Η Ινέπολη βρίσκεται στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στα βόρεια της Κασταμονής, σε απόσταση 67 χλμ., και στα δυτικά-νοτιοδυτικά της Σινώπης, σε απόσταση 115 χλμ. Δυτικά από την πόλη περνάει ο ποταμός Ικίτσαϊ (İki Çay).
Στα αρχαία χρόνια η πόλη ονομαζόταν Αβωνότειχος ή Αβώνου τείχος ή Ιωνόπολις. Το τελευταίο όνομα το υιοθέτησε επί Ρωμαίων, τον 1ο αιώνα μ.Χ., επί Μάρκου Αυρηλίου.
Την εποχή της Βυζαντινής κυριαρχίας ήταν γνωστή ως Ινόπολις.
Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους Candaroğullar, ονομάστηκε İnebolu (Ινεμπολού), ονομασία που διατηρήθηκε έως σήμερα.
Η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης της Ινέπολης είναι άγνωστη.
Στην ακρόπολη έχουν καταγραφεί ίχνη αρχαίων τειχών, ενώ στην πόλη υπάρχουν και αρχιτεκτονικά θραύσματα.
Από το 15ο έως το 19ο αιώνα η Ινέπολη φαίνεται πως ήταν ένας οικισμός χωρίς ιδιαίτερη σημασία, ενώ αναπτύχθηκε στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα λόγω του ότι μετατράπηκε σε λιμάνι της Κασταμονής και ανέλαβε το ρόλο του ανεφοδιασμού της πόλης αυτής από τη θάλασσα.
Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ινέπολη κατοικούσαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί ορθόδοξοι που ήδη βρίσκονταν εκεί από την εποχή των Candaroğullar. Έως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα δε διαθέτουμε πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων ούτε για τη σύνθεση του πληθυσμού του οικισμού.
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Ινέπολη κατοικούσαν μουσουλμάνοι, ορθόδοξοι χριστιανοί και Αρμένιοι γρηγοριανοί. Η πλειονότητα των κατοίκων ήταν μουσουλμάνοι, ενώ η μικρότερη πληθυσμιακά κοινότητα ήταν οι Αρμένιοι.
Στην Ινέπολη, εκτός από τους ντόπιους ορθόδοξους κατοίκους, υπήρχαν και ορθόδοξοι που κατάγονταν από τα γύρω χωριά και από άλλες πόλεις όπως τη Σινώπη, την Καισάρεια και την Τραπεζούντα. Αυτοί προφανώς εγκαταστάθηκαν στον οικισμό μετά την οικονομική ακμή του το 19ο αιώνα. Η γλώσσα των ορθόδοξων χριστιανών κατοίκων του οικισμού ήταν η ελληνική, αλλά χρησιμοποιούσαν πολλά στοιχεία της τουρκικής.
Τον 20ό αιώνα οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης υπέστησαν δύο εκδιώξεις. Ο πρώτος διωγμός έγινε το 1915, όταν ο ορθόδοξος πληθυσμός εκτοπίστηκε σε διάφορες πόλεις του σαντζακιού Κασταμονής. Αργότερα, μετά την ανακωχή του 1918, μερικοί επέστρεψαν στον οικισμό, όπου συνάντησαν καμένα και λεηλατημένα σπίτια και καταστήματα. Για την ανέγερση των οικιών και καταστημάτων έδωσαν χρήματα ο σύλλογος των ορθοδόξων της Ινέπολης με έδρα την Κωνσταντινούπολη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός. Στις 21 Ιουλίου 1920 έγινε ο δεύτερος και καθοριστικός διωγμός των ορθοδόξων, κατά τον οποίο εκδιώχθηκαν περίπου 296 άτομα. Αυτοί οδηγήθηκαν προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και αργότερα, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης στα τέλη του 1923, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα.
Αστική δομή
Στην Ινέπολη υπήρχαν 4 χαμάμ που ανήκαν στους μουσουλμάνους, 3 τζαμιά, μια ορθόδοξη εκκλησία, δύο σχολεία των ορθοδόξων, μουσουλμανικά σχολεία και χάνια.
Από τα χάνια μόνο το ένα ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας, του Αγίου Βασιλείου στο χωριό Παρθένιο. Ήταν διώροφο, στο ισόγειο υπήρχαν καταστήματα, στον όροφο δωμάτια και δε διάθετε χώρο για ζώα.
Οικονομία
Η οικονομική ακμή της Ινέπολης ξεκίνησε το 19ο αιώνα, όταν έγινε σημαντικό λιμάνι επειδή από αυτό ανεφοδιαζόταν η Κασταμονή. Η ανάπτυξη του οικισμού συγκέντρωσε πληθυσμό από άλλες περιοχές. Το λιμάνι της Ινέπολης ήταν αβαθές. Για το λόγο αυτό η φορτοεκφόρτωση των προϊόντων γινόταν με καΐκια που μετέφεραν τα προϊόντα από τα αγκυροβολημένα πλοία στην ξηρά. Από τα παραθαλάσσια χωριά η μεταφορά των εμπορευμάτων προς την Ινέπολη γινόταν πάντα από τη θάλασσα. Τα εμπορεύματα από την Κασταμονή έρχονταν στο λιμάνι της Ινέπολης και από εκεί εξάγονταν προς την Κωνσταντινούπολη ή προς το εξωτερικό. Το κυριότερο εμπόριο διεξαγόταν με την Κωνσταντινούπολη. Πολλά πλοία από ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, αλλά και η Ελλάδα, μετέφεραν προϊόντα από και προς την Ινέπολη.
Οι κυριότερες εξαγωγές του λιμανιού της Ινέπολης ήταν ξυλεία για οικοδομές, δημητριακά, όπιο, κάνναβη, φρούτα, λαχανικά, μαλλί μοχέρ, διάφορα υφάσματα, σίδερο και γιαούρτι. Οι σημαντικότερες εισαγωγές του λιμανιού προέρχονταν από την Κωνσταντινούπολη και συνίσταντο σε λάδι, ελιές, τυριά, ζάχαρη και καφέ.
Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν η βιοτεχνία, η γεωργία, το εμπόριο και η αλιεία. Οι χριστιανοί της πόλης στην πλειονότητά τους ήταν έμποροι ή τεχνίτες. Το εμπόριο της Ινέπολης ήταν στα χέρια των κατοίκων της Σινώπης, που λόγω της οικονομικής τους δυνατότητας έκαναν χοντρεμπόριο. Αρκετοί ορθόδοξοι από τα κοντινά χωριά είχαν καταστήματα στην Ινέπολη και καθημερινά μετέβαιναν στην πόλη. Κάθε Παρασκευή γινόταν παζάρι. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών έρχονταν στην πόλη μεταφέροντας τα εμπορεύματά τους, κυρίως λαχανικά.
Διοίκηση
Το 1867, μετά τη διοικητική αναβάθμιση της Ινέπολης, το ρόλο του διοικητή ανέλαβε ο καϊμακάμης. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι του οικισμού λόγω του μικρού αριθμού τους συνεργάζονταν με τα άλλα τέσσερα κοντινά χωριά. Επρόκειτο λοιπόν για πέντε στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους κοινότητες: του Παρθενίου, του Ατζιδόνου, του Καρατζά, της Αγοράς της Ινέπολης και τελευταία του Ασκορδασίου. Η αλληλεγγύη των κοινοτήτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αυτά τα χωριά θεωρήθηκαν από μερικούς συνοικίες της Ινέπολης. Σε κάθε χωριό υπήρχε σχολείο και εκκλησία.
Εκκλησία
Η εκκλησία του οικισμού ήταν ο ναός της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και χτίστηκε στην αγορά το 1909. Πριν συμβεί αυτό, οι ορθόδοξοι κάτοικοι της Ινέπολης εκκλησιάζονταν σε ναούς των κοντινών χωριών, όπως η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου του χωριού Παρθενίου, που βρισκόταν σε απόσταση 20 λεπτών από τον οικισμό. Η εκκλησία της Ινέπολης υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας με έδρα τα Κοτύωρα. Ο δεσπότης μία φορά κάθε χρόνο επισκεπτόταν την Ινέπολη.
Σχολεία
Υπάρχουν πληροφορίες για ύπαρξη ελληνικού σχολείου στην Ινέπολη από το 1868. Μέχρι το 1877 η κοινότητα με δυσκολία διατηρούσε ένα αλληλοδιδακτικό σχολείο που στεγαζόταν σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι. Αργότερα οι κάτοικοι κατασκεύασαν καινούριο κτήριο το οποίο χωρίστηκε σε δύο τμήματα, αλληλοδιδακτικό και παρθεναγωγείο που θα ιδρυόταν αργότερα. Έτσι το 1896, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Λαζαρίδη, στην Ινέπολη υπήρχαν 2 σχολεία στα οποία δίδασκαν 3 δάσκαλοι και ο αριθμός των μαθητών τους ανερχόταν σε 150. Εκτός από τα σχολεία της Ινέπολης, τα τέσσερα κοντινά χωριά της Ινέπολης επίσης είχαν σχολεία όπου φοιτούσαν αρκετά παιδιά.
Το ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της περιοχής της Ινέπολης βρισκόταν στο Παρθένιο και ονομαζόταν Αστική Κεντρική Σχολή Ινεπόλεως ή Κεντρική Αστική Εμπορική Σχολή. Ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από το μητροπολίτη Νεοκαισαρείας και έπειτα Καισαρείας Αμβρόσιο. Μετά την τέταρτη τάξη του δημοτικού, οι μαθητές πήγαιναν στη σχολή αυτή και φοιτούσαν για επιπλέον τέσσερις τάξεις. Οι καθηγητές της σχολής έρχονταν από την Κωνσταντινούπολη. Στο σχολικό έτος 1910-1911 το διδακτικό πρόγραμμα περιλάμβανε: θρησκευτικά, ελληνικά, μαθηματικά, γεωγραφία, ιστορία, τουρκικά, φυσική και εμπορική. Οι δάσκαλοι ήταν τέσσερις. Οι απόφοιτοι της σχολής μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης ή στην Ανώτατη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου ή στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η συντήρηση της σχολής γινόταν από τις πέντε αναφερόμενες κοινότητες και με τη χορηγία εύπορων συμπολιτών. Τα βιβλία και το πρόγραμμα της διδασκαλίας έρχονταν από το Πατριαρχείο.
Πηγές : Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, mypontos.blogspot.com