
Όταν η λυγερή μπήκε στην πρώτη την καμάρα για να βρει το δαχτυλίδι του πρωτομάστορα, ζήτησε να την τραβήξουν πάλι πίσω, αλλά αυτοί ήταν διστακτικοί. Τότε ήταν που η λυγερή συνειδητοποίησε το τι πραγματικά τη θέλουν. Πληγωμένη εξέφραζε τη θλίψη της έντονα. Ο πρωτομάστορας μην αντέχοντας να βλέπει τα βουρκωμένα της μάτια, αποφασίζει ότι ένα άψυχο πράγμα δεν αξίζει τη θυσία ενός ανθρώπου. Έτσι, τραβάει τη λυγερή έξω και μετανιωμένος την παρακαλεί για συγχώρεση. Εκείνη όχι μόνο δεν του κρατάει κακία, αλλά προσεύχεται στον Θεό να κρατήσει γερό το γεφύρι για πάντα.
Από εργασία της μαθήτριας Ε.Τ.