
Η Λυγερή ψάχνει το δαχτυλίδι του άντρα της μέσα στη γέφυρα. Εκείνη ζητάει να την ανεβάσουν καθώς δεν βρήκε τίποτα, μόνο όμως όταν οι υπόλοιποι εργάτες άρχιζαν να κλείνουν το γεφύρι με τον ασβέστη και έναν μεγάλο λίθο κατάλαβε και η ίδια τι επρόκειτο να συμβεί. Ο Πρωτομάστορας όμως βλέπει την απογοήτευση και την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της γυναίκας του και συνειδητοποιεί τι πάει να κάνει, φωνάζει σε όλους. «Βγάλτε την γυναίκα από εκεί μέσα και πάρτε τον λίθο». Όλοι ξαφνιασμένοι αλλά ακολουθούν πιστά τις εντολές του αφεντικού τους, βγάζουν τη Λυγερή και εκείνη τρέχει κλαίγοντας στην αγκαλιά του Πρωτομάστορα. Εκείνος διατάζει τους εργάτες να πάνε στα σπίτια τους. Εκείνος και η Λυγερή έφυγαν από την Άρτα και ποτέ κανένας δεν ξαναμίλησε ή άκουσε για αυτούς.
Από εργασία της μαθήτριας Δ.Ν.