Βρυσάκια, τα. Μικρός οικισμός στον όρμο των Πολιτικών. Κατ. 8, υψ. 10 μ. Υπάγεται στο Δ. Ψαχνών της επαρχ. Χαλκίδας του ν. Ευβοίας. Από αυτά περνάει ο νομαρχιακός δρόμος Ψαχνών – Πολιτικών. Το όνομα Βρυσάκια πήρε από τις μικρές βρυσούλες, βρυσάκια, που βρίσκονται κατά μήκος της ακτής. ΒΑ υψώνεται χαμηλός βραχώδης λόφος σκεπασμένος από μεγάλους θάμνους αγριελιών, σκίνων, πρίνων κ.ά. Η θέση του λόφου είναι επίκαιρη και δεσπόζουσα. Έγινε δε περιώνυμη και πασίγνωστη από την περιφανή νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων το 1821.
Ιστορία.
Οι πρώτες επιθέσεις των επαναστατών κατά του φρουρίου της Χαλκίδας (στις 29 Μαΐου και το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1821) με αρχηγό τον καπετάν Βερούση, απέτυχαν εξαιτίας της ανικανότητας του και του απειροπόλεμου των επαναστατών. Οι Έλληνες απελπίστηκαν και ζήτησαν από τον πλοίαρχο Αλεξ. Κριεζή την αντικατάσταση του. Ο Κριεζώτης, συσκεφθεΐς με τους άλλους οπλαρχηγούς, αποφάσισε και διόρισε Γενικό Αρχηγό Ευβοίας τον Αγγελή Γωβιό (βλ. λ.) από τη Λίμνη, πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου και συμπολεμιστή του στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Γωβιός με ευχαρίστηση δέχτηκε την αρχηγία του Αγώνα της Ελευθερίας στην Εύβοια. Συμπεριέλαβε συμπολεμιστή του και συναρχη-γό τον ανδρείο και ικανό Κώτσο Δημητρίου (βλ. λ.). Την άλλη μέρα έφθασε στον Άγιο από την ιδιαίτερη του πατρίδα Λίμνη και άρχισε την αναδιοργάνωση του στρατοπέδου των Βρυσακίων, περιμένοντας την επίθεση των Τούρκων της Χαλκίδας. Οι Τούρκοι της Χαλκίδας πράγματι βγήκαν από το φρούριο και επιτέθηκαν εναντίον των Ελλήνων στα Ψαχνά και στα Βρυσάκια, αντεπι-τεθέντες όμως οι Έλληνες τους έτρεψαν σε φυγή, με αποτέλεσμα να κλειστούν στη Χαλκίδα περιμένοντας ενισχύσεις από τη Στερεά.
Πράγματι, ο Ομέρ Βρυώνης, θέλοντας να εξουδετερώσει την επανάσταση στην Εύβοια, για να έχει τα χέρια του ελεύθερα προς εύκολη καθυπό-ταξη της Ανατ. Στερεάς και κατόπιν της Πελοποννήσου, έφθασε στη Χαλκίδα από τη Θήβα με 2.000 στρατιώτες τον Ιούλιο του 1821. ΟιΧαλ-κιδαίοι Τούρκοι είπαν στο Βρυώνη ότι οι Έλληνες είναι επαναστάτες χωριάτες και ανίκανοι για πόλεμο. Ο Αγγελής προβλέποντας έξοδο των Τούρκων και επικείμενη μεγάλη μάχη, τοποθέτησε τους στρατιώτες του ως ακολούθως: Αυτός με 300 εκλεκτούς κατέλαβε το οχύρωμα των Βρυσακίων. Τους υπολοίπους στρατιώτες, περίπου χίλιους, τους διεμοίρασε· ένα μέρος με οπλαρχηγούς τον Κώτσο και τον Αγγελή Νικολάου τοποθέτησε ανατολικά και τους άλλους με αρχηγό τον Μπαλαλά νότια. Από τη θάλασσα παρακάλεσε το πλοίο του Κριεζή και τα πλοία της Λίμνης να πλησιάσουν στην ξηρά και να υποστηρίξουν το οχύρωμα και να βγάλουν από τα πλοία τέσσερα κανόνια στην ξηρά υπό τον άξιο ναυτικό Θεόδωρο Μπούφη.
Ο Αγγελής τρέχει στα χαρακώματα και εμψυχώνει τους άνδρες του με αυτά τα λόγια: «Αδέρφια μου, μην τους φοβάσθε τους χαλιτούπηδες, τους ρεζίληδες Τουρκοχαλκιδαίους. Όσοι και νάναι, με τη δύναμη του Θεού, εύκολα θα τους χαλάσουμε. Αδέρφια, σήμερα θα δοξάσουμε τα ευβοϊκά όπλα».
Οι Έλληνες, έχοντας εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους και στη βοήθεια των πλοίων, ανέκτησαν μεγάλο θάρρος κι έγιναν ατρόμητοι.
Στις 15 Ιουλίου 1821 ο Ομέρ Βρυώνης βγήκε από το Φρούριο της Χαλκίδας με τους Αρβανίτες του, με τους Χαλκιδαίους Τούρκους και με ιππικό και πυροβολικό και πήρε θέση απέναντι από το ελληνικό στρατόπεδο. Ο Αγγελής, γνωρίζοντας ότι αρχηγός των Τούρκων ήταν ο Βρυώνης, εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια μόνο στον Κώτσο και τον Μπαλαλά δίνοντας τους θάρρος, ενώ στους άλλους είπε ότι είναι Τούρκοι Χαλκιδαίοι χαύνοι και δειλοί, τους οποίους με τη βοήθεια του Θεού εύκολα θα καταστρέψει.
Ο Βρυώνης άρχισε τον κανονιοβολισμό για να καταστρέψει το οχύρωμα των Ελλήνων. Οι Έλληνες επέμεναν καρτερικά και άρχισαν να πυροβολούν όταν πλησίασαν οι Τούρκοι κι ύστερα από διαταγή του Αγγελή. Η μάχη άρχισε και από τα δυο μέρη με πείσμα. Οι Έλληνες ιερείς, ντυμένοι με τα ιερά τους άμφια, περιφέρονταν στο στρατόπεδο των Ελλήνων ψάλλοντας: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεΰσι κατά βαρβάρων δω-ρούμενος καί το Σόν φυλάττων δια του σταυρού Σου πολίτευμα». Ανέπεμπαν δε δεήσεις στο Θεό για τη συντριβή του εχθρού και έδιναν μεγάλο θάρρος στους αγωνιστές.
Ο Ομέρ Βρυώνης, για να παρακολουθήσει την εύκολη μάχη, όπως τη φανταζόταν, καθόταν στη θέση «Τρύπιο Λιθάρι» και από εκεί παρακολουθούσε τον αγώνα. Όταν είδε την εξέλιξη της μάχης, που ήταν ντροπή γι’ αυτόν, αναφώνησε σαν άλλος Ξέρξης: «Μωρ’ αυτά δεν είναι ρεντίφικα τουφέκια, όπως μου είπαν, παρά είναι κλέφτικα και Σουλιώτικα».
Οι Τούρκοι επί επτά ώρες συνεχώς πολεμούσαν πεισματικά τους Έλληνες και τρεις φορές επιτέθηκαν κατά των οχυρωμάτων τους, αλλά και τις τρεις φορές αποκρούστηκαν αποδεκατισ μένοι από το εύστοχο βόλι των Ελλήνων και των τηλεβολη-μάτων των πλοίων.
Ο Βρυώνης, βλέποντας το μάταιο και ανώφελο του αγώνα, απελπίστηκε και οπισθοχώρησε ντροπιασμένος για τη Χαλκίδα. Στην οπισθοχώρηση τους οι Τούρκοι έπεσαν στα βαλτώδη νερά του Κωλοβρέχτη και βούλιαξαν πολλοί. Στην άτακτη φυγή τους εγκατέλειψαν στο δρόμο και δυο κανόνια.
Στη μάχη οι Τούρκοι είχαν 70 νεκρούς και 150 τραυματίες. Από τους Έλληνες δεν φονεύθηκε κανένας. Οι Τούρκοι είχαν τη γνώμη πως ήταν ακόμη αρχηγός ο ανίκανος Βερούσης, γι’ αυτό την έπαθαν και την πλήρωσαν ακριβά.
Στη μάχη πολέμησε για πρώτη φορά υπό τον αρχηγό Σούτα και διακρίθηκε για το απαράμιλλο θάρρος και τονηρωισμό του ο μελλοντικός οπλαρχηγός της Ευβοίας Καρύστιος Νικολ. Κριεζώτης. Έδειξε τέτοια ανδρεία, που προκάλεσε την προσοχή του Γωβιού και του Κώτσου και έδειξε σε αυτούς τι μπορεί να προσφέρει μελλοντικά στην πατρίδα του.
Ο Ομέρ Βρυώνης, για να ενισχύσει τις δυνάμεις του ύστερα από την ήττα του στα Βρυσάκια, κάλεσε με αγγελιοφόρο του τον Ομέρ μπέη τον Κα-ρυστινλή, που έφθασε από το Οριο με 300 εμπει-ροπόλεμους Καρυστινούς στρατιώτες.
Ο Ομέρ μπέης στρατοπέδευσε στη Βρωμούσα και αφήνοντας τους άνδρες του μπήκε στη Χαλκίδα για να συσκεφθεί με τον Ομέρ Βρυώνη πασά. Πήραν την απόφαση να κτυπήσουν πάλι τους Έλληνες όλοι μαζί στα Βρυσάκια. Προς τούτο ο Ομέρ Βρυώνης πασάς και ο Ομέρ μπέης «ίππευσαν και περιήρχοντο από οικίας εις οικίαν μετά θυροκρούστου και ο μεν έκρουε την θύραν, οι δε έσωθεν απεκρίνοντο “κιμί ντιρ”· Ο δε έξωθεν “αμέτ Μωαμέτ” αύριον να ήσθε έτοιμοι, να πάμε εις τα Βρυσάκια κατά των κλεφτών» (Ναθαναήλ).
συνεχίζεται…