Επιστήμη και τεχνολογία. Λορεντζάτος

Πρέπει να διακρίνομε ανάμεσα επιστήμη και τεχνολογία, να διακρίνομε προσεχτικά. Όσο αν ξεκινούν από κοινή αφετηρία. Καμιά φορά η επιστήμη αντιστρατεύεται την τεχνολογία. Όπως και το αντίθετο (αυτό γίνεται συχνότερα). Αν δε θέλομε να αδικήσομε την επιστήμη, χρειάζεται να κάνομε τη διάκριση αυτή στην εποχή μας.

Προσυπογράφω δύο αποσπάσματα από ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ακόμα…

«Ένα από τα κύρια μαθήματα του τραγικού μας αιώνα, που είδε τόσα εκατομμύρια αθώων ψυχών να θυσιάζονται σε σχήματα που είχαν σκοπό να καλυτερέψουν τη μοίρα της ανθρωπότητας, είναι – φυλαχτείτε από τους διανοούμενους. […] Πάνω απ’ όλα πρέπει να έχομε κατά νου αυτό που συνήθως ξεχνούν οι διανοούμενοι: πως οι άνθρωποι μετράνε περισσότερο από τις ιδέες και πως πρέπει να έρχονται πρώτοι στους λογαριασμούς μας. Χειρότερος απ’ όλους τους δεσποτισμούς είναι η άκαρδη τυραννία των ιδεών».

Το μεγαλείο του ανθρώπου και η ευθύνη του. Σταμάτης Αλαχιώτης

Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από την περίοδο του Μεσοπολέμου, που αθηναϊκή εφημερίδα έδιδε μια είδηση γράφοντας «γέρων, ετών τεσσαράκοντα, εφονεύθη υπό αμάξης». Την ίδια εποχή οι μελλοντολόγοι της επιστήμης «προφήτευαν» ότι η πιθανότητα σύνθεσης πρωτεΐνης στο εργαστήριο είναι τόσο μικρή όσο και η πιθανότητα να γράψει ένας χιμπαντζής την Οδύσσεια του Ομήρου παίζοντας με τα πλήκτρα μιας γραφομηχανής. Καμία οργουελιανή φαντασία λοιπόν, καλπάζουσα ή νοσηρή, δεν θα μπορούσε να προβλέψει την πρόοδο της Γενετικής και, μέσα από αυτήν, της Βιοϊατρικής. Ίσως γιατί αυτή η αδυναμία μάς κάνει πιο ανθρώπινους, αφού αν μπορούσαμε να προβλέψουμε με κάποια σιγουριά, θα κάναμε τον κόσμο μας ανυπόφορο.

Η πρόοδος στην κατανόηση της έννοιας «γονίδιο» κινείται με ασύλληπτους ρυθμούς, αφού η βιολογική αυτογνωσία μας έχει διανύσει έτη φωτός τα τελευταία χρόνια. Και η πρόοδος αυτή συνεχώς επιταχύνεται, με αποτέλεσμα τα αντανακλαστικά μας να βρίσκονται σε εγρήγορση. Η Γενετική, και στη χώρα μας, απασχόλησε επανειλημμένα, τη χρονιά που μας πέρασε, την κοινή γνώμη μέσα από τα ΜΜΕ· και ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά.

Η διάσημη Ντόλι, η προβατίνα, το πρώτο κλωνοποιημένο ζώο, άνοιξε πολλές συζητήσεις και έδειξε τον δρόμο για τη λύση πολλών προβλημάτων, αλλά και την ηθική μας αντοχή, σε περίπτωση που επεκταθεί η κλωνοποίηση και στον άνθρωπο. Η κλωνοποίηση συνδυασμένη με τη γενετική τροποποίηση, δηλαδή με τη δημιουργία διαγονιδιακών εμβρύων στα οποία μπορεί να εμφυτεύονται γονίδια από άλλον οργανισμό, μπορεί να λύσει προβλήματα παραγωγής φαρμάκων. Π.χ. η ερυθροποιητίνη είναι μια πανάκριβη ουσία που χρησιμοποιείται για την ανάπλαση του αίματος και κοστίζει 800.000 δρχ. το ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου. Μια αγελάδα ή ένα πρόβατο που θα φέρει το αντίστοιχο γονίδιο της ερυθροποιητίνης του ανθρώπου μπορεί να παράγει κιλά ερυθροποιητίνη τον χρόνο. Και ένα κλωνοποιημένο κοπάδι ακόμη περισσότερη ερυθροποιητίνη ή επίσης ινσουλίνη, ιντερφερόνη κ.ά. Ήδη ετοιμάζεται η διάθεση στο εμπόριο άνω των 40 πρωτεϊνών του ανθρώπου που θα παράγονται σε αγροκτήματα και που θα δώσουν λύση στην επαρκή διάθεση πολλών φαρμάκων.

Από τις τράπεζες σπέρματος περάσαμε γρήγορα στις τράπεζες εμβρύων. Εκεί θα παίρνουμε το έμβρυο με τα χαρακτηριστικά που μας ταιριάζουν. Ήδη όμως αναπτύσσονται και ευκολίες κύησης καθώς έχει κατασκευαστεί τεχνητή μήτρα, σε επίπεδο πειραματόζωου, που μπορεί να βελτιωθεί και να φιλοξενεί το έμβρυο προς αποφυγή πόνων και περιορισμών της μητέρας. Έχει επιτευχθεί η αλλαγή φύλου κατά την κύηση στα ποντίκια, ενώ η επιλογή φύλου και στον άνθρωπο αντιμετωπίζεται με πιθανότητες επιτυχίας. Οι επεμβάσεις στο έμβρυο βελτιώνονται και η μετάγγιση αίματος για θεραπευτικούς σκοπούς μπορεί να γίνει με επιτυχία.

Η τεχνητή γονιμοποίηση βελτιώνεται συνεχώς και χρησιμοποιείται κάθε δυνατότητα αντιμετώπισης του προβλήματος στείρων ζευγαριών. Ασύλληπτες είναι και εδώ οι δυνατότητες γιατί μπορεί να παράγονται έμβρυα από μητέρες που δεν γεννήθηκαν ποτέ, όπως στην περίπτωση χρησιμοποίησης ωαρίων από θηλυκά έμβρυα των οποίων η κύηση διακόπηκε με άμβλωση. Στη Βρετανία φέτος μια Βρετανίδα κυοφορεί έμβρυα που προήλθαν από τα ωάρια της κόρης της και τα σπερματοζωάρια του γαμπρού της και έτσι θα γεννήσει εγγόνια.

Διάγνωση και θεραπεία κατά την κύηση ή πριν από την εμφύτευση του εμβρύου ανοίγει νέους δρόμους μείωσης του γενετικού φορτίου του ανθρώπου. Ενα ή λίγα μόνο κύτταρα του εμβρύου στα πρώτα του στάδια μπορεί να δώσουν πολλές γενετικές πληροφορίες και όταν η γονιδιακή θεραπεία γίνει εφικτή, να θεραπεύονται γενετικές ασθένειες και μετά να γίνεται η εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα. Η γονιδιακή θεραπεία αντιμετωπίζεται πειραματικά και στους ενηλίκους, στα σωματικά κύτταρα, και ήδη έχουν θεραπευτεί περιπτώσεις μελανώματος. Τα παιδιά του σωλήνα επωφελούνται από τις υπάρχουσες δυνατότητες και μπορεί να αποφύγουν ορισμένες ασθένειες και να γεννιούνται πιο υγιή.

Η χαρτογράφηση του ανθρώπινου γονιδιώματος εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς και ήδη έχουν χαρτογραφηθεί και έχουν ταυτοποιηθεί πάνω από 6.000 γονίδια, ενώ το 1984 γνωρίζαμε μόνο περίπου 1.000. Η συσχέτιση των γονιδίων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ασθένειες θα οδηγήσει στην αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων γνωρισμάτων, ενώ θα μάθουμε τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν τα γονίδια για τον σχηματισμό του ανθρώπου.

Ακέφαλοι κλώνοι έκαναν την εμφάνισή τους στο βασίλειο των βατράχων και ίσως δεν αργήσουν να φανούν και στον άνθρωπο. Ο στόχος είναι η καλλιέργεια οργάνων για μεταμόσχευση. Πέραν τούτου η μεταμόσχευση, με βάση τη γενετική προβολή, αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη επιτυχία και ήδη είμαστε κοντά στη μεταμόσχευση εγκεφάλου, όπως έχει γίνει με εγκεφαλικά κύτταρα στα ποντίκια που είχαν απολέσει εγκεφαλικές λειτουργίες, τις οποίες επανέκτησαν μετά τη μεταμόσχευση.

Οργανα κατά παραγγελία ίσως διατίθενται στο μέλλον. Κατασκευάστηκαν ήδη τεχνητά χρωμοσώματα που θα μπορεί να διευκολύνουν τη μεταφορά γονιδίων και τη γονιδιακή θεραπεία. Ενας νέος κλάδος, η Μικρομηχανική, αναδύεται σε μια προσπάθεια μίμησης της δομής και λειτουργίας του κυττάρου προς αποδοτικότερη παραγωγή. Η Βιοπληροφορική έχει γεννηθεί από το «πάντρεμα» υπολογιστή και Γενετικής και οδηγούμαστε στη δημιουργία βιολογικών μικροτσίπ. Πολλά γενετικά τροποποιημένα προϊόντα ήδη κυκλοφορούν στην αγορά με την επιδίωξη να βελτιώσουν την παραγωγή και την ποιότητά τους, όπως π.χ. οι τομάτες με περισσότερες βιταμίνες, το βαμβάκι που παράγει ίνες με χαρακτηριστικά πολυεστέρα κ.ά.

Ο κατάλογος αυτός των επιτευγμάτων είναι μεγάλος και θα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο με τον χρόνο. Θα μείνουμε όμως σε αυτή την περιληπτική οριοθέτηση που κάναμε, θαυμάζοντας το μεγαλείο του ανθρώπου για να δούμε το νόμισμα και από την άλλη πλευρά, που είναι η ευθύνη του. Γιατί η κλωνοποίηση λ.χ. έχει και την αρνητική της πλευρά αν ξεφύγει από το πλαίσιο της δεοντολογίας, καθώς αν επιτευχθεί στον άνθρωπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με την κλωνοποίηση ατόμων για ειδικούς σκοπούς, όπως λ.χ. τύπους όμορφων γυναικών ή ανδρών για χειρωνακτικές εργασίες που θα χρησιμοποιούνται ανάλογα.

Τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα μπορεί να «μολύνουν» το περιβάλλον και να μειώσουν τη γενετική ποικιλότητα, καταστρέφοντας την ισορροπία που η φύση κτίζει εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Η επιλογή φύλου μπορεί να διαταράξει την κοινωνική δομή, καθώς είναι δυνατόν να επιλέγεται προνομιακά το ένα φύλο έναντι του άλλου. Η γνώση του γονιδιώματος του ανθρώπου και η ανίχνευση ιδιαιτεροτήτων ή ατελειών μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα ευγονική, όπου οι εργαζόμενοι θα προεπιλέγονται γενετικά και θα απορρίπτονται οι ανεπιθύμητοι, οδηγώντας τους στα υπό εκκόλαψη γενετικά γκέτο. Τα νομικά προβλήματα που προκαλούνται από την τεχνητή γονιμοποίηση είναι πολλά και το ισχύον δίκαιο τρέχει ασθμαίνον πίσω από αυτούς τους νεωτερισμούς.

Τα λάθη της Γενετικής μπορεί να είναι πολλά και ανεπανόρθωτα. Πολλά γενετικά τροποποιημένα προϊόντα δεν αποδίδουν αυτό για το οποίο σχεδιάστηκαν. Κάτι ανάλογο αποδείχθηκε πριν από αρκετές δεκαετίες όταν είχε γίνει προσπάθεια διασταύρωσης λάχανου με ραπανάκι, με στόχο το υβρίδιο να παράγει τους βολβούς του ραπάνου και τα φύλλα του λάχανου· στην πράξη όμως συνέβη το αντίθετο και το πρώτο κλασικό «διαγονιδιακό» αυτό φυτό δεν αντάμειψε τον εμπνευστή του. Η κλωνοποίηση μπορεί να επεκταθεί και στον άνθρωπο. Και αυτό είναι ηθικά απαράδεκτο, γιατί παραβιάζονται ορισμένες από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την αναπαραγωγή, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την προστασία του ανθρώπινου γενετικού υλικού.

Η πρόοδος λοιπόν που αναδύεται μέσα από τις προσπάθειες των ερευνητών έχει και παρενέργειες βιολογικές, ηθικές, νομικές. Γι’ αυτό αναπτύσσεται μια κινητικότητα σε επίπεδο ατόμων, ομάδων, συμβουλίων και κρατών για να καθορίζεται η σωστή πορεία κάθε φορά. Κάτι που δεν είναι εύκολο αφού ανεξέλεγκτες παράμετροι (επιστημονική αναζήτηση, κέρδος, δύναμη) μπορεί να παρεισφρέουν και να διαταράσσουν το δέον γενέσθαι. Μια δυναμική στην οποία ο άνθρωπος πρέπει να συμπληρώσει το μεγαλείο του και να μην αφήσει περιθώρια αυτοκαταστροφής του και απεμπόλησης της ευθύνης του.

Γιατί η γνώση προάγει την ηθική όταν ξέρουμε να επωφεληθούμε από αυτήν. Άλλωστε ο Αριστοτέλης έχει δώσει και εδώ το στίγμα του, υποστηρίζοντας ότι η γνώση πρέπει να ελέγχεται από τους πολίτες και να αποσκοπεί στο κοινό καλό. Γιατί η πρόοδος της γνώσης δεν μπορεί να σταματήσει, καθώς ο άνθρωπος αρέσκεται από τη φύση του στο να γνωρίζει και γι’ αυτό αμφισβητεί και ερευνά, αποκαλύπτει και ανακαλύπτει, νεωτερίζει και προοδεύει.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 4/1/1998

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=94645

Πατριωτισμός εναντίον εθνικισμού. Θανάσης Γιαλκέτσης

Η ΙΔΕΑ της πατρίδας έχει υποστεί φθορές από την κάκιστη χρήση και την κατάχρηση που της έκαναν ο εθνικισμός και ο φασισμός. Ο φασισμός μιλούσε για την πατρίδα, έλεγε ότι πρέπει να θυσιάζουμε τη ζωή μας αλλά και να σκοτώνουμε για την πατρίδα και στο όνομα της πατρίδας εξαπέλυε τους επιθετικούς του πολέμους και τα πογκρόμ του ενάντια στους «απάτριδες».

Η ιδέα της πατρίδας παραπέμπει σε ένα σύνολο αξιών στο οποίο ο πατριώτης αποδίδει ένα ιδιαίτερα θετικό συμβολικό νόημα. Γι’ αυτό και προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση από μέρους εκείνων που κατέχουν την εξουσία. Έτσι, ο πατριωτισμός μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί και να μετατραπεί σε πατριδοκαπηλία και σε εθνικισμό. Η αγάπη για την πατρίδα υπήρξε όμως και ένα σημείο αναφοράς του αντιφασισμού, που αντιτάχθηκε σθεναρά στο φασιστικό εθνικισμό. Η αντίσταση στο φασισμό και στο ναζισμό ήταν μια κορυφαία έκφραση πολιτικού πατριωτισμού, που κατέδειξε ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί να οδηγήσει σε μιαν ανιδιοτελή, γενναιόδωρη και μαχητική στράτευση, σε πράξεις αυτοθυσίας και ηρωισμού με μεγάλη ηθικοπολιτική αξία. Στο όνομα της πατρίδας ο φασιστικός εθνικισμός εξαπέλυσε τους επεκτατικούς και κατακτητικούς του πολέμους, προκαλώντας μαζικές ανθρωποσφαγές και γενοκτονίες.

Ο πατριωτισμός του αντιφασισμού αντίθετα έδωσε ηθικό και πολιτικό περιεχόμενο στην πιο αδιάλλακτη και ηρωική αντίσταση στον επιτιθέμενο εισβολέα και στον κατακτητή. Ο πατριωτισμός του αντιφασισμού εμπνεόταν από την ιδέα ότι πατρίδα σημαίνει κοινή ελευθερία ενός λαού, ο οποίος θέλει να ζει ελεύθερος ανάμεσα σε ελεύθερους λαούς. Ανάμεσα σε αυτήν την ιδέα της πατρίδας και στον εθνικισμό, ο οποίος αναγορεύει σε πρωταρχική αξία όχι την ελευθερία αλλά την εθνική, θρησκευτική ή πολιτισμική ομοιογένεια ενός λαού ή το μεγαλείο, την υπεροχή και την επικράτηση του δικού μας έθνους στην αναμέτρηση με τα άλλα έθνη, υπάρχει μια ηθική και πολιτική άβυσσος.

Η παράδοση σκέψης που ενέπνευσε τον πατριωτισμό του αντιφασισμού (εκείνη που ερμηνεύει την αγάπη για την πατρίδα ως αγάπη για την κοινή ελευθερία) έχει τις ρίζες της στην πολιτική σκέψη του Διαφωτισμού. Στο λήμμα Patrie της Encyclopedie διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Πατρίδα δεν σημαίνει τον τόπο στον οποίο γεννηθήκαμε, όπως νομίζει μια αγοραία αντίληψη, αλλά σημαίνει ένα ελεύθερο κράτος (etat libre) του οποίου είμαστε μέλη και του οποίου οι νόμοι προστατεύουν τις ελευθερίες μας και την ευτυχία μας». Με αυτήν την έννοια, η αγάπη για την πατρίδα δεν αντιπαρατίθεται στην αγάπη για την ανθρωπότητα και στις οικουμενικές αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης.

Αντίθετα μάλιστα, μπορεί να αποτελεί έναν αναγκαίο ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία που οδηγεί σε αυτές τις οικουμενικές αξίες. Αυτή η ιδέα πολιτικού πατριωτισμού, η οποία ερμηνεύει την αγάπη για την πατρίδα ως αφοσίωση στο συνταγματικό συμβόλαιο που συνδέει τους πολίτες μιας πολιτικής κοινότητας, μοιάζει με την έννοια του «συνταγματικού πατριωτισμού», που πρότεινε ο Χάμπερμας στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η θεωρία του συνταγματικού πατριωτισμού, αν και εμφανίζεται συνήθως ως ανανέωση της παραδοσιακής σημασίας του όρου, στην πραγματικότητα υπογραμμίζει την ασυνέχεια που οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις (η αμερικανική του 1776 και η γαλλική του 1789) είχαν προκαλέσει με τη ριζική αλλαγή της έννοιας της πολιτικής κοινότητας. Έπειτα από αυτές τις επαναστάσεις, πράγματι, η αφοσίωση στο μονάρχη ή στο κράτος θα αντικατασταθεί από την αφοσίωση στην πατρίδα. Εδώ η έννοια της πατρίδας αναφέρεται από τη μια μεριά στην πολιτισμική παράδοση και κληρονομιά ενός λαού και από την άλλη στην αφοσίωση σε μια πολιτική διάταξη η οποία νομιμοποιείται ως ελεύθερη έκφραση της κοινής βούλησης των πολιτών και αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

Η πατρίδα επομένως σημαίνει τόσο τη γενέθλια γη, τη «γη των πατέρων», δηλαδή τη χώρα με την οποία τα άτομα αισθάνονται συνδεδεμένα για λόγους γενεαλογικούς ή πολιτισμικούς, όσο και την πολιτική κοινότητα που συγκροτήθηκε από ανθρώπους οι οποίοι μοιράζονται συνειδητά μια κοινή κληρονομιά (ιστορίας, γλώσσας και πολιτισμού) και μια κοινή μοίρα. Για τους κλασικούς της πολιτικής σκέψης, η πολιτική αρετή του πατριωτισμού είναι αναγκαία για την υπεράσπιση και τη διατήρηση μιας ελεύθερης πολιτείας. Στην παράδοση του πολιτικού πατριωτισμού (η οποία ως πατρίδα εννοεί την κοινή μας ελευθερία, μια κοινότητα ελεύθερων πολιτών), η αγάπη για την πατρίδα έχει ένα νόημα εντελώς διαφορετικό από αυτό που της δίνει η εθνικιστική ρητορική, από το θαυμασμό δηλαδή για την εθνική υπεροχή και «καθαρότητα», από την υπεράσπιση της πολιτισμικής ομοιογένειας ενός έθνους ενάντια σε κάθε είδους επιμειξία.

Όταν μιλάει για αγάπη για την πατρίδα ο πολιτικός πατριωτισμός δεν εννοεί μιαν αποκλειστική και τυφλή πρόσδεση στην κοινότητα καταγωγής μας, αλλά έναν άλλο τύπο αγάπης, ικανό να εμπνέει το γενναιόδωρο πάθος που ωθεί το άτομο να ενδιαφέρεται όχι μόνο για την οικογένειά του, για τους συγγενείς και τους φίλους του, αλλά για όλους τους συμπολίτες του ή ακόμη και για όλους εκείνους (ανεξάρτητα από την καταγωγή τους) που είναι θύματα αδικιών, διακρίσεων και καταπίεσης. Με άλλα λόγια, ο πατριωτισμός μπορεί να είναι μια πολύτιμη για τη δημοκρατία πολιτική αρετή, δηλαδή μια δύναμη που κινητοποιεί τους πολίτες, ένα πάθος που δίνει στα άτομα το θάρρος και την αποφασιστικότητα να υπηρετούν τη χώρα τους και την κοινή τους ελευθερία, παραμερίζοντας ή και θυσιάζοντας τα εγωιστικά και ιδιωτικά τους συμφέροντα.

Κυριακάτικη (Επτά), 23/11/2011

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=319782

Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός. Νίκος Μουζέλης

Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας.

Εθνικισμός

Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης.

Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.

Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.

Ο πατριωτισμός του πολίτη

Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Άξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.

Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Έτσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).

Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.

Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.

Κοσμοπολιτισμός

Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Έτσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.

Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Έτσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.

Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Έχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.

Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Όσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27/2/2011

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=122&artid=386826&dt=27/02/2011

Το ελληνικό αίμα. Δημήτρης Χριστόπουλος

Tο 1876 μια ελληνική εφημερίδα (Θράκη, 28/10 Μαΐου) στην Κωνσταντινούπολη έγραφε για κάποιον Βούλγαρο προύχοντα της Θεσσαλονίκης: «Και ναι μεν βουλγαρική είναι η οικογένεια των κ. Χ. Λαζάρων, αλλ’ όμως διέπρεψεν αυτή επί φιλελληνικοίς αισθήμασιν […] Επειδή λοιπόν η οικογένεια αυτήν εν μέσω ομογενών ειργάσθη […] και επειδή συνεδέθη διά συγγενικών δεσμών μετ’ επισημοτάτων ελληνικών οικογενειών εγκατεστημένων εν Πειραιεί και αλλαχού, νομίζον ότι δεν εσφάλομεν αποκαλέσαντες έναν των διαπρεπών αυτής γόνων ομογενή.»

Την εποχή λοιπόν που σφυρηλατούνται οι εθνικές συνειδήσεις και ο αγώνας για τη Μακεδονία είναι στις απαρχές του, κάποιοι στο νεότευκτο κράτος έβλεπαν ότι το ελληνικό έθνος δεν μπορεί να είναι απλώς μια κοινότητα αίματος. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Πού να βρεθεί τόσο «ελληνικό αίμα» για να γίνει το κράτος; Έτσι λοιπόν, ο βουλγαρικής καταγωγής λογίζεται Έλλην όταν έχει ή αποκτά ελληνική εθνική συνείδηση. Ας υπαγορεύει αλλιώς το αίμα του. Κάπως έτσι συγκροτήθηκε το ελληνικό έθνος. Όπως περίπου όλα τα έθνη. Στην αρχή κανείς δεν είχε Έλληνα πατέρα, διότι απλώς δεν υπήρχαν Έλληνες πολίτες. Μετά, ταυτόχρονα με το δίκαιο του αίματος, δηλαδή την κτήση της ιθαγένειας του πατέρα (και της μητέρας από το 1984) έχουμε τις λεγόμενες «αθρόες πολιτειοποιήσεις» δηλαδή μαζικές κτήσεις της ελληνικής ιθαγένειας από τους πληθυσμούς των Νέων Χωρών.

Από μόνο του το δίκαιο του αίματος δεν θα μπορούσε ποτέ να συμπεριλάβει νέους ανθρώπους στον ελληνικό λαό, όπως και σε κανέναν λαό, διότι είναι εξ ορισμού στατικό. Για τον λόγο αυτό, στον σύγχρονο κόσμο προβλέπονται πάντα και άλλοι τρόποι κτήσης της ιθαγένειας που είτε προκύπτουν από τον τόπο γέννησης είτε από τον τόπο κοινωνικοποίησης και ανατροφής. Αυτό αφορά κατεξοχήν τη δεύτερη μεταναστευτική γενιά και δεν είναι τυχαίο πως από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (των κρατών δηλαδή που είναι κατεξοχήν δέκτες μεταναστευτικών ροών) μόνο η Ελλάδα δεν είχε κάποια πρόβλεψη στον Κώδικα Ιθαγένειας που να διαφοροποιεί τα παιδάκια μεταναστών που γεννήθηκαν εδώ από τους γονείς τους που ήρθαν. Με τη μεταρρύθμιση του ν. 3838/2010, έγινε ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης των ανθρώπων αυτών, κατ’ ουσίαν στην κατεύθυνση της προστασίας της εύθραυστης κοινωνικής συνοχής στην Ελλάδα.

Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατέληγε την παρέμβασή της ενώπιον του Δ΄ Τμήματος στην υπόθεση του νέου νόμου για την ιθαγένεια με μια ενδιαφέρουσα παραπομπή από τον 19ο αιώνα: «Tα μάλιστα μεγαλουργήσαντα των εθνών υπήρξαν προϊόν […] επιμιξίας. […] Μη μας ταράττη άρα η επιμιξία του νεωτέρου ελληνικού έθνους μετά πολλών ξένων· τουναντίον, δυστύχημα ίσως ήθελεν είσθαι εάν διέμενεν επί τοσούτου χρόνου διάστημα άμικτον και ιδιόρρυθμον[…]». Η παραπομπή στον Παπαρρηγόπουλο -διότι αυτός έγραψε το παραπάνω απόσπασμα και όχι ο Φαλμεράγιερ- δεν φάνηκε πειστική στους δικαστές του Τμήματος. Είμαι βέβαιος ότι τουλάχιστον σε αυτό, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας θα αποδειχθεί πιο κοντά στον εθνικό μας ιστορικό από το Δ΄ Τμήμα του.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/02/2011_431583

Κράτος-έθνος και εθνικισμός. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος

Παράλληλα με το σχηματισμό των κρατών στην Ευρώπη παρατηρείται και η απαρχή μιας εθνικιστικής συνειδητοποίησης και η δημιουργία εθνικών κοινοτήτων εντός των ορίων των κρατών αυτών. Στη διαδικασία αυτή συνετέλεσαν διάφοροι παράγοντες, όπως η απόσχιση πολλών νέων κρατών από τη θρησκευτική εξουσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και η αντικατάσταση της λατινικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας των κρατών αυτών από τοπικές διαλέκτους. Επίσης, οι γεωγραφικές ανακαλύψεις, η βελτίωση των επικοινωνιών, και οι αυξανόμενες εμπορικές ανταλλαγές συνετέλεσαν στη συνειδητοποίηση των διαφορών στη γλώσσα, τη θρησκεία, και τις συνήθειες, και βοήθησαν στην ανάπτυξη εθνικών συνειδήσεων. Οι πόλεμοι, έστω και με αρνητικό τρόπο, συνετέλεσαν επίσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας με την έννοια ότι οι Άγγλοι, ως αντίπαλο δέος, ενίσχυσαν την εθνική συνειδητοποίηση των Ισπανών, ή οι Σουηδοί των Δανών.

H Γαλλική Επανάσταση υπέταξε τον όρο του έθνους στον όρο του κράτους. Για τους Γάλλους φιλοσόφους Diderot, Condorcet, Rousseau έθνος είναι μια ένωση ατόμων, τα οποία κυβερνώνται από τους ίδιους νόμους και αντιπροσωπεύονται από την ίδια νομοθετική συνέλευση. Έτσι, η ενότητα και η ταυτότητα μιας εθνότητας πηγάζει από την πολιτική της οργάνωση, το κράτος. Το κοινό συμφέρον αποτελεί το λόγο ύπαρξης και υπεράσπισης του κράτους και αυτοί οι οποίοι αποδέχονται την έννοια αυτή του δημοσίου συμφέροντος αποτελούν μια κοινότητα, ένα έθνος.

H αντίληψη της εθνότητας ως μιας κοινότητας με δημογραφικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία, και πολιτισμό υπήρξε προϊόν των Γερμανών φιλοσόφων του 18ου αιώνα και κυρίως του Fichte. Για τον Fichte η ύπαρξη ενός έθνους δεν αποτελούσε επιλογή των μελών του, αλλά αποτέλεσμα των κοινών αυτών χαρακτηριστικών, τα οποία διαμόρφωναν τη συνείδησή τους.

O Ernest Renan προσέθεσε στα χαρακτηριστικά του έθνους το αίσθημα της κοινότητας. Υποστήριξε ότι υπάρχουν έθνη τα οποία δεν μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά, όπως οι Ελβετοί, και υπάρχουν ομάδες που μιλούν την ίδια γλώσσα, οι οποίες δεν αποτελούν ένα έθνος, όπως οι αγγλόφωνοι. Αυτό το οποίο διακρίνει και διαμορφώνει μια εθνότητα, κατά τον Renan, είναι κοινή ιστορική συνείδηση και θετικές και αρνητικές εμπειρίες, οι οποίες δημιουργούν μια κοινή παράδοση και κοινά αισθήματα υπερηφάνειας ή λύπης. O δεύτερος όρος ύπαρξης μιας εθνότητας, κατά τον Renan, είναι η κοινή επιθυμία των μελών της για τη συνέχιση αυτής της κοινής παράδοσης και του αισθήματος της κοινότητας.

Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο διακρίνει μια εθνότητα, είναι η σχέση της με κάποια εδαφική περιοχή, μια πατρίδα. H πατρίδα αποτελεί ένα σημείο ταύτισης έθνους και κράτους και είναι συνήθως το σημείο αναφοράς μιας εθνότητας με την έννοια της σύνδεσης των ιστορικών εμπειριών της εθνότητας με ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό μέρος.

Πρέπει να τονίσουμε συνεπώς ότι κράτος και έθνος είναι δύο όροι, οι οποίοι πολλές φορές συγχέονται και χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, χωρίς να είναι πάντοτε ταυτόσημοι. Το κράτος είναι μια πολιτική ενότητα με συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, αναγνωρισμένα σύνορα, πληθυσμό, και πολιτική οργάνωση. Το έθνος, από την άλλη, είναι μια ενότητα, η οποία διακρίνεται από δημογραφικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρησκεία, και πολιτισμό, κοινή ιστορική συνείδηση και εμπειρίες, και κοινές αξίες, οι οποίες δημιουργούν στα άτομα μιας εθνότητας το αίσθημα της κοινότητας.

O εθνικισμός μπορεί να ορισθεί ως ένα αίσθημα αφοσίωσης σε ένα έθνος. Ως δόγμα, ο εθνικισμός ταυτίστηκε πολλές φορές με την αρχή της αυτοδιάθεσης. O Ιταλός εθνικιστής Mazzini ισχυρίστηκε ότι κάθε εθνότητα έχει το δικαίωμα να ενωθεί κάτω από ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, γιατί μόνον έτσι τα μέλη της θα είναι σε θέση να επιτύχουν ισότητα και αυτοσεβασμό. Υπ’ αυτή την έννοια ο εθνικισμός απετέλεσε την κινητήρια ιδεολογία στην Αφρική και την Ασία εναντίον της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ως ανθρωπολογική και πολιτική θεωρία, ο εθνικισμός διέπεται από τις εξής βασικές αρχές:

1. H ανθρωπότητα είναι διαιρεμένη σε διαφορετικές εθνότητες. 2. Κάθε εθνότητα έχει το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος πρέπει να διατηρηθεί. 3. Πηγή προέλευσης κάθε εξουσίας είναι το έθνος. 4. H ελευθερία και ολοκλήρωση του ατόμου είναι αναπόσπαστα ταυτισμένες με την έννοια του έθνους. 5. Κάθε έθνος πρέπει να έχει το δικό του κράτος. 6. H αφοσίωση στο έθνος αποτελεί το υπέρτατο ιδανικό.

Μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί επιστήμονες των διεθνών σχέσεων θεώρησαν ότι οι εξελίξεις κατέστησαν τον εθνικισμό αναχρονιστική έννοια σ’ έναν κόσμο που ήδη ανακάλυπτε και αξιοποιούσε άλλες μορφές οργάνωσης. H ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το 1957, απετέλεσε μια τέτοιας μορφής οργάνωση, σχεδιασμένη ως ένα βαθμό για να αποφύγει τις εθνικιστικές διαμάχες που οδήγησαν στο B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. H αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών και της οικονομικής αλληλεξάρτησης καθώς και η επανάσταση στις τηλεπικοινωνίες επίσης κατέδειξαν τα όρια του κράτους-έθνους ως μονάδας οργάνωσης στο παγκόσμιο περιβάλλον. Τέλος, η ανακάλυψη της πυρηνικής ενέργειας και των πυρηνικών όπλων κατέδειξε δραματικά την αδυναμία του κράτους-έθνους να εκπληρώσει έναν από τους κύριους λόγους της ύπαρξης του, που είναι η αμυντική προστασία των πολιτών του. Ωστόσο, για να παραφράσουμε τον Mark Twain, οι επιστήμονες που βιάστηκαν να εξαγγείλουν το θάνατο του εθνικισμού και του κράτους-έθνους μάλλον υπερέβαλαν. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση απέδειξαν ότι οι διάφορες εθνότητες όχι μόνο δεν ενέδωσαν στο διεθνισμό του σοσιαλισμού, αλλά αντίθετα διατήρησαν ακέραια τη φλόγα της ανεξαρτησίας, η οποία έγινε ο κυρίαρχος πολιτικός τους στόχος μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Στη Δυτική Ευρώπη, ενώ η διαδικασία της ενοποίησης είναι εθελοντική και τα κράτη έχουν προχωρήσει με γοργά βήματα προς την οικονομική ενοποίηση, στο πολιτικό επίπεδο η πρόοδος είναι πιο αργή καθώς τα διάφορα κράτη-έθνη διστάζουν να παραχωρήσουν κυριαρχία στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Επιπλέον, διάφορες εθνότητες συνεχίζουν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους, όπως οι Βάσκοι στην Ισπανία ή οι Σκώτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, συχνά με απρόβλεπτα αποτελέσματα όπως π.χ. η πρόσφατη διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας. Στον «τρίτο κόσμο» η έλξη του εθνικισμού παραμένει αναλλοίωτη και πολλά καθεστώτα χρησιμοποιούν εθνικιστικές ιδεολογίες στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και της πολιτικής ενότητας.

O εθνικισμός συνεπώς παραμένει μια σημαντική δύναμη στις διεθνείς σχέσεις, άλλες φορές με εποικοδομητικά και άλλες φορές με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Αναμφισβήτητα, ο εθνικισμός έπαιξε θετικό ρόλο στην αντικατάσταση της «ελέω Θεού μοναρχίας» από τη λαϊκή κυριαρχία. Επίσης, θετική ήταν η συμβολή του εθνικισμού στην προώθηση του αγώνα εναντίον της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού στον «τρίτο κόσμο». Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι ο εθνικισμός λειτούργησε θετικά και στα αρχικά στάδια του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης κρατών.

O εθνικισμός όμως στις ακραίες του εκφάνσεις μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα. O υπερτονισμός των εθνικών χαρακτηριστικών μιας εθνότητας μπορεί να οδηγήσει ένα κράτος-έθνος σε εσωστρέφεια, αδιαφορία για τα διεθνή γεγονότα και απομονωτισμό. O απομονωτισμός ήταν χαρακτηριστικό της Αμερικής, τουλάχιστον για ενάμιση αιώνα, και είχε προσυπογραφεί από σημαίνουσες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο George Washington και ο Thomas Jefferson. Ακόμη και σήμερα το 25% του αμερικανικού λαού διέπεται από τάσεις απομονωτισμού.

Μια άλλη σκοτεινή πλευρά του εθνικισμού συνίσταται στην ανάπτυξη στα μέλη μιας εθνότητας ενός αισθήματος υπεροχής έναντι άλλων εθνοτήτων. Κλασικό παράδειγμα της αποτρόπαιας αυτής μορφής εθνικισμού αποτελεί το παράδειγμα του γερμανικού εθνικισμού της δεκαετίας του 1930-40 που οδήγησε στο Ναζισμό, τη γενοκτονία έξι εκατομμυρίων Εβραίων και το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

H ξενοφοβία αποτελεί μια αμυντική πλευρά του εθνικισμού και συνίσταται στο αίσθημα της καχυποψίας ή του φόβου που αισθάνεται μια εθνότητα έναντι άλλων εθνοτήτων. Είτε πρόκειται για Μεξικανούς εργάτες στην Αμερική, Τούρκους ή Άραβες στην Ευρώπη, το κλείσιμο των συνόρων και οι απελάσεις οδηγούν σε διεθνή ένταση, η οποία μάλιστα θα αυξάνεται καθώς η μετανάστευση για εύρεση εργασίας έχει αυξηθεί.

Πηγή: “Επίκεντρα”, τεύχος 3, 1997

http://www.ekloges.com.cy/nqcontent.cfm?a_id=718&page

Τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού. Γιώργος Γραμματικάκης

Την επιστροφή του ευαίσθητου Έλληνα από τις διακοπές του καλοκαιριού συνοδεύει -εκτός κι αν στάθηκε τυχερός- η πικρή γεύση από την έκπτω­ση του τοπίου και του τόπου. Ίσως το λαμπρό, ανελέητο φως που κυριαρχεί καθιστά την εικόνα οδυνηρότερη. Τραυματισμένες από την «αξιοποίηση» παραλίες και λόφοι του Αιγαίου, η γύμνια ενός βουνού από το δάσος που κάηκε, εκείνες οι θάλασσες που ενώ τις ύμνησαν οι αιώνες σήμερα κου­βαλούν πετρέλαια και ρύπους. Την εικόνα ενός αρχαίου τόπου που δεν έχει καμιά πρόταση προς το μέλλον -δεν έχει, δηλαδή, πολιτισμό- συ­μπληρώνει η ίδια η ανθρώπινη παρουσία. Παρά τα κούφια λόγια του συρμού, η αποξένωση μας από το νόημα της πατρίδας και το παρελθόν έ­χει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Δεν είναι περίεργο ότι ο Έλληνας αλ­λά και ο τουρίστας του καλοκαιριού -με πόση σοφία η γλώσσα παραμέρισε τη λέξη περιηγητής- έχει μεταφέρει σε θέρετρα και νησιά το ύφος ή την αισθητική του νυκτερινού κέντρου.

Κάπου, ασφαλώς, μέσα σ’ αυτή την έκπτωση και το θρήνο ξεπηδά αυ­θεντικό το ελληνικό θαύμα. Το θαύμα αυτό, μαζί αίσθηση και πραγματι­κότητα, δεν περιγράφεται με λόγια· υπονοείται όμως συχνά από την ποί­ηση:

…ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ελληνισμού πάνω στα δῶθε ή ἐκεῖθεω τοῦ Αἰγαίου χώματα ἐφτασε νά καθιερώσει μιάν ὀρθογραφία, ὅπου τό κάθε ὠμέγα, τό κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ή κά­θε ὑπογεγραμμένη, δέν εἶναι παρά ἕνας κολπίσκος, μιά κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σέ μιά καμπύλη πρύμνας πλεού­μενου, κυματιστοί ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν…”

‘Οδυσσέα Ελύτη, Τά δημόσια καί τά ἰδιωτικά

Αυτή η παρουσία της τότε Ελλάδας, της άλλης Ελλάδας, υπάρχει ακόμα διάσπαρτη, ιδιαίτερα σε οικισμούς «διατηρητέους» και σε αρχαιολογικούς χώρους. Συλλογίζομαι, μάλιστα, ότι αν κάποτε η επίσημη Ελλάδα αι­σθανθεί την ενοχή που έπρεπε, θα αναγνωρίσει πως ό,τι σώθηκε οφείλε­ται σε κάποιες πεισματάρικες ψυχές, αρχαιολόγων ή διανοουμένων, που πήγαιναν αντίθετα στο ρεύμα. Μέχρι τότε, πάντως, ο αρμόδιος υπουργός θα μετρά τουρίστες και συνάλλαγμα, ή θα αναζητά κατά καιρούς τα αίτια της τουριστικής κρίσεως. Εννοείται ότι η πραγματική κρίση έγκειται αλλού. Στο ότι η ουσία και η φύση του τόπου εκχωρούνται, με προσχήματα αβα­σάνιστα ή ταπεινά, σε ορδές ανθρώπων και νοικιασμένων αεροπλάνων.

Για τον σπαρακτικό αυτόν εκφυλισμό του ελληνικού χώρου και της ψυχής των ανθρώπων του δίδονται πολλές ερμηνείες. Άλλοι θυμούνται τις ε­θνικές μας περιπέτειες, που μας άφησαν φτωχούς και διψασμένους για υ­λική ευημερία. Μερικοί αποδίδουν την ευθύνη στην πολιτική ηγεσία, που ήταν, καθώς λένε, κοντόφθαλμη και πολιτιστικά ενδεής. Άλλες ερμηνεί­ες στηρίζονται σε κοινωνικές ή ιστορικές παραμέτρους, και αναζητούν την αιτία του κακού στην εξάρτηση μας από αλλότρια «αναπτυξιακά» πρότυπα. Ότι η Ελλάδα πάντως είχε τις ανθρώπινες και φυσικές αρετές, για να ξε­χωρίσει με ένα άλλο πρόσωπο στον σύγχρονο κόσμο, είναι σήμερα ολο­φάνερο.

Όλα αυτά είναι λίγο ή περισσότερο σωστά, αλλά αυτοεξαντλούνται σε φαύλους κύκλους. Ο υπογράφων υποπτεύεται λοιπόν ότι κάποια παρά­μετρος διαφεύγει, που ίσως είναι καθοριστική. Η παράμετρος αυτή -ας την ονομάσουμε εθνικό υποσυνείδητο- έχει να κάνει με τον βαθύτερο ψυχι­σμό μας, και έχει ως χαρακτηριστικό της μια τάση, ένα σύνδρομο κατα­στροφής. Στη διαμόρφωση του συνδρόμου καταστροφής σημαντικό ρόλο παίζει αυτό το «ύφος» σχολικής παιδείας, που για το παρελθόν μιλά με ά­γονες πρακτικές και υποκρισία. Έτσι αναπτύσσεται ένα υπόγειο μίσος -ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο κυνισμός- προς τις ιστορικές και αισθητικές μας συντεταγμένες· προς ό,τι συνιστά τον ελληνικό πολιτισμό. Επειδή μάλιστα, και ας μου συγχωρηθεί ο ψυχαναλυτικός ερασιτεχνισμός, το ε­θνικό αυτό υποσυνείδητο συνοδεύουν τα απαραίτητα αισθήματα ενοχής, η επίκληση της κληρονομιάς μας ή μια γραφική αντίληψη της παραδόσε­ως ενδημούν στην ελληνική ζωή.

Το γεγονός παραμένει: ο έλληνας επισκέπτης του καλοκαιριού, αν έχει α­κόμα την ψυχή και τα μάτια ανοικτά, επιστρέφει -πού, άραγε;- με τη μνήμη μιας εκθαμβωτικής ομορφιάς και την οδύνη από την καθημερινή της αλλοίωση. Αν η αλλοίωση αυτή έχει τη μορφή επιδερμικού τουρισμού, αι­σθητικής ευτέλειας ή εκείνου του όρμου που φέτος γέμισε τσιμέντο και σκουπίδια, δεν έχει πολλή σημασία. Σημασία έχει ότι ο χειμώνας που επέρχεται -και από ό,τι φαίνεται θα είναι βαρύς- πρέπει να βρει αυτόν τον Έλληνα, που κινδυνεύει να γίνει επισκέπτης στον τόπο του, με τη συνεί­δηση για το μέγιστο του θέματος. Διότι είναι καιρός, όταν οι μεν μέμφο­νται τους δε ότι υπονομεύουν την Ελλάδα, να αναλογισθεί ο Έλληνας με τις μνήμες του καλοκαιριού για ποιαν Ελλάδα πρόκειται· και ακόμα να α­ναλογισθεί ότι ο εθνικός πλούτος είναι κάτι βαθύτερο και σοβαρότερο, απ’ ό,τι οι πολιτικοί υπόσχονται να προστατεύσουν.

Προς αυτήν, την άλλη άλλωστε κατεύθυνση λειτουργούν και τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού. Ο ρόλος τους, όπως και κάθε κρυφού σχολειού, είναι να διασώσουν -επειδή στα έθνη δεν πρέπει να απολείπει η ελπίδα- το κριτήριο και το δίδαγμα. Κριτήριο για το πώς έπρεπε να είναι η ψυχή και η φύση της χώρας· και δίδαγμα, μήπως και υπάρξουν γενιές καλύτερες α­πό τις δικές μας, που θα υποστείλουν το εθνικό υποσυνείδητο καταστροφής και θα περιορίσουν στα φυσιολογικά όρια τη μικρόνοια και το συμφέρον.

Τα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού λειτουργούν, εννοείται, μόνον ε­κεί που ο χώρος επιτρέπει στις μυστικές φωνές να αναδυθούν· και να α­ποκατασταθεί, για λίγο έστω, ένας δρων πολιτισμός. Λειτουργούν σε μια πα­ραλία με στοιχεία ομηρικά, άλλοτε από την άφθαστη αισθητική ενός αρχαίου ή λαϊκού κτίσματος, συχνά επειδή τα προκαλεί η ποιότητα της ανθρώπινης μορφής και μιας χειρονομίας. Είθε ο αναγνώστης της επιφυλλίδας -που, κα­λοσύνη του, δείχνει γι’ αυτήν ενδιαφέρον και προσδοκία- να έζησε πολλά παρόμοια σχολειά αυτό το καλοκαίρι, και να ‘χει να διηγείται.

Όσο για τον συγγραφέα της επιφυλλίδας, ένα πανεπιστήμιο έχει και το κα­λοκαίρι τις υποχρεώσεις του. Έτσι, εκείνος βρέθηκε απλώς να κινείται στον βόρειο άξονα της Κρήτης. Η Κρήτη, μοναδική σύνθεση ομορφιάς και διαδοχικών πολιτισμών, έχει πληγεί στο έπακρο από το εθνικό σύνδρομο καταστροφής. Εντούτοις στη Φορτέτσα του Ρεθύμνου, το υπέροχο ενετι­κό φρούριο, λειτούργησε και φέτος ένα σεμνό αναγεννησιακό φεστιβάλ, με τον Κατσούρμπο του Λευτέρη Βογιατζή να ανοίγει την αυλαία. Λίγα μέ­τρα πιο κάτω, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, η έκθεση των ευρημάτων από την πανεπιστημιακή ανασκαφή της αρχαίας «Ελεύθερνας» διδάσκει πα­ραστατικά για το μακρινό χθες – ή και το σήμερα. Και ενώ κανένας δεν περίμενε αυτό το θαύμα, η θάλασσα ανάμεσα στο άσχημο Ηράκλειο και τη νήσο Δία γέμισε από τα πανέμορφα ιστιοφόρα -γύρω στα 60 από όλον τον κόσμο!- του «Μινωικού Κυπέλλου». Τα χρωματιστά πανιά του «Ωκύαλου», της «Κρήτης», του «Αιόλου» πλάγιαζαν στον άνεμο και στις μνήμες αιώνων και ο κόσμος μαζεύτηκε στο λιμάνι και θαύμαζε. Ενώ ανατολι­κότερα, στη Χερρόνησο του Στράβωνα -σημερινή τουριστική πόλη με κυρίαρχο τον εκχυδαισμό της- δόθηκε μια μουσική βραδιά προς τιμήν του παρεπιδημούντος Ροστρόποβιτς. Καθώς ο ίδιος έκλεισε τη βραδιά, μαγι­κοί ήχοι γέμισαν το υπαίθριο θέατρο ενός ωραίου ξενοδοχείου· θύμισαν έτσι στους πολλούς παρόντες ότι ο τουρισμός θα μπορούσε να έχει μιαν άλλη διάσταση.

Όσο για τις αποσκευές που κουβαλάει ο καθένας μας στα κρυφά σχολειά του καλοκαιριού ή του χειμώνα έχουν κι αυτές το νόημα και τις στιγμές τους. Στην τσάντα του υπογράφοντος βρέθηκαν αυτό το καλοκαίρι το δυσεύρετο Στου τιμονιού το αυλάκι του Ζήσιμου Λορεντζάτου, η και­νούργια μυθιστορία Θα υπογράφω Λουί της Ρέας Γαλανάκη και το οφει­λόμενο από όλους μας αφιέρωμα του Αντί στον Μανόλη Αναγνωστάκη. Όσο για τη Μεσόγειο του Μπροντέλ, στη μετάφραση της Κλαίρης Μιτσοτάκη, υπήρχε πάντα στη μεγάλη θήκη, βιβλίο ανεξάντλητο σε γοητεία και γνώση.

Έτσι περνούσαν -κι ενώ τα σημάδια προμηνύουν ένα βαρύ χειμώνα- οι μέρες του καλοκαιριού. Τα βράδια, καθώς έπεφτε το φως και οι θόρυβοι του δρόμου, ήταν η ώρα να ξεφυλλίσει κανείς το Ακολουθώντας το πλοίο τον Οδυσσέα του Victor Berard. Οι εκπληκτικές φωτογραφίες του Fred Boissonnas, που συνοδεύουν το κείμενο, αποκαλύπτουν συμφωνά με τον πρόλογο «ένα μεσογειακό τοπίο των αρχών του αιώνα, τόσο αλλαγμένο όσο δεν έχει αλλάξει από τα χρόνια του Ομήρου». Ο φωτογράφος διάλεγε την ώρα της ημέρας, έτσι ώστε να ταιριάζει στην αποτύπωση του τοπίου, ενός ναού ή του θαλασσινού κόλπου. Χωρίς ωστόσο να το ξέρει αποτύ­πωνε, εκτός από τη μεταφυσική φωνή, και το σημερινό θρήνο τους.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-8-1993

Κοσμογραφήματα, εκδ. Πόλις, σελ. 143-147

Ιστορική μνήμη

Ο Σελήμ ήταν βέβαιος πως όλοι κείνοι οι θησαυροί που `χαν εξαφανιστεί από την αίθουσα δε θα βρίσκονταν και πολύ μακριά, ότι οι καλόγεροι θα τους είχαν κρύψει σε καμιά σπηλιά του βουνού ή σε κάνε ξεροπήγαδο. Τους ήξερε καλά τους Ρωμιούς, έγραφε στο σουλτάνο, του θύμιζε πως είχαν κου­βεντιάσει συχνά οι δυο τους γι’ αυτά τα θέματα. Είναι παλιά και παμπόνηρη ράτσα τούτοι οι άνθρωποι, του ‘χε πει, πέ­ρασαν από μεγάλες φουρτούνες στην Ιστορία τους κι όμως επέζησαν, δεν εκφυλίστηκαν, όπως τόσοι άλλοι λαοί, δε λη­σμόνησαν την καταγωγή τους, τη γλώσσα τους. Αλλά κανείς απ’ όλους τους σουλτάνους που ‘βγαλε ως τα τώρα η Τουρ­κιά δεν κάθισε να μελετήσει αυτό το φαινόμενο, να τ’ αναλύ­σει, να καταλάβει τι σημαίνει, ώστε να κυβερνήσει πιο απο­τελεσματικά το ντοβλέτι.

«Θυμάσαι, Πολυχρονεμένε μου, τι σου είπα μια φορά;» έ­γραφε προς το τέλος της αναφοράς του ο Σελήμ. «Δεν κά­ναμε καθόλου καλά π’ αφήσαμε απείραχτα τα μοναστήρια σ’ αυτή τη χώρα, που θεωρήσαμε πως η θρησκεία κι η παράδο­ση των ραγιάδων δεν είναι επικίνδυνα πράγματα. Αναγνωρί­ζω βέβαια πως είναι βολικό —τουλάχιστο για ένα διάστη­μα— να κουμαντάρεις τους υποταγμένους λαούς χρησιμο­ποιώντας τους δικούς τους θεσμούς, αφήνοντας άθικτες τις συνήθειες τους, πηγαίνοντας με τα νερά της Ιστορίας και του χαρακτήρα τους. Είναι αλήθεια πως όταν δεν μπορείς να δα­μάσεις τους ανθρώπους με ξένα χαλινάρια και καπίστρια, πρέπει να δοκιμάζεις εκείνα που φτιάχνουν οι ίδιοι με τα χέ­ρια τους. Έτσι είναι ο κόσμος, Πολυχρονεμένε μου: σκύβει πιο εύκολα —καμιά φορά μάλιστα και με προθυμία— για να φάει βουρδουλιά, όταν ξέρει πως είναι ντόπιος ο βούρδουλας.

«Αναρωτιέμαι όμως τι θα γίνει όταν μερικοί, αμόρφωτοι σήμερα, λαοί του ντοβλετιού έρθουν σ’ επαφή με τον έξω κόσμο, όταν θ’ αρχίσουν τα πάρε δώσε με τους δασκάλους και τους σοφούς της Ευρώπης, άμα θα πιάσουν να στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία τους. Ποιος κρατάει τους Έλλη­νες και ποιος τους κάνει ζάφτι, άμα θα μπούνε για τα καλά στα μυστικά της Ιστορίας τους, όταν θυμηθούνε το παρελθόν τους, σαν πάρουνε χαμπάρι ότι κρύβει θησαυρούς η μνήμη τους; Πώς θα τα βγάλουμε πέρα με τους Αιγυπτίους, τους Πέρσες και τους Άραβες, άμα θ’ αρχίσουν να σκαλίζουν κι αυτοί τα περασμένα τους;»

Άρης Φακίνος, Το κάστρο της μνήμης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 197-8

Τέχνη και αίμα

Ο αυστριακός καλλιτέχνης Χέρμαν Νιτς διοργανώνει ακραίες παραστάσεις με σφαγμένα ζώα θολώνοντας τα όρια μεταξύ τέχνης και πρόκλησης

Η εκκωφαντική μουσική που ρέπει προς την κακοφωνία σταματά απότομα. Μέσα σε απόλυτη ησυχία, τρεις άντρες ντυμένοι στα άσπρα πλησιάζουν έναν κατάλευκο καμβά πάνω στον οποίο είναι «σταυρωμένο» ανάποδα ένα σφαγμένο αρνί. Ο ένας από αυτούς βγάζει τα ρούχα του και ο Χέρμαν Νιτς αδειάζει αρκετά κύπελλα αίμα στην πλάτη του. Ύστερα στέκεται με τα χέρια ανοιχτά κοιτώντας το κοινό καθώς ο Νιτς του δίνει να πιει αίμα και τον πασαλείφει με τα εντόσθια του αρνιού. Ο άντρας ανακατεύει το αίμα και τα εντόσθια πάνω στο σώμα του με εμφανή αγαλλίαση.

Σφαγμένα ζώα, αίμα και εντόσθια σε όλες τις πιθανές χρήσεις και τις παραλλαγές αυτών είναι τα μόνιμα εργαλεία του αυστριακού καλλιτέχνη Χέρμαν Νιτς, αντιπροσωπευτικού του κινήματος «Βιεννέζικος Αξιονισμός». Την παράστασή του «Orgy Mystery Theatre» φιλοξενεί ως τις 27 Ιανουαρίου η λονδρέζικη γκαλερί «30 Underwood Street» εν μέσω απορίας για το ποια είναι τα όρια της τέχνης.

Σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι τα έργα του Σεζάν ή του Πικάσο, ακόμη και η σούπα Campbel του Γουόρχολ, είναι τέχνη. Είναι όμως και το «Orgy Mystery Theatre» του Νιτς; Ο ορισμός της τέχνης έχει διευρυνθεί με το πέρασμα των αιώνων, λόγω των πολιτιστικών αλλαγών, των τεχνολογικών εξελίξεων και της μόνιμης δίψας για κάτι καινούργιο. Πού σταματά όμως η δημιουργικότητα και πού αρχίζει η απεγνωσμένη προσπάθεια εντυπωσιασμού;

Ο Νιτς ισχυρίζεται ότι απλώς έχει μεταφέρει στον σύγχρονο κόσμο τα χριστιανικά και προχριστιανικά τελετουργικά και ότι έχει επηρεασθεί βαθιά από τους αρχαίους μύθους του Διονύσου. Επικαλείται ακόμη και την έννοια της κάθαρσης, όπως την όρισε ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι το αίμα απελευθερώνει τα καταπιεσμένα ανθρώπινα ένστικτα και ότι τελικά επέρχεται η λύτρωση.

Ο Νιτς γεννήθηκε το 1938 στη Βιέννη, μια πόλη που σύντομα θα αντιμετώπιζε τις αεροπορικές επιθέσεις των Συμμάχων. «Οι ενήλικοι ήταν απελπισμένοι και έκαναν σαν αλλόφρονες, εμένα όμως με είλκυαν όλες αυτές οι καταστάσεις· άλλωστε η θέα του πόνου του άλλου είναι μια ανομολόγητη απόλαυση» λέει αναζητώντας τις ρίζες της έμπνευσής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 συναντήθηκε με τους ομοϊδεάτες του καλλιτέχνες Οτο Μούελ και Γκούντερ Μπρους και σχημάτισαν το Ινστιτούτο Άμεσης Τέχνης της Βιέννης ­ άμεσης γιατί δεν απεικονίζει γεγονότα, τα αναπαριστά. Η πρώτη τους παράσταση διοργανώθηκε το 1962, όταν οι τρεις τους κλείστηκαν σε ένα κελάρι επί 72 ώρες και έχτισαν πόρτες και παράθυρα. Οι φήμες για όργια και δολοφονίες που κυκλοφόρησαν προσείλκυσαν πλήθος το οποίο, εξαγριωμένο, γκρέμισε τους φρεσκοχτισμένους τοίχους. Το θέαμα που αντίκρισε ­ ένα σταυρωμένο και ακρωτηριασμένο αρνί ­ ήταν άκρως σκανδαλιστικό για τα ήθη της εποχής, έτσι το κίνημα των Βιεννέζων Αξιονιστών μπήκε στο μάτι των αρχών και του κοινού προτού ακόμη δημιουργηθεί επισήμως, το 1964.

Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν οι παραστάσεις του Νιτς διακόπτονταν απότομα με εισβολή της αστυνομίας ενώ ο ίδιος φυλακίστηκε τρεις φορές για βλασφημία και πρόκληση σκανδάλου. Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για τους Αξιονιστές. Όσοι δεν κλείστηκαν στη φυλακή αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα.

Ο Νιτς ανέβασε μια παράσταση στο Λονδίνο το 1966 η οποία είχε την αναμενόμενη τύχη να διακοπεί στη μέση ώστε να γίνουν άμεσα οι αναγκαίες συλλήψεις για τους προφανείς λόγους. Ανάμεσα στους θεατές, ωστόσο, ήταν και η Γιόκο Ονο που, εντυπωσιασμένη από την τέχνη του Νιτς, τον προσκάλεσε να εμφανισθεί στις ΗΠΑ. Πέραν του Ατλαντικού η καριέρα του εκτοξεύθηκε στα ύψη.

Οι διφορούμενης αισθητικής πίνακές του ­ οι οποίοι αναπαριστούν κυρίως αίμα και περιττώματα ­ πωλούνται προς 9 εκατ. δρχ. και άνω έκαστος. Τα εισιτήρια των παραστάσεών του ­ οι οποίες περιλαμβάνουν ξεκοιλιασμένα πρόβατα, αγελάδες και γουρούνια και για μουσική υπόκρουση έχουν ουρλιαχτά, σειρήνες πολέμου και μαρσαρίσματα οχημάτων ­ γίνονται ανάρπαστα και ο Νιτς πλουτίζει.

Το 1971 αγόρασε το υπέροχο μπαρόκ κάστρο Prinzendorf στα βόρεια της Βιέννης, τμήματα του οποίου χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα. Το ειρηνικό τοπίο γύρω από το κάστρο με τα δάση και τους αμπελώνες δεν προϊδεάζει ούτε στο ελάχιστο για το εσωτερικό του: στην κορυφή της πέτρινης, μεγαλοπρεπούς σκάλας είναι κρεμασμένη η τεραστίων διαστάσεων φωτογραφία μιας γυμνής σταυρωμένης γυναίκας, καλυμμένης με αίμα· ολόγυρα φωτογραφίες και αναμνηστικά των παραστάσεων που διοργανώθηκαν στο κάστρο· και στο παρεκκλήσι, μπουκάλια που περιέχουν σωματικά υγρά είναι παρατεταγμένα στην Αγία Τράπεζα ενώ αιματοβαμμένα άμφια κρέμονται στους τοίχους. Ο Νιτς σχεδιάζει μια μεγαλειώδη εξαήμερη παράσταση στο Prinzendorf εντός του 1998 με σκοπό να ξεπεράσει το τριήμερο προηγούμενο ρεκόρ του.

«Ποτέ δεν θα σκότωνα άνθρωπο αλλά δεν θα με πείραζε να εργασθώ πάνω σε πτώμα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να πάρω άδεια από τις αρχές» λέει. Όσο για τα ζώα, αυτά «θα τα σκότωναν έτσι κι αλλιώς για το κρέας τους». Άλλωστε χρησιμοποιεί επαγγελματίες σφαγείς, λέει, οι οποίοι τα σκοτώνουν εκτός σκηνής.

Στο σχεδόν 1.000 σελίδων βιβλίο του «ΟΜ Theatre Lesebuch» ο Νιτς αφιερώνει 200 σελίδες για να εξηγήσει τη θεωρία του «Orgy Mystery Theatre», επιμένοντας ότι οι παραστάσεις του δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα πανάρχαια τελετουργικά. Του διαφεύγει όμως το γεγονός ότι, εν αντιθέσει προς τις πρωτόγονες τελετές όπου όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ταυτοχρόνως και δημιουργοί, στις δικές του παραστάσεις μόνο αυτός επιδεικνύει δημιουργικότητα ενώ οι υπόλοιποι ή εκτελούν τις διαταγές του ή παρακολουθούν παθητικά.

Τελικά, πρόκειται για τέχνη; Αν τέχνη είναι ό,τι συμβάλλει στην καθαρώς αισθητική και πνευματική απόλαυση του θεατή, τότε ό,τι αγγίζει τα «κατώτερα» βίαια και σεξουαλικά ένστικτά του δεν είναι τέχνη. Μάλλον είναι ένας σίγουρος τρόπος για να τραβήξει κανείς την προσοχή καταλύοντας τα τελευταία ταμπού που ισχύουν στη μοντέρνα κοινωνία.

Μποζανίνου Τάνια, Το ΒΗΜΑ, 21/12/1997

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=94342

Copyright © Η Στέρνα          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση