ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ

Μαθήματα

ιεραρχες

Γράφει η εκπαιδευτικός του σχολείου μας κα Τσίγκα Θεοδώρα, θεολόγος

Αιτωλικό,24-1-2022

 

Ως πρότυπα Παιδείας, υποδείγματα Επιστήμης και Καλοσύνης, φάροι και οδηγοί για μια πνευματική και ηθική κοινωνία προβάλλουν και σήμερα εμπρός μας οι Τρεις Μέγιστοι Φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος: Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Τι να εξάρει κανείς από αυτή την τριάδα των Ιεραρχών;

Της ψυχής τους την καθαρότητα, του σώματος τον αγιασμό, τη χρηστότητα των τρόπων, τη λαμπρότητα του βίου, την ευκοσμία των ηθών, την άσαρκον πολιτεία ή τους υπέρ των ορθών δογμάτων αγώνες και ίδρωτες;

Υπήρξαν και οι τρεις τους κάτοχοι αξιοζήλευτης παιδείας που μας εκπλήσσει με το εύρος της. Πάνω δε στην κατοχή της θύραθεν σοφίας ακούμπησαν την ευρεία θεολογική τους μόρφωση και συμπλήρωσαν θαυμαστά τη διανοητική τους φαρέτρα, την οποία έθεσαν στην υπηρεσία της Εκκλησίας, της παιδείας που τους σεμνύνεται σήμερα ως προστάτες και εν γένει της κοινωνίας.

Οι Τρεις Ιεράρχες αποτελούν διαχρονικά, αιώνια και ανυπέρβλητα πρότυπα γνήσιων παιδαγωγών, άριστων επιστημόνων και αυθεντικών εργατών του Ευαγγελίου.

Εκείνος που επιχειρεί να ορθώσει λόγο για τους Τρεις Ιεράρχες, αντιμετωπίζει τη δυσκολία όχι για το τι πρέπει να πει αλλά για το τι επιτρέπεται να παραλείψει από μια ζωή υποδειγματική, μια ενεργητικότητα πολύπλευρη και μια συγγραφική δραστηριότητα εξαιρετικά πλούσια και όχι ενός αλλά τριών ανδρών.

Θα τολμήσουμε εφέτος που ο κόσμος μας για άλλη μια χρονιά μαστίζεται από την λοιμική νόσο Covid 19 αυτή την εορταστική ημέρα της παιδείας να στρέψουμε το νου μας σε όσους μέσα στα νοσοκομεία της χώρας μας αγωνίζονται για να κρατηθούν στη ζωή και σε αυτούς που πασχίζουν υπερβάλλοντας εαυτόν να τους κρατήσουν στη ζωή και να διακρίνουμε την ενασχόληση των Τριών Πατέρων με την Ιατρική, να ψηλαφίσουμε ακραιφνώς, αναφορές τους σε αυτήν μέσα στα έργα τους.

Καταρχάς να επισημάνουμε ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων (ο Θεός δεν δημιούργησε τον θάνατο και ούτε χαίρεται με το χαμό των ανθρώπων). Η ασθένεια και ο θάνατος ήρθε μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων και την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο. Κι ο Ιησούς Χριστός με την ενανθρώπισή του μας δείχνει την οδό για τον Παράδεισο που χάσαμε. Ο ίδιος ο Κύριος δεν αδιαφόρησε μπροστά στην ασθένεια και τον πόνο των ανθρώπων αλλά «διήλθε ευεργετών και ιώμενος». Το ίδιο έκαναν και οι απόστολοι αλλά και διάφοροι μάρτυρες, μοναχοί και γενικότερα άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας,(στα έργα των οποίων ανιχνεύεται ιατρική ορολογία στην περιγραφή ασθενειών, χωρίς να παραβλέπουν το θαύμα ως ίαση). Αυτό δε σημαίνει ότι η θεραπευτική Ιατρική μέσω της πίστης και των θαυμάτων δεν άφησε χώρο για την ανάπτυξη της κοσμικής ιατρικής. Την τελευταία, την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τιμούσαν πολύ, όχι μόνο οι αυτοκράτορες αλλά και οι Πατέρες της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, πολλοί μοναχοί και μοναχές, κι ο απλός λαός του Βυζαντίου.

Η ιατρική ως αυτόνομη καθαρά επιστήμη αρχίζει να εμφανίζεται στο Βυζάντιο στα τέλη του 10ου και 11ου αιώνα. Πηγές αναφέρουν ότι την εποχή των Πατέρων που σήμερα τιμούμε, τον 4ο αιώνα λειτουργούσαν μόνο δύο κατ’ εξοχήν ιατρικές σχολές, μια στην Τύρο και μία στην Αλεξάνδρεια. Η Ιατρική ως επιστήμη στις περισσότερες περιπτώσεις είχε ενσωματωθεί στο πρόγραμμα σπουδών των φιλοσοφικών σχολών και των σχολών ρητορικής παιδείας. Σπουδαστής των σχολών αυτών θα μπορούσε να επιλέξει και την ιατρική αν το επιθυμούσε. Και οι Τρεις Ιεράρχες ενέταξαν μέσα στο σύνολο των σπουδών τους την ιατρική. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος μάλιστα στο «κλεινόν άστυ», στην Αθήνα  σπουδάζουν μεταξύ των άλλων επιστημών την Ιατρική την οποία ο Γρηγόριος αποκαλεί «θαυμασίαν Ιατρικήν».[1]

Σε ερώτηση που τέθηκε στο Μέγα Βασίλειο αν πρέπει οι μοναχοί να μεταχειρίζονται την Ιατρική ο ουρανωφάντωρ πατήρ όχι μόνο απάντησε καταφατικά αλλά απέδωσε την προέλευση της Ιατρικής στον δωροδότη Κύριο: «Κάθε τέχνη, μας έχει δοθεί από τον Θεό, σαν βοήθεια προς την ασθενή φύση μας. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την Ιατρική»[2]. Επικαλούμενους και άλλους μελετητές, παραδέχεται την υγεία ως την ευστάθεια των φυσικών λειτουργιών του οργανισμού[3]και επισημαίνει την υποχρέωση του ανθρώπου να επιμελείται την φροντίδα της υγείας του, κατά το πρότυπο των σοφοτάτων ιατρών αρχίζοντας από τα ζωτικότερα σημεία που καθένας γνωρίζει ακριβέστερα από κάθε άλλον.[4]Όντας ο ίδιος ιατρός αναφέρει: «κατά τις ασθένειες οι ιατροί παραγγέλλουν εις τους αρρώστους να προσέχουν οι ίδιοι τους εαυτούς των και να μην παραμελούν τίποτε από αυτά πού συντελούν στη θεραπεία».[5]

Μάλιστα λέγει σε όσους νοσούν να εμπιστεύονται τους ιατρούς και να τους λογίζουν ως ευεργέτες είτε πόνους, είτε άλγη επιβάλλουν αυτοί στο σώμα διότι ο ιατρός μάχεται εναντίον της νόσου και όχι του αρρώστου.[6]Ο επίσκοπος Καισαρείας είναι τόσο άριστος γνώστης των θεμάτων της ιατρικής, που κάποιες αναφορές του σε ιατρικά προβλήματα ή θεραπείες είναι αξιοθαύμαστα κοντά σε σημερινές περιγραφές ιατρικών εγχειριδίων! Συγκεκριμένα, εκτός από τις πληροφορίες για τη σύλληψη του παιδιού και την κυοφορία του στη μήτρα από τη μητέρα του, μπορεί κάποιος να δει τη λεπτομερέστατη περιγραφή της ανατομίας του οφθαλμού[7]. Επιπλέον στο υπόμνημά του στον προφήτη Ησαΐα αναφέρεται σε ορισμούς της χειρουργικής, του μώλωπος, του τραύματος που υπάρχουν οι ίδιοι μέχρι και τις μέρες μας[8].

Από την άλλη ο καρδιακός φίλος και συμφοιτητής του Βασιλείου ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός όπως προαναφέρθηκε έχει σπουδάσει και εκείνος Ιατρική. Ο ίδιος ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ασχολήθηκε με τα δερματικά νοσήματα, αλλά και με την παραφροσύνη. Αναφέρεται επίσης ότι είχε συνθέσει και ιδιαίτερο φάρμακο με αμμωνιακό άλας και βότανα (ύσσωπος, βλήτα, δυόσμος, πιπερόριζα κλπ.) με πολλές ενδείξεις. Μάλιστα μπορεί να μην απαντώνται στα συγγράμματά του συχνές ιατρικές αναφορές , όπως στου Μεγάλου Βασιλείου, αλλά αναφέρεται με πολύ θαυμασμό, στον αδελφό του τον Καισάριο ο οποίος ήταν σπουδαίος ιατρός στην εποχή του με θέση ιατρού στα ανάκτορα.

Επίσης και ο χρυσορρήμων Ιωάννης είχε ιατρικές γνώσεις και εκτιμούσε πολύ την Ιατρική. Όπως και ο Βασίλειος τονίζει ότι η Ιατρική δόθηκε από το Θεό στους ανθρώπους για να πετυχαίνουν την ίαση των ασθενειών τους.[9]Και παραγγέλλει ο ιερός πατήρ: «Ας επιμελούμαστε την υγεία μας και ας περιορίζουμε τις άτακτες ορμές του σώματος»[10] αναγνωρίζει σαφώς ο σοφός ιεράρχης ότι: «Επίπονη βέβαια η θεραπεία, αλλά είναι ωφέλιμος ο σκοπός της».[11]

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση στην Ιατρική οι τρεις Πατέρες δεν την χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, για κοινωνική ανέλιξη ή για πλουτισμό. Εξάλλου περιφρόνησαν εμπράκτως όλα τα παραπάνω. Στη ζωή και τη δράση τους, η ποιμαντική της Εκκλησίας συναντάται με την ενάσκηση της ιατρικής. Συναντώνται στο έργο της διακονίας και της παραμυθίας του ανθρώπινου πόνου. Με βάση τις σπουδές τους διατύπωσαν τις θέσεις τους για το πολύτιμο αγαθό της υγείας, για τη φαρμακευτική αγωγή, και αναζήτησαν τρόπους για να γίνει και έμπρακτη η φιλάνθρωπη στάση της εκκλησίας προς τους νοσούντας.

Η συνεχής δημόσια προφορική και γραπτή εκθείαση της ιατρικής στα κείμενα του Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είχε σαν αποτέλεσμα το συστηματικό χτίσιμο νοσοκομείων στο όνομα της Χριστιανικής αγάπης και φιλευσπλαχνίας. Έχτισαν ξενώνες για την ανακούφιση των φτωχών ασθενών οι οποίοι σε αντίθεση με τους όποιους Ρωμαϊκούς ξενώνες, είχαν συστηματική και πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι ξενώνες αυτοί διοικούνταν από τους επισκόπους ή από τους ηγούμενους των μοναστηριών. Την αρχή κάνει ο Μέγας Βασίλειος που ιδρύει τη «Βασιλειάδα», ένα συγκρότημα φιλανθρωπίας, μια πτωχούπολη. Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπήρχαν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων.

Ο Άγιος Γρηγόριος θεωρεί ότι ο ιατρός πρέπει να είναι καλόψυχος και να έχει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή πράγμα που θα βοηθήσει πολύ στην ανακούφιση του πόνου. Αναφερόμενος στους λεπρούς, συγκινεί ο λόγος του: «Εγώ μεν ουδέ αδακρυτί φέρω το τούτον πάθος, και τη μνήμη συγχέομαι». Συμπάσχει ο άγιος με τον πόνο των λεπρών και παρακλητικά προτρέπει: Πρόσφερε τροφή, πρόσφερε ένδυμα, πρόσφερε φάρμακο, επίδεσε τα τραύματα, δείξε ενδιαφέρον για την συμφορά, φιλοσόφησε για την υπομονή, πάρε θάρρος και πλησίασε. [12]

Ο Χρυσόστομος χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος διακονεί ο ίδιος τους ασθενείς. Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πολλοί μοναχοί ιδρύουν μοναστήρια σε διάφορες περιοχές. Σε όλα τα μοναστήρια υπήρχε ο «ξενώνας», ο χώρος εκείνος που λειτουργούσε ως νοσοκομείο. Ο Βασίλειος έγραψε και πραγματεία για τους μοναχούς «περί τοῦ πώς δεῖ προσφέρεσθαι τοῖς ἐν τῷ ξενοδοχείῳ ἀρρώστοις»[13] δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες στους μοναχούς για την περιποίηση των ασθενών. Θεωρεί ότι ο μοναχός ωφελείται πνευματικά όταν υπηρετεί τους ασθενείς σαν να είναι τα ίδια του τα αδέλφια. Ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι κάθε μοναχός είχε αναλάβει προσωπικά να διακονεί κάποιους ασθενείς «και ο μεν θεραπεύει τραύματα των λώβην εχόντων, ο δε χειραγωγεί τον τυφλόν, ο δε βαστάζει το σκέλος το πεπηρωμένον». Η παράδοση αυτή της περίθαλψης των ασθενών στα μοναστήρια συνεχίστηκε για πολλούς αιώνες στο Βυζάντιο. Αυτά τα «ξενοδοχεία», μετεξελίχθηκαν αργότερα σε πρότυπα νοσηλευτικά ιδρύματα του Βυζαντίου, με διπλό ρόλο, κοινωνικό – φιλανθρωπικό και ιατρικό. Από τον όρο «ξενώνας» της βυζαντινής εποχής προήλθε η ονομασία των νοσοκομείων (hospitalia, hospitals)[14]. Αρχικά, σαν μοναστηριακοί «ξενώνες» και αργότερα σαν διοικούμενα από την εκκλησία «νοσοκομεία», τα ιδρύματα αυτά αρχίζουν να εμφανίζονται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. την εποχή των Τριών Ιεραρχών.

Καταληκτικά θα συνοψίζαμε ότι και οι Τρεις τιμώμενοι Πατέρες όντας ιατροί διακόνησαν την ιατρική τέχνη ως αδελφοί και Πατέρες με στοργή μάνας, ενώ μέσα στην Εκκλησία συνεισέφεραν τα μέγιστα  ώστε να χαραχθεί και το πλαίσιο της ιατρικής δεοντολογίας που έχει άμεση σχέση με την κατ΄εικόνα Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Διότι, η Εκκλησία δεν περιορίζει τα ενδιαφέροντά της μόνο στην ψυχή του ανθρώπου, αλλά τα επεκτείνει και στο σώμα του, το οποίο και αξιοκρατικά τιμά ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Μέσα στην Εκκλησία, η μέριμνα για το σώμα εντάσσεται στο επίκεντρο της πνευματικής ζωής, όπου βέβαια την προτεραιότητα έχει η μέριμνα για την ψυχή[15]. Οι δεήσεις και οι προσευχές υπέρ υγείας που ανευρίσκονται με εντυπωσιακές επαναλήψεις μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας το δηλώνουν εύγλωττα. Αναγνωρίζουμε την Εκκλησία ως το «πνευματικό θεραπευτήριο» που βρίσκεται μάλιστα σε ακατάπαυστη εφημερία για να γιάνει κάθε καταπονημένη ψυχή από τα τραύματα που της προκαλεί η αμαρτία και τον πόνο που φέρει η  κάθε ασθένεια.

Οι Τρεις άγιοι Ιεράρχες ας φωτίσουν όλους τους υγειονομικούς οι οποίοι μέσα στα νοσηλευτικά ιδρύματα και σήμερα  «ουδέ αδακρυτί» φέρουν το πάθος των ασθενών , κατά τους λόγους του αγίου Γρηγορίου, να διακονούν με φώτιση Θεού τον κάθε άνθρωπο. Ας φωτίζουν τους ερευνητές που πασχίζουν μέσα στα εργαστήρια να ανακαλύψουν σωστές θεραπευτικές αγωγές. Ας φωτίσουν τους μαθητές μας αλλά και κάθε άνθρωπο να ακολουθήσουν το δρόμο της αλληλεγγύης προς τον άνθρωπο, το δρόμο της αγάπης για το περιβάλλον, το δρόμο της προσφοράς και της προόδου

[1] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, Λόγος 7, 7.3, PG 35, 761D

[2]Ὥσπερ ἑκάστη τῶν τεχνῶν βοήθεια ἡμῖν πρὸς τὸ τῆς φύσεως ἀσθενὲς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κεχάρισται͵ …οὕτω καὶ ἰατρική….Κεφάλαια των κατά πλάτος ὅρων, 55, PG 31, 1044BC.

[3]«καλώς ώρίσαντό τίνες ύγίειαν είναι την εύστάθειαν τών κατά φύσιν ενεργειών»’ ‘Ομιλία Θ’ εις Έξαήμερον: Ε.Π.Ε. 4, 352, 22 – 23.

[4] οφείλεις, κατά τους σοφωτάτους των ιατρών, της επιμελείας έκ των καιριωτάτων άρχεσθαι, παντός άκριβέστερον αυτός έπίστασαιΕπιστολή 66, έτος 371 μ.Χ., Άθανασίω επισκόπω ‘Αλεξανδρείας: Ε.Π.Ε. 1, 368, 1-3.

[5]έν μέν γε ταις ασθενείας οί ιατροί τοις κάμνουσι παρεγγυώσι προσέχειν αυτούς έαυτοΐς καί μηδενός τών εις θεραπείαν ήκόντων καταμελεΐν”

[6]Ώς ούν ευεργέτης ό ιατρός, καν άλγηδόνας έμποιη τω σώματι (τη νόσω γαρ μάχεται, ουχί τω κάμνοντι)Όμιλία, Οτι ούκ εστίν αίτιος των κακών ό θεός: Ε.Π.Ε. 7, 94, 1-2. Και [6]Όροι κατά πλάτος Β’, ερώτησις ΝΒ’: Ε.Π.Ε. 8, 392, 3-6. «τους τά σώματα νοσοϋντας τοσούτον τοϊς ΐατροΐς καταπιστεύειν, ώστε, καν τέμνωσιν, καν καίουσι καί πικροϊς τοις φαρμάκοις ανιώσιν, εύεργέτας λογίζεσθαι»

[7]«ἐν αὐτῇ δέ τῶν ὀφθαλμῶν ἐμπεπήγασι δίδυμοι βολαί… φυλακαί δέ περί τόν ὀφθαλμόν οὐκ ὀλίγαι. Χιτών ἐντεῦθεν καί οὐκ ἀρκεῖ οὗτος οὐ γάρ ἐδέχετο παχύ κατασκευασθῆναι. Οὐκούν εἷς διαυγής, εἷς ἀραιός· ὁ μέν κρυσταλλοειδής, ὁ δέ κερατοειδής· ὁ προκεκαλυμμένος στερεότερα – ὁ ἔνδοθεν ἀραιότερος, ἵνα μή κωλύη τήν πάροδον. Ὁ τρίτος πάλιν κρυσταλλοειδής, ἵνα ἐν αὐτῇ τήν ἔμφασιν καί τήν διαύγειαν ἑκάτερα ἔχει»0 Α. Μαρσέλου, Ο πανεπιστήμων Μέγας Βασίλειος ως ιατρός, Τόμος Βασιλειάς, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 195

[8]Βασιλείου Καισαρείας, Ἑρμηνεία εἰς τόν προφήτην Ἠσαΐαν, 1, 1838-50, PG 30, 148A. 22

[9] «Ὥσπερ γὰρ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματός σου γινώσκων ὁ Κύριος, τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην τοῖς ἀνθρώποις ἐπέτρεψε» Ιωάννου Χρυσόστομου, Περί μετανοίας, PG 60, 705CD.

[10]“Τῆς ὑγιείας ἐπιμελώμεθα τοῦ σώματος καὶ τὰ σκιρτήματα αὐτοῦ περικόπτωμεν.” Ιερός Χρυσόστομος (Εἰς Ἀνδριάντας, Ά’, 4 ΕΠΕ31,582)

[11] Ἐπίπονος μὲν ἡ ἰατρεία, ἀλλ’ ὠφέλιμον αὐτῆς τὸ τέλος. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Περὶ Λαζάρου, PG 48.1030-1031

[12]  Όρεξον τροφήν, όρεξον ράκος, προσένεγκε φάρμακον, κατάδησον τραύματα, ερώτησόν τι περί τής συμφοράς, περί καρτερίας φιλοσόφησον, θάρσυνον, πρόσελθε

[13]Βασιλείου Καισαρείας, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, 155, PG 31, 1184A

[14]Ειρ. Αρτέμη, « Οι Πατέρες της Εκκλησίας και η ανάπτυξη της ιατρικής μέσα από τα εγχειρίδιά τους», Πάπυροι – Επιστημονικό Περιοδικό, τόμος 6, 2017

[15]“είναι άτοπον νά μή χαιρώμεθα δια την ύγείαν της ψυχής, αλλά νά φαινώμεθα οτι χαριζόμεθα εις τήν ευχαριστησιν της σαρκός, πάρα εις την επιμέλειαν της ψυχής, Λόγος Α’ περί νηστείας: Ε.Π.Ε. 6, 24, 3-5.

Αφήστε μια απάντηση