Προπαγάνδα

Τι είναι όμως η Προπαγάνδα; Πολλοί κατά καιρούς προσπάθησαν να δώσουν τον ορισμό της προπαγάνδας χωρίς, όμως, να επιτύχουν να τον επιβάλουν και καθιερώσουν. Γιατί δεν είναι εύκολο να καθορίσει ένας τι είναι προπαγάνδα και τι όχι και ποια είναι η φύση και ο χαρακτήρας της.

Ο Jacques Driencount λέει πως το καθετί είναι προπαγάνδα, γιατί όπως υποστηρίζει, στην πολιτική και οικονομική ζωή όλα επηρεάζονται και διαμορφώνονται από αυτή. Από την άλλη, μερικοί σύγχρονοι Αμερικανοί επιστήμονες των κοινωνικών επιστημών εισηγούνται να εγκαταλειφθεί ο όρος προπαγάνδα, γιατί δεν είναι δυνατό να οριστεί με ακρίβεια. Η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης άποψης δεν είναι σωστή, γιατί μας οδηγεί στην εγκατάλειψη της μελέτης του φαινομένου που υπάρχει και πρέπει να διερευνηθεί.

Μεταξύ του 1920 και του 1940 η έμφαση στην προσπάθεια ορισμού της προπαγάνδας δόθηκε στην ψυχολογική πλευρά του θέματος. Ο John Albig λέγει πως “προπαγάνδα είναι η επιτήδεια χρήση ψυχολογικών συμβόλων για επίτευξη στόχων που ο ακροατής δεν υποψιάζεται”. Ορίζει σαν απαραίτητα στοιχεία του ορισμού τον μυστικό χαρακτήρα και τους κρυφούς στόχους, την πρόθεση αλλαγής των στάσεων, την διάδοση συμπερασμάτων αμφιβόλου κύρους, την τάση εμβολιασμού ιδεών παρά την τάση για ανάλυση και ερμηνεία των ιδεών τούτων.

Μετά τις επιστημονικές εργασίες του Harold Lasswell η μελέτη της προπαγάνδας μπήκε πάνω σε νέες βάσεις. Η σημασία από τότε δόθηκε στις προθέσεις του προπαγανδιστή. Αργότερα η πρόθεση της κατηχήσεως, ιδιαίτερα σ’ ότι αφορά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά θέματα, απετέλεσε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της προπαγάνδας.

Ο Marburg b. Ogle’s έδωσε τον εξής ορισμό: “Προπαγάνδα είναι κάθε προσπάθεια αλλαγής των γνωμών ή απόψεων. Προπαγανδιστής είναι οποιοσδήποτε προβάλλει τις ιδέες του με πρόθεση να επηρεάσει τον ακροατή του”. Αυτός ο ορισμός, όμως, θα μπορούσε να περιλάβει και τον δάσκαλο, τον ιερέα και ακόμη κάθε πρόσωπο που συνομιλεί καθημερινά με οποιονδήποτε άλλο πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Ένας τέτοιος πλατύς ορισμός δεν βοηθά στην κατανόηση του ειδικού χαρακτήρα της προπαγάνδας και ταυτίζει την προπαγάνδα με την ελεύθερη επικοινωνία.

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ανάλυσης της Προπαγάνδας με την καθοδήγηση του Lasswell, έδωσε τον ακόλουθο ορισμό: “Προπαγάνδα είναι η ελεύθερη έκφραση απόψεων ή η ελεύθερη ανάληψη ενεργειών από άτομα ή ομάδες ατόμων, με σκοπό τον επηρεασμό των στάσεων ή των πράξεων άλλων ατόμων ή ομάδων, με βάση προκαθορισμένους στόχους και με ψυχολογικούς χειρισμούς”.

Θα μπορούσαμε να δώσουμε ένα μεγάλο αριθμό ορισμών που δεν θα ωφελούσε σε τίποτε, ούτε θα οδηγούσε πουθενά. Από τους ορισμούς, όμως, αυτούς βασικά προκύπτει πως η προπαγάνδα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σύστημα και προγραμματισμό. Πρέπει να είναι καλά οργανωμένη και να κινείται με βάση προκαθορισμένους στόχους και όχι να ενεργεί στην τύχη η ευκαιριακά.

Ο Ανδρέας Χριστοφίδης δίδει τον ακόλουθο ορισμό της προπαγάνδας: “προπαγάνδα είναι η ιδιοτελής, εσκεμμένη και συστηματοποιημένη επιδίωξη ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ελέγξει τη στάση άλλων ατόμων ή ομάδων με τη χρήση κάθε δυνατού μέσου επικοινωνίας και με σκοπό την πρόκληση επιθυμητής για την πηγή συμπεριφοράς του στόχου”.

(Α. Κ. Σοφοκλέους, Εισαγωγή στην επικοινωνία, πείθω, προπαγάνδα, Λευκωσία 1977, σελ. 16-17)

δ) Σχέσεις προπαγάνδας – ψυχολογίας – κοινωνιολογίας

Πρώτα από όλα η σύγχρονη προπαγάνδα βασίζεται στην επιστημονική έρευνα – ανάλυση και στα πορίσματα της Ψυχολογίας και Κοινωνιολογίας. Βήμα προς βήμα ο προπαγανδιστής πρέπει να οικοδομεί τις μεθόδους και την τεχνική του πάνω στις γνώσεις για τον άνθρωπο, τις τάσεις και κλίσεις του, τις επιθυμίες και ανάγκες του και τους ψυχικούς μηχανισμούς του, στηριζόμενος πάνω στα πορίσματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας ή της Ψυχολογίας του Βάθους. Πρέπει να καθορίζει την πορεία του με βάση τις γνώσεις του για τα άτομα, τις κοινωνικές ομάδες και τους βασικούς κανόνες σχηματισμού και διαλύσεώς του. Ο προπαγανδιστής πρέπει να είναι επίσης καλά ενήμερος της Ψυχολογίας των Μαζών και του Όχλου, των μαζικών επιδράσεων και επηρεασμών με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, καθώς και των περιοριστικών παραγόντων του περιβάλλοντος.

Από όσα έχουμε αναφέρει υποστηρίζεται πως η προπαγάνδα είναι μια σύγχρονη τεχνική που στηρίζεται στην επιστημονική γνώση και στα επιστημονικά δεδομένα. Εκείνο που αποδεικνύει κυρίως τον επιστημονικό χαρακτήρα της σύγχρονης προπαγάνδας είναι η καταβαλλόμενη προσπάθεια για τον έλεγχό της, την καταμέτρηση των αποτελεσμάτων της και τον καθορισμό των επιδράσεών της.

Αυτό είναι δύσκολη δουλειά, αλλά απόλυτα αναγκαία, γιατί ο σύγχρονος προπαγανδιστής δεν πρέπει να ικανοποιείται με την πίστη ότι έχει επιτύχει μερικά αποτελέσματα. Πρέπει να επιδιώκει πλήρη και ακριβή αποτελέσματα, σύμφωνα με τους στόχους που έθεσε πλήρη και ακριβή αποτελέσματα, σύμφωνα με τους στόχους που έθεσε στην αρχή. Πρέπει να προσπαθεί να δίδει απαντήσεις στα ερωτήματα “πώς” και “γιατί” και να καταμετρά τις ακριβείς επιρροές και επιδράσεις. Πρέπει να φλέγεται από τη γοητεία του επιστημονικού πειράματος και της έρευνας και της επιθυμίας να αναλύει τα αποτελέσματά τους. Από το σημείο αυτό μπορεί ένας να υποστηρίξει ότι αρχίζει η επιστημονική μέθοδος.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό και παραδεκτό, ότι η προπαγάνδα σήμερα δεν γίνεται στην τύχη, αλλά ότι είναι αντικείμενο σοβαρής μελέτης και κινείται πάνω σε επιστημονικά δεδομένα και στα πορίσματα επιστημονικής εργασίας. Για παράδειγμα η Σταλινική Προπαγάνδα στηριζόταν κυρίως στην ψυχολογική θεωρία του Παυλώφ για “ελεγχόμενη αντίδραση” (conditioned reflex), η Χιτλερική προπαγάνδα στηρίχθηκε στις θεωρίες του Φρόυντ για περιστολή, αυτοσυγκράτηση (repression) και ζωηρή σεξουαλική επιθυμία (libido), και η σύγχρονη Αμερικανική προπαγάνδα ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία του Όε^εγ για τις μεθόδους αγωγής Theory of Teaching).

(Α. Κ. Σοφοκλέους, ό.π. σελ 41 και 44)

ε) Οι ορθές απαντήσεις σε ερωτήματα τέτοια που έχουμε αναφέρει αποτελούν προϋπόθεση επιτυχίας για τον προπαγανδιστή, που χρηματοδοτεί κατ’ ακολουθίαν εκτεταμένες έρευνες γύρω από το θέμα της οργανώσεως του μηνύματος. Επιπλέον φροντίζει καθαρά να προωθεί το θέμα της κατά το δυνατόν καλύτερης διατυπώσεως του μηνύματος, με επιδίωξη αμετακίνητη τον έλεγχο της συμπεριφοράς του στόχου. Σ’ αυτή την επιδίωξη σύμμαχο στοιχείο έχει βασικά το λόγο. Και τον τελευταίο καιρό έχει επιχειρήσει ένα τεράστιο άλμα προς την κατεύθυνση της χρησιμοποιήσεως της γλώσσας σαν οργάνου που είναι δυνατό να αποκτά διάφορη σημασία όχι απλώς σε διαφορετικές περιστάσεις αλλά και μέσα στο ίδιο σύνολο συχνά. Κι έτσι φτάσαμε σ’ ό,τι είναι γνωστό στην προπαγανδιστική ορολογία σαν “double-talk” που κατά κυριολεξία σημαίνει “δισήμαντη ομιλία” ομιλία με δυο έννοιες. Δεν είναι το ίδιο με την παραβολή, αν και θα δούμε ότι παρόμοια αρχή διαπερνά το “δισήμαντο λόγο”.

Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους. Δεν θα εκπλαγούμε αν βρούμε στις ρίζες αυτού του δισήμαντου λόγου τον κορυφαίο σχολιαστή της πολιτικής ιστορίας, το Θουκυδίδη. Είναι τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, στην Κέρκυρα έχει ξεσπάσει ολέθριος εμφύλιος σπαραγμός, τα πάθη έχουν εξαφθεί. Τότε επισημαίνεται η τάση για χρησιμοποίηση της γλώσσας κατά τρόπον που δεν ανταποκρινόταν στην ίδια της τη φύση αλλά στις περιστάσεις και τα συμφέροντα των διάφορων μερίδων. Να τι έχει να μας πει ο Θουκυδίδης γι’ αυτή τη φάση της διαμάχης.

“Και την καθιερωμένη σημασία (έννοια) των λέξεων ανταλλάξανε στην πράξη με ό,τι εθεωρείτο ότι συνέφερε (ό,τι ήτο σκόπιμο). Δηλαδή: η ασυλλόγιστη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία προς χάρη των φίλων, η με περίσκεψη αναβολή ευπρεπής δειλία. Η σωφροσύνη πρόσχημα ανανδρίας, η σύνεση σχετικά με όλα, καθυστέρηση σε όλα, η υπερβολή οξυθυμία ανδροπρέπεια …”.

Με μεγαλύτερη καθαρότητα δεν θα ήταν δυνατόν να διαγραφεί η θεωρητική θεμελίωση και η μέθοδος εφαρμογής μιας τεχνικής που σήμερα έχει προωθηθεί με πολλή περίσκεψη. Η θεωρητική θεμελίωση: οι λέξεις έχουνε κατά φύση μια καθιερωμένη έννοια (ειωθυίαν αξίωσιν). Συγχρόνως είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν με διπλή έννοια, αφού η σκοπιμότης (δικαίωσις) δικαιολογεί τη δεύτερη, όχι φυσική, σημασία. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι επίσης φανερό.

Υπάρχουν οι λίγοι που γνωρίζουνε καλά τη γλώσσα, στη φυσική έννοιά της και στις προεκτάσεις που είναι δυνατό να λάβει με δικαιολογία τη σκοπιμότητα. Αυτοί οι λίγοι στη σύνταξη του προπαγανδιστικού μηνύματος έχουνε υπόψη την πρώτη – θεμελιακή – έννοια των λέξεων, συγχρόνως όμως γνωρίζουνε την απήχηση που είναι δυνατό να έχει ένα μήνυμα, όταν δοθεί μια περιστασιακή χρήση της λέξης. Ένα βήμα παρακάτω θα συναντήσουμε το εξής: Οι λίγοι χρησιμοποιούν τη δισήμαντη γλώσσα. Βάζουνε στο μήνυμα λέξεις που γενικότερα αντιμετωπίζονται με την καθιερωμένη σημασία από το κοινό, ενώ διατηρούνε για τους λίγους και μεμυημένους μια ειδική σημασία, πιθανώτατα απαράδεκτη ή αντιπαθή στο στόχο.

Σήμερα οι λέξεις που περισσότερο υπόκεινται σε τέτοια χρήση από τους προπαγανδιστές είναι οι λέξεις ελευθερία, δημοκρατία, ειρήνη κι άλλες που ανάγονται στον τομέα των διεθνών σχέσεων σ’ ένα κόσμο διηρημένο, βασανισμένο από την ένταση του ψυχρού πολέμου που γέρας έχει για το νικητή τους λαούς και τον προσηλυτισμό τους στη μια ή στην άλλη ιδεολογία. Για τον ορθόδοξο και ενήμερο λ. χ. κομμουνιστή ειρήνη σημαίνει την κατάσταση που επικρατεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Σε μη κομμουνιστική κοινωνία συνεχίζεται αδιάκοπη πάλη και πόλεμος των τάξεων. Όταν όμως σε ένα κομμουνιστικό ανακοινωθέν γίνεται λόγος για την ειρήνη, η λέξη πια γίνεται δισήμαντη και για τους πολλούς ειρήνη είναι δυνατό να σημαίνει την απουσία πολέμου μεταξύ των λαών.

Η λέξη ελευθερία πάλι είναι δυνατό να χρησιμοποιείται αόριστα και για τους πολλούς να έχει μία σημασία, ενώ για τους λίγους μπορεί να σημαίνει είτε την ανατροπή είτε την επιβολή ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, ανάλογα με την πηγή. Όσο για την λέξη Δημοκρατία είναι πασίγνωστο ότι και μέσα στα όρια του ίδιου κράτους είναι δυνατό να χρησιμοποιείται κατά τρόπο δισήμαντο. Για έναν ορθόδοξο καπιταλιστή είναι πιθανό να συμπίπτει με την άρνηση κάθε σοσιαλιστικού μέτρου και την επικράτηση του καθαρόαιμου κεφαλαιοκρατισμού – free enterpise – συστήματος. Για μια ολιγαρχική μερίδα που χρησιμοποιεί τη λέξη η δημοκρατία μπορεί να σημαίνει το τι συμφέρει στους πολλούς σύμφωνα με την άποψη των ολίγων κ.ο.κ.

Χρειάζεται εξαιρετική προσοχή και γνώση για να είναι σε θέση το άτομο να διακρίνει σ’ ένα μήνυμα – κείμενο την πραγματική σημασία των λέξεων που το απαρτίζουν από την έννοια που τους προσδίδεται χάρη των πολλών στους οποίους απευθύνεται. Πολεμοκάπηλοι, φασίστες, ιμπεριαλιστές, ειρηνόφιλοι, ουδετερόφιλοι, δεσμευμένοι και αδέσμευτοι – λέξεις που καθημερινά επανέρχονται στον τύπο και στην ραδιοφωνία, σε διαφορετικά σύνολα και από διαφορετικές πηγές. Πώς ο κοινός άνθρωπος θα ξεχωρίσει τι αντιπροσωπεύουν εκάστοτε αυτές οι λέξεις και θα τους δώσει την “ειωθυίαν αξίωσιν” σε αντίθεση με την “δικαίωσιν” – που σαν σκοπιμότητα υποτάσσεται σε μια γενικότερη αρχή;

Είναι αναγκαίο γι’ αυτό το σκοπό να γνωρίζει τι σημαίνει ακριβώς η λέξη ιδεολογία, τι ρόλο παίζει στη ζωή μας και πώς επηρεάζει την προπαγάνδα.

(Α. Χριστοφορίδης, Εισαγωγή στην προπαγάνδα, εκδ. ΡΙΚ, Λευκωσία 1966, σελ. 335)

Από το Βιβλίο του καθηγητή, σελ. 67-71

;


Αφήστε μια απάντηση

Copyright © Η Στέρνα          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση