Το λεγόμενο Δωδεκαήμερο αρχίζει την παραμονή των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με μύθους και παραδόσεις οι οποίοι διατηρούνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, πρόκειται για τις δώδεκα μέρες στις οποίες οι καλικάντζαροι παραμένουν στη γη. Ανεβαίνουν στις 24 του Δεκέμβρη και παραμένουν μέχρι και τα Θεοφάνεια.
Πολλοί λαοί έχουν παραδόσεις για ξωτικά, αερικά, νεράιδες και καλικαντζάρους. Σε πολλά χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ακόμα και στα πιο σύγχρονα, οι καλικάντζαροι κάνουν την εμφάνισή τους. Αναφέρονται έτσι, γενικά και αόριστα. Τους φανταζόμαστε κάπως σαν πονηρά διαβολάκια που χώνονται στις κουζίνες των νοικοκυράδων και σκαρώνουν ζαβολιές. Είναι κακά πνεύματα και δεν αγαπούν τους ανθρώπους, αλλά στις ιστορίες εμφανίζονται μάλλον ως αστεία και ζωηρά πλάσματα.
Οι καλικάντζαροι, ή παγανά, έχουν μεγάλα αυτιά και ουρές και μοιάζουν κάπως με πιθηκοειδή. Μόνο που τα πόδια τους είναι αλογίσια, γαϊδουρινά ή τραγίσια. Το χρώμα τους είναι σκούρο καφέ. Έχουν πυκνό τρίχωμα και φοβούνται δυο πράματα: τον παπά και τη φωτιά. Ζουν στο κουκούτσι της γης. Πάνω της είναι χτισμένος ο κόσμος, όπου ζουν οι άνθρωποι. Όλο το χρόνο ασχολούνται με το πριόνισμα του χοντρού κορμού του δέντρου, που με τα κλαριά και τη φυλλωσιά του κρατά τη φλούδα της γης. Μόλις φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων, η φλούδα είναι έτοιμη να βουλιάξει και οι άνθρωποι να γκρεμοτσακιστούν. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία φέρνει στον κόσμο το Χριστό, που με την καλοσύνη του στεριώνει τη γη και δεν αφήνει τον κόσμο να χαθεί. Οι άνθρωποι, για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός, πλένουν, καθαρίζουν, φτιάχνουν γλυκά. Οι καλικάντζαροι αντιλαμβάνονται τη φασαρία που γίνεται πάνω από τα κεφάλια τους και ανεβαίνουνε στη γη να δουν τι τρέχει. Δεν αφήνουν τους ανθρώπους σε χλωρό κλαρί. Τους πειράζουν, τους χορεύουν στο ταψί, τους στέλνουνε στο μύλο ενώ το σιτάρι είναι αλεσμένο, χώνονται μέσα στα ζυμάρια, μαγαρίζουν τα γλυκά, χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας και γυρίζουν τα φύλλα στο βιβλίο του παπά. Ώσπου, ανήμερα των Θεοφανείων, εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστήρα του, χώνονται στο κουκούτσι τους και φτου κι απ’ την αρχή… (πηγή: Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων).
” Στις παραμονές των Χριστουγέννων ο καλός νοικοκύρης, στα χωριά, σφάζει το γουρούνι του, για να ετοιμάσει το κρέας και τα λουκάνικά του. Τρυπάει την καρδιά του χοίρου με ένα πηρούνι και για δικαίωση, ας πούμε, των φυτών που έτρωγε το γουρούνι, κόβει τη μουσούδα του και τη χώνει στο χώμα. Στο συκώτι του σφαχτού βλέπει την τύχη του, κάνει δηλαδή σπλαχνοσκοπία ήπατος, όπως ακριβώς στην αρχαία Ελλάδα. Στο μεταξύ η γυναίκα του έχει γυρίσει όλο το σπίτι και έχει ρίξει σε όλες τις γωνιές, ακόμη και στη μάντρα, αλάτι, για να μην πλησιάσουν οι Καλκάδες. […] Ύστερα παίρνει από το παραγώνι της καθαρή στάχτη και τη ρίχνει στα δέντρα, για να έχουν ζέστα το χειμώνα και να μην περάσουν από πάνω τους τα Αερικά και τα χαλάσουν”. (πηγή: “Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι” του Θάνου Βελλουδίου).
“ Η γριά Βάβω προσέχει μη τυχόν σβήσει η φωτιά, για να έχει ζέστη την ευλογημένη ώρα, που οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού θα διαλαλήσουν μέσα στη νύχτα τη χαρμόσυνη είδηση. Παίρνει μάλιστα τα μέτρα της για τους Καλικάντζαρους. Βγαίνει έξω και βάζει στη γωνιά της σκεπής […] φαγώσιμα, ένα πιάτο με λουκάνικα ή κρέας (τσιτσί), και δίπλες ή κουλουράκια, για να χορτάσουν τα Καλκανθρωπίσματα, οι Καλκάδες και να μη θέλουν να μαγαρίσουν όλο το σπίτι. (πηγή: “Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι” του Θάνου Βελλουδίου)” .
Πρόσφατα σχόλια