Odysseus Elytis, They Came

THEY CAME
dressed up as  “friends,”
came countless times, my enemies,
trampling the primeval soil.
And the soil never blended with their heel.
They brought
The Wise One, the Founder, and the Geometer,
Bibles of letters and numbers,
every kind of  Submission and Power,
to sway over the primeval light.
And the light never blended with their roof.
Not even a bee was fooled into beginning the golden game,
not even a Zephyr into swelling the white aprons.
On the peaks, in the valleys, in the ports
they raised and founded
mighty towers and villas,
floating timbers and other vessels;
and the Laws decreeing the pursuit of profit
they applied to the primeval measure.
And the measure never blended with their thinking.
Not even a footprint of a god left a man on their soul,
not even a fairy’s glance tried to rob them of their speech.
They came
dressed up as “friends,”
came countless times, my enemies,
bearing the primeval gifts.
And their gifts were nothing else
but iron and fire only.
To the open expecting fingers
only weapons and iron and fire.
Only weapons and iron and fire.



Manolis Anagnostakis, 13-12-43

13-12-43

Remember me telling you: when the boats whistle don’t
be in the port.
But the day that was leaving was ours and we didn’t
want to ever let it go
A bitter handkerchief will greet the tedium of return.
It really was raining a lot and the streets were deserted
With a delicate, vaguely autumnal flavor
Closed windows and people so forgotten
– Why did they all leave us? Why did they all leave us?
I was clasping your hands
And there was nothing strange in my cry.

. . . One day we’ll leave noiselessly and we’ll roam
Through roaring towns and over desolate seas
With but one desire burning on our lips
It is love that we sought and they denied it to us
You forgot about our tears, our joys and our memories
Greeting while sails rippling in the wind
And maybe there’s nothing else left for us to remember.

The anguished Why heaves up in my soul
I suck in the air of loneliness and desertion
I knock on the walls of my damp prison and I don’t
expect an answer
No one will ever touch the extent of my affection
and sadness.

And you’re waiting for a letter which doesn’t come
A far-off voice revolves in your memory and fades away
While a mirror gloomily measures your face
Our lost ignorance, our lost wings.


Andreas Embiricos, Winter Grapes

Winter Grapes

They took away her toys and her lover. Well then she bowed her head and almost died. But her thirteen destinies like her fourteen years smote the fleeing calamities. No one spoke. No one ran to protect her against the overseas sharks which had already cast an evil shadow over her like a fly staring with malice on a diamond or a land enchanted. And so this story was heartlessly forgotten as always happens when a forest ranger forgets his thunderbolt in the woods.



Constantine Cavafy, Walls

Walls

Without consideration, without pity, without shame
they have built great and high walls around me.

And now I sit here and despair.
I think of nothing else: this fate gnaws at my mind;

for I had many things to do outside.
Ah why did I not pay attention when they were building the walls.

But I never heard any noise or sound of builders.
Imperceptibly they shut me from the outside world.


Constantine Cavafy, The City

The City

You said: “I’ll go to another country, go to another shore,
find another city better than this one.
Whatever I try to do is fated to turn out wrong
and my heart lies buried like something dead.

How long can I let my mind moulder in this place?
Wherever I turn, wherever I look,
I see the black ruins of my life, here,
where I’ve spent so many years, wasted them, destroyed them totally.”
You won’t find a new country, won’t find another shore.
This city will always pursue you.
You’ll walk the same streets, grow old
in the same neighborhoods, turn gray in these same houses.
You’ll always end up in this city. Don’t hope for things elsewhere:
there’s no ship for you, there’s no road.
Now that you’ve wasted your life here, in this small corner,
you’ve destroyed it everywhere in the world.


Constantine P. Cavafy, Ithaka

Ithaka

As you set out for Ithaka
hope your road is a long one,
full of adventure, full of discovery.
Laistrygonians, Cyclops,
angry Poseidon-don’t be afraid of them:
you’ll never find things like that on your way
as long as you keep your thoughts raised high,
as long as a rare excitement
stirs your spirit and your body.
Laistrygonians, Cyclops,
wild Poseidon-you won’t encounter them
unless you bring them along inside your soul,
unless your soul sets them up in front of you.

Hope your road is a long one.
May there be many summer mornings when,
with what pleasure, what joy,
you enter harbors you’re seeing for the first time;
may you stop at Phoenician trading stations
to buy fine things,
mother of pearl and coral, amber and ebony,
sensual perfume of every kind-
as many sensual perfumes as you can;
and may you visit many Egyptian cities
to learn and go on learning from their scholars.

Keep Ithaka always in your mind.
Arriving there is what you’re destined for.
But don’t hurry the journey at all.
Better if it lasts for years,
so you’re old by the time you reach the island,
wealthy with all you’ve gained on the way,
not expecting Ithaka to make you rich.
Ithaka gave you the marvelous journey.
Without her you wouldn’t have set out.
She has nothing left to give you now.

And if you find her poor, Ithaka won’t have fooled you.
Wise as you will have become, so full of experience,
you’ll have understood by then what these Ithakas mean.


Βαλκάνια, Το τραγούδι του νεκρού αδερφού

Οι ομοιότητες μέσα από τη διαφορετικότητα…

Το τραγούδι του νεκρού αδερφού με παρόμοια πλοκή και την ίδια τραγική κατάληξη.

Ελλάδα, Του νεκρού αδερφού
Αλβανία, Κωνσταντής και Δοκίνα
Βουλγαρία, Λαζάρ και Πετκάνα
Σερβία, Η κόρη και τ’ αδέρφια της


Σερβία, Η κόρη και τα αδέρφια της

Η κόρη και τ’ αδέρφια της

Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη

την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη

τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.

Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,

κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες.

Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους

και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,

που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.

Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,

κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη

κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε.

Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε

μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας.

«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,

δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι

κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους.

Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει

κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.

Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.


Βουλγαρία, Λαζάρ και Πετκάνα

Λαζάρ και Πετκάνα

Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Σαν βγήκε η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.

Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.


Αλβανία, Κωνσταντής και Δοκίνα

Κωνσταντής και Δοκίνα

Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
σφάξαν βόδι στο χωριό,
πήγα πήρα μιαν οκά
το’ ριξα στον τέντζερη.
Βγήκα μέχρι την αυλή,
για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό
κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες
κι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,
μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις
που την πάντρεψες στα ξένα
τη Δοκίνα μας, αλάργα
πέρα από τρία βουνά.
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
η Δοκίνα χόρευε.
Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο,
άλογο του έγιν’ η πέτρα,
και το χώμα σέλα του,
τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
—Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.
Αν μου ήρθες για καλό,
να ντυθώ σαν γερακίνα,
κι αν μου ήρθες για κακό,
να ντυθώ σαν καλογριά.
—Έλα, αδερφή, ως είσαι.
Στ’ άλογο την ανεβάζει,
τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
— Τσιλιβίου, βίου, βίου
τη Δοκίνα μας, αλάργα
ίσως να ‘ναι ο αγέρας.
—Είδατε; Δεν είδατε;
Περπατάει λευκή πουλάδα
η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία:
—Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,
εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ‘χω εκεί το σπίτι μου.
Πήγε χτύπησε την πόρτα:
—Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα,
που μου πήρε τα παιδιά μου;
—Μάνα, άνοιξε την πόρτα,
η μοναχοκόρη σου είμαι.
—Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα;
—Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.
—Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,
τρία χρόνια μες στο χώμα
και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη
σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.

Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.


Ελλάδα, Του νεκρού αδελφού

Ελλάδα

Του νεκρού αδελφού, δημοτικό τραγούδι
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
– Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.


Костас Кариотакис – Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία

Νοσταλγία

Μεσ’ από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δε μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαίς.

Ξάφνου θα ιδείς δυό μάτια γαλανά
-πόσος καιρός!- τα χάιδεψες μιά νύχτα,
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μιά συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω,
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν – ήλιοι χλωμοί –
το φώς στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…

Ностальгия

Из глубины счастливых времён наша
любовь горько нас приветствует

Не любишь и не помнишь, скажешь,
И вдруг теснится грудь, и плачешь
О том, что всё уже не так, как раньше.
Не любишь и не помнишь, плачешь.

Вдруг, неожиданно, два глаза голубых
-ах, сколько времени! ласкала ночью их –
И тут почувствуешь, что словно всколыхнётся
Обида старая и всё опять проснётся.

Устроим пляску смерти на года.
Поплачем о своём умершем прошлом.
Набухнет на ресницах, как тогда,
И упадёт слеза, со вкусом горьким.

Глаза опущены –и тусклы их лучи-
Свет льётся в сердце, лёд его растает.
Любовь и чувства, что казалось уж мертвы,
Печаль былую в моём сердце разжигают.

Μετάφραση Svetlana Xenouli

Αναδημοσίευση από Translatum.gr


Костас Кариотакис – Κ. Καρυωτάκης, Όταν ήρθες

Όταν ήρθες

Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπο όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.

Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.

Когда ты вошла…

Увяли хризантемы, как желанья,
В саду, в который ты вошла. Смеялась
Радостно, как белая ромашка сжалась.

Молчал, из разных мрачных мыслей
Сложилась песня, что прекрасной мне казалась,
И над тобой её нашёптывали листья.


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση