Απόσπασμα από: Ημέλλου, Ο. & Χαρούπιας Α. (2025). Το στρυφνό πρόβλημα της ενταξιακής εκπαίδευσης: Εντάσεις εκπαιδευτικής πολιτικής/πρακτικής. Στο: Παναγιωτόπουλος, Γ. (επιμ). Ηγεσία στην Εκπαίδευση: Εξερευνώντας τις Προκλήσεις της Σχολικής Διοίκησης, Συλλογικός Τόμος, σ. 289-302. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
Όλγα Ημέλλου & Αριστείδης Χαρούπιας
Στη βιβλιογραφία, οι όροι «ενταξιακή» και «συμπεριληπτική» εκπαίδευση χρησιμοποιούνται, συνήθως, αδιαφοροποίητα, ως αποδόσεις του όρου «inclusive education». Σύμφωνα με τον ν.4823/2021, Ενταξιακή Εκπαίδευση (Ε.Ε.) είναι «η εκπαιδευτική προσέγγιση, η οποία συνεκτιμά τις ανάγκες της ετερογένειας του μαθητικού πληθυσμού και αποσκοπεί στην άρση των φραγμών στη μάθηση και στη διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης στο εκπαιδευτικό σύστημα όλων των μαθητών, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες». Από τη μελέτη του ορισμού, διαπιστώνεται πως η πλαισίωση της Ε.Ε. εμφανίζεται ελλιπής. Απουσιάζει ο επιμέρους ορισμός σημαντικών όρων ενώ, από την επιλεγείσα απόδοση προκύπτουν εύλογα ερωτήματα. Συγκεκριμένα, δεν ορίζονται κεντρικές έννοιες, όπως: «αναπηρία» και «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ε.ε.α.)», ενώ επιπρόσθετα προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, όπως τα ακόλουθα: «έχει η Ε.Ε. δεσμευτικό χαρακτήρα;», «γιατί στον ορισμό της Ε.Ε. δεν γίνεται αναφορά σε ζητήματα καταλληλότητας/ποιότητας και σε σκοπούς/στόχους επίτευξης;». Ο ορισμός της Ε.Ε. προσθέτει έμφαση στην υποστήριξη των μαθητών με αναπηρία ή/και ε.ε.α. (α./ε.ε.α.), κατά κύριο λόγο, στον χώρο του γενικού σχολείου. Σύμφωνα με τον ορισμό, οι συγκεκριμένοι μαθητές αν και αντιμετωπίζονται ως ίδιοι με τους υπόλοιπους μαθητές, διακρίνονται εν πολλοίς από αυτούς, εξαιτίας της ειδικής αναφοράς τους ως ομάδα/κατηγορία. Τελικά, πώς αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτεία τους μαθητές με α./ε.ε.α.; Η απάντηση της ελληνικής πολιτείας στο παραπάνω δίλημμα, το λεγόμενο «δίλημμα της διαφοράς» (Terzi, 2008) θεωρούμε ότι μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιδρασιακή, καθώς με αυτή σχετίζονται άμεσα ζητήματα κατηγοριοποίησης, διοικητικής αναγνωρισιμότητας και παροχής κατάλληλων και ποιοτικών υπηρεσιών εκπαίδευσης για τους μαθητές με α./ε.ε.α.
Σύμφωνα με τον ν.4823/2021 και σε αναμονή εξειδίκευσης του καθηκοντολογίου, έργο του Συμβούλου Εκπαίδευσης (Σ.Ε.) είναι η βελτίωση της διδασκαλίας, η διασφάλιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου και η ομαλή λειτουργία της σχολικής μονάδας. Ειδικότερα ως προς την Ε.Ε., στους Σ.Ε. Ειδικής Αγωγής & Ενταξιακής Εκπαίδευσης (Ε.Α.Ε.Ε.) έχει ανατεθεί η παιδαγωγική ευθύνη ενοτήτων σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Δεδομένου του ότι η Ε.Ε. αποτελεί μια ουσιαστικά επιδρασιακή κοινωνική εκπαιδευτική πολιτική/πρακτική με σημαντικές επιπτώσεις για τους μαθητές με α./ε.ε.α., τις οικογένειές τους, τη σχολική κοινότητα και την κοινωνία, η μελέτη της κρίνεται αναγκαία.
Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την Ε.Ε., σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής/πρακτικής. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Clark, τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι τόσο ενταξιακά όσο οι δημιουργοί τους, ενώ υπάρχουν διλήμματα και εντάσεις στην επίτευξη του ιδεώδους της πλήρους Ε.Ε. (UNESCO, 2020: v).
Αν και σε μια πλουραλιστική κοινωνία το κάθε δημόσιο αγαθό, όπως αυτό της εκπαίδευσης, θεωρείται αδιαπραγμάτευτο, υπάρχουν δέκα σημεία τα οποία αποτελούν ενδείξεις πως ένα πρόβλημα κοινωνικής πολιτικής συγκροτεί ένα στρυφνό (wicked) πρόβλημα, δηλαδή ένα πρόβλημα, η λύση του οποίου είναι εξαιρετικά δύσκολη. Σύμφωνα με την κλασική εργασία των Rittel και Webber (1973), τα προβλήματα κοινωνικής πολιτικής συνιστούν στρυφνά προβλήματα, επειδή: (1) ο ορισμός τους δεν είναι μοναδικός, (2) δεν υπάρχουν κριτήρια που να πιστοποιούν την οριστική τους λύση, (3) οι λύσεις στο κάθε πρόβλημα δεν είναι αληθείς-ψευδείς, αλλά καλές-κακές, (4) δεν υπάρχει άμεσος και τελικός έλεγχος μιας λύσης, (5) δεν υπάρχουν ευκαιρίες δοκιμής μιας λύσης πριν την εφαρμογή της, (6) δεν υπάρχουν σύνολα πιθανών λύσεων, (7) κάθε πρόβλημα είναι μοναδικό, (8) κάθε πρόβλημα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωμα ενός άλλου προβλήματος, (9) η επιλογή της εξήγησης κατά την αναπαράσταση ενός προβλήματος προσδιορίζει τη φύση της επιλεγόμενης λύσης και, τέλος, (10) ο σχεδιαστής της πολιτικής δεν έχει δικαίωμα λάθους. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, σχεδιάσαμε μια έρευνα για την Ε.Ε. σε δύο επίπεδα.
[…]
Καθώς η ελληνική Πολιτεία, σε παρόντα χρόνο (Απρίλιος 2024), βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής πολιτικής, είναι σημαντικό ο Β.Σ.Α.4 να συνεκτιμηθεί, με έμφαση στον προσδιορισμό της «ισότιμης εκπαίδευσης ως μιας κατάλληλα σχεδιασμένης εκπαίδευσης, η οποία υλοποιείται σε σχολικά πλαίσια γενικής ή/και ειδικής εκπαίδευσης, ανάλογα με την καταλληλότητά τους για κάθε μαθητή». Στο πλαίσιο της διασφάλισης υπηρεσιών ισότιμης εκπαίδευσης στους μαθητές με α./ε.ε.α., ο ρόλος του/της Σ.Ε. Ε.Α.Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα σημαντικός κι επιδρασιακός.
Η αντιμετώπιση στρυφνών προβλημάτων, όπως αυτού της Ε.Ε. απαιτεί, συχνά, τη συστηματική αναπλαισίωσή τους. Κάθε εκπαιδευτική πολιτική/πρακτική Ε.Ε. συνιστά μία τεχνολογία, στην οποία συνυπάρχουν όλες οι γνώσεις, οι έννοιες, οι πειραματικές διαδικασίες, τα απτά και τα άυλα τεχνουργήματα και τα ευρύτερα κοινωνικοτεχνικά συστήματα, τα οποία είναι αναγκαία για την αναγνώριση και τη λύση σχετικών με αυτή προβλημάτων (Nightingale, 2014). Η Ε.Ε., ως τεχνολογία με πολιτική και πρακτική διάσταση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης μιας διεπιστημονικής κοινότητας γνώσης, με στόχο την κατανόηση: (α) του τρόπου συν-διαμόρφωσής της εντός των κοινοτήτων σχεδίασης ή/και εφαρμογής της, (β) των σχέσεων μεταξύ προσώπων και υλικοτήτων αναφοράς, (γ) της ιστοριογραφίας της, (δ) των φιλοσοφικών παραδοχών της και (ε) και της διαδικασίας μετάβασης σε αυτήν (Imellou, in press). Για τη σχεδίαση μιας δημόσιας υπηρεσίας, όπως εκείνης του/της Σ.Ε. Ε.Α.Ε.Ε., η αξιοποίηση της επιστήμης της Σχεδίασης Υπηρεσιών είναι καίριας σημασίας, καθώς στο πλαίσιο αυτής συνεκτιμώνται οι απόψεις τόσο αυτών που την παρέχουν όσο και αυτών που την χρησιμοποιούν, με στόχο τη βελτίωση της εμπειρίας χρήσης για όλους τους εμπλεκόμενους (Penin, 2018).