Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια Ποιήτρια που τη λέγανε Παυλίνα (ας την πούμε γι’ αυτό Π. Π.). Από πολύ νέα έγραφε και ζωγράφιζε τον κόσμο. Ήξερε και περνούσε μέσα από μαγικούς καθρέφτες και από λαγότρυπες στον κήπο του σπιτιού της, κι έτσι βρισκόταν ξαφνικά σε κόσμους μαγικούς. Αυτούς που η ίδια είχε ποιήσει. Κόσμους ολόκληρους με τα πετεινά τους, τις γάτες και τους σκύλους τους, με τους ανθρώπους τους, καθημερινούς, παράξενους κι ακόμα πιο παράξενους, με ένα ολόκληρο σύμπαν στο οποίο χανότανε ώρες ώρες και η ίδια (μικρό παιδί ήτανε, άλλωστε). Κι άλλοτε γινόταν νονομάγισσα και ονομάτιζε τον κόσμο, κι άλλοτε μπορούσε να ακούει και να μας λέει τις σκέψεις ενός σάντουιτς ή του Τζο, ενός σκεπτόμενου γουρουνιού.
Ήξερε να ανακαλύπτει το μυστικό νόημα των πραγμάτων και να μας το σερβίρει με μοναδική μαστοριά σε… δύσπεπτα ηθικά διδάγματα (προαιώνιες αλήθειες που όλοι κάποτε κάπου είχαμε ακούσει, αλλά είχαμε λησμονήσει πως ήταν δυνατόν να σημαίνουν κάτι παραπάνω από το τίποτα στο οποίο τις είχε καταδικάσει η καθημερινή τους χρήση). Είχε προνομιακές σχέσεις με αλλόκοτους ισόβιους διαχειριστές πολυκατοικιών, όπως ο περίφημος κ. Π. Π., ο οποίος εμπιστευόταν στην Π. Π. τα κατά καιρούς ευρήματά του από τα έγκατα της σχεδόν συνομήλικής του πολυκατοικίας, με την οποία οδεύανε μαζί μες τη φθορά του χρόνου. Σε αντίθεση με εκείνο το μορμολύκειο όμως, η Π. Π. ήξερε ανέκαθεν να μπαίνει στο παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, όπου κι αν γινόταν αυτό, είτε σε ένα παλαιών καιρών αλώνι είτε στην προαναφερθείσα πολυκατοικία, απ’ τον καιρό που αυτή ήτανε ακόμη στα μπετά. Οπότε στο τέλος βρισκόμασταν όλοι στα χέρια άλλοτε με ένα “δώρο ασημένιο ποίημα”, όπως έγραψε ο Ελύτης, είτε, όπως τώρα, με ένα βιβλίο με “Παράξενες κι ακόμη πιο παράξενες ιστορίες.
Παράξενες κι ακόμη πιο παράξενες. Φαινομενικά μόνο. Γιατί μόνο τα φαινόμενα απατούν και μας παραξενεύουν· η ουσία είναι μία και αναδεικνύεται μέσα από τις απολαυστικές ιστορίες του καινούργιου βιβλίου της Π.Π.: η ματαιότης και το ασήμαντον της υπάρξεως της -ούτως ειπείν- κορωνίδος της δημιουργίας. Ως εκ τούτου, το χιούμορ και ο σαρκασμός είναι η εκ των ων ουκ άνευ στάση ζωής, τόσο για την ίδια τη ζωή όσο και για όσους τής δίνουν άλλες διαστάσεις από αυτές που πραγματικά έχει. Το ξέρουν αυτό καλύτερα από τους περισπούδαστα αλαζόνες εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους η σκύλα Σίλα, η γάτα Τζίλντα και η ποντικίνα Μάγκι. Ιδίως η πρώτη, πρωταγωνίστρια σε πέντε παράξενες ιστορίες, διεκδικεί πλέον περίοπτη θέση στο πάνθεον των… ηρωίδων της ελληνικής λογοτεχνίας.
Δεν γνωρίζουμε αν το βιβλίο αυτό ευτυχήσει στη συνέχεια και ελκύσει την προσοχή που του αρμόζει. Για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, απαιτείται μάλλον μια σατανική σκευωρία του σύμπαντος, διότι ξεκίνησε τον βίο του φαινομενικά εν μέσω των χειρότερων οιωνών, εν μέσω καραντίνας. Αλλά ίσως αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο. Απο/αναδείχτηκε έτσι με τον καλύτερο τρόπο η ίδια η φιλοσοφία του βιβλίου: ένας φαινομενικά (να τη πάλι η λέξη) ανεξιχνίαστος ρυθμός των πραγμάτων, εξαρτώμενος από το πέταγμα μιας πεταλούδας στο μακρινό Πεκίνο. Φαινομενικά, διότι στην περίπτωση ενός σπουδαίου έργου τέχνης, ο δημιουργός του/δημιουργός του κόσμου μόνο στο τυχαίο δεν αφήνεται: το αποδεικνύουν τα καλοδουλεμένα κείμενα του βιβλίου, με τις ακριβοζυγισμένες λέξεις, που κουβαλούν όλο το βάρος που ξέρει να αποδίδει σε αυτές μια ποιήτρια.
Πλάι στο “Τι είναι ο άνθρωπος και άλλα κείμενα” του Mark Τwain (ανάμεσα στις μεταφράστριες του τόμου ήταν και η Παυλίνα Παμπούδη, η οποία άλλωστε μετέφρασε και την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Lewis Carroll που υπαινιχθήκαμε παραπάνω) ή στα απροσδόκητα ασύνδετα σχήματα του δικού μας Ροΐδη, η σατανικά ευφυής λογοτεχνία θα συμπεριλαμβάνει πλέον και τις “Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες” της Π. Π., που θα μας υπενθυμίζουν στο εξής αφενός τα πραγματικά όρια της ύπαρξής μας, αφετέρου αυτό που προσφέρει η τέχνη ως κατασκευή: έναν κόσμο όπου ακόμη και τα αιώνια ηθικά διδάγματα αποκτούν τις αληθινές τους διαστάσεις, αν ο δημιουργός “πειράξει” λίγο το συγκείμενο από όπου αυτά εκκινούν.
Το ηθικό δίδαγμα της ακροτελεύτιας ιστορίας του βιβλίου είναι το εξής: “Ένα βιβλίο δεν τελειώνει ποτέ εκεί που νομίζεις”. Τα σπουδαία βιβλία, όπως οι “Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες” της Παυλίνας Παμπούδη, βιβλίο 144 σελίδων που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2020 σε επιμελημένη έκδοση από τις εκδόσεις “Καλειδοσκόπιο”, είναι από αυτά που ο αναγνώστης εύχεται να κρατήσουν και άλλο, ώστε να μην τελειώσει γρήγορα η απόλαυση της ανάγνωσης. Το ευτύχημα είναι ότι, όπως συμβαίνει και με τα καλά ποιήματα, οι 36 ιστορίες του βιβλίου θα είναι (ισόβια) εκεί περιμένοντας νέες αναγνώσεις και νοηματοδοτήσεις μας.
(Πρώτη δημοσίευση: ηλεκτρονικό περιοδικό “Περί ου”)