Νεκρός βρέθηκε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη ο συνθέτης και στιχουργός Μανώλης Ρασούλης, σε ηλικία 66 ετών. Ο θάνατός του είχε επέλθει πριν από 10 ημέρες περίπου, από καρδιακό έμφραγμα.
Ενας άνθρωπος με πλάγιο χιούμορ και ευθεία οργή. Μια αντισυμβατική, απρόβλεπτη, αιρετική προσωπικότητα, που αναθεωρούσε πρώτα τον εαυτό της, απομονωνόταν, έφευγε, επέστρεφε και με το ίδιο πάθος, μπορούσε να είναι «πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς κι Ιούδας».
Ήταν ο δημιουργός που ξαναέδωσε στο στίχο την απλότητα της μεγάλης λαϊκής μαστοριάς. Ηταν δηλαδή ο στιχουργός που ξανάπιασε το νήμα από εκεί που το ‘χαν αφήσει οι μεγάλοι του λαϊκού και του ρεμπέτικου. Και βέβαια, απ’ το «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» μέχρι τις «Νταλίκες» και πρωτίστως την κομβική για τη νεοελληνική μουσική ιστορία «Εκδίκηση της γυφτιάς», έφτιαξε τραγούδια που καθόρισαν τη μεταπολιτευτική αισθητική.
Ο Ρασούλης όμως δεν είναι ταυτισμένος μόνο με την παρέα (Νίκος Ξυδάκης, Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Παπάζογλου, Δημήτρης Κοντογιάννης) που ηχογράφησε το ’78 το δίσκο που το περιεχόμενό του καθόρισε μια εποχή και ο τίτλος του έμεινε αειθαλές σύνθημα του νεοελληνικού βίου. Ηταν κι εκείνος που συνεργάστηκε με τον Μάνο Λοΐζο για τα περίφημα «Τραγούδια της Χαρούλας», ο ευαίσθητος δημιουργός που, με τα «Ολα σε θυμίζουν» ή «Ο φαντάρος», απενοχοποίησε την τρυφερότητα στο λαϊκό τραγούδι. Μεγάλες επιτυχίες συνυπέγραψε κι άλλες με τον Νίκο Ξυδάκη («Δήθεν»), με τον Παπάζογλου («Χαράτσι») και την επί χρόνια σύντροφό του Βάσω Αλαγιάννη (μαζί έγραψαν και το περίφημο «Αχ Ελλάδα») και με τον Χρήστο Νικολόπουλο («Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει», «Παίξε Χρήστο επειγόντως»). Και ήταν φυσικά εκείνος που επέμεινε για την αξία των Κατσιμιχαίων κι ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου τους δίσκου, «Ζεστά Ποτά».
Ο Μανώλης Ρασούλης είχε γεννηθεί στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, Σεπτέμβριο του 1945. Εκεί γαλουχήθηκε σε όσα αντιφατικά θα καθόριζαν τη ζωή του: άριστος μαθητής και βοηθός στο χρυσοχοείο του πατέρα του, ψάλτης στον Αγιο Μηνά και μέλος της αριστερής νεολαίας. Στην Αθήνα έρχεται για να σπουδάσει σκηνοθεσία, ενώ παράλληλα εργάζεται στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» και τραγουδάει ερασιτεχνικά σε πλακιώτικες μπουάτ. Την 21η Απριλίου του 1967 συλλαμβάνεται από τη χούντα και αφού περνάει ένα βράδυ στην «Μπουμπουλίνας», φεύγει αμέσως για το Λονδίνο όπου μένει 6 χρόνια, συμμετέχοντας ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Εκεί γεννιέται το ’73 και η κόρη του Ναταλία -όνομα-φόρος τιμής στη γυναίκα του Τρότσκι. Ο Μάης του ’68 τον βρίσκει στο Παρίσι συμμέτοχο στις εξεγέρσεις. Στην Ελλάδα επιστρέφει το ’74, λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μετά το τέλος της δικτατορίας εργάζεται στα ναυπηγεία Ανδρεάδη στο Πέραμα, μέχρι που ο Μάνος Λοΐζος τού ζητά να τραγουδήσει μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη στα «Νέγρικα». Ακολουθεί συνεργασία με τον Νίκο Μαμαγκάκη (στο δίσκο «Ο νέος Ερωτόκριτος»).
Εως τότε η σχέση του με τον έμμετρο λόγο εκφράζεται σε ποιήματα που εκδίδει (π.χ.«Η μπαλλάντα του Ισαάκ»). Ως ερμηνευτής, όμως, στους σαββοπουλικούς «Αχαρνής» το ’77 γνωρίζει τον Παπάζογλου κι ένα χρόνο μετά τολμά να δημοσιοποιήσει τους «ανορθόδοξους» στίχους του. «Η εκδίκηση της γυφτιάς», μια μικρή λαϊκή επανάσταση σε ένα μουσικό περιβάλλον εμποτισμένο ακόμα σχεδόν αποκλειστικά από το πολιτικό τραγούδι, γνωρίζει φανατικούς θιασώτες και μεγάλους πολέμιους. Για τον Ρασούλη, όμως, ανοίγει διάπλατα την πόρτα της δισκογραφίας. Ακόμη και ο Ακης Πάνου ζητεί να γνωρίσει την αδελφή-ψυχή που είχε γράψει το ’79 το «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια».
Πνεύμα ανήσυχο ο Ρασούλης, στρέφεται στις ανατολικές φιλοσοφίες, εμπλέκεται σε αντιδικίες (γνωστότερη αυτή με τον Γιώργο Νταλάρα το 2000, όταν ο Ρασούλης, για να αποφύγει δίκη με την κατηγορία της προσβολής, φεύγει για την Ισπανία), ταξιδεύει σε Σερβία, Αμερική και Ισραήλ, διακηρύττει την Παμβαλκανική Ενωση, κάνει περιστασιακές εμφανίσεις, απομονώνεται… Ο τελευταίος του δίσκος, σε συνεργασία με τον Νικολόπουλο, είχε τίτλο «Με τον Ομπάμα, αντάμα» (2009). Και η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν στον «Ιανό» την προηγούμενη εβδομάδα, όταν μίλησε για το βόρειο σέλας… «Είπα», έλεγε σε μια συνέντευξή του ο ίδιος, «να μου βάλουν στην ταφόπετρα, όταν τα τινάξω: “Εφυγε πλήρης ιδεών”».
«Επουδενί το βιβλίο τούτο δεν συμπεριφέρεται ως επικήδειος για έναν στιχουργό. Έπεται η συνέχεια ως την τελική πτώση μου. Και δεν είμαι από πέτρα ούτε αθάνατος που ‘λεγε κι ο αείμνηστος φίλος μου Ακης Πάνου… Με αγάπη πιστεύω και σύνεση, μέσα από την πολλαπλή εμπειρία μου θέλησα κατ’αρχάς να κάνω ένα βιβλίο όχι μόνο με τους στίχους μου (αυτό θα ήταν 0x0=0) αλλά να μνημειώσω τα κύρια χαρακτηριστικά και στοιχεία του εν λόγω φαινομένου, να μνημειώσω την αιχμή του νεοελληνικού πολιτισμού στο κλείσιμο του βασικού του κύκλου που τυχαίνει -κι όχι τυχαία- να κλείνει μαζί με τον βασικό κύκλο του νεοελληνικού έθνους.
Κάποιος Έλλην ποιητής γράφει: “Πιότερο κι απ’ τους ανθρώπους το τραγούδι τους αγάπησα”. Εγώ να προσθέσω ότι πιότερο κι απ’ το τραγούδι τους, τους ανθρώπους αγάπησα».