Θεματική Ενότητα: ΕΛΠ41 / 4η  ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ / Ακαδημαϊκό έτος 2020 – 2021

 Αν θέλεις το παιδί σου να γίνει έξυπνο, διάβασέ του παραμύθια. Αν θέλεις να γίνει εξυπνότερο, διάβασέ του περισσότερα παραμύθια. Άλμπερτ Αϊνστάιν

Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό

Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Υπεύθυνη συντονίστρια: Ελένη Φιλιππίδου

Φοιτήτρια: Μαριάννα Θ. Αποστόλου

Αρ. Μητρώου: 128536

Πίνακας περιεχομένων                                                                                           

Εισαγωγή 

Εννοιολογική προσέγγιση του όρου «Παραμύθι» 

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραμυθιού 

Ο ιστορικός ρόλος του παραμυθιού 

Το ελληνικό κίνημα #MeToo 

Συμπεράσματα 1

Βιβλιογραφία

Εισαγωγή

Το παραμύθι είναι ένα διαχρονικό λογοτεχνικό είδος και αποτελεί προφορική αφήγηση που αφομοιώθηκε από τη συλλογική μνήμη (Αγγελοπούλου, 1991: 15). Ο Αίσωπος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους παραμυθάδες διότι έγραψε  πολλούς μύθους και παραμύθια. Η προσπάθεια καταγραφής των παραμυθιών άρχισε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από Έλληνες και ξένους ερευνητές. Η συλλογή/δημοσίευση των παραμυθιών από τους Έλληνες χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη της ελληνικότητας και της εθνικής συνέχειας απέναντι στη θεωρία του Fallmerayer (Λουκάτος, 1977: 57-59). Η παρουσία της γυναίκας στα λαϊκά παραμύθια αποτέλεσε έμπνευση από αρχαιοτάτων χρόνων.

Στη συγκεκριμένη εργασία μετά από την εννοιολογική προσέγγιση του όρου «Παραμύθι» ακολουθεί το Πρώτο Κεφάλαιο στο οποίο γίνεται αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραμυθιού (χρόνος και τόπος δράσης, περιεχόμενο των παραμυθιών, πρόσωπα που εμπλέκονται στη δράση, ήρωες των παραμυθιών κ.ά.), καθώς κάθε παραμύθι είναι αφήγηση και ως εκ τούτου  προϋποθέτει το περιβάλλον, τον/την αφηγητή/ρια, το ακροατήριο, τον τόπο και τον τρόπο επιτέλεσης της αφήγησης. Ακολουθεί αναφορά στην πράξη της αφήγησης με έμφαση στη δεξιότητα του παραμυθά, στους περιορισμούς στους οποίους αυτός/ή υπόκειται, καθώς και στη σχέση που αναπτύσσεται με το ακροατήριο. Εν συνεχεία αναφέρονται οι κοινωνικές λειτουργίες του παραμυθιού (ψυχαγωγία, διαπαιδαγώγηση, πρακτικές ανάγκες/χρηστικότητα).

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο με αναφορά στον ιστορικό ρόλο του παραμυθιού έγινε αναδρομή στο βιολογικό φύλο, το κοινωνικό φύλο και στις έμφυλες ταυτότητες πρώτα στην παραδοσιακή κοινωνία και στη συνέχεια στη συμβολή του παραμυθιού και στη διαμόρφωση αντίστοιχων αντιλήψεων στη σύγχρονη εποχή. Σκοπός της βιβλιογραφικής αυτής έρευνας είναι η σχέση του παραμυθιού με την τέχνη της αφήγησης, τις κοινωνικές λειτουργίες που επιτελεί καθώς και τα κοινωνικά στερεότυπα που αναπαράγει.

Εννοιολογική προσέγγιση του όρου «Παραμύθι»

Σημαντικοί λαογράφοι και μελετητές του παραμυθιού όρισαν το «Παραμύθι» ως:  «μια πράξη αυθεντικής ποιητικής ενόρασης» (Lüthi, 1982: 99),  «μια διήγηση με ποιητική φαντασία, μία ιστορία του θαύματος που…ανήκει στον μαγικό κόσμο και ακούγεται με ευχαρίστηση από μεγάλους και μικρούς» (Αυδίκος, 1997: 33)  εvώ ο Retsch (1942: 53) θεωρεί το παραμύθι ως το «αρχέτυπο της ανθρώπινης αφηγηματικής τέχνης». Ο Μέγας (1975: 170) το ορίζει ως «μία διήγηση, η οποία πλάθεται με ποιητική φαντασία από τον κόσμο του μαγικού ή διήγηση περί θαυμάσιων συμβάντων μη προσαρμοζόμενων προς τους όρους της πραγματικής ζωής».

Τέλος ο Λουκάτος (1977: 140) αναφέρει ότι «είναι λαϊκή διήγηση, που μοιάζει με μεγάλο περιπετειακό μύθο ή έχει συντεθεί από περισσότερους πυρήνες μεταφυσικών μύθων, που είναι γνωστοί σε πολλούς λαούς».  Ο Μερακλής (1996: 15-21)  εντάσσει το παραμύθι στην λαϊκή τέχνη και αποκαθιστά τη σχέση κοινωνίας-τέχνης για να προσφέρει ισχυρή βάση και να γίνει δυνατή η κατανόηση της λαϊκής δημιουργίας. Οι περισσότεροι μελετητές αναφέρουν ότι το παραμύθι ψυχαγωγεί και διασκεδάζει (Αυδίκος, 1997: 40; Λυδάκη, 2016: 262) και δεν έχει σκοπό να συμβουλεύσει και να διδάξει.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Το παραμύθι είναι συστατικό μιας κοινωνίας, πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου, δημιούργημα ενός λαού και αποτελεί ένα πέρασμα από τον πραγματικό στο φανταστικό κόσμο, ίσως αποτελεί το καλύτερο καταφύγιο για τα παιδιά, αλλά και τους μεγάλους. Κάθε παραμύθι είναι αφήγηση και προϋποθέτει ένα «φυσικό περιβάλλον»: τον αφηγητή ή την αφηγήτρια, το ακροατήριο, τον τόπο και τον τρόπο επιτέλεσης της αφήγησης.  Για τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα η Παπαχριστοφόρου (2002: 66) αναφέρει πως το παραμύθι ακολουθεί τρεις αρχές:

  • σχετικά με τον χρόνο χρησιμοποιούνται εκφράσεις «Μια φορά κι έναν καιρό…», «Τα πολύ παλιά τα χρόνια…», «Κάποτε …» που ανάγουν σε ένα παρελθόν αόριστο, πολύ μακρινό κ.ά.
  • όσον αφορά στον τόπο ο παραμυθάς χρησιμοποιεί επίσης αόριστες εκφράσεις, θυμάμαι όταν μας έλεγε παραμύθι η γιαγιά μου χρησιμοποιούσε εκφράσεις: «Στα βάθη της Ανατολής…», «Εκεί που βγαίνει ο ήλιος…» «Στα πέρα αλώνια..» ή όπως αναφέρει η Παπαχριστοφόρου (2002: 66), «Στα μαρμαρένια αλώνια…», «τα μαρμαρένια τα βουνά…», «Στους άσπρους πέντε πύργους…» κ.ά.
  • τέλος όσον αφορά στους ήρωες των παραμυθιών υπάρχει αοριστία, τα πρόσωπα είναι ανώνυμα «Ένα όμορφο βασιλόπουλο…», «Η κακιά Μητριά…» κ.ά., μόνο οι ιδιότητες των προσώπων παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Η «Χιονάτη» παραπέμπει στο λευκό χρώμα, η «Σταχτοπούτα» παραπέμπει στην προγονή που ανακατεύει τις στάχτες και ο «Γιάννης ή Γιάννος» παραπέμπει στον τρελό, τον χαζό ή τον έξυπνο Γιάννη (Παπαχριστοφόρου, 2002: 66). Σε αρκετά παραμύθια πρωταγωνιστούν υπερφυσικές οντότητες, όπως η «λάμια», ο «δράκος» κ.ά..

Η Λυδάκη (2016: 261) αναφέρει πως ένας παραμυθάς από τη Βρετάνη άρχιζε τα παραμύθια ως εξής: «πήγαινα σε ένα γυμνό δάσος, δίπλα σε ένα ξεροπόταμο και όσο θα προχωρώ θα σας λέω ψέματα γιατί δεν έχω να κερδίσω κάτι», ενώ η γιαγιά μου τελείωνε «κι έζησαν αυτοί καλά και μείς ακόμα καλύτερα», «πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί και μ’ έπιασε μια βροχή και έλιωσαν» κ.ά..

Στα παραμύθια συνήθως δεν παρατηρείται πρωτοτυπία, όλα έχουν ομοιογένεια που είναι συχνή στην προφορική λογοτεχνία καθώς δεν αναζητείται μοναδικότητα (Παπαχριστοφόρου, 2002: 66). Σύμφωνα με τον Thompson (1946: 456) τα παραμύθια μοιάζουν μεταξύ τους διότι ακολουθούν τους εξής νόμους:

  • αρχίζουν ήρεμα με «εισαγωγή» η ιστορία συνεχίζεται μέχρι την κορύφωση της, αλλά και μετά για να φτάσει σε μια σταθερή/ ήρεμη κατάσταση
  • για δημιουργία όγκου στα παραμύθια έχουμε συχνές επαναλήψεις (τριπλή) ή σε κάποιες χώρες χρησιμοποιείται τετραπλή επανάληψη, διότι ο αριθμός τέσσερα (4) έχει θρησκευτικό συμβολισμό
  • σε κάθε επεισόδιο δρουν ταυτόχρονα από κοινού δύο πρόσωπα, ενώ αν υπάρχουν και άλλα πρόσωπα είναι ανενεργά και απλά παρευρίσκονται
  • αντιμέτωποι είναι χαρακτήρες αντίθετοι: ήρωας-κατεργάρης, καλός-κακός, ντόμπρος πονηρός κ.ά.
  • αρκετές φορές δύο αδύναμοι χαρακτήρες ή δίδυμοι έχουν ίδιο ρόλο μέχρι να δυναμώσουν και τότε γίνονται ανταγωνιστές
  • ο πιο αδύναμος στο τέλος του παραμυθιού είναι ο καλύτερος, ενώ νικητής καταλήγει να είναι ο/η μικρότερος/η αδελφός/ή
  • οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί και αναφέρονται μόνο όσα έχουν σχέση με την υπόθεση του παραμυθιού
  • η πλοκή δεν είναι σύνθετη, η διήγηση περιλαμβάνει μια ιστορία κάθε φορά
  • υπάρχει απλοποίηση, περιγραφές των αντικειμένων, όλα μοιάζουν και σχεδόν ποτέ δεν απαντάται ποικιλομορφία.

Στη διαμόρφωση της τοπικότητας του παραμυθιού επιδρούν η γλώσσα, η παράδοση και  οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες. Σχετικά με τη γλώσσα χρησιμοποιούνται λέξεις από τις τοπικές διαλέκτους, από την τούρκικη ή σέρβικη γλώσσα λέξεις-δάνεια, που άφησαν οι κατακτητές σε διάφορα μέρη. Επιπλέον οι παροιμίες και οι ιδιάζουσες εκφράσεις αποτελούν μέρος των παραμυθιών (Δαμιανού & Παπαχριστοφόρου, 2002: 75).

Άλλο στοιχείο της τοπικότητας αποτελούν αναπαραστάσεις και αναφορές στο φαντασιακό. Η πορεία του παραμυθιού στο χρόνο μας παραπέμπει στη σχέση του με την αρχαιότητα (Κέρας της Αμάλθειας, Έρωτας και ψυχή κ.ά.) που έγιναν αντικείμενο περιφρόνησης από την πλευρά των λογίων της αρχαιότητας (Πλάτων), αργότερα η έμμετρη μορφή των ακριτικών τραγουδιών των μεσαιωνικών χρόνων μετασχηματίστηκε σε παραμύθι και τέλος υπήρξαν επιρροές από τους Τούρκους, οι οποίοι ήταν ικανοί παραμυθάδες (Δαμιανού & Παπαχριστοφόρου, 2002: 79).   Το τρίτο γνώρισμα τοπικότητας είναι το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα που αντικατοπτρίζει τον χαρακτήρα του ελληνικού λαού. Ο Άγγλος μελετητής Dawkins (1953: 27) αναφέρεται στον «καλοσυνάτο» χαρακτήρα των Ελλήνων, που θέλει τον άνδρα μετριοπαθή, έξυπνο, ευαίσθητο πολιτισμένο και ευγενικό στους τρόπους, αισιόδοξος και ταυτόχρονα πονηρός με ξεκάθαρη λογική.

Οι αφηγητές και οι αφηγήτριες των παραμυθιών διαφέρουν μεταξύ τους, διότι το φύλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα τόσο για την επιλογή του υλικού, όσο για το είδος του παραμυθιού επομένως και τη σύνθεση του ακροατηρίου (Καπλάνογλου, 2001: 123). Επίσης το φύλο του αφηγητή (παραμυθάς-παραμυθού) καθορίζει τους ήρωες. Οι παραμυθάδες προτιμούν ως ήρωες άνδρες, σε αντίθεση με τις παραμυθούδες, οι οποίες στα παραμύθια αφηγούνται ιστορίες με ηρωίδες, που  έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη γέννηση, την προώθηση και τη διαφοροποίηση, όσον ήταν δυνατό από την κοινωνία. Οι γυναίκες με πρωταγωνιστικό ρόλο στα παραμύθια, επιδρούσαν καταλυτικά στην εξέλιξη τους με τη φαντασία τους και συχνά εναρμονίζονταν με τις αξίες της κοινωνίας (Δελώνης, 1991: 61-62). Οι άνδρες αφηγούνται παραμύθια μεγάλης διάρκειας, απευθύνονται σε μεγάλους ενώ οι παραμυθούδες αφηγούνται σύντομα παραμύθια με ακροατήριο συνήθως μικρά ή μεγαλύτερα παιδιά και επιδρούν στο χαρακτήρα τους καθώς τα παιδιά ταυτίζονται με τον καλό ήρωα για την καλοσύνη του, αλλά για την θετική έλξη που ασκεί ο ήρωας πάνω τους (Μαλαφάντης, 2007: 241-242).

Η Καπλάνογλου (2001: 123) αναφέρει ότι υπάρχει όγκος μαρτυριών για ξεχωριστές ομάδες, οι άνδρες αφηγούνται στο καφενείο και οι γυναίκες στις αυλές ή στα νυχτέρια κάνοντας παράλληλα και άλλες εργασίες όπως γνέσιμο, ρόκα κ.ά.. Τα λαϊκά παραμύθια αποτελούσαν συνεκτικό κρίκο μεταξύ των ανθρώπων διότι η διήγηση και μετάδοση από τη μια γενιά στην άλλη γινόταν κατά την διάρκεια ομαδικών εργασιών (αγρυπνίες) για την ευχαρίστηση μιας κοινωνικής ομάδας (Αναγνωστοπούλου, 2013). Μικρό παιδί θυμάμαι το ξεφλούδισμα του καλαμποκιού, για να γίνει ευκολότερη η εργασία και να μείνουν στο ξεφλούδισμα τα παιδιά κάποιος από την ομάδα (άνδρας ή γυναίκα) άρχιζε να αφηγείται  παραμύθια όπως: «Ο Νικόλας που ήταν Νικολίτσα», «Η Λάμια» κ.ά. που ενδυνάμωναν τον χαρακτήρα μας στη προσπάθεια να μοιάσουμε τους ήρωες των παραμυθιών.

Η Καπλάνογλου (2001: 123) αναφέρει ότι στερεότυπη εικόνα αποτελεί η μητέρα να διηγείται παραμύθια την ώρα που ετοιμάζει δείπνο, ως μητέρα θα συμφωνήσω ότι τα περισσότερα βράδια αφηγούμουν ένα παραμύθι μέχρι να κοιμηθούν τα  παιδιά μου, αλλά ως παιδί θυμάμαι τον πατέρα μου να αφηγείται ή να διαβάζει παραμύθια με το αμυδρό φως της λάμπας (Αποστόλου, 2021)[1]. Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται στα παραμύθια σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Αποτελούν μέσο ανάδειξης της πολιτισμικής φυσιογνωμίας, αλλά και της ιδιαιτερότητας ενός τόπου. Τα παραμύθια  ακόμα και σήμερα μπορούν να λειτουργήσουν για τη γνώση του παρελθόντος, τη μετάδοση των ηθικών αξιών στη νεότερη γενιά και την προβολή της τοπικής παράδοσης (Καπλάνογλου, 1995: 207-208 ).

Ο ιστορικός ρόλος του παραμυθιού

Τα είδη της προφορικής παράδοσης όπως και το παραμύθι δεν αποτελεί τυχαία αφήγηση πεπειραμένων αφηγητών. Τα παραμύθια μαθαίνονται από στόμα σε στόμα και με αυτό τον τρόπο μέσα από την αφήγηση μεταλαμπαδεύει τις πολιτιστικές-ηθικές αξίες και τα στερεότυπα της κοινωνίας. Ο διαχωρισμός που συντελείται στα φύλα αποτυπώνεται στα λαϊκά παραμύθια, χωρίς να  οφείλει την ύπαρξή του σε αυτά. Αποτελούν σπουδαίο υλικό για τους ερευνητές, για να ερευνήσουν τα έμφυλα χαρακτηριστικά του άνδρα και της γυναίκας (Κανατσούλη, 1997: 168). Ρόλοι γυναικών και αντρών στα παραμύθια αντανακλούν στερεότυπα στα οποία διαγράφονται οι κοινωνικοί ρόλοι και οι έμφυλες ταυτότητες.

Στα παραμύθια επιβεβαιώνεται η ανισότητα των φύλων από τη βιβλιογραφία και από τα στερεότυπα που μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη. Τα στερεότυπα μεταλαμπαδεύονται καθώς «το παραμύθι συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση των νεαρών μελών της ομάδας, μέσα από αυτό διδάσκονται έμμεσα το αξιακό σύστημα και τα κοινωνικά πρότυπα, εξασφαλίζεται η νομιμοποίηση και η συναίνεση των ανθρώπων στην κυρίαρχη ιδεολογία» (Λυδάκη, 2016: 267-68). Συχνά η οικογένεια, η εκπαίδευση των νέων και η κοινωνία, αναπαριστούν στερεότυπα που θέλουν την γυναίκα υποδεέστερη του άνδρα, τον άνδρα έξυπνο και κυρίαρχο στη γνώση, εξωστρεφή, να ασχολείται με τα κοινά, ενώ η γυναίκα είναι εσωστρεφής ασχολείται με οικιακά, με το σπίτι και την οικογένεια.

Η Σκουτέρη-Διδασκάλου (2002: 337) αναφέρει πως η εξουσία στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία εκφράζεται μέσω της «σεξουαλικής γλώσσας» και στηρίζεται σε αντιθέσεις  και κατασκευάζει ένα savoir vivre και ένα savoir  faire, μια «χρηστομάθεια». Ο Holbek (1987: 406) αναφέρει ότι τα λαϊκά παραμύθια αποτύπωναν ένα φανταστικό κόσμο όπως θα έπρεπε να ήταν και θα μπορούσαν να χωριστούν σε αρσενικά και θηλυκά καθώς σε μια κοινότητα το φύλο του αφηγητή καθόριζε τον παραμυθιακό λόγο. Επίσης οι ηρωίδες συχνά  προστατεύονται (Γκασούκα, 2008) από τον αδελφό, τον πατέρα, έναν συγγενή και έτσι προωθούνται οι έμφυλες διακρίσεις, όπου οι άνδρες προστατεύουν την κόρη, τη μητέρα, την αδελφή, τη σύζυγο.  Οι οικονομικά αδύναμες για να σωθούν από την φτώχεια, αναζητούν τον πλούσιο σύζυγο/βασιλόπουλο να τις παντρευτεί.

Η γυναίκα στα παραμύθια είναι κατώτερη του άνδρα, δεν υπάρχει η δυνατότητα να βελτιώσει την κοινωνική της θέση, αφού δεν πηγαίνει στο σχολείο και δεν μαθαίνει γράμματα. Το «καλό» κορίτσι είναι όμορφο, δείχνει υποταγή, νοικοκυροσύνη και σεμνότητα, με τα προτερήματά αυτά μπορεί να κερδίσει έναν πλούσιο άνδρα/βασιλόπουλο (Γκασούκα, 2008: 69).  Στο παραμύθι (1ο απόσπασμα) η ροδιά απέκτησε μια μεταφυσική δύναμη ως φορέας του καλού, όπως οι νεράιδες ή οι καλές Μοίρες, που βοηθούν να νικηθεί το κακό, ώστε να εξελιχθεί η ιστορία. Υπάρχει και το μοτίβο της κακιάς γυναίκας (μάγισσα, λάμια, στρίγγλα) με υπερφυσικές δυνάμεις, που επιθυμούν την τιμωρία.

Οι γυναίκες παίρνουν πρωτοβουλίες και δραστηριοποιούνται εκτός σπιτιού, κατέχουν γνώσεις σπουδαίες (η ροδιά) σχετικά με τα βότανα όπως ο Ασκληπιός, ο θεός της ιατρικής που μάζευε τα βότανά του στο «Κερκέτιον» όρος. Ο Μερακλής (1996:15-21) αναφέρει πως «η ομορφιά είναι η εξωτερική όψη της καλοσύνης». Σ’ αυτό το μέρος (3ο απόσπασμα), ερχόταν συχνά το πριγκιπόπουλο για να κυνηγήσει…Εκεί περίμενε κρυμμένος…βλέπει να βγαίνει μέσα από τη βελανιδιά μια πεντάμορφη κοπέλα…Πετιέται τότε το πριγκιπόπουλο και την πιάνει…(Πετρίκη-Τραγγανίδα, 2012: 126 -127). Έτσι, μια ταπεινή κόρη, όμορφη-νοικοκυρά βραβεύεται με τον γάμο της με τον πλούσιο γαμπρό/ το βασιλόπουλο γιατί ο γάμος προστατεύει τις γυναίκες από τις αντιξοότητες της καθημερινότητας (Γκασούκα, 2008: 70) καθώς συμμορφώνονται στους κοινωνικούς ρόλους (νοικοκυράς, μητέρας και συζύγου). Η γυναίκα οφείλει να είναι ταπεινή, να υπηρετεί τον άντρα της και ελέγχεται από τα μέλη της οικογένειας του συζύγου, της μητέρας του βασιλόπουλου.

Το παραμύθι στην παραδοσιακή και στη σύγχρονη κοινωνία αναφέρεται στο ρόλο της γυναίκας  σχετικά με την οικογένεια, την κοινότητα και στη λήψη αποφάσεων που έχουν σχέση με τη ζωή της. Το παραμύθι άρχισε ως είδος  προφορικής ψυχαγωγίας και σταδιακά με την αστικοποίηση της κοινωνίας αποτέλεσε είδος  παιδικής ψυχαγωγίας (Παπαχριστοφόρου, 2002: 80). Το παραμύθι είναι απόδραση από την πραγματικότητα, προσπαθεί να διορθώσει τον κόσμο, να εξαλείψει τις κοινωνικές αδικίες και να αναδείξει την αξία του καλού και του δίκαιου.

Εν κατακλείδι στα Θεσσαλικά  παραμύθια οι ηρωίδες με θετικό ρόλο, είναι ωραίες, αλλά υποταγμένες στους άνδρες της οικογένειας. Κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι η Θεσσαλία παρέμεινε στην κυριαρχία των Τούρκων μέχρι το 1881, τα 60 χρόνια παραπάνω κάτω από τον τούρκικο ζυγό, είναι πολλά για να διατηρηθούν στερεότυπα που προβάλλονται για την «κανονική» καθημερινή γυναίκα. Οι άνδρες/αφέντες προορίζονται να οδηγήσουν μια γυναίκα στην κοινωνική ή φυσική ολοκλήρωση. Ο αόρατος θηλυκός κόσμος φορτώνεται ενοχές και ο ορατός υφίσταται την ενοχοποίηση της θηλυκότητας καθώς το πρότυπο της κανονικής γυναίκας ορίζεται μόνο δια του γάμου (Σκουτέρη-Διδασκάλου, 2002: 338).

Το ελληνικό κίνημα #MeToo

Το κίνημα #MeToo μπορεί να μην ξεκίνησε από την Ελλάδα, αλλά οι σκοποί και η σημασία του θεωρώ ότι είναι μεγάλη. Πράγματι οι παρενοχλήσεις[2] κάθε είδους κυρίως οι σεξουαλικής φύσεως σε όλους τους εργασιακούς χώρους κάποια στιγμή αναγκάζουν τις γυναίκες, να ομολογήσουν τις δικές τους ιστορίες παρενόχλησης και κακοποίησης. Η Χουλιαράκη[3], αναφέρει πως η αρχή έγινε με την Μπεκατώρου, αλλά συνεχώς αποκαλύπτονται νέες καταγγελίες.

Αναφερόμενη στα δημοσιογραφικά βήματα υπογραμμίζει ότι απαιτείται να είναι ξεκάθαρα: «Ακρίβεια, εξακρίβωση, αμεροληψία προς όλους τους εμπλεκομένους, σεβασμός στο δικαίωμα ενός φερόμενου θύματος να μείνει ανώνυμο». Για να φτάσουμε στην αλλαγή, είναι σημαντικό να αναζητηθούν τα αίτια που αφορούν τους θύτες,  γιατί αρκετοί άνδρες φέρονται έτσι. Το κίνημα #MeToo προσπαθεί να στείλει το μήνυμα να «φερόμαστε στις γυναίκες δίκαια, με ισότητα και σεβασμό μπορεί να μας κάνει όλους, ακόμα και τους άνδρες, πιο ευτυχισμένους».

  1. Συμπεράσματα

Συμπερασματικά το παραμύθι αποτελεί σπουδαίο παράγοντα για τη διάσωση του πολιτισμού. Στα λαϊκά παραμύθια καλλιεργούσαν σεξιστικά πρότυπα και  στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους των φύλων και η κοινωνία, η οικογένεια και η εκπαίδευση αναπαριστούν τα έμφυλα στερεότυπα που ορίζουν τη γυναίκα υποδεέστερη του άνδρα. Ο άνδρας είναι κυρίαρχος στη γνώση, την εξωστρέφεια, τα κοινά, την εξυπνάδα, αντιθέτως η γυναίκα είναι εσωστρεφής, ασχολείται με την οικογένεια, με τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού (μαγείρεμα, πλύσιμο κ.ά.). Συχνά φανερώνουν την καταπίεση, που υφίσταντο οι γυναίκες, ως βιολογικό φύλο,  έτσι οι ηρωίδες επαναστατούν και  ως κοινωνικό φύλο διεκδικούν. Οι γυναίκες μάθαιναν να είναι υποταγμένες, στον πατέρα όταν ήταν ανύπαντρες και στον σύζυγο όταν παντρεύονταν. Όφειλαν να είναι σιωπηλές και να συμφωνούν με όσα όριζε ο «αφέντης» και να εκτελούν τις δουλειές του σπιτιού. Οι άνδρες μάθαιναν να είναι διεκδικητικοί, δυναμικοί και εξωστρεφείς, χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ηγεμονία του τόπου, την επεκτατική πολιτική και τα κοινά (Κουταλιανού, 2018: 70-71). Εν κατακλειδι τα παραμύθια βοηθούν σε θέματα, όπως οι οιδιπόδειες συγκρούσεις, οι σχέσεις πατέρα ή μητέρας με το άλλο φύλο, η εγκατάλειψη των γονιών και η συγκρότηση μια αυτόνομης προσωπικότητας (Αναγνωστοπούλου, 2013) επίσης βοηθούν τους νέους/τις νέες να ολοκληρώσουν την προσωπικότητά τους να μιμηθούν τους ήρωες και να αυτονομηθούν από τους γονείς.

Βιβλιογραφία

Αγγελοπούλου, Ά. (1991). Ελληνικά παραμύθια Α΄: Οι παραμυθοκόρες. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Αναγνωστοπούλου Δ. (2013). Γυναικείες και ανδρικές αναπαραστάσεις στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Αθήνα: Παπαδόπουλος

Αυδίκος, Ε. (1997). Το λαϊκό παραμύθι: Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Οδυσσέας.

Γκασούκα, Μ. (2008). Κοινωνιολογία του Λαϊκού Πολιτισμού. Το Φύλο κάτω από το πέπλο. Γυναικεία πραγματικότητα και αναπαραστάσεις του Φύλου στα λαϊκά παραμύθια, τ. 2os, Αθήνα: Ψηφίδα

Δαμιανού, Δ. (2002). «Το παραμύθι: Η τέχνη της αφήγησης», στο Δαμιανού, Δ., Μιραστέζη, Μ. & Παπαχριστοφόρου, Μ. (2002). Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Γ΄ (Λαϊκή Φιλολογία), σ. 85-91, Πάτρα: Ε.Α.Π..

Δαμιανού, Δ. & Παπαχριστοφόρου, Μ. (2002). «Το παραμύθι», στο Δαμιανού, Δ., Μιραστέζη, Μ. και Παπαχριστοφόρου, Μ., (2002). Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Γ΄ (Λαϊκή Φιλολογία), σσ. 35-92, Πάτρα: Ε.Α.Π..

Dawkins Ρ. Μ. (1953). Modern Greek Folktales, Oxford: Clarendon Press

Δελώνης, Α. (1991). Βασικές γνώσεις για το παιδικό και νεανικό βιβλίο, β’ έκδοση, σσ. 61-62  Αθήνα: Σύγχρονο Σχολείο

Holbek, B. (1987). The Interpretation of Fairy Tales, Academia Scientarum Fennica (FFC239), Ελσίνκι.

Καπλάνογλου, Μ. (2001). Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: Μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή, σ. 121-138, Αθήνα: Πατάκη.

Καπλάνογλου, Μ. (1995). «Ελληνικά λαϊκά παραμύθια του 19ου αιώνα», στο Αναγνωστόπουλος, Β. – Λιάπης, Κ., (επιμ.), Λαϊκό παραμύθι και παραμυθάδες, σσ. 207-208 Αθήνα: Καστανιώτης.

Κουταλιανού, Ι. (2018).  «Η γυναίκα ως κεντρική ηρωίδα στα λαϊκά παραμύθια», Διπλωματική εργασία, Δημιουργική Γραφή. Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Κανατσούλη, Μ. ( 1997). Πρόσωπα γυναικών σε παιδικά λογοτεχνήματα. Όψεις και απόψεις, σ. 168, Αθήνα: Πατάκη.

Λουκάτος, Δ. Σ., (1977). Εισαγωγή στην ελληνική λαογραφία, Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Λυδάκη, Α. (2016). Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα, σ. 261-286. Αθήνα: Παπαζήση.

Lüthi, Μ. (1982). The European Folktale: Form and Nature. Philadelphia: Institute for the Study of Human Issues.

Μαλαφάντης, Κ. (2007). Το παραμύθι στην εκπαίδευση. Το παραμύθι ως μέσο αγωγής. σσ. 241-242. Αθήνα. Ατραπός.

Μέγας, Γ., Α. (1967). Εισαγωγή εις την Λαογραφίαν, σσ. 170-181, Αθήνα.

Μερακλής Μ. Γ. (1996), «Ο Max Luthi και το ευρωπαϊκό παραμύθι», στο Αυδίκος Ε. (επ.), εισαγωγή Μ. Γ. Μερακλής, Από το παραμύθι στα κόμικς, , σσ. 15-24, Αθήνα: Οδυσσέας.

Πετρίκη-Τραγγανίδα, Σ., (2012). «Μάννα και κόρη», στο Πετρίκη-Τραγγανίδα Σ., Παλιά Παραμύθια από τη Θεσσαλία, σσ. 126-128, Αθήνα: Ίων.

Retsch, R., (1942). Weser und Formen der Erzählkunst, Halle.

Σπυροπούλου, Ζ., (2012). «Η Διαχρονική Ομορφιά και οι ανθρωπιστικές αξίες των μύθων». Πρακτικά του 6ου  Πανελλήνιου Συνέδριου του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης (ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 5-7 Οκτωβρίου 2012, Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ε.  (2002). «‘Γυναίκες εξωτικές’ και ‘γυναίκες οικόσιτες’ στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ός αιώνας), σ. 217-241, Πάτρα: Ε.Α.Π..

Thompson, S. (1946). The Folktale. New York: The Dryden Press.

 

Σύνολο: λέξεων: 2600

[1] https://www.trikalaola.gr/kalo-taxidi-patera/

[2] Μια προσωπική μου μαρτυρία για το κοινωνικο φύλο, όταν έφυγε ο άνδρας μου και πήρε διαζύγιο, η ζωή μου σε μια κλειστή κοινωνία ήταν αρκετά δύσκολη. Σύμφωνα με τους γονείς μου, ως γυναίκα θα έπρεπε να προσέχω να μην βγαίνω (τι θα πει ο κόσμο κ.ά.), αλλά και οι άνδρες που βρέθηκαν δίπλα μου παντρεμένοι, ελεύθεροι, νέοι και γέροι, όλοι ήταν έτοιμοι να χυμήξουν σαν όρνεα στη λεία τους, αποτελούσα γι αυτούς αντικείμενο πόθου. Για δέκα χρόνια οι κάθε είδους παρενοχλήσεις, ιδιαιτέρως οι σεξουαλικής φύσεως με οδήγησαν να περιχαρακωθώ, να αμυνθώ, να κρατήσω λίγους αληθινούς φίλους μετρημένους στα δάχτυλα και στη συνέχεια άρχισα να συγκεντρώνω στοιχεία για την συμπεριφορά των αρσενικών που ίσως αποτελέσει την επόμενη έρευνά μου.

[3] Καθημερινή, https://www.kathimerini.gr/society/561261961/to-elliniko-metoo-me-to-vlemma-stis-ipa/

Κατηγορίες: Μαριάννα Αποστόλου. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση