Λαζάρ και Πετκάνα
Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Σαν βγήκε η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.
Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.