Καλό καλοκαίρι!

Φτάσαμε στο τέλος και της φετινής σχολικής χρονιάς. Όλοι οι συνάδελφοι ετοίμαζαν κάτι για την καλοκαιρινή γιορτούλα μας. Κάποιοι θα παρουσίαζαν κάτι σχετικό με ένα από τα προγράμματα που πραγματοποίησαν μέσα στη χρονιά. Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Σκέφτηκα να κάνουμε κάτι σχετικό με το πρόγραμμα συναισθηματικής νοημοσύνης που δουλεύαμε φέτος. Τελικά κατέληξα να κάνω  ένα μικρό θεατρικό σχετικά με τα συναισθήματα. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα ένα βιντεάκι που τιτλοφορούνταν «Το νησί των συναισθημάτων» με μουσική επένδυση Μάνου Χατζηδάκι με το κομμάτι «Το βαλς των χαμένων ονείρων». Μου άρεσε ο τίτλος και το παρακολούθησα. Μου άρεσε και η υπόθεση. Έτσι λοιπόν το κατέγραψα και επειδή χρειαζόμουν και άλλους ρόλους για τα παιδιά μου, πρόσθεσα λόγια και για άλλα συναισθήματα.

Το διάβασα στα παιδιά, τους άρεσε και αρχίσαμε την προετοιμασία. Τα παιδιά έδιναν ιδέες για το σκηνικό και την εμφάνισή τους. Ετοιμάσαμε λοιπόν τα καραβάκια μας, τα ψαράκια για τη θάλασσα, γλάρους, το δέντρο των συναισθημάτων κι αρχίσαμε τις πρόβες. Η γιορτούλα μας ήταν πολύ ωραία κι εμείς πιστεύω επίσης.

Οι πρόβες μας

 

DSC01709 (2)

 

 

 

 

 

DSC01712 (2)

DSC01719 (2)

Η γιορτή                                                                                                            

DSC01788 (2)

          DSC01791 (2)

DSC01792 (2)

DSC01799 (2)

DSC01804 (2)

Το κείμενο του θεατρικού μας όπως το διαμόρφωσα.

Το νησί των συναισθημάτων

Αφηγητής 1:  Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα  κι όλες οι ανθρώπινες ιδιότητες: η Ευτυχία, η Λύπη, η Αλαζονεία, η Αγάπη, ο Θυμός, η Γνώση κ.α.

Αφηγητής 2: Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε κι έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους κι άρχισαν να φεύγουν.

Η αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει ως την τελευταία στιγμή.

 

Αφηγητής 1: Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται πια, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπρή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρώτησε:

Αγάπη: Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;

Πλούτος: Όχι, δεν μπορώ. Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα.

 

Αφηγητής 2: Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία, που επίσης περνούσε μπροστά της με ένα πανέμορφο σκάφος.

Αγάπη: Σε παρακαλώ, βοήθησέ με!

Αλαζονεία: Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου.

 

Αφηγητής 1: Η Αγάπη απόμεινε να την κοιτάζει. Σε λίγο άκουσε ένα θόρυβο παραδίπλα της. Ήταν ο Θυμός που έριχνε με νεύρο τα πράγματά του στη βάρκα του.

Αγάπη: Θυμέ, μπορώ να έρθω μαζί σου;

Θυμός: Σας βαρέθηκα όλους. Δε θέλω να μιλήσω ούτε να βλέπω κανέναν σας.

Αφηγητής 1: Απάντησε ο Θυμός και έβαλε μπρος τη βάρκα του κι έφυγε φουριόζος.

 

Αφηγητής 2:  Η Λύπη ήταν πιο πέρα κι έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτήν βοήθεια.

Αγάπη: Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου!

Λύπη : Ω, Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου!

 

Αφηγητής 2 : Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη, αλλά κι αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ευτυχία: Ω, μα είμαι τόσο ευτυχισμένη! Τόσο ευτυχισμένη!

 

Αφηγητής 1: Η Αγάπη τότε γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι της μήπως δει κάποιον άλλον. Μπροστά της εμφανίστηκε τρεχάτο το Άγχος. Η Αγάπη έτρεξε να το προλάβει.

Αγάπη: Άγχος, άγχος, άκουσέ με! Θα με πάρεις μαζί σου;

Άγχος : Συγγνώμη, Αγάπη! Φοβάμαι μήπως δεν προλάβω να φύγω και η βάρκα μου είναι τόσο μικρή! Δεν χωράμε δύο, θα βουλιάξουμε!

 

Αφηγητής 2 : Έτσι έφυγε και το άγχος. Η μόνη που  είχε μείνει ακόμη  στο νησί ήταν η ζήλεια. Βλέπετε ήθελε να κάνει τη βάρκα της πιο ωραία από όλες τις άλλες.

Την πλησίασε η Αγάπη και της είπε:

Αγάπη : Ζήλια, σε παρακαλώ, πάρε με μαζί σου και θα στο ανταποδώσω.

Ζήλια : Να’ σαι καλά Αγάπη, αλλά δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Εξάλλου τι έχεις εσύ που δεν το έχω κι εγώ; Βρες κάποιον άλλο να σε βοηθήσει.

 

Αφηγητής1 : Κι εκεί που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δε θα μπορέσει να φύγει και θα πεθάνει μόνη της στο νησί, ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή.

Χρόνος : Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!

Αφηγητής2 : Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δε γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια χαρά κι ευγνωμοσύνη που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

 

Αφηγητής1 : Όταν έφτασαν στη στεριά, ο κύριος πήρε το δρόμο του και έφυγε. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε θέλησε να μάθει το όνομά του. Ρώτησε τότε τη Γνώση που την είδε μπροστά της.

Αγάπη: Γνώση, ποιος με βοήθησε;

Γνώση: Ο Χρόνος.

Αγάπη: Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;

 

Αφηγητής2: Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθειά σοφία της είπε:

Γνώση: Γιατί μόνο ο χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη.