Το κτήριο του σχολείου μας
Το Δημοτικό Σχολείο Επιταλίου οικοδομείται το 1904, σε οικόπεδο 2600τ.μ., από το νομομηχανικό του Υπουργείου Παιδείας Δημήτριο Καλλία και είναι τετρατάξιο. Αποτελεί υπόδειγμα τετρατάξιου σχολείου με νεοκλασσικά στοιχεία. Το ισχυρό στοιχείο της σύνθεσης είναι ο άξονας συμμετρίας που διέρχεται από την κύρια είσοδο του κτιρίου. Ο Δημήτριος Καλλίας αποδίδει εξαιρετική σημασία στη μορφολογία αυτών των κτιρίων, δηλαδή στη σύνθεση της όψης προς το δρόμο, αφού η όψη προς την αυλή παρουσιάζεται πολύ περισσότερο απλή και χωρίς διακοσμητικά στοιχεία. Στον τετρατάξιο τύπο όπως είναι το Δημοτικό Σχολείο Επιταλίου ένα ανοιχτό προστώο προηγείται της κυρίας εισόδου, το οποίο διακοσμείται από τετράγωνους πεσσούς και από ψηλό γείσο. Οι πτέρυγες επιστεγάζονται από αετώματα.
Αυτή η νεοκλασική μορφολογία, σημαντικά επηρεασμένη από το κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνιστά απάντηση στο αίτημα για ένα σχολικό κτίριο που με την επιβλητική του εμφάνιση θα μπορεί να συνεισφέρει στην ενίσχυση της επιβολής του θεσμού. Αυτά τα “μικρά πανεπιστήμια”, ακριβή αντίγραφα του ίδιου προτύπου διασκορπισμένα σε ολόκληρη τη χώρα, σε έντονη αντίθεση με το αρχιτεκτονικό τους περιβάλλον και αντιπροσώπευσαν για μια ολόκληρη εποχή την ίδια την εικόνα του σχολείου.
Το κτήριο διακρίνεται για την απλότητα και την λειτουργικότητά του: Έχει δύο πόρτες: η μία είναι η κεντρική είσοδος του κτηρίου και η δεύτερη δίνει πρόσβαση στην αυλή του σχολείου. Η κεντρική είσοδος, διαμορφώνεται σε μεγάλο διάδρομο και οδηγεί σε δύο αίθουσες συμμετρικά διατεταγμένες εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα. Εχει άλλες δύο αίθουσες αριστερά και δεξιά της κεντρικής εισόδου, η κάθε μία από τις οποίες διαθέτει ξεχωριστή έξοδο προς την αυλή. Το συγκρότημα έχει μία αυλόπορτα στα πλάγια, που οδηγεί απ’ ευθείας στον πίσω αύλειο χώρο. Οι χώροι υγιεινής βρίσκονται σε εξωτερικό κτίριο στο απομακρυσμένο όριο του αύλειου χώρου. Επίσης προβλέπεται στεγασμένος χώρος στην αυλή και, ενώ δεν φαίνεται στα σχέδια, συναντάται συχνά σε πολλά αντίστοιχα σχολεία ανά την Ελλάδα, ένα φυτεμένο προκήπιο.
Στη δεκαετία του 1930, ο αριθμός των παιδιών μεγαλώνει και μεταφέρονται οι πρώτες τάξεις του σχολείου σε νοικιασμένο οίκημα. Στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 γίνεται επέκταση του σχολείου στο δυτικό μέρος του προαυλίου. Το σχολείο γίνεται εξατάξιο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η κάλυψη των σχολικών αναγκών γίνεται με ενοικίαση κτηρίου, πλησίον του κτηρίου της Κοινότητας Επιταλίου, όπου μεταφέρονται οι δύο πρώτες τάξεις .
Στη διάρκεια των χρόνων το σχολείο μας, σημαδεμένο από τα ιστορικά γεγονότα και τις φυσικές καταστροφές, δεν σταμάτησε τη λειτουργία του και την προσφορά του στην τοπική κοινωνία.
Πηγή: Το κτήριο του σχολείου μας – ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΠΙΤΑΛΙΟΥ
Το κτήριο
Την 9η Ιανουαρίου 1888 η κυβέρνηση Τρικούπη φέρνει προς ψήφιση νόμο, βάσει του οποίου εγκαθιδρύεται η χρηματοδότηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από ειδικό ταμείο & προβλέπει τη χρησιμοποίηση πόρων για την ανέγερση σχολικών κτηρίων. Το 1989 θα υποβάλει στη Βουλή το νομοσχέδιο «Περί δημοτικών προσόδων, δανείων και βαρών», το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε και τη σύναψη δανείου για την ανέγερση νέων σχολικών κτηρίων, όμως το νομοσχέδιο δεν ψηφίστηκε. Το ιστορικό διάταγμα της 17ης Μαΐου 1894 αποτελεί το πρώτο κανονιστικό κείμενο για το σχολικό χώρο. Το διάταγμα συντάχθηκε από τον νομομηχανικό Δημήτρη Καλλία και στηρίχθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στον γαλλικό κανονισμό για την κατασκευή και τον εξοπλισμό των σχολικών κτηρίων του 1880. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1895, το υπουργείο στέλνει στα νομαρχιακά εποπτικά συμβούλια λιθογραφημένα σχέδια του Δ. Καλλία, που αφορούν αρχιτεκτονικά σχέδια διδακτηριακού τύπου σχολείων. Σύμφωνα με τα σχέδια αυτά η αίθουσα θα έχει χωρητικότητα 80 μαθητών και αμφιπλάγιο φωτισμό.
Στις 5 Φεβρουαρίου 1898, το υπουργείο Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, θα συγκροτήσει ειδική επιτροπή προς εξέταση και έγκριση σχεδίων διδακτηρίων, με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής σε θέματα παιδαγωγικής και υγιεινής. Μερικούς μήνες αργότερα το υπουργείο στέλνει τα σχέδια 4 τύπων διδακτηρίων, που αντιστοιχούσαν στους 4 τύπους υπαρχόντων δημοτικών σχολείων: μονοτάξιο, διτάξιο, τετρατάξιο και εξατάξιο. Στις 20 Απριλίου του 1898, εγκρίνονται τα αρχιτεκτονικά σχέδια μονοτάξιου και διτάξιου δημοτικού σχολείου, που σχεδιάστηκαν από τον νομομηχανικό Δημήτρη Καλλία. Το νέο στοιχείο που παρουσίαζε είναι η χρησιμοποίηση διθέσιων θρανίων, κατανεμημένο σε σειρές και στήλες ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών και το σχήμα της αίθουσας. Τα κτήρια σημαντικά επηρεασμένα από το κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, πιστεύεται ότι με την επιβλητική τους εμφάνιση μπορούν να συνεισφέρουν στην ενίσχυση της επιβολής του θεσμού.
Είναι γεγονός ότι από το 1898 έως το 1911 κατασκευάστηκαν σε όλη την Ελλάδα 407 σχολεία με χρηματοδότηση από τα εκπαιδευτικά τέλη. Τα κτήρια αυτά αντιπροσώπευαν μόνο το 11,5% των σχολείων που λειτουργούν στο τέλος του 1910.
Τα κτήρια αυτά έγιναν για μια ολόκληρη εποχή η ίδια εικόνα του σχολείου, έτσι ώστε δεκάδες χρόνια αργότερα ή ακόμα και σήμερα, κάθε νεοκλασικό σχολείο, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κατασκευής του, να χαρακτηρίζεται σχολείο «τύπου Καλλία», η λανθασμένα σχολείο «Συγγρού». Σε σχέση με το τελευταίο αυτό σημείο, μια μεγάλη παρανόηση δημιουργήθηκε τότε και διατηρείται ακόμη και σήμερα, τροφοδοτώντας έτσι το μύθο της συνεισφοράς των εθνικών ευεργετών στη συγκρότηση του πρωτοβάθμιου σχολικού δικτύου.
Η παρανόηση με την δωρεά Συγγρού
Η ανέγερση αυτών των σχολείων, αποδίδεται συχνά σε δωρεά του Α. Συγγρού, παρόλο που τα συγκεκριμένα σχολικά κτήρια έχουν κατασκευαστεί με δαπάνες από τα εκπαιδευτικά τέλη. Ο Α. Συγγρός με την διαθήκη του (1896) αφήνει στο κράτος το ποσό των 750.000δρ. για την κατασκευή δημοτικών σχολείων σ’ όλη τη χώρα εκτός από την πρωτεύουσα. Όμως, το κεφάλαιο αυτό, που κατατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος την 1 Ιανουαρίου 1904, παραμένει ακέραιο ως το 1926. Σε κάθε περίπτωση, τα σχολεία τύπου «Καλλία» αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας, ενώ αποτυπώνουν την βάση του πρώτου κρατικού κανονιστικού προγράμματος δημιουργίας σχολικών μονάδων.