραση και δήλωση της πίστης των Χριστιανών, δεν ήταν για να θυμίζει απλώς το πάθος του Θεανθρώπου και το αντίτιμο που καταβλήθηκε στην οργισμένη δικαιοσύνη του Θεού. Οι Χριστιανοί αποτυπώνουν πάνω στο σώμα τους το σημείο του σταυρού, δηλώνοντας την εκούσια αυτοπαραίτηση από την ατομική αυτοτέλεια, την θυσιαστική αναφορά της ζωής τους στο θέλημα του Πατρός. «Τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού», γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «και τα νοούμενα πάντα δείται ταφής». Όλα τα φαινόμενα, κάθε τι που μας γίνεται προσιτό μέσα από τις ατομικές αισθήσεις και κάθε γνώση που κατακτάμε με την ατομική μας διάνοια, όλα όσα μοιάζουν να μας υποτάσσονται χάρη στις ατομικές μας ικανότητες, πρέπει να σταυρωθούν και να ταφούν, να νεκρωθούν ως ατομικές βεβαιότητες και θωρακίσεις του εγώ, προκειμένου να λειτουργήσουν ως ερωτική σχέση και αυθυπέρβαση.
Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί σφραγίζουν το σώμα τους με το σημείο του σταυρού, όχι μόνο όταν προσεύχονται, αλλά «ουτινοσούν προκαταρχόμενοι πράγματος»: «επί άρτων βιβρωσκομένων, και επί ποτηρίων πινομένων• εν εισόδοις, εν εξόδοις… κοιταζόμενοι και διανιστάμενοι». Κάθε φάση και κάθε πτυχή της καθημερινότητας σφραγίζεται με το σημάδι του ζωοποιού θανάτου, της υπακοής στο θέλημα του Πατρός, το θέλημα της ζωής. Γιατί ο Σταυρός δεν είναι σημείο ανάμνησης και συναισθηματικής ή ηθικοδιδακτικής αναφοράς, αλλά σύμβολο και δήλωση συσχηματισμού με τον τρόπο υπάρξεως του Χριστού, τον τρόπο της ζωής. Και σαν τέτοιο σύμβολο, αποκαλυπτικό της ζωής που συνιστά την Εκκλησία και την ελπίδα των πιστών, αποτυπώνεται τελικά ο σταυρός και πάνω στα μνήματα των κεκοιμημένων, βεβαιώνοντας την είσοδό τους στη «χώρα των ζώντων».
(Χρήστου Γιανναρά, Αλφαβητάρι της πίστης, Αθήνα 1988, εκδ. Δόμος, σελ. 171-72)
Ακούσατε αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει. Πρώτον όπως η Αγία Τριάς δοξάζεται εις τον ουρανόν από τους Αγγέλους, ούτω και συ να σμίγης τα τρία σου δάκτυλα της δεξιάς χειρός• και μη δυνάμενος να αναβής εις τον ουρανόν να προσκύνησης, βάνεις την χείρα σου εις την κεφαλήν σου (διότι η κεφαλή σημαίνει τον ουρανόν) και λέγεις: Καθώς οι Άγγελοι δοξάζουσι την Αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν, έτσι και εγώ ως δούλος δοξάζω και προσκυνώ την Αγίαν Τριάδα• και καθώς τα δάκτυλα είναι τρία, είναι ξεχωριστά, είναι και μαζί, έτσι και η Αγία Τριάς είναι τρία πρόσωπα, αλλά εις Θεός. Κατεβάζων το χέρι σου εις την κοιλίαν σου να λέγης: Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω. Κύριε μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου δια τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάνοντάς το πάλιν εις τον αριστερόν ώμον λέγεις: Σε παρακαλώ, Κύριε μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτοντας κάτω εις την γην: Σε δοξάζω, Θεέ μου. Σε προσκυνώ και Σε λατρεύω, ότι καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνει την ανάστασιν και λέγεις. Σε δοξάζω και Σε προσκυνώ, Κύριέ μου, ότι ανέστης εκ νεκρών δια να μας χαρίσης ζωήν αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο Σταυρός!
[Λιδαχαί και προφητείαι Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Έκδοσις Ορθοδ. Χριστιανικής Αδελφότητος «Λυδία», σελ. 80-81]
Φέρνουμε το χέρι στο μέτωπο, τη σωματική περιοχή της διανοητικής λειτουργίας, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπούμε το Θεό μ’ όλη τη διάνοιά μας, και ότι αφιερώνουμε σ’ Αυτόν όλες τις σκέψεις μας.
Το χέρι έρχεται κατόπιν στην κοιλιά. Έτσι δηλώνουμε συμβολικά ότι προσφέρουμε στον Κύριο όλες τις επιθυμίες μας και όλα τα συναισθήματά μας.
Τέλος, φέρνουμε το χέρι στους ώμους, πρώτα στο δεξιό και μετά στον αριστερό, ομολογώντας έτσι ότι και κάθε σωματική μας δραστηριότητα ανήκει σ’ Εκείνον.
[Το σημείο του Σταυρού- Δύναμη, σημασία και θάυατά του, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σ. 15]
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
«… ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν.»
«ἀπό δέ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν.» (Μτθ. 11,12)
Το χωρίο αυτό, το οποίο προκαλεί εντύπωση και απορίες στους πιστούς υποδηλώνει τον αγώνα που θα πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών.
Ο αείμνηστος καθηγητής Π. Τρεμπέλας ερμηνεύει ως εξής τον εν λόγω στίχο: «Νέοι χρόνοι ήλθαν τώρα. Άλλη η προ του Ιωάννου εποχή και άλλη η εποχή η σημερινή. Από την εποχή που άρχισε το κήρυγμά του ο Ιωάννης ως τώρα, η βασιλεία των ουρανών, την οποία δεν μπορούσε κανείς να αποκτήσει, κερδίζεται δια της βίας και εκείνοι, που μεταχειρίζονται σπουδή και βία πάνω στον εαυτό τους την αρπάζουν γρήγορα πριν τους φύγει και την κρατούν σφικτά.»
Στο Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Αθήναι 19582, έκδ. «Αδελφότης Θεολόγων η ‘Ζωή’», σελ. 215-216 ο καθηγητής αναφέρει:
Διάφορες ερμηνείες του στίχου προτάθηκαν.
Φυσικότερες αυτές των Ζιγαβηνού και Χρυσοστόμου. Σύμφωνα με αυτές οι βασιλεία των ουρανών «βιαίως ἁρπάζεται παρά τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ βιάζειν ἑαυτούς καί νικᾶν τήν ἀνάγκην τῶν οἱωνδήποτε παθῶν ἤ καί τήν τυραννίδα τῆς ἀπιστίας»(Ζιγαβηνός). «Πάντες δέ οἱ μετά σπουδῆς προσιόντες» (Χρυσόστομος), οι βιαστές αρπάζουν αυτή.
Λιγότερο πιθανές: Αφότου ο Βαπτιστής εγκαινίασε την αποστολή του, τα παλιά εμπόδια, τα οποία υψώνονταν γύρω από τη Βασιλεία, κατέπεσαν. Ο Ιωάννης αποκήρυξε την κατά σάρκα από τον Αβραάμ καταγωγή, αφού δεν είχε πραγματική αξία. Συνεπώς έκτοτε η είσοδος στη βασιλεία παραβιάστηκε, ώστε να μπαίνουν σ’ αυτήν και άνθρωποι τους οποίους η παλαιά ιουδαϊκή ορθοδοξία απέκλειε.
Κυριεύεται αυτή με έφοδο ενθουσιώδους λαού, όπως των τελωνών και πορνών. Ή η βασιλεία των ουρανών από τις μέρες του Ιωάννη μέχρι τώρα τυγχάνει βίαιης μεταχείρισης και άνθρωποι βίαιοι την κακομεταχειρίζονται δηλ. καταδιώκουν τους αντιπροσώπους της (Dalman).
«ἀπό δέ τῶν ἡμερῶν»: οι ημέρες του Ιωάννου κλείνουν την εποχή της Π.Δ. και εγκαινιάζουν αυτή της Καινής· διότι το κήρυγμα της μετανοίας και το βάπτισμά του παρέπεμπε τους ανθρώπους στον Χριστό, ο οποίος είναι αυτός που κατέβηκε για να εγκαινιάσει τη Βασιλεία του Θεού στη γη.
«βιάζεται»: με τη βία κερδίζεται, με μεγάλη σπουδή και με όλες μας τις δυνάμεις επιζητείται η κληρονομία της βασιλείας των ουρανών.
«βιασταί»: όσοι επιθυμούν και επιζητούν με κάθε σπουδή και ένταση την κληρονομία της βασιλείας.
«ἁρπάζουσιν»: με επιθυμία και σπουδή διεκδικούν αυτή για τους εαυτούς τους, έτσι ώστε αφού συλλάβουν αυτή, ύστερα από σύντονες προσπάθειες, και αφού καταρρίψουν όλα τα εμπόδια, να μπορέσουν να πετύχουν τις προσφερόμενες σ’ αυτούς ευλογίες.
Την ίδια ερμηνεία δίνει και στον στίχο Λκ. 16,16:
«Ὁ νόμος καί οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου· ἀπό τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται, καί πᾶς εἰς αὐτήν βιάζεται.»
(… Από την εποχή δε του Ιωάννου καταγγέλλεται φανερά το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του Θεού και κάθε άνθρωπος φρόνιμος και συνετός βιάζει τον εαυτό του και σπεύδει να μπει σ’ αυτήν.)
«βιάζεται»: όσοι θέλουν να κατακτήσουν τον ουρανό πρέπει να κοπιάσουν, πρέπει να αγωνιστούν εναντίον των παθών και επιθυμιών τους και των πειρασμών του κόσμου.
(Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 19954, έκδ. «Αδελφότης Θεολόγων η ‘Ζωή’», σελ. 476
Για περισσότερα πατήστε εδώ: http://www.agiooros.net/forum/viewtopic.php?f=14&t=3938
Ημερ: 1 Φεβρουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Η Κυριακή Προσευχή -Το νόημα του «Πάτερ ἡμῶν»
Ημερ: 31 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις, Υποστηρικτικό υλικό.
Σχόλια: 10
Τι είναι η Προσευχή
Σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος η προσευχή ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωση με το Θεό, και ως προς την ενέργειά της, σύσταση και διατήρηση του κόσμου, συμφιλίωση με το Θεό, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρηση των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς που χτυπά την απόγνωση, απόδειξη της ελπίδας, διάλυση της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωση του θυμού, καθρέφτης της πνευματικής προόδου, δήλωση της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψη των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξας που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα. Μοιάζει, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Tito Colliander, με την αράχνη. Η αράχνη κάθεται στη μέση στον ιστό της και καταλαβαίνει αμέσως και το παραμικρότερο έντομο που πέφτει σ’αυτόν. Το σκοτώνει αμέσως. Το ίδιο κάνει και η προσευχή στην καρδιά. Μόλις το ελάχιστο κίνημα της καρδιάς πληροφορήσει την προσέγγιση ενός εχθρού, αμέσως η προσευχή τον αφανίζει.
Ημερ: 31 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις, Υποστηρικτικό υλικό.
Σχόλια: 10
Οι τρεις Ιεράρχες και το όραμα της παιδείας
Ο αγαπητός Σύμβουλος Ανδρέας Αργυρόπουλος ανάρτησε σχετική ομιλία στο ιστολόγιό του. Όσοι θέλετε να την διαβάσετε πατήσετε εδώ.
Ημερ: 31 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Εορτές.
Σχόλια: 10
Ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός με το αιώνιο χαμόγελο
Ημερ: 31 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα.
Σχόλια: 10
Ο βίος του αγίου Αντωνίου
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ἁγίου Ἀθανασίου
Ἀγαθὴν ἅμιλλαν ἐνεστήσασθε πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ μοναχοὺς, ἤτοι παρισωθῆναι, ἢ καὶ ὑπερβάλλεσθαι τούτους προελόμενοι τῇ κατ’ ἀρετὴν ὑμῶν ἀσκήσει.
Καὶ γὰρ καὶ παρ’ ὑμῖν λοιπὸν μοναστήρια, καὶ τὸ τῶν μοναχῶν ὄνομα πολιτεύεται.
Ταύτην μὲν οὖν τὴν πρόθεσιν δικαίως ἄν τις ἐπαινέσειε, καὶ εὐχομένων ὑμῶν, ὁ Θεὸς τελειώσειεν·
ἐπειδὴ δὲ ἀπῃτήσατε καὶ παρ’ ἐμοῦ περὶ τῆς πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἀντωνίου, μαθεῖν θέλοντες ὅπως τε ἤρξατο τῆς ἀσκήσεως, καὶ τίς ἦν πρὸ ταύτης, καὶ ὁποῖον ἔσχε τοῦ βίου τὸ τέλος, καὶ εἰ ἀληθῆ τὰ περὶ αὐτοῦ λεγόμενά ἐστιν, ἵνα καὶ πρὸς τὸν ἐκείνου ζῆλον ἑαυτοὺς ἀγάγητε·
μετὰ πολλῆς προθυμίας ἐδεξάμην τὸ παρ’ ὑμῶν ἐπίταγμα.
Κἀμοὶ γὰρ μέγα κέρδος ὠφελείας ἐστὶ καὶ τὸ μόνον Ἀντωνίου μνημονεύειν.
Οἶδα δὲ, ὅτι καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες, μετὰ τοῦ θαυμάσαι τὸν ἄνθρωπον, θελήσετε καὶ ζηλῶσαι τὴν ἐκείνου πρόθεσιν·
ἔστι γὰρ μοναχοῖς ἱκανὸς χαρακτὴρ πρὸς ἄσκησιν ὁ Ἀντωνίου βίος.
Οἷς μὲν οὖν ἠκούσατε περὶ αὐτοῦ παρὰ τῶν ἀπαγγειλάντων, μὴ ἀπιστήσητε, ὀλίγα δὲ μᾶλλον ἀκηκοέναι παρ’ αὐτῶν νομίζετε·
πάντως γὰρ κἀκεῖνοι μόγις τοσαῦτα διηγήσαντο.
Ἐπεὶ κἀγὼ, προτραπεὶς παρ’ ὑμῶν, ὅσα ἂν διὰ τῆς ἐπιστολῆς σημανῶ, ὀλίγα τῶν ἐκείνου μνημονεύσας ἐπιστείλω·
καὶ ὑμεῖς δὲ μὴ παύσησθε τοὺς ἐνθένδε πλέοντας ἐρωτᾷν.
Ἴσως γὰρ, ἑκάστου λέγοντος ὅπερ οἶδε, μόγις ἐπαξίως ἡ περὶ ἐκείνου γένηται διήγησις.
![]()
Ἐβουλόμην γὰρ οὖν, δεξάμενος ὑμῶν τὴν ἐπιστολὴν, μεταπέμψασθαί τινας τῶν μοναχῶν, τῶν μάλιστα πυκνότερον εἰωθότων πρὸς αὐτὸν παραγίνεσθαι·
ὡς ἄν τι πλέον μαθὼν πληρέστερον ὑμῖν ἐπιστείλω·
ἐπειδὴ δὲ γὰρ καὶ ὁ καιρὸς τῶν πλωΐμων συνέκλειε, καὶ ὁ γραμματοφόρος ἔσπευδε·
διὰ τοῦτο ἅπερ αὐτός τε γινώσκω (πολλάκις γὰρ αὐτὸν ἑώρακα), καὶ ἃ μαθεῖν ἠδυνήθην παρ’ αὐτοῦ, ἀκολουθήσας αὐτῷ χρόνον οὐκ ὀλίγον, καὶ ἐπιχέων ὕδωρ κατὰ χεῖρας αὐτοῦ, γράψαι τῇ εὐλαβείᾳ ὑμῶν ἐσπούδασα·
πανταχοῦ τῆς ἀληθείας φροντίσας, ἵνα μήτε πλέον τις ἀκούσας ἀπιστήσῃ, μήτε πάλιν ἐλάττονα τοῦ δέοντος μαθὼν, καταφρονήσῃ τοῦ ἀνδρός.
Ἀντώνιος γένος μὲν ἦν Αἰγύπτιος, εὐγενῶν δὲ γονέων καὶ περιουσίαν αὐτάρκη κεκτημένων, καὶ Χριστιανῶν αὐτῶν ὄντων, Χριστιανικῶς ἀνήγετο καὶ αὐτός.
Καὶ παιδίον μὲν ὢν, ἐτρέφετο παρὰ τοῖς γονεῦσι, πλέον αὐτῶν καὶ τοῦ οἴκου μηδὲν ἕτερον γινώσκων·
ἐπειδὴ δὲ καὶ αὐξήσας ἐγένετο παῖς, καὶ προέκοπτε τῇ ἡλικίᾳ, γράμματα μὲν μαθεῖν οὐκ ἠνέσχετο, βουλόμενος ἐκτὸς εἶναι καὶ τῆς πρὸς τοὺς παῖδας συνηθείας·
τὴν δὲ ἐπιθυμίαν πᾶσαν εἶχε, κατὰ τὸ γεγραμμένον περὶ τοῦ Ἰακὼβ, ὡς ἄπλαστος οἰκεῖν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
Συνήγετο μέντοι μετὰ τῶν γονέων ἐν τῷ Κυριακῷ·
καὶ οὔτε ὡς παῖς ἐῤῥᾳθύμει, οὔτε ὡς τῇ ἡλικίᾳ προκόπτων κατεφρόνει·
ἀλλὰ καὶ τοῖς γονεῦσιν ὑπετάσσετο, καὶ τοῖς ἀναγνώσμασι προσέχων, τὴν ἐξ αὐτῶν ὠφέλειαν ἐν ἑαυτῷ διετήρει.
Οὔτε δὲ πάλιν ὡς παῖς ἐν μετρίᾳ περιουσίᾳ τυγχάνων ἠνώχλει τοῖς γονεῦσι ποικίλης καὶ πολυτελοῦς ἕνεκα τροφῆς, οὔτε τὰς ἐκ ταύτης ἡδονὰς ἐζήτει·
μόνοις δὲ οἷς ηὕρισκεν ἠρκεῖτο, καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει.
Μετὰ δὲ τὸν θάνατον τῶν γονέων, αὐτὸς μόνος κατελείφθη μετὰ μιᾶς βραχυτάτης ἀδελφῆς·
καὶ ἦν ἐτῶν ἐγγὺς δέκα καὶ ὀκτὼ, ἢ καὶ εἴκοσι γεγονὼς, αὐτός τε τῆς οἰκίας καὶ τῆς ἀδελφῆς ἐφρόντιζεν.
Οὔπω δὲ μῆνες ἓξ παρῆλθον τοῦ θανάτου τῶν γονέων αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰωθὸς προερχόμενος εἰς τὸ Κυριακὸν, καὶ συνάγων ἑαυτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐλογίζετο περιπατῶν, πῶς οἱ μὲν ἀπόστολοι πάντα καταλιπόντες ἠκολούθησαν τῷ Σωτῆρι·
οἱ δὲ ἐν ταῖς Πράξεσι πωλοῦντες τὰ ἑαυτῶν ἔφερον καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων, εἰς διάδοσιν τῶν χρείαν ἐχόντων, τίς τε καὶ πόση τούτοις ἐλπὶς ἐν οὐρανοῖς ἀπόκειται.
![]()
Ταῦτα δὴ ἐνθυμούμενος, εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ συνέβη τότε τὸ Εὐαγγέλιον ἀναγινώσκεσθαι, καὶ ἤκουσε τοῦ Κυρίου λέγοντος τῷ πλουσίῳ·
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησον πάντα τὰ ὑπάρχοντά σοι, καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ὥσπερ θεόθεν ἐσχηκὼς τὴν τῶν ἁγίων μνήμην, καὶ ὡς δι’ αὐτὸν γενομένου τοῦ ἀναγνώσματος, ἐξελθὼν εὐθὺς ἐκ τοῦ Κυριακοῦ, τὰς μὲν κτήσεις ἃς εἶχεν ἐκ προγόνων (ἄρουραι δὲ ἦσαν τριακόσιαι εὔφοροι καὶ πάνυ καλαὶ), ταύτας ἐχαρίσατο τοῖς ἀπὸ τῆς κώμης, ἵνα εἰς μηδ’ ὁτιοῦν ὀχλήσωσιν αὐτῷ τε καὶ τῇ ἀδελφῇ.
Τὰ δὲ ἄλλα ὅσα ἦν αὐτοῖς κινητὰ, πάντα πωλήσας, καὶ συναγαγὼν ἀργύριον ἱκανὸν, δέδωκε τοῖς πτωχοῖς, τηρήσας ὀλίγα διὰ τὴν ἀδελφήν.
Ὡς δὲ, πάλιν εἰσελθὼν εἰς τὸ Κυριακὸν, ἤκουσεν ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Κυρίου λέγοντος, Μὴ μεριμνήσητε περὶ τῆς αὔριον, οὐκ ἀνασχόμενος ἔτι μένειν, ἐξελθὼν διέδωκε κἀκεῖνα τοῖς μετρίοις.
Τὴν δὲ ἀδελφὴν παραθέμενος γνωρίμοις καὶ πισταῖς παρθένοις, δούς τε αὐτὴν εἰς Παρθενῶνα ἀνατρέφεσθαι, αὐτὸς πρὸ τῆς οἰκίας ἐσχόλαζε λοιπὸν τῇ ἀσκήσει, προσέχων ἑαυτῷ καὶ καρτερικῶς ἑαυτὸν ἄγων.
Οὔπω γὰρ ἦν οὕτως ἐν Αἰγύπτῳ συνεχῆ μοναστήρια, οὐδ’ ὅλως ᾔδει μοναχὸς τὴν μακρὰν ἔρημον, ἕκαστος δὲ τῶν βουλομένων ἑαυτῷ προσέχειν οὐ μακρὰν τῆς ἰδίας κώμης καταμόνας ἠσκεῖτο.
![]()
Ἦν τοίνυν ἐν τῇ πλησίον κώμῃ τότε γέρων, ἐκ νεότητος τὸν μονήρη βίον ἀσκήσας·
τοῦτον ἰδὼν Ἀντώνιος, ἐζήλωσεν ἐν καλῷ·
καὶ πρῶτον μὲν ἤρξατο καὶ αὐτὸς μένειν ἐν τοῖς πρὸ τῆς κώμης τόποις.
Κἀκεῖθεν εἴ που τινὰ σπουδαῖον ἤκουεν, προερχόμενος ἐζήτει τοῦτον ὡς ἡ σοφὴ μέλισσα·
καὶ οὐ πρότερον εἰς τὸν ἴδιον τόπον ἀνέκαμπτεν, εἰ μὴ τοῦτον ἑωράκει, καὶ ὥσπερ ἐφόδιόν τι τῆς εἰς ἀρετὴν ὁδοῦ παρ’ αὐτοῦ λαβὼν, ἐπανῄει.
Ἐκεῖ τοίνυν τὰς ἀρχὰς διατρίβων, τὴν διάνοιαν ἐστάθμιζεν, ὅπως πρὸς μὲν τὰ τῶν γονέων μὴ ἐπιστρέφηται, μηδὲ τῶν συγγενῶν μνημονεύῃ·
ὅλον δὲ τὸν πόθον καὶ πᾶσαν τὴν σπουδὴν ἔχῃ περὶ τὸν τόνον τῆς ἀσκήσεως.
Εἰργάζετο γοῦν ταῖς χερσὶν, ἀκούσας·
Ὁ δὲ ἀργὸς μηδὲ ἐσθιέτω·
καὶ τὸ μὲν εἰς τὸν ἄρτον, τὸ δὲ εἰς τοὺς δεομένους ἀνήλισκε.
Προσηύχετο δὲ συνεχῶς, μαθὼν, ὅτι δεῖ κατ’ ἰδίαν προσεύχεσθαι ἀδιαλείπτως.
Καὶ γὰρ προσεῖχεν οὕτως τῇ ἀναγνώσει, ὡς μηδὲν τῶν γεγραμμένων ἀπ’ αὐτοῦ πίπτειν χαμαὶ, πάντα δὲ κατέχειν, καὶ λοιπὸν αὐτῷ τὴν μνήμην ἀντὶ βιβλίων γίνεσθαι.
![]()
Οὕτω μὲν οὖν ἑαυτὸν ἄγων, ἠγαπᾶτο παρὰ πάντων ὁ Ἀντώνιος·
αὐτὸς δὲ τοῖς σπουδαίοις, πρὸς οὓς ἀπήρχετο, γνησίως ὑπετάσσετο, καὶ καθ’ ἑαυτὸν ἑκάστου τὸ πλεονέκτημα τῆς σπουδῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως κατεμάνθανε·
καὶ τοῦ μὲν τὸ χαρίεν, τοῦ δὲ τὸ πρὸς τὰς εὐχὰς σύντονον ἐθεώρει·
καὶ ἄλλου μὲν τὸ ἀόργητον, ἄλλου δὲ τὸ φιλάνθρωπον κατενόει·
καὶ τῷ μὲν ἀγρυπνοῦντι, τῷ δὲ φιλολογοῦντι προσεῖχε·
καὶ τὸν μὲν ἐν καρτερίᾳ, τὸν δὲ ἐν νηστείαις καὶ χαμευνίαις ἐθαύμαζε·
καὶ τοῦ μὲν τὴν πραότητα, τοῦ δὲ τὴν μακροθυμίαν παρετηρεῖτο·
πάντων δὲ ὁμοῦ τὴν εἰς τὸν Χριστὸν εὐσέβειαν, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην ἐσημειοῦτο·
καὶ οὕτω πεπληρωμένος, ὑπέστρεφεν εἰς τὸν ἴδιον τοῦ ἀσκητηρίου τόπον·
λοιπὸν αὐτὸς τὰ παρ’ ἑκάστου συνάγων εἰς ἑαυτὸν, καὶ σπουδάζων ἐν ἑαυτῷ τὰ πάντων δεικνύναι·
καὶ γὰρ πρὸς τοὺς καθ’ ἡλικίαν ἴσους οὐκ ἦν φιλόνεικος, ἢ μόνον ἵνα μὴ δεύτερος ἐκείνων ἐν τοῖς βελτίοσι φαίνηται·
καὶ τοῦτο ἔπραττεν ὥστε μηδένα λυπεῖν, ἀλλὰ κἀκείνους ἐπ’ αὐτῷ χαίρειν.
![]()
Πάντες μὲν οὖν οἱ ἀπὸ τῆς κώμης καὶ οἱ φιλόκαλοι, πρὸς οὓς εἶχε τὴν συνήθειαν, οὕτως αὐτὸν ὁρῶντες, ἐκάλουν θεοφιλῆ·
καὶ οἱ μὲν ὡς υἱὸν, οἱ δὲ ὡς ἀδελφὸν ἠσπάζοντο.
![]()
Ὁ δὲ μισόκαλος καὶ φθονερὸς διάβολος οὐκ ἤνεγκεν ὁρῶν ἐν νεωτέρῳ τοιαύτην πρόθεσιν.
Ἀλλ’ οἷα μεμελέτηκε ποιεῖν, ἐπιχειρεῖ καὶ κατὰ τούτου πράττειν·
καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐπείραζεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ἀσκήσεως καταγαγεῖν, ὑποβάλλων μνήμην τῶν κτημάτων, τῆς ἀδελφῆς τὴν κηδεμονίαν, τοῦ γένους τὴν οἰκειότητα, φιλαργυρίαν, φιλοδοξίαν, τροφῆς τὴν ποικίλην ἡδονὴν, καὶ τὰς ἄλλας ἀνέσεις τοῦ βίου, καὶ τέλος τὸ τραχὺ τῆς ἀρετῆς, καὶ ὡς πολὺς αὐτῆς ἐστιν ὁ πόνος·
τοῦ τε σώματος τὴν ἀσθένειαν ὑπετίθετο, καὶ τοῦ χρόνου τὸ μῆκος.
Καὶ ὅλως πολὺν ἤγειρεν αὐτῷ κονιορτὸν λογισμῶν ἐν τῇ διανοίᾳ, θέλων αὐτὸν ἀποσχοινίσαι τῆς ὀρθῆς προαιρέσεως.
Ὡς δὲ εἶδεν ἑαυτὸν ὁ ἐχθρὸς ἀσθενοῦντα πρὸς τὴν τοῦ Ἀντωνίου πρόθεσιν, καὶ μᾶλλον ἑαυτὸν καταπαλαιόμενον ὑπὸ τῆς ἐκείνου στεῤῥότητος, καὶ ἀνατρεπόμενον τῇ πολλῇ πίστει, καὶ πίπτοντα ταῖς συνεχέσιν Ἀντωνίου προσευχαῖς·
τότε δὴ τοῖς ἐπ’ ὀμφαλοῦ γαστρὸς ὅπλοις ἑαυτοῦ θαῤῥῶν, καὶ καυχώμενος ἐπὶ τούτοις (ταῦτα γάρ ἐστιν αὐτοῦ τὰ πρῶτα κατὰ τῶν νεωτέρων ἔνεδρα), προσέρχεται κατὰ τοῦ νεωτέρου, νυκτὸς μὲν αὐτὸν θορυβῶν, μεθ’ ἡμέραν δὲ οὕτως ἐνοχλῶν, ὡς καὶ τοὺς ὁρῶντας αἰσθέσθαι τὴν γινομένην ἀμφοτέρων πάλην.
Ὁ μὲν γὰρ ὑπέβαλλε λογισμοὺς ῥυπαροὺς, ὁ δὲ ταῖς εὐχαῖς ἀνέτρεπε τούτους·
καὶ ὁ μὲν ἐγαργάλιζεν, ὁ δὲ, ὡς ἐρυθριᾷν δοκῶν, τῇ πίστει καὶ ταῖς εὐχαῖς καὶ νηστείαις ἐτείχιζε τὸ σῶμα·
καὶ ὁ μὲν διάβολος ὑπέμενεν ὁ ἄθλιος καὶ ὡς γυνὴ σχηματίζεσθαι νυκτὸς, καὶ πάντα τρόπον μιμεῖσθαι, μόνον ἵνα τὸν Ἀντώνιον ἀπατήσῃ·
ὁ δὲ τὸν Χριστὸν ἐνθυμούμενος, καὶ τὴν δι’ αὐτὸν εὐγένειαν, καὶ τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς λογιζόμενος, ἀπεσβέννυε τὸν ἄνθρακα τῆς ἐκείνου πλάνης.
Πάλιν τε ὁ μὲν ἐχθρὸς ὑπέβαλλε τὸ λεῖον τῆς ἡδονῆς·
ὁ δὲ, ὀργιζομένῳ καὶ λυπουμένῳ ἐοικὼς, τὴν ἀπειλὴν τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ σκώληκος τὸν πόνον ἐνεθυμεῖτο·
καὶ ἀντιτιθεὶς ταῦτα, διέβαινε τούτων ἀβλαβής.
Ἦν δὲ ταῦτα πάντα πρὸς αἰσχύνην γινόμενα τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ γὰρ νομίσας ὅμοιος γενέσθαι Θεῷ ὑπὸ νεανίσκου νῦν ἐπαίζετο·
καὶ ὁ σαρκὸς καὶ αἵματος κατακαυχώμενος ὑπὸ ἀνθρώπου σάρκα φοροῦντος ἀνετρέπετο.
Συνήργει γὰρ ὁ Κύριος αὐτῷ, ὁ σάρκα δι’ ἡμᾶς φορέσας, καὶ τῷ σώματι δοὺς τὴν κατὰ τοῦ διαβόλου νίκην·
ὥστε τῶν ὄντως ἀγωνιζομένων ἕκαστον λέγειν·
Οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί.
![]()
Τέλος γοῦν, ὡς οὐκ ἠδυνήθη τὸν Ἀντώνιον οὐδ’ ἐν τούτῳ καταβαλεῖν ὁ δράκων, ἀλλὰ καὶ ἔβλεπεν ἑαυτὸν ἐξωθούμενον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτοῦ, τρίζων τοὺς ὀδόντας, κατὰ τὸ γεγραμμένον, καὶ ὥσπερ ἐξιστάμενος, οἷός ἐστι τὸν νοῦν, τοιοῦτος ὕστερον καὶ τῇ φαντασίᾳ μέλας αὐτῷ φαίνεται παῖς·
καὶ ὥσπερ ὑποπίπτων, οὐκέτι μὲν λογισμοῖς ἐπέβαινεν (ἐκβέβλητο γὰρ ὁ δόλιος), λοιπὸν δὲ ἀνθρωπίνῃ χρώμενος φωνῇ, ἔλεγε·
Πολλοὺς μὲν ἠπάτησα, καὶ πλείστους κατέβαλον·
νῦν δὲ, ὡς ἐπὶ πολλοῖς καὶ ἐπὶ σοὶ καὶ τοῖς σοῖς πόνοις προσβαλὼν, ἠσθένησα.
Εἶτα τοῦ Ἀντωνίου πυθομένου·
Τίς εἶ σὺ ὁ τοιαῦτα λαλῶν παρ’ ἐμοί;
εὐθὺς ἐκεῖνος οἰκτρὰς ἠφίει φωνάς·
Ἐγὼ τῆς πορνείας εἰμὶ φίλος·
ἐγὼ τὰ εἰς ταύτην ἔνεδρα, καὶ τοὺς ταύτης γαργαλισμοὺς κατὰ τῶν νέων ἀνεδεξάμην, καὶ πνεῦμα πορνείας κέκλημαι.
Πόσους θέλοντας σωφρονεῖν ἠπάτησα!
Πόσους ἐγκρατευομένους μετέπεισα γαργαλίζων!
Ἐγώ εἰμι δι’ ὃν καὶ ὁ προφήτης μέμφεται τοὺς πεσόντας, λέγων·
Πνεύματι πορνείας ἐπλανήθητε·
δι’ ἐμοῦ γὰρ ἦσαν ἐκεῖνοι σκελισθέντες.
Ἐγώ εἰμι ὁ πολλάκις σοι ὀχλήσας, καὶ τοσαυτάκις ἀνατραπεὶς παρὰ σοῦ.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος εὐχαριστήσας τῷ Κυρίῳ, καὶ καταθαῤῥήσας αὐτοῦ, φησὶ πρὸς αὐτόν·
Πολὺ τοίνυν εὐκαταφρόνητος τυγχάνεις·
καὶ γὰρ μέλας εἶ τὸν νοῦν, καὶ ὡς παῖς ἀσθενής·
οὐδὲμία μοι λοιπόν ἐστι φροντὶς περὶ σοῦ·
Κύριος γὰρ ἐμοὶ βοηθὸς, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου.
Ταῦτα ἀκούσας ὁ μέλας ἐκεῖνος, εὐθὺς ἔφυγε καταπτήξας τὰς φωνὰς, καὶ φοβηθεὶς ἔτι κἂν ἐγγίσαι τῷ ἀνδρί.
![]()
Τοῦτο πρῶτον ἆθλον Ἀντωνίου γέγονε κατὰ τοῦ διαβόλου·
μᾶλλον δὲ τοῦ Σωτῆρος καὶ τοῦτο γέγονεν ἐν τῷ Ἀντωνίῳ τὸ κατόρθωμα, τοῦ τὴν ἁμαρτίαν κατακρίναντος ἐν τῇ σαρκὶ, ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν, τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα.
Ἀλλ’ οὔτε Ἀντώνιος, ὡς ὑποπεσόντος τοῦ δαίμονος, ἠμέλει λοιπὸν καὶ κατεφρόνει ἑαυτοῦ·
οὔτε ὁ ἐχθρὸς, ὡς ἡττηθεὶς, ἐπαύετο τοῦ ἐνεδρεύειν.
Περιήρχετο γὰρ πάλιν ὡς λέων, ζητῶν τινα πρόφασιν κατ’ αὐτοῦ.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος, μαθὼν ἐκ τῶν Γραφῶν πολλὰς εἶναι τὰς μεθοδείας τοῦ ἐχθροῦ, συντόνως ἐκέχρητο τῇ ἀσκήσει, λογιζόμενος, ὅτι, εἰ καὶ μὴ ἴσχυσε τὴν καρδίαν ἐν ἡδονῇ σώματος ἀπατῆσαι, πειράσει πάντως δι’ ἑτέρας ἐνεδρεῦσαι μεθόδου·
ἔστι γὰρ φιλαμαρτήμων ὁ δαίμων.
Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλλον ὑπεπίαζε τὸ σῶμα καὶ ἐδουλαγώγει, μήπως, ἐν ἄλλοις νικήσας, ἐν ἄλλοις ὑποσυρῇ.
Βουλεύεται τοίνυν σκληροτέραις ἀγωγαῖς ἑαυτὸν ἐθίζειν.
![]()
Καὶ πολλοὶ μὲν ἐθαύμαζον, αὐτὸς δὲ ῥᾷον τὸν πόνον ἔφερεν·
ἡ γὰρ προθυμία τῆς ψυχῆς, πολὺν χρόνον ἐμμείνασα, ἕξιν ἀγαθὴν ἐνειργάζετο ἐν αὐτῷ·
ὥστε καὶ μικρὰν πρόφασιν λαμβάνοντα παρ’ ἑτέρων, πολλὴν εἰς τοῦτο τὴν σπουδὴν ἐνδείκνυσθαι·
ἠγρύπνει γὰρ τοσοῦτον, ὡς πολλάκις καὶ ὅλην τὴν νύκτα διατελεῖν αὐτὸν ἄϋπνον·
καὶ τοῦτο δὲ οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πλειστάκις ποιῶν ἐθαυμάζετο.
Ἤσθιέ τε ἅπαξ τῆς ἡμέρας μετὰ δύσιν ἡλίου·
ἦν δ’ ὅτε καὶ διὰ δύο, πολλάκις δὲ καὶ διὰ τεσσάρων μετελάμβανε.
Καὶ ἦν αὐτῷ ἡ τροφὴ ἄρτος καὶ ἅλας·
καὶ τὸ ποτὸν ὕδωρ μόνον.
Περὶ γὰρ κρεῶν καὶ οἴνου περιττόν ἐστι καὶ λέγειν·
ὅπου γε οὐδὲ παρὰ τοῖς ἄλλοις σπουδαίοις ηὑρίσκετό τι τοιοῦτον.
Εἰς δὲ τὸν ὕπνον ἠρκεῖτο ψιαθίῳ·
τὸ δὲ πλεῖστον καὶ ἐπὶ γῆς μόνης κατέκειτο.
Ἀλείφεσθαι δὲ ἐλαίῳ παρῃτεῖτο, λέγων μᾶλλον πρέπειν τοὺς νεωτέρους ἐκ προθυμίας ἔχειν τὴν ἄσκησιν, καὶ μὴ ζητεῖν τὰ χαυνοῦντα τὸ σῶμα·
ἀλλὰ καὶ ἐθίζειν αὐτὸ τοῖς πόνοις, λογιζομένους τὸ τοῦ Ἀποστόλου ῥητόν·
Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι.
Τότε γὰρ ἔλεγεν ἰσχύειν τῆς ψυχῆς τὸν τόνον, ὅταν αἱ τοῦ σώματος ἀσθενῶσιν ἡδοναί.
Καὶ ἦν αὐτῷ παράδοξος ὄντως καὶ οὗτος ὁ λογισμός·
οὐ γὰρ ἠξίου χρόνῳ μετρεῖν τὴν τῆς ἀρετῆς ὁδὸν, οὐδὲ τὴν δι’ αὐ τὴν ἀναχώρησιν, ἀλλὰ πόθῳ καὶ τῇ προαιρέσει.
Αὐτὸς γοῦν οὐκ ἐμνημόνευε τοῦ παρελθόντος χρόνου·
ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν, ὡς ἀρχὴν ἔχων τῆς ἀσκήσεως, μείζω τὸν πόνον εἶχεν εἰς προκοπὴν, ἐπιλέγων ἑαυτῷ τὸ τοῦ Παύλου ῥητὸν συνεχῶς·
Τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος·
μνημονεύων τε καὶ τῆς φωνῆς τοῦ προφήτου Ἠλίου λέγοντος·
Ζῇ Κύριος, ᾧ παρέστην ἐνώπιον αὐτοῦ σήμερον.
Παρετηρεῖτο γὰρ, ὅτι, σήμερον λέγων, οὐκ ἐμέτρει τὸν παρελθόντα χρόνον·
ἀλλ’ ὡς ἀρχὴν ἀεὶ καταβαλλόμενος, καθ’ ἡμέραν ἐσπούδαζεν ἑαυτὸν παριστάνειν τοιοῦτον, οἷον χρὴ φαίνεσθαι τῷ Θεῷ, καθαρὸν τῇ καρδίᾳ, καὶ ἕτοιμον ὑπακούειν τῷ βουλήματι αὐτοῦ, καὶ μηδενὶ ἄλλῳ.
Ἔλεγε δὲ ἐν ἑαυτῷ, δεῖν τὸν ἀσκητὴν ἐκ τῆς πολιτείας τοῦ μεγάλου Ἠλίου καταμανθάνειν, ὡς ἐν ἐσόπτρῳ τὸν ἑαυτοῦ βίον ἀεί.
![]()
Οὕτω δὴ οὖν συσφίγξας ἑαυτὸν ὁ Ἀντώνιος, ἀπήρχετο εἰς τὰ μακρὰν τῆς κώμης τυγχάνοντα μνήματα, καὶ παραγγείλας ἑνὶ τῶν γνωρίμων δι’ ἡμερῶν πολλῶν αὐτῷ κομίζειν τὸν ἄρτον, αὐτὸς εἰσελθὼν εἰς ἓν τῶν μνημάτων, καὶ κλείσαντος ἐκείνου κατ’ αὐτοῦ τὴν θύραν, ἔμενε μόνος ἔνδον.
Ἔνθα δὴ μὴ φέρων ὁ ἐχθρὸς, ἀλλὰ μὴν καὶ φοβούμενος, μὴ κατ’ ὀλίγον καὶ τὴν ἔρημον ἐμπλήσῃ τῆς ἀσκήσεως·
προσελθὼν ἐν μιᾷ νυκτὶ μετὰ πλήθους δαιμόνων, τοσοῦτον αὐτὸν ἔκοψε πληγαῖς, ὡς καὶ ἄφωνον αὐτὸν ἀπὸ τῶν βασάνων κεῖσθαι χαμαί·
διεβεβαιοῦτο γὰρ οὕτω σφοδροὺς γεγενῆσθαι τοὺς πόνους, ὡς λέγειν μὴ δύνασθαι τὰς παρὰ ἀνθρώπων πληγὰς τοιαύτην ποτὲ βάσανον ἐμποιῆσαι.
Θεοῦ δὲ προνοίᾳ (οὐ γὰρ παρορᾷ Κύριος τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ’ αὐτὸν), τῇ ἑξῆς παραγίνεται ὁ γνώριμος, κομίζων τοὺς ἄρτους αὐτῷ·
ἀνοίξας τε τὴν θύραν, καὶ τοῦτον ἰδὼν χαμαὶ κείμενον ὡς νεκρὸν, βαστάσας ἔφερεν εἰς τὸ τῆς κώμης Κυριακὸν, καὶ τίθησιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Πολλοί τε τῶν συγγενῶν, καὶ οἱ ἀπὸ τῆς κώμης, παρεκαθέζοντο ὡς ἐπὶ νεκρῷ τῷ Ἀντωνίῳ.
Περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον εἰς ἑαυτὸν ἐλθὼν ὁ Ἀντώνιος, καὶ διεγερθεὶς, ὡς εἶδε πάντας κοιμωμένους, καὶ μόνον τὸν γνώριμον γρηγοροῦντα, νεύσας ἥκειν αὐτὸν πρὸς αὐτὸν, ἠξίου πάλιν αὐτὸν βαστάσαι καὶ ἀποφέρειν εἰς τὰ μνήματα, μηδένα ἐξυπνίσαντα.
Ἀπηνέχθη οὖν παρὰ τοῦ ἀνδρὸς, καὶ συνήθως τῆς θύρας κεκλεισμένης, ἔνδον ἦν πάλιν μόνος.
Καὶ στήκειν μὲν οὐκ ἴσχυε διὰ τὰς πληγάς·
ἀνακείμενος δὲ ηὔχετο.
Καὶ μετὰ τὴν εὐχὴν ἔλεγε μετὰ κραυγῆς·
Ὧδέ εἰμι ἐγὼ Ἀντώνιος·
οὐ φεύγω τὰς παρ’ ὑμῶν πληγάς.
Κἂν γὰρ πλείονας ποιήσητε, οὐδέν με χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Εἶτα καὶ ἔψαλλεν·
Ἐὰν παρατάξηται ἐπ’ ἐμὲ παρεμβολὴ, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου.
Ὁ μὲν οὖν ἀσκητὴς ἐφρόνει καὶ ἔλεγε ταῦτα·
ὁ δὲ μισόκαλος.
ἐχθρὸς, θαυμάσας, ὅτι καὶ μετὰ τὰς πληγὰς ἐθάῤῥησεν ἐλθεῖν, συγκαλέσας αὐτοῦ τοὺς κύνας, καὶ διαῤῥηγνύμενος, ἔφη·
Ὁρᾶτε ὅτι οὐ πνεύματι πορνείας, οὐ πληγαῖς ἐπαύσαμεν τοῦτον·
ἀλλὰ καὶ θρασύνεται καθ’ ἡμῶν·
προσέλθωμεν ἄλλως αὐτῷ.
Εὔκολον δὲ τῷ διαβόλῳ τὰ εἰς κακίαν σχήματα.
Τότε δὴ οὖν ἐν τῇ νυκτὶ κτύπον μὲν τοιοῦτον ποιοῦσιν, ὡς δοκεῖν πάντα τὸν τόπον ἐκεῖνον σείεσθαι·
τοὺς δὲ τοῦ οἰκίσκου τέσσαρας τοίχους ὥσπερ ῥήξαντες οἱ δαίμονες, ἔδοξαν δι’ αὐτῶν ἐπεισέρχεσθαι, μετασχηματισθέντες εἰς θηρίων καὶ ἑρπετῶν φαντασίαν·
καὶ ἦν ὁ τόπος εὐθὺς πεπληρωμένος φαντασίας λεόντων, ἄρκτων, λεοπάρδων, ταύρων, καὶ ὄφεων, ἀσπίδων, καὶ σκορπίων, καὶ λύκων.
Καὶ ἕκαστον μὲν τούτων ἐκίνει κατὰ τὸ ἴδιον σχῆμα.
Ὁ λέων ἔβρυχε, θέλων ἐπελθεῖν, ὁ ταῦρος ἐδόκει κερατίζειν, ὁ ὄφις ἕρπων οὐκ ἔφθανε, καὶ ὁ λύκος ὁρμῶν ἐπείχετο·
καὶ ὅλως πάντων ὁμοῦ ἦσαν τῶν φαινομένων οἱ ψόφοι δεινοὶ, καὶ οἱ θυμοὶ χαλεποί.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος, μαστιζόμενος καὶ κεντούμενος παρ’ αὐτῶν, ᾔσθετο μὲν δεινοτέρου πόνου σωματικοῦ.
Ἀτρέμας καὶ μᾶλλον τῇ ψυχῇ γρηγορῶν ἀνέκειτο·
καὶ ἔστενε μὲν διὰ τὸν τοῦ σώματος πόνον·
νήφων δὲ τῇ διανοίᾳ καὶ ὥσπερ χλευάζων, ἔλεγεν·
Εἰ δύναμίς τις ἦν ἐν ὑμῖν, ἤρκει καὶ μόνον ἕνα ἐξ ὑμῶν ἐλθεῖν·
ἐπειδὴ δὲ ἐξενεύρωσεν ὑμᾶς ὁ Κύριος, διὰ τοῦτο κἂν τῷ πλήθει πειράζετέ πως ἐκφοβεῖν·
γνώρισμα τῆς ἀσθενείας ὑμῶν τὸ τὰς ἀλόγων ὑμᾶς μιμεῖσθαι μορφάς.
Θαῤῥῶν γοῦν πάλιν ἔλεγεν·
Εἰ δύνασθε καὶ ἐξουσίαν ἐλάβετε κατ’ ἐμοῦ, μὴ μέλλετε, ἀλλ’ ἐπίβητε·
εἰ δὲ μὴ δύνασθε, τί μάτην ταράσσεσθε;
Σφραγὶς γὰρ ἡμῖν καὶ τεῖχος εἰς ἀσφάλειαν ἡ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν πίστις.
Πολλὰ τοίνυν ἐπιχειρήσαντες, ἔτριζον κατ’ αὐτοῦ τοὺς ὀδόντας, ὅτι μᾶλλον ἔπαιζον ἑαυτοὺς, καὶ οὐκ ἐκεῖνον.
![]()
Ὁ δὲ Κύριος οὐδὲ ἐν τούτῳ ἐπελάθετο τῆς ἀθλήσεως Ἀντωνίου, ἀλλ’ εἰς ἀντίληψιν αὐτοῦ παραγέγονεν.
Ἀναβλέψας γοῦν, εἶδε τὴν στέγην ὥσπερ διανοιγομένην, καὶ ἀκτῖνά τινα φωτὸς κατερχομένην πρὸς αὐτόν.
Καὶ οἱ μὲν δαίμονες ἐξαίφνης ἄφαντοι γεγόνασιν·
ὁ δὲ πόνος τοῦ σώματος εὐθὺς ἐπέπαυτο, καὶ ὁ οἶκος πάλιν ἦν ὁλόκληρος.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος, αἰσθόμενος τῆς ἀντιλήψεως, καὶ πλέον ἀναπνεύσας, κουφισθείς τε τῶν πόνων, ἐδέετο τῆς φανείσης ὀπτασίας, λέγων·
Ποῦ ἦς;
διὰ τί μὴ ἐξ ἀρχῆς ἐφάνης, ἵνα μου τὰς ὀδύνας παύσῃς;
Καὶ φωνὴ γέγονε πρὸς αὐτόν·
Ἀντώνιε, ὧδε ἤμην, ἀλλὰ περιέμενον ἰδεῖν τὸ σὸν ἀγώνισμα.
Ἐπεὶ οὖν ὑπέμεινας, καὶ οὐχ ἡττήθης, ἔσομαί σοι ἀεὶ βοηθὸς, καὶ ποιήσω σε ὀνομαστὸν πανταχοῦ γενέσθαι.
Ταῦτα ἀκούσας, ἀναστὰς ηὔχετο·
καὶ τοσοῦτον ἴσχυσεν, ὡς αἰσθέσθαι αὐτὸν, ὅτι πλείονα δύναμιν ἔσχεν ἐν τῷ σώματι μᾶλλον, ἧς εἶχε τὸ πρότερον.
Ἦν δὲ τότε λοιπὸν ἐγγὺς τριάκοντα καὶ πέντε ἐτῶν.
![]()
Τῇ δὲ ἑξῆς προελθὼν, ἔτι μᾶλλον προθυμότερος ἦν εἰς τὴν θεοσέβειαν, καὶ γενόμενος πρὸς τὸν γέροντα τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον, ἠξίου τὴν ἔρημον οἰκῆσαι σὺν αὐτῷ.
Τοῦ δὲ παραιτησαμένου διά τε τὴν ἡλικίαν, καὶ διὰ τὸ μηδέπω εἶναι τοιαύτην συνήθειαν, εὐθὺς αὐτὸς ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος.
Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὁ ἐχθρὸς, βλέπων αὐτοῦ τὴν σπουδὴν καὶ θέλων ἐμποδίσαι ταύτην, ὑπέβαλεν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἀργυροῦ δίσκου μεγάλου φαντασίαν.
Ἀντώνιος δὲ, συνεὶς τοῦ μισοκάλου τὴν τέχνην, ἔστη, καὶ τῷ δίσκῳ βλέπων, τὸν ἐν αὐτῷ διάβολον ἤλεγχε λέγων·
Πόθεν ἐν ἐρήμῳ δίσκος;
Οὐκ ἔστιν ἡ ὁδὸς αὕτη τετριμμένη, οὐδέ ἐστιν ἴχνος ὁδευσάντων ὧδέ τινων·
ἐκπεσὼν οὐκ ἠδύνατο λαθεῖν μέγιστος ὤν.
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπολέσας, ἀναστρέψας καὶ ζητήσας εὗρεν ἂν διὰ τὸ ἔρημον εἶναι τὸν τόπον.
Τοῦτο τέχνη τοῦ διαβόλου γέγονεν.
Οὐκ ἐμποδίσεις ἐν τούτῳ μου τὴν προθυμίαν, διάβολε.
Τοῦτο γὰρ σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν.
Καὶ τοῦτο τοῦ Ἀντωνίου λέγοντος, ἐξέλιπεν ἐκεῖνος, ὡσεὶ καπνὸς ἀπὸ προσώπου πυρός.
Εἶτα πάλιν οὐκ ἔτι φαντασίαν, ἀληθινὸν δὲ χρυσὸν ἐῤῥιμμένον ἐν ταῖς ὁδοῖς ἑώρακεν ἀπερχόμενος.
Εἴτε δὲ τοῦ ἐχθροῦ δείξαντος, εἴτε τινὸς κρείττονος δυνάμεως γυμναζούσης τὸν ἀθλητὴν, καὶ δεικνυούσης τῷ διαβόλῳ, ὅτι μηδὲ τῶν ἀληθῶς φροντίζει χρημάτων·
οὔτε αὐτὸς ἀπήγγειλεν, οὔτε ἡμεῖς ἔγνωμεν, πλὴν ὅτι χρυσὸς ἦν ὁ φαινόμενος.
Ὁ δὲ Ἀντώνιος τὸ μὲν πλῆθος ἐθαύμασεν, ὡς δὲ πῦρ ὑπερβὰς, οὕτως αὐτὸν παρῆλθεν ὡς μηδὲ στραφῆναι·
ἀλλὰ καὶ δρόμῳ σπουδάσαι τοσοῦτον, ὥστε κρύψαι καὶ λαθεῖν τὸν τόπον.
Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλλον ἐπιτείνας τὴν πρόθεσιν, ὥρμησεν εἰς τὸ ὄρος.
Καὶ παρεμβολὴν ἔρημον, καὶ διὰ τὸν χρόνον μεστὴν ἑρπετῶν εὑρὼν εἰς τὸ πέραν τοῦ ποταμοῦ, ἐκεῖ μετέθηκεν ἑαυτὸν, καὶ ᾤκησεν ἐν αὐτῇ.
Τὰ μὲν οὖν ἑρπετὰ, ὥσπερ τινὸς διώκοντος, εὐθὺς ἀνεχώρησαν·
αὐτὸς δὲ, τὴν εἴσοδον ἀναφράξας, καὶ ἄρτους εἰς μῆνας ἒξ ἀποθέμενος (ποιοῦσι δὲ τοῦτο Θηβαῖοι, καὶ πολλάκις μένουσι καὶ ὅλον ἐνιαυτὸν ἀβλαβεῖς), ἔχων ἔνδον ὕδωρ, ὥσπερ ἐν ἀδύτοις ἐγκαταδυόμενος μόνος ἔμενεν ἔνδον, μήτε αὐτὸς προϊὼν, μήτε τινὰ τῶν ἐρχομένων βλέπων.
![]()
Αὐτὸς μὲν οὖν πολὺν χρόνον οὕτω συνῆψεν ἀσκούμενος·
κατ’ ἐνιαυτὸν μόνον ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ δώματος δεύτερον δεχόμενος τοὺς ἄρτους
Οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐρχόμενοι τῶν γνωρίμων, ἐπεὶ μὴ συνεχώρει τούτους εἰσελθεῖν, ἔξω πολλάκις ἡμέρας καὶ νύκτας ποιοῦντες, ἤκουον ὡς ὄχλων ἔνδον θορυβούντων, κτυπούντων, φωνὰς ἀφιέντων οἰκτρὰς, καὶ κραζόντων·
Ἀπόστα τῶν ἡμετέρων·
τί σοὶ καὶ τῇ ἐρήμῳ;
οὐ φέρεις ἡμῶν τὴν ἐπιβουλήν.
Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν εἶναί τινας σὺν αὐτῷ μαχομένους ἀνθρώπους, καὶ τούτους διὰ κλιμάκων εἰσεληλυθέναι πρὸς αὐτὸν ἐνόμιζον οἱ ἔξωθεν·
ὡς δὲ διά τινος τρυμαλιᾶς παρακύψαντες, οὐδένα ἔβλεπον, τότε δὴ λογισάμενοι δαίμονας εἶναι τούτους, καὶ φοβηθέντες αὐτοὶ, τὸν Ἀντώνιον ἐκάλουν.
Ὁ δὲ μᾶλλον τούτων ἤκουεν, ἢ ἐκείνων ἐφρόντιζε.
Καὶ προσελθὼν ἐγγὺς τῆς θύρας, παρεκάλει τοὺς ἀνθρώπους ἀναχωρεῖν καὶ μὴ φοβεῖσθαι·
οὕτω γὰρ ἔλεγε τοὺς δαίμονας φαντασίας ποιεῖν κατὰ τῶν δειλιώντων.
Ὑμεῖς οὖν σφραγίσατε ἑαυτοὺς, καὶ ἄπιτε θαῤῥοῦντες·
καὶ τούτους ἄφετε παίζειν ἑαυτοῖς.
Οἱ μὲν οὖν ἀπήρχοντο τετειχισμένοι τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.
Ὁ δὲ ἔμενε, καὶ οὐδὲν ἐβλάπτετο παρ’ αὐτῶν·
ἀλλ’ οὐδὲ ἔκαμνεν ἀγωνιζόμενος·
ἡ γὰρ προσθήκη τῶν γινομένων αὐτῷ τῶν ἄνω θεωρημάτων, καὶ ἡ τῶν ἐχθρῶν ἀσθένεια, πολλὴν αὐτῷ τῶν πόνων ἀνάπαυλαν παρείχετο, καὶ εἰς πλείονα προθυμίαν παρεσκεύαζε.
Καὶ γὰρ συνεχῶς παρέβαλλον οἱ γνώριμοι, νομίζοντες εὑρίσκειν αὐτὸν νεκρὸν, καὶ ἤκουον αὐτοῦ ψάλλοντος·
Ἀναστήτω, ὁ Θεὸς, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν.
Ὡς ἐκλείπει καπνὸς, ἐκλειπέτωσαν·
ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς, οὕτως ἀπόλοιντο οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ·
καὶ πάλιν·
Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
![]()
Εἴκοσι τοίνυν ἐγγὺς ἔτη διετέλεσεν, οὕτω καθ’ ἑαυτὸν ἀσκούμενος, οὔτε προϊὼν, οὔτε παρά τινων συνεχῶς βλεπόμενος.
Μετὰ δὲ ταῦτα, πολλῶν ποθούντων καὶ θελόντων αὐτοῦ τὴν ἄσκησιν ζηλῶσαι, ἄλλων τε γνωρίμων ἐλθόντων, καὶ βίᾳ τὴν θύραν καταβαλόντων καὶ ἐξεωσάντων·
προῆλθεν ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἔκ τινος ἀδύτου μεμυσταγωγημένος καὶ θεοφορούμενος·
καὶ τότε πρῶτον ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς ἐφάνη τοῖς ἐλθοῦσι πρὸς αὐτόν.
Ἐκεῖνοι μὲν οὖν, ὡς εἶδον, ἐθαύμαζον ὁρῶντες αὐτοῦ τό τε σῶμα τὴν αὐτὴν ἕξιν ἔχον, καὶ μήτε πιανθὲν, ὡς ἀγύμναστον, μήτε ἰσχνωθὲν ὡς ἀπὸ νηστειῶν καὶ μάχης δαιμόνων·
τοιοῦτος γὰρ ἦν, οἶον καὶ πρὸ τῆς ἀναχωρήσεως ᾔδεισαν αὐτόν·
τῆς δὲ ψυχῆς πάλιν καθαρὸν τὸ ἦθος·
οὔτε γὰρ ὡς ὑπὸ ἀνίας συνεσταλμένον ἦν, οὔτε ὑφ’ ἡδονῆς διακεχυμένον, οὔτε ὑπὸ γέλωτος ἢ κατηφείας συνεχόμενον·
οὔτε γὰρ ἑωρακὼς τὸν ὄχλον ἐταράχθη, οὔτε ὡς ὑπὸ τοσούτων κατασπαζόμενος ἐγεγήθει·
ἀλλ’ ὅλος ἦν ἴσος, ὡς ὑπὸ τοῦ λόγου κυβερνώμενος, καὶ ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἑστώς.
![]()
Πολλοὺς γοῦν τῶν παρόντων τὰ σώματα πάσχοντας ἐθεράπευσεν ὁ Κύριος δι’ αὐτοῦ·
καὶ ἄλλους ἀπὸ δαιμόνων ἐκαθάρισε.
Χάριν τε ἐν τῷ λαλεῖν ἐδίδου τῷ Ἀντωνίῳ·
καὶ οὕτω πολλοὺς μὲν λυπουμένους παρεμυθεῖτο, ἄλλους δὲ μαχομένους διήλλαττεν εἰς φιλίαν·
πᾶσιν ἐπιλέγων μηδὲν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ προκρίνειν τῆς εἰς Χριστὸν ἀγάπης.
∆ιαλεγόμενος δὲ καὶ παραινῶν μνημονεύειν περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τῆς εἰς ἡμᾶς γενομένης τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας, ὃς οὐκ ἐφείσατο τοῦ ἰδίου Υἱοῦ, ἀλλ’ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν·
ἔπεισε πολλοὺς αἱρήσασθαι τὸν μονήρη βίον·
καὶ οὕτω λοιπὸν γέγονε καὶ ἐν τοῖς ὄρεσι μοναστήρια, καὶ ἡ ἔρημος ἐπολίσθη ὑπὸ μοναχῶν, ἐξελθόντων ἀπὸ τῶν ἰδίων, καὶ ἀπογραψαμένων τὴν ἐν τοῖς οὐρανοῖς πολιτείαν.
Χρείας δὲ γενομένης διελθεῖν αὐτὸν τὴν τοῦ Ἀρσενοΐτου διώρυγα (χρεία δὲ ἦν ἡ τῶν ἀδελφῶν ἐπίσκεψις), πλήρης ἦν ἡ διώρυξ κροκοδείλων.
Καὶ μόνον εὐξάμενος, ἐνέβη αὐτός τε καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, καὶ διῆλθον ἀβλαβεῖς.
Ὑποστρέψας δὲ εἰς τὸ μοναστήριον, τῶν αὐτῶν εἴχετο σεμνῶν καὶ νεανικῶν πόνων.
∆ιαλεγόμενός τε συνεχῶς, τῶν μὲν ἤδη μοναχῶν τὴν προθυμίαν ηὔξανε, τῶν δὲ ἄλλων τοὺς πλείστους εἰς ἔρωτα τῆς ἀσκήσεως ἐκίνει, καὶ ταχέως, ἕλκοντος τοῦ λόγου, πλεῖστα γέγονε μοναστήρια, καὶ πάντων αὐτῶν ὡς πατὴρ καθηγεῖτο.
![]()
Μιᾷ γοῦν ἡμέρᾳ προελθὼν, καὶ πάντων τῶν μοναχῶν ἐλθόντων πρὸς αὐτὸν, ἀξιούντων τε παρ’ αὐτοῦ ἀκοῦσαι λόγον, ἔλεγεν αὐτοῖς τῇ Αἰγυπτιακῇ φωνῇ ταῦτα·
Τὰς μὲν Γραφὰς ἱκανὰς εἶναι πρὸς διδασκαλίαν·
ἡμᾶς δὲ καλὸν παρακαλεῖν ἀλλήλους ἐν τῇ πίστει, καὶ ἀλείφειν ἐν τοῖς λόγοις.
Καὶ ὑμεῖς τοίνυν ὡς τέκνα φέρετε τῷ πατρὶ λέγοντες ἃ οἴδατε·
κἀγὼ δὲ ὡς τῇ ἡλικίᾳ πρεσβύτερος ὑμῶν, ἃ οἶδα καὶ ὧν πεπείραμαι μεταδίδωμι.
Ἔστω δὲ προηγουμένως κοινὴ πᾶσιν αὕτη σπουδὴ, ἀρξαμένους μὴ ὑπενδοῦναι, μηδὲ ἐκκακεῖν ἐν τοῖς πόνοις, μηδὲ λέγειν·
Ἐχρονίσαμεν ἐν τῇ ἀσκήσει·
ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἀρχόμενοι καθ’ ἡμέραν, τὴν προθυμίαν ἐπαυξήσωμεν.
Ὅλος γὰρ ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος βραχύτατός ἐστι, μετρούμενος πρὸς τοὺς μέλλοντας αἰῶνας·
ὥστε καὶ πάντα τὸν χρόνον ἡμῶν μηδὲν εἶναι πρὸς τὴν αἰώνιον ζωήν.
Καὶ πᾶν μὲν πρᾶγμα ἐν τῷ κόσμῳ τοῦ ἀξίου πιπράσκεται, καὶ ἴσον ἴσῳ τις ἀντικαταλλάσσει·
ἡ δὲ ἐπαγγελία τῆς αἰωνίου ζωῆς ὀλίγου τινὸς ἀγοράζεται.
Γέγραπται γάρ·
Αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐὰν δὲ ἐν δυναστείαις, ὀγδοήκοντα ἔτη, καὶ τὸ πλεῖον αὐτῶν, κόπος καὶ πόνος.
Ὅταν τοίνυν πάντα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἢ καὶ ἑκατὸν διαμείνωμεν ἐν τῇ ἀσκήσει, οὐκ ἴσα τοῖς ἑκατὸν ἔτεσι βασιλεύσομεν, ἀλλ’ ἀντὶ τῶν ἑκατὸν αἰῶνας αἰώνων βασιλεύσομεν·
καὶ ἐπὶ γῆς ἀγωνισάμενοι, οὐκ ἐν γῇ κληρονομοῦμεν, ἀλλ’ ἐν οὐρανοῖς ἔχομεν τὰς ἐπαγγελίας·
πάλιν δὲ φθαρτὸν ἀποθέμενοι τὸ σῶμα, ἄφθαρτον ἀπολαμβάνομεν αὐτό.
Ὥστε, τέκνα, μὴ ἐκκακῶμεν, μηδὲ νομίζωμεν χρονίζειν, ἢ μέγα τι ποιεῖν.
Οὐ γὰρ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς δόξαν.
Μηδὲ εἰς τὸν κόσμον βλέποντες νομίζωμεν μεγάλοις τισὶν ἀποτετάχθαι·
καὶ γὰρ καὶ αὐτὴ πᾶσα ἡ γῆ βραχυτάτη πρὸς ὅλον τὸν οὐρανόν ἐστιν.
Εἰ τοίνυν καὶ πάσης τῆς γῆς κύριοι ἐτυγχάνομεν, καὶ ἀπετασσόμεθα τῇ γῇ πάσῃ, οὐδὲν ἄξιον ἦν πάλιν πρὸς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Ὡς γὰρ εἴ τις καταφρονήσειε μιᾶς χαλκῆς δραχμῆς, ἵνα κερδήσῃ χρυσᾶς δραχμὰς ἑκατὸν, οὕτως ὁ πάσης τῆς γῆς κύριος ὢν, καὶ ἀποτασσόμενος αὐτῇ, ὀλίγον ἀφίησι, καὶ ἑκατονταπλασίονα λαμβάνει.
Εἰ δὲ οὐδὲ πᾶσα ἡ γῆ ἀξία τῶν οὐρανῶν ἐστιν, ὁ ἄρα ἀφεὶς ὀλίγας ἀρούρας, ὡς οὐδὲν καταλιμπάνων, κἂν οἰκίαν ἢ χρυσίον ἱκανὸν ἀφῇ, οὐκ ὀφείλει καυχᾶσθαι ἢ ἀκηδιᾷν.
Ἄλλως τε ὀφείλομεν λογίζεσθαι, ὅτι, κἂν μὴ ἀφῶμεν δι’ ἀρετὴν, ἀλλ’ ὕστερον ἀποθνήσκοντες καταλιμπάνομεν αὐτὰ πολλάκις καὶ οἷς οὐ θέλομεν, ὡς ἐμνημόνευσεν ὁ Ἐκκλησιαστής.
∆ιὰ τί οὖν μὴ δι’ ἀρετὴν ἡμεῖς καταλιμπάνομεν, ἵνα καὶ βασιλείαν κληρονομήσωμεν;
∆ιὰ τοῦτο μηδὲ τοῦ κτᾶσθαί τις ἡμῶν ἐπιθυμίαν λαμβανέτω.
Τί γὰρ κέρδος ταῦτα κτᾶσθαι, ἃ μηδὲ αἴρομεν μεθ’ ἑαυτῶν;
τί οὐ μᾶλλον ἐκεῖνα κτώμεθα, ἃ καὶ μεθ’ ἑαυτῶν ἆραι δυνάμεθα, ἅτινά ἐστι φρόνησις, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ἀνδρεία, σύνεσις, ἀγάπη, φιλοπτωχία, πίστις ἡ εἰς Χριστὸν, ἀοργησία, φιλοξενία;
Ταῦτα κτώμενοι, εὑρήσομεν αὐτὰ πρὸ ἑαυτῶν ἐκεῖ ποιοῦντα ἡμῖν ξενίαν ἐν τῇ γῇ τῶν πραέων.
Ὥστε καὶ ἐκ τοιούτων πειθέτω τις ἑαυτὸν μὴ ὀλιγωρεῖν·
καὶ μάλιστα, ἐὰν λογίσηται, δοῦλον ἑαυτὸν εἶναι τοῦ Κυρίου, καὶ ὀφείλοντα τῷ δεσπότῃ δουλεύειν.
Ὥσπερ οὖν ὁ δοῦλος οὐκ ἂν τολμήσῃ λέγειν·
Ἐπειδὴ χθὲς εἰργασάμην, οὐκ ἐργάζομαι σήμερον·
οὐδὲ τὸν παρελθόντα χρόνον μετρῶν, παύσεται τῶν ἑξῆς ἡμερῶν, ἀλλὰ καθ’ ἡμέραν, ὡς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, τὴν αὐτὴν προθυμίαν δείκνυσιν, ἵνα τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ἀρέσκῃ, καὶ μὴ κινδυνεύσῃ·
οὕτω καὶ ἡμεῖς καθ’ ἡμέραν ἐπιμένωμεν τῇ ἀσκήσει, εἰδότες, ὅτι, ἐὰν μίαν ἡμέραν ἀμελήσωμεν, οὐ διὰ τὸν παρελθόντα χρόνον ἡμῖν συγχωρήσει, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀμέλειαν ἀγανακτήσει καθ’ ἡμῶν.
Οὕτως καὶ ἐν τῷ Ἰεζεχιὴλ ἠκούσαμεν·
οὕτως καὶ ὁ Ἰούδας διὰ νύκτα μίαν ἀπώλεσε καὶ τοῦ παρελθόντος χρόνου τὸν κάματον.
Ἐχώμεθα οὖν, τέκνα, τῆς ἀσκήσεως, καὶ μὴ ἀκηδιῶμεν.
Ἔχομεν γὰρ ἐν τούτῳ καὶ τὸν Κύριον συνεργὸν, ὡς γέγραπται·
Παντὶ τῷ προαιρουμένῳ τὸ ἀγαθὸν συνεργεῖ ὁ Θεὸς εἰς τὸ ἀγαθόν.
Εἰς δὲ τὸ μὴ ὀλιγωρεῖν ἡμᾶς καλὸν τὸ τοῦ Ἀποστόλου ῥητὸν μελετᾷν, τὸ, Καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω.
Ἂν γὰρ καὶ ἡμεῖς, ὡς ἀποθνήσκοντες καθ’ ἡμέραν, οὕτως ζῶμεν, οὐχ ἁμαρτήσομεν.
Ἔστι δὲ τὸ λεγόμενον τοιοῦτον, ἵνα, ἐγειρόμενοι καθ’ ἡμέραν, νομίζωμεν μὴ μένειν ἕως ἑσπέρας, καὶ πάλιν μέλλοντες κοιμᾶσθαι, νομίζωμεν μὴ ἐγείρεσθαι·
ἀδήλου φύσει καὶ τῆς ζωῆς ἡμῶν οὔσης, καὶ μετρουμένης καθ’ ἡμέραν παρὰ τῆς Προνοίας.
Οὕτω δὲ διακείμενοι, καὶ καθ’ ἡμέραν οὕτω ζῶντες, οὔτε ἁμαρτήσομεν, οὔτε τινὸς ἐπιθυμίαν ἕξομεν, οὔτε μηνιοῦμέν τινι, οὔτε θησαυρίσομεν ἐπὶ τῆς γῆς·
ἀλλ’ ὡς καθ’ ἡμέραν προσδοκῶντες ἀποθνήσκειν, ἀκτήμονες ἐσόμεθα, καὶ πᾶσι πάντα συγχωρήσομεν·
ἐπιθυμίας δὲ γυναικὸς, ἢ ἄλλης ῥυπαρᾶς ἡδονῆς, οὐδ’ ὅλως κρατήσομεν, ἀλλ’ ὡς παρερχομένην ἀποστραφησόμεθα·
ἀγωνιῶντες ἀεὶ καὶ προβλέποντες τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
Ἀεὶ γὰρ ὁ μείζων φόβος καὶ ὁ ἀγὼν τῶν βασάνων διαλύει τὸ λεῖον τῆς ἡδονῆς, καὶ τὴν ψυχὴν κλίνουσαν ἀνίστησιν.
Οὐκοῦν ἀρξάμενοι καὶ ἐπιβάντες ἤδη τῇ ὁδῷ τῆς ἀρετῆς, ἐπεκτεινώμεθα μᾶλλον ἵνα φθάσωμεν ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν.
Καὶ μηδεὶς εἰς τὰ ὀπίσω στρεφέσθω, ὡς ἡ γυνὴ τοῦ Λώτ·
μάλιστα ὅτι Κύριος εἴρηκεν·
Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα ἐπ’ ἄροτρον, καὶ στραφεὶς εἰς τὰ ὀπίσω, εὔθετός ἐστιν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
Τὸ δὲ στραφῆναι οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ μεταμεληθῆναι, καὶ πάλιν κοσμικὰ φρονεῖν.
Μὴ φοβεῖσθε δὲ ἀκούοντες περὶ ἀρετῆς, μηδὲ ξενίζεσθε περὶ τοῦ ὀνόματος·
οὐ γὰρ μακρὰν ἀφ’ ἡμῶν ἐστιν οὐδ’ ἔξωθεν ἡμῶν συνίσταται, ἐν ἡμῖν δέ ἐστι τὸ ἔργον, καὶ εὔκολόν ἐστι τὸ πρᾶγμα, ἐὰν μόνον θελήσωμεν.
Ἕλληνες μὲν οὖν ἀποδημοῦσι, καὶ θάλατταν περῶσι, ἵνα γράμματα μάθωσιν·
ἡμεῖς δὲ οὐ χρείαν ἔχομεν ἀποδημῆσαι διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, οὔτε περᾶσαι θάλατταν διὰ τὴν ἀρετήν.
Φθάσας γὰρ εἶπεν ὁ Κύριος·
Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν·
Οὐκοῦν ἡ ἀρετὴ τοῦ θέλειν ἡμῶν μόνου χρείαν ἔχει·
ἐπειδήπερ ἐν ἡμῖν ἐστι, καὶ ἐξ ἡμῶν συνίσταται.
Τῆς γὰρ ψυχῆς τὸ νοερὸν κατὰ φύσιν ἑκούσης, ἡ ἀρετὴ συνίσταται.
Κατὰ φύσιν δὲ ἔχει, ὅτ’ ἂν ὡς γέγονε μένει, γέγονε δὲ καλὴ καὶ εὐθὴς λίαν.
∆ιὰ τοῦτο ὁ μὲν τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦς παραγγέλλων ἔλεγε τῷ λαῷ·
Εὐθύνατε τὴν καρδίαν ὑμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν Ἰσραήλ·
ὁ δὲ Ἰωάννης·
Εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους ὑμῶν.
Τὸ γὰρ εὐθεῖαν εἶναι τὴν ψυχὴν, τοῦτό ἐστι τὸ κατὰ φύσιν νοερὸν αὐτῆς ὡς ἐκτίσθη.
Πάλιν δὲ ὅτ’ ἂν ἐκκλίνῃ, καὶ ἐν διαστροφῇ τοῦ κατὰ φύσιν γένηται, τότε κακία ψυχῆς λέγεται.
Οὐκοῦν οὐκ ἔστι δυσχερὲς τὸ πρᾶγμα·
ἐὰν γὰρ μείνωμεν ὡς γεγόναμεν, ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμεν·
ἐὰν δὲ λογιζώμεθα τὰ φαῦλα, ὡς κακοὶ κρινόμεθα.
Εἰ μὲν οὖν ἔξωθεν ἦν ποριστέον τὸ πρᾶγμα, δυσχερὲς ὄντως ἦν·
εἰ δὲ ἐν ἡμῖν ἐστι, φυλάξωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ ῥυπαρῶν λογισμῶν, καὶ ὡς παρακαταθήκην λαβόντες, τηρήσωμεν τῷ Κυρίῳ τὴν ψυχήν·
ἵν’ αὐτὸς ἐπιγνῷ τὸ ποίημα αὐτοῦ, οὕτως οὖσαν, ὥσπερ αὐτὴν καὶ πεποίηκεν αὐτήν.
Ἔστω δὲ ἡμῖν ἀγὼν, ὥστε μὴ τυραννεῖν ἡμῶν θυμὸν, μηδὲ κρατεῖν ἡμῶν ἐπιθυμίαν.
Γέγραπται γὰρ, ὅτι ὀργὴ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται·
ἡ δὲ ἐπιθυμία, συλλαβοῦσα, τίκτει ἁμαρτίαν·
ἡ δὲ ἁμαρτία, ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον.
Οὕτω δὲ πολιτευόμενοι νήφωμεν ἀσφαλῶς·
καὶ, ὡς γέγραπται, πάσῃ φυλακῇ τηρῶμεν ἑαυτῶν τὴν καρδίαν.
Ἐχθροὺς γὰρ ἔχομεν δεινοὺς καὶ πανούργους, τοὺς πονηροὺς δαίμονας·
καὶ πρὸς τούτους ἐστὶν ἡμῖν ἡ πάλη, ὡς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος·
Οὐ πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς, καὶ πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, ἐν τοῖς ἐπουρανίοις.
Πολὺς μὲν οὖν ἐστιν αὐτῶν ὁ ὄχλος ἐν τῷ καθ’ ἡμᾶς ἀέρι, καὶ μακρὰν οὐκ εἰσὶν ἀφ’ ἡμῶν·
πολλὴ δέ τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς ἡ διαφορά.
Καὶ περὶ μὲν τῆς φύσεως αὐτῶν καὶ τῆς διαφορᾶς πολὺς ἂν εἴη λόγος, καὶ ἄλλων μειζόνων ἢ καθ’ ἡμᾶς ἐστι τὸ τοιοῦτον διήγημα·
τὸ δὲ νῦν κατεπεῖγον καὶ ἀναγκαῖον ἡμῖν, γνῶναί ἐστι μόνον τὰς καθ’ ἡμῶν αὐτῶν πανουργίας·
Πρῶτον τοίνυν τοῦτο γινώσκωμεν, ὅτι οἱ δαίμονες οὐ καθ’ ὃ δαίμονες καλοῦνται, οὕτω γεγόνασιν·
οὐδὲν γὰρ κακὸν ἐποίησεν ὁ Θεός·
ἀλλὰ καλοὶ μὲν γεγόνασι καὶ αὐτοὶ, ἐκπεσόντες δὲ ἀπὸ τῆς οὐρανίου φρονήσεως, καὶ λοιπὸν περὶ τὴν γῆν καλινδούμενοι, τοὺς μὲν Ἕλληνας ἠπάτησαν ταῖς φαντασίαις, ἡμῖν δὲ τοῖς Χριστιανοῖς φθονοῦντες, πάντα κινοῦσι, θέλοντες ἐμποδίζειν ἡμᾶς τῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνόδου·
ἵνα μὴ ὅθεν ἐξέπεσον αὐτοὶ ἀνέλθωμεν ἡμεῖς.
∆ι’ ὃ καὶ πολλῆς εὐχῆς, καὶ ἀσκήσεώς ἐστι χρεία·
ἵνα τις, λαβὼν διὰ τοῦ Πνεύματος χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων, γνῶναι δυνηθῇ τὰ κατ’ αὐτούς·
καὶ τίνες μὲν αὐτῶν εἰσιν ἔλαττον φαῦλοι, τίνες δὲ ἐκείνων φαυλότεροι, καὶ περὶ ποῖον ἐπιτήδευμα ἕκαστος αὐτῶν ἔχει τὴν σπουδὴν, καὶ πῶς ἕκαστος αὐτῶν ἀνατρέπεται καὶ ἐκβάλλεται.
Πολλὰ γὰρ αὐτῶν ἐστι τὰ πανουργεύματα, καὶ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς κινήματα.
Ὁ μὲν οὖν μακάριος Ἀπόστολος καὶ οἱ κατ’ αὐτὸν ᾔδεισαν τὰ τοιαῦτα λέγοντες·
Οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν·
ἡμεῖς δὲ ἀφ’ ὧν ἐπειράθημεν παρ’ αὐτῶν, ὀφείλομεν ἀλλήλους ὑπ’ αὐτῶν διορθοῦσθαι.
Ἐγὼ γοῦν, ἐκ μέρους πεῖραν αὐτῶν ἔχων, ὡς τέκνοις λέγω.
Οὗτοι μὲν οὖν, ἐὰν ἴδωσι καὶ πάντας μὲν Χριστιανοὺς, μάλιστα δὲ μοναχοὺς, φιλοπονοῦντας καὶ προκόπτοντας, πρῶτον μὲν ἐπιχειροῦσι καὶ πειράζουσιν, ἐχόμενα τρίβου τιθέντες σκάνδαλα·
σκάνδαλα δὲ αὐτῶν εἰσιν οἱ πονηροὶ λογισμοί.
Οὐ δεῖ δὲ ἡμᾶς φοβεῖσθαι τὰς ὑποβολὰς αὐτῶν·
εὐχαῖς γὰρ καὶ νηστείαις καὶ τῇ εἰς τὸν Κύριον πίστει πίπτουσιν εὐθὺς ἐκεῖνοι.
Ἀλλὰ καὶ πεσόντες οὐ παύονται, αὖθις δὲ πάλιν προσέρχονται πανούργως καὶ δολίως.
Ἐπειδὰν γὰρ ἐκ φανεροῦ καὶ ῥυπαρᾶς ἡδονῆς μὴ δυνηθῶσιν ἀπατῆσαι τὴν καρδίαν, ἄλλως πάλιν ἐπιβαίνουσι·
καὶ λοιπὸν φαντασίας ἀναπλάττοντες ἐκφοβεῖν προσποιοῦνται, μετασχηματιζόμενοι, καὶ μιμούμενοι γυναῖκας, θηρία, ἑρπετὰ, καὶ μεγέθη σωμάτων, καὶ πλῆθος στρατιωτῶν.
Ἀλλ’ οὐδὲ οὕτως δεῖ τὰς τούτων φαντασίας δειλιᾷν·
οὐδὲν γάρ εἰσιν, ἀλλὰ καὶ ταχέως ἀφανίζονται·
ἐὰν μάλιστα τῇ πίστει καὶ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ ἑαυτόν τις περιφράττῃ.
Τολμηροὶ δέ εἰσι καὶ λίαν ἀναιδεῖς.
Ἐὰν γὰρ καὶ οὕτως ἡττηθῶσιν, ἄλλῳ τρόπῳ πάλιν ἐπιβαίνουσι.
Καὶ προσποιοῦνται μαντεύεσθαι, καὶ προλέγειν τὰ μεθ’ ἡμέρας ἐρχόμενα, δεικνύειν τε ἑαυτοὺς ὑψηλοὺς ἄχρι τῆς στέγης φθάνοντας, καὶ πλατεῖς τῷ μεγέθει·
ἵνα οὓς οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπατῆσαι τοῖς λογισμοῖς, κἂν ταῖς τοιαύταις φαντασίαις ὑφαρπάσωσιν.
Ἐὰν δὲ καὶ οὕτως εὕρωσι τὴν ψυχὴν ἠσφαλισμένην τῇ πίστει, καὶ τῇ ἐλπίδι τῆς διανοίας, λοιπὸν ἐπάγονται τὸν ἄρχοντα ἑαυτῶν καὶ φαίνεσθαι αὐτοὺς πολλάκις ἔλεγε τοιούτους, οἷον τὸν διάβολον τῷ Ἰὼβ ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε, λέγων·
Οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς εἶδος ἑωσφόρου.
Ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύονται λαμπάδες καιόμεναι, καὶ διαῤῥιπτοῦνται ἐσχάραι πυρός·
ἐκ μυκτήρων αὐτοῦ ἐκπορεύεται καπνὸς καμίνου καιομένης πυρὶ ἀνθράκων.
Ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἄνθρακες·
φλὸξ δὲ ἐκ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται.
Τοιοῦτος δὲ φαινόμενος ὁ τῶν δαιμονίων ἄρχων, ἐκφοβεῖ, καθὰ προεῖπον, μεγάλα λαλῶν ὁ πανοῦργος, ὡς πάλιν ἐξήλεγξεν αὐτὸν ὁ Κύριος, τῷ μὲν Ἰὼβ λέγων·
Ἥγηται μὲν γὰρ σίδηρον ἄχυρα, χαλκὸν δὲ ὥσπερ ξύλον σαθρόν·
ἥγηται δὲ θάλασσαν ὥσπερ ἐξάλειπτρον, τὸν δὲ τάρταρον τῆς ἀβύσσου ὥσπερ αἰχμάλωτον·
ἐλογίσατο ἄβυσσον ὡς περίπατον·
διὰ δὲ τοῦ προφήτου·
Εἶπεν ὁ ἐχθρός·
∆ιώξας καταλήψομαι·
καὶ πάλιν δι’ ἑτέρου·
Τὴν οἰκουμένην ὅλην καταλήψομαι τῇ χειρί μου, ὡς νεοσσιὰν, καὶ ὡς καταλελειμμένα ὠὰ ἀρῶ.
Καὶ ὅλως τοιαῦτα κομπάζειν ἐπιχειροῦσι, καὶ ἐπαγγέλλονται ταῦτα, ὅπως ἀπατήσωσι τοὺς θεοσεβοῦντας.
Ἀλλ’ ἡμᾶς οὐδ’ οὕτως πάλιν χρὴ τοὺς πιστοὺς τάς τε φαντασίας αὐτοῦ φοβεῖσθαι, καὶ ταῖς φωναῖς αὐτοῦ προσέχειν.
Ψεύδεται γὰρ, καὶ οὐδὲν ὅλως ἀληθὲς λαλεῖ.
Ἀμέλει τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα λαλῶν καὶ θρασυνόμενος, ὡς μὲν δράκων εἱλκύσθη τῷ ἀγκίστρῳ παρὰ τοῦ Σωτῆρος, ὡς δὲ κτῆνος φορβαίαν ἔλαβε περὶ τὰς ῥῖνας, ὡς δὲ δραπέτης κρίκῳ δέδεται τοὺς μυκτῆρας, καὶ ψελλίῳ τετρύπηται τὰ χείλη.
Καὶ δέδεται μὲν παρὰ τοῦ Κυρίου ὡς στρουθίον, εἰς τὸ καταπαίζεσθαι παρ’ ἡμῶν·
τέθεινται δὲ αὐτός τε καὶ οἱ σὺν αὐτῷ δαίμονες, ὡς σκορπίοι καὶ ὄφεις, εἰς τὸ καταπατεῖσθαι παρ’ ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν.
Καὶ τούτου γνώρισμα, τὸ νῦν ἡμᾶς πολιτεύεσθαι κατ’ αὐτοῦ.
Ὁ γὰρ τὴν θάλασσαν ἐπαγγελλόμενος ἐξαλείφειν καὶ τὴν οἰκουμένην καταλαμβάνειν, ἰδοὺ νῦν οὐ δύναται κωλῦσαι τὴν ἄσκησιν ὑμῶν, ἀλλ’ οὐδὲ ἐμὲ λαλοῦντα κατ’ αὐτοῦ.
Μὴ τοίνυν προσέχωμεν οἷς ἂν λαλῇ (ψεύδεται γὰρ), μηδὲ δειλιῶμεν αὐτοῦ τὰς φαντασίας, ψευδεῖς καὶ αὐτὰς τυγχανούσας.
Οὐ γὰρ φῶς ἐστιν ἀληθὲς τὸ φαινόμενον ἐν αὐταῖς·
τοῦ δὲ ἡτοιμασμένου πυρὸς αὐτοῖς μᾶλλον τὰ προοίμια καὶ τὰς εἰκόνας φέρουσι·
καὶ ἐν οἷς κατακαίεσθαι μέλλουσιν, ἐν τούτοις ἐκφοβεῖν τοὺς ἀνθρώπους πειράζουσιν.
Ἀμέλει φαίνονται, καὶ παρ’ αὐτὰ πάλιν ἀφανίζονται·
βλάψαντες μὲν οὐδένα τῶν πιστῶν, φέροντες δὲ μεθ’ ἑαυτῶν τὴν ἀφομοίωσιν τοῦ μέλλοντος αὐτοὺς δέχεσθαι πυρός.
Ὅθεν οὐδὲ οὕτως φοβεῖσθαι τούτους προσήκει·
πάντα γὰρ αὐτῶν διὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ χάριν εἰς οὐδέν ἐστι τὰ ἐπιτηδεύματα.
∆όλιοι δέ εἰσι καὶ ἕτοιμοι πρὸς πάντα μεταβάλλεσθαι καὶ μετασχηματίζεσθαι.
Πολλάκις γοῦν καὶ ψάλλειν μετ’ ᾠδῆς προσποιοῦνται μὴ φαινόμενοι, καὶ μνημονεύουσι τῶν ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεων·
ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἀναγινωσκόντων ἡμῶν, εὐθὺς ὥσπερ ἠχὼ λέγουσιν αὐτοὶ τὰ αὐτὰ πολλάκις ἅπερ ἀνέγνω σται·
καὶ κοιμωμένους ἡμᾶς διεγείρουσιν εἰς προσευχάς·
καὶ τοῦτο συνεχῶς ποιοῦσι, σχεδὸν μὴ ἐπιτρέποντες ἡμῖν μηδὲ κοιμᾶσθαι.
Ἔστι δὲ ὅτε καὶ ἀποτυποῦντες ἑαυτοὺς εἰς σχήματα μοναχῶν, ὡς εὐλαβεῖς προσποιοῦνται λαλεῖν, ἵνα τῷ ὁμοίῳ σχήματι πλανήσωσι, καὶ λοιπὸν ἔνθα θέλουσιν ἑλκύσωσι τοὺς ἀπατηθέντας παρ’ αὐτῶν.
Ἀλλ’ οὐ χρὴ προσέχειν αὐτοῖς, κἂν εἰς προσευχὴν διεγείρωσι, κἂν συμβουλεύωσι μήθ’ ὅλως ἐσθίειν, κἂν κατηγορεῖν καὶ ὀνειδίζειν προσποιῶνται, ἐν οἷς ποτε συνέγνωσαν ἡμῖν.
Οὐ γὰρ δι’ εὐλάβειαν ἢ ἀλήθειαν ταῦτα ποιοῦσιν, ἀλλ’ ἵνα τοὺς ἀκεραίους εἰς ἀπόγνωσιν ἐνέγκωσιν, καὶ ἀνωφελῆ τὴν ἄσκησιν εἴπωσι, ναυτιᾶσαί τε ποιήσωσι τοὺς ἀνθρώπους, ὡς φορτικοῦ καὶ βαρυτάτου ὄντος τοῦ μονήρους βίου, καὶ ἐμποδίσωσι τοὺς κατ’ αὐτῶν πολιτευομένους.
Ὁ μὲν οὖν προφήτης ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ Κυρίου, ἐταλάνιζε τοὺς τοιούτους λέγων·
Οὐαὶ ὁ ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπὴν θολεράν.
Τὰ γὰρ τοιαῦτα ἐπιτηδεύματα καὶ ἐνθυμήματα ἀνατρεπτικὰ τῆς εἰς ἀρετὴν φερούσης ἐστὶν ὁδοῦ.
Ὁ δὲ Κύριος αὐτὸς δι’ ἑαυτοῦ, καίτοι τἀληθῆ λέγοντας τοὺς δαίμονας (ἀληθῆ γὰρ ἔλεγον·
Σὺ εἶ ὁ Υἱὸς Θεοῦ) ὅμως ἐφίμου, καὶ λαλεῖν ἐκώλυε, μήποτε μετὰ τῆς ἀληθείας καὶ τὴν ἰδίαν κακίαν ἐπισπείρωσι, καὶ ἵνα καὶ ἡμᾶς συνεθίσῃ, μηδέποτε τοῖς τοιούτοις προσέχειν, κἂν δοκῶσι τἀληθῆ λέγειν·
καὶ γὰρ ἀπρεπὲς, ἔχοντας ἡμᾶς τὰς ἁγίας Γραφὰς, καὶ τὴν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐλευθερίαν, διδάσκεσθαι παρὰ τοῦ διαβόλου, τοῦ μὴ τηρήσαντος τὴν ἰδίαν τάξιν, ἀλλ’ ἕτερα ἀνθ’ ἑτέρων φρονήσαντος.
∆ιὰ τοῦτο καὶ λαλοῦντα τοῦτον τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν λέξεις κωλύει λέγων·
Τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός·
Ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου, καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου;
Πάντα γὰρ ποιοῦσι, καὶ λαλοῦσι, καὶ θορυβοῦσι, καὶ ὑποκρίνονται, καὶ ταράττουσι πρὸς ἀπάτην τῶν ἀκεραίων.
Καὶ κτύπους γοῦν ποιοῦσι, καὶ γελῶσιν ἀφρόνως καὶ συρίττουσιν·
ἂν δὲ μή τις αὐτοῖς προσέχῃ, λοιπὸν κλαίουσι καὶ θρηνοῦσιν ὡς ἡττηθέντες.
Ὁ μὲν οὖν Κύριος ὡς Θεὸς ἐφίμου τοὺς δαίμονας·
ἡμᾶς δὲ, μαθόντας ἀπὸ τῶν ἁγίων, πρέπει κατ’ ἐκείνους ποιεῖν, καὶ μιμεῖσθαι τὴν ἀνδρίαν αὐτῶν.
Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι ταῦτα βλέποντες ἔλεγον·
Ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου, ἐκωφώθην, καὶ ἐταπεινώθην, καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν·
καὶ πάλιν·
Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον, καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ.
Καὶ ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων.
Οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς μήτε ἀκούωμεν αὐτῶν ὡς ἀλλο τρίων ὄντων ἡμῶν, μήτε ὑπακούωμεν αὐτῶν, κἂν εἰς εὐχὴν ἐγείρωσι, κἂν λαλῶσι περὶ νηστειῶν·
τῇ δὲ προθέσει τῆς ἀσκήσεως ἑαυτῶν μᾶλλον προσέχωμεν, καὶ μὴ παρ’ ἐκείνων ἀπατώμεθα πάντα πραττόντων μετὰ δόλου.
Οὐ δεῖ δὲ φοβεῖσθαι αὐτοὺς, κἂν ἐπέρχεσθαι δοκῶσι, κἂν θάνατον ἀπειλῶσιν·
ἀσθενεῖς γάρ εἰσι, καὶ οὐδὲν δύνανται, ἢ μόνον ἀπειλεῖν.
Ἤδη μὲν οὖν περὶ τούτου παρερχόμενος εἴρηκα·
καὶ νῦν δὲ πλατύτερον εἰπεῖν τὰ περὶ αὐτῶν οὐκ ὀκνητέον·
ἀσφαλὴς γὰρ ὑμῖν ἡ ὑπόμνησις ἔσται,
Ἐπιδημήσαντος τοῦ Κυρίου, πέπτωκεν ὁ ἐχθρὸς, καὶ ἠσθένησαν αἱ δυνάμεις αὐτοῦ.
∆ιὰ τοῦτο γοῦν μηδὲν δυνάμενος ὅμως ὡς τύραννος, καὶ πεσὼν οὐκ ἠρεμεῖ, ἀλλὰ κἂν λόγοις μόνον ἀπειλεῖ·
καὶ τοῦτο ἕκαστος ὑμῶν λογιζέσθω, καὶ δύναται καταφρονεῖν τῶν δαιμόνων.
Εἰ μὲν οὖν τοιούτοις σώμασιν ἦσαν ἐνδεθέντες, ὥσπερ ἐσμὲν ἡμεῖς, δυνατὸν ἦν αὐτοῖς λέγειν, ὅτι κρυπτομένους μὲν τοὺς ἀνθρώπους οὐχ εὑρίσκομεν, εὑρόντες δὲ βλάπτομεν.
Ἠδυνάμεθα δὲ καὶ ἡμεῖς κρυπτόμενοι λανθάνειν αὐτοὺς, κλείοντες κατ’ αὐτῶν θύρας.
Εἰ δὲ οὐκ εἰσὶν οὕτως, ἀλλὰ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰσελθεῖν δύνανται, καὶ ἐν τῷ παντὶ ἀέρι τυγχάνουσιν αὐτοί τε καὶ ὁ τούτων πρῶτος διάβολος·
εἰσὶ δὲ κακοθελεῖς καὶ πρὸς τὸ βλάπτειν ἕτοιμοι, καὶ, ὡς εἶπεν ὁ Σωτὴρ, ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν ὁ τῆς κακίας πατὴρ διάβολος·
ζῶμεν δὲ νῦν ἡμεῖς καὶ μᾶλλον κατ’ αὐτοῦ πολιτευόμεθα·
δῆλοί εἰσι μηδὲν ἰσχύοντες.
Οὔτε γὰρ τόπος αὐτοὺς εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν κωλύει, οὔτε φίλους ἡμᾶς ὁρῶσιν ἑαυτῶν, ἵνα φείσωνται, οὔτε φιλάγαθοί εἰσιν, ἵνα διορθώσωνται·
ἀλλὰ καὶ μᾶλλόν εἰσι πονηροί·
καὶ οὐδὲν αὐτοῖς ἐστι περισπούδαστον ὡς τὸ βλάπτειν τοὺς φιλαρέτους καὶ θεοσεβοῦντας.
∆ιὰ δὲ τὸ μηδὲν δύνασθαι ποιεῖν, διὰ τοῦτο οὐδὲν ποιοῦσιν, ἢ μόνον ἀπειλοῦσιν·
εἰ γὰρ ἠδύναντο, οὐκ ἂν ἔμελλον, ἀλλ’ εὐθὺς ἐνήργουν τὸ κακὸν, ἑτοίμην ἔχοντες εἰς τοῦτο τὴν προαίρεσιν, καὶ μάλιστα καθ’ ἡμῶν.
Ἰδοὺ γοῦν νῦν συνελθόντες κατ’ αὐτῶν λαλοῦμεν, καὶ ἴσασιν, ὅτι, προκοπτόντων ἡμῶν, ἀσθενοῦσιν αὐτοί.
Εἰ τοίνυν εἶχον ἐξουσίαν, οὐδένα ἂν ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἀφῆκαν ζῇν·
βδέλυγμα γὰρ ἁμαρτωλῷ θεοσέβεια.
Ἐπειδὴ δὲ οὐδὲν δύνανται, διὰ τοῦτο μᾶλλον ἑαυτοὺς τιτρώσκουσιν·
ὅτι μηδὲν δύνανται ποιεῖν ὧν ἀπειλοῦσιν.
Ἔπειτα κἀκεῖνο λογίζεσθαι χρὴ, πρὸς τὸ μὴ φοβεῖσθαι τούτους·
εἰ τὸ δυνατὸν ὑπῆρχεν αὐτοῖς, οὐκ ἂν ἤρχοντο μετ’ ὄχλου, οὐδὲ φαντασίας ἐποίουν, οὐδὲ μετασχηματιζόμενοι ἐμεθόδευον·
ἀλλ’ ἤρκει καὶ μόνον ἐλθεῖν ἕνα, καὶ ποιῆσαι τοῦτο ὅπερ δύναται καὶ βούλεται·
καὶ μάλιστα ὅτι πᾶς ὁ τὴν ἐξουσίαν ἔχων οὐ μετὰ φαντασίας ἀναιρεῖ, οὐδὲ τοῖς ὄχλοις ἐκφοβεῖ, ἀλλ’ εὐθὺς ὡς βούλεται τῇ ἐξουσίᾳ καταχρᾶται.
Ἀλλ’ οἱ δαίμονες, μηδὲν δυνάμενοι, παίζουσιν ὡς ἐπὶ σκηνῆς, ἀλλάττοντες τὰς μορφὰς, καὶ τοὺς παῖδας ἐκφοβοῦντες, τῇ τῶν ὄχλων φαντασίᾳ καὶ τοῖς σχηματισμοῖς·
ἐξ ὧν μᾶλλον καταφρονητέοι ὡς ἀσθενεῖς ὀφείλουσιν εἶναι.
Ὁ γοῦν ἀληθινὸς ἄγγελος, ἀποσταλεὶς παρὰ τοῦ Κυρίου κατὰ τῶν Ἀσσυρίων, οὐ χρείαν ἔσχεν ὄχλων, οὐ φαντασίας τῆς ἔξωθεν, οὐ κτύπων, οὐ κρότων·
ἀλλ’ ἠρέμα τῇ ἐξουσίᾳ ἐκέχρητο, καὶ ἀνεῖλεν εὐθὺς ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδας.
Οἱ δὲ μηδὲν δυνάμενοι δαίμονες, οἷοί εἰσιν οὗτοι, κἂν ταῖς φαντασίαις ἐκφοβεῖν πειράζουσιν.
Ἐὰν δέ τις τὰ τοῦ Ἰὼβ λογίσηται, καὶ εἴπῃ,
∆ιὰ τί οὖν ἐξελθὼν ὁ διάβολος πάντα κατ’ αὐτοῦ πεποίηκε;
καὶ τῶν μὲν ὑπαρχόντων αὐτὸν ἐψίλωσε, τὰ δὲ τέκνα ἀνεῖλε, καὶ ἐκεῖνον ἔπαισεν ἕλκει πονηρῷ;
γινωσκέτω πάλιν ὁ τοιοῦτος, ὡς οὐκ ἦν ὁ διάβολος ὁ ἰσχύων, ἀλλ’ ὁ Θεὸς ὁ παραδιδοὺς αὐτῷ πρὸς πεῖραν τὸν Ἰώβ·
ἀμέλει μηδὲν δυνάμενος ποιῆσαι, ᾔτησε καὶ λαβὼν πεποίηκεν.
Ὥστε καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον καταγνωστέος ἐστὶν ὁ ἐχθρὸς, ὅτι, καίτοι θέλων, οὐδὲ καθ’ ἑνὸς ἴσχυσεν ἀνθρώπου δικαίου·
εἰ γὰρ ἴσχυσεν, οὐκ ἂν ᾔτησεν·
αἰτήσας δὲ οὐχ ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ δεύτερον, φαίνεται ἀσθενὴς καὶ μηδὲν δυνάμενος.
Καὶ οὐ θαυμαστὸν εἰ κατὰ τοῦ Ἰὼβ οὐκ ἴσχυσεν, ὅπου γε οὐδὲ κατὰ τῶν κτηνῶν αὐτοῦ ἐγίνετο ὄλεθρος, εἰ μὴ συγχωρήσας ἦν ὁ Θεός·
ἀλλ’ οὐδὲ κατὰ χοίρων ἔχει τὴν ἐξουσίαν·
Παρεκάλουν γὰρ, ὡς ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται, τὸν Κύριον, λέγοντες·
Ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τοὺς χοίρους.
Εἰ δὲ μηδὲ χοίρων ἔχουσιν ἐξουσίαν, πολλῷ μᾶλλον τῶν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγενημένων ἀνθρώπων οὐκ ἔχουσι.
Τὸν Θεὸν ἄρα μόνον φοβεῖσθαι δεῖ·
τούτων δὲ καταφρονεῖν, καὶ μηδ’ ὅλως αὐτοὺς δεδιέναι.
Ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὅσον ταῦτα ποιοῦσιν, ἐπιτείνωμεν ἡμεῖς τὴν ἄσκησιν κατ’ αὐτῶν.
Μέγα γὰρ ὅπλον ἐστὶ κατ’ αὐτῶν βίος ὀρθὸς, καὶ ἡ πρὸς Θεὸν πίστις.
Φοβοῦνται γοῦν τῶν ἀσκητῶν τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὰς εὐχὰς, τὸ πρᾶον, τὸ ἥσυχον, τὸ ἀφιλάργυρον, τὸ ἀκενόδοξον, τὴν ταπεινοφροσύνην, τὸ φιλόπτωχον, τὰς ἐλεημοσύνας, τὸ ἀόργητον, καὶ προηγουμένως τὴν εἰς τὸν Χριστὸν εὐσέβειαν.
∆ιὰ τοῦτο γὰρ καὶ πάντα ποιοῦσιν, ἵνα μὴ ἔχωσι τοὺς καταπατοῦντας αὐτούς.
Ἴσασι γὰρ τὴν κατ’ αὐτῶν δοθεῖσαν χάριν τοῖς πιστοῖς παρὰ τοῦ Σωτῆρος, λέγοντος αὐτοῦ·
Ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν ἐξουσίαν πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.
Ἂν τοίνυν καὶ προλέγειν ὑποκρίνωνται, μὴ προσποιείσθω τις.
Πολλάκις γὰρ πρὸ ἡμερῶν λέγουσι τοὺς μεθ’ ἡμέρας ἀπαντῶντας ἀδελφούς·
καὶ ἔρχονται μὲν ἐκεῖνοι.
Ποιοῦσι δὲ τοῦτο οὗτοι, οὐ κηδόμενοι τῶν ἀκουόντων, ἀλλ’ ἵνα πιστεύειν αὐτοῖς πείσωσιν αὐτοὺς, καὶ τότε λοιπὸν ὑποχειρίους ἔχοντες, ἀπολέσωσιν·
ὅθεν οὐ δεῖ προσέχειν αὐτοῖς, ἀλλὰ καὶ λέγοντας ἀνατρέπειν χρὴ, ὅτι μὴ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς τούτων.
Τί γὰρ θαυμαστὸν, εἰ λεπτοτέροις χρώμενοι σώμασι μᾶλλον τῶν ἀνθρώπων, καὶ τοὺς ἀρξαμένους ὁδεύειν ἑωρακότες, προλαμβάνουσι τῷ δρόμῳ καὶ ἀπαγγέλλουσι;
τοῦτο καὶ ἵππῳ τις ἐπικαθήμενος προλέγει, προλαμβάνων τοῦ ὁδεύοντος τοῖς ποσίν·
ὥστε οὐδ’ ἐν τούτῳ χρὴ θαυμάζειν αὐτούς.
Οὐδὲν γὰρ τῶν μὴ γενομένων προγινώσκουσιν·
ἀλλὰ μόνος ὁ Θεός ἐστιν ὁ πάντα γινώσκων πρὶν γενέσεως αὐτῶν.
Οὗτοι δὲ ἃ βλέπουσιν, ὡς κλέπται, προτρέχοντες ἀπαγγέλλουσι.
Πόσοις νῦν τὰ ἡμῶν, καὶ ὅτι συνήλθομεν, καὶ ὁμιλοῦμεν κατ’ αὐτῶν σημαίνουσι, πρὶν παρ’ ἡμῶν τις ἀπελθὼν ἀπαγγείλῃ! Τοῦτο δὲ καὶ παῖς τις ταχυδρόμος ποιῆσαι δύναται, προλαβὼν τὸν βραδύναντα.
Ὃ δὲ λέγω, τοιοῦτόν ἐστιν.
Ἄν τις ἄρξηται περιπατεῖν ἀπὸ τῆς Θηβαΐδος, ἢ ἀπό τινος ἄλλης χώρας, πρὶν μὲν ἄρξηται περιπατεῖν, οὐκ ἴσασιν εἰ περιπατήσει·
περιπατοῦντα δὲ τοῦτον ἑωρακότες, προτρέχουσι, καὶ πρὶν αὐτὸν ἐλθεῖν, ἀπαγγέλλουσι·
καὶ οὕτω συμβαίνει τούτους μεθ’ ἡμέρας ἐλθεῖν.
Πολλάκις δὲ τῶν περιπατούντων ὑποστρεφόντων, ἐψεύσαντο αὐτοί.
Οὕτω καὶ περὶ τοῦ ποταμίου ὕδατος ἔστιν ὅτε φλυαροῦσιν·
ἑωρακότες γὰρ πολλοὺς ὑετοὺς γινομένους ἐν τοῖς τῆς Αἰθιοπίας μέρεσι, καὶ εἰδότες, ὡς ἐξ ἐκείνων ἡ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ γίνεται, πρὶν ἐλθεῖν εἰς τὴν Αἴγυπτον τὸ ὕδωρ, προτρέχοντες λέγουσι.
Τοῦτο δ’ ἂν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰρήκασιν, εἰ τοσοῦτον ἠδύναντο δραμεῖν, ὅσον ἐκεῖνοι.
Καὶ ὥσπερ ὁ σκοπὸς τοῦ ∆αβὶδ, ἀνερχόμενος εἰς ὑψηλὸν, μᾶλλον τοῦ κάτω μένοντος προέβλεπε τὸν ἐρχόμενον·
καὶ αὐτὸς δὲ ὁ προτρέχων ἔλεγε πρὸ τῶν ἄλλων, οὐ τὰ μὴ γενόμενα, ἀλλὰ τὰ ἤδη ὁδεύοντα καὶ γινόμενα·
οὕτω καὶ οὗτοι κάμνειν αἱροῦνται, καὶ σημαίνουσιν ἄλλοις, ἵνα μόνον ἀπατῶσιν·
ἂν μέντοι ἡ Πρόνοια μεταξύ τι βουλεύσηται περὶ τῶν ὑδάτων ἢ τῶν ὁδευόντων (ἔξεστι γὰρ αὐτῇ), ἐψεύσαντο οἱ δαίμονες, καὶ ἠπατήθησαν οἱ προσεσχηκότες αὐτοῖς.
Οὕτω συνέστη τὰ τῶν Ἑλλήνων μαντεῖα, καὶ οὕτως ἐπλανήθησαν παρὰ τῶν δαιμόνων τὸ πρίν·
ἀλλὰ καὶ οὕτω πέπαυται λοιπὸν ἡ πλάνη.
Ἦλθε γὰρ ὁ Κύριος ὁ σὺν αὐτῇ τῇ πανουργίᾳ αὐτῶν καὶ τοὺς δαίμονας καταργήσας.
Οὐδὲν γὰρ γινώσκουσιν ἀφ’ ἑαυτῶν·
ἀλλ’ ὡς κλέπται, ἃ παρ’ ἄλλοις ὁρῶσι, ταῦτα διαβάλλουσι·
καὶ μᾶλλον στοχασταί εἰσιν ἢ προγνῶσται.
∆ιὸ, κἂν ἀληθῆ ποτε τοιαῦτα λέγωσι, μηδ’ οὕτως αὐτοὺς θαυμαζέτω τις.
Καὶ γὰρ καὶ ἰατροὶ πεῖραν ἔχοντες τῶν νοσημάτων, ἐπειδὰν θεωρήσωσιν ἐν ἄλλοις τὴν αὐτὴν νόσον, πολλάκις στοχαζόμενοι ἀπὸ τῆς συνηθείας προλέγουσι.
Καὶ κυβερνῆται δὲ καὶ γεωργοὶ πάλιν, ἀπὸ τῆς συνηθείας βλέποντες τὴν τοῦ ἀέρος κατάστασιν, προλέγουσιν ἢ χειμῶνα ἢ εὔδιον ἀέρα ἔσεσθαι·
καὶ οὐ διὰ τοῦτο ἐκ θείας ἐπιπνοίας αὐτοὺς ἄν τις εἴποι προλέγειν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς πείρας καὶ τῆς συνηθείας.
Ὅθεν εἰ καὶ οἱ δαίμονες τὰ αὐτά ποτε στοχαζόμενοι λέγουσι, μὴ διὰ τοῦτό τις αὐτοὺς θαυμαζέτω, μηδὲ προσεχέτω τούτοις.
Τί γὰρ χρήσιμον τοῖς ἀκούουσι τὸ εἰδέναι παρὰ τούτων πρὸ ἡμερῶν τὰ ἐρχόμενα;
ἢ ποία σπουδὴ τὰ τοιαῦτα γινώσκειν, κἂν ἀληθῶς γινώσκῃ;
οὐ γὰρ ἀρετῆς ἐστι τοῦτο ποιητικὸν, οὐδὲ ἤθους ἀγαθοῦ πάντως ἐστὶ τοῦτο γνώρισμα.
Οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν κρίνεται διὰ τί οὐκ οἶδε, καὶ οὐδεὶς μακαρίζεται, ὅτι μεμάθηκε καὶ ἔγνω·
ἀλλ’ ἐν τούτοις ἕκαστος ἔχει τὴν κρίσιν, εἰ τὴν πίστιν τετήρηκε, καὶ τὰς ἐντολὰς γνησίως ἐφύλαξεν.
Ὅθεν οὐ δεῖ περὶ πολλοῦ ταῦτα ποιεῖσθαι·
οὐδὲ διὰ ταῦτα ἀσκεῖσθαι καὶ πονεῖν, ἵνα προγινώσκωμεν, ἀλλ’ ἵνα Θεῷ καλῶς πολιτευόμενοι ἀρέσωμεν.
Εὔχεσθαί τε χρὴ, οὐχ ἵνα προγινώσκωμεν, οὐδὲ τοῦτον τῆς ἀσκήσεως ἀπαιτεῖν μισθόν·
ἀλλ’ ἵνα συνεργὸς ἡμῖν εἰς τὴν κατὰ τοῦ διαβόλου νίκην ὁ Κύριος γένηται.
Εἰ δὲ ἅπαξ καὶ τοῦ προγινώσκειν ἡμῖν μέλει, καθαρεύωμεν τῇ διανοίᾳ.
Ἐγὼ γὰρ πιστεύω, ὅτι καθαρεύουσα ψυχὴ πανταχόθεν, καὶ κατὰ φύσιν ἑστῶσα, δύναται, διορατικὴ γενομένη, πλείονα καὶ μακρότερα βλέπειν τῶν δαιμόνων, ἔχουσα τὸν ἀποκαλύπτοντα Κύριον αὐτῇ·
οἵα ἦν ἡ τοῦ Ἐλισσαίου βλέπουσα τὰ κατὰ τὸν Γιεζῆ, καὶ ὁρῶσα τὰς παρ’ αὐτὴν ἑστώσας δυνάμεις.
Ὅταν τοίνυν νυκτὸς ἔρχωνται πρὸς ὑμᾶς, καὶ θέλωσι τὰ μέλλοντα λαλεῖν, ἢ λέγωσιν·
Ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἄγγελοι·
μὴ προσέχετε, ψεύδονται γάρ.
Ἂν δὲ καὶ ἐπαινῶσι τὴν ἄσκησιν ὑμῶν, καὶ μακαρίζωσιν ὑμᾶς·
μήτε ὑπακούετε, μήθ’ ὅλως προσποιεῖσθε τούτους·
σφραγίζετε δὲ μᾶλλον ἑαυτοὺς καὶ τὸν οἶκον, καὶ εὔχεσθε·
καὶ ὄψεσθε αὐτοὺς καὶ γινομένους ἀφανεῖς·
δειλοὶ γάρ εἰσι, καὶ πάνυ φοβοῦνται τὸ σημεῖον τοῦ Κυριακοῦ σταυροῦ·
ἐπειδήπερ ἐν αὐτῷ τούτους ἀποδυσάμενος, παρεδειγμάτισεν ὁ Σωτήρ.
Ἐὰν δὲ καὶ ἀναιδέστερον στήκωσιν, ἐξορχούμενοι καὶ ποικιλλόμενοι ταῖς φαντασίαις·
μὴ δειλιάσητε, μηδὲ πτήξητε, μηδὲ ὡς καλοῖς αὐτοῖς προσέχητε·
καὶ γὰρ τὴν τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν φαύλων παρουσίαν εὐχερὲς καὶ δυνατόν ἐστι διαγνῶναι, τοῦ Θεοῦ διδόντος οὕτως.
Ἡ μὲν γὰρ τῶν ἁγίων ὀπτασία οὐκ ἔστι τεταραγμένη.
Οὐκ ἐρίσει γὰρ, οὔτε κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις τῆς φωνῆς αὐτῶν.
Ἡσύχως δὲ καὶ πράως γίνεται οὕτως, ὡς εὐθὺς χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν καὶ θάρσος ἐγγίνεσθαι τῇ ψυχῇ·
ἔστι γὰρ μετ’ αὐτῶν ὁ Κύριος, ὅς ἐστιν ἡμῶν μὲν χαρὰ, τοῦ δὲ Θεοῦ Πατρὸς ἡ δύναμις·
οἵ τε λογισμοὶ αὐτῆς ἀτάραχοι καὶ ἀκύμαντοι διαμένουσιν·
ὥστε καταυγαζομένην αὐτὴν ὑπ’ αὐτῆς, τοὺς φαινομένους θεωρεῖν.
Καὶ γὰρ πόθος τῶν θείων καὶ τῶν μελλόντων αὐτῇ ἐπεισέρχεται, καὶ θελήσει πάντως συναφθῆναι τούτοις, εἰ ἀπήρχετο μετ’ αὐτῶν.
Ἐὰν δὲ καὶ, ὡς ἄνθρωποι, τινὲς φοβηθῶσι τὴν τῶν καλῶν ὀπτασίαν, ἀφαιροῦσιν οἱ φαινόμενοι τὸν φόβον παρ’ αὐτὰ τῇ ἀγάπῃ·
ὡς ἐποίησε Γαβριὴλ τῷ Ζαχαρίᾳ, καὶ ὁ φανεὶς ἄγγελος ἐν τῷ θείῳ μνημείῳ ταῖς γυναιξὶ, καὶ ὁ τοῖς ποιμέσι λέγων ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ·
Μὴ φοβεῖσθε.
Ἔστι γὰρ ὁ φόβος ἐκείνων οὐ κατὰ δειλίαν ψυχῆς, ἀλλὰ κατ’ ἐπίγνωσιν τῆς τῶν κρειττόνων παρουσίας.
Τοιαύτη μὲν οὖν ἡ τῶν ἁγίων ὀπτασία.
Ἡ δὲ τῶν φαύλων ἐπιδρομὴ καὶ φαντασία τεταραγμένη, μετὰ κτύπου καὶ ἤχου καὶ κραυγῆς·
οἵα ἂν γένοιτο νεωτέρων ἀπαιδεύτων καὶ λῃστῶν κίνησις.
Ἐξ ὧν εὐθὺς γίνεται δειλία ψυχῆς, τάραχος καὶ ἀταξία λογισμῶν, κατήφεια, μῖσος πρὸς τοὺς ἀσκητὰς, ἀκηδία, λύπη, μνήμη τῶν οἰκείων, καὶ φόβος θανάτου·
καὶ λοιπὸν ἐπιθυμία κακῶν, ὀλιγωρία πρὸς τὴν ἀρετὴν, καὶ τοῦ ἤθους ἀκαταστασία.
Ὅταν τοίνυν θεωρήσαντές τινα φοβηθῆτε, ἐὰν μὲν εὐθὺς ὁ φόβος ἀφαιρεθῇ, καὶ ἀντ’ ἐκείνου γένηται χαρὰ ἀνεκλάλητος, καὶ εὐθυμία, καὶ θάρσος καὶ ἀνάκτησις, καὶ τῶν λογισμῶν ἀταραξία, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα προεῖπον, ἀνδρία τε καὶ ἀγάπη εἰς τὸν Θεὸν, θαρσεῖτε καὶ εὔχεσθε·
ἡ γὰρ χαρὰ καὶ ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς δείκνυσι τοῦ παρόντος τὴν ἁγιότητα.
Οὕτως Ἀβραὰμ ἰδὼν τὸν Κύριον ἠγαλλιάσατο·
καὶ ὁ Ἰωάννης, γενομένης φωνῆς παρὰ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει.
Ἐὰν δὲ φανέντων τινῶν ταραχὴ γένηται, καὶ κτύπος ἔξωθεν, καὶ φαντασία κοσμικὴ, καὶ ἀπειλὴ θανάτου, καὶ ὅσα προεῖπον·
γινώσκετε ὅτι φαύλων ἐστὶν ἡ ἔφοδος.
Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο γνώρισμα ὑμῖν ἔστω·
ὅτ’ ἂν τοίνυν ἐπιμένῃ δειλιῶσα ἡ ψυχὴ, παρουσία τῶν ἐχθρῶν ἐστιν.
Οὐ γὰρ ἀφαιροῦνται τὴν δειλίαν τῶν τοιούτων οἱ δαίμονες, ὥσπερ πεποίηκεν ὁ μέγας ἀρχάγγελος Γαβριὴλ τῇ Μαρίᾳ καὶ τῷ Ζαχαρίᾳ, καὶ ὁ φανεὶς ἐν τῷ μνημείῳ ταῖς γυναιξίν·
ἀλλὰ μᾶλλον ὅταν ἴδωσι δειλιῶντας, αὐξάνουσι τὰς φαντασίας, ἵνα μειζόνως αὐτοὺς καταπτήξωσι·
καὶ λοιπὸν ἐπιβάντες, προσπαίζωσι λέγοντες·
Πεσόντες προσκυνήσατε.
Τοὺς μὲν οὖν Ἕλληνας οὕτως ἠπάτησαν·
οὕτως γὰρ ἐνομίσθησαν παρ’ αὐτοῖς ψευδώνυμοι θεοί·
ἡμᾶς δὲ οὐκ ἀφῆκεν ὁ Κύριος ἀπατηθῆναι παρὰ τοῦ διαβόλου, ὁπηνίκα τὰς τοιαύτας αὐτῷ ποιοῦντι φαντασίας ἐπιτιμῶν εἴρηκεν·
Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ·
γέγραπται γάρ·
Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.
Μᾶλλον οὖν καὶ μᾶλλον ὁ πανοῦργος διὰ ταῦτα καταφρονείσθω παρ’ ἡμῶν·
ὃ γὰρ εἴρηκεν ὁ Κύριος, τοῦτο ὑπὲρ ἡμῶν πεποίηκεν·
ἵνα καὶ παρ’ ἡμῶν ἀκούοντες οἱ δαίμονες τὰς τοιαύτας φωνὰς ἀνα τρέπωνται διὰ τὸν Κύριον, τὸν ἐν ταύταις αὐτοῖς ἐπιτιμήσαντα.
Οὐ δεῖ δὲ ἐπὶ τῷ δαίμονας ἐκβάλλειν καυχᾶσθαι, οὐδ’ ἐπὶ ταῖς θεραπείαις ἐπαίρεσθαι·
οὐδὲ τὸν μὲν ἐκβάλλοντα δαιμόνια θαυμάζειν μόνον, τὸν δὲ μὴ ἐκβάλλοντα ἐξουθενεῖν·
ἑκάστου δὲ τὴν ἄσκησιν καταμανθανέτω τις, καὶ ἢ μιμείσθω καὶ ζηλούτω, ἢ διορθούσθω.
Τὸ γὰρ ποιεῖν σημεῖα οὐχ ἡμῶν·
τοῦτο Σωτῆρος ἔργον ἐστί·
τοῖς γοῦν μαθηταῖς ἔλεγε·
Μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ δαιμόνια ὑμῖν ὑποτάσσεται·
ἀλλ’ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν γέγραπται ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Τὸ μὲν γὰρ ἐν οὐρανῷ γεγράφθαι τὰ ὀνόματα, μαρτύριόν ἐστι τῆς ἡμῶν ἀρετῆς καὶ τοῦ βίου·
τὸ δὲ ἐκβάλλειν δαίμονας, τοῦ δεδωκότος Σωτῆρός ἐστιν ἡ χάρις αὕτη.
Ὅθεν τοῖς μὴ ἐν ἀρετῇ, ἀλλ’ ἐν σημείοις καυχωμένοις, καὶ λέγουσι·
Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;
ἀπεκρίνατο·
Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς.
Οὐ γὰρ γινώσκει Κύριος τὰς ὁδοὺς τῶν ἀσεβῶν.
Καθόλου δὲ εὔχεσθαι δεῖ, καθὰ προεῖπον, λαμβάνειν χάρισμα διακρίσεως πνευμάτων·
ἵνα, καθὼς γέγραπται, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύωμεν.
Ἐβουλόμην μὲν οὖν σιωπῆσαι, καὶ μηδὲν ἐξ ἐμαυτοῦ λέγειν, ἀρκεῖσθαι δὲ μόνοις τούτοις·
ἵνα δὲ μὴ νομίσητε ταῦτά με λέγειν ἁπλῶς, ἀλλ’ ἀπὸ πείρας καὶ ἀληθείας πιστεύσητε ταῦτά με διηγεῖσθαι·
διὰ τοῦτο, κἂν ὡς ἄφρων γένωμαι, ἀλλ’ οἶδεν ὁ ἀκούων Κύριος τὸ τοῦ συνειδότος καθαρὸν, καὶ ὅτι οὐ δι’ ἐμαυτὸν, τῆς δὲ ὑμῶν ἀγάπης χάριν καὶ προτροπῆς, ἃ εἶδον τῶν δαιμόνων ἐπιτηδεύματα, ταῦτα πάλιν λέγω.
Ποσάκις ἐμακάρισάν με, κἀγὼ κατηρασάμην αὐτοὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ποσάκις προειρήκασι περὶ τοῦ ποταμίου ὕδατος, κἀγὼ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγον·
Καὶ ὑμῖν τί περὶ τούτου μέλει;
Ἦλθόν ποτε ἀπειλοῦντες, καὶ ἐκύκλωσάν με ὡς στρατιῶται μετὰ πανοπλίας.
Καὶ ἄλλοτε ἵππων καὶ θηρίων καὶ ἑρπετῶν ἐπλήρωσαν τὸν οἶκον·
κἀγὼ ἔψαλλον·
Οὗτοι ἐν ἅρμασι, καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις·
ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα·
καὶ ταῖς εὐχαῖς ἀνετράπησαν ἐκεῖνοι παρὰ τοῦ Κυρίου.
Ἦλθόν ποτε ἐν σκοτίᾳ, φωτὸς ἔχοντες φαντασίαν, καὶ ἔλεγον·
Ἤλθομεν φᾶναί σοι, Ἀντώνιε·
ἐγὼ δὲ, καμμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς, ηὐχόμην, καὶ εὐθὺς ἐσβέσθη τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν.
Καὶ μετὰ μῆνας ὀλίγους ἦλθον ὡς ψάλλοντες, καὶ λαλοῦντες ἀπὸ τῶν Γραφῶν·
Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον.
Ἔσεισάν ποτε τὸ μοναστήριον·
ἐγὼ δὲ ηὐχόμην ἀκίνητος μένων τῷ φρονήματι.
Καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν ἐλθόντες ἐκρότουν, ἐσύριττον, ὠρχοῦντο.
Ὡς δὲ ηὐχόμην, καὶ ἀνεκείμην ψάλλων κατ’ ἐμαυτόν·
εὐθὺς ἤρξαντο θρηνεῖν καὶ κλαίειν, ὥσπερ ἐξατονήσαντες·
ἐγὼ δὲ ἐδόξαζον τὸν Κύριον, τὸν καθελόντα καὶ παραδειγματίσαντα τὴν τόλμαν καὶ τὴν μανίαν αὐτῶν.
Ἐφάνη ποτὲ δαίμων ὑψηλὸς λίαν μετὰ φαντασίας, καὶ τετόλμηκεν εἰπεῖν·
Ἐγώ εἰμι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ·
καὶ, Ἐγώ εἰμι ἡ πρόνοια·
τί σοι θέλεις χαρίσωμαι;
Ἐγὼ δὲ τότε μᾶλλον ἐνεφύσησα κατ’ αὐτοῦ, τὸν Χριστὸν ὀνομάσας, καὶ τύψαι τοῦτον ἐπεχείρησα·
καὶ ἔδοξα τετυφέναι, καὶ εὐθὺς ὁ τηλικοῦτος σὺν πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ δαίμοσι ἠφανίσθη ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ.
Ἦλθέ ποτε νηστεύοντός μου, καὶ ὡς μοναχὸς ὁ δόλιος, ἔχων ἄρτων φαντασίαν·
καὶ συνεβούλευε λέγων·
Φάγε, καὶ παῦσαι τῶν πολλῶν πόνων·
ἄνθρωπος εἶ καὶ σὺ, καὶ μέλλεις ἀσθενεῖν.
Ἐγὼ δὲ, νοήσας αὐτοῦ τὴν μεθοδείαν, ἀνέστην εὔξασθαι.
Κἀκεῖνος οὐκ ἤνεγκεν·
ἐξέλιπε γὰρ, καὶ διὰ τῆς θύρας ὡς καπνὸς ἐξερχόμενος ἐφάνη.
Ποσάκις ἐν τῇ ἐρήμῳ φαντασίαν ἔδειξε χρυσοῦ, ἵνα μόνον ἅψωμαι, καὶ βλέψω!
ἐγὼ δὲ κατέψαλλον αὐτοῦ, κἀκεῖνος ἐτήκετο.
Πολλάκις ἔκοπτόν με πληγαῖς, κἀγὼ ἔλεγον·
Οὐδέν με χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ·
καὶ μᾶλλον αὐτοὶ μετὰ ταῦτα κατέκοπτον ἀλλήλους.
Οὐκ ἐγὼ δὲ ἤμην ὁ παύων ἐκείνους καὶ καταργῶν·
ἀλλ’ ὁ Κύριος ἦν, ὁ λέγων·
Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.
Ἐγὼ δὲ, τέκνα, μνημονεύων τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ, μετεσχημάτισα ταῦτα εἰς ἐμαυτὸν, ἵνα μάθητε μὴ ἐκκακεῖν ἐν τῇ ἀσκήσει, μηδὲ φοβεῖσθαι τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ τὰς φαντασίας.
Καὶ ἐπειδὴ γέγονα ἄφρων διηγούμενος, δέξασθε καὶ τοῦτο πρὸς ἀσφάλειαν καὶ ἀφοβίαν·
καὶ πιστεύσατέ μοι·
οὐ ψεύδομαι γάρ.
Ἔκρουσέ ποτέ τις ἐν τῷ μοναστηρίῳ τὴν ἐμὴν θύραν·
καὶ ἐξελθὼν, εἶδόν τινα μακρὸν καὶ ὑψηλὸν φαινόμενον.
Εἶτα πυθομένου μου·
Σὺ τίς εἶ;
ἔφη·
Ἐγώ εἰμι ὁ Σα τανᾶς.
Εἶτα λέγοντός μου·
Τί οὖν ἐνταῦθα πάρει;
ἔλεγεν ἐκεῖνος·
Τί μέμφονταί με μάτην οἱ μοναχοὶ, καὶ οἱ ἄλλοι πάντες Χριστιανοί;
Τί μοι καταρῶνται καθ’ ὥραν;
Ἐμοῦ δὲ εἰπόντος·
Τί γὰρ αὐτοῖς ἐνοχλεῖς;
ἔφη·
Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ ἐνοχλῶν αὐτοῖς, ἀλλ’ αὐτοὶ ταράττουσιν ἑαυτούς·
ἐγὼ γὰρ ἀσθενὴς γέγονα.
Οὐκ ἀνέγνωσαν, ὅτι τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες;
οὐκ ἔτι τόπον ἔχω, οὐ βέλος, οὐ πόλιν.
Πανταχοῦ Χριστιανοὶ γεγόνασι·
λοιπὸν καὶ ἡ ἔρημος πεπλήρωται μοναχῶν.
Ἑαυτοὺς τηρείτωσαν, καὶ μὴ μάτην με καταράσθω σαν.
Τότε θαυμάσας ἐγὼ τοῦ Κυρίου τὴν χάριν, εἶπον πρὸς αὐτόν·
Ἀεὶ ψεύστης ὢν, καὶ μηδέποτε λέγων ἀλήθειαν, ὅμως τοῦτο νῦν, καὶ μὴ θέλων, εἴρηκας ἀληθές·
ὁ γὰρ Χριστὸς, ἐλθὼν, ἀσθενῆ σε πεποίηκε, καὶ καταβαλὼν ἐγύμνωσεν.
Ἐκεῖνος, ἀκούσας τὸ τοῦ Σωτῆρος ὄνομα, καὶ μὴ φέρων τὴν ἐκ τούτου καῦσιν, ἀφανὴς γέγονεν.
Εἰ τοίνυν καὶ αὐτὸς ὁ διάβολος ὁμολογεῖ μηδὲν δύνασθαι, ὀφείλομεν παντελῶς καταφρονεῖν αὐτοῦ τε καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ.
Ὁ μὲν οὖν ἐχθρὸς μετὰ τῶν ἑαυτοῦ κυνῶν τοσαύτας ἔχει τὰς πανουργίας·
ἡμεῖς δὲ, μαθόντες αὐτῶν τὴν ἀσθένειαν, καταφρονεῖν αὐτῶν δυνάμεθα.
Τοῦτον οὖν τὸν τρόπον μὴ προκαταπίπτωμεν τῇ διανοίᾳ, μηδὲ λογιζώμεθα ἐν τῇ ψυχῇ δειλίας, μηδὲ ἀναπλάττωμεν ἑαυτοῖς φόβους, λέγοντες·
Μὴ ἄρα δαίμων ἐλθὼν ἀνατρέψῃ με·
μὴ ἄρα βαστάξας καταβάλῃ, ἢ ἐξαίφνης ἐπιστὰς ἐκταράξῃ.
Μηδ’ ὅλως ἐνθυμώμεθα τοιαῦτα, μηδὲ λυπώμεθα ὡς ἀπολλύμενοι·
θαῤῥῶμεν δὲ μᾶλλον καὶ χαίρωμεν ἀεὶ, ὡς σωζόμενοι·
καὶ λογιζώμεθα τῇ ψυχῇ, ὅτι Κύριος μεθ’ ἡμῶν ἐστιν, ὁ τροπώσας καὶ καταργήσας αὐτούς.
Καὶ διανοώμεθα δὲ καὶ ἐνθυμώμεθα ἀεὶ, ὅτι, ὄντος τοῦ Κυρίου μεθ’ ἡμῶν, οὐδὲν ἡμῖν οἱ ἐχθροὶ ποιήσουσιν.
Ἐλθόντες γὰρ, ὁποίους ἂν εὕρωσιν ἡμᾶς, τοιοῦτοι καὶ αὐτοὶ γίνονται πρὸς ἡμᾶς, καὶ πρὸς ἃς εὑρίσκουσιν ἐν ἡμῖν ἐννοίας, οὕτω καὶ αὐτοὶ τὰς φαντασίας ἀφομοιοῦσιν.
Ἐὰν μὲν οὖν δειλιῶντας εὕρωσι καὶ ταραττομένους, εὐθὺς αὐτοὶ, ὡς λῃσταὶ, τὸν τόπον ἀφύλακτον εὑρόντες, ἐπιβαίνουσι·
καὶ ὅπερ ἀφ’ ἑαυτῶν λογιζόμεθα, τοῦτο μετὰ προσθήκης ποιοῦσιν.
Ἐὰν γὰρ βλέπωσιν ἡμᾶς φοβουμένους καὶ δειλιῶντας, μειζόνως αὐξάνουσι τὴν δειλίαν ἐν ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς ἀπειλαῖς, καὶ λοιπὸν ἐν τούτοις ἡ ταλαίπωρος κολάζεται ψυχή·
ἐὰν δὲ χαίροντας ἡμᾶς εὕρωσιν ἐν Κυρίῳ, καὶ λογιζομένους περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ ἐνθυμουμένους τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ διαλογιζομένους, ὅτι πάντα ἐν χειρὶ Κυρίου ἐστὶ, καὶ οὐδὲν ἰσχύει δαίμων κατὰ Χριστιανοῦ, οὐδὲ ὅλως ἐξουσίαν ἔχει κατά τινος·
βλέποντες ἠσφαλισμένην τὴν ψυχὴν τοῖς τοιούτοις λογισμοῖς, ἀποστρέφονται κατῃσχυμμένοι.
Οὕτως τὸν μὲν Ἰὼβ ἰδὼν ὁ ἐχθρὸς περιπεφραγμένον, ἀνεχώρησεν ἀπ’ αὐτοῦ·
τὸν δὲ Ἰούδαν γυμνὸν ἀπὸ τούτων εὑρὼν, ᾐχμαλώτισεν.
Ὥστε, εἰ θέλομεν καταφρονεῖν τοῦ ἐχθροῦ, λογιζώμεθα ἀεὶ τὰ τοῦ Κυρίου, καὶ χαιρέτω ἀεὶ ἡ ψυχὴ τῇ ἐλπίδι·
καὶ ὀψόμεθα ὡς καπνὸν τὰ τῶν δαιμόνων παίγνια, καὶ μᾶλλον φεύγοντας αὐτοὺς ἢ διώκοντας.
Εἰσὶ γὰρ λίαν αὐτοὶ, καθὰ προεῖπον, δειλοὶ, προσδοκῶντες ἀεὶ τὸ ἡτοιμασμένον αὐτοῖς πῦρ.
Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς ἀφοβίαν κατ’ ἐκείνων ἔχετε παρ’ ἑαυτοῖς τὸ τεκμήριον·
Ὅταν τις φαντασία γένηται, μὴ προκατάπιπτε ἐν δειλίᾳ, ἀλλ’ ὁποία ἂν ᾖ, θαῤῥῶν ἐρώτα πρῶτον·
Τίς εἶ σὺ, καὶ πόθεν;
Καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἁγίων ὀπτασία, πληροφοροῦσί σε, καὶ τὸν φόβον σου εἰς χαρὰν μεταβάλλουσιν·
ἐὰν δὲ διαβολική τις ᾖ, εὐθὺς ἐξασθενεῖ, βλέπουσα ἐῤῥωμένην τὴν διάνοιαν·
ἀταραξίας γὰρ τεκμήριον τὸ ὅλως πυνθάνεσθαι·
Τίς εἶ, καὶ πόθεν;
Οὕτως ὁ μὲν τοῦ Ναυῆ, ἐρωτήσας, ἔμαθεν·
ὁ δὲ ἐχθρὸς οὐκ ἔλαθεν ἐρωτήσαντα τὸν ∆ανιήλ.
![]()
Ταῦτα διαλεγομένου τοῦ Ἀντωνίου, πάντες ἔχαιρον·
καὶ τῶν μὲν ὁ ἔρως τῆς ἀρετῆς ηὔξανε, τῶν δὲ ἡ ὀλιγωρία παρεκβαλεῖτο, καὶ ἄλλων ἡ οἴησις ἐπαύετο·
πάντες τε ἐπείθοντο καταφρονεῖν τῆς δαιμονικῆς ἐπιβουλῆς, θαυμάζοντες τὴν δοθεῖσαν παρὰ τοῦ Κυρίου Ἀντωνίῳ χάριν εἰς τὴν διάκρισιν τῶν πνευμάτων.
Ἦν οὖν ἐν τοῖς ὄρεσι τὰ μοναστήρια ὡς σκηναὶ πεπληρωμέναι θείων χορῶν, ψαλλόντων, φιλολογούντων, νηστευόντων, εὐχομένων, ἀγαλλιωμένων ἐπὶ τῇ τῶν μελλόντων ἐλπίδι, καὶ ἐργαζομένων εἰς τὸ ποιεῖν ἐλεημοσύνας, ἀγάπην τε καὶ συμφωνίαν ἐχόντων εἰς ἀλλήλους.
Καὶ ἦν ἀληθῶς ἰδεῖν ὥσπερ χώραν τινὰ καθ’ ἑαυτὴν οὖσαν θεοσεβείας καὶ δικαιοσύνης.
Οὐκ ἦν γὰρ ἐκεῖ ὁ ἀδικῶν ἢ ὁ ἀδικούμενος, οὐδὲ μέμψις φορολόγου·
ἀλλὰ πλῆθος μὲν ἀσκητῶν, ἓν δὲ τῶν πάντων εἰς ἀρετὴν τὸ φρόνημα·
ὥστε ἰδόντα τινὰ πάλιν τὰ μοναστήρια, καὶ τὴν τοιαύτην τῶν μοναχῶν τάξιν, ἀναφωνῆσαι καὶ εἰπεῖν·
Ὡς καλοί σου οἱ οἶκοι, Ἰακὼβ, αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ!
ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι, καὶ ὡσεὶ παράδεισος ἐπὶ ποταμὸν, καὶ ὡσεὶ σκηναὶ, ἃς ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ ὡσεὶ κέδροι παρ’ ὕδασιν.
Αὐτὸς μέντοι συνήθως καθ’ ἑαυτὸν ἀναχωρῶν ἐν τῷ ἑαυτοῦ μοναστηρίῳ, ἐπέτεινε τὴν ἄσκησιν, καθ’ ἡμέραν τε ἐστέναζεν, ἐνθυμούμενος τὰς ἐν οὐρανῷ μονὰς, τόν τε πόθον ἔχων εἰς αὐτὰς, καὶ σκοπῶν τὸν ἐφήμερον τῶν ἀνθρώπων βίον.
Καὶ γὰρ μέλλων ἐσθίειν καὶ κοιμᾶσθαι, καὶ ἐπὶ ταῖς ἄλλαις ἀνάγκαις τοῦ σώματος ἔρχεσθαι, ᾐσχύνετο, τὸ τῆς ψυχῆς λογιζόμενος νοερόν.
Πολλάκις γοῦν μετὰ πολλῶν ἄλλων μοναχῶν μέλλων ἐσθίειν, ἀναμνησθεὶς τῆς πνευματικῆς τροφῆς, παρῃτήσατο, καὶ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀπῆλθε, νομίζων ἐρυθριᾷν, εἰ βλέποιτο παρ’ ἑτέρων ἐσθίων·
ἤσθιε μέντοι καθ’ ἑαυτὸν διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀνάγκην·
πολλάκις δὲ καὶ μετὰ τῶν ἀδελφῶν·
αἰδούμενος μὲν ἐπὶ τούτοις, παῤῥησιαζόμενος δὲ ἐπὶ τοῖς ὑπὲρ ὠφελείας λόγοις.
Καὶ ἔλεγε χρῆναι τὴν πᾶσαν σχολὴν διδόναι τῇ ψυχῇ μᾶλλον ἢ τῷ σώματι, καὶ συγχωρεῖν μὲν διὰ τὴν ἀνάγκην ὀλίγον καιρὸν τῷ σώματι, τὸ δὲ ὅλον σχολάζειν τῇ ψυχῇ μᾶλλον, καὶ τὴν ταύτης ὠφέλειαν ζητεῖν·
ἵνα μὴ αὕτη καθέλκηται ὑπὸ τῶν ἡδονῶν τοῦ σώματος, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ σῶμα παρ’ αὐτῆς δουλαγωγῆται·
τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ λεγόμενον παρὰ τοῦ Σωτῆρος·
Μὴ μεριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε.
Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε ἢ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε·
ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ.
Ὑμῶν δὲ ὁ Πατὴρ οἶδεν, ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
Πλὴν ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
![]()
Μετὰ ταῦτα κατέλαβε τὴν Ἐκκλησίαν ὁ κατὰ Μαξιμῖνον τὸ τηνικαῦτα γενόμενος διωγμός·
καὶ τῶν ἁγίων μαρτύρων ἀγομένων εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἠκολούθησε καὶ αὐτὸς, ἀφεὶς τὸ μοναστήριον, λέγων·
Ἀπέλθωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀγωνιζώμεθα κληθέντες, ἢ θεωρήσωμεν τοὺς ἀγωνιζομένους.
Καὶ πόθον μὲν εἶχε μαρτυρῆσαι·
παραδοῦναι δὲ μὴ θέλων ἑαυτὸν, ὑπηρέτει τοῖς ὁμολογηταῖς ἔν τε τοῖς μετάλλοις καὶ ἐν ταῖς φυλακαῖς.
Πολλή τε ἦν αὐτῷ σπουδὴ ἐν τῷ δικαστηρίῳ, ἀγωνιζομένους μὲν τοὺς καλουμένους ἐπαλείφειν εἰς προθυμίαν, μαρτυροῦντας δὲ αὐτοὺς ἀπολαμβάνειν καὶ προπέμπειν ἕως τελειωθῶσιν.
Ὁ γοῦν δικαστὴς, βλέπων αὐτοῦ τε καὶ τῶν σὺν αὐτῷ τὸ ἄφοβον, καὶ τὴν εἰς τοῦτο σπουδὴν, παρήγγειλε μηδένα τῶν μοναχῶν ἐν τῷ δικαστηρίῳ φαίνεσθαι, μηδὲ ὅλως ἐν τῇ πόλει διατρίβειν.
Οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἔδοξαν κρύπτεσθαι τὴν ἡμέραν ἐκείνην·
ὁ δὲ Ἀντώνιος τοσοῦτον ἐφρόντισεν, ὥστε καὶ μᾶλλον πλῦναι τὸν ἐπενδύτην, καὶ τῇ ἑξῆς ἔμπροσθεν ἐφ’ ὑψηλοῦ στῆναι, καὶ φαίνεσθαι τῷ ἡγεμόνι λαμπρόν.
Πάντων οὖν ἐπὶ τούτῳ θαυμαζόντων, καὶ τοῦ ἡγεμόνος ὁρῶντος, καὶ μετὰ τῆς τάξεως αὐτοῦ διαβαίνοντος, αὐτὸς ἀτρέμας εἱστήκει, δεικνὺς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν τὴν προθυμίαν·
ηὔχετο γὰρ καὶ αὐτὸς μαρτυρῆσαι, καθὰ προεῖπον.
Αὐτὸς μὲν οὖν λυπουμένῳ ἐῴκει, ὅτι μὴ μεμαρτύρηκεν·
ὁ δὲ Κύριος ἦν αὐτὸν φυλάττων εἰς τὴν ἡμῶν καὶ τὴν ἑτέρων ὠφέλειαν, ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀσκήσει, ἣν ἐκ τῶν Γραφῶν αὐτὸς μεμάθηκε, πολλοῖς διδάσκαλος γένηται.
Καὶ γὰρ καὶ μόνον βλέποντες αὐτοῦ τὴν ἀγωγὴν, πολλοὶ τῆς πολιτείας αὐτοῦ ἐσπουδάζοντο ζηλωταὶ γενέσθαι.
Πάλιν οὖν ὑπηρέτει συνήθως τοῖς ὁμολογηταῖς, καὶ ὡς συνδεδεμένος αὐτοῖς, ἦν κοπιῶν ἐν ταῖς ὑπηρεσίαις.
![]()
Ἐπειδὴ δὲ λοιπὸν ὁ διωγμὸς ἐπαύσατο, καὶ μεμαρτύρηκεν ὁ μακαρίτης ἐπίσκοπος Πέτρος, ἀπεδήμησε, καὶ πάλιν εἰς τὸ μοναστήριον ἀνεχώρει, καὶ ἦν ἐκεῖ καθ’ ἡμέραν μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει, καὶ ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις.
Καὶ γὰρ καὶ ἀσκήσει πολλῇ καὶ συντονωτέρᾳ ἐκέχρητο·
ἐνήστευε γὰρ ἀεὶ, τὸ δὲ ἔνδυμα εἶχεν ἔνδον μὲν τρίχινον, ἐπάνω δὲ δερμάτινον, ὃ καὶ ἕως τελευτῆς τετήρηκε, μήτε σῶμα διὰ ῥύπον ὕδατι λούσας, μήθ’ ὅλως τοὺς πόδας ἀπονίψας, ἢ κἂν ἁπλῶς εἰς ὕδωρ αὐτοὺς χωρὶς ἀνάγκης ἀνασχόμενος ἐμβαλεῖν·
ἀλλ’ οὐδὲ γυμνωθέντα τις αὐτὸν ἑώρακεν, οὐδὲ ὅλως τὸ σῶμά τις εἶδε Ἀντωνίου γυμνὸν, εἰ μὴ ὅτε τελευτήσας ἐθάπτετο.
Ἀναχωροῦντι τοίνυν αὐτῷ, καὶ προθεμένῳ ποιῆσαι χρόνον, ὥστε μήτε αὐτὸν προϊέναι, μήτε τι νὰ δέξασθαι, Μαρτινιανός τις ἄρχων στρατιωτῶν, ἐλθὼν, ἐγίνετο δι’ ὄχλου τῷ Ἀντωνίῳ·
εἶχε γὰρ ὑπὸ δαίμονος ἐνοχλουμένην τὴν θυγατέρα·
ὡς δὲ ἐπὶ πολὺ διέμενε κόπτων τὴν θύραν καὶ ἀξιῶν ἐλθεῖν αὐτὸν, καὶ εὔξασθαι τῷ Θεῷ διὰ τὴν παῖδα·
ἀνοῖξαι μὲν οὐκ ἠνέσχετο, παρακύψας δὲ ἄνωθεν, εἶπεν·
Ἄνθρωπε, τί μου κατακράζεις;
ἄνθρωπός εἰμι κἀγὼ ὥσπερ καὶ σύ.
Εἰ δὲ πιστεύεις τῷ Χριστῷ, ᾧ λατρεύω, ὕπαγε, καὶ ὡς πιστεύεις εὖξαι τῷ Θεῷ, καὶ γίνεται.
Εὐθὺς οὖν ἐκεῖνος πιστεύσας, καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν Χριστὸν, ἀπῆλθεν, ἔχων τὴν θυγατέρα καθαρισθεῖσαν ἀπὸ τοῦ δαίμονος.
![]()
Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα δι’ αὐτοῦ πεποίηκεν ὁ Κύριος, ὁ λέγων·
Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν.
Πλεῖστοι γὰρ τῶν πασχόντων, μὴ ἀνοίγοντος αὐτοῦ τὴν θύραν, μόνον ἐκάθευδον ἔξω τοῦ μοναστηρίου, καὶ πιστεύοντες καὶ εὐχόμενοι γνησίως, ἐκαθαρίζοντο.
![]()
Ὡς δὲ εἶδεν ἑαυτὸν ὀχλούμενον ὑπὸ πολλῶν καὶ μὴ ἀφιέμενον κατὰ γνώμην ἀναχωρεῖν, ὡς βούλεται·
εὐλαβηθεὶς μὴ ἐξ ὧν ὁ Κύριος ποιεῖ δι’ αὐτοῦ, ἢ αὐτὸς ἐπαρθῇ, ἢ ἄλλος τις ὑπὲρ ὅ ἐστι λογίσηται περὶ αὐτοῦ, ἐσκέψατο καὶ ὥρμησεν ἀνελθεῖν εἰς τὴν ἄνω Θηβαΐδα πρὸς τοὺς ἀγνοοῦντας αὐτόν.
Καὶ δὴ παρὰ τῶν ἀδελφῶν δεξάμενος ἄρτους, ἐκάθητο παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ, σκοπῶν εἰ ἄρα παρέλθοι πλοῖον, ἵνα ἐμβὰς ἀνέλθῃ μετ’ αὐτῶν.
Ταῦτα δὲ αὐτοῦ σκεπτομένου, φωνή τις ἄνωθεν γέγονε πρὸς αὐτόν·
Ἀντώνιε, ποῦ πορεύῃ, καὶ διὰ τί;
Ὁ δὲ μὴ ταραχθεὶς, ἀλλ’ ὡς εἰωθὼς καλεῖσθαι πολλάκις οὕτως, ἐπακούσας, ἀπεκρίνατο, λέγων·
Ἐπειδὴ οὐκ ἐπιτρέπουσί μοι ἠρεμεῖν οἱ ὄχλοι, διὰ τοῦτο βούλομαι ἀνελθεῖν εἰς τὴν ἄνω Θηβαΐδα, διὰ τὰς πολλὰς τῶν ὧδέ μοι γινομένας ἐνοχλήσεις, καὶ μάλιστα διὰ τὸ ἀπαιτεῖσθαί με παρ’ αὐτῶν τὰ ὑπὲρ τὴν ἐμὴν δύναμιν.
Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη·
Κἂν εἰς τὴν Θηβαΐδα ἀνέλθῃς, κἂν, ὡς ἐνθυμῇ, κατέλθῃς εἰς τὰ βουκόλια, πλείω καὶ διπλασίονα τὸν κάματον ἔχεις ὑπομένειν.
Εἰ δὲ θέλεις ὄντως ἠρεμεῖν, ἄνελθε νῦν εἰς τὴν ἐνδοτέραν ἔρημον.
Τοῦ δὲ Ἀντωνίου λέγοντος·
Καὶ τίς δείξει μοι τὴν ὁδόν;
ἄπειρος γάρ εἰμι ταύτης·
εὐθὺς ἔδειξεν αὐτῷ Σαρακηνοὺς μέλλοντας ὁδεύειν τὴν ὁδὸν ἐκείνην.
Προσελθὼν τοίνυν, καὶ ἐγγίσας αὐτοῖς ὁ Ἀντώνιος, ἠξίου σὺν αὐτοῖς εἰς τὴν ἔρημον ἀπελθεῖν.
Οἱ δὲ, ὥσπερ ἐξ ἐπιτάγματος τῆς Προνοίας, προθύμως αὐτὸν ἐδέξαντο·
καὶ ὁδεύσας τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας μετ’ αὐτῶν, ἦλθεν εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν·
καὶ ὕδωρ μὲν ἦν ὑπὸ τὸ ὄρος διειδέστατον, γλυκὺ, καὶ μάλα ψυχρόν.
Πεδιὰς δὲ ἔξωθεν, καὶ φοίνικες ἀμεληθέντες ὀλίγοι.
Ὁ οὖν Ἀντώνιος, ὥσπερ θεόθεν κινούμενος, ἠγάπησε τὸν τόπον·
οὗτος γὰρ ἦν ὃν ἐσήμανεν ὁ λαλήσας αὐτῷ παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ.
Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν δεξάμενος παρὰ τῶν συνοδευσάντων ἄρτους, ἔμενεν ἐν τῷ ὄρει μόνος, οὐδενὸς ἑτέρου συνόντος αὐτῷ·
ὡς γὰρ ἴδιον οἶκον ἐπιγνοὺς, εἶχε λοιπὸν τὸν τόπον ἐκεῖνον.
Αὐτοί τε οἱ Σαρακηνοὶ, θεωρήσαντες τὴν Ἀντωνίου προθυμίαν, ἐξεπίτηδες ἐκείνην τὴν ὁδὸν διήρχοντο, καὶ χαίροντες ἔφερον ἄρτους αὐτῷ·
εἶχε δὲ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν φοινίκων ὀλίγην τινὰ τότε καὶ εὐτελῆ παραμυθίαν.
Μετὰ δὲ ταῦτα, μαθόντες οἱ ἀδελφοὶ τὸν τόπον, ὡς τέκνα, πατρὸς μνημονεύοντες, ἐφρόντιζον ἀποστέλλειν αὐτῷ·
ἀλλ’ ὁρῶν ὁ Ἀντώνιος, ὅτι προφάσει τοῦ ἄρτου σκύλλονταί τινες ἐκεῖ, καὶ κάματον ὑπομένουσι·
φειδόμενος καὶ ἐν τούτῳ τῶν μοναχῶν, ἐβουλεύσατο καθ’ ἑαυτὸν, καὶ τῶν εἰσερχομένων τινὰς πρὸς αὐτὸν ἠξίωσε κομίσαι αὐτῷ δίκελλαν, καὶ πέλεκυν, καὶ σῖτον ὀλίγον.
Ὡς δὲ ἐκομίσθη ταῦτα, διοδεύσας τὴν περὶ τὸ ὄρος γῆν, βραχύτατόν τινα τόπον εὑρὼν ἐπιτήδειον, ἐγεώργησε·
καὶ τὸν ἐκ τοῦ ὕδατος ποτισμὸν ἀφθόνως ἔχων, ἔσπειρε.
Καὶ κατ’ ἐνιαυτὸν τοῦτο ποιῶν, εἶχεν ἐκεῖθεν τὸν ἄρτον·
χαίρων, ὅτι μηδενὶ διὰ τοῦτο γενήσεται ὀχληρὸς, καὶ ὅτι ἐν πᾶσιν ἑαυτὸν ἀβαρῆ φυλάττει.
Ἀλλὰ μετὰ ταῦτα βλέπων πάλιν τινὰς ἐρχομένους, ἐγεώργησε καὶ ὀλιγοστὰ λάχανα, ἵνα ὁ εἰσερχόμενος ἔχῃ τι νὰ παραμυθίαν ὀλίγην τοῦ καμάτου τῆς χαλεπῆς ἐκείνης ὁδοῦ.
Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν τὰ ἐν τῇ ἐρήμῳ θηρία προφάσει τοῦ ὕδατος ἐρχόμενα, πολλάκις ἔβλαπτον αὐτοῦ τὸν σπόρον καὶ τὴν γεωργίαν·
αὐτὸς δὲ χαριέντως κρατήσας ἓν τῶν θηρίων, ἔλεγε τοῖς πᾶσι·
∆ιὰ τί με βλάπτετε, μηδὲν ἐμοῦ βλάπτοντος ὑμᾶς;
Ἀπέλθετε, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου μηκέτι ἐγγίσητε τοῖς ὧδε.
Καὶ ἐξ ἐκείνου λοιπὸν, ὥσπερ φοβηθέντα τὴν παραγγελίαν, οὐκ ἔτι τῷ τόπῳ ἤγγισαν.
Αὐτὸς μὲν οὖν μόνος ἦν εἰς τὸ ἔσω ὄρος, ταῖς εὐχαῖς καὶ τῇ ἀσκήσει σχολάζων·
οἱ δὲ ἀδελφοὶ οἱ διακονοῦντες αὐτῷ, ἠξίωσαν αὐτὸν, ἵνα διὰ μηνῶν εἰσερχόμενοι κομίζωσιν αὐτῷ ἐλαίας καὶ ὄσπριον καὶ ἔλαιον·
γέρων γὰρ λοιπὸν ἦν.
Ἐκεῖ τοίνυν ἀναστρεφόμενος, ὅσας ὑπέμεινε πάλας, κατὰ τὸ γεγραμμένον, οὐ πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἀντικειμένους δαίμονας, ἐκ τῶν εἰσερχομένων πρὸς αὐτὸν ἔγνωμεν.
Καὶ γὰρ κἀκεῖ θορύβων, καὶ φωνῶν πολλῶν, καὶ κτύπων, ὡς ὅπλων ἤκουον·
τότε ὄρος νυκτὸς πλῆρες θηρίων γενόμενον ἔβλεπον·
ἐθεώρουν δὲ καὶ αὐτὸν ὡς πρὸς βλεπομένους μαχόμενον, καὶ εὐχόμενον κατ’ αὐτῶν.
Καὶ τοὺς μὲν ἐρχομένους πρὸς αὐτὸν παρεθάῤῥυνεν, αὐτὸς δὲ ἠγωνίζετο κάμπτων τὰ γόνατα καὶ προσευχόμενος τῷ Κυρίῳ.
Καὶ ἦν ἀληθῶς θαύματος ἄξιον, ὅτι, μόνος ἐν τοιαύτῃ ἐρήμῳ ὢν, οὔτε δαιμόνων ἐφισταμένων ἐπτοεῖτο, οὔτε, τοσούτων ὄντων ἐκεῖ θηρίων τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν, ἐφοβεῖτο τούτων τὴν ἀγριότητα·
ἀλλ’ ἀληθῶς, κατὰ τὸ γεγραμμένον, πεποιθὼς ἦν ἐπὶ Κύριον ὡς ὄρος Σιὼν, ἀσάλευτον ἔχων καὶ ἀκύμαντον τὸν νοῦν·
ὥστε μᾶλλον τοὺς δαίμονας φεύγειν, καὶ τὰ θηρία τὰ ἄγρια, ὡς γέγραπται, εἰρηνεύειν πρὸς αὐτόν.
![]()
Ὁ μὲν οὖν διάβολος, ὡς ψάλλει ∆αβὶδ, παρετηρεῖτο τὸν Ἀντώνιον, καὶ ἔτριζε κατ’ αὐτοῦ τοὺς ὀδόντας·
ὁ δὲ Ἀντώνιος παρεκαλεῖτο παρὰ τοῦ Σωτῆρος, ἀβλαβὴς διαμένων ἀπὸ τῆς ἐκείνου πανουργίας καὶ τῆς ποικίλης μεθοδείας.
Ἀγρυπνοῦντι τοίνυν αὐτῷ νυκτὸς ἐπαφῆκε θηρία·
καὶ σχεδὸν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἐρήμῳ πᾶσαι αἱ ὕαιναι, ἐξελθοῦσαι τῶν φωλεῶν, περιεκύκλωσαν, καὶ μέσος ἦν αὐτός·
χαινούσης δὲ, καὶ δάκνειν ἑκάστης ἀπειλούσης, συνεὶς τὴν τοῦ ἐχθροῦ τέχνην, εἶπε πάσαις αὐταῖς·
Εἰ μὲν ἐξουσίαν ἐλάβετε κατ’ ἐμοῦ, ἕτοιμός εἰμι βρωθῆναι παρ’ ὑμῶν·
εἰ δὲ παρὰ δαιμόνων ὑπεβλήθητε, μὴ μέλλετε, ἀλλ’ ἀναχωρεῖτε·
Χριστοῦ γὰρ δοῦλός εἰμι.
Ταῦτα τοῦ Ἀντωνίου λέγοντος, ἔφυγον ἐκεῖναι, ὡς ὑπὸ μάστιγος τοῦ λόγου, διωκόμεναι.
![]()
Εἶτα μεθ’ ἡμέρας ὀλίγας, ὡς εἰργάζετο (ἔμελε γὰρ αὐτῷ καὶ κοπιᾷν), ἐπιστάς τις τῇ θύρᾳ, εἷλκε τὴν σειρὰν τοῦ ἔργου·
σπυρίδας γὰρ ἔῤῥαπτε, καὶ ταύτας τοῖς εἰσερχομένοις ἀντὶ τῶν κομιζομένων αὐτῷ ἐδίδου.
Ἀναστὰς δὲ, εἶδε θηρίον, ἀνθρώπῳ μὲν ἐοικὸς ἕως τῶν μηρῶν, τὰ δὲ σκέλη καὶ τοὺς πόδας ὁμοίους ἔχον ὄνῳ.
Καὶ ὁ μὲν Ἀντώνιος μόνον ἑαυτὸν ἐσφράγισε, καὶ εἶπε·
Χριστοῦ δοῦλός εἰμι·
εἰ ἀπεστάλης κατ’ ἐμοῦ, ἰδοὺ πάρειμι.
Τὸ δὲ θηρίον σὺν τοῖς ἑαυτοῦ δαίμοσιν οὕτως ἔφυγεν, ὡς ὑπὸ τῆς ὀξύτητος πεσεῖν καὶ ἀποθανεῖν.
Ὁ δὲ τοῦ θηρίου θάνατος πτῶμα τῶν δαιμόνων ἦν.
![]()
Πάντα γὰρ ἐσπούδαζον ποιεῖν, ἵνα καταγάγωσιν αὐτὸν ἐκ τῆς ἐρήμου, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
Ἀξιωθεὶς δέ ποτε παρὰ τῶν μοναχῶν κατελθεῖν πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἐπισκέψασθαι διὰ χρόνου αὐτούς τε καὶ τοὺς τόπους, ὥδευσε σὺν τοῖς μοναχοῖς τοῖς ἀπαντήσασι·
κάμηλος δὲ ἐβάσταζε αὐτοῖς τοὺς ἄρτους καὶ τὸ ὕδωρ.
Ἄνυδρος γὰρ ἡ ἔρημός ἐστιν ἐκείνη πᾶσα, καὶ οὐκ ἔστιν ὕδωρ πότιμον ὅλως, εἰ μὴ ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει μόνῳ, ὅθεν καὶ ὑδρεύσαντο, ἐν ᾧ καὶ τὸ μοναστήριόν ἐστιν αὐτοῦ.
Λείψαντος τοίνυν τοῦ ὕδατος ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ καύματος ὄντος σφοδροτάτου, πάντες ἔμελλον κινδυνεύειν.
Περιελθόντες γὰρ τοὺς τόπους, καὶ μὴ εὑρόντες ὕδωρ, οὐδὲ περιπατεῖν ἐδύναντο λοιπὸν, ἀλλὰ κατέκειντο χαμαὶ, τήν τε κάμηλον ἀφῆκαν ἀπελθεῖν, ἀπογνόντες ἑαυτῶν.
Ὁ δὲ γέρων, ὁρῶν πάντας κινδυνεύοντας, πάνυ λυπηθεὶς καὶ στενάξας, ὀλίγον ἀπ’ αὐτῶν ἀπελθὼν, καὶ κλίνας τὰ γόνατα, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτείνας, προσηύχετο·
καὶ εὐθὺς ἐποίησεν ὁ Κύριος ὕδωρ ἐξελθεῖν, ἔνθα προσευχόμενος εἱστήκει·
καὶ οὕτως πιόντες οἱ πάντες, ἀνέπνευσαν·
καὶ τοὺς ἀσκοὺς πλήσαντες, ἐζήτησαν τὴν κάμηλον, καὶ εὗρον·
συνέβη γὰρ τὸ σχοινίον εἴς τινα λίθον περιειληθῆναι, καὶ οὕτω κατασχεθῆναι.
Ἀγαγόντες τοίνυν καὶ ποτίσαντες, ἐπέθηκαν ἐπ’ αὐτὴν τοὺς ἀσκοὺς καὶ διώδευσαν ἀβλαβεῖς.
Ὡς δὲ ἦλθεν εἰς τὰ ἔξω μοναστήρια, πάντες ὡς πατέρα βλέποντες κατησπάζοντο.
Καὶ αὐτὸς δὲ, ὥσπερ ἐφόδια φέρων ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐξένιζεν αὐτοὺς τοῖς λόγοις, καὶ μετεδίδου τῆς ὠφελίας.
Πάλιν τε ἦν χαρὰ ἐν τοῖς ὄρεσι, καὶ ζῆλος προκοπῆς, καὶ παράκλησις διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως.
Ἔχαιρεν οὖν καὶ αὐτὸς, βλέπων τήν τε τῶν μοναχῶν προθυμίαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν γηράσασαν ἐν παρθενίᾳ, καθηγουμένην τε καὶ αὐτὴν ἄλλων παρθένων.
![]()
Μεθ’ ἡμέρας τοίνυν εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὸ ὄρος·
καὶ τότε λοιπὸν πολλοὶ πρὸς αὐτὸν εἰσήρχοντο·
καὶ ἄλλοι πάσχοντες ἐτόλμησαν εἰσελθεῖν·
Πρὸς μὲν οὖν πάντας τοὺς εἰσερχομένους πρὸς αὐτὸν μοναχοὺς, τοῦτο συνεχῶς εἶχε τὸ παράγγελμα, πιστεύειν εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἀγαπᾷν αὐτὸν, φυλάττειν τε ἑαυτοὺς ἀπὸ ῥυπαρῶν λογισμῶν καὶ σαρκικῶν ἡδονῶν, καὶ, ὡς ἐν ταῖς Παροιμίαις γέγραπται, μὴ ἀπατᾶσθαι χορτασίᾳ κοιλίας·
φεύγειν τε κενοδοξίαν, καὶ εὔχεσθαι συνεχῶς, ψάλλειν τε πρὸ ὕπνου καὶ μεθ’ ὕπνον, καὶ ἀποστηθίζειν τὰ ἐν ταῖς Γραφαῖς παραγγέλματα, καὶ μνημονεύειν τῶν πράξεων τῶν ἁγίων, πρὸς τὸ τῷ ζήλῳ τούτων ῥυθμίζεσθαι τὴν ψυχὴν ὑπομιμνησκομένην ἐκ τῶν ἐντολῶν.
Μάλιστα δὲ συνεβούλευε τὸ τοῦ Ἀποστόλου ῥητὸν συνεχῶς μελετᾷν·
Ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν·
καὶ τοῦτο κοινῶς περὶ πάσης ἐντολῆς εἰρῆσθαι νομίζειν, ἵνα μὴ ἐπὶ μόνῳ παροργισμῷ, ἀλλὰ μηδὲ ἐπὶ ἄλλῃ ἁμαρτίᾳ ἡμῶν ὁ ἥλιος ἐπιδύνῃ·
καλὸν γὰρ καὶ ἀναγκαῖον, μήτε τὸν ἥλιον περὶ ἡμερινῆς κακίας, μήτε τὴν σελήνην περὶ νυκτερινῆς ἁμαρτίας, ἢ
Ημερ: 30 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Αντώνιος.
Σχόλια: 10
Το χαμόγελο του Γέροντα Ιωσήφ
Μία απλή βιοϊατρική παρουσίαση του πρώτου θαύματος του Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού, που χαμογέλασε 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. (με προσθήκες)
19 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend
Μέρος 1. Η επίκαιρη κατάσταση.
Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται ένα θαύμα, που, από όσον τουλάχιστον γνωρίζουμε, είναι ίσως μοναδικό σε όλη την ιστορία του Χριστιανισμού. Ένας νεκρός (ο Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός) χαμογέλασε. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι αυτό συνέβει 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. Αυτό αποδεικνύεται με φωτογραφία. Έχουν αναφερθεί πολλά θαύματα με νεκρούς (προφήτες, αγίους, κ.τ.λ.). Σχεδόν ποτέ όμως δεν έχει συμβεί θαύμα, όπως αυτό που έγινε στην Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου (Άγιον Όρος, Ελλάδα).
Εδώ και πολλούς μήνες, η πνευματική οικογένεια του Γέροντα Ιωσήφ (δηλαδή η Αδελφότητα της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου και ιδιαιτέρως ο Ηγούμενος Εφραίμ) υφίσταται έναν μοναδικό για τα δεδομένα των ημερών μας διωγμό. Αυτός ο διωγμός περιλαμβάνει κάθε είδους ψέμματα και συκοφαντίες. Ο κάθε πατέρας λυπείται όταν βλέπει ότι κατηγορούνται τα παιδιά του. Λυπείται όμως πού περισσότερο, όταν γνωρίζει ότι οι κατηγορίες είναι άδικες. Ο Γέροντας Ιωσήφ, ως o πνευματικός πατέρας αυτής της οικογένειας, υπέφερε και ο ίδιος από αυτήν την κατάσταση. Όπου όμως παρουσιάστηκε πολύ μεγάλη αμαρτία (δηλαδή ο άδικος και συστηματικός διωγμός κατά της Αδελφότητας της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου από τα αξιολύπητα τσιράκια της Διεθνούς Νέας Τάξης), εκεί αποκαλύφθηκε πολύ περισσότερο η χάρη του Θεού (με το χαμόγελο από την αιωνιότητα) – “ού δέ επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις” (Επιστολή Αποστόλου Παύλου Προς Ρωμαίους, κεφ. 5, στιχ. 20).
Το χαμόγελο από την αιωνιότητα, είναι μία ακόμη επίκαιρη επιβεβαίωση του λόγου ενός πρώην διώκτη του χριστιανισμού (Σαύλος), ο οποίος γνώρισε την Αλήθεια (τον Ιησού Χριστό), μεταστράφηκε στην Αληθινή Πίστη, έγινε Απόστολος (Παύλος) και έδωσε την ζωή του – μαρτύρησε για την Αλήθεια. Ο παρών διωγμός είναι εντυπωσιακός. Αλλά ακόμη πιό εντυπωσιακή είναι η απάντηση του Θεού, δηλαδή το χαμόγελο από την αιωνιότητα. Μακάρι αυτό το χαμόγελο να ενδυναμώνει την πίστη όσων ήδη πιστεύουν και να φωτίσει τον νου τόσο των διωκτών όσο και αυτών θέλουν να γνωρίσουν την αλήθεια.
Ίσως θα ήταν καλό, όποιος θέλει να βρει την αλήθεια, να αναρωτηθεί:
1) Γιατί δεν έγινε καμμία αναφορά στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως για ένα τόσο σημαντικό θαύμα;
2) Γιατί δεν έγινε καμμία στοιχειώδης συζήτηση (στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως) για την δικαστική αθώωση της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου;
Αναφορά στο δεύτερο ερώτημα γίνεται στα κείμενα:
α) Ξεκινάει η Δικαίωση της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, 11 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend.
β) Το δικαστήριο Ξάνθης δικαίωσε την Μονή Βατοπαιδίου, 11 Ιουλίου, 2009 — VatopaidiFriend.
γ) Ενημερωτικό φυλλάδιο (http://vatopaidi.files.wordpress.com/2009/01/filladio-immb.pdf).
δ) Η Ανοικτή επιστολή του Γέροντα Εφραίμ (http://vatopaidi.wordpress.com/1st-time/efraim-letter).
Μέρος 2. Το θαύμα – βιοϊατρική παρουσίαση.
Δείτε εδώ: Γιατί το χαμόγελο του Γέροντος Ιωσήφ είναι από την αιωνιότητα; (κείμενο και φωτογραφίες)
Από την στιγμή του θανάτου, σταματάνε να λειτουργούν όλα τα όργανα: η καρδιά, ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες, οι μυς κ.τ.λ. Όσον αφορά τους μυς, είναι γνωστό, ότι όταν κάποιος πεθάνει, γίνονται άκαμπτοι, δηλαδή δεν μπορούν πια να κινηθούν (μυϊκή ακαμψία). Γι’ αυτόν τον λόγο, από την στιγμή του θανάτου και μετά, όσο και να προσπαθήσει κάποιος, είναι πολύ δύσκολο να κινήσει (με φυσιολογικό τρόπο), π.χ. τα χέρια ή άλλα μέλη του σώματος ενός νεκρού.
Αυτό ακριβώς συνέβει και με τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό: όταν πέθανε, το στόμα του ήταν ανοικτό. Όσο και να προσπάθησαν οι μοναχοί, δεν μπόρεσαν να το κλείσουν (αυτό αποδεικνύεται από τις σχετικές φωτογραφίες). Αιτία (από βιοϊατρικής απόψεως) είναι η προαναφερθείσα μυϊκή ακαμψία.
Ο ζωντανός άνθρωπος μπορεί να χαμογελάσει, επειδή κινούνται οι μυς του προσώπου του. Δεν μπορεί όμως κάποιος, λόγω της μυϊκής ακαμψίας, να φέρει τους μυς του προσώπου ενός νεκρού σε τέτοια θέση, ώστε ο νεκρός να είναι χαμογελαστός. Όταν είναι αδύνατον να κλείσει κάποιος το στόμα ενός νεκρού (ακόμη και αν το δέσει), είναι πολύ περισσότερο αδιανόητο να τον κάνει να χαμογελάσει. [VatopaidiFriend: Αλλά ακόμα και αν δεν υπήρχε μυϊκή ακαμψία, από πλαστελίνη είναι φτιαγμένο το πρόσωπο ενός ανθρώπου ώστε να μπορεί να “πλάθεται” ένα χαμόγελο;]
Με βάση τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, δεν μπορεί κάποιος, οποιοδήποτε μέσο και να χρησιμοποιήσει, να κάνει έναν νεκρό να χαμογελάσει. Εξ άλλου, αν υπήρχε αυτή η δυνατότητα (δηλαδή να κάνει κάποιος με τεχνητό τρόπο τους νεκρούς να χαμογελούν), θα είχε εφαρμοστεί εδώ και πολύ καιρό.
Αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο μεγάλο θαύμα που συνέβει με τον Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό. Όχι μόνο έκλεισε το στόμα του, αλλά και χαμογέλασε. Ακόμη πιό εντυπωσιακό είναι το γεγονός, ότι αυτό το χαμόγελο καταγράφηκε (φωτογραφήθηκε) 45 λεπτά μετά τον θάνατό του. Έκπληξη προκαλεί επίσης το γεγονός, ότι ο Γέροντας Εφραίμ επέμενε να φανερώσουν οι μοναχοί το πρόσωπο του Γέροντα Ιωσήφ. Μήπως είχε πληροφορία από τον Θεό;
Πριν δύο περίπου χρόνια, είχα την ευλογία να συναντήσω το αείμνηστο Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινό. Είχε τότε το ίδιο ακριβώς χαμόγελο, που είχε και μετά τον θάνατό του: το χαμόγελο που έρχεται από την αιωνιότητα.
Θάνατε, πού είναι το κεντρί σου;
Η σύγχρονη επιστήμη, δεν έχει τα μέσα να αναλύσει το χαμόγελο που έρχεται από την αιωνιότητα. Χρησιμοποιώντας τα ανθρώπινα μέσα, μπορεί απλά να το καταγράψει, να το φωτογραφήσει.
Η Θεία Χάρη και τα θαύματα δεν μπορούν να ερευνηθούν επιστημονικά, αλλά να βιωθούν.
Αιωνία σου η μνήμη Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινέ. Πρέσβευε υπέρ ημών.
Ένας μακρόχρονος προσκυνητής του Αγίου Όρους (30 χρόνια) (VatopaidiFriend: γνωστός ερευνητής αθλητιατρικής στην Γερμανία)
πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/2009/07/19/mia-apli-bioiatriki-parousiasi-tou-protou-thavmatos-tou-geronda-iosif/#more-11589
Ημερ: 28 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Θαυμαστά γεγονότα.
Σχόλια: 10
Ο Τελωνισμός των ψυχών κατά την ώρα του θανάτου (πηγή: zoiforos.gr)
Η διήγηση αυτή ελήφθη από την περίληψη του βιβλίου
«Στόμα θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου.
.
Διήγηση της θεωρίας την οποία έγραψα
εγώ ο ταπεινός Γρηγόριος και μαθητής του Αγίου Βασιλείου του Νέου.
Ο αγιότατος Πατήρ ημών Βασίλειος ήταν στον καιρό του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και κατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή είχε αποθάνει ο Γέροντάς μου, ζητούσα πνευματικό πατέρα να με οδηγά στα ουράνια. Ο δε Θεός, που κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου φανέρωσε τον αγιότατο τούτον Γέροντα και σύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας δίδασκε. Ήταν δε και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλή διακονία στον Άγιο, και ο Άγιος είχε πολλή συμπάθεια στην γραία, διότι ήταν ευλαβής και θυσιαζόταν για την αγάπη του Χριστού. Αυτή λέγω, η τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες οι μαθητές του Αγίου την λυπήθηκαν, μάλιστα δε εγώ ο Γρηγόριος’ διότι πολύ με αγαπούσε. Εγώ δε ενοχλούμενος από τον λογισμό πολλάκις έλεγα: άραγε να σώθηκε η Θεοδώρα; Ερωτούσα δε τον Γέροντα πολλές φορές να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου αποκρινόταν. Αλλ’ εγώ ενοχλούμενος από τούτων των λογισμών δεν έπαυα από του να ερωτώ και να ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας.
Μία λοιπόν των ημερών χαμογελώντας μου λέγει: θέλεις τέκνον να δεις την Θεοδώρα; Εγώ του είπα: και πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, να ιδώ την Θεοδώρα, η οποία προ πολλού απέθανε και ευρίσκεται στην άλλη ζωή; Ο δε Άγιος μου είπε: αυτή την εσπέρα θα δεις την Θεοδώρα. Εγώ δε απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω να την ιδώ, και βάζοντας μετάνοια ασπάσθηκα την δεξιά του και αναχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του Γέροντος.
Την νύχτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέο και μου λέγει: σηκώσου και ελθέ οπού ο Γέροντάς σου θα υπάγει τώρα, στην Θεοδώρα, ελθέ να υπάγεις μαζί του να την δεις. Εγώ ακούγοντας τούτο, νόμισα πως παρευθύς σηκώθηκα και επήγα στο κελί του Αγίου και δεν τον βρήκα. Ερώτησα και μου είπαν ότι πηγαίνει να δει την υποτακτική του Θεοδώρα. Ακούγοντας δε εγώ λυπήθηκα, πως δεν τον πρόφθασα. Αλλ’ ένας άνθρωπος μου έδειξε τον δρόμο και μου είπε’ τρέχα και θέλεις φθάσει τον Γέροντά σου. Εγώ δε έτρεχα και μου φαινόταν πως πηγαίνω στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Και ξαφνικά βρέθηκα σ’ ένα πολύ στενό και ανηφορικό μέρος, και ανέβαινα αυτό με πολύ κόπο και φόβο έφθασα σε μία ωραία θύρα κεκλεισμένη. Κοίταξα από μία θυρίδα μήπως δω κανέναν και του πω και μου ανοίξει, βλέπω δύο γυναίκες και καθόταν και συνομιλούσαν. Εγώ δε είπα στη μία κυρά, ποιανού είναι αυτό το ωραίο παλάτι; Και αυτή μου είπε’ του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου, ότι λίγη ώρα ήταν όπου ήλθε και επισκέφθηκε τα πνευματικά του τέκνα. Εγώ δε ακούγοντας τούτο χάρηκα μεγάλως και την παρακαλούσα να μου ανοίξει να εισέλθω, διότι και εγώ τέκνο του είμαι, της είπα, και πολλές φορές ήλθα εδώ με τον Γέροντά μας. Και εκείνη μου είπε’ εσύ δεν ξαναήλθες εδώ και ούτε σε γνωρίζομε και δια τούτο φεύγα από εδώ’ διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας την άδεια δεν είναι δυνατόν να έλθει κανείς εδώ. Αυτά τα παλάτια είναι του Οσίου Πατρός μας Βασιλείου και τα χάρισε στην υποτακτική του Θεοδώρα, και χωρίς την άδεια αυτής είναι αδύνατον να εισέλθει κανείς εδώ. Εγώ δε ακούγοντας για την Θεοδώρα, έλαβα θάρρος και άρχισα να χτυπώ και να φωνάζω. Ακούγοντας δε η Θεοδώρα πλησίασε στην θυρίδα να δει ποιος ήταν που κτύπα και φώναζε, βλέποντάς με λέγει αμέσως προς τις γυναίκες’ ανοίξατε γρήγορα, διότι αυτός είναι ο κύριος Γρηγόριος, ο αγαπημένος υιός του Πατρός μας. Και άμα αυτές άνοιξαν, και εισήλθα, έτρεξε η Θεοδώρα και με αγκάλιασε περιχαρώς λέγοντάς με’ κύριε Γρηγόριε, ποιος σε έφερε εδώ; Άραγε πέθανες και αξιώθηκες να έλθεις στο μακάριο τούτο μέρος και την αιώνιο ζωή; Εγώ δε απορούσα και δεν ήξερα τι να πω, διότι δεν μου φαινόταν δράμα, αλλ’ ως πραγματικά. Γι’ αυτό της είπα’ κυρία και μήτηρ μου, δεν απέθανα, αλλ’ ευρίσκομαι ακόμα στην πρόσκαιρη ζωή, πλην με την ευχή και βοήθεια του Πατρός μας έφθασα εδώ να σε δω και να μάθω σε ποια κατάσταση και μέρος ευρίσκεσαι, και πώς υπέμεινες του θανάτου την βία και πώς πέρασες τα πονηρά δαιμόνια του αέρος, πώς διέφυγες τις πανουργίες αυτών’ διότι ξέρω καλώς ότι εντός ολίγου στο τέλος της ζωής μου θα διέλθω και εγώ αυτά.
Εκείνη μου απεκρίθη λέγοντας: ω τέκνο μου αγαπημένο Γρηγόριε, πως να σου διηγηθώ τον κίνδυνο και φόβο που υπέμεινα, όταν ήταν να χωρισθεί η ψυχή μου από του σώματος; Πώς να εξηγήσω τους πόνους και τις στεναχώριες που υπέφερα έως ότου να χωρισθεί η ψυχή μου από το σώμα; Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ως ο ζωντανός να ριφθεί μέσα στην φωτιά γυμνός και να κατακαίεται και να σπαράτει από τους πόνους, και λίγο λίγο να αναλύει, έως ότου να αναχωρήσει η ψυχή από του σώματος. Τόσο πικρός, τέκνο μου, είναι ο θάνατος. Πολύ δε περισσότερο του αμαρτωλού, όπως εγώ. Για τους Δικαίους δεν ξέρω, τέκνο μου, τι είδους είναι, διότι εγώ η ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή. Όταν ψυχομαχούσα, έβλεπα γύρω από της κλίνης μου στεκόμενους πολλούς μαύρους και άσχημους, οι οποίοι ανακατεύονταν και ταράσσονταν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον μου, και γάβγιζαν σα σκύλοι και λύκοι, και έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιές, βροντώντας, λυσσώντας και μουγκρίζοντας σα βόδια, στρέφοντες τα άγρια βλέμματα και σκοτεινά πρόσωπά τους και με φοβέριζαν, των οποίων και μόνο η θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. Και όχι μόνο τούτα, αλλά το χειρότερο ήταν που δεν μπορούσα να στερηθώ της θεωρίας τους. Διότι γυρίζοντας τα μάτια μου εδώ και εκεί, για να μη τους βλέπω, ήταν όμως αδύνατον να φύγω την θεωρία και τις φωνές τους. Διότι, απ’ όπου έστρεφα τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα.
Και ενώ αυτά έπασχα και στενοχωριόμουν, βλέπω ξαφνικά δύο λαμπρότατους νέους χαρούμενους, με χρυσά μαλλιά, που έλαμπαν όπως ο ήλιος, ενδεδυμένοι φορέματα αστράπτοντα. Οι νέοι τούτοι στάθηκαν προς δεξιά της κλίνης μου, ομιλώντας μυστικώς, ο ένας δε από αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε να φοβερίζει με αυστηρά, αλλά και γλυκύτατη φωνή εκείνους τους μαύρους, λέγοντας προς αυτούς: άδικοι και παμμίαροι πονηροί δαίμονες, για ποιον προφθάνετε στον θάνατο των ανθρώπων και τους ταράσσετε και τους συγχύζετε με τις φλυαρίες και άγριες φωνές σας; Ω κακοί και αργιοπρόσωποι, μη πολύ χαίρεσθε, διότι δεν έχετε απόλαυση καμία, μόνο καθώς ήλθατε, έτσι και θα αναχωρήσετε κατησχυμένοι. Αυτά και άλλα όμοια έλεγε εκείνος ο λαμπρότατος νέος με γλυκύτατη φωνή. Εκείνοι δε έφεραν στο μέσον τις εκ νεότητός μου κακές πράξεις, είτε εν λόγω είτε εν έργω, φλυαρώντας και φωνάζοντας όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμα και πρόσμενα τον θάνατο. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, του οποίου η μορφή ήταν σαν του οργισμένου λέοντα, και ήταν φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ο οποίος δίνει τον θάνατο κάθε ανθρώπου. Βλέπουσα η ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννο, εκυριεύθη από φόβο και τρόμο.
Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννο εκείνο· τι στέκεις; λύσε τα δεσμά του σώματος και μη της δώσεις πολύ πόνο, διότι δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίζοντας λοιπόν ένα ποτήρι εκείνος ο τύραννος μου το έδωσε να το πιω, και εγώ μη θέλοντας το ήπια· και ευθύς εξήλθε η ψυχή μου εκ του σώματος, με τρομερότατη βία. Ήταν δε τόσο πικρό και άνοστο το ποτό, που μη υποφέροντας την πικράδα, εξήλθε η ψυχή εκ του σώματός μου. Εξερχόμενη την ψυχή την έλαβαν οι νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες με τα επανωφόριά τους, εγώ δε παρατηρούσα το σώμα μου οπού κείτονταν νεκρό και εθαύμαζα. Διότι δεν ήξερα ότι συμβαίνουν τούτα πάντα τον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπο. Ενώ δε με κρατούσαν οι Άγγελοι, τους περικύκλωσαν οι άγριοι και ανελεήμονες δαίμονες, και μεγαλοφώνως έλεγαν· αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τα οποία έχομε γραμμένα, και είναι ανάγκη να μας αποκριθείτε για όλα αυτά.
Και οι Άγιοι Άγγελοι εξέταζαν τι καλό έκαμα στη ζωή μου και το παρουσίαζαν, διότι και εγώ η πτωχή θα είχα κάμει το κατά δύναμιν για την ψυχή μου. Και εάν έδωσα σε κανένα πεινώντα άρτο ή διψώντα επότισα ή επισκέφθηκα ασθενή ή φυλακισμένο ή δέχθηκα ξένον και τον ανέπαυσα’ ή εάν επήγαινα στην Εκκλησία και εστεκόμουν με φόβο Θεού και ευλάβεια ή εάν έβαλα έλαιο σε κανδήλια Εικόνας’ ή εφίλιωσα κανέναν πού είχε έχθρα με τον πλησίον του· ή αν έκλαυσα για τις αμαρτίες μου ή με ύβρισε κανείς και υπέμεινα’ ή αν έδωκα καλό παράδειγμα στους ανθρώπους για να κάμουν το καλό’ ή εάν παρηγόρησα απηλπισμένον, για να έχει υπομονή και να ελπίζει στον Θεό και να κάμει έργα θεάρεστα’ αν νήστευσα για την αγάπη του Θεού, αν εγκρατεύθηκα από ψεύδη και όρκους και λόγια υβριστικά και εν γένει πάντα τα καλά οπού έκαμα στον κόσμο τα ζύγισαν μετά των αμαρτημάτων και διόρθωναν αυτά. Για όλα αυτά δυσαρεστούνταν οι δαίμονες και εξαγριώνονταν εναντίον μου, και μάχονταν με τους Αγγέλους, δοκιμάζοντας πάντοτε να με αρπάσουν από τα χέρια τους και να με ρίψουν στον άχαρο Άδη.
Μετά από αυτά βλέπω τον αγιότατο Γέροντά μας Βασίλειο μετά της θεοχαρίστου δυνάμεώς του και λέγει προς τους Αγγέλους’ κύριοί μου, αυτή η ψυχή μου έκαμε πολλές υπηρεσίες και με ανέπαυσε στα γηρατειά μου. Για τούτο παρεκάλεσα τον Θεό γι’ αυτήν και μου την εχάρισε η ευσπλαχνία Του. Μ’ όλον τούτο δεχθείτε και αυτά, για να πληρώσετε βαίνοντες τα εναέρια τελώνια τα χρέη της, να την εξαγοράσετε εκ των δαιμόνων. Διότι εγώ με την χάρη του Θεού είμαι πολύ πλούσιος στα ουράνια και θεϊκά χαρίσματα, αυτά τα εσύναξα εκ των πολλών κόπων και ιδρώτων και της τα χαρίζω να ξαναγορασθεί. Μου φάνηκε δε πως ήταν μία σακούλα γεμάτη φλουριά· δίδοντας δε αυτά στους Αγγέλους έγινε άφαντος. Όταν είδαν αυτά εκείνοι οι μαύροι, έμειναν, μη δυνάμενοι να στερεώσουν την κακία τους, και ευρισκόμενοι πολλή ώρα σε σύγχυση και απελπισθέντες και μουγκρίζοντας αναχώρησαν από εμάς.
Μετά από αυτά ήλθε πάλι ο Άγιος Γέροντάς μας, φέρων πολλά αγγεία γεμάτα από αγίου ελαίου, τα οποία κρατούσαν ευμορφότατοι νέοι με χρυσά μαλλιά, και διέταξε να τα ανοίξουν και να τα ρίψουν ένα προς ένα όλα επάνω μου. Χύνοντας δε αυτά, γέμισα θαυμαστής και ουρανίας ευωδίας, και καθαρισθείσα, έγινε το πρόσωπό μου λαμπρό και ευγενές, έβλεπα τον εαυτό μου και ήμουν εύμορφη και άσπρη σαν το χιόνι και γέμισα από θεϊκής ευφροσύνης. Τότε είπε ο Άγιος Γέροντάς μας προς τους νέους’ κύριοί μου, αφού τελέσετε όσα χρήσιμα ανήκουν στην ψυχή αυτή, φέρετέ την στην ουράνια κατοικία, την οποία μου έχει έτοιμη ο Θεός για να κατοικώ με τα πνευματικά μου τέκνα. Και έτσι αναχώρησε από εμάς. Υψώνοντας οι Άγγελοι τις χρυσοειδείς πτέρυγές τους πέταξαν στον αέρα ως τα σύννεφα, όταν τα διώκει ο άνεμος, και κρατώντας με ανεβαίναμε κατά ανατολάς.
.
1. Το τελώνιο της καταλαλιάς.
Εκεί συναντήσαμε το τελώνιο της καταλαλιάς, δηλαδή της κατακρίσεως, οπού ήταν μία σύναξη μαύρων, στο μέσον δε καθόταν ο πρώτος τους με πολλή πονηρία, και ευθύς σταθήκαμε. Μάρτυς μου δε ο Κύριος, τέκνο μου Γρηγόριε, πως όσους κατέκρινα εν τη ζωή μου, μου είπαν όλων τα ονόματα και την ώρα, ως και μία λέξη μου φανέρωσαν, και ζητούσαν δίκη. Και όχι μόνον το αληθές, αλλά και σε πολλά με συκοφαντούσαν εκ της πονηρίας τους. Και εάν είπα λόγο με άλλον σκοπό, και αυτόν ως κατάκριση εξεζητούσαν λογαριασμό. Χάριν λόγου, εάν είπα τίποτε από αγάπη ή με σκοπό για να διορθωθεί ο πταίστης, σε όλα λέγω αυτά ερωτούσαν τους Αγγέλους να τους αποκριθούν. Οι Άγγελοι τους απεκρίθησαν στα αληθινά και τους τα πλήρωσαν από εκείνα οπού μου είχε χαρίσει ο Γέροντάς μας και έτσι ανεχωρήσαμε ευθύς από αυτούς.
.
2. Το τελώνιο της ύβρεως.
Και αναβαίνοντας λίγο, μας συναπάντησε το τελώνιο της ύβρεως. Και ξοδεύοντας και σ’ εκείνο, όπως και στο πρώτο, ανεχωρήσαμε ανενόχλητοι δι’ ευχών του Πατρός μας. Και αναβαίνοντας συνομιλούσαν οι Άγγελοι λέγοντας’ αληθώς μεγάλη ωφέλεια και χάρη βρήκε τούτη η ψυχή από τον αγαπημένο δούλο του Θεού Βασίλειο’ αλλιώς θέλαμε να στενοχωρηθούμε πολύ εκ τούτων των τελωνίων.
.
3. Το τελώνιο του φθόνου.
Ενώ έλεγαν αυτά οι Άγγελοι, φθάσαμε στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας, χάριτι θεία, εκείνοι οι αγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορία να μου πουν, ανεχωρήσαμε χαρούμενοι. Μ’ όλο τούτο έτριζαν τα δόντια τους μετά πολλής κακίας και θυμού κατ’ εμού και αν ήταν δυνατόν να μας καταπιούν.
.
4. Το τελώνιο του ψεύδους.
Και αναβαίνοντας σε πολύ ύψος συναντήσαμε το τελώνιο του ψεύδους, στο οποίο ήταν πολύ πλήθος μαύροι, και τα πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα και μισητά. Ο πρώτος αυτών καθόταν μετά πολλής αλαζονείας και ως μας είδαν, έρχονταν ως ληστές προς εμάς, τρέχοντες μετά κραυγής και ταραχής, και έφερναν πολλές αποδείξεις και πολλά ψέματα, τα οποία ως ανόητος πολλάκις ομίλησα, κρύψασα την αλήθεια στην παιδική μου ηλικία. Πλην αυτοί παρουσιάζοντες αυτά, τον καιρό οπού τα είπα, την θέση, την υπόθεση, και τα πρόσωπα οπού είπα το κάθε ψεύδος, ζητώντας δίκη. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες όπως και στα άλλα, και δια της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ελευθερώθηκα και απ’ αυτά.
.
5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής.
Και αναβαίνοντας λίγο φθάσαμε στο τελώνιο του θυμού και της οργής. Εδώ βρήκαμε σύναξη πολλών μαύρων, και ο πρώτος αυτών καθόταν ως είδωλο, πολύ εξαγριωμένος, και πρόσταξε μετ’ οργής και φωνής τόσο αγρίας, οπού δεν μπορούσαμε να διακρίνομε τι έλεγε στους παραστεκαμένους δαίμονες. Αυτοί δε πλήρεις κακίας δαγκάνονταν και τρώγονταν μεταξύ τους, όπως οι σκύλοι οι λυσσασμένοι, και φωνάζοντας ως άγρια θηρία, μας έβλεπαν με μεγίστη κακία, και με εξέταζαν, όχι μόνο σε όσα αληθώς με οργή και θυμό φιλονικούσα με κανένα ή με άγριο βλέμμα τον έβλεπα, αλλά και όσα ομιλούσα με αγάπη και συμβούλευα τα τέκνα μου ή τα τιμωρούσα και οργιζόμουν εναντίον τους. Όλα αυτά, λέγω, ένα προς ένα μου τα εφώναζαν, και ή είχα φοβερίσει κανένα και αναχωρούσα δυσαρεστημένη, ή είχα έχθρα και μνησικακούσα εναντίον κάποιου. Ότι φέρσιμο και κίνημα έκαμνα, τα αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί’ τρέχοντες εναντίον μας, αναφέροντας τα ονόματα των ανθρώπων, την εποχή και τις αυτές λέξεις καθαρώς, καθώς τις έλεγα εγώ όταν θύμωνα. Πληρώσαντες δε και εκεί το χρέος ανεχωρήσαμε.
.
6. Το τελώνιο της υπερηφάνειας.
Αναβαίνοντας λίγο, μας συνάντησε το τελώνιο της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οι δαίμονες μήπως βρουν τίποτε για να με κατηγορήσουν, όμως δεν βρήκαν, επειδή ήμουν πτωχή και δεν μπορούσα να υπερηφανευθώ. Γι’ αυτό περάσαμε ανεξόδως.
.
7. Το τελώνιο της βλασφημίας.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε το τελώνιο της βλασφημίας. Ο αρχηγός των δαιμόνων του τελωνίου τούτου καθόταν με πολλή αγριότητα και παρ’ ευθύς οπού μας είδαν, έτρεχαν προς εμάς εξαγριωμένοι, τρίζοντας τους οδόντας, σκληρίζοντας και βλασφημώντας και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Με φοβέριζαν και εγώ έτρεμα, αυτοί δε βεβαιώσαν ότι είχα βλασφημήσει τρεις φορές στην νεότητά μου. Αλλ’ οι Άγγελοι έφεραν απόδειξη την μετάνοια και εξομολόγηση, και πληρώσαντες το ικανό ανεχωρήσαμε.
.
8. Το τελώνιο της μωρολογίας και της φλυαρίας.
Και πηγαίνοντας συναντήσαμε το τελώνιο της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας ζητούσαν οι δαίμονες να ανταποκριθούμε στις φλυαρίες και αισχρές μωρολογίες μου, τις οποίες είπα εκ νεότητός μου. Αλλά και τα σατανικά τραγούδια εβεβαίωσαν ως αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξερα, άλλα απορούσα πώς τα ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τα είχα λησμονήσει. Δίνοντας όμως και εκεί το ανάλογο ανεχωρήσαμε.
.
9. Το τελώνιο του τόκου και του δόλου.
Και αναβαίνοντας την άγνωστο και σκοτεινή φοβερά στράτα φθάσαμε στο τελώνιο του τόκου και του δόλου, το οποίο εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν την περιουσία τους. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξέταζαν, εάν απάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Αλλ’ επειδή δεν μπορούσαν να το αποδείξουν, έτριζαν τους οδόντας τους και με φοβέριζαν.
.
10. Το τελώνιο της οκνηρίας και το ύπνου.
Αναχωρώντας από εκεί και αναβαίνοντας εκείνη την στράτα, της οποίας το μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται να μετρήσει, φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας και του ύπνου. Εξέταζαν εδώ εάν κοιμόμουν και ώκνεσα να σηκωθώ να υπάγω στην Εκκλησία ή αν από την οκνηρία και αμέλεια δεν έκαμα το καλό οπού μπορούσα να κάμω. Αλλά χάριτι θεία, μη έχουσα ενοχή σ’ αυτά, περάσαμε από εκεί ελευθέρως.
.
11. Το τελώνιο της φιλαργυρίας.
Και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της φιλαργυρίας, στο οποίο ήταν πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντάς με τούτοι οι μαύροι και μη βρίσκοντας ένοχο, επειδή και ήμουν σε όλη την ζωή μου πτωχή, φύγαμε και από αυτούς ανενόχλητοι.
.
12. Το τελώνιο της μέθης.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε στους δαίμονες της μέθης, οι οποίοι πρόσμεναν ως άρπαγες λύκοι, ζητούντες να καταπιούν κάποιον. Αλλ’ επειδή δεν έχουν εξουσία παρά Θεού να εξετάζουν όλες τις ψυχές, ήλθαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι και εξέταζαν το κρασί όπου ήπια σε όλη μου την ζωή. Οι δε δαίμονες φώναζαν’ δεν ήπιες τόσα ποτήρια κρασί στην δείνα εορτή; και ήταν παρούσες η δείνα και η δείνα; δεν μέθυσες την δείνα ημέρα; δεν ήπιες όταν επήγες στον δείνα άνθρωπο και την δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί και ήσαν παρόντες οι δείνα άνθρωποι; Αυτά και ετέρα όμοια έλεγαν και δοκίμαζαν να με αρπάσουν ως άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δε Άγγελοι έφερναν και αυτοί στο μέσον τα κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντας δε και εκεί μερική πληρωμή από εκείνα οπού μου εχάρισε ο Γέροντάς μας, τους αφήσαμε. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι συνοδεύοντές με Άγγελοι’ βλέπεις πόσον κίνδυνο έχει η ψυχή έως ότου να περάσει τα ακάθαρτα τελώνια και εναέρια δαιμόνια; Εγώ δε τους απεκκρίθηκα: ναί, κύριοί μου, μέγας κίνδυνος στις ελεεινές ψυχές και πιστεύω ότι δεν δύναται να περάσει κανείς αταράχως’ νομίζω ότι κανένας από τους ζώντας ανθρώπους δεν γνωρίζει αυτά οπού συμβαίνουν στην ψυχή’ Αλλοίμονο! Τι αναμένει την ψυχή του καθενός μετά τον θάνατο, και εμείς αμελούμε και δεν φροντίζομε οι ανόητοι. Απεκρίθησαν δε οι Άγγελοι ότι οι Γραφές διαλαμβάνουν τα πάντα, αλλ’ η πολυτέλεια, οι τροφές, οι ηδονές και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν, ούτε τα συλλογίζονται, αλλά ζουν ωσάν να μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε την αγάπη και ελεημοσύνη, η οποία δύναται να βοηθήσει την ψυχή περισσότερο από τα αλλά έργα, και να περάσει τα τελώνια χωρίς ενόχληση. Αλλά τούτοι είναι ολίγοι. Αλλοίμονο στους μη έχοντες καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ο θάνατος και τους αρπάζει, και δικαιως θέλοντας να περάσουν από εδώ τους αρπάζουν οι δαίμονες και εν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν στους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του Άδου, φυλάττοντας αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Αυτά βεβαίως ήθελες να πάθεις και συ, εάν έλειπε η ευσπλαχνία του Θεού και η ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.
.
13. Το τελώνιο της μνησικακίας.
Λέγοντας αυτά και αναβαίνοντας απαντήσαμε το τελώνιο της μνησικακίας, το οποίο εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθρα με τον γείτονά τους και δεν θέλουν να συγχωρήσουν κατά την εντολή του Θεού εκείνον οπού τους έφταιξε. Πλησιάζοντας προς εκείνο το κατηραμένο, πήδησαν οι δαίμονες ως ληστές απάνω μου, ζητώντας στα κατάστιχά τους να βρουν κανένα φταίξιμο, αλλά χάριτι θεία, δεν βρήκαν τίποτε, και καταντροπιασθέντες φώναζαν’ λησμονήσαμε να τα γράψομε, και άλλα τέτοια ψέματα, και έτσι ανεχωρήσαμε από εκεί, χωρίς να πληρώσομε τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ρώτησα τους Αγγέλους: που τα ξέρουν τούτοι οι άδικοι τα πταίσματα του κάθε ανθρώπου; Και μου απεκρίθη ο ένας’ δεν γνωρίζεις ότι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο μαζί του ως φύλακα, χωρίς να τον βλέπει, δια να τον οδηγεί στο καλό, να γράφει όλα τα καλά του έργα; Ομοίως δε τον ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τις κακές του πράξεις. Άμα λοιπόν αμαρτήσει ο άνθρωπος, ευθύς μηνά στο τελώνιο οπού ανήκει η αμαρτία, λόγου χάριν, όταν κλέψει, στο τελώνιο της κλεψιάς, όταν βλασφημήσει, στο τελώνιο της βλασφημίας, όταν πορνέψει στο τελώνιο της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιο γράφει, και άμα θα περάσει η ψυχή εκεί, εμποδίζεται από αυτό και ρίπτεται στον Άδη, και κατοικεί εκεί έως να έλθει η φοβερά ημέρα της Κρίσεως. Πλην εάν είναι περισσότερα τα καλά έργα της ψυχής, τα οποία θα παρουσιάσει ο φύλακάς της Άγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλι την συναντά άλλο τελώνιο. Τούτα όλα γίνονται στους Ορθόδοξους Χριστιανούς, των οποίων ο δρόμος τους είναι στον Χριστό, στους δε ασεβείς δεν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν στην αμαρτία.
.
14. Το τελώνιο της μαγείας και γοητείας.
Αφήνοντας το τελώνιο της μνησικακίας, φθάσαμε στο τελώνιο της μαγείας και της γοητείας, το οποίο εξετάζει τους μάγους και γόητες. Τούτα δε τα δαιμόνια είχαν μορφές ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι και βόδια άγρια και άλλα ζώα με την πλέον άσχημη θεωρία. Αλλά χάριτι θεία μη έχοντα περί τούτων τίποτε να με εξετάσουν, ούτε καν λόγο να μας πουν ανεχωρήσαμε. Και έτσι αναβαίνοντας, πάλι ρώτησα τους Αγγέλους λέγουσα’ με τι τρόπον δύνανται στον κόσμο να συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου και να εξαλειφθούν από τις βίβλους των εναέριων δαιμονίων; Και μου απεκρίθησαν’ Τα πάντα δύνανται να εξαλειφθούν και να συγχωρηθούν, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει και εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και πληρώσει τον κανόνα του Πνευματικού του και λάβει την συγχώρηση. Τότε παρ’ ευθύς και εκ των βίβλων των δαιμόνων εξαλείφονται. Εάν κάμει κανείς, καθώς εσύ έκαμες, και ντραπεί να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και νομίσει ότι τον φθάνει μόνο η αποχή της αμαρτίας και η εξομολόγηση μόνο στον Θεό, κι αν λέγω έτσι κάμει, δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες του. Διότι ο Κύριος έδωσε την χάρη στους Αποστόλους να δένουν και να λύνουν επί της γης, οι δε Απόστολοι έδωσαν την χάρη και την ίδια εξουσία στους Αρχιερείς και Πνευματικούς, και θέλει ο Κύριος να φυλάγεται το Μυστήριο. Αυτός γαρ είπε «όσα αν λύσητε επί της γής, έσται λελυμένα». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να εξομολογηθεί ο άνθρωπος στον Πνευματικό και να πληρώσει τον κανόνα και έτσι να εξαλειφθούν οι αμαρτίες του από τις βίβλους των δαιμόνων. Και άμα ιδούν οι δαίμονες πως εξαλείφθηκαν από τις βίβλους τους οι αμαρτίες των ανθρώπων, συγχύζονται και ταράσσονται και βάζουν τα δυνατά τους να τους ρίξουν σε άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Γι’ αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια είναι αιτίες να νικήσουν οι άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και να περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύ κανόνα των αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα τους και εξομολογούνται λίγα στον κάθε ένα Πνευματικό, για να αποφύγουν τον κανόνα. Τούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, αλλά πονηρία. Οι άνθρωποι πρέπει να διαλέγουν τον καλό Πνευματικό και σ’ όλη τους την ζωή να μη τον αλλάζουν χωρίς ανάγκη. Αλλιώς δεν ημπορούν να φύγουν τα εναέρια τούτα τελώνια.
.
15. Το τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας
Αναβαίνοντας και ομιλώντας αυτά και άλλα όμοια συναντήσαμε το τελώνιο της πολυφαγίας. Τούτοι οι δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότεροι από τους άλλους, και άμα με είδαν έτρεχαν καταπάνω μου γαβγίζοντας, σκληρίζοντας, και φανέρωσαν τις κρυφοφαγίες και πολυφαγίες μου, τις οποίες από παιδική μου ηλικία έκαμα, τρώγοντας από την αυγή έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και εάν στις αγίες Τεσσαρακοστές έτρωγα από της πρώτης ώρας χωρίς προσευχή. Αυτά και άλλα όμοια λέγοντες με κατηγορούσαν πώς δέν έπραξα τις υποσχέσεις οπού έδωσα στο άγιο Βάπτισμα’ υποσχέθηκα να τους αρνηθώ και τα έργα αυτών, αλλ’ εγώ πάλι τους έκαμνα τα θελήματά τους. Από το άλλο μέρος οι Άγγελοι μάχονταν και έφερναν προς βοήθειά μου τα καλά έργα μου, και έτσι ανεχωρήσαμε από αυτούς.
.
16. Το τελώνιο της ειδωλολατρίας.
Και σύντομα φθάσαμε στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και των διαφόρων αιρέσεων. Αλλ’ ουδέ λέξη μας είπαν, και ανεχωρήσαμε ευθύς.
.
17. Το τελώνιο της αρσενοκοιτίας.
Και αναβαίνοντας λίγο, απαντήσαμε το τελώνιο της αρσενοκοιτίας, το οποίο εξετάζει τους αρσενοκοίτας. Ο πρώτος αυτών καθόταν υψηλά ως φοβερός δράκων με άσχημο πρόσωπο, έχοντας υπό τις διαταγές του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δε χιλιάδες μορφές, πότε μεν φαινόταν ως δράκων, πότε ως ποντικός, και πότε ως αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ως θηριόψαρο της θαλάσσης. Τριγύρω του ήσαν ακαθαρσίες και βρώμα ανυπόφορος, και πάνω επί τραπέζης κείτονταν και αναπαυόταν, οι δε υπηρέτες του, οι οποίοι εξέταζαν τα αμαρτήματα, ήσαν ως αγάλματα και εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Αλλά βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δεν είχαν τίποτε να κατηγορήσουν, ούτε πως κοιμήθηκα με άλλη γυναίκα και αμάρτησα. Και χάριτι θεία ελευθερώθηκα από την ακαθαρσία αυτών και πλησιάσαμε στην θύρα του ουρανού. Αναβαίνοντας δε μου έλεγαν οι Άγγελοι ότι πολλές ψυχές φθάνουν έως εκεί ανεμποδίστως από των άλλων τελωνίων, για να προσκυνήσουν τον Άγιο Θρόνο του Θεού, και αυτό το τελώνιο της αρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει στον άχαρη Άδη για την αισχρή πράξη της αρσενοκοιτίας, διότι ετούτη η κατηραμένη αρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεό περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες.
.
18. Το τελώνιο των χρωματοπροσώπων.
Ομιλώντας γι’ αυτά φθάσαμε στο τελώνιο οπού εξετάζει τις γυναίκες και τους άνδρες οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τα πρόσωπά τους με διαφόρων χρωμάτων ευωδίες, επειδή την μορφή οπού τους έδωσε ο Θεός δεν τους άρεσε, αλλά την καταφρόνησαν και την απόβαλαν θεληματικώς και δέχθηκαν την δική τους μορφή. Και ετούτη έλεγαν το έκαμε δύο φορές, γι’ αυτό είναι δίκαιο να την πάρομε εμείς. Οι δε Άγγελοι έφερναν τις καλές μου πράξεις στο μέσον και με πολύ κόπο πληρώσαντες ικανά αναχωρήσαμε.
.
19. Το τελώνιο της μοιχείας.
.
Και αναβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της μοιχείας, το οποίο εξετάζει τους μοιχούς και τις μοιχαλίδες, εκείνους δηλαδή οπού, ενώ είναι παντρεμένοι, πηγαίνουν με ξένους συζύγους και μολύνουν το στεφάνι τους. Και μαζί με τούτους εξετάζει και τους παραφύση αμαρτάνοντας άνδρες στις γυναίκες τους όλους τους μιαρούς που μολύνουν τα στεφάνια τους. Αλλ’ επειδή χάριτι θεία δεν είχαν σε αυτά να με κατηγορήσουν τα δαιμόνια, ανεχωρήσαμε και εντεύθεν.
.
20. Το τελώνιο του φόνου.
Και αναβαίνοντας λίγο εφάνη το τελώνιο του φόνου, το οποίο εξετάζει τους φονείς και όσους από θυμό κτύπησαν κανένα, και εν συντόμω να ειπεί κανείς ζυγίζουν πάσα αδικία. Γι’ αυτό ξοδέψαμε και εκεί ένα τι και ανεχωρήσαμε.
.
21. Το τελώνιο της κλοπής.
Αναβαίνοντας δε συναντήσαμε το τελώνιο της κλοπής. Και εξέταζαν εκείνοι οι τύραννοι της ζωής μου όλες τις κακές πράξεις, πληρώσαμε δε και εκεί μικρό και ανεχωρήσαμε.
.
22. Το τελώνιο της πορνείας.
Και αναβαίνοντας μακράν επάνω πλησιάσαμε στη θύρα του ουρανού και φθάσαμε στο τελώνιο της πορνείας. Ο μεγάλος αυτών φορούσε ένα φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα και χαιρόταν σα να ήταν λαμπροστολισμένος με βασιλικό φόρεμα. Μου είπαν δε οι Άγγελοι ότι τούτο έγινε από τις πολλές ακαθαρσίες και πορνείες των ανθρώπων. Άμα μας είδαν, πήδησαν πάνω μας και θαύμαζαν πώς μπορέσαμε και περάσαμε τόσα τελώνια και φθάσαμε προς αυτούς, και έτσι αρχίνησαν να εξετάζουν ένα καθένα. Και ουχί μόνον τα αληθή μου έργα έλεγαν και με κατηγορούσαν, αλλά και πολλά ψέματα, φέροντες τα ονόματα των εραστών μου. Και αυτά λέγοντας, δοκίμαζαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρη Άδη. Και οι Άγγελοι έλεγαν’ τα πάντα προ πολλού τα παραίτησε. Αλλ’ εκείνοι τους αντέλεγαν λέγοντας’ και ημείς γνωρίζομε ότι τα είχε παραιτήσει, αλλά μας αγάπα και για τούτο ποτέ δεν μας απαρνιόταν, αλλά τα είχε στην καρδιά της κριμένα και δεν τα εξομολογήθηκε ποτέ στον Πνευματικό, ούτε τράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρηση έλαβε από Πνευματικό, και πόθεν αυτή έλαβε την τόση πολλή χάρη και λάμπει ωσάν τον ήλιο; Και απορούσαν και ζητούσαν να με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τα καλά μου έργα με τα δικαιώματα τους, για να με εξαγοράσουν. Οι δε Άγγελοι με υπερασπίζονταν και δίδοντας κατά το ζήτημά τους και λαμβάνοντάς με φύγαμε και έτριζαν τους οδόντας τους εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως από αυτούς γλίτωσα. Μου έλεγαν δε οι άγιοι Άγγελοι’ ήξευρε ότι από τούτο το τελώνιο ολιγοστές ψυχές δύνανται να περάσουν χωρίς μεγάλη ζημία τους. Διότι οι άνθρωποι του κόσμου από την πολυφαγία και από την κακή επιθυμία της πορνείας, και μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τις Γραφές και το βάρος των αμαρτιών τους και την κρίση και τιμωρία οπού κάμνει ο Θεός σ’ αυτούς, και οι περισσότεροι των ανθρώπων από ετούτο το τελώνιο πίπτουν στον σκοτεινό και άχαρη Άδη. Εσύ όμως με την βοήθεια του Γέροντός σου γλίτωσες από τα χέρια και τούτου του τελωνίου, και φόβο πλέον δεν έχεις από εδώ και επάνω, με την χάρη και ευσπλαχνία του Θεού, διότι χάριν του δούλου Του Βασιλείου σε ελέησε.
.
23. Το τελώνιο της ασπλαχνίας.
Και λέγοντας μου αυτά, συναντήσαμε το τελώνιο της ασπλαχνίας και σκληροκαρδίας, το οποίο εξέταζε μετά μεγάλης κακίας και ακριβείας τους ανελεήμονες και μισαδέλφους και έκαμνε όλα τα σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν από πτώχεια και ασθένεια και κάθε ανάγκη, με τα οποία ζητούν ελεημοσύνη’ πότε δε πάλι εξαγριώνονταν καταπάνω μας με όλο του το τάγμα. Εξετάζοντας δε και μη βρίσκοντάς με άσπλαχνο, αλλά ελεήμονα, διότι έδινα των πτωχών κατά την δύναμή μου ελεημοσύνη, και καταντροπιασθέντες σιωπούσαν και έτσι ανεχωρήσαμε απ’ αυτών. Και μου έλεγαν οι Άγγελοι’ οι περισσότεροι άνθρωποι φύλαξαν τα προστάγματα του Θεού και για να μη έχουν ευσπλαχνία να ελεούν τους πτωχούς, πέρασαν όλα τα τελώνια και έφθασαν έως εδώ, και από ετούτο το τελώνιο εμποδισθέντες κρημνίστηκαν στον Άδη.
.
Η πύλη του Ουρανού.
Και αναβαίνοντας χαίροντες είδαμε την θύρα του ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε ως κρύσταλλο φωτεινό. Και η κατασκευή της ήταν θαυμαστή και ουράνιος, φεγγοβολούσα από άστρα με χρώμα ως του καθαρού χρυσού, με υπερθαύμαστη και ουράνια ωραιότητα, την οποία νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθεί ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθεί, διότι είναι πράγματα ουράνια και ανερμήνευτα.
Ο θυρωρός ήταν ένας νέος αστραπόμορφος με ζώνη και μαλλιά χρυσά και μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς και δόξαζε τον Θεό οπού πέρασε η ψυχή μου ελευθέρως από τον κίνδυνο και τα σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Και εμβαίνοντες στον ουρανό σχιζόταν και έφευγε από μπροστά μας το νερό οπού είναι επάνω από τον ουρανό και άμα θέλαμε περάσει, γύριζε πάλι στον τόπο του το νερό.
Περνώντας δε το ύδωρ τούτο, φθάσαμε σ’ ένα τρομερό και ακατανόητο αέρα, επί του οποίου ήταν εξαπλωμένο ένα σκέπασμα χρυσοΰφαντο και εσκέπαζε εκείνο το φοβερό πλάτος του αέρος. Κάτωθεν δε αυτού ήταν πλήθος αστραπόμορφων ωραιότατων νέων, οι οποίοι φορούσαν στολή πύρινη και ακτινοβολούσαν ως ο ήλιος, οι δε τρίχες τους ήταν ως αστραπή και οι πόδες τους άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμποντας φως ουράνιο. Βλέποντές μας, διέτρεχαν όλοι και με συνέχαιραν και ευφραίνοντο για την σωτηρία μου ψάλλοντες με φωνή λιγυρά και χαρμόσυνο μελωδία την οποία ου δύναται γλώσσα να διηγηθεί! Εγώ λοιπόν ήμουν όλη χαρά και αγαλλίαση και πορευόμεθα προς προσκύνηση του αστραπόμορφου θρόνου του φοβερού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διαβαίνοντας δε είδαμε σύννεφα, όχι όπως τα συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν του ουρανού, αλλά ως άνθος εκατονταπλασίως υπερβαίνον παν άνθος στην θεωρία και ευωδία, τα οποία σύννεφα διεχωρίσθησαν για να περάσομε. Τότε πάλι είδαμε έτερο ξαπλωμένο, λευκό ως το φώς και αυτό έκαμε ως το πρώτο, μετά δε τούτο φάνηκε ένα άλλο σύννεφο χρυσόμορφο, από το οποίο εξήρχοντο αστραπές και πυρ, και τούτο έκαμε ωσάν τα άλλα. Και πηγαίνοντας λίγο είδαμε αυλή σκεπασμένη με χρυσοΰφαντα και άλλα είδη, τα οποία δεν δύναμαι να διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια και άλλα ανεκδιήγητα, στεκόταν δε εκεί και ένας άνθρωπος αστραπόμορφος, εξερχόταν δε τόση γλυκύτατη ευωδία από του Θεού οπού δεν δύναται γλώσσα να διηγηθεί.
Μετά από αυτά πορευθήκαμε λίγο και είδαμε σε άμετρο ύψος τον θρόνο του Θεού μυριοβαφή, αστραποβολούντα και φωτίζοντα άπαντα. Εκεί είναι η χαρά των Δικαιων και η ευφροσύνη και αγαλλίαση των αγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του θρόνου του Θεού έστεκε πλήθος άπειρο ωραιότατων και αστραπόμορφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα και χρυσές ζώνες. Τα όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δεν δύναμαι να σου τα διηγηθώ, αλλ’ ούτε ο δικός σου νους μπορεί να τα κατανοήσει.
Φθάσαμε τέλος αντίκρυ του φοβερού Θρόνου του Θεού ο οποίος ήταν στολισμένος με αλήθεια, καλοσύνη και δικαιοσύνη, και είδαμε θαυμαστή και απερίγραπτη δόξα. Τότε οι Άγγελοι οπού με οδηγούσαν έψαλλαν τοις εις τον φοβερό εκείνον Θρόνο, δοξάζοντες μετά φόβου τον αόρατο Θεό, που αναπαύεται επ’ αυτού, προσκυνήσαντες δε πάλι τρις τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και έπειτα μαζί με εμάς όλο το πλήθος οπού στεκόταν γύρωθεν του Θρόνου και όλοι εδόξασαν Τον καθήμενον επί του Θρόνου και χαίρονταν για την σωτηρία μου.
Τότε ακούσαμε φωνή σιγανή από εκείνου του ύψους, γεμάτη από γλυκύτητα και ευφροσύνη, λέγουσα προς τους οδηγούντας με Αγγέλους’ οδηγήσατέ την σε όλες τις κατοικίες και στον Παράδεισο και στα καταχθόνια, καθώς κάμνετε σε όλες τις ψυχές, και ακολούθως αναπαύσατέ την στον τόπο και την κατοικία του δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε να την αναπαύσω.
Αναχωρήσαντες δε από εκεί χαρούμενοι, επισκεφθήκαμε τις κατοικίες των Αγίων, οι οποίες ήσαν άμετροι και έλαμπαν όπως οι ακτίνες του ηλίου και τα άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήταν δε εκεί και ένας κάμπος αθεώρητος στο μάκρος και φάρδος, στολισμένος με διάφορα άνθη και ευωδίες. Από εκεί αναβρύει βρύση της αθανάτου ζωής, εκεί είναι οι θεόκτιστοι ως πυραμίδες κατοικίες των Αγίων, μέσα στις οποίες αναπαύονται, από εκεί δε εξέρχονται φοβερές ακτίνες. Είναι αυτές οι κατοικίες όπως τα βασιλικά παλάτια και ακόμη ασυγκρίτως ευμορφότερες, με ανάγλυφα διάφορα στην θεωρία, δόξα και λαμπρότητα στολισμένα.
Εκάστου δε τάγματος οι κατοικίες είναι χωριστές και πλέον δοξασμένες, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών και Δικαίων, του καθ’ ενός η κατοικία έχει ωραιότητα θαυμαστή κατά τα έργα του καθ’ ενός, όλοι δεν έβγαιναν και μας προϋπαντούσαν και με καταφιλούσαν και ευφραίνονταν για την σωτηρία μου.
Εισερχόμενοι στον κόλπο του Αβραάμ (δηλ. στην κατοικία του) είδαμε αυτόν με δόξα απερίγραπτη, γεμάτη από ευφροσύνη ουράνια, άνθη πολυειδή, αέρος υγιεστέρου και κάλλους αμιμήτου, ώστε οπού ο άνθρωπος γίνεται εκστατικός. Εκεί είναι τα παλάτια του Ισαάκ και Ιακώβ ακτινοβολούντα και λάμποντα από την θεία χάρη. Εκεί αναπαύονται τα τέκνα των Χριστιανών, όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Τριγύρω τους είναι δόξα και χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Εκεί ήσαν αναπαυόμενοι επί δώδεκα λαμπρών θρόνων με λάμψη ως την ακτίνα του ήλιου, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ομοίως και οι άϋλες ψυχές, οι δώδεκα Πατριάρχες, από τους οποίους κατάγονται οι των Αγίων. Οι ψυχές των Αγίων φαίνονται ως να ήσαν με σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου να τις πιάσει δεν είναι δυνατόν, καθώς και τις ακτίνες του ηλίου.
Ενώ λοιπόν επισκεφθήκαμε όλα εκείνα τα άγια μέρη, στραφήκαμε στο μέρος της δύσεως, όπου είναι οι σκληρές κολάσεις, στις οποίες κατοικούν οι ψυχές των αμαρτωλών. Μου έδειξαν δε οι οδηγούντες με Άγγελοι τις κολάσεις, από τις οποίες εγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδα, τέκνον μου Γρηγόριε, τις σκοτεινές φυλακές στις οποίες είναι κλεισμένες ως η άμμος της θαλάσσης των αμαρτωλών οι ψυχές από καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι με την μαύρη ομίχλη του θανάτου, και να δουν ποτέ το γλυκύτατο φως δεν είναι δυνατόν, αλλά γυμνές της χάριτος του Θεού καίουν και θρηνούν απαρηγόρητα. Δεν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά το ουαί και αλλοίμονον, τους κατατρώγει ο μολυσμός και η δυσωδία και θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα.
Όταν εισήλθαμε στα σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς φωτίσθηκαν από την λάμψη των οδηγούντων με Αγγέλων και είδα εκείνα τα υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος και τρόμος με περιεκύκλωσε. Μου είπε δε ο ένας Άγγελος’ αυτές τις φοβερές κατοικίες τις ξέφυγες, γιατί μετανόησες και έπαυσες την αμαρτία και για τα λίγα καλά έργα σου, ή να σου πω καλύτερα, για τις μεσιτείες του δούλου του Θεού Βασιλείου, του Γέροντός σου.
Αφού γυρίσαμε όλες τις κολάσεις, με ερώτησε ο ένας Άγγελος λέγοντάς με: Θεοδώρα, άραγε ξέρεις ότι σήμερα κάμνει τα σαράντα σου ο καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Και αυτά ειπών με άφησε σ’ αυτήν την πανευφρόσυνο κατοικία και αναχώρησαν. Εκ τούτου λοιπόν γνώρισα ότι μετά τις σαράντα ημέρας από του θανάτου μου έφθασα στην κατοικία την οποία βλέπεις, και δεν είναι ιδική μου, αλλά του Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, του πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος στον κόσμο σώζει πολλές ψυχές με τις συμβουλές του και τις οδηγεί προς μετάνοια και εξομολόγηση, αυτές οι ψυχές κατοικούν σ’ αυτήν την λαμπρά κατοικία μαζί μου. Έλα τώρα να δεις τις κατοικίες μας, τις οποίες προ ολίγου επεσκέφθη και ο Πατήρ μας. Εγώ δε ακολούθησα την κυρία Θεοδώρα και έτσι εισήλθαμε σ’ ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο ήταν στρωμένο με ακτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκες, και στο μέσο τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων η ωραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήταν δε η Θεοδώρα ενδεδυμένη ένα φόρεμα μεταξωτό κάτασπρο και στην κεφαλή της έφερε κόκκινο μανδήλι, θαύμασα δε να βλέπω να τρέχει από αυτήν ως ίδρωτας άγιο μύρο πολύτιμο με άρρητο ευωδία. Βλέποντας δε ανατολικά είδα φοβερά και θαυμαστά παλάτια βασιλικά, στα οποία εισήλθαμε, και πλησίον των σκαλών των βασιλικών παλατιών εκείνων ήταν μία θαυμαστή και από σμαράγδου και άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, η οποία ακτινοβολούσε υπέρ τον ήλιο’ ήταν δε γεμάτη από διάφορα ωραιότατα και ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως και μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Εκεί, επί θαυμαστού και εξαισίου θρόνου, ήταν και ο Πατήρ μας Βασίλειος και αναπαυόταν ως κύριος αυτών όλων. Ο θρόνος ήταν πράσινος, αλλά θαυμαστός, και έλαμπε υπέρ τον ήλιο, και όλοι εκεί έτρωγαν από εκείνα τα οπωρικά και ευφραίνοντο.
Εκείνοι δε οπού έτρωγαν από εκείνη την τράπεζα ήταν άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκες παχιές, αλλά ήταν ως οι ακτίνες του ηλίου, και τα πρόσωπα τους ευειδή και χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες από τις γυναίκας δεν διεκρίνοντο, και έτρωγαν από εκείνη την θαυμαστή και ουράνιο τράπεζα. Και όσον έτρωγαν, τόσον πλήθαιναν εκείνα τα ευωδέστατα και θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήταν ουράνια και πνευματικά, παρά Θεού ετοιμασμένα, έτρωγαν δε και ευφραίνοντο με απερίγραπτη χαρά, συνομιλούντες μετά γλυκιάς φωνής και χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους κερνούσαν δε μερικοί νέοι με ροδοκόκκινο ποτό, το οποίο υπεράστραπτε μέσα στα κρυσταλλένια ποτήρια, και οι πίνοντες εχόρταιναν της γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Και έμενα θαυμάζοντας επί κάποια ώρα, διότι έλαμπαν τα πρόσωπά τους όπως το δροσερό ρόδο. Οι δε νέοι οπού τους κερνούσαν ήσαν ωραίοι και αστραπόμορφοι, με ζώνες χρυσές, και στα κεφάλια είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολισμένους μετά πολυτίμων λίθων και θαυμαστής τέχνης. Ενώ περιπατούσα, μπροστά μου η Θεοδώρα πλησίασε προς τον άγιο Γέροντά μας και του ομίλησε για εμένα, αυτός δε κοιτάζοντάς με χαμογέλασε και μου έγνευσε να τον πλησιάσω. Εγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοια ενώπιόν του και του ζήτησα την ευχή του, και μου είπε με χαμηλή τη φωνή’ ο Θεός, τέκνον, να σε ευσπλαγχνισθεί και να σε ευλογήσει και να σε καταξιώσει της επουρανίου Αυτού Βασιλείας. Και ενώ ευρισκόμουν εγώ γονατιστός μπροστά του, επάνω στα χρυσοΰφαντα, με έπιασε από το χέρι και με σήκωσε και μου λέγει (δείχνοντας με το δάκτυλο την Θεοδώρα)’ δες την Θεοδώρα, τέκνον Γρηγόριε, για την οποία πολλές φορές με παρεκάλεσες να μάθεις τι έγινε και που κατοικούσε. Γι’ αυτό από του λοιπού ησύχασε και μη με ενοχλείς περί αυτής. Εκείνη δε η μακαρία και ευλογημένη παρά Θεού, βλέποντάς με ιλαρώς, μου λέγει’ ο Θεός, τέκνον Γρηγόριε, να σου πληρώσει τον μισθό για την τόση περί εμού φροντίδα σου, ο Οποίος σύμφωνα με την επιθυμία σου δια των παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σε αξίωσε να με δεις.
Όλοι δε οι καθήμενοι σ’ εκείνη την θαυμαστή τράπεζα, μας έβλεπαν με μεγάλη σιωπή και αγάλλοντο. Ύστερα είπε ο Άγιος προς την Θεοδώρα’ πήγαινε, τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των δέντρων στο περιβόλι μας. Και οδηγώντας με προς τα δεξιά του περιβολιού είδα την θύρα του περιβολιού θαυμαστή και ολόχρυση και τα τείχη του ολόχρυσα και υψηλά. Ανοίγοντας δε εισήλθαμε και είδαμε το περιβόλι στολισμένο με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα και με πολυειδή άνθη και ρόδα, των οποίων η ωραιότης και ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσο έβλεπα αυτά, τόσο εκστατικός έμενα από την ωραιότητα και ευωδία και το πλήθος τους επί των δένδρων καρπών. Και τόσο πολύς ήταν ο καρπός, οπού έκλιναν στην γή. Όμως τα δέντρα δεν βλάπτονταν, άλλα πάντοτε σ’ αυτήν την κατάσταση βρισκόταν, καθότι είναι ουράνια και αθάνατα, εγώ δεν έμεινα εκστατικός και έβλεπα. Τότε μου λέγει η Θεοδώρα: εάν, τέκνον μου, σε έκαμαν εκστατικό και έκθαμβο αυτά, τι ήθελες να πάθεις, εάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισο, οπού κατά ανατολάς εφύτευσε ο Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος με εκείνον δεν έχουν καμία σύγκριση. Διότι, όσο απέχει ο ουρανός άπω την γή, τόσο διαφέρει και εκείνος από τούτον; Εγώ δε την παρακαλούσα να μου δείξει εκείνα τα πλέον θαυμαστά πράγματα. Και μου απεκρίθηκε’ δεν είναι δυνατόν, τέκνον, να δεις αυτά τα πράγματα, τα οποία είναι ακατανόητα, εφ’ όσον ευρίσκεσαι ακόμη στον προσωρινό κόσμο, αυτά δε οπού είδες είναι οι κόποι και ο ιδρώτας του Πατρός μας Βασιλείου, ο οποίος παιδιόθεν αγωνιζόταν με νηστείες, αγρυπνίες και κακοπάθειες μέχρι γήρατος, για τούτους δε τούς κόπους του χάρισε ο Θεός αυτά τα βασιλικά παλάτια με τα περιβόλια, να κατοικεί με τα πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του αγωνίσθηκαν και φυλάγουν τις εντολές του Κυρίου.
Φρόντισε λοιπόν και συ, τέκνον, έως ότου είσαι στον κόσμο να αγωνισθείς, για να έλθεις και εσύ εδώ να ευφραινόμαστε μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας, διότι μετά την Ανάσταση άλλα καλύτερα ασυγκρίτως έχει να μας χαρίσει ο Κύριος, καθώς λέγει και ο Απόστολος ΙΙαύλος’ «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ άνέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν».
Εγώ δεν έμεινα εκστατικός, άμα άκουσα πως δεν ήμουν εκεί με το σώμα, αλλά νοητώς και με την ψυχή. Για τούτο προσπαθούσα να ψηλαφίσω τον εαυτόν μου, αν φορώ σάρκα και κόκαλα, αλλά μου φαινόταν σαν να έπιανα ακτίνα του ήλιου και την έσφιγγα χωρίς να βαστώ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδα την μεγάλη θεωρία αυτήν, είχα δε τας φρένας μου σώας, και θαύμαζα, για όσα έβλεπα. Έπειτα μου φάνηκε πως ήλθαμε στην αυλή δια της θύρας δια της οποίας εισήλθαμε, βρήκαμε δε την τράπεζα άδεια, και ούτε άνθρωπος ήταν εκεί. Τότε ήλθα στον εαυτό μου, και έτσι ελευθερώθηκα από εκείνα τα φοβερά και θαυμαστά πράγματα.
Τότε άρχισα να εξετάζω τον εαυτό μου συλλογιζόμενος τι ήσαν εκείνα, τα οποία είδα και διδάχθηκα, τα οποία καλώς τυπώθηκαν στο νου μου. Σηκωθείς λοιπόν επήγαινα προς τον άγιο Γέροντά μου και διαλογιζόμουν και έλεγα στον εαυτόν μου’ άραγε από του διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πράγματα οπού είδα ή εκ Θεού; Φθάνοντας προς τον Γέροντα έβαλα μετάνοια κατά την συνήθεια, και λαβών την ευλογία του εκάθησα πλησίον του, και μου είπε με ιλαρό πρόσωπον: ξέρεις, τέκνον Γρηγόριε, πως αυτήν την νύκτα ήμασταν μαζί στα αιώνια αγαθά; Εγώ για να δω τί έχει να μου πεί προσποιήθηκα πως δεν ήξερα τι μου έλεγε και είπα: Εγώ, Γέροντά μου, ήμουν στο κελί μου και κοιμόμουν αυτήν την νύκτα. Και εκείνος μου απεκρίθη με χαμηλή τη φωνή, επειδή είμαστε μόνοι στο κελί του, λέγων’ ναί, τέκνον, το γνωρίζω και εγώ αληθώς, ότι με το σώμα κοιμόσουν στο κελί σου, αλλά με το πνεύμα και τον νου σου περιπατούσες σε άλλα μέρη. Όσα λοιπόν σου έδειξα αυτήν την νύκτα μη τα νομίσεις, τέκνον, ονείρατα, αλλά θεωρία αληθινή. Δεν πήγες αυτήν τη νύκτα στην Θεοδώρα; δεν έφθασες στην ουράνιά μου κατοικία; δεν έτρεχες για να με φθάσεις και βρέθηκες στην μεγάλη θύρα, εξερχόμενη δε η Θεοδώρα σε υπεδείχθη πασίχαρος; δεν σου διηγήθηκε το ψυχομαχητό της και τον θάνατό της; και ότι μετά μεγάλης βίας και τρόμου πέρασε τα άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή την βοήθησα σε πολλά μέρη και ελευθερώθηκε τελείως; δεν εισήλθες στην αυλή με την Θεοδώρα κατά διαταγήν μου; δεν είδες την θαυμαστή τράπεζα, την κατάσταση αυτής και τα εξαίσια πράγματα και ωραία οπωρικά και οποία ήσαν τα θαυμαστά και ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δεν στεκόσουν και θεωρούσες την ωραιότητα, την οποία είχαν εκείνα τα θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δεν παρουσιάσθηκες ενώπιόν μου και σου έδειξα την Θεοδώρα, για την οποία πολλάκις με παρεκάλεσες όπως δεις σε πια κατάσταση ευρίσκεται; δεν σε οδήγησε εκείνη κατ’ εντολήν μου και εισήλθατε μαζί στο θαυμαστό περιβόλι; δεν κρατούσες στα χέρια σου εκείνα τα χρυσοβλάσταρα χόρτα και εκστασιάστηκες για την ωραιότητα των καρπών τους; Όλα αυτά δεν είδες την παρελθούσα νύκτα; και πώς λέγεις λοιπόν ότι σε άλλο μέρος δεν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;
Ακούγοντας εγώ αυτά, τα οποία ως φλόγα πυρός μου φαινόταν ότι εξερχόταν εκ του στόματος του Αγίου, και συλλογιζόμενος την αλήθεια των λεγομένων του λιποθύμησα και έμεινα άφωνος. Ακολούθως άρχισα να χύνω ποταμηδόν δάκρυα και βρεχόταν το πρόσωπό μου, όσο συλλογιζόμουν το ύψος της αγιότητος και των θαυμάτων αυτού, ότι γήϊνος άγγελος ήταν, και όχι νοερώς ήταν εκεί, αλλά πράγματι ως να βρισκόταν μετά του σώματος τα γνώριζε όλα.
Ο δε Άγιος μου είπε’ εάν, τέκνον, διέλθεις την ζωή σου σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, εάν αποφεύγεις δηλαδή την κακία και εργάζεσαι την αρετή, θέλω να σε δεχθεί εκεί μετά τον θάνατό σου, στις αιώνιες κατοικίες, τις οποίες μου χάρισε ο Κύριος για την αγαθότητά Του, διότι εγώ μέλλω να αναχωρήσω μετά από λίγο καιρό απ’ ετούτον τον μάταιο κόσμο, συ δε μετά από λίγο θέλεις με ακολουθήσει με ζωή θεάρεστη και καλά έργα, καθώς ο Κύριος μου απεκάλυψε.
Πρόσεχε δε, τέκνον, να μην εξέλθουν εκ του στόματός σου τα όσα είδες και άκουσες εν όσω εγώ ζω σε τούτον τον κόσμο, μέλλεις δε να γράψεις τον ταπεινό μου βίο και τα έργα μου να αφήσεις στον κόσμο προς ωφέλεια των αναγιγνωσκόντων, εγώ δε εις το εξής θέλω να βρεθώ σε όλα αυτά κατά την θέληση του Θεού. Και λέγοντάς μου αυτά ο αγιότατός μου Γέροντας με διέταξε να υπάγω στην κατοικία μου και να φροντίζω για την σωτηρία της ψυχής μου.
Έως εδώ, αδελφοί και πατέρες μου τιμιότατοι, είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας, την οποία είδε και έγραψε ο σοφότατος Γρηγόριος. Έχει δε γραμμένα και άλλα πολλά θαύματα και αποκαλύψεις του Αγίου, και πως του έδειξε ο Χριστός το φοβερό Κριτήριο, τους χορούς των Αγγέλων και την πολυθαύμαστη τάξη αυτών και μακαριότητα, είναι δε και άλλα πολλά γραμμένα στο χειρόγραφο, τα οποία αφήσαμε χάριν συντομίας, περιλάβαμε δε μόνον τον θάνατο της Θεοδώρας ως ψυχοφελέστατο και για τον σκοπό τον οποίο εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφοτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οι άνθρωποι και ενθυμούμενοι τον θάνατο και τον κίνδυνο οπού έχει η ψυχή έως να περάσει τα εναέρια τελώνια, να διορθώνουν τις ψυχές τους με την Μετάνοια και Εξομολόγηση.
Τω δε Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com/
Ημερ: 28 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Aπαντήσεις σε θεολογικές ερωτήσεις.
Σχόλια: 10
Όλη η αλήθεια για τις εκτρώσεις
Δυστυχώς οι νεαρές γυναίκες προχωρούν στην διακοπή της εγκυμοσύνης χωρίς να έχουν πλήρη επίγνωση τι σημαίνει έκτρωση, καθώς και τις ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις που θα έχουν μετά.
Οπωσδήποτε πρέπει να δείτε μέχρι τέλους τα παρακάτω βίντεο και μετά να αποφασίσετε…
πατήστε εδώ
Ημερ: 28 Ιανουαρίου 2011 Κατηγορίες: Εκτρώσεις.
Σχόλια: 10






