Ρατσισμός – Μετανάστευση: Η αρετή της ανεκτικότητας

img421Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας (3η ενότητα) της Γ’ Γυμνασίου που αναφέρεται στο ρατσισμό, η υπεύθυνη καθηγήτρια κ. Αρχανιώτη Ελένη ζήτησε απ’ τους μαθητές επιλέγοντας οι ίδιοι επικοινωνιακό λόγο (ημερολόγιο, πεζό κείμενο, ποιήμα, διήγημα, μαρτυρίες, πληροφορίες, ζωγραφιές, γκράφιτι, τρόπος καταιγισμού ιδεών κ.λ.π.) να παρουσιάσουν τις απόψεις τους για το φαινόμενο του ρατσισμού (φυλετικού – κοινωνικού) και παράλληλα να εκθέσουν τους προβληματισμούς τους για ό,τι αφορά τους μετανάστες και την αντιμετώπισή τους.
Στόχος της εργασίας ήταν η εξάσκηση στη δημιουργική γραφή και η ελεύθερη έκφραση και ο προβληματισμός των μαθητών για θέματα που αφορούν της και την κοινωνία στην οποία είναι ενεργά μέλη. Οι μαθητές ανταποκρίθηκαν με μεγάλη προθυμία και έφεραν διάφορες μορφές εργασιών μερικές απ’ τις οποίες παρατίθενται στη συνέχεια:

 

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Γερασιμίνα Βαλτογιάννη Γ’ τάξη

Οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πολυπολιτισμικές, δηλαδή στην Ελλάδα για παράδειγμα δεν ζουν μόνο Έλληνες αλλά και άνθρωποι από διάφορες χώρες με διαφορετικούς πολιτισμούς, απόψεις και ιδεολογίες . Σε τέτοιες κοινωνίες εκδηλώνονται φαινόμενα όπως ο ρατσισμός . Ρατσισμός είναι μια ιδεολογία που υποστηρίζει την ανωτερότητα μιας φυλής ή μιας κοινωνικής ομάδας. Στη σημερινήεποχή το πρόβλημα του ρατσισμού έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και είναι πιο έντονο από ό,τι παλιότερα
Τα αίτια που οδηγούν στη ρατσιστική συμπεριφορά είναι πολλά και διάφορα. Αρχικά μια αιτία του ρατσισμού είναι οι οικονομικοί λόγοι. Είναι γνωστό ότι είναι έντονη η εκμετάλλευση των αλλοδαπών, γιατί αποτελούν φθηνά εργατικά χέρια. Η προτίμηση σ’ αυτούς είναι μεγαλύτερη και ακόμα μεγαλύτερη η εκμετάλλευση τους. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι και η έλλειψη παιδείας. Στην κοινωνία όταν το μορφωτικό επίπεδο είναι χαμηλό, οι άνθρωποι είναι εύκολο να παρασυρθούν απ’ οποιαδήποτε προπαγάνδα. Δεν έχουν την ικανότητα να κρίνουν και ν’ αξιολογήσουν και έτσι φανατίζονται ενάντια άλλων κοινωνικών και φυλετικών ομάδων. Εξίσου σημαντικά είναι και τα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ανεργία , και τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις που κυριαρχούν στην κοινωνία.
Παρ’ όλη την μεγάλη έκταση του φαινομένου υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετώπισης από την πλευρά των νέων. Καταρχάς, οι νέοι πρέπει συνεχώς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους με την καλλιέργεια και την παιδεία. Έτσι οι νέοι θα μάθουν αξίες, όπως η ανεκτικότητα , η ισότητα και ο σεβασμός απέναντι στο διαφορετικό. Ακόμη οι νέοι έχοντας συνειδητοποιήσει το φαινόμενο και τις διαστάσεις του ρατσισμού μπορούν να αναλάβουν ενεργή συμμετοχή και η δράση με διαφόρους τρόπους. Ένας τρόπος είναι να οργανώνονται διάφορες αντιρατσιστικές συναυλίες και ανοιχτές συζητήσεις ,όπου θα αναδεικνύουν το πρόβλημα του ρατσισμού. Τέλος έχοντας συνειδητοποιήσει όλοι το φαινόμενο του ρατσισμού και γνωρίζοντας πόσο καταστροφικός είναι απαραίτητο πρέπει ο καθένας να αποβάλει τις ιδέες και τις αντιλήψεις που τον ωθούν στη ρατσιστική συμπεριφορά.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
Άννα Κουκουρδέλη Γ΄τάξη

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, καθώς έγραφα τα μαθήματα μου άκουσα την πόρτα να χτυπά. Η μητέρα μου άνοιξε και είδαμε τον πατέρα μου πολύ χαρούμενο. Ανυπομονούσαμε όλοι να δούμε τι θα μας πει. Τα νέα ήταν πολύ δυσάρεστα για μένα. «Βρήκα καινούργια δουλειά» είπε γεμάτος χαρά ο πατέρας. Αυτό στην αρχή μου φάνηκε πολύ καλό. Ωραία! Η δουλειά όμως ήταν στην Γερμανία και θα φεύγαμε την επόμενη εβδομάδα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να αποχαιρετήσω τους φίλους και τους συγγενείς μου. Το καλό ήταν ότι ο πατέρας μου θα έβγαζε περισσότερα χρήματα. Όμως δεν μπορείς έτσι εύκολα να ζήσεις σε μια χώρα διαφορετική από τι δική σου και να νιώθεις ξένη. Προς το παρόν θα μιλούσα Αγγλικά, αφού η Γερμανική γλώσσα είναι δύσκολη.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και ήρθε εκείνη η μέρα που θα έφευγα απ’ την πατρίδα μου την Ελλάδα. Φτάσαμε στο καινούριο μας σπίτι. Ήταν πολύ όμορφο, όμως δεν είχα κανένα για να κάνω παρέα και να περνάει η ώρα μου ευχάριστα. Την επόμενη ημέρα θα πήγαινα σχολείο. Δυστυχώς ήρθε εκείνο το πρωί.
Μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα στο σχολείο όλοι άρχισαν να με κοιτάνε περίεργα λες και ήμουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτούς. Σαν να ήμουν από άλλο πλανήτη. Ο καθένας έλεγε κάτι στο αυτί του διπλανού του για εμένα. Ένιωθα πολύ άσχημα. Ήμουν ξένη. Εντάξει και τι έγινε αν είμαι από διαφορετική χώρα, αν είχα πιο σκούρο χρώμα δέρματος και αν δεν ήξερα να μιλώ γερμανικά. Και το πιο σημαντικό; Δεν είχα ούτε ένα φίλο.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι όλα τα παιδιά μπήκαν στις τάξεις τους. Εγώ έμεινα έξω και περίμενα τον καθηγητή να έρθει και να με γνωρίσει στους συμμαθητές μου. Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ο καθηγητής τούς είπε ότι είμαι η καινούρια τους συμμαθήτρια, ότι προέρχομαι από την Ελλάδα και ότι μπορώ να επικοινωνήσω μόνο με την αγγλική γλώσσα. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν όλα τα παιδιά να με κουτσομπολεύουν και να γελούν μαζί μου. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αμέσως μετά πήγα και κάθισα μονάχη σε μια γωνιά. Απέναντι όμως υπήρχαν κάποια άλλα κορίτσια τα οποία συνεχώς με κοιτούσαν και ξαφνικά έβαζαν τα γέλια. Άνθρωπος είμαι κι εγώ, τι κι αν δεν έχω ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια? Όταν βγήκαμε διάλειμμα, περπατούσα μόνη μου στους διαδρόμους αυτού του τεράστιου σχολείου ακούγοντας όλα αυτά τα ενοχλητικά σχόλια από διάφορους μαθητές. Τι το περίεργο είχα κάνει? Τα συγκεκριμένα κορίτσια της τάξης άρχιζαν να με κοροϊδεύουν στα γερμανικά και να με σπρώχνουν. Δεν άντεχα άλλο! Γυρνούσα σπίτι μου κάθε μέρα και έκλαιγα.
Ήμουν τόσο πολύ στεναχωρημένη και ένιωθα ότι ο καθένας δεν με θέλει. Σχεδόν κάθε μέρα τσακωνόμουν με τους γονείς μου επειδή φύγαμε από τη χώρα μας και γενικά η ψυχολογία μου είχε πέσει πάρα πολύ «Γιατί υπάρχω? Αφού κανείς δεν με θέλει» απορούσα κλαίγοντας πολλές ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο μου. Το μόνο που μου έφτιαχνε τη διάθεση ήταν όταν μιλούσα με τους φίλους μου στο τηλέφωνο. Στο σχολείο ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και προχωρημένη, αφού αυτά τα μαθήματα που έκανα εγώ τα είχα μάθει τις προηγούμενες χρονιές στο σχολείο μου. Ακόμη και στα αθλήματα ήμουν καλύτερη απ’ όλους. Αυτά τα κορίτσια με ζήλευαν που ήμουν καλύτερη απ’ αυτές και μου έκαναν ακόμη χειρότερα πράγματα, όπως να μου παίρνουν τις εργασίες μου και να τις σκίζουν μπροστά στα μάτια μου. Ώσπου μία μέρα δεν μπόρεσα άλλο να το ανεχτώ και πήγα να μιλήσω στον καθηγητή μου. Αυτός ήταν ο μόνος που με άκουσε και μου συμπαραστάθηκε ,ενώ όλοι οι άλλοι με αγνοούσαν.
Την άλλη μέρα ο καθηγητής μίλησε σε όλους τους μαθητές για τη συμπεριφορά τους προς εμένα. Τότε όλα τα παιδιά συνειδητοποίησαν το λάθος που είχαν κάνει και ήρθαν όλοι να μου ζητήσουν συγγνώμη εκτός από εκείνα τα κορίτσια. Αυτές μου είπαν θα το πληρώσω αυτό που έκανα. Εμένα δεν με ενδιέφερε, γιατί από εκείνη την μέρα δεν με ενόχλησε κανείς άλλος και άρχισα να κάνω πολλούς καινούριους φίλους και να μοιράζομαι πολλά πράγματα μ’ αυτούς. Είχα αρχίσει να νιώθω πιο εξοικειωμένη , σιγά σιγά μάθαινα τα γερμανικά και ένιωθα σαν να είμαι στην Ελλάδα. Πρώτη φορά στην ζωή μου είχα αισθανθεί θύμα ρατσισμού και κατάλαβα πόσο άσχημο είναι. Μου είχε λείψει βέβαια η πατρίδα μου, αλλά ευτυχώς θα πήγαινα το καλοκαίρι. Αυτό το καλοκαίρι θα έρθουν και οι φίλοι μου απ’ την Γερμανία στην Ελλάδα για να δουν πως είναι να πηγαίνεις σε άλλη χώρα.

Ένα προσφυγόπουλο κλαίει….
της Ιωάννας Σαγρή, Γ’ τάξη

Κάνει κρύο. Η ομίχλη σκεπάζει τα πάντα. Μέσα στην καταχνιά ένα προσφυγόπουλο κλαίει.
Η Ρίμα είναι ένα δεκάχρονο κορίτσι από το Χαλέπι της Συρίας. Πάνε τρία χρόνια από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην πατρίδα της. Οι βόμβες έπεφταν ασταμάτητα. Ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει. Μαζί και η ψυχή της. Φόβος και τρόμος παντού. Μπήκαν στη πόλη οι αντάρτες. Η ζωή σταμάτησε. Τα σχολεία έκλεισαν, κάθε σπίτι θρηνούσε και από ένα νεκρό. Τρία χρόνια πέρασαν έτσι, μέσα στη μαυρίλα. Δεν άντεξαν άλλο. Αποφάσισαν να φύγουν όπως-όπως. Οι γονείς της πούλησαν κι αυτοί γρήγορα-γρήγορα το ωραίο τους σπίτι για ένα κομμάτι ψωμί. Κι έβγαλαν ίσα-ίσα τα ναύλα τους…
Ο δουλέμπορος από την Τουρκία, για να τους περάσει στην απέναντι ακτή, ζητούσε 2.000 δολλάρια για τον καθένα. Το ήξεραν. Κι αυτοί ήταν τρεις στην οικογένεια. Κι ακόμη θα έπαιρναν μαζί τους και δύο μικρά, τη Σίμα και το Ζάκ, δύο ορφανά γειτονόπουλα που οι γονείς τους σκοτώθηκαν απ’τις βόμβες. Σύνολο πέντε ψυχές – 10.000 δολλάρια. Φρίκη. Όμως, τι να έκαναν;
Εδώ και τρείς μήνες άφησαν την ταλαίπωρη πατρίδα τους και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Πήραν μαζί τους τα λιγοστά τους πράγματα, τον πόνο τους και την ορφάνια τους και ξεκίνησαν για το άγνωστο.
Ήρθαν στην Ελλάδα. Ανάσαναν. Βρήκαν ασφάλεια εδώ και μια πηγαία καλοσύνη. Η ζωή τούς χαμογέλασε ξανά. Ζούνε πολύ φτωχικά βέβαια στη μικρή σκηνή τους. Η μικρή Ρίμα κρυώνει, δεν τη φτάνει η μια κουβέρτα. Κι ο Ζακ έχει βγάλει εξανθήματα στο σώμα του από την απλυσιά. Δεν έχουν όμως παράπονο. Αρκεί που είναι ασφαλείς. Εδώ δεν πέφτουν βόμβες. Υπάρχει ζωή!
Όμως η Ρίμα δεν μπορεί να ξεχάσει. Ώρες- ώρες κρύβεται στο βάθος της σκηνής, σφίγγει το μαξιλάρι της στα χέρια και κλαίει, κλαίει με λυγμούς … Θυμάται τη γειτονιά της, όπου έπαιζε όταν ήταν μικρή. Εκεί έμεναν ο Ράμυ, ο Ζώρζ και η Νούρ .. Θυμάται το σχολείο της που έκλεισε .. Και νιώθει προδομένη, αδικημένη από τους ισχυρούς της γης. Σφίγγει τις γροθιές της κι ένα «γιατί» ξεφεύγει από τα χείλη της. Γιατί να υπάρχει πόλεμος; Γιατί να είμαστε παιχνίδι στα χέρια των ισχυρών; Καημένη Ρίμα …!!!

Δεκέμβριος 2015
Στη Συριακή γη ένα μουντό σύννεφο απλώνεται. Τα βλήματα συνεχίζουν να σχίζουν τον αέρα και οι βόμβες να πέφτουν με πάταγο. Η Ρίμα κλαίει για την προσφυγιά της.
Έρχονται Χριστούγεννα. Η γη περιμένει τη Γέννηση του Θεανθρώπου. Σε λίγο οι Άγγελοι θα ψάλουν το «επί γης ειρήνη» και ο μικρός Χριστός θα ξαναγεννηθεί μέσα στο κρύο βρώμικο στάβλο κι έπειτα θα πάρει κι Αυτός το δρόμο της προσφυγιάς.
Κουράγιο Ρίμα, Σίμα, Ζάκ. Δεν είστε μόνοι. Μαζί σας πονάει, υποφέρει, στερείται και ο Χριστός. Το Θείο Βρέφος. Διωγμένο, κυνηγημένο, προσφυγόπουλο κι Εκείνο, λίγο μετά τη Γέννηση του.
Χριστούγεννα 2015
Ένα φως λάμπει στον ουρανό. Μια ακτίνα ελπίδας ανατέλλει. Η Ρίμα χαμογελάει. Κοντά στο Θείο Βρέφος βρήκε την Αγάπη. Βρήκε την ελπίδα…..

 

       Μια τελευταία νύχτα στη Σμύρνη

    της Βασιλικής Χαραλάμπους, Γ’ τάξη

Τι σου απέμεινε; Μια χούφτα λήθης!

Μια χούφτα αίμα, σκληρής δουλειάς

Κι ως τα κοιτάζεις, αναστενάζεις κι όλο ρωτάς:

Γιατί; … Γιατί;

 

Τα δάχτυλά σου μισάνοιχτα σαν ικεσία,

Κρατούν τις σφαίρες με αγωνία

Κι είναι, βλέπεις, πόνος πατρίδας!

Το σπίτι χάθηκε, που στάλα ελπίδας;

 

Πόσο τραγούδι ξόδεψες, πόση χαρά;

Ψωμί ξασφάλιζες για τα παιδιά σου.

Σταυροκοπιόσουν, ώ δύστυχε, κάθε φορά

Πάει το χώμα, πάει η καρδιά σου!

 

Πόσα ξενύχτια και αγωνία!

Έτρεμαν, φίλε, τα γόνατά σου,

Μην κλείσει η φάμπρικα, τι ειρωνεία!

Θεέ, πόσους ανθρώπους πήρες απόψε κοντά σου;

 

Της λήθης η πατρίς

Βασιλική Χαραλάμπους Γ’ Τάξη

Όταν στον τύπο διαβάζουμε για μετανάστευση, ο όρος χρησιμοποιείται χωρίς διάκριση για όλους οικονομικούς μετανάστες, πρόσφυγες, αιτούντες ασύλου. Συχνά όμως ακούμε και τον όρο «λαθρομετανάστης» και «παράνομος μετανάστης», όρους που προσωπικά θεωρώ υποτιμητικούς καθώς ο άνθρωπος ως οντότητα δεν είναι ποτέ λαθραίος ή παράνομος. Μπορεί να κάνει μια παράνομη πράξη, αλλά αυτό αφορά την πράξη, όχι τον άνθρωπο. Πρόσφυγας, λοιπόν, είναι κάποιος που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την χώρα του εξαιτίας πολιτικής, εθνικής, φυλετικής και θρησκευτικής δίωξης ή επειδή ανήκει σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα η οποία διώκεται. Για τους λόγους αυτούς δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του και δικαιούνται άσυλο και διεθνή προστασία στη χώρα που καταφεύγει.
Αλήστου μνήμης παραμένει βεβαίως ως και σήμερα η σφαγή του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό καθώς και η πυρπόληση της πόλης το 1922,γεγονότα που συγκροτούν τη γνωστή καταστροφή της Σμύρνης. Πως θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τη μέρα που άρχισε ο στρατός μας να φεύγει? Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατέβαιναν και έσφαζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουγες και έβλεπες από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμία δεκαριά οικογένειες.
Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, ενώ άλλους τους ετοιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε.
Εμείς βρισκόμαστε στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. <<Μην φοβάστε είναι μακριά.>>, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σε ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε εμάς. Ρίχνουμε βενζίνη και προχωρούμε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μία, θάλασσα από την άλλη, βρισκόμασταν στη μέση, ενώ οι Τούρκοι έσφαζαν δίπλα στα χνώτα
μας. Φρικωδία! Δεν είχα προλάβει μήτε να σκεφτώ, μήτε να αντιδράσω. Τη νύχτα λιμοκτονούσαμε από την πείνα. Πηγαίναμε λίγο πιο έξω, αθλιότητα! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα-ένα μεγάλο λάκκο. Γύρω Γύρω στα χείλια της χαβούζας, σπαρταρούσαν
κορμιά και μέσα ο λάκκος ήταν γεμάτος κεφάλια.Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρη της χαβούζας ,έκοβαν το κεφάλι και άφηναν το σώμα να κύτεται στο χώμα. Ήταν φοβερό, όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί, σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδερφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.
Την άλλη μέρα πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε.Οι μέρες περνούσαν. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Η αδερφή μου και ο ξάδερφός μου Ζαχαρίας πήγαιναν στις μηχανές και είχαν βαλθεί να βάζουν καπελάκια, να μαζεύουν τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει. Και έτσι φτάσανε στους Αθηναίους. Χωρίς χρήματα, στέγη, τροφή, νερό και γεμάτοι ψυχικά και ψυχολογικά τραύματα που έμελλαν να στιγματίσουν την μετέπειτα ζωή τους για πάντα. Όλα τριγύρω ξένα και πάντοτε η ίδια αμφιβολία. Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα? Δυστυχώς η απέχθεια των συνανθρώπων και η προκατάληψη γροθοκοπούσε την καθημερινότητά μας με κάθε τρόπο. Πήγαινε ο θείος μου να πάρει νερό και ψωμί και δεν του ‘διναν. Να ο ρατσισμός πως ήταν!
Η αποκατάσταση μπορεί να ήταν ταχεία και να κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος από τους συμπολίτες μου από τη Σμύρνη, ωστόσο η αφομοίωση μας στο νέο χώρο εγκατάστασης, πραγματοποιήθηκε με τους πιο αργούς ρυθμούς. Δεν θυμάμαι παρά τη μάνα μου να αγχώνεται, όχι μόνο για την επιβίωση της πλέον ξεκληρισμένης οικογένειάς μας, άλλα και για τη βελτίωση της ζωής μας, εκφράζοντας συχνά παράπονα για την αντιμετώπιση που είχαμε από το κράτος, καθώς και τους γηγενείς Έλληνες. Και δεν είχε καθόλου άδικο, αφού απ’ τη μία η αποζημίωση ήταν παντελώς ελλιπής, απ’ την άλλη η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε αποκλειστικά σε μας. Μακάρι όμως αυτά να ήταν τα μόνα μας προβλήματα. Σαν άτομο δεν μπόρεσα ποτέ να μορφωθώ πλήρως, αποκτώντας μόνο τη βασική εκπαίδευση και αυτή με αρκετές δυσκολίες.
Εγώ μέχρι που τελείωσα το σχολείο στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο Φυσικής. Η Ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα. Τα μαθηματικά μας τα ‘ λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Και εγώ έπαιρνα και διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει απ’ την πατρίδα, γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία. Όλα τα είχαμε στην πατρίδα…!

 

img424
img422