Η Γέννηση του Χριστού

Δεκ 201726

Χριστούγεννα: Από πότε εορτάζουμε την γέννηση του Χριστού

χριστούγεννα

Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γέννηση του Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι χριστιανοί την γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση στις 6 Ιανουαρίου. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων.

Το Γενέθλιον του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου που στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο Ουράνιο στερέωμα. Αυτή ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους διότι έφευγε το σκοτάδι και ερχόταν το φως. Ήταν μέρα τόσο γιορτινή και αγαπητή που καμία προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών. Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την «υποκατάσταση». Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.

Έτσι στις 25 Δεκέμβρη ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο με αποτέλεσμα η ημερομηνία να οριστεί ως η επίσημη ημερομηνία γέννησης του Χριστού. Ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και από τη Δύση στην Ανατολή γύρω στο 376. Μάλιστα το 386 ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.
Πολύ αργότερα το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.

Τι πληροφορίες μας δίνουν τα Ευαγγέλια
Στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού προέρχονται από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου:
Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
Τη γέννηση του Ιησού «εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας» (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
Στα γεγονότα της «πρώτης» απογραφής, η οποία «εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)

πηγή:www.dogma.gr

Tα Εισόδια της Θεοτόκου

Νοέ 201721

Η Εικόνα των «Εισοδίων της θεοτόκου»

Παναγία

Στην εικονογράφηση αυτού του γεγονότος, διακρίνουμε, στο κέντρο την Παναγία σαν μικρό τριετές κοράσιον, που όμως έχει όλη την ιερότητα της μέλλουσας Μητέρας του Θεού.

Ο ιερέας Ζαχαρίας έχει ακουμπήσει ευλαβικά και στοργικά το χέρι του επάνω στην κεφαλή της. Την ευλογεί και την υποδέχεται στα άγια των αγίων, φορώντας ενδύματα λειτουργικά και διακριτικό της ιερωσύνης στην κεφαλή του. Η Παναγία στέκει με ιερή σιγή απέναντί του έχει τα χέρια της σε στάση ευλαβική και συγχρόνως κινητική απέναντί του, που δηλώνει την προθυμία και την χαρά της προσελεύσεώς της στον Ναό του Κυρίου. Αυτό είναι το σχέδιο και το θέλημα του Θεού και η προαιώνια βουλή του για την σωτηρία των ανθρώπων.

Το ίδιο ευλαβικά και με ιερή συγκίνηση εικονίζονται και οι γέροντες γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την παραδίδουν στα χέρια του Ζαχαρία με μια κίνηση πολύ εκφραστική, που δηλώνει την προθυμία τους να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στο Θεό και να του αφιερώσουν το μονάκριβο παιδί τους, που το απέκτησαν μετά από πολλών χρόνων προσευχή και νηστεία και σε γήρας προχωρημένο. Όμως η αγάπη στο Θεό επισκιάζει τα σπλάχνα της στοργής της ανθρώπινης φύσης. Έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στην παιδίσκη τους Μαρία, προσέχοντάς την με πολύ συγκίνηση.

Πίσω τους βλέπουμε πολλές νεάνιδες, να κρατούν λαμπάδες αναμμένες και να προπέμπουν την Παναγία οδηγώντας την στο Ιερό, όπου έμεινε σαν περιστερά ηγιασμένη και έγινε η λαμπάδα του Θεού, η κατοικία Του, ο ναός Του, το θυσιαστήριο και η λατρεία η ζώσα και καθαρά.

«Ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και Παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού, σήμερον εισάγεται, εν τω οίκω Κυρίου, την χάριν συνεισάγουσα, την εν Πνεύματι Θείω˙ ην ανυμνούσιν Άγγελοι Θεού˙ Αύτη υπάρχει σκηνή επουράνιος».

πηγή:www.dogma.gr

O ‘Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και η γλωσσική εγκράτεια

Νοέ 201713

Ο Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος και η ηθική της γλώσσας

, Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Από τον Όμηρο θυμόμαστε τη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση «ποιόν σε έπος φύγεν έρκος οδόντων» (ποιά λέξη, ποιά λόγια άφησες να βγουν από το στόμα σου). Ο  παίρνει τη φράση αυτή, τη συμπληρώνει με το δικό του τρόπο και δημιουργεί μία πολύ παραστατική εικόνα για το πως ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο δύο στάδια ελέγχου των λόγων που βγαίνουν από το στόμα του: τα δόντια και τα χείλη.

Μ’ αυτούς τους δύο φραγμούς, κατά τον Χρυσόστομο, μπορεί κανείς να χαλιναγωγήσει τα λόγια του: «Διπλώ τειχίω περιέβαλεν την γλώσσαν ο Θεός, τω των οδόντων διαφράγματι και τη των χειλέων περιβολή, ίνα μη ραδίως και απερισκέπτως εκφέρη τα ρήματα τα μη προσήκοντα. Χαλίνωσον αυτήν ένδον» (ΕΠΕ 30, 538).

Ο Χρυσόστομος επιμένει πολύ στο κακό που μπορούν να κάνουν τα άκριτα λόγια, οι λεκτικές απρέπειες και επιθέσεις, οι κακολογίες, οι δυσφημήσεις, τα γλωσσικά ατοπήματα ενός «απύλωτου στόματος», που λέει από παλιά και μέχρι σήμερα ο λαός μας: «Απώλοντο μη φυλάξαντες τα εαυτών στόματα» (ΕΠΕ 7, 298) και «Της απωλείας της ψυχής έστιν αρχή το αφύλακτον έχειν στόμα» (ΕΠΕ 1, 562). Οι φράσεις του Χρυσοστόμου, με την απαράμιλλη τέχνη του λόγου του, ακούγονται άλλοτε σαν αρχαία επιγράμματα κι άλλοτε πάλι σαν λαϊκά ρητά ή παροιμίες. Τα σχόλια του Χρυσοστόμου (ΕΠΕ 30, 534-6): «Ουδέν γαρ ούτως επιτήδειον όργανον προς την απάτην και απώλειαν ημετέραν ως γλώττα ακόλαστος και στόμα αθύρωτον».

Αυτό που θέλει να περάσει στον χριστιανό ο Χρυσόστομος είναι ένα «ήθος της γλώσσας», ένα γλωσσικό ήθος που πρέπει να διέπει τη γλωσσική διαπαιδαγώγηση των νέων: Όχι στις διαβολές· όχι στις ύβρεις· όχι στα κουτσομπολιά, όχι στις βωμολοχίες. Σεβασμό στην ιερότητα της γλώσσας, ευπρέπεια, σεμνότητα, διακριτικότητα: «Ρήματα παιδεύοντες το παιδίον, φθέγγεσθαι σεμνά και ευσεβή. Μη τοίνυν έστω τάφος το στόμα σου, αλλά θησαυρός (ΕΠΕ 5, 228). Παιδεύωμεν ουν την γλώτταν εύφημον είναι· «παύσον γαρ», φησί , «την γλώσσάν σου από κακού». Ου γαρ διά τούτο αυτήν έδωκεν ο Θεός, ίνα κατηγορώμεν, ίνα υβρίζομεν, ίνα αλλήλους διαβάλλωμεν, αλλ’ ίνα τον Θεόν υμνώμεν, ίνα ταύτα λαλώμεν, α δίδωσι χάριν τοις ακούουσι, τα προς οικοδομήν, τα προς ωφέλειαν» (ΕΠΕ 24, 224).

Όπως είναι φανερό, ο Χρυσόστομος δεν αναφέρεται απλώς στην αποφυγή αισχρολογιών και ύβρεων, σ’ ένα γλωσσικό καθωσπρεπισμό δηλ., αλλά σ’ ένα βαθύτερο «ήθος γλώσσας», όπου δεν έχει θέση κάθε είδους γλωσσική αναξιοπρέπεια, ευτέλεια ή παρεκτροπή.

Μιλώντας, όμως, για ήθος και ηθική γλώσσας, όπως τη διδάσκει ο Χρυσόστομος οδηγούμεθα αυτομάτως στο πρόβλημα της γλωσσικής χαλιναγώγησης, της γλωσσικής εγκράτειας και αυτοσυγκράτησης, στο πως μπορεί ο άνθρωπος να ελέγξει τα λόγια του και, δι’ αυτών, τα νοήματα. Με ποιόν τρόπο μπορεί μέσω του «πώς» να δαμάσει το «τι» στην όλη γλωσσική επικοινωνία του, εξασφαλίζοντας συγχρόνως αυτό που λέμε «ποιότητα λόγου». Οι σκέψεις του Χρυσοστόμου: «Τον ηθικώτερον γυμνάσωμεν λόγον· παιδεύσωμεν την ημετέραν γλώτταν χαλινόν έχειν και μη πάντα απλώς εκφέρειν τα υπό της διανοίας· μη κακηγορειν τους αδελφούς, μη αλλήλους δάκνειν και κατεσθίειν. Των δακνόντων τα σώματα χείρους εισίν οι διά λόγων τούτο ποιούντες».

Ποιός θα μας προφυλάξει από την γλωσσική ακράτεια, από την αμετροέπεια και από τα δεινά που αυτή επιφέρει; Ο λογισμός, η σκέψη και η περίσκεψη, απαντά ο Χρυσόστομος. Τα λόγια του Χρυσοστόμου: «Τίς δ’ αν γένοιτο φυλακή άλλη ο λογισμός (…); Τούτον στήσον πυλωρόν και φύλακα και ουδέποτε ανοίξει την θύραν ταύτην ακαίρως, αλλ’ εις καιρόν και επί κέρδει και μυρίοις αγαθοίς» (ΕΠΕ 7, 302). Για να προσθέσει στοχαστικά ο σοφός Πατέρας της Εκκλησίας πως και η σιωπή έχει τη θέση της στον άνθρωπο. Είναι κι αυτή τρόπος επικοινωνίας και μάλιστα ιδιαίτερα δηλωτικός και έντονος: «Έστι γαρ ότε η σιγή μάλλον ωφέλησε λαλιάς, ώσπερ και λαλιά μάλλον σιγής. Διά δη τούτο και ο σοφώτατος εκείνος έλεγε : «Καιρός του σιγήσαι και καιρός του λαλήσαι (…)» και πιο επιγραμματικά: «τότε γαρ δει φθέγγεσθαι μόνον, όταν της σιγής τα λεγόμενα χρησιμώτερα η» (ΕΠΕ 7, 296).

«Ο την γλώτταν χρυσορρήμων» Ιωάννης, ο πνευματικός αυτός κολοσσός, δεν επιβλήθηκε μόνο για τη δύναμη της σκέψης του και τα απαράμιλλα διδάγματα της ορθοδόξου πνευματικότητας που συνέλαβε, αλλά και για τη βαθιά γνώση και δημιουργική αξιοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Σπάνια η θεολογική πένα έφθασε σε τόσο υψηλό επίπεδο εκφραστικής δύναμης είτε στις ευχές της Θείας Λειτουργίας είτε στην εξήγηση των Ευαγγελίων είτε στις καθαρά θεολογικές πραγματείες του. Η ευστοχία των λέξεων που χρησιμοποιεί στον δύσβατο χώρο των χαρακτηρισμών και ιδιοτήτων, δηλ. στο χώρο του επιθέτου, ιδίως στις αναφορές στα πρόσωπα της Τριαδικής θεότητας, δείχνει το μέγεθος της γλωσσικής του ικανότητας. Το ίδιο παρατηρείται και στη δημιουργία νεολογισμών που ξεπερνούν τα όρια της συμβατικής γλώσσας. Όμοια κινείται και στον καθοριστικό για την επικοινωνία χώρο του ρήματος. Και βέβαια όλα αυτά συνδυασμένα με το χάρισμα της ποιητικότητας του λόγου, τη δύσκολη τεχνική του ρυθμού, το παιχνίδι της συνηχίας, την αξιοποίηση του συντακτικού παραλληλισμού και της μεταφοράς που κάνουν τον λόγο ελκυστικό παράλληλα προς τον λεπτό διανοητικό πλούτο και τη ρώμη των επιχειρημάτων του, όταν χρειάζεται να υποστηρίξει δογματικά θέματα.

Η γραφή, το ύφος και η ποιότητα του χρυσοστομικού λόγου συναγωνίζονται τη δυναμικότητα της γλώσσας του Παύλου και την ποιητικότητα των στίχων του Γρηγορίου του Θεολόγου.

(Χρυσοστομικό Συμπόσιο, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σ.583-587)

πηγή:www.vimaorthodoxias.gr

O Άγιος Νεκτάριος και η εορτή του στις 9 Νοεμβρίου

Νοέ 20179

Άγιος Νεκτάριος: Εορτάζει σήμερα ο προστάτης της Αίγινας

νεκτάριος

Ο Άγιος Νεκτάριος, ο οποίος τιμάται σήμερα 9 Νοεμβρίου, γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Ο Άγιος Νεκτάριος, μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 – 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 – 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 – 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 – 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

πηγή:www.dogma.gr

Οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ στη ζωή του ανθρώπου

Νοέ 20177

Οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ: Τι ακριβώς γιορτάζουμε αύριο

μιχαήλ

Η Εκκλησία στις 8 Νοεμβρίου έκαστου έτους τιμά τη σύναξη των Παμμέγιστων αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων.

Οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ παρουσιάζονται συνήθως με σπαθί ή σκήπτρο στο δεξί χέρι, σύμβολο της εξουσίας που τους χάρισε ο Θεός. Στο αριστερό δε χέρι τους, είθισται να κρατούν μια σφαίρα , η οποία συμβολίζει τον κόσμο.

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι άγγελος, δηλαδή κτιστό, αόρατο και τέλειο πνεύμα, το οποίο δεν το περιορίζει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χώρος. Επιπλέον είναι και ο μόνος ο οποίος ονομάζεται Αρχάγγελος κατά την Αγία Γραφή καθώς και «ένας των πρώτων αρχόντων» και «άρχων» και το όνομά του σημαίνει «Ποιος Είναι Ομοιος με τον Θεό;».

Είναι άγγελος, ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Εωσφόρος, το όνομα του οποίου σημαίνει «αυτός που φέρει το φως», ενώ κατείχε την ύψιστη θέση στην κτιστή τελειότητα, ηγήθηκε μικρής ομάδας στασιαστών αγγέλων (μετέπειτα δαίμονες), οι οποίοι ήθελαν να μην υπακούσουν στις διαταγές του Θεού, και επαναστάτησαν.

Τη στιγμή εκείνη ο έως τότε Άγγελος Μιχαήλ, ανέλαβε σημαίνοντα ρόλο στην υποστολή της ανταρσίας του, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του Αρχάγγελου. Μάλιστα ήταν εκείνος που ανήγγειλε στον Αβραάμ την ανάγκη θυσίας του γιου του, Ισαάκ, ενώ ήταν και εκείνος που οδήγησε το λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο.

Στην Καινή Διαθήκη, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι εκείνος που θα αναγγείλει τη δεύτερη έλευση του Ιησού Χριστού και την αρπαγή της εκκλησίας Του, ενώ είναι παρών και στον Ιησού του Ναυί, την πτώση της Ιεριχούς, καθώς και στις ιστορίες του Εμμανουήλ, Δαβίδ και Ηλία. Πάντοτε κρατά ρομφαία, η οποία δίνει την πύρινη τιμωρία στους εχθρούς του Θεού.

Τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον συναντάμε επίσης και στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όπως επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου ως επικεφαλής των Αγγέλων πολεμά το Σατανά.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Μιχαήλ θεωρείται από το λαό ότι είναι ο ψυχοπομπός άγγελος, δηλαδή μεταφέρει τις ψυχές στον ουρανό. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές, όπως τη Θράκη, υπάρχουν κάποιες προλήψεις και ο κόσμος δεν αφήνει τη μέρα αυτή τα παπούτσια του έξω από το σπίτι, για να μην τα δει ο Αρχάγγελος και «ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής».

Είναι γνωστό και το θαύμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στους Κολοσσούς της Φρυγίας. Στην περιοχή των Κολοσσών είχε αναβλύσει πηγή με αγιασμένο νερό που θεράπευε κάθε αρρώστια. Εκεί χτίστηκε ναός στο όνομα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Οι ειδωλολάτρες στράφηκαν εναντίον του ιερέα του ναού, τον οποίο όμως προστάτευσε ο Αρχάγγελος και σώθηκε. Οι ειδωλολάτρες δοκίμασαν τότε να εκτρέψουν το ρου ενός ποταμού για να πνίξουν τον ιερέα και να καταστρέψουν το ναό. Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επενέβη και με τη ρομφαία του έσκισε στα δυο τη γη και τα νερά χωνεύθηκαν μέσα. Έως σήμερα τα νερά των ποταμών χωνεύονται, γι’ αυτό και το μέρος ονομάστηκε Χώναι.

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (Ταξίαρχος και Αρχιστράτηγος) είναι επίσης και ο Προστάτης Άγιος της Πολεμικής Αεροπορίας και η μνήμη του γιορτάζεται με κάθε μεγαλοπρέπεια σε όλες τις Μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας.

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ένας από τους απροσμέτρητους αγγέλους. Το όνομά του σημαίνει «ήρωας του Θεού» και είναι ένας από τους λίγους αγγέλους, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στην Αγία Γραφή.

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ο άγγελος που εμφανίστηκε στο προφήτη Δανιήλ, στη γυναίκα του Μανωέ, και της αναγγέλλει ότι θα γεννήσει τον Σαμψών, στον Ιωακείμ και την Αννα, και τους αναγγέλλει πως θα γεννήσουν την Παναγία, στον ιερέα Ζαχαρία, για να του αναγγείλλει ότι θα γεννήσει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι επίσης αυτός με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την γέννηση του Χριστού.

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι εκείνος, ο οποίος  έδωσε τον κρίνο στην Παναγία και της ανακοίνωσε ότι θα γεννήσει το Γιο του Θεού και αυτός παρουσιάστηκε στους βοσκούς. Αυτός είπε στον Ιωσήφ, να πάρει την Μαρία και το βρέφος και να φύγει στην Αίγυπτο και ύστερα από καιρό, να επιστρέψει στη γη του Ισραήλ.

Στα νεώτερα χρόνια στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγ.Ορους εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ σε έναν μοναχό και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας άρχισε να ψάλλει το «Αξιον Εστί».Του μοναχού του άρεσε αυτός ο ύμνος, αλλά στεναχωρέθηκε γιατί θα το ξεχνούσε. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ όμως με το δάχτυλό του χάραξε τον ύμνο πάνω σε μαρμάρινη πλάκα. Έτσι η εικόνα της Παναγίας ονομάστηκε «Αξιον Εστί» και υπάρχει μέχρι σήμερα η θαυματουργική αυτή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» υπενθυμίζοντάς μας ότι η ύπαρξη των αγγέλων είναι μία πραγματικότητα, καθώς και ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.

Πολλοί από τους ιερούς μελετητές και ασματογράφους γνωματεύουν, ότι ο θείος Γαβριήλ ήταν ο Άγγελος ο οποίος κύλισε την βράχο από το μνημείο του Ιησού. Και αυτός ήταν που έφερε το μήνυμα στις Μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ήταν αυτός που υπηρέτησε το Μυστήριο της ένσαρκης οικονομίας του Θεού Λόγου από την αρχή ως το τέλος.

πηγή:www.dogma.gr

 

 

Aγίου Παϊσίου του Αγιορείτου “Το μάλωμα και ο έπαινος του παιδιού

Νοέ 20177

Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ προσέχουν πολὺ νὰ μὴ μαλώνουν τὰ παιδιὰ τους τὸ βράδυ, γιατί τὸ βράδυ τὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ διασκεδάσουν τὴν στενοχώρια τους καὶ ἡ μαυρίλα τῆς νύχτας τὴν μαυρίζει πιὸ πολύ. Ἀρχίζουν νὰ σκέφτωνται πῶς νὰ ἀντιδράσουν, ψάχνουν διάφορες λύσεις, μπαίνει στὴν μέση καὶ ὁ διάβολος, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν ἀπελπισία. Τὴν ἡμέρα, καὶ νὰ ποῦν τὰ παιδιά: «θὰ κάνω αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο», θὰ βγοῦν ἔξω, θὰ ξεχαστοῦν, ὁπότε διασκεδάζεται ἡ στενοχώρια.

– Γέροντα, τὸ ξύλο βοηθάει τὰ παιδιὰ νὰ διορθωθοῦν;

– Ὅσο γίνεται, οἱ γονεῖς νὰ τὸ ἀποφεύγουν. Νὰ προσπαθοῦν μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ὑπομονὴ νὰ δώσουν στὸ παιδὶ νὰ καταλάβη ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι σωστό. Μόνον ὅταν εἶναι μικρὸ τὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλαβαίνη ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι ἐπικίνδυνο, βοηθιέται, ἂν φάη κανένα σκαμπίλι, γιὰ νὰ προσέχει ἄλλη φορά. Ὁ φόβος, μήπως φάη πάλι σκαμπίλι, γίνεται φρένο καὶ τὸ προστατεύει.

Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, περισσότερο βοηθιόμουν ἀπὸ τὴν μητέρα μου παρὰ ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν τὸ καλό μου. Καθένας ὅμως μὲ βοηθοῦσε μὲ τὸ δικό του τρόπο. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρός. Ὅταν κάναμε καμιὰ ἀταξία, μᾶς ἔδινε σκαμπίλια. Ἐγὼ πονοῦσα λίγο ἀπὸ τὸ ξύλο, μαζευόμουν, ὅταν ὅμως περνοῦσε ὁ πόνος, ξεχνοῦσα καὶ τὸν πόνο καὶ τὶς συμβουλές του. Ὄχι ὅτι δὲν μὲ ἀγαποῦσε ὁ πατέρας μου. Ἀπὸ ἀγάπη μὲ ἔδερνε. Μία φορά, θυμᾶμαι – τριῶν ἐτῶν ἤμουν – , ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας μου ἕνα σκαμπίλι, μὲ τίναξε πέρα! Τί εἶχε γίνει; Δίπλα ἀπὸ τὸ σπίτι μας ἦταν ἕνα σπίτι ἐγκαταλελειμμένο. Οἱ ἰδιοκτῆτες εἶχαν φύγει στὴν Ἀμερικὴ καὶ εἶχε ρημάξει. Στὴν αὐλὴ εἶχε μία συκιὰ ποὺ τὰ κλαδιὰ της ἔβγαιναν στὸν δρόμο. Ἦταν καλοκαίρι καὶ ἦταν γεμάτη σύκα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζα μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἦρθε ἕνας γείτονας καὶ μὲ σήκωσε, γιὰ νὰ τοῦ κόψω μερικὰ σύκα, γιατί δὲν ἔφθανε μόνος του νὰ τὰ κόψη. Τοῦ ἔκοψα πέντε ἕξι καὶ μοῦ ἔδωσε κι ἐμένα δύο. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας μου, θύμωσε πάρα πολύ. Μοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι!
… Ἐγὼ ἔβαλα τὰ κλάματα. Ἡ μάνα μου ποὺ ἦταν μπροστά, γύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «Τί τὸ χτυπᾶς τὸ παιδί; Τί ἤξερε αὐτό; μικρὸ παιδὶ εἶναι. Πῶς μπορεῖς νὰ τὸ ἀκοῦς νὰ κλαίη;». «Ἄμα ἔκλαιγε τότε ποὺ τὸ σήκωσε ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ κόψη τὰ σύκα, δὲν θὰ ἔκλαιγε τώρα, εἶπε ὁ πατέρας μου. Ἀλλά, φαίνεται, ἤθελε νὰ φάη καὶ αὐτὸ σύκα. Ἂς κλαίη λοιπὸν τώρα». Ποῦ νὰ τολμήσω νὰ τὸ ξανακάνω!

Καὶ ἡ μητέρα μου ἔβλεπε τὶς ἀταξίες μου καὶ στενοχωριόταν, ἀλλὰ εἶχε μιὰ ἀρχοντιά. Ὅταν ἔκανα καμμιὰ ἀταξία, γύριζε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἔκανε πὼς δὲν μὲ βλέπει, γιὰ νὰ μὴ μὲ στενοχωρήση. Ἐμένα ὅμως αὐτὴ ἡ συμπεριφορά μοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. «Κοίταξε, ἔλεγα μέσα μου, ἐγὼ ἔκανα τέτοια ἀταξία καὶ ἡ μητέρα ὄχι μονάχα δὲν μὲ δέρνει, ἀλλὰ κάνει καὶ πὼς δὲν μὲ βλέπει! Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ τὸ ξανακάνω! Πῶς νὰ τὴν ξαναστενοχωρήσω;». Μὲ αὐτὴν τὴν συμπεριφορά της ἡ μητέρα μου μὲ βοηθοῦσε περισσότερο, παρὰ ἄν μοῦ ἔδινε ἕνα σκαμπίλι. Κι ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἐκμεταλλευόμουν, νὰ πῶ: «Ἔ, τώρα δὲν μὲ βλέπει, ἂς κάνω μεγαλύτερη ἀταξία». Ἐνῶ ὁ πατέρας μου, μόλις ἔκανα κάτι, τάκ, σκαμπίλι. Βλέπεις, καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ διόρθωνε περισσότερο ἦταν ἡ ἀρχοντικὴ συμπεριφορὰ τῆς μάνας μου.

– Γέροντα, μερικὰ παιδιὰ ὅμως εἶναι πολὺ ἄτακτα. Φωνάζουν, τρέχουν, κάνουν ζημιές. Πῶς νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς τὸ ξύλο;

– Κοίταξε, δὲν φταῖνε τὰ παιδιά. Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μεγαλώσουν φυσιολογικά, θέλουν αὐλή, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ παίξουν. Τώρα τὰ κακόμοιρα εἶναι κλεισμένα μέσα στὶς πολυκατοικίες καὶ ζορίζονται. Δὲν μποροῦν νὰ τρέξουν ἐλεύθερα, νὰ παίξουν, νὰ χαροῦν. Δὲν πρέπει νὰ στενοχωριοῦνται οἱ γονεῖς, ὅταν τὸ παιδάκι εἶναι ζωηρό. Ἕνα ζωηρὸ παιδὶ ἔχει δυνάμεις μέσα του καὶ μπορεῖ νὰ προκόψη πολὺ στὴν ζωή του, ἂν τὶς ἀξιοποιήση.

πηγή:www.agiazoni.gr

 

 

Ανάλυση της Βυζαντινής Ζωγραφικής του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα

Νοέ 20173

Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ὑπάρχει ζωντανὴ καὶ ἡ ἄλλη πλευρά: Ἡ Βυζαντινὴ παράδοση. Ἐκείνη ἀκριβῶς ποὺ ὀνειδίζεται, λοιδορεῖται ἀπὸ τοὺς «νέους» σὰν τὸν Σαβέττα ἢ τὸν Τζιόττο. Στὴν βυζαντινὴ ζωγραφικὴ δὲν θὰ συναντήσουμε τὰ νατουραλιστικὰ στοιχεῖα ποὺ παρατηρήσαμε στὴν Ἰταλικὴ Πρῶτο-Ἀναγέννηση καὶ ἀκόμη λιγότερο τὶς αἰσθησιακὲς προεκτάσεις της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀφηγηματικότης εἶναι περιορισμένη στὸ ἐλάχιστον. Δὲν ὑπάρχουν ἐγκόσμιοι ἅγιο, οὔτε ἐγκόσμιες πράξεις ἢ σκηνές, οὔτε προσωπογραφίες, ἰδιωτικὲς κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, ἀρχιτεκτονικὰ τοπία, ἐρείπια καὶ φυτὰ μὲ τὰ ὁποῖα βρίθει ἡ Ἰταλικὴ Ἀναγέννησις. Ἂν φαίνεται κάπου ἕνα κτήριο εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο συμβατικὸ σχῆμα μὲ τὴν ἴδια πάντα ἀνεστραμμένη προοπτική, μὲ τὸ ἴδιο πάντα ἁπλωμένο παραπέτασμα. Ἂν ἀναπαραστῶνται βράχοι παίρνουν μορφὴ ὑπερκαθημένων, τραπεζοειδῶν καὶ πολυεδρικῶν στερεῶν ποὺ ἀγνοοῦν τὴν προοπτική του τόνου καὶ τοῦ χρώματος. Οὐσιαστικὰ ἡ «φύσις» δὲν ὑπάρχει. Τὸ φόντο εἶναι οὐδέτερο, χρυσὸ ἢ μονόχρωμο. Ἂν πρόκειται γιὰ δάσος, ἕνα δένδρο ἀρκεῖ. Ἔτσι, ποτὲ δὲν θὰ μᾶς δώσει ὁ βυζαντινὸς τεχνίτης ἕνα ρομαντικὸ τοπίο ὅπως τοῦ Κλὼντ ἢ τοῦ Πουσσέν. Καὶ ὅμως στὸν Ἅγιο Μάρκο τῆς Βενετίας, στὸ ψηφιδωτὸ ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς προσεύχεται μόνος ἐπὶ τοῦ Ὅρους Ἐλαιών, ὑπάρχουν βράχοι ἐξαίσιοι, «ἀληθινοί» καὶ ἀγκάθια τόσο ξερὰ καὶ μυρωδάτα ποὺ σὲ κάνουν νὰ ἀπορεῖς καὶ νὰ ἀναλογιστεῖς τί ἄρα γὲ θὰ ἔκαναν, τί θαύματα, ἂν οἱ βυζαντινοὶ τεχνίται ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό τους τὴν ἀναπαράσταση τῆς φύσεως. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἴδιοι τὸ ἐπέτρεπαν στὸν ἑαυτό τους, οὔτε ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία. Ἄλλες εἶναι οἱ ἐπιδιώξεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Ἄλλος ὁ προορισμός της.

Ἡ βυζαντινὴ τέχνη εἶναι μοναδικὴ καὶ ἄφθαστη στὸ ὅτι ἐπενόησε σχήματα ταυτόσημα μὲ σύμβολα ὑπερβατικὰ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, λειτουργικοὺς αἴνους ποὺ βασίζονται σὲ μίαν ὑπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμοὺς οὐρανίων ἐνοράσεων, νοητὰ ἀρχέτυπα – κάτι σὰν ἄλλου εἴδους Ἰνδικὰ ἢ Θιβετιανὰ «μάνταλα». Δὲν ὑπάρχει τέχνη πιὸ αὐστηρή. Κοιτάζοντας τὴν περίτεχνη ἀλληλουχία, διαβάθμιση καὶ ἀλληλοεξάρτηση τῶν σχημάτων, ἄγεται κανεὶς στὸ συμπέρασμα ὅτι πρόκειται περὶ τέχνης ποὺ ἐφήρμοσε τὴν ἄτεγκτη ἀναγκαιότητα τῆς μηχανικῆς ἐπιστήμης στὴν ἔκφραση τοῦ θρησκευτικοῦ συναισθήματος. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ὁ λυρισμὸς τοῦ Σασσέτα, οὔτε αἰσθηματολογία οὔτε κἂν αἴσθημα, ἀλλὰ μία κρύα, παγερὴ κατασκευὴ ποὺ δὲν ἐπιδέχεται οὔτε προσθήκη οὔτε τελειοποίηση. Ἂν τελειοποιηθεῖ, θὰ ἀλλάξει ἀναγκαστικὰ εἶδος καὶ θὰ προσλάβει ἄλλη μορφή. Τὰ πάντα ἔχουν τυποποιηθεῖ. Τὰ σχήματα, τὰ φῶτα, τὰ ἡμιτόνια, οἱ σκιές. Στὴν βάση ὑπάρχει ἡ γραμμική-γεωμετρικὴ σύνθεσις ποὺ συνεχῶς θυμίζει τὸν μαθηματικὸ γνώμονα. Κάθε σχῆμα ἐντάσσεται καὶ προέρχεται ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Εἶναι ἕνας Ἀριστοτελικὸς συλλογισμός, μία ἀλγεβρικὴ ἐξίσωσις ἀλάνθαστη. Ὁ καλλιτέχνης δὲν ὑπάρχει. Ἔχει ἀφομοιωθεῖ μὲ τὴν ἀπόδοση μιᾶς ὀντότητας ποὺ τὸν ἀπορροφᾶ καὶ τὸν ἐξουθενώνει ὁλοκληρωτικά. Τὰ ὑπερφυσικὰ ὄντα ποὺ εἰκονίζει ἔχουν τὴν πληρότητα καὶ τὴν στιλπνότητα τοῦ ἀτσαλιοῦ. Ἡ σοφὴ τοποθέτησις τῶν τριγωνικῶν ἢ γωνιακῶν φώτων, οἱ λεπτότατες γραμμικὲς ψιμυθιές, οἱ γραμμικὲς σκιὲς καὶ ὅλος ὁ ρυθμὸς τῆς ἀφηρημένης αὐτῆς φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τὰ ὄντα τοῦτα σὲ κινητὲς πανοπλίες ποὺ ἀντανακλοῦν ἢ ἀπορροφοῦν τὸ φῶς μὲ τὶς ἀκμὲς καὶ τὶς ὑπέρ-λεῖες τους ἐπιφάνειες. Οἱ στάσεις τους εἶναι μετωπικὲς καὶ ἱεραρχικές, τὰ πρόσωπα μὲ ὑποτυπώδη ἔκφραση, αὐστηρὴ καὶ κάποτε, σχεδὸν βλοσυρή, οἱ πτυχώσεις σχεδιασμένες μὲ εὐθεῖες γραμμὲς καὶ λιγοστὲς καμπύλες προσεκτικὰ ζυγισμένες, ἔτσι ποὺ δίνουν τὴν ἐντύπωση σὰν νὰ εἶναι τραβηγμένες μὲ τὸν χάρακα. Τεντωμένες σὰν τὴν νευρὴ τοῦ δοξαριοῦ, σὰν ὑποτείνουσες τριγώνων, σὰν χορδὲς κύκλων, σὰν παραβολὲς καὶ ὑπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στὴν σανίδα ἢ τὸ σοβά, ἔτσι, ποὺ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ξεφύγουν, νὰ χαλαρώσουν, νὰ ξετεντωθοῦν, νὰ λυγίσουν καὶ νὰ μαραθοῦν.

Εἶναι μία νοητὴ κατασκευὴ ποὺ ἔχει ὄγκο, ἀλλὰ ἐλάχιστο ὄγκο, ποὺ καταλαμβάνει τὸν τρισδιάστατο χῶρο, ἀλλὰ τὸν καταλαμβάνει μόλις. Ποιὸς κατ᾿ ἀρχὴν ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησε τὸ στὺλ αὐτὸ τῆς ζωγραφικῆς εἶναι ἄγνωστον, ἀλλὰ κάποιος σοφὸς καὶ ἰδιόμορφος καὶ τολμηρὸς τεχνίτης πρέπει νὰ συνέθεσε τὰ ἰδιάζοντα τοῦτα στοιχεῖα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐγεννήθηκαν σποραδικὰ καὶ τυχαῖα καὶ σὺν τῷ χρόνῳ. Ἡ ἀφετηρία βεβαίως βρίσκεται ὅπως ξέρουμε στὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη τῆς παρακμῆς κυρίως. Πράγματι, ἡ βυζαντινὴ τεχνοτροπία ἔχει διαφυλάξει πιστὰ τὸ μάθημα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρή, τὴν ἄτεγκτη καὶ σκληρὴ παρουσία της, βρίσκεις, ἂν σκάψεις, ὅλη τὴ γνώση τῶν ἐπιπέδων, ἀξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθὼς καὶ τῆς ἀναγλυφικότητος κατὰ τὸ σύστημα τῆς ἀρχαίας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ τέχνη κάποιοι διανοούμενοι καὶ δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρῶτοι, καθὼς ὑποπτεύομαι, ἄγνωστον πότε, ἀλλὰ ἴσως κατὰ τὸν 3ο μ. Χ. αἰώνα τὸν ἀπόκοσμο τοῦτο βυζαντινὸ ρυθμό. Δὲν ἀρκέστηκαν νὰ υἱοθετήσουν τὴν γνώση τοῦ χρώματος, τὴν κλασσικὴ γραμμή, τὴν ἔννοια τῆς συνθέσεως. Πῆραν καὶ κάποιες νοητὲς ἀρχὲς ποὺ ἀνάγονται σὲ δυὸ πηγές: Ἀφ᾿ ἑνός, στὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ μαθηματικοῦ γεωμέτρου Ἥρωνος, ὅπως εἶναι τὰ «πνευματικά» καὶ ἡ «Κατοπτρική». Ἀφ᾿ ἑτέρου, στὶς μεταφυσικὲς καὶ αἰσθητικὲς θεωρίες τοῦ Πλωτίνου, καὶ μέσω αὐτοῦ τῆς θεωρίας τῶν ἰδεῶν τοῦ Πλάτωνος.

Τὸ βαθὺ αὐτὸ καὶ ὁλοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, τὸ φυλαγμένο μέσα της, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τὸ μετέδωσε ὁλόγυρα, σὲ πάμπολλες ἄλλες τέχνες, πρωτίστως δὲ στὴν νηπιακὴ τέχνη τῆς Δύσεως. Ἂν λοιπὸν ἐσυκοφαντήθη ὡς βάρβαρος εἶναι μόνο ἀπὸ ὅσους δὲν ἀντελήφθησαν τί περιεῖχε πέραν ἀπὸ τὴν ξηρότητα καὶ αὐστηρότητά της καθὼς καὶ τί προσέφερε. Οὐσιαστικῶς προσέφερε τὰ πάντα. Ἦταν ἡ τέχνη ἡ διδάσκαλος, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Καβάφης: «Εἰς κάθε λόγον, εἰς κάθε ἔργον ἡ πιὸ σοφή». Δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀκόμη στὴν Δύση πολλὰ ἐγχειρίδια καὶ ἱστορίαι τῆς τέχνης ἢ τοῦ σχεδίου ποὺ ἀγνοοῦν καὶ παραλείπουν τὶς ἀρχὲς τοῦτες τῆς βυζαντινῆς παιδείας καὶ παρουσιάζουν ὡς ἐκ τούτου μία παραμόρφωση τῆς πραγματικότητας ξεκινώντας αὐθαίρετα ἀπὸ τὴν Τέχνη τῆς Φλωρεντίας μὲ τὸν Ντούτσιο, τὸν Ὀρκάνια, καὶ τέλος τὸν Τζιότο.

πηγή:www.agiazoni.gr

Πλάτωνος Θεαίτητος 169d-171e

Νοέ 20173

Συζήτηση γιά τήν ἄποψη τοῦ Πρωταγόρα ὅτι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»

Συζητώντας μέ τόν Θεαίτητο γιά τήν οὐσία τῆς γνώσης, ὁ Σωκράτης ἐπεσήμανε ὅτι, ἐάν ἴσχυε ἡ θέση τοῦ Πρωταγόρα ὅτι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» , ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἦταν τό ἴδιο σοφοί. Ἐπίσης, γνώση καί αἴσθηση θά εἶχαν τήν ἴδια διάρκεια. Καί τά δύο αὐτά ἐπακόλουθα ἀπορρίφθηκαν ὡς ἄτοπα, ὡστόσο ἡ παράθεση τῶν ἀναμενόμενων ἐπιχειρημάτων τοῦ Πρωταγόρα κατέστησε ἀπαραίτητη τήν περαιτέρω διερεύνηση τοῦ θέματος μέ τή συνδρομή τοῦ Θεόδωρου τοῦ Κυρηναίου, δασκάλου τοῦ Θεαίτητου.

ΣΩ. Ἄς πάρωμε λοιπόν πρῶτα τό ἴδιο σημεῖο πού ἐξετάζαμε καί πρίν καί ἄς δοῦμε, ἄν ὀρθά φέρνομε δυσκολίες. Κατηγορούσαμε τή βασική του ἀρχή ὅτι ἔκανε τόν καθένα αὐτάρκη σέ σοφία καί ὁ Πρωταγόρας δέχτηκε πώς μερικοί ὑπερέχουν ὡς πρός τό ἀνώτερο καί χειρότερο, καί πώς αὐτοί δέν εἶναι σοφοί. Ὄχι;

ΘΕΟ. Ναί.

ΣΩ. Ἄν συμφωνοῦσε ὁ ἴδιος ὄντας ἐδῶ παρών, καί ὄχι ἐμεῖς οἱ ὑπερασπιστές του, δέν θά ἦταν καθόλου ἀνάγκη νά τό ἐξετάσωμε πάλι γιά νά τό στερεώσωμε. Τώρα ὅμως ἴσως νά μᾶς ἀρνιόταν κανείς τό δικαίωμα νά συμφωνοῦμε γιά δικό του λογαριασμό. Γι’ αὐτό καλύτερο εἶναι μέ σαφέστερο τρόπο νά καταλήξωμε σέ συμφωνία γιά τό πράγμα τοῦτο• γιατί δέν εἶναι μικρή ἡ διαφορά, ἄν τό πράγμα εἶναι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς.

ΘΕΟ. Λές ἀλήθεια.

ΣΩ. Ἄς φτάσωμε λοιπόν σέ τούτη τή συμφωνία ὄχι μέσον ἄλλων, ἀλλά ἀπό τή θέση ἐκείνου, ὅσο μποροῦμε πιό σύντομα.

ΘΕΟ. Πῶς;

ΣΩ. Νά ἔτσι• ὄ,τι φαίνεται στόν καθένα σωστό αὐτό, ἄν δέν γελιέμαι, ἰσχυρίζεται ὅτι καί ὑπάρχει γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο.

ΘΕΟ. Ναί, τό ἰσχυρίζεται.

ΣΩ. Ἐ λοιπόν, Πρωταγόρα, κι ἐμεῖς ἀνθρώπου γνῶμες ἐκφράζουμε, ἤ καλύτερα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὑποστηρίζωμε πώς δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μή νομίζη σὲ ἄλλα τόν ἑαυτό του σοφώτερο ἀπό τούς ἄλλους, καί σέ ἄλλα ἄλλους πιό σοφούς ἀπό κεῖνον. Καί στούς πιό μεγάλους κινδύνους, ὅταν δέρνη τούς ἀνθρώπους τρικυμία, σέ πολέμους ἤ σέ ἀρρώστιες, ἤ σέ θάλασσα, ὅλοι κοιτάζουν σά θεούς τούς ἀρχηγούς στήν κάθε περίσταση περιμένοντας ἀπ’ αὐτούς τή σωτηρία τους, ἐνῶ δέν ξεχωρίζουν σέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο σέ γνώση. Καί σέ ὅλες τίς μορφές τῆς ζωῆς ὑπάρχει πλῆθος ἀνθρώπων πού γυρεύουν καί δασκάλους καί ἄρχοντες γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά ὅσα ἄλλα ἔχουν ζωή καί γιά τίς ἐργασίες τους, καί ἄλλων πάλι ἀνθρώπων πού, ἀντίθετα, φαντάζονται ὅτι εἶναι ἱκανοί νά διδάσκουν, ἱκανοί καί νά ἄρχουν. Καί σέ ὅλα τοῦτα τί ἄλλο θά ποῦμε παρά ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἔχουν μέσα τους καί σοφία καί ἀμάθεια;

ΘΕΟ. Τίποτε ἄλλο.

ΣΩ. Δέ νομίζουν λοιπόν πώς ἡ σοφία εἶναι ἡ ἀληθινή σκέψη καί ἡ ἀμάθεια ἡ σφαλερή γνώμη;

ΘΕΟ. Γιατί ὄχι;

ΣΩ. Τί θά κάνωμε λοιπόν τότε, Πρωταγόρα, στή συζήτησή μας; Νά δεχτοῦμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν πάντα σωστές γνῶμες, ἤ ἄλλοτε σωστές καί ἄλλοτε ἐσφαλμένες; Γιατί κι ἀπό τίς δύο ἀπαντήσεις μας βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν πάντα ὀρθές γνῶμες, ἀλλά καί ὀρθές καί ἐσφαλμένες. Ἐξέτασε, ἀλήθεια, Θεόδωρε, ἄν θά ἤθελε κανείς ἀπό τούς ὀπαδούς τοῦ Πρωταγόρα ἤ σύ ὁ ἴδιος νά ὑποστηρίξης πέρα γιά πέρα πώς κανείς δέν νομίζει ἄλλον, ὅτι καί ἀμαθής εἶναι καί ἐσφαλμένες γνῶμες ἔχει.

ΘΕΟ. Δέ θά ‘ταν πιστευτό, Σωκράτη.

ΣΩ. Καί ὅμως σ’ αὐτό τό ἀναπόφευκτο συμπέρασμα φέρνει ἡ ἀρχή, πού λέγει τόν ἄνθρωπο μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων.

ΘΕΟ. Μά πῶς;

ΣΩ. Ὅταν σύ κρίνης μέσα σου κάτι καί διατυπώσης γνώμη γι’ αὐτό, ἤ εἶναι γιά σένα ἀληθινή αὐτή σου ἡ γνώμη, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τοῦ Πρωταγόρα, ἐμεῖς ὅμως οἱ ἄλλοι δέν ἔχομε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τήν κρίση σου, ἤ, ἄν ἔχωμε, κρίνομε ὅτι πάντα ὀρθή εἶναι ἡ γνώμη ποὺ ἔχεις; Δέν ἀγωνίζονται, ἀντίθετα, μυριάδες κάθε φορὰ ἐναντίον σου μέ ἀντίθετη γνώμη, νομίζοντας ὅτι καί ἡ κρίση σου καί οἱ πεποιθήσεις σου εἶναι ἐσφαλμένες;

ΘΕΟ. Ναί μά τόν Δία, Σωκράτη, πολλές μάλιστα μυριάδες, λέγει ὁ Ὅμηρος, πού ὅσες δυσκολίες μποροῦν, οἱ ἄνθρωποι, μοῦ τίς προξενοῦν.

ΣΩ. Τί λοιπόν; θέλεις νά ποῦμε πὼς ἐσύ τότε γιά τόν ἑαυτό σου ἔχεις σωστή γνώμη, γιά τίς μυριάδες ὅμως τούς ἄλλους ἐσφαλμένη;

ΘΕΟ. Κατά τήν ἀρχή τοῦ Πρωταγόρα φαίνεται νά εἶναι ἀναγκαῖο.

ΣΩ. Γιά τόν ἴδιο ὅμως τόν Πρωταγόρα; Δέν εἶναι ἄραγε ἀναπόφευκτο, ἄν οὔτε ὁ ἴδιος πίστευε πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέτρο, οὔτε οἱ πολλοί ―ὅπως δά καί δέν τό πιστεύουν― νά μήν ὑπάρχη γιά κανέναν αὐτή ἡ ἀλήθεια ποὺ ἔγραψε στό βιβλίο του; Ἄν πάλι αὐτός τό πίστευε, τό πλῆθος ὅμως τῶν ἀνθρώπων δέν τόν ἀκολουθοῦσε σ’ αὐτή του τήν πίστη, ξέρεις ὅτι ὅσο περισσότεροι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δέν ἔχουν αὐτή τή γνώμη ἀπό ἐκείνους ποὺ τήν ἔχουν, τόσο περισσότερο δέν ὑπάρχει παρά ὑπάρχει;

ΘΕΟ. Ἀναγκαῖο, ἄν βέβαια ἡ ὕπαρξη ἤ ἡ ἀνυπαρξία της ἐξαρτᾶται ἀπό τή γνώμη τοῦ καθενός.

ΣΩ. Εἶναι ἀκόμη καί τοῦτο δά τό πολύ κομψό. Ἡ ἀντίθεση πρός τή δική του πεποίθηση ἐκείνων πού νομίζουν ὅτι ἐκεῖνος πλανιέται, παραδέχεται ὁ Πρωταγόρας ἀσφαλῶς ὅτι εἶναι ἀληθινή, ἀφοῦ ὁμολογεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐκφράζουν μέ τίς γνῶμες τους τά ὄντα.

ΘΕΟ. Βεβαιότατα.

ΣΩ. Δέν παραδέχεται τότε ὅτι ἡ δική του εἶναι ἐσφαλμένη, μιὰ ποὺ δέχεται σωστή τή γνώμη ἐκείνων ποὺ λέγουν ὅτι αὐτός πλανιέται;

ΘΕΟ. Ἀναγκαῖο.

ΣΩ. Οἱ ἄλλοι ὅμως δέν δέχονται ὅτι ἔχουν ἐσφαλμένες γνῶμες.

ΘΕΟ. Δέν δέχονται, ὄχι.

ΣΩ. Ἐκεῖνος πάλι, σύμφωνα μέ ὅσα ἔγραψε, ὁμολογεῖ πώς καί αὐτή τους ἡ γνώμη εἶναι σωστή.

ΘΕΟ. Εἶναι φανερό.

ΣΩ. Δέν εἶναι ἔτσι;

ΘΕΟ. Ἔτσι.

ΣΩ. Μιὰ λοιπόν πού ὅλοι τήν ἀμφισβητοῦν, ἡ Ἀλήθεια τοῦ Πρωταγόρα δέ θά ἦταν ἀληθινή γιά κανέναν, οὔτε γιά ἄλλον οὔτε γιά κεῖνον τόν ἴδιο.

ΘΕΟ. Πολύ κατατρέχομε, Σωκράτη, τό φίλο μου.

ΣΩ. Μά, φίλε μου, δέν εἶναι δά φανερό ἄν δέν παρατρέχωμε καί τό σωστό. Εἶναι καί φυσικό ἐκεῖνος, ὄντας πρεσβύτερος, νά εἶναι καί σοφώτερός μας. Καί ἄν τούτη τή στιγμή ἀναπηδοῦσεν ἐδῶ ἀπό τή γῆ ὡς τό λαιμό, θά ἔλεγχε ἐμένα γιά πολλές μου ἀνοησίες πιθανόν, καί σένα γιατί τίς δέχεσαι καί θά χωνόταν πίσω στή γῆ γρήγορα γρήγορα. Εἶναι ὅμως σέ μᾶς ἀναγκαῖο, φαντάζομαι, νά χρησιμοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας τέτοιον πού εἶναι, καί ὅσα μᾶς φαίνονται σωστά, αὐτά πάντα νά λέμε. Νά καί τώρα δέ θά ποῦμε ὅτι ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος δέχεται ὅτι καί σοφώτερος εἶναι ἕνας ἀπό τόν ἄλλον καί ἀμαθέστερος;

ΘΕΟ. Ἐγώ ναί τό νομίζω.

ΣΩ. Δέ θά δεχτοῦμε ἀκόμη ὅτι ἡ θέση τοῦ Πρωταγόρα στέκεται πολύ καλά ὅπως τήν παρουσιάσαμε, ὅταν τόν βοηθούσαμε, ὅτι τίς περισσότερες φορές ὅπως φαίνονται ἔτσι καί εἶναι γιά τόν καθένα θερμά, ξερά, γλυκά, ὅλα ὅσα ἀνήκουν σ’ αὐτή τήν κατηγορία; Ἄν ὅμως σέ μερικές περιπτώσεις θά γινόταν δεκτό ὅτι ἕνας ξεχωρίζει ἀπό τόν ἄλλο, δέ θά δεχόταν πρόθυμα κανείς ὅτι στά ζητήματα τῆς ὑγείας καί τῆς ἀρρώστιας κάθε γυναικούλα καί παιδί καί ζῶο δέν εἶναι δυνατόν νά γιατρευτῆ μόνο του ξέροντας ποιό τοῦ φέρνει ὑγεία, ἀλλά, ἄν κάπου, σέ τοῦτο τουλάχιστο τό ζήτημα ξεχωρίζει ἕνας ἀπό τόν ἄλλον;

ΘΕΟ. Ἐγώ ἔτσι νομίζω.
……………………………………………..

Πρωτότυπο Κείμενο

ΣΩ. Τοῦδε τοίνυν πρῶτον πάλιν ἀντιλαβώμεθα οὗπερ τὸ πρότερον͵ καὶ ἴδωμεν ὀρθῶς ἢ οὐκ ὀρθῶς ἐδυσχεραίνομεν ἐπιτιμῶντες τῷ λόγῳ ὅτι αὐτάρκη ἕκαστον εἰς φρόνησιν ἐποίει͵ καὶ ἡμῖν συνεχώρησεν ὁ Πρωταγόρας περί τε τοῦ ἀμείνονος καὶ χείρονος διαφέρειν τινάς͵ οὓς δὴ καὶ εἶναι σοφούς. οὐχί;

ΘΕΟ. Ναί.

ΣΩ. Εἰ μὲν τοίνυν αὐτὸς παρὼν ὡμολόγει ἀλλὰ μὴ ἡμεῖς βοηθοῦντες ὑπὲρ αὐτοῦ συνεχωρήσαμεν͵ οὐδὲν ἂν πάλιν ἔδει ἐπαναλαβόντας βεβαιοῦσθαι· νῦν δὲ τάχ΄ ἄν τις ἡμᾶς ἀκύρους τιθείη τῆς ὑπὲρ ἐκείνου ὁμολογίας. διὸ καλλιόνως ἔχει σαφέστερον περὶ τούτου αὐτοῦ διομολογήσασθαι· οὐ γάρ τι σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως.

ΘΕΟ. Λέγεις ἀληθῆ.

ΣΩ. Μὴ τοίνυν δι΄ ἄλλων ἀλλ΄ ἐκ τοῦ ἐκείνου λόγου ὡς διὰ βραχυτάτων λάβωμεν τὴν ὁμολογίαν.

ΘΕΟ. Πῶς;

ΣΩ. Οὑτωσί· τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναί φησί που ᾧ δοκεῖ;

ΘΕΟ. Φησὶ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Οὐκοῦν͵ ὦ Πρωταγόρα͵ καὶ ἡμεῖς ἀνθρώπου͵ μᾶλλον δὲ πάντων ἀνθρώπων δόξας λέγομεν͵ καὶ φαμὲν οὐδένα ὅντινα οὐ τὰ μὲν αὑτὸν ἡγεῖσθαι τῶν ἄλλων σοφώτερον͵ τὰ δὲ ἄλλους ἑαυτοῦ͵ καὶ ἔν γε τοῖς μεγίστοις κινδύνοις͵ ὅταν ἐν στρατείαις ἢ νόσοις ἢ ἐν θαλάττῃ χειμάζωνται͵ ὥσπερ πρὸς θεοὺς ἔχειν τοὺς ἐν ἑκάστοις ἄρχοντας͵ σωτῆρας σφῶν προσδοκῶντας͵ οὐκ ἄλλῳ τῳ διαφέροντας ἢ τῷ εἰδέναι· καὶ πάντα που μεστὰ τἀνθρώπινα ζητούντων διδασκάλους τε καὶ ἄρχοντας ἑαυτῶν τε καὶ τῶν ἄλλων ζῴων τῶν τε ἐργασιῶν͵ οἰομένων τε αὖ ἱκανῶν μὲν διδάσκειν͵ ἱκανῶν δὲ ἄρχειν εἶναι. καὶ ἐν τούτοις ἅπασι τί ἄλλο φήσομεν ἢ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἡγεῖσθαι σοφίαν καὶ ἀμαθίαν εἶναι παρὰ σφίσιν;

ΘΕΟ. Οὐδὲν ἄλλο.

ΣΩ. Οὐκοῦν τὴν μὲν σοφίαν ἀληθῆ διάνοιαν ἡγοῦνται͵ τὴν δὲ ἀμαθίαν ψευδῆ δόξαν;

ΘΕΟ. Τί μήν;

ΣΩ. Τί οὖν͵ ὦ Πρωταγόρα͵ χρησόμεθα τῷ λόγῳ; πότε ρον ἀληθῆ φῶμεν ἀεὶ τοὺς ἀνθρώπους δοξάζειν͵ ἢ τοτὲ μὲν ἀληθῆ͵ τοτὲ δὲ ψευδῆ; ἐξ ἀμφοτέρων γάρ που συμβαίνει μὴ ἀεὶ ἀληθῆ ἀλλ΄ ἀμφότερα αὐτοὺς δοξάζειν. σκόπει γάρ͵ ὦ Θεόδωρε͵ εἰ ἐθέλοι ἄν τις τῶν ἀμφὶ Πρωταγόραν ἢ σὺ αὐτὸς διαμάχεσθαι ὡς οὐδεὶς ἡγεῖται ἕτερος ἕτερον ἀμαθῆ τε εἶναι καὶ ψευδῆ δοξάζειν.

ΘΕΟ. Ἀλλ΄ ἄπιστον͵ ὦ Σώκρατες.

ΣΩ. Καὶ μὴν εἰς τοῦτό γε ἀνάγκης ὁ λόγος ἥκει ὁ πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπον λέγων.

ΘΕΟ. Πῶς δή;

ΣΩ. Ὅταν σὺ κρίνας τι παρὰ σαυτῷ πρός με ἀποφαίνῃ περί τινος δόξαν͵ σοὶ μὲν δὴ τοῦτο κατὰ τὸν ἐκείνου λόγον ἀληθὲς ἔστω͵ ἡμῖν δὲ δὴ τοῖς ἄλλοις περὶ τῆς σῆς κρίσεως πότερον οὐκ ἔστιν κριταῖς γενέσθαι͵ ἢ ἀεὶ σὲ κρίνομεν ἀληθῆ δοξάζειν; ἢ μυρίοι ἑκάστοτέ σοι μάχονται ἀντιδοξά ζοντες͵ ἡγούμενοι ψευδῆ κρίνειν τε καὶ οἴεσθαι;

ΘΕΟ. Νὴ τὸν Δία͵ ὦ Σώκρατες͵ μάλα μυρίοι δῆτα͵ φησὶν Ὅμηρος͵ οἵ γέ μοι τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα παρέχουσιν.

ΣΩ. Τί οὖν; βούλει λέγωμεν ὡς σὺ τότε σαυτῷ μὲν ἀληθῆ δοξάζεις͵ τοῖς δὲ μυρίοις ψευδῆ;

ΘΕΟ. Ἔοικεν ἔκ γε τοῦ λόγου ἀνάγκη εἶναι.

ΣΩ. Τί δὲ αὐτῷ Πρωταγόρᾳ; ἆρ΄ οὐχὶ ἀνάγκη͵ εἰ μὲν μηδὲ αὐτὸς ᾤετο μέτρον εἶναι ἄνθρωπον μηδὲ οἱ πολλοί͵ ὥσπερ οὐδὲ οἴονται͵ μηδενὶ δὴ εἶναι ταύτην τὴν ἀλήθειαν ἣν ἐκεῖνος ἔγραψεν; εἰ δὲ αὐτὸς μὲν ᾤετο͵ τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται͵ οἶσθ΄ ὅτι πρῶτον μὲν ὅσῳ πλείους οἷς μὴ δοκεῖ ἢ οἷς δοκεῖ͵ τοσούτῳ μᾶλλον οὐκ ἔστιν ἢ ἔστιν.

ΘΕΟ. Ἀνάγκη͵ εἴπερ γε καθ΄ ἑκάστην δόξαν ἔσται καὶ οὐκ ἔσται.

ΣΩ. Ἔπειτά γε τοῦτ΄ ἔχει κομψότατον· ἐκεῖνος μὲν περὶ τῆς αὑτοῦ οἰήσεως τὴν τῶν ἀντιδοξαζόντων οἴησιν͵ ᾗ ἐκεῖ νον ἡγοῦνται ψεύδεσθαι͵ συγχωρεῖ που ἀληθῆ εἶναι ὁμολογῶν τὰ ὄντα δοξάζειν ἅπαντας.

ΘΕΟ. Πάνυ μὲν οὖν.

ΣΩ. Οὐκοῦν τὴν αὑτοῦ ἂν ψευδῆ συγχωροῖ͵ εἰ τὴν τῶν ἡγουμένων αὐτὸν ψεύδεσθαι ὁμολογεῖ ἀληθῆ εἶναι;

ΘΕΟ. Ἀνάγκη.

ΣΩ. Οἱ δέ γ΄ ἄλλοι οὐ συγχωροῦσιν ἑαυτοῖς ψεύδεσθαι;

ΘΕΟ. Οὐ γὰρ οὖν.

ΣΩ. Ὁ δέ γ΄ αὖ ὁμολογεῖ καὶ ταύτην ἀληθῆ τὴν δόξαν ἐξ ὧν γέγραφεν.

ΘΕΟ. Φαίνεται.

ΣΩ. Ἐξ ἁπάντων ἄρα ἀπὸ Πρωταγόρου ἀρξαμένων ἀμφισβητήσεται͵ μᾶλλον δὲ ὑπό γε ἐκείνου ὁμολογήσεται͵ ὅταν τῷ τἀναντία λέγοντι συγχωρῇ ἀληθῆ αὐτὸν δοξάζειν͵ τότε καὶ ὁ Πρωταγόρας αὐτὸς συγχωρήσεται μήτε κύνα μήτε τὸν ἐπιτυχόντα ἄνθρωπον μέτρον εἶναι μηδὲ περὶ ἑνὸς οὗ ἂν μὴ μάθῃ. οὐχ οὕτως;

ΘΕΟ. Οὕτως.

ΣΩ. Οὐκοῦν ἐπειδὴ ἀμφισβητεῖται ὑπὸ πάντων͵ οὐδενὶ ἂν εἴη ἡ Πρωταγόρου Ἀλήθεια ἀληθής͵ οὔτε τινὶ ἄλλῳ οὔτ΄ αὐτῷ ἐκείνῳ.

ΘΕΟ. Ἄγαν͵ ὦ Σώκρατες͵ τὸν ἑταῖρόν μου καταθέομεν.

ΣΩ. Ἀλλά τοι͵ ὦ φίλε͵ ἄδηλον εἰ καὶ παραθέομεν τὸ ὀρθόν. εἰκός γε ἄρα ἐκεῖνον πρεσβύτερον ὄντα σοφώτερον ἡμῶν εἶναι· καὶ εἰ αὐτίκα ἐντεῦθεν ἀνακύψειε μέχρι τοῦ αὐχένος͵ πολλὰ ἂν ἐμέ τε ἐλέγξας ληροῦντα͵ ὡς τὸ εἰκός͵ καὶ σὲ ὁμολογοῦντα͵ καταδὺς ἂν οἴχοιτο ἀποτρέχων. ἀλλ΄ ἡμῖν ἀνάγκη οἶμαι χρῆσθαι ἡμῖν αὐτοῖς ὁποῖοί τινές ἐσμεν͵ καὶ τὰ δοκοῦντα ἀεὶ ταῦτα λέγειν. καὶ δῆτα καὶ νῦν ἄλλο τι φῶμεν ὁμολογεῖν ἂν τοῦτό γε ὁντινοῦν͵ τὸ εἶναι σοφώτερον ἕτερον ἑτέρου͵ εἶναι δὲ καὶ ἀμαθέστερον;

ΘΕΟ. Ἐμοὶ γοῦν δοκεῖ.

ΣΩ. ῏Η καὶ ταύτῃ ἂν μάλιστα ἵστασθαι τὸν λόγον͵ ᾗ ἡμεῖς ὑπεγράψαμεν βοηθοῦντες Πρωταγόρᾳ͵ ὡς τὰ μὲν πολλὰ ᾗ δοκεῖ͵ ταύτῃ καὶ ἔστιν ἑκάστῳ͵ θερμά͵ ξηρά͵ γλυκέα͵ πάντα ὅσα τοῦ τύπου τούτου· εἰ δέ που ἔν τισι συγχωρήσεται διαφέρειν ἄλλον ἄλλου͵ περὶ τὰ ὑγιεινὰ καὶ νοσώδη ἐθελῆσαι ἂν φάναι μὴ πᾶν γύναιον καὶ παιδίον͵ καὶ θηρίον δέ͵ ἱκανὸν εἶναι ἰᾶσθαι αὑτὸ γιγνῶσκον ἑαυτῷ τὸ ὑγιεινόν͵ ἀλλὰ ἐνταῦθα δὴ ἄλλον ἄλλου διαφέρειν͵ εἴπερ που;

ΘΕΟ. Ἔμοιγε δοκεῖ οὕτως.

πηγή:agiazoni.gr

H ανάγκη των φίλων και η πεμπτουσία της φιλίας “Ηθικά Νικομάχεια ” του Αριστοτέλη

Νοέ 20173

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1171a21–1172a15 (Ἀπορίες σχετικὰ μὲ τὴ φιλία. Ἔχουμε μεγαλύτερη ἀνάγκη τῶν φίλων στὴν εὐτυχία ἢ στὴ δυστυχία; – Ἐπίλογος: Πεμπτουσία τῆς φιλίας εἶναι ἡ συνεχὴς ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν φίλων)

Πότε χρειάζεται κανεὶς φίλους στὴν εὐτυχία ἢ στὴν δυστυχία του; Τοὺς ζητᾶ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, γιατί οἱ δυστυχισμένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, κι οἱ εὐτυχισμένοι ἀπὸ συντρόφους ποὺ συζοῦν μαζί τους καὶ τοὺς εὐεργετοῦν, γιατί ἡ ἐπιθυμία τους συνίσταται στὸ νὰ παρέχουν τὶς εὐεργεσίες τους. Εἶναι, λοιπόν, πιὸ ἀναγκαῖο νὰ ἔχει φίλους στὴ δυστυχία του, ἀφοῦ χρειάζεται χρήσιμους φίλους, ἀλλὰ ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη ὡραιότερο εἶναι νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη φίλων στὴν εὐτυχία του, γιατί σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἀναζητεῖ ἐνάρετους ἀνθρώπους, γιατί εἶναι προτιμότερο νὰ παρέχει σ’ αὐτοὺς τὶς εὐεργεσίες του καὶ νὰ τοὺς συναναστρέφεται. Κι εἶναι ἡ παρουσία τῶν φίλων γλυκειὰ καὶ στὴν εὐτυχία καὶ στὴ δυστυχία, γιατί ὅσο ὑποφέρουν ἀπὸ ὀδύνη ἀνακουφίζεται, ὅταν συμπάσχουν μαζί τους κι οἱ φίλοι. Γιατί καὶ θὰ μποροῦσε ν’ ἀμφιβάλλει κανείς, ἂν οἱ φίλοι σηκώνουν κι αὐτοὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ βάρος ἤ, ἀντίθετα, ἂν λιγοστεύει τὸν πόνο ἡ εὐχάριστη παρουσία τους κι ἡ πεποίθηση ὅτι συμμετέχει σ’ αὐτόν.

Ἀλλὰ τὸ ζήτημα, ἂν ἀνακουφίζονται γι’ αὐτὰ ἢ γιὰ κάτι ἄλλο, ἂς μὴ τὸ ἐξετάσουμε τώρα, ἀρκεῖ τὸ ὅτι ἀνακουφίζονται πραγματικά. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐπίδραση ποὺ ὀφείλεται στὴν παρουσία εἶναι ἀνάμεικτη, [1171b] ἐπειδὴ τὸ νὰ βλέπει κανεὶς τοὺς φίλους εἶναι γιὰ τὸν δυστυχισμένο πολὺ εὐχάριστο, ἀφοῦ ὁ φίλος εἶναι παρηγοριὰ καὶ ὅταν τὸν βλέπει κανεὶς καὶ ὅταν μιλᾶ ἂν εἶναι εὐαίσθητος. Γιατί ξεύρει τὸν χαρακτήρα μας καθὼς καὶ ὅ,τι μᾶς προξενεῖ χαρὰ ἢ λύπη. Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑποφέρουμε καὶ ‘μεις, ὅταν βλέπουμε τὸν φίλο μας νὰ λυπᾶται γιὰ τὶς δυστυχίες μας, ἐπειδὴ κάθε φίλος θέλει ν’ ἀποφεύγει νὰ προκαλεῖ λύπη στὸ φίλο του. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀνδροπρεπεῖς ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν θέλουν νὰ δίνουν ἀφορμὴ στοὺς φίλους τους νὰ συμπάσχουν μαζί τους. Ἂν ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μονάχα μὲ μία μικρὴ λύπη τῶν φίλων τους, ἀνακουφίζουν μία δική τους μεγάλη λύπη, δὲν ἀνέχονται νὰ πάσχει ὁ φίλος ἐξαιτίας τους. Γενικὰ προσπαθοῦν ν’ ἀποφεύγουν ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν διάθεση νὰ κλαψουρίζουν ὅλοι μαζί, γιατί κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν τάση στὸ νὰ θρηνοῦν, μονάχα γυναικάκια καὶ ἄνδρες γυναικωτοὶ αἰσθάνονται χαρὰ νὰ ἀναστενάζουν μ’ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν, καὶ ἀγαποῦν αὐτὰ τὰ πρόσωπα σὰ φίλους ποὺ συμμετέχουν στὴ θλίψη τους, ἀλλὰ ἔχει χρέος νὰ μιμεῖται κανεὶς τὸν καλύτερο. Ἀντίθετα στὴν εὐτυχία ἡ παρουσία τῶν φίλων δὲν εἶναι μόνο εὐχάριστη, ἀλλὰ γεννᾶ καὶ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ φίλοι χαίρονται γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γι’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ φωνάζουμε πρόθυμα τοὺς φίλους μας, ὅταν εἴμαστε εὐτυχισμένοι (γιατί εἶναι ὡραῖο νὰ εὐεργετεῖ κανεὶς) καὶ στὰ ἀτυχήματά μας νὰ κάνουμε αὐτὸ μὲ δισταγμὸ (γιατί πρέπει ν’ ἀποφεύγουμε ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο, νὰ παίρνουν μέρος αὐτοὶ στὶς λύπες μας). Ἀπὸ ‘δω καὶ τὸ ρητό: «Ἀρκετὸ νὰ εἶμαι μονάχος μου ἐγὼ ὁ δυστυχής».

Τέλος πρέπει νὰ φωνάζουμε προπάντων τοὺς φίλους μας, ὅταν αὐτοὶ πρόκειται νὰ μᾶς προσφέρουν μία μεγάλη ὑπηρεσία, χωρὶς νὰ ἐνοχληθοῦν πολύ. Ἀντίθετα, πρέπει ἴσως νὰ πηγαίνουμε στοὺς φίλους μας ἀπρόσκλητοι καὶ πρόθυμοι, ὅταν αὐτοὶ εἶναι δυστυχισμένοι (γιατί εἶναι καθῆκον τῆς φιλίας νὰ ἐξυπηρετοῦμε μάλιστα ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὴν ἀνάγκη, κι ἀκόμα ὅταν αὐτοὶ δὲν μᾶς τὸ ζητοῦν, ἡ τέτοια προθυμία εἶναι ἀξιοπρεπέστερη καὶ πιὸ εὐχάριστη κι ἀπὸ τὰ δύο μέρη). Ὅταν οἱ φίλοι μας εἶναι εὐτυχισμένοι, πρέπει νὰ τρέχουμε σ’ αὐτούς, ἐφόσον εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσουμε (γιατί γι’ αὐτὸ χρειαζόμαστε τοὺς φίλους). Ὅταν ὅμως πρόκειται νὰ εὐεργετούμεθα, πρέπει νὰ πηγαίνουμε σ’ αὐτοὺς ἀπρόθυμα καὶ ἀργὰ (γιατί δὲν εἶναι ὡραῖο νὰ τρέχει κανεὶς γιὰ νὰ παίρνει ὀφέλη ἀπὸ τοὺς ἄλλους). Ἐννοεῖται ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ φαίνεται ἀγενὴς ἀποκρούοντας τὶς ὑπηρεσίες ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ φίλοι του. Γιατί κι αὐτὸ συμβαίνει κάποτε. Σύμφωνα μ’ αὐτὰ τὴν παρουσία τῶν φίλων πρέπει νὰ τὴν εὐχόμαστε σὲ κάθε περίσταση.

Μήπως ἡ συμβίωση δὲν εἶναι γιὰ τὴ φιλία, ὅπως γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ἡ θέα τοῦ λατρεμένου προσώπου, κι ὅπως οἱ ἐραστὲς προτιμοῦν τὴν αἴσθηση αὐτὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἐφόσον μέσω αὐτῆς ὑπάρχει κι ἀπ’ αὐτὴν γεννιέται τὸ ἐρωτικὸ συναίσθημα; Γιατί ἡ φιλία εἶναι ἕνα εἶδος κοινότητας. Ἐπίσης ὅπως διατίθεται κάποιος πρὸς τὸν ἑαυτό του, ἔτσι διατίθεται καὶ στοὺς φίλους του. Ἑπομένως ὅπως ἡ αἴσθηση τῆς ὕπαρξης εἶναι ἀγαπητὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἔτσι εἶναι καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἀλλὰ ἡ δράση ποὺ γιὰ χάρη της ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ὕπαρξή τους, πραγματοποιεῖται στὴ διάρκεια τῆς συμβίωσης [1172a] ὥστε ἡ προσπάθεια τῶν φίλων μας ἀπευθύνεται σ’ αὐτήν. Τέλος ὅ,τι ὁ καθένας θεωρεῖ σὰν πραγματικὸ «Εἶναι» καὶ σὰν τελικὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του, θέλει νὰ τὸ πραγματοποιεῖ ἐπικοινωνώντας μὲ τοὺς φίλους του. Ἄλλοι πίνουν μαζὶ κρασί, ἄλλοι παίζουν μαζὶ κύβους, μαζὶ γυμνάζονται, ἄλλοι κυνηγοῦν μὲ τοὺς φίλους τους καὶ ἄλλοι φιλοσοφοῦν μαζί τους. Γιὰ νὰ μιλήσουμε σύντομα, κάθε τι ποὺ ἀγαποῦμε στὴ ζωὴ θέλουμε νὰ τὸ πραγματοποιοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς φίλους μας, ἐπειδὴ ὁ καθένας θέλει νὰ ζεῖ μαζί τους καὶ γι’ αὐτὸ κάμνει καὶ συμμερίζεται μ’ αὐτοὺς κάθε τι ποὺ ἐννοεῖ μὲ τὶς λέξεις ζωὴ καὶ συμβίωση. Γι’ αὐτὸ ἡ φιλία ἀνάμεσα στοὺς φαύλους γίνεται πηγὴ τοῦ κακοῦ (γιατί ἐφόσον οἱ φαῦλοι εἶναι ἐπιπόλαιοι, ὁ ἕνας συμμετέχει στὴν κακία τοῦ ἄλλου, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται ὅλοι κακοί, ἀφοῦ ἐξομοιώνονται ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο). Ἀντίθετα ἡ ἀνάμεσα στοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους φιλία γίνεται πηγὴ ἀγαθοῦ. Καθημερινὰ αὐξάνεται τὸ ἠθικό της περιεχόμενο, καὶ ἡ πρόοδος συντελεῖται τόσο γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς ἀπὸ κοινοῦ, ὅσο γιὰ τὴν ἀμοιβαία νουθεσία. Ὁ ἕνας δέχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο τὶς εὐχάριστες σ’ αὐτὸν ἰδιότητες, καὶ ἀπὸ ‘δῶ προέρχεται καὶ τὸ ρητό:
«Ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς τὸ ἀγαθὸ θὰ μάθεις».

Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Ἀθήνα: Νομικὴ Βιβλιοθήκη.

Πρωτότυπο Κείμενο

Πότερον δ’ ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον φίλων δεῖ ἢ ἐν δυστυχίαις; ἐν ἀμφοῖν γὰρ ἐπιζητοῦνται· οἵ τε γὰρ ἀτυχοῦντες δέονται ἐπικουρίας, οἵ τ’ εὐτυχοῦντες συμβίων καὶ οὓς εὖ ποιήσουσιν· βούλονται γὰρ εὖ δρᾶν. ἀναγκαιότερον μὲν δὴ ἐν ταῖς ἀτυχίαις, διὸ τῶν χρησίμων ἐνταῦθα δεῖ, κάλλιον δ’ ἐν ταῖς εὐτυχίαις, διὸ καὶ τοὺς ἐπιεικεῖς ζητοῦσιν· τούτους γὰρ αἱρετώτερον εὐεργετεῖν καὶ μετὰ τούτων διάγειν. ἔστι γὰρ καὶ ἡ παρουσία αὐτὴ τῶν φίλων ἡδεῖα καὶ ἐν ταῖς εὐτυχίαις καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις. κουφίζονται γὰρ οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων. διὸ κἂν ἀπορήσειέν τις πότερον ὥσπερ βάρους μεταλαμβάνουσιν, ἢ τοῦτο μὲν οὔ, ἡ παρουσία δ’ αὐτῶν ἡδεῖα οὖσα καὶ ἡ ἔννοια τοῦ συναλγεῖν ἐλάττω τὴν λύπην ποιεῖ. εἰ μὲν οὖν διὰ ταῦτα ἢ δι’ ἄλλο τι κουφίζονται, ἀφείσθω· συμβαίνειν δ’ οὖν φαίνεται τὸ λεχθέν. ἔοικε δ’ ἡ παρουσία μικτή τις αὐτῶν εἶναι. αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ ὁρᾶν [1171b] τοὺς φίλους ἡδύ, ἄλλως τε καὶ ἀτυχοῦντι, καὶ γίνεταί τις ἐπικουρία πρὸς τὸ μὴ λυπεῖσθαι (παραμυθητικὸν γὰρ ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ, ἐὰν ᾖ ἐπιδέξιος· οἶδε γὰρ τὸ ἦθος καὶ ἐφ’ οἷς ἥδεται καὶ λυπεῖται)· τὸ δὲ λυπούμενον αἰσθάνεσθαι ἐπὶ ταῖς αὑτοῦ ἀτυχίαις λυπηρόν· πᾶς γὰρ φεύγει λύπης αἴτιος εἶναι τοῖς φίλοις. διόπερ οἱ μὲν ἀνδρώδεις τὴν φύσιν εὐλαβοῦνται συλλυπεῖν τοὺς φίλους αὑτοῖς, κἂν μὴ ὑπερτείνῃ τῇ ἀλυπίᾳ, τὴν ἐκείνοις γινομένην λύπην οὐχ ὑπομένει, ὅλως τε συνθρήνους οὐ προσίεται διὰ τὸ μηδ’ αὐτὸς εἶναι θρηνητικός· γύναια δὲ καὶ οἱ τοιοῦτοι ἄνδρες τοῖς συστένουσι χαίρουσι, καὶ φιλοῦσιν ὡς φίλους καὶ συναλγοῦντας. μιμεῖσθαι δ’ ἐν ἅπασι δεῖ δῆλον ὅτι τὸν βελτίω. ἡ δ’ ἐν ταῖς εὐτυχίαις τῶν φίλων παρουσία τήν τε διαγωγὴν ἡδεῖαν ἔχει καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ἥδονται ἐπὶ τοῖς αὑτοῦ ἀγαθοῖς. διὸ δόξειεν ἂν δεῖν εἰς μὲν τὰς εὐτυχίας καλεῖν τοὺς φίλους προθύμως (εὐεργετικὸν γὰρ εἶναι καλόν), εἰς δὲ τὰς ἀτυχίας ὀκνοῦντα· μεταδιδόναι γὰρ ὡς ἥκιστα δεῖ τῶν κακῶν, ὅθεν τὸ «ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν». μάλιστα δὲ παρακλητέον ὅταν μέλλωσιν ὀλίγα ὀχληθέντες μεγάλ’ αὐτὸν ὠφελήσειν. ἰέναι δ’ ἀνάπαλιν ἴσως ἁρμόζει πρὸς μὲν τοὺς ἀτυχοῦντας ἄκλητον καὶ προθύμως (φίλου γὰρ εὖ ποιεῖν, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν χρείᾳ καὶ [τὸ] μὴ ἀξιώσαντας· ἀμφοῖν γὰρ κάλλιον καὶ ἥδιον), εἰς δὲ τὰς εὐτυχίας συνεργοῦντα μὲν προθύμως (καὶ γὰρ εἰς ταῦτα χρεία φίλων), πρὸς εὐπάθειαν δὲ σχολαίως· οὐ γὰρ καλὸν τὸ προθυμεῖσθαι ὠφελεῖσθαι. δόξαν δ’ ἀηδίας ἐν τῷ διωθεῖσθαι ἴσως εὐλαβητέον· ἐνίοτε γὰρ συμβαίνει. ἡ παρουσία δὴ τῶν φίλων ἐν ἅπασιν αἱρετὴ φαίνεται.

Ἆρ’ οὖν, ὥσπερ τοῖς ἐρῶσι τὸ ὁρᾶν ἀγαπητότατόν ἐστι καὶ μᾶλλον αἱροῦνται ταύτην τὴν αἴσθησιν ἢ τὰς λοιπὰς ὡς κατὰ ταύτην μάλιστα τοῦ ἔρωτος ὄντος καὶ γινομένου, οὕτω καὶ τοῖς φίλοις αἱρετώτατόν ἐστι τὸ συζῆν; κοινωνία γὰρ ἡ φιλία, καὶ ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἔχει, οὕτω καὶ πρὸς τὸν φίλον· περὶ αὑτὸν δ’ ἡ αἴσθησις ὅτι ἔστιν αἱρετή, καὶ περὶ τὸν φίλον δή· ἡ δ’ ἐνέργεια γίνεται αὐτῆς ἐν τῷ συζῆν, [1172a] ὥστ’ εἰκότως τούτου ἐφίενται. καὶ ὅ ποτ’ ἐστὶν ἑκάστοις τὸ εἶναι ἢ οὗ χάριν αἱροῦνται τὸ ζῆν, ἐν τούτῳ μετὰ τῶν φίλων βούλονται διάγειν· διόπερ οἳ μὲν συμπίνουσιν, οἳ δὲ συγκυβεύουσιν, ἄλλοι δὲ συγγυμνάζονται καὶ συγκυνηγοῦσιν ἢ συμφιλοσοφοῦσιν, ἕκαστοι ἐν τούτῳ συνημερεύοντες ὅ τι περ μάλιστ’ ἀγαπῶσι τῶν ἐν τῷ βίῳ· συζῆν γὰρ βουλόμενοι μετὰ τῶν φίλων, ταῦτα ποιοῦσι καὶ τούτων κοινωνοῦσιν οἷς οἴονται συζῆν. γίνεται οὖν ἡ μὲν τῶν φαύλων φιλία μοχθηρά (κοινωνοῦσι γὰρ φαύλων ἀβέβαιοι ὄντες, καὶ μοχθηροὶ δὲ γίνονται ὁμοιούμενοι ἀλλήλοις), ἡ δὲ τῶν ἐπιεικῶν ἐπιεικής, συναυξανομένη ταῖς ὁμιλίαις· δοκοῦσι δὲ καὶ βελτίους γίνεσθαι ἐνεργοῦντες καὶ διορθοῦντες ἀλλήλους· ἀπομάττονται γὰρ παρ’ ἀλλήλων οἷς ἀρέσκονται, ὅθεν «ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλά». περὶ μὲν οὖν φιλίας ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω· ἑπόμενον δ’ ἂν εἴη διελθεῖν περὶ ἡδονῆς.

πηγή:www.agiazoni.gr

Tο πρώτο μάθημά μου για την αρχοντιά του Κωνσταντίνου Τσάτσου

Νοέ 20173

Θά ‘μουνα δέκα χρονῶν. Τό καλοκαίρι, ὅταν τελείωνα τό σχολεῖο κατέβαινα στό ἰσόγειο δικηγορικό γραφεῖο τοῦ πατέρα μου, ὅπου καί μέ ἔβαζαν νά ἀντιγράφω δικόγραφα. Γιά τίς τέσσερις σελίδες χωρίς περιθώριο, πληρωνόμουν μία δραχμή.


Καθισμένος σ’ ἕνα ἀπό τά γραφεῖα τῶν βοηθῶν χάζευα ποὺ καί ποὺ τούς πελάτες, κάθε λογῆς, ποὺ μπαινόβγαιναν.

Ἕνα πρωινό ἦρθε ἕνας λεβεντόγερος μέ κάτασπρη φουστανέλλα. Οἱ φουστανελλάδες ἀκόμη τότε δέν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Εἶδα τούς βοηθούς δικηγόρους νά σηκώνονται καί νά τοῦ κάνουν μιὰν ἰδιαίτερα θερμή ὑποδοχή.

Ὁ πρῶτος βοηθός πού φαίνεται νά τόν γνώριζε καλά, ἔπιασε κουβέντα μαζί του. Καί μιὰ στιγμή τόν ρωτάει: «Καί τώρα, μπάρμπα Μῆτρο, πόσων χρόνων εἶσαι;» Καί ὁ μπάρμπα Μῆτρος, μέ τ’ ὄνομα Δημήτριος Μαλαμούλης πού εἶχε ἐν τῷ μεταξύ στρογγυλοκαθίσει, τοῦ ἀπαντάει μονολεκτικά… «Δύο». Δηλαδή ἑκατόν δύο. Ἀπό τά ἑκατό εἶχε ἀρχίσει νέα ἀρίθμηση.

Βγῆκε ἐν τῷ μεταξύ ὁ πατέρας μου. Τόν ὁδήγησε στό μέσα γραφεῖο τά εἴπανε μέ αὐτόν καί τό γιό του, ἕνα λεβέντη ἑβδομηνταπεντάρη, καί ὅταν βγῆκαν στό δωμάτιο πού βρισκόμουν καί ἐγώ, πρῶτα μέ σύστησε καί ὕστερα μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι θά πᾶμε τήν Κυριακή νά ἐπισκεφθοῦμε τόν Μαλαμούλη στό χειμαδιό του, κάπου στόν Ὠρωπό.

Ἀπό κουβέντα δέν ἔπαιρνε ὁ μπάρμπα Μῆτρος. Λίγα λόγια, μετρημένα, βαριά. Τούς βοηθούς τοῦ πατέρα μου κι ἐμένα εἶχα τό αἴσθημα ὅτι μᾶς ἔβλεπε σάν μικρό κοπάδι ἀρνάκια. Μικρό, διότι ὁ Μαλαμούλης εἶχε ἀπάνω ἀπό 3000 ἀρνιά καί κατσίκια, στά Ἄγραφα τό καλοκαίρι καί τόν χειμώνα στά ὀρεινά τῆς Ἀττικῆς.

Τήν Κυριακή, ὅταν φθάναμε στόν τόπο ὅπου εἶχε στήσει τά τσαντήρια του, τῶν παιδιῶν, τῶν ἐγγονῶν καί τῶν δισεγγόνων του, ρίχτηκαν οἱ καθιερωμένες μπαταριές καί μετά μαζευτήκαμε στό μεγάλο τσαντήρι τοῦ Γέρου. Εἶχα μαζί μου, νέο εἰκοσάχρονο, τόν δάσκαλό μου Basset, αὐτόν πού ἔκανα πρόσωπο στούς «Διαλόγους σέ μοναστήρι». Αὐτός πού δέν χόρταινε νά θαυμάζει.

Σέ λίγο σταύρωσε ὁ Γέρος τό πρῶτο ψωμί. Καί οἱ γυναῖκες, ἀμίλητες καί φασαρεμένες μοίραζαν τά κοψίδια, ἀρνάκι, κατσικάκι, ὅλα τά ἀγαθά. Θυμᾶμαι ἀκόμη τίς βεδοῦρες τά γιαούρτια. Ὁ γέρο Μαλαμούλης, στή μέση καθισμένος σταυροπόδι, μέσ’ στίς ἄσπρες βελέντζες, τά ἐπόπτευε ὅλα καί ἔδινε στίς γυναῖκες καί στούς παραγιούς προσταγές.

Ὅταν λίγο μεγαλύτερος διάβασα «Ὀδύσσεια» τόν γέρο Μαλαμούλη τόν ταύτιζα μέσ’ στή φαντασία μου μέ τόν Νέστορα, ὅταν δέχονταν τόν Τηλέμαχο.

Καθώς ἤμουν καθισμένος πλάι στόν πατέρα μου τόν ρώτησα ψιθυριστά: «Qu’est-il ce vieux;». «C’est un grand seigneur» μοῦ ἀπαντάει o πατέρας μου καί αὐτός ψιθυριστά. Καί γυρίζοντας ἀργότερα τό λόγο στά ἑλληνικά: «Νά καταλάβεις τί εἶναι ἀρχοντιά».

Ἦταν τό πρῶτο μάθημά μου γιά τό μέγα τοῦτο ἠθικό ἀγαθό: τήν ἀρχοντιά.

Ἀργότερα, μεγάλος σ’ ἕνα πελοποννησιακό χωριό, γνώρισα ἕναν ἄλλο πιό νέο, σχεδόν μεσόκοπο, χωρικό. Στό πρόσωπό του ξανασυνάντησα αὐτό πού εἶχα γνωρίσει παιδί στό πρόσωπο τοῦ Μαλαμούλη: τήν ἀρχοντιά. Τό σταύρωμα τοῦ καρβελιοῦ ἀπό αὐτόν ἦταν μιὰ ἱεροπραξία.

Ἡ ἀρχοντιά δέν εἶναι συνώνυμο μέ τήν ἀριστοκρατικότητα, δέν σημαίνει καμιά ταξική διαφορά ἤ μία διαφορά πλούτου. Ἀλλά δέν εἶναι καί ἕνα ἠθικό ἁπλῶς γνώρισμα. Εἶναι μιὰ σύνθεση ὑπερηφάνιας, εὐπρέπειας, αὐτοπεποίθησης, μεγαλοψυχίας. Ἄρχοντες βρίσκεις ἐγκατεσπαρμένους σέ ὅλα τά εἴδη ἀνθρώπων. Ὁ ἄρχοντας δέν γίνεται ποτέ μάζα, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, μένει πάντα πρόσωπο. Δέν μπορῶ — ἴσως ἀδυναμία μου — μέ μία φράση νά τήν ὁρίσω τήν ἀρχοντιά. Ἀλλά ὅταν συναντῶ κάποιον πού ἔχει αὐτό τό σύμπλεγμα τῶν ἀρετῶν πού τήν ἀπαρτίζουν, τότε τήν ἀναγνωρίζω. Λέω μέσα μου: Αὐτός εἶναι ἄρχοντας. Ἀνήκει σέ αὐτή τήν ἐκλεκτή κατηγορία ἀνθρώπων.

Ἔχομε ἄρχοντες κατά τήν νομικήν ἔννοια, πού δέν ἔχουν ἀρχοντιά. Ἔχομε ὅμως χειρώνακτες πού ἔχουν ἀρχοντιά.

Πηγή:www.katafigi.gr

« Παλιότερα άρθραΠιο πρόσφατα άρθρα »

To ρολόι του blog

Δεκέμβριος 2025
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  
European SchoolRadio Logo

Ομάδες

Σελίδες

Πρόσφατα σχόλια

    Παναγιωτακοπούλου Ειρήνη,φιλόλογος, Μ.Εd

    Διδάσκει στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

    European SchoolRadio Logo

    Kατηγορίες

    images (7)

    images (7)
    Δεν υπάρχουν μελλοντικά γεγονότα.
    Δεκέμβριος 2025
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
    1234567
    891011121314
    15161718192021
    22232425262728
    293031  

    Translate

    Σκακιστική άσκηση



    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση
    Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων