Πατερικοί Λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου

Ιαν 20183

Πατερικός λόγος

Μεγάλου Βασιλείου-Λόγοι ζωῆς

 

Δὲν γνωρίσαμε ἐμεῖς τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δικαιοσύνη μας, ἀλλὰ ὁ Θεὸς μᾶς γνώρισε διὰ μέσου της ἀγάπης Του.

Πρέπει νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι εἶναι ἀναρίθμητες οἱ εὐκαιρίες πού μᾶς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τελειοποιηθοῦμε.

Ὁ Θεὸς δίνει τὴ δύναμη πού χρειάζεται στὸν ἄνθρωπο στοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀρετή.

Ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν παρελθόντων καὶ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν παρόντων διδασκόμαστε γιὰ τὸ μέλλον.

Ὅποιος γεύτηκε τὴν γλυκύτητα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πρόδωσε, μοιάζει μ’ ἐκεῖνον πού ἄλλαξε τὸ πολύτιμο διαμάντι μ’ ἕνα χρωματιστὸ γυαλί.

Μιὰ ἕφοδος τοῦ ἐνθέου δὲν μπορεῖ νὰ φέρει κακό, ἂν ἐμεῖς ἔχουμε ὅπλο τὴν πίστη.

Ἡ θεία βοήθεια ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἡ θελήση μας ἀπὸ τὴν ἄλλη φέρνουν τὴν νίκη κατὰ τοῦ πονηροῦ.

Ὁ Θεὸς δὲν ἐξετάζει τὸν ἄνθρωπο μερικῶς, ἀλλὰ συνολικῶς, γιὰ νὰ σοῦ διδάξει τὴν ἀμεροληψία.

Ἡ μολυσμένη ἀτμόσφαιρα καὶ ἡ κακία ἔχουν ἕνα κοινὸ σημεῖο: ἡ μία μολύνει τὸ σῶμα καὶ ἡ ἄλλη τὴν ψυχή.

Διατήρησε ἁγνὴ τὴν ψυχή σου σὰν τὸ πολυτιμότερο κεφάλαιο στὴ ζωή.

Οἱ μέλισσες οὔτε σὲ ὅλα τὰ ἄνθη πλησιάζουν οὔτε προσπαθοῦν νὰ τὰ σηκώσουν ὁλόκληρα, ἀλλὰ παίρνουν ὅ,τι τοὺς εἶναι χρήσιμο καὶ φεύγουν.

Ἡ ψυχὴ μας ἐξομοιώνεται μὲ ὅσα σπουδάζει καὶ πράττει καὶ μὲ ὅσα αἰσθάνεται, σύμφωνα μὲ τὴν κατεύθυνση πού τῆς δώσαμε.

Ὅπως οἱ ληστὲς κρύβονται στὰ σκιερὰ μέρη γιὰ νὰ ληστέψουν περαστικούς, ἔτσι καὶ ὁ διάβολος κρύβεται στὶς ἀπολαύσεις γιὰ νὰ κυριεύσει τὴν ψυχή μας.

Ἡ κακία μοιάζει πολὺ μὲ τὴν ἀτμόσφαιρα πού μολύνει, ὅταν ἔχει δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις.

Ἡ πραγματικὴ χαρὰ συμβαδίζει οὐσιαστικὰ μὲ τὴν λύπη καὶ τὰ δάκρυα.

Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει πάντοτε ἀνάγκη ὑπενθυμίσεως γιὰ τὶς ἀνάγκες μας, ἀλλὰ τῆς εἰλικρινοῦς διαθέσεώς μας.

Οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας βιάζονται καὶ δὲν περιμένουν τὸν ὀκνηρὸ νὰ διορθωθεῖ.

Τὸ κακὸ καὶ ἡ ἁμαρτία ξεκινοῦν ἀπὸ τὴ δική μας προαίρεση.

Ὅταν ἱκανοποιεῖται ἡ ἀνάγκη τοῦ φαγητοῦ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως οἱ βαφεῖς βάφουν μὲ χρώματα ἀνεξίτηλα, ἔτσι ἀνεξίτηλο πρέπει νὰ μείνει μέσα μας τὸ καλό.

Μὴν ἀφήνεις νὰ διαμορφώνονται πονηρὲς ἰδέες στὸ μυαλό σου τὶς ὧρες τῆς ἀναπαύσεως.

Ἡ ἀποβολὴ μιᾶς συνηθείας εἶναι δύσκολο, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀκατόρθωτο ἔργο.

Τίποτε ἀπὸ τὰ γύρω μας δὲν μένει ἀμετάβλητο, οὔτε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.

Δὲν πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν θεραπεία τοῦ κακοῦ μὲ τὸ κακό.

Τὰ πράγματα τοῦ βίου ἀλλάζουν εὔκολα δεσπότη, ἡ ἀρετὴ μόνο εἶναι ἀναφαίρετο κτῆμα.

Δῶσε πρώτη κληρονομία στὰ παιδιά σου τὴν ἀρετὴ καὶ ὕστερα μοίρασέ τους καὶ τὴν περιουσία σου.

Ἡ ψαλμωδία γιὰ τὰ παιδιὰ εἶναι ἄνεση καὶ εὐχαρίστηση, ἀλλὰ καὶ ἀναφορὰ στὸν Θεό.

Ὅπως ἡ φύση παίρνει λαμπρὸ χρῶμα ἀπὸ τὸν ἀκτινοβόλο ἥλιο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὰ διδάγματα τῶν πατέρων.

Νὰ μὴν δίνεις ἄφθονο πλοῦτο στὶς ἀνέσεις σου, ἀλλὰ στὴν ψυχή σου.

Ὅπως ὁ ὄγκος τοῦ σώματος δημιουργεῖ πρήξιμο καὶ φλόγωση, ἔτσι καὶ τὰ πάθη φλογίζουν τὴν ψυχή.

Ὅταν βλέπεις κάποιον νὰ κλαίει γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, συμπάθησέ τον καὶ μιμήσου τον.

Νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία καθὼς καὶ τὰ ἄλογα ζῶα τὴ δηλητηριώδη τροφή.

Νὰ ἀποφεύγεις τὴν ἁμαρτία, ὅπως τὸ ἐλάφι τὸ σχοινὶ καὶ τὸ πτηνὸ τὴν παγίδα.

Ἀπὸ ὅποιο πράγμα ἁμαρτάνουμε εὐκολότερα, πρέπει νὰ προφυλασσόμαστε περισσότερο.

Προσπάθησε νὰ περισυλλέγεις τοὺς ναυαγούς τῆς ἁμαρτίας δείχνοντάς τους σανίδα σωτηρίας τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν μᾶς περιτριγυρίζει ἡ φωτιὰ τοῦ κακοῦ ἢ τὰ λιοντάρια τῆς ἁμαρτίας, νὰ ἐλπίζουμε στὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Νὰ μὴν ὑπερπαχύνεις τὸ σῶμα σου, γιατί ἐξασθενεῖς τὴν ψυχή σου.

Νὰ μοιράζεις τὰ ἐφόδια πρὸς τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη τοῦ καθενός.

Παράβλεπε τὴ σάρκα ποῦ εἶναι φθαρτὴ καὶ ἐπιμελοὺ τῆς ψυχῆς ποῦ εἶναι ἀθάνατη.

Ὁ Θεὸς μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς κινδύνους καὶ ὅταν ἀκόμη χαθεῖ κάθε ἐλπίδα σωτηρίας.

Ἡ θλίψη εἶναι φυσικὸ φαινόμενο καὶ ἡ μετάνοια θαυμάσια πράξη.

Ὅπως οἱ ἰατρικὲς συμβουλὲς ἀποδεικνύονται ὠφέλιμες ὅταν τηροῦνται, τὸ ἴδιο καὶ οἱ πνευματικές.

Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μας καὶ ἡ φύση ἀκόμα στενάζει καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὰ φυσικά τους ὅρια οἱ περιοχὲς τοῦ χρόνου.

 

πηγή:www.imaik.gr

Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Ιαν 20183

Κάλαντα Πρωτοχρονιᾶς

DSC08329[1]

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.

Αρχή που βγήκε ο Χριστός
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.

Αγιος Βασίλης έρχεται,
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
συ’ σαι αρχόντισσα κυρία.

Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάρνο, ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με-δες και με το παλικάρι.

Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί-και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου-άγιε μου καλέ Βασίλη.

πηγή:www.imaik.gr

H Εικονογραφία των Χριστουγέννων

Δεκ 201726

Ἡ εἰκόνα στὸ φῶς τῆς ὀρθόδοξης ἑρμηνείας (Περὶ τῶν Χριστουγέννων)

Leonid Ouspensky

img226Χριστὸς ἐπὶ γῆς, Ὑψώθητε!

Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τὴν βλέπουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι μπασμένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας φορτωμένη μὲ περιττὲς λεπτομέρειες. Ἡ σύνθεσή της τοὺς φαίνεται κάπως παιδαριώδης, ἄταχτη, περισσότερο ἁπλοϊκὴ παρὰ σοβαρή. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ ἀφέλεια κι αὐτὴ ἡ ἁπλοϊκότητα εἶναι κάτι πολὺ βαθύ, κάτι ποὺ μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν». Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ὅλη ἔννοια τῆς Ἑορτῆς. Μὲ τὰ χρώματα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν κι ἀκριβῶς μὲ τὴν ἁπλοϊκότητά της, εἶναι ἡ πιὸ χαρωπὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν(1).

Ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας φυλάει μ᾿ ἀκρίβεια τὸν καθιερωμένο τύπο τῆς Γεννήσεως, ποὺ εἶναι ὁ πιὸ πλούσιος κι ὁ πιὸ πλήρης σε περιεχόμενο. Εἶναι δὲ ὁ ἀκόλουθος: Στὴν μέση, μπροστὰ ἀπὸ κάτι βουνὰ τὸ σπήλαιο ὅπου εἶναι ἀναπεσμένος ὁ Κύριός μας στὴν φάτνη, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ζῶα· πλάϊ, ἡ Παρθένος ἀναπεσμενη κι αὐτὴ σ᾿ ἕνα στρωσίδι· στὸ πάνω μέρος, οἱ Ἄγγελοι κι ὁ Ἀστήρ· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τοῦ σπηλαίου, οἱ Ποιμένες, ἀπὸ τὴν ἄλλην οἱ Μάγοι, ποὺ ἔρχονται νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό. Κάτω, στὶς δυὸ ἄκρες, ἀπὸ ἐδῶ δυὸ γυναῖκες πλένουν τὸ Παιδίον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ καθισμένος ἀπέναντι σ᾿ ἕναν γέροντα ὄρθιο ποὺ κρατάει ἕνα ραβδί.

Ὡς πρὸς τὸ περιγραφικό της στοιχεῖο, ἡ εἰκόνα ἀντιστοιχεῖ στὸ κοντάκιον: «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι, Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσιν. Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός». Ἡ εἰκόνα προσθέτει καὶ τὶς δυὸ σκηνὲς ποὺ παριστάνονται στὶς κάτω ἄκρες της καὶ ποὺ δὲν τὶς ἑρμηνεύει τὸ κοντάκιον, ἀλλὰ εἶναι παρμένες ἀπὸ τὴν Παράδοση.

Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἔχει δυὸ ὄψεις. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ξεσκεπάζει τὴν ἔννοια τῆς Ἑορτῆς, τὸ γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου· μᾶς θέτει μπροστὰ σὲ μιὰ ὁρατὴ μαρτυρία τοῦ θεμελιώδους δόγματος τῆς πίστεώς μας, ὑπογραμμίζοντας τόσο τὴν θεότητα ὅσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Ἰησοῦ. Κατὰ δεύτερο λόγο μᾶς δείχνει τὴν ἐνέργεια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος πάνω στὸν φυσικὸ κόσμο καὶ ὑπαινίσσεται τὴν προοπτικὴ ὅλων τῶν σωτηρίων συνεπειῶν τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Γιατί, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας «δὲν εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ἡ ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου», μιὰ ἀνανέωση ποὺ ἁγιάζει τὴν κτίση. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ δίνει στὴν κτίση μία καινούργια σημασία, ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς κι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της: ἡ μέλλουσα μεταμόρφωσή της. Γι᾿ αὐτὸ ὅλη ἡ δημιουργία λαβαίνει μέρος στὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Λυτρωτῆ καὶ βλέπουμε γύρω ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τοὺς ἐκπροσώπους ὅλων τῶν κτισμάτων, ποὺ τοῦ προσφέρουν τὴν εὐγνωμοσύνη τους, κατὰ τὸ στιχηρόν: «Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς; Ἕκαστον γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει. Οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανoὶ τὸν ἀστέρα,οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον». Ἡ εἰκόνα προσθέτει τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά. Τὸ κέντρο τῆς συνθέσεως ἀντιστοιχεῖ στὸ κεντρικὸ χρονικὸ σημεῖο τῆς Ἑορτῆς. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες συγκλίνουν πρὸς αὐτὸ τὸ σημεῖο· εἶναι τὸ Παιδίον ἐσπαργανωμένον, ἀναπεσμένο στὴν φάτνη, στὸ σκοτεινὸ βάθος τοῦ σπηλαίου ὅπου γεννήθηκε. Τὰ Εὐαγγέλια δὲν λέγουν τίποτε γιὰ τὸ σπήλαιο· μᾶς πληροφορεῖ γι᾿ αὐτὸ ἡ Παράδοση. Ἡ πιὸ ἀρχαία γραπτὴ μαρτυρία σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ εἶναι ἐκείνη τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος Ἰουστίνου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Μὴν ἔχοντας ὁ Ἰωσὴφ ποὺ νὰ κατοικήσει σ᾿ ἐκείνη τὴν πολίχνη, ἐγκαταστάθηκε σὲ μία σπηλιὰ ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ».

Τὸ Παιδίον ποὺ εἶναι ἀναπεσμένο στὴν φάτνη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ φανερώθηκε σ᾿ ἐκείνους ποὺ κάθονταν «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», γιὰ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, γιὰ νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ τῆς ξαναδώσει τὸ ἀρχαῖο κάλλος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης συγκρίνει τὴν γέννηση μέσα στὸ σπήλαιο μὲ τὸ πνευματικὸ φῶς ποὺ ἔλαμψε μέσα στὰ σκότη τοῦ θανάτου ποὺ τυλίγανε τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ μαύρη τρύπα τοῦ σπηλαίου πάνω στὴν εἰκόνα παριστάνει συμβολικὰ τὸν ὑλικὸ κόσμο, ποὺ σκιάζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ὅπου ἀνατέλλει ὁ «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης».

Τὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιον Εὐαγγέλιον μιλάει γιὰ τὴν φάτνη καὶ τὰ σπάργανα: «Καὶ ἐσπαργάνωσεν (ἡ Παναγία) αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ». Καὶ λίγο παρακάτω ἡ φάτνη καὶ τὰ σπάργανα εἶναι τὰ σημάδια ποὺ ἔδωσε ὁ ἄγγελος στοὺς τσομπάνηδες γιὰ ν᾿ ἀναγνωρίσουν τὸν Σωτῆρα: «Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὐρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ».

Τὸ στιχηρὸ ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως μᾶς λέγει ὅτι ἡ φάτνη εἶναι τὸ δῶρο ποὺ προσφέρει ἡ ἔρημος στὸν τεχθέντα. Ἡ ἔννοια αὐτῶν τῶν λόγων μᾶς ἀποκαλύπτεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ ποὺ λέγει: «Ἄλογε ἄνθρωπε, γονάτισε μπροστὰ στὴν φάτνη ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ταγισθεῖς τὸν Λόγο». Αὐτὸς ὁ ἔρημος τόπος, ποὺ πρόσφερε τὴν φάτνη σὰν ἄσυλο στὸν Κύριo, προτυπώθηκε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη· γιατὶ καὶ τότε στὴν ἔρημο δόθηκε στοὺς ἑβραίους τὸ μάννα, «ὁ ἄρτος ἐξ οὐρανοῦ».

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καὶ καταλήγει μὲ τὴν ταπείνωση. Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει τὴν κένωση τῆς θεότητας, τὴν ταπείνωση, τὸ ὁλοκληρωτικὸ κατέβασμα Ἐκείνου ποὺ στὴν φάτνη προδιατυπώνει καὶ τὸν θάνατό του, τὸν τάφο του, ὅπως μὲ τὰ σπάργανα προσημαίνει τὸ σάβανό του.

Μέσα στὸ σπήλαιο, δίπλα στὸν Σωτῆρα, βλέπουμε τὸν βοῦν καὶ τὸν ὄνον. Τὰ Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν αὐτὰ τὰ ζῶα· ἐν τούτοις, σ᾿ ὅλες τὶς εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τὰ συναντᾶμε πλάϊ στὸ Παιδίον. Ἡ θέση ποὺ κατέχουν στὸ ἴδιο τὸ κέντρο τῆς εἰκόνας φανερώνει τὴν σπουδαιότητα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀποδίδει σὲ αὐτὴ τὴν λεπτομέρεια. Ἡ παρουσία τῶν ζώων αὐτῶν ἐξηγεῖται, ἀναμφίβολα, ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ἀνάγκη, ὅπως τὴν δείχνει ἡ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων: ἡ Παρθένος ταξίδεψε καθισμένη ἀπάνω σ᾿ ἕνα γαϊδουράκι· ὅσο γιὰ τὸ βόδι, τὄ ῾χε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ποὺ ἤθελε νὰ τὸ πουλήσει γιὰ ν᾿ ἀνταποκριθεῖ στὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ἀνάγκη δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν παρουσία τῶν ζώων τόσο κοντὰ στὸν Λυτρωτή. Τὴν ἐξηγεῖ ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοὺς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαὸς μὲ οὐ συνῆκεν». Ὁ Θεός, κατεβαίνοντας στὴν γῆ καὶ ἔχοντας γίνει ἄνθρωπος, δὲν βρῆκε θέση ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί αὐτοὶ δὲν τὸν δέχθηκαν. Τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη ἀνήκουν στὰ ζῶα. Παριστάνοντας τὸν βοῦν καὶ τὸν ὄνον, ἡ εἰκόνα μᾶς θυμίζει τὴν προφητεία τοῦ Ἡσαΐα καὶ μᾶς καλεῖ στὴν γνώση καὶ στὴν κατανόηση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας ποὺ ἐκπληρώθηκε μὲ τὴν Γέννηση.

Ὅ,τι κάνει ἐντύπωση πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ὅταν κοιτᾶμε τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, εἶναι ἡ Παρθένος καὶ ἡ θέση ποὺ αὐτὴ κατέχει. Ἡ εἰκόνα ὑπογραμμίζει τὴν σπουδαιότητα τοῦ μέρους ποὺ καταλαμβάνει ἡ Θεομήτωρ στὴν Γέννηση, δηλαδὴ στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ καινούργια Εὔα. Ὅπως ἡ πρώτη Εὔα ἔγινε μητέρα τῶν προχριστιανικῶν ἀνθρώπων, ἔτσι ἡ νέα Εὔα, ἡ Παρθένος Μαρία, ἔγινε μητέρα τῆς θεωθείσης ἀνθρωπότητος. Ἀλλὰ ἡ παλιὰ Εὔα εἶχε δώσει προσοχὴ στὰ λόγια τοῦ ὄφεως μέσα στὸν παράδεισο. Ἡ δεύτερη Εὔα ἄκουσε τὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό. Μετέχει κι αὐτὴ στὴν σωτηρία μας, ὅπως ἡ προμήτωρ ὑπῆρξε αἰτία τῆς πτώσεώς μας. Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἐξαίρει τὴν συμμετοχὴ τῆς Μαρίας στὴν σωτηρία μας, προβάλλοντας τὴν Παναγία μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση, στὸ κεντρικὸ μέρος, κι ἀκόμα δίνοντάς της διαστάσεις ὑπέρμετρες. Σὲ πολλὲς εἰκόνες εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ᾿ ὅλα τὰ πρόσωπα. Εἶναι ξαπλωμένη πολὺ κοντὰ στὸ θεῖο της τέκνο πάνω σ᾿ ἕνα χράμι, ἀλλὰ γενικὰ ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο.

Ἡ στάση τῆς Παρθένου εἶναι πάντα πολὺ σημαντικὴ καὶ δεμένη μὲ τὰ δογματικὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου, ὅπου ἔγινε ἡ εἰκόνα. Οἱ διαφορὲς ποὺ παρουσιάζει κάθε φορὰ ὑποδηλώνουν τὴν πρόθεση νὰ ἐξαρθεῖ πότε ἡ θεότης καὶ πότε ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, σὲ ὁρισμένες παραστάσεις τῆς Γεννήσεως, ἡ Παρθένος εἶναι μισοξαπλωμένη-μισοκαθισμένη, ἡ στάση της δηλαδὴ εἶναι ἀνάλαφρη, γιὰ νὰ δειχθεῖ ἡ ἀπουσία τῶν ὠδίνων καὶ συνεπῶς ἡ παρθενικὴ γέννηση κι ἡ θεία καταγωγὴ τοῦ Παιδίου (ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν νεστοριανῶν). Ἀλλὰ στὴν πλειονότητα τῶν παραστάσεων ἡ Παρθένος εἶναι ξαπλωμένη καὶ ἐκφράζει μὲ τὴν στάση της μίαν ἄκρα κόπωση καὶ ἀτονία. Ὁ Νικόλαος Μεζαρίτης, περιγράφοντας μία τέτοια παράσταση (ἑνὸς ψηφιδωτοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη), λέγει πὼς ὁ ὑπερβολικὸς κάματος ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου θυμίζει στοὺς πιστοὺς πὼς ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λυτρωτῆ δὲν ἦταν φαινομενική, ἀλλὰ πραγματική.

Γύρω ἀπὸ τὰ κεντρικὰ πρόσωπα τοῦ Παιδίου καὶ τῆς Θεοτόκου, βλέπουμε τὶς λεπτομέρειες πού, καθὼς εἶπα ἤδη, μαρτυροῦν συγχρόνως καὶ τὸ γεγονὸς τῆς θείας σαρκώσεως καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε πάνω στὴν κτίση.

Οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν τὸ διπλό τους λειτούργημα: δοξολογοῦν, τὸν Θεὸ καὶ φέρνουν τὰ «εὐαγγέλια» (= τὶς καλὲς ἀγγελίες) στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ εἰκόνα ἐκφράζει αὐτὸ τὸ διπλὸ λειτούργημα, παριστάνοντας ἕνα τμῆμα τῶν ἀγγέλων πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸν Θεό, κι ἕνα ἄλλο πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι οἱ ἁπλοϊκοὶ ποιμένες, ποὺ γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς τους ἔχουν τὸ προνόμιο νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καὶ ἀξιώνονται νὰ γίνoυν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος. Παριστάνονται στὴν εἰκόνα ἀκούοντας τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων καὶ συχνὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς τσομπάνηδες παίζει τὴν φλόγερα του, ἀνακατώνοντας τὴν μουσική, τέχνη ἀνθρώπινη, μὲ τὸ ἀγγελικὸ ἄσμα(2).

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σπηλαίου, βλέπουμε τοὺς Μάγους. Τοὺς ὁδηγεῖ ὁ Ἀστὴρ ποὺ μιὰ ἀχτίνα του κατευθύνεται πάνω στὸ σπήλαιο. Αὐτὴ ἡ ἀχτίνα ἑνώνει ἐπίσης τὸν Ἀστέρα μὲ ἕνα σημεῖο ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς εἰκόνας καὶ ὑποδηλώνει συμβολικὰ τὸν οὐράνιο κόσμο. Ἡ εἰκόνα ὑπαινίσσεται ἔτσι ὅτι αὐτὸ τὸ ἄστρο δὲν εἶναι μονάχα ἕνα κοσμικὸ φαινόμενο, ἀλλὰ καὶ ἕνας μαντάτορας ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν, ποὺ μηνύει ὅτι στὴν γῆ γεννήθηκε Ἐκεῖνος ποὺ ἀνήκει στὸν οὐρανό. Ἂν στοὺς ἀγράμματους τσομπάνηδες τὸ μυστήριο ἀποκαλύφθηκε ἀπευθείας ἀπὸ ἕναν ἄγγελο οἱ Μάγοι, ἄνθρωποι τῆς γνώσεως, πρέπει νὰ κάνουν ἕνα μακρὺ δρόμο ποὺ θὰ τοὺς φέρει ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ σχετικοῦ στὴν γνώση τοῦ Ἀπόλυτου, μέσον ἑνὸς ἀντικειμένου τῶν μελετῶν τους. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει πὼς οἱ Χαλδαῖοι ἀστρολόγοι δέχονταν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν σχετικὴ μὲ τὸ ἄστρο προφητεία τοῦ Βαλαάμ. Στὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε: «Τοῦ μάντεως πάλαι Βαλαὰμ τῶν λόγων μυητάς, σοφοὺς ἀστεροσκόπους, χαρᾶς ἔπλησας». Ἔτσι, ὁ Ἀστὴρ εἶναι συνάμα ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὸ κοσμικὸ φαινόμενο, ποὺ ἡ παρατήρησή του ὁδήγησε τοὺς σοφοὺς «νὰ προσκυνήσουν τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης». Εἶναι τὸ φῶς πού, κατὰ τὸν Ἅγιo Λέοντα τὸν Μέγα, ἔλαμψε στοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἔμεινε κρυμμένο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Ἐκκλησία βλέπει στοὺς ποιμένες -στὰ πρῶτα αὐτὰ τέκνα τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ προσκύνησαν τὸ Παιδίον- τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐξ Ἰουδαίων Ἐκκλησίας, καὶ στοὺς μάγους τὴν «ἀπαρχὴν τῶν ἐθνῶν», τὴν «ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησίαν». Προσφέροντας στὸν Χριστὸ τὰ δῶρα τους, «τὸ καθαρὸ χρυσάφι πρὸς τὸν Βασιλέα πάντων τῶν αἰώνων, τὸν λίβανο πρὸς τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, καὶ τὴν σμύρνα στὸν Ἀθάνατο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ταφεῖ τριήμερος», προσημαίνουν τὸν θάνατό του καὶ τὴν ἀνάστασή του. Ἂς προσθέσω ὅτι οἱ μάγοι παριστάνονται γενικά σε διάφορες ἡλικίες, γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡλικία καὶ τὴν κοσμικὴ πείρα τους.

Κάτω, στὴ μιὰ γωνία τῆς εἰκόνας, δυὸ γυναῖκες λούζουν τὸ Παιδίον. Αὐτὴ ἡ σκηνὴ εἶναι προμηθευμένη ἀπὸ τὴν Παράδοση.

Εἶναι μία σκηνὴ ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωή, ποὺ δείχνει καθαρὰ πὼς ὁ Τεχθεὶς ἦταν σὰν ὁποιοδήποτε ἄλλο νεογέννητο κάτω ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ἀλλά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Νικολάου Μεζαρίτη, οἱ δυὸ γυναῖκες εἶναι συνάμα μάρτυρες τῆς θείας προελεύσεως τοῦ Παιδίου. Πράγματι, ἔχοντας ἔλθει ἀργὰ καὶ μὴν ἔχοντας παραστεῖ κατὰ τὴν γέννηση, ἡ μιὰ ἀπ᾿ αὐτές, ἡ Σαλώμη, δὲν πίστεψε πῶς μία Παρθένος μποροῦσε νὰ παιδοποιήσει καὶ τιμωρήθηκε γιὰ τὴν ἀπιστία της αὐτή· τὸ χέρι της, ποὺ εἶχε τολμήσει νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἁμαρτωλὴ περιέργεια, ἔμεινε παράλυτο. Ἀφοῦ μετενόησε κι ἄγγιξε τὸ Παιδίον, θεραπεύθηκε.

Μιὰ ἀκόμη λεπτομέρεια δείχνει πὼς μὲ τὴν Γέννηση «ἤττηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι». Πρόκειται γιὰ τὸν μνήστορα Ἰωσήφ. Δὲν ἔχει θέση στὸ κεντρικὸ μέρος τῆς εἰκόνας, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας βρίσκεται σαφῶς χωρισμένος ἀπὸ τὸ Παιδίον καὶ τὴν Παναγία. Δὲν εἶναι ὁ πατέρας. Μπροστά του, ὑπὸ τὸ φαινόμενο ἑνὸς τσομπάνη σκυμμένου ἀπὸ τὰ χρόνια, στέκεται ὁ διάβολος ποὺ τὸν πειράζει. Μερικὲς εἰκόνες τὸν παρουσιάζουν ἄλλοτε μὲ μικρὰ κέρατα κι ἄλλοτε μὲ μιὰ σχεδὸν ἀδιόρατη οὐρά. Ἡ παρουσία τοῦ Ἀρχεκάκου καὶ τὸ μέρος ποὺ παίζει ὡς πειραστὴς ἔχουν μία ὅλως ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου, στὰ Χριστούγεννα. Ἡ εἰκόνα, βασιζόμενη στὴν Παράδοση, μεταδίδει τὸ νόημα ὁρισμένων λειτουργικῶν κειμένων (ἰδὲ Πρώτη καὶ Ἐνάτη Ὥρα), ποὺ μιλοῦν γιὰ τὶς ἀμφιβολίες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὴν φοβερή του ψυχικὴ ἀναστάτωση. Ἡ εἰκόνα τὰ ἐκφράζει ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν περίλυπη στάση τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ ἔχει πίσω του τὴν μαύρη ἄβυσσο τοῦ σπηλαίου. Ἡ παράδοση τῶν ἀπόκρυφων μᾶς μεταφέρει τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ διαβόλου, μὲ τὰ ὁποῖα πειράζει τὸν μνήστορα τῆς Παρθένου: «Ὅπως αὐτὸ τὸ ξερὸ ραβδὶ δὲν μπορεῖ νὰ πετάξει φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ παρθένος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει παιδί».

Αὐτὸ εἶναι, σὲ σύντομη ἔκθεση, τὸ περιεχόμενο τῆς εἰκονογραφίας τῆς Γεννήσεως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κάθε φορὰ ποὺ ἀπομακρύνεται μία εἰκόνα ἀπ᾿ αὐτό, ἡ σημασία ποὺ ἔχει μικραίνει καὶ φτωχαίνει· ἔτσι ἡ κατάληξη εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ οὐσιώδους δηλαδὴ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ δογματικοῦ περιεχομένου ποὺ μᾶς παρέχονται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Ἕνα χτυπητὸ παράδειγμα συναντᾶμε στὴν δυτικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφική. Οἱ πίνακες τῶν ζωγράφων τῆς Δύσεως ποὺ παίρνουν ὡς θέμα τὴν Γέννηση δὲν παριστάνουν τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ὅπως κάνει ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἀλλὰ ἀτομικὲς ἑρμηνεῖες αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἱστορικὸ καὶ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας ἀντικαταστάθηκε μ᾿ ἕνα περιεχόμενο συναισθηματικὸ καὶ οἰκεῖο, καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας ἀνάγεται ἔτσι σὲ μιὰ συγκινητικὴ οἰκογενειακὴ σκηνή.

Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιoς Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός: «Ἐκθέτεις στὴν ὅραση ὅ,τι ὁδηγεῖ χαμηλὰ καὶ περνᾶς ἀδιάφορος μπροστὰ σ᾿ ὅ,τι ἐξυψώνει». Μιὰ τέτοια παράσταση τῆς Γεννήσεως ποὺ μᾶς προβάλλει ὅ,τι εἶναι χαμηλὸ καὶ φτηνὸ δηλαδὴ ὅ,τι εἶναι ἀνθρώπινο ἁπλῶς δὲν ὑψώνει τὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς αἰσθήσεις μας στὴν γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Σαρκώσεως· ἐξανεμίζει αὐτὸ τὸ μυστήριο μέσα σὲ μίαν ἀτμόσφαιρα γυμνὰ ἀνθρώπινη, ἀφήνοντάς μας, ἔτσι στὴν φυσικὴ κατάσταση, μέσα στὸ σαρκικὸ περιβάλλον.

Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα δὲν ἀποκλείει τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο· βλέπουμε τὶς ἀνθρώπινες γνώσεις στοὺς μάγους τὴν ἐργασία καὶ τὴν τέχνη στοὺς ποιμένες, τὸ φυσικὸ ἀνθρώπινο αἴσθημα στὸν δίκαιο Ἰωσήφ. Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ φυσικὴ ζωὴ τοῦ κόσμου παριστάνεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καὶ χάρη σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπαφὴ κάθε φαινόμενο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς βρίσκει τὴν θέση του καὶ τὴν σημασία του, φωτίζεται ἀπὸ ἕνα καινούργιο περιεχόμενο. Ἔτσι ἡ εἰκόνα ὑψώνει τὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς αἰσθήσεις μας στὴν θεωρία καὶ τὴν γνώση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Σαρκώσεως καὶ μᾶς κάνει νὰ μετέχουμε στὸν πνευματικὸ θρίαμβο τῆς Ἑορτῆς.

«Βάδιζε μὲ τὸν Ἀστέρα -λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός- φέρε δῶρα μὲ τοὺς μάγους… δόξασε μὲ τοὺς ποιμένες, ἀγάλλου μὲ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ γίνει μία ἡ χαρὰ τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων».

Σημειώσεις

1. Τὸν παιδικὸ χαραχτήρα τῆς εἰκονογραφίας ὁ Οὐσπένσκυ, ὅπως βλέπουμε, τὸν εἶχε διαγνώσει ἤδη ἀπὸ τὸ 1951. Εἶναι σημαντικό, ὅμως, ὅτι τὴν αἰσθητικὴ ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χαρακτήρα τὴν ἀποδίδει σ᾿ ἐκείνους ποὺ «δὲν εἶναι μπασμένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας». Ἐξηγώντας τὴν παιδικὴ αὐτὴ ἀφέλεια τῆς εἰκόνας λειτουργικά, βάσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, κάνει μία ὑπέρβαση γιὰ νὰ δώσει τὸ βάρος ὄχι στὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ «χαρά», ἀλλὰ στὸ «πολὺ βαθὺ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας», ὅπως λέει. Ἀντίθετα νεώτερες μελέτες δίνουν ὑπερβολικὴ σημασία στὴν αἰσθητικὴ αὐτὴ λεπτομέρεια, ἡ ὁποία ἐκτρέπεται ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς θεολογίας τῆς εἰκόνας. Πρβλ. π. Στ. Σκλήρη, Ἐν Ἐσόπτρῳ, εἰκονολογικὰ μελετήματα, ἐκδ. Μ.Γρηγόρη, Ἀθήνα 1992, σελ. 33 κ.ἔ. Ἡ εἰκονογραφικὴ ἀφέλεια τοῦ σχεδίου ὁδηγεῖ τὸν συγγραφέα στὴν συστηματοποίηση μιᾶς νεοελληνικῆς αἰσθητικῆς μεθόδου, ποὺ «ἀπηχεῖ (…) τὰ διαχρονικὰ διδάγματα καὶ τὶς λύσεις ποὺ ἔδωσε μία πολιτιστικὴ παράδοση ὑψηλή, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, στὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑπομένως καὶ τῆς παιδείας του» (στὸ ἴδιο, σελ. 34).

2. Εἶναι σημαντικὴ ἡ λειτουργικὴ ἑρμηνεία τοῦ Οὐσπένσκυ στὴν πλάγια (προφίλ) παράσταση τῶν προσώπων μέσα στὶς εἰκόνες: «Ὁ Ἅγιος βρίσκεται παρών, θὰ πεῖ, μπροστά μας κι ὄχι κάπου μέσα στὸ σύμπαν. Ὅταν προσευχόμαστε σ᾿ ἐκεῖνον βρισκόμαστε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μαζί του (…) Ἡ κατατομὴ διακόπτει κατὰ κάποιο τρόπο τὴν ἄμεση ἐπαφή· εἶναι σὰν μία ἀρχὴ ἀπουσίας. Ἑπομένως, παριστῶνται πλαγίως μόνον τὰ πρόσωπα ποὺ δὲν ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ μάγοι καὶ οἱ βοσκοὶ στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ».

Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ Θεολογία τῆς Εἰκόνας στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,

 ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1993. Μετάφραση Β. Μουστάκη

πηγή:www.imaik.gr

Kάλαντα Χριστουγέννων

Δεκ 201726

Κάλαντα Χριστουγέννων

καλαντα χρ-

Κάλαντα Χριστουγέννων Βυζαντινὰ

Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν καὶ ἐν τῇ Παρθένῳ κατώκησεν

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.

Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ Κύριος, ἦλθε τὸν Ἀδὰμ ἀναπλάσασθαι

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.

Γηγενεῖς σκιρτᾶτε καὶ χαίρετε, τάξεις τῶν ἀγγέλων εὐφραίνεσθε

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Ἄχραντε.

Δέξου, Βηθλεέμ, τὸ Δεσπότη σου. Βασιλέα πάντων καὶ Κύριον

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.

Ἐξ ἀνατολῶν μάγοι ἔρχονται, δῶρα προσκομίζοντες ἄξια

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.

Σήμερον ἡ κτίσις ἀγάλλεται καὶ πανηγυρίζει κι εὐφραίνεται

Ἔρουρεμ, ἔρουρεμ, ἔρου-ἔρου-ἔρουρεμ χαῖρε Δέσποινα.

www.imaik.gr

Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Στο Χριστό στο Κάστρο”

Δεκ 201726
ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ( Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης )
ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ  ( Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης )

― Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς, τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾽ στὸ Κάστρο, τ᾽μ πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο· τ᾽ ἀκούσατε;

Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ᾽ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186… Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δύο ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πίῃ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντοῦτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια.

― Τ᾽ ἀκούσαμε κ᾽ ἡμεῖς, παπά, ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος· ἔτσ᾽ εἴπανε.

― Τί, εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾽ ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!

― Μυαλὸ δὲν ἔχουν, αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ*, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. Τώρα οἱ ἀθρῶποι γινῆκαν ἀπόκοτοι.

― Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ᾽μπάνια μαζί τς; εἶπεν ἡ παπαδιά.

― Ποιὸς τοὺ ξέρ᾽; εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ.

― Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια*, ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀλλιῶς δὲ γένεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμᾶτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ᾽ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα.

― Τώρα Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν᾽ στὸ Στοιβωτὸ τάχα; εἶπε μετ᾽ οἴκτου ἡ παπαδιά.

― Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια; ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.

Ἦτον ἕως πενηνταπέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπόλιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κ᾽ ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.

― Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε; εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. Ἀπ᾽ τὴ στεριὰ ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἔρριξε, ἔρριξε χιόνι κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅις Θανάσης ἔγιν᾽ ἕνα μὲ τὰ Καμπιά. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ᾽ τοῦ Κουρούπη.

Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τέσσαρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:

― Κι ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;

― Ἀπ᾽ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κιαμέτ*. Ὅλο καὶ φρεσκάρει*. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσῃς ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾽ Ἀσπρόνησο!

― Ἀπὸ Σοφρὰν* τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ Σταβέτ*;

Ὁ ἱερεὺς ἐπρόφερεν οὕτω τοὺς ὅρους Sopra vento καὶ Sotto vento, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.

― Ἀπὸ Σταβέτ, παπὰ… μὰ εἶναι φόβος μήν τονε γυρίσῃ στὸ μαΐστρο.

― Μὰ… τότε πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε, εἶπεν ὡς ἐν συμπεράσματι ὁ ἱερεύς. Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο.

―Ἔ! παπά μ᾽, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμό τ᾽. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβά, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ᾽ ἐσένα.

Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστέναξεν, ὡς νὰ ᾤκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.

― Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω; ἐπανέλαβεν, ὡς διὰ ν᾽ ἀναπαύσῃ τὴν συνείδησίν του ὁ μαραγκός. Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμιὰ σπηλιά, τσακμάκι θά ᾽χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ᾽χε κ᾽ ἐμὲ ἡ Πανάγαινα ἀπόψε στὴν παραστιά μου τὴ φωτιὰ ποὺ θέν᾽ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μιὰ βδομάδα, πάντα* θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμώνας.

― Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήσῃ τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσι ποὺ ἦταν ἐλαφρότερος ὁ χειμώνας, δὲν πήγαμε… Φέτος ποὺ εἶναι βαρὺς…

Καὶ διεκόπη, ὡς νὰ εἶπε πολλά. Ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς εἶχεν ἦθος ἀνθρώπου λέγοντος οἱονεὶ κατὰ δόσεις ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ. Ἐκ τῶν ὑστέρων θὰ φανῇ ὅτι εἶχε τὴν ἀπόφασίν του καὶ ὅτι ὅλα τὰ προοίμια ταῦτα ἦσαν μεμελετημένα.

― Καὶ γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του; εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.

Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα, καὶ εἶτα ἠπίως τοῦ εἶπε:

―Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά!… Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο… Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλό, καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγείαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε… Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ᾽ ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήσῃ κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια… Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλὰς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο;… Ἔπειτα, πῶς θέλεις νὰ κάμῃ ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε κ᾽ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;

Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπᾶ. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:

― Ἀλήθεια, παπά μ᾽, δὲν εἶναι καλὸ πρᾶμα αὐτοδά, θὰ πῶ, ν᾽ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ Χριστὸ ἀλειτούργητο, τὴν ἡμέρα τῆς Γέννας του… Γιὰ ταῦτο θὰ μᾶς χαλάσ᾽ κι οὑ Θεός!

― Κ᾽ εἴχαμε κάμει κ᾽ ἕνα τάξιμο πέρυσι τὸ Δωδεκάμερο, ἀλήθεια, παπαδιά; εἶπεν αἴφνης στραφεὶς πρὸς τὴν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.

Ἡ παπαδιὰ τὸν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει.

―Ὁποὺ ἦταν ἄρρωστος αὐτὸς ὁ Λαμπράκης, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεὺς δεικνύων τὸν δωδεκαετῆ υἱόν του. Θυμᾶσαι τὸ τάμα ποὺ κάμαμε;

Ἡ παπαδιὰ ἐσιώπα.

―Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νὰ πᾶμε, σὰ-μπροστά*, νὰ λειτουργήσουμε τὸ Χριστό, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του.

― Τὸ θυμοῦμαι, εἶπε σείουσα τὴν κεφαλὴν ἡ παπαδιά.

Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετὴς Σπύρος, ὃν αὐτὸς ἀπεκάλει εἰρωνικῶς καὶ θωπευτικῶς Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καὶ ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἔφεγγεν οἱονεὶ τὸ προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν᾽ ἀποθάνῃ πέρυσι τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τὸ πεντηκοστόν, καὶ τὸν εἶχε μόνον καὶ ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασίων, ὧν αἱ δύο πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καὶ μετὰ ὀκτὼ γέννας, ὧν αἱ δύο διδύμων, καὶ πέντε θανάτους, ἡ παπαδιὰ εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τὸ ἀγόρι της, νὰ ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νὰ λειτουργήσῃ τὸν Χριστόν.

Τὸ ἐνθυμεῖτο καὶ τὸ ἐσυλλογίζετο πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας τοῦ παπᾶ αὐτὸ μόνον ἐσκέπτετο. Ἀλλ᾽ ἔβλεπεν ὅτι ἐφέτος θὰ ἦτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος, καὶ ἐφρόνει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦτο συγγνώμων καὶ θὰ παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Ἐν τούτοις, γνωρίζουσα τὴν συνήθη τακτικὴν τοῦ παπᾶ, ὡς καὶ τὴν ἰσχυρογνωμοσύνην του, ἀπεφάσισεν ἐνδομύχως νὰ μὴ ἀντιλέξῃ. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄλλο τι ἡρωικώτερον καὶ εἰς πολλοὺς ἀπίστευτον· ὅπου ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ ὁ παπάς, νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ μαζί του.

Ἦτο γυνὴ δειλοτάτη, ἀλλὰ μόνον ἐνόσῳ εὑρίσκετο μακρὰν τοῦ παπᾶ. Ὅταν ἦτο πλησίον τοῦ παπᾶ της, ἐλάμβανε θάρρος, ἡ καρδία της ἐζεσταίνετο, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τοὺς κινδύνους. Ἐὰν τυχὸν ἀνεχώρει ὁ παπάς, χωρὶς αὐτῆς, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κάστρον, ἡ καρδούλα της θὰ ἔτρεμεν ὡς τὸ πουλάκι τὸ κυνηγημένον. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὴν ἔπαιρνε μαζί του, θὰ ἦτο ἡσυχωτάτη.

Ἡ μεγάλη κόρη, ἡ εἰκοσαέτις τὸ Μυγδαλιώ, ἐνόησεν ἀμέσως τὰ τρέχοντα, καὶ ἤρχισε, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς μητρός της καθημένη, πλησίον τῆς ἑστίας, νὰ ὀλολύζῃ ταπεινῇ τῇ φωνῆ εἰς τὸ οὖς τῆς μητρός της:

― Ποῦ θὰ πᾶτε, θὰ πῶ*; Παλαβώσατε, θὰ πῶ;… Μὲ τέτοιον καιρό!… Νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο! Ὤχ! καημένη… Τί νὰ γίνω;

Ἡ νεωτέρα κόρη, ἡ δεκαεξαέτις τὸ Βασώ, ἀρχίσασα καὶ αὐτὴ νὰ ἐννοῇ ὑπεψιθύρισε:

― Τί λέει;… Θὰ πᾶνε στὸ Κάστρο;… Κι ἄρχισες τὰ κλάματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θὰ μὲ πάρουν κ᾽ ἐμὲ μαζί… Θὰ μὲ πάρετε, μᾶ*;

― Σούτ! Λ᾽φάξτε! εἶπεν αὐστηρῶς ἡ παπαδιά.

― Τί τρέχει; εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀκούσασα τοὺς ψιθυρισμοὺς ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας.

― Τίποτε, Μαλαμώ, εἶπε μὲ αὐστηρὸν βλέμμα ὁ παπάς· ἡσύχασε. Πανάγο, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὸν γείτονα τὸν μαραγκόν, εὑρὼν εὔσχημον τρόπον νὰ τὸν ἀποπέμψῃ, δὲν πᾷς, νά ᾽χῃς τὴν εὐχή, νὰ πῇς τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ τοῦ Μπέρκα νὰ ᾽ρθῇ ἀπὸ δῶ, τόνε θέλω νὰ τ᾽ πῶ;…

Ὁ Πανάγος ὁ μαραγκὸς ἠγέρθη ὑψηλός, μεγαλόσωμος, ὀλίγον κυρτός, τινάξας τὰ σκέλη του.

― Πηγαίνω, παπά, εἶπε. Θέλω κ᾽ ἐγὼ νὰ πάω νὰ ἰδῶ μὴ μὄχῃ τίποτα ἡ Πανάγαινα γιὰ νὰ φᾶμ᾽ ἀπόψε.

― Πήγαινε νὰ τοῦ πῇς πρῶτα κ᾽ ὕστερα γυρίζεις καὶ τρῶτε.

―Ἡ εὐχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά.

Κ᾽ ἐξῆλθε.

* * *

― Τί λέει, θὰ πῶ, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Πανάγου, θὰ πᾷς στὸ Κάστρο, παπά;

― Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μπέρκας.

―Ἰγώ, ἕνας-ιμ*, εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἂ θὲ πᾷς, ἔρχουμι.

― Κ᾽ ἰγώ, εἶπεν ἡ παπαδιά.

― Δὲν εἶναι γιὰ νὰ ᾽ρθῇς ἐσύ, παπαδιά, εἶπεν ὁ ἱερεύς. Φτάνει ποὺ θὰ κακοπαθήσω ἐγώ… Δὲν πρέπει νὰ λείψουμε κ᾽ οἱ δύο ἀπ᾽ τὸ σπίτι.

―Ἰγὼ τό ᾽καμα τοὺ τάμα, εἶπεν ἡ παπαδιά.

― Μὰ ἂν πάω ἐγὼ τὸ ἴδιο εἶναι.

― Δὲν εἶμαι ἥσυχη, ἂν δὲν εἶμαι κουντά σου, παπά μ᾽, εἶπεν ἡ παπαδιά.

― Κ᾽ ἡμᾶς ποῦ θὰ μᾶς ἀφήσετε! ἔκραξε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ Μυγδαλιώ.

― Σιώπα, καημένη, εἶπε τὸ Βασώ. Θὰ μὲ πάρ᾽νε κ᾽ ἐμένα μαζί, σιώπα!

― Ναί, ἐσένα σ᾽ φαίνεται πὼς εἶσ᾽ ἀκόμα μικρή, χαδούλα μ᾽! Γιατὶ ἔτσ᾽ σ᾽ ἐμάθανε. Δὲν φταῖς ἐσύ! εἶπε τὸ Μυγδαλιώ, ἐκχύνουσα τὴν ἐνδόμυχον ζήλειαν της ἐπὶ τῇ τύχῃ τῆς ἀδελφῆς της, ἥτις, ὡς μικροτέρα, δὲν εἶχε κρυφθῆ ἀκόμη, ἤτοι δὲν ἀπείργετο τῆς κοινωνίας ὡς αἱ πρὸς γάμον ὥριμοι, καὶ ἀπέλαυε σχετικῆς τινος ἐλευθερίας.

Ὁ μικρὸς Λαμπράκης εἶχε πέσει ἐπὶ τὸν τράχηλον τῆς μητρός του.

― Θὰ μὲ πάρετε κ᾽ ἐμένα μαζί, μάννα; ἐψιθύρισε περιπτυσσόμενος τὸν λαιμόν της.

― Τί λές, χαδούλη μ᾽! τί λές, πιδί μ᾽; ἀπήντησε φιλοῦσα αὐτὸν ἡ παπαδιά. Ἐγώ, ἂν πάω, γιὰ σένα θὰ πάω, γυιέ μ᾽· κι ἂν ἀπομείνω, γιὰ σένα θ᾽ ἀπομείνω, γυιόκα μ᾽, γιὰ νὰ μὴν κρυώσῃς. Ὅπως ἀποφασίσῃ ὁ παπάς σ᾽, μικρό μ᾽. Τώρα σύρ᾽ νὰ πῇς τὴν προσευχή σ᾽ καὶ νὰ κάμῃς μετάνοια τ᾽ παπᾶ σ᾽, νὰ πλαγιάσῃς, γιὰ νὰ μὴ μαργώνῃς, κανάρι μ᾽!

― Ναί, θὰ πᾷς· ἂμ δὲ θὰ πᾷς! ἔκραξε τὸ Μυγδαλιώ, ἀπαντῶσα, εἰς ἓν ρῆμα τῆς μητρός της.

― Σιωπᾶτε! ἀκόμα δὲν ἀποφασίσαμε τίποτε, κ᾽ ἐσηκώσατ᾽ ἐπανάσταση, εἶπεν ὁ παπάς. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανής.

Εἶτα στραφεὶς πρὸς τὴν παπαδιά:

― Μᾶς φέρανε τίποτε λειτουργιές, μπάριμ*;

Ἡ παπαδιὰ ἔδειξε διὰ τοῦ βλέμματος, σκεπασμένας μὲ ραβδωτὴν δίχρουν σινδόνα, τὰς ὀλίγας προσφοράς, ὅσας εἶχαν φέρει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἱερέως τινὲς τῶν ἐνοριτισσῶν, μέλλουσαι νὰ μεταλάβωσι τῇ ἐπαύριον, παραμονῇ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ τὰς εἶχεν ἰδεῖ πρὸ πολλοῦ, καὶ προσεπάθει νὰ τὰς ξεσκεπάσῃ οἱονεὶ μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ βλέμματος, νὰ μαντεύσῃ ὣς πόσαι νὰ ἦσαν.

― Μᾶς βρίσκεται καὶ τίποτε παξιμάδι; ἠρώτησε πάλιν ὁ ἱερεύς.

― Θὰ ἔμεινε κάτι ὀλίγο ἀπ᾽ τῆς Παναγιᾶς. Ὅλο τὸ Σαραντάημερο ζυμώνομε κὶ τρῶμε ἀπ᾽ τὰ βλογούδια*, εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα.

Βλογούδια ἦσαν οἱ μικροὶ σταυροσφράγιστοι ἀρτίσκοι, οἱ προσφερόμενοι ὑπὸ τῶν ἐνοριτῶν εἰς τοὺς οἴκους τῶν ἱερέων κατὰ τὸ Σαρανταήμερον. Ἀντὶ ὅμως ἀρτίσκων, αἱ περισσότεραι ἐνορίτισσαι κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους ἐπροτίμων νὰ προσφέρωσιν ἁπλοῦν ἄλευρον, καὶ διὰ τοῦτο ἡ παπαδιὰ εἶπεν ὅτι «ἐζύμωναν ἀπ᾽ τὰ βλογούδια».

* * *

Βῆμα ἠκούσθη εἰς τὸν πρόδομον. Ἠνοίχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μπέρκας, ὑψηλός, στιβαρός, σχεδὸν ἑξηκοντούτης, μὲ παχὺν φαιὸν μύστακα, μὲ σκληρὸν καὶ ἡλιοκαὲς δέρμα, φορῶν πλατὺν κοῦκον καὶ καμιζόλαν* μαλλίνην βαθυκύανον, μὲ τὸ ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμὲς πλατύ. Κατόπιν τούτου ἐφάνη καὶ ἄλλη μορφή, ὀρθὴ ἱσταμένη παρὰ τὴν θύραν. Ἦτο ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, ὅστις, ἂν καὶ εἶχεν ἀφήσει τὴν καλὴν νύκτα, εἰπὼν ὅτι θὰ μετέβαινεν οἴκαδε νὰ δειπνήσῃ, οὐχ ἦττον, κεντηθείσης, φαίνεται, τῆς περιεργείας του νὰ μάθῃ τί τὸν ἤθελαν τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τὸν Μπέρκαν, ἀνέβη καὶ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ παπᾶ.

― Καπετὰν Στεφανή, εἶπεν ὁ ἱερεύς, τί λές, μ᾽ αὐτὸν τὸν καιρό, μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ στὸ Κάστρο, μὲ τ᾽ βάρκα, ἀπὸ Σταβέτ;

― Ἀπὸ Σταβέτ;… μὲ τ᾽ βάρκα;… στὸ Κάστρο;… ἠκούσθη ἀπὸ τῆς θύρας ὡς καινή τις πρωθύστερος καὶ ἀνάστροφος ἐρωτηματικὴ ἠχώ.

Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μὲ τὴν κεφαλὴν προέχουσαν ὣς τὸ ἀνώφλιον, μὲ τὴν μίαν πλευρὰν οἱονεὶ κολλημένην ἐπὶ τοῦ παραστάτου.

Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ἤκουσε τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῇ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μὲ τὴν χονδρήν, ταχεῖαν κ᾿ ἐμπερδεμένην προφοράν του ἀνέκραξε:

― Μπράβο! μπράβο! ἀκοῦς! ἀκοῦς! Στὸ Κάστρο; μετὰ χαρᾶς! ὄρεξη νά ᾽χῃς, ὄρεξη νά ᾽χῃς, παπά!

― Νά ἄνθρωπος! εἶπεν ὁ παπάς. Ἔτσι σὲ θέλω, Στεφανή! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;

― Κίντυνος, λέει; Ντίπ, καταντίπ, καθόλ᾽! Ἐγὼ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ᾽, παπά. Μονάχα πὼς μπορεῖ νὰ κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θὰ ᾽ρθῇ, θὰ ᾽ρθῇ κ᾽ ἡ παπαδιά, θὰ ᾽ρθῇ κι ἄλλος κόσμος, πολὺς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κὶ τριάντα νομάτοι, κὶ σαράντα νομάτοι, κὶ μ᾽ οὗλες τὶς κουμπάνιες σας, μὲ τὰ σέγια* σας, μὲ τὰ πράματά σας. Κ᾽ ἡ φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, ὅσον πάει κὶ πέφτ᾽. Ταχιὰ θά ᾽χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κὶ καλωσ᾽νεύει, νά, τώρα καλωσύνεψε!

Ὡς διὰ νὰ ψεύσῃ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ γέροντος πορθμέως, ὀξὺς συριγμὸς παγεροῦ βορρᾶ ἠκούσθη σείων τὰ δένδρα τοῦ κήπου καὶ τοὺς ξυλοτοίχους τοῦ μαγειρείου ἐπὶ τοῦ σκεπαστοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, αἱ ὕελοι δὲ καὶ τὰ παράθυρα ἀπήντησαν διὰ γοεροῦ στεναγμοῦ.

― Νά! ἀκοῦς; καλωσύνεψε! εἶπε καγχάζων θριαμβευτικῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.

― Σιώπα ἐσύ, δὲν ξέρ᾽ς ἐσύ, ἀνέκραξεν ὁ Στεφανής. Ἐσὺ ξέρ᾽ς νὰ πελεκᾷς στραβόξυλα* καὶ νὰ καρφώνῃς μαδέρια. Αὐτὴ εἶναι ἡ στερνὴ δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας ποὺ ψυχομαχάει. Αὔριο θὰ μαλακώσ᾽ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νά ᾽χουμε ἀκόμα καὶ καμμιὰ μικρὴ χιονιά, δὲ σᾶς λέω, μὰ ἡμεῖς, ἀπὸ Σταβέτ, ἀνάγκη δὲν ἔχουμε.

― Καὶ σὰν τόνε γυρίσῃ στὸ μαΐστρο; ἐπέμεινεν ὁ μαραγκός.

― Κὶ χωρὶς νὰ τόνε γυρίσῃ στὸ μαΐστρο, ἐγὼ σ᾽ λέω πὼς ἀπ᾽ τὴν Κεχριὰ κ᾽ ἐκεῖ θέν᾽ ἔχουμε θαλασσίτσα, εἶπε τρίβων τὰς χεῖρας ὁ Στεφανής. Αὐτὰ εἶναι ἀποθαλασσιὲς καὶ δὲ λείπουν, κατάλαβες, κι ὁ κόρφος μπουκάρει* ὁλοένα, κι οὗλο στρίβει. Μὰ δὲ μᾶς πειράζ᾽ ἡμᾶς αὐτό. Ἐγὼ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ᾽, ὁ Στεφανὴς σᾶς παίρνει ἀπάν᾽ τ᾽!

― Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ᾽ ἔκαμες ν᾽ ἀποφασίσω. Ἤπιες ρακί; Τράβα κι ἄλλο ἕνα, εἶπεν ὁ παπάς.

―Ἔχω πιεῖ πέντ᾽ ἓξ ὣς τώρα, ἔτσι νά ᾽χω τὴν εὐχή σ᾽, παπά.

― Πιὲ κι ἄλλο ἕνα νὰ γίνουν ἑφτά.

Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἐρρόφησε γενναίαν δόσιν ἐκ τῆς μικρᾶς φιάλης, τῆς πάντοτε κενουμένης καὶ οὐδέποτε στειρευούσης, τοῦ ἱερατικοῦ μελάθρου.

― Εἴσαστ᾽ ἕτοιμοι, εἴσαστ᾽ ἕτοιμοι; εἶπεν ἀκολούθως. Πῆρες τὰ ἱερά σ᾽, παπά, τὰ χαρτιά σ᾽ οὗλα, τά ᾽χεις ἕτοιμα; Ἔχετε τίποτε πράματα νὰ σᾶς κουβαλήσω, γιὰ νά ᾽μαστ᾽ ἀ-σένιο*;

― Ἀπὸ τώρα; εἶπεν ὁ παπα-Φραγκούλης.

― Ἀπὸ τώρα! Τί λές; Νὰ εἴμαστ᾽ ἀ-πρόντο*, παπά. Ἐγὼ στὲς δυὸ θὰ ᾽ρθῶ νὰ σᾶς φωνάξω, κ᾽ ἐσεῖς νὰ εἴσαστ᾽ ἀ-λέστα*. Διάβασε τί θὰ διαβάσῃς, παπά, κὶ στὲς τρεῖς νὰ μπαρκάρουμε.

―Ἐγὼ θὰ εἶμαι ξυπνητὸς ἀπ᾽ τὴ μιά, εἶπεν ὁ ἱερεύς, γιατὶ ἔχω τὸ ξυπνητήρι μου… κ᾽ ἔπειτα εἶμαι καὶ μοναχός μου ξυπνητήρι. Μὰ στὲς τρεῖς εἶναι πολὺ νωρίς. Νὰ χαράξῃ, Στεφανή, καὶ νὰ μπαρκάρουμε.

― Στὲς τρεῖς, στὲς τέσσερες, παπά, γιὰ νὰ μὴν πέσῃ ὁ ἀέρας, νὰ τὸν ἔχουμε πρύμα ὣς τὲς Κουκ᾽ναριές, νά ᾽χουμε μέρα μπροστά μας. Ἀπὸ κεῖ ὣς τὸ Μανδράκι κι ὣς τὸν Ἀσέληνο, τραβοῦμε σιγὰ-σιγὰ μὲ τὸ κουπί. Ἀπὸ κεῖ ὣς τὶς Κεχρεὲς κι ὣς τὴν Ἁγία Ἑλένη, θὰ μᾶς παίρνῃ ἀγάλι-ἀγάλια μὲ τὸ πανάκι. Κι ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Ἑλένη κ᾽ ἐκεῖ, ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ μ᾽ντάρουμε*…

―Ἔ, ὕστερα;

―Ἐγὼ θαλασσώνω* καὶ βγαίνω στὴ στεριά, καὶ σᾶς τραβῶ μὲ τὴν μπαρούμα ὣς τὸν Ἁι-Σώστη.

Ἐκάγχασαν ὅλοι πρὸς τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ ἁπλοϊκοῦ ναύτου, ὁ δὲ παπάς, ὅστις ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὴν τροπὴν τοῦ ἀνέμου εἰς τὸ μέρος περὶ οὗ ὁ λόγος, παρετήρησε πρὸς παραμυθίαν τῶν ἀκροατῶν:

― Μὰ ἐγὼ λέω ὅτι θὰ μπορέσουμε στεριὰ νὰ τραβήξουμε στὴν ἀκρογιαλιά, τὸν κρεμνὸ τὸν ἀνήφορο. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν τὸ στοίβαξε τὸ χιόνι στὰ βουνά, στὲς ἀκρογιαλιὲς ὁ τόπος πατιέται.

Ἔμειναν σύμφωνοι νὰ ἔλθῃ ὁ λεμβοῦχος νὰ τοὺς δώσῃ εἴδησιν εἰς τὰς τρεῖς, διὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν, καὶ εἰς τὰς τέσσαρας νὰ ἐκκινήσωσιν. Ὁ παπα-Φραγκούλης διέταξε νὰ τεθῶσιν εἰς σάκκους αἱ προσφοραὶ ὅσας εἶχε, καί τινα δίπυρα, καὶ εἰς δύο μεγάλα κλειδοπινάκια ἔθεσεν ἐλαίας καὶ χαβιάρι. Ἐγέμισε δύο ἑπταοκάδους φλάσκας μὲ οἶνον ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν του. Ἐτύλιξεν εἰς χαρτία δύο ἢ τρία ξηροχτάποδα, καὶ μικρὸν κυτίον τὸ ἐγέμισεν ἰσχάδας καὶ μεγαλόρραγας σταφίδας. Τὰ δύο παπαδοκόριτσα, μὲ τὰ παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς της ἡ μία, μὲ τοὺς κρυφίους γέλωτας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ταξιδίου ἡ ἄλλη, ἔβρασαν ὅσα αὐγὰ εἶχαν, ἕως τέσσαρας δωδεκάδας, καὶ τὰ ἔθεσαν εἰς τὸν πάτον ἑνὸς καλαθίου, τὸ ὁποῖον ἀπεγέμισαν εἶτα μὲ δύο πρόσφορα τυλιγμένα εἰς ὀθόνας, μὲ κηρία καὶ μὲ λίβανον. Προσέτι ὁ παπα-Φραγκούλης εἶχε παρακαλέσει τὸν μπαρμπα-Στεφανὴν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ σπίτια δύο ἐμποροπλοιάρχων φίλων του, ἐκ τῶν παραχειμαζόντων μὲ τὰ πλοῖά των εἰς τὸν λιμένα, νὰ τοὺς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νὰ τοῦ στείλουν, ἂν τοὺς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σαλάδο*, ἐξ ἐκείνου τὸ ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τὰ πλοῖα τὰ ἐκτελοῦντα μακροὺς πλοῦς. Ἐκεῖνοι φιλοτιμηθέντες ἔστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, ἕως πέντε ὀκάδας τὰ δύο.

Ὅλας ταύτας τὰς προμηθείας ἔκαμνεν ὁ παπὰς προβλεπτικῶς διὰ τοὺς ἀποκλεισθέντας εἰς τὸ βουνὸν ἀπὸ τὴν χιόνα, περὶ ὧν ἔγινε λόγος ἐν ἀρχῇ, καθὼς καὶ δι᾽ ἑαυτὸν καὶ τοὺς μεθ᾽ ἑαυτοῦ συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθόσον ἐνδεχόμενον ἦτο νὰ θυμώσῃ καὶ πάλιν ὁ καιρὸς καὶ νὰ τοὺς κλείσῃ ὁ χειμὼν εἰς τὸ Κάστρον, ἂν ἐν τοσούτῳ ἔμελλον νὰ φθάσωσιν εἰς τὸ Κάστρον σῶοι καὶ ὑγιεῖς.

Πρὶν κατακλιθῇ, ὁ παπα-Φραγκούλης ἔστειλε μήνυμα εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸν παπ᾽ Ἀλέξην, ὅστις ἄλλως ἦτο καὶ ὁ ἐφημέριος τῆς ἑβδομάδος, ὅτι δὲν θὰ ἦτο συλλειτουργὸς τὴν ἐπιοῦσαν, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ, καθόσον ἀπεφάσισε, σὺν Θεῷ βοηθῷ, νὰ ὑπάγῃ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ Κάστρον.

* * *

Εἶχαν πάρει εἴδησιν ἀφ᾽ ἑσπέρας δύο-τρεῖς ἐνορίτισσαι, γειτόνισσαι τοῦ παπᾶ, διότι ὁ Πανάγος ἐξελθὼν ἀνεκοίνωσε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν γυναῖκά του, καὶ αὕτη τὸ διηγήθη εἰς τὰς γειτονίσσας. Ἐπίσης καὶ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἐστάλη νὰ φέρῃ εἴδησιν εἰς τὸν κὺρ Ἀλεξανδρὴν τὸν ψάλτην, μεθ᾽ ὃ ἐξελθοῦσα ἔσπευσε νὰ προσηλυτίσῃ δύο ἢ τρεῖς πανηγυριστὰς καὶ ἄλλας τόσας προσκυνητρίας.

Ὅταν ἔμελλον νὰ ἐπιβιβασθῶσιν, εὑρέθησαν δεκαπέντε ἄτομα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ παπᾶ καὶ ἡ γενναιότης τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, ἐνέβαλε θάρρος εἰς ἄνδρας καὶ γυναῖκας. Ἦσαν δὲ ὅλοι ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ τρέχουσιν, ἄρρητον εὑρίσκοντες ἡδονήν, εἰς πανηγύρια καὶ εἰς ἐξωκκλήσια. Ἦσαν ὁ παπα-Φραγκούλης μετὰ τῆς παπαδιᾶς, τῆς Βασῶς καὶ τοῦ Σπύρου, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς μετὰ τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ναύτης του, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ὁ ψάλτης, τρεῖς ἄλλοι πανηγυρισταὶ καὶ τέσσαρες προσκυνήτριαι. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν προσετέθη καὶ δέκατος ἕκτος.

Οὗτος ἦτο ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀργύρη, τοῦ ἀποκλεισμένου ἀπὸ τὰς χιόνας. Ἦλθεν εἰς τὴν ἀποβάθραν μὲ σάκκον πλήρη τροφίμων καὶ μὲ ἄλλα τινὰ ἐφόδια διὰ τὴν ἐκδρομήν. Ἰδὼν αὐτὸν ὁ ἱερεύς·

― Πῶς τὸ ἔμαθες, Βασίλη; τοῦ λέγει.

― Τὸ ἔμαθα παπά, ἀπ᾽ τὸ μαστρο-Πανάγο τὸ μαραγκό.

― Τί ὥρα καὶ ποῦ τὸν εἶδες;

― Κατὰ τὰς δέκα τὸν ηὗρα εἰς τὸ καπηλειὸ τοῦ Γιάννη τοῦ Μπούμπουνα. Εἶχε φάει ψωμὶ κ᾽ ἐβγῆκε νὰ πιῇ δυὸ τρία κρασιὰ μὲ τὸ ἰσνάφι. Ἔλεγε πὼς ἀποφασίσατε νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο, καὶ σᾶς ἐκατάκρινε γιὰ τὴν τόλμη. Μὰ ἐγὼ τὸ χάρηκα, γιατὶ ἀνησυχῶ γιὰ κεῖνον τὸν ἀδερφό μου, καὶ θέλω νὰ ᾽ρθῶ μαζί σας ἂν μὲ παίρνετε.

― Ἂς εἶναι, καλῶς νὰ ᾽ρθῇς, εἶπεν ὁ ἱερεύς.

Ἐξέπλευσαν. Ἐστράφησαν πρὸς τὸ μεσημβρινοδυτικὸν τοῦ λιμένος, ἔβαλαν πλώρη τὸ ἀκρωτήριον Καλαμάκι. Ὁ ἄνεμος ἦτο βοηθητικός, καὶ ὁ πλοῦς εὐοίωνος ἤρχιζε. Ναὶ μέν, ἐκρύωναν πολύ, ἀλλ᾽ ἦσαν ὅλοι βαρέως ἐνδεδυμένοι. Ὁ παπὰς ἐκάθισεν εἰς τὸ πηδάλιον φορῶν τὴν γούναν του. Ἡ πρεσβυτέρα εἶχε τὸ σάλι της τὸ διπλό, ἡ θειὰ 〈τὸ〉 Μαλαμὼ εἶχε τὸ βαρὺ γουνάκι* καὶ τὴν κουζούκα* της. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἦτο μὲ τὴν νιτσεράδα του, μὲ τὸν κηρωτὸν πῖλόν του μὲ τὸν ἱμάντα δεδεμένον ὑπὸ τὸν πώγωνα, μὲ τὰ μακρὰ πτερύγια σκεπάζοντα τὰ ὦτα, καὶ ὁ υἱός του Σπύρος, ὁ καλούμενος κοινῶς τὸ Μπερκάκι, μὲ τὰς πρεκνάδας καὶ μὲ τὰς βούλας εἰς τὸ πρόσωπον, ἦτο μὲ τὰ μανίκια τῆς μαλλίνης καμιζόλας του ἀνασφουγγωμένος* ὣς τοὺς ἀγκῶνας.

Εὐτυχῶς δὲν ἐχιόνιζεν, ἀλλ᾽ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός. Αἴθριος ὁ οὐρανός, σαρωμένος ἀπὸ τὸν βορρᾶν. Ἡ σελήνη ἦτο εἰς τὸ πρῶτον τέταρτον, καὶ εἶχε δύσει πρὸ πολλοῦ. Τὰ ἄστρα ἔτρεμαν εἰς τὸ στερέωμα, ἡ πούλια ἐμεσουράνει, ὁ γαλαξίας ἔζωνε τὸν οὐρανόν. Ὁ πῆχυς καὶ ἡ ἄρκτος καὶ ὁ ἀστὴρ τοῦ πόλου ἔλαμπαν μὲ βαθεῖαν λάμψιν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἡ θάλασσα ἔφρισσεν ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ βορρᾶ, καὶ ἠκούοντο τὰ κύματα πλήττοντα μετὰ ρόχθου τὴν ἀκτήν, εἰς ἣν μελαγχολικῶς ἀπήντα ὁ φλοῖσβος τοῦ ὕδατος περὶ τὴν πρῷραν τῆς μεγάλης καὶ δυνατῆς βάρκας.

Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι, καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει. Ἤρχισε μόλις νὰ γλυκοχαράζῃ πέραν τῆς ἀγκάλης τοῦ Πλατανιᾶ. Ἔφεξαν εἰς τὸν Στρουφλιά, ἀντικρὺ τοῦ τερπνοῦ καὶ συνηρεφοῦς δάσους τῶν πιτύων, ἐξ οὗ ἡ θέσις ὀνομάζεται Κουκ᾽ναριές. Τότε οἱ ἐπιβάται εἶδον ἀλλήλους ὑπὸ τὸ πρῶτον λυκόφως τῆς ἡμέρας, ὡς νὰ ἔβλεπαν ἀλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ὠχρὰ καὶ χείλη μελανά, ρῖνες ἐρυθραὶ καὶ χεῖρες κοκκαλιασμέναι. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ εἶχεν ἀποκοιμηθῆ δὶς ἤδη ὑπὸ τὴν πρύμνην, ὅπου ἔσκεπε τὸ πρόσωπόν της μὲ τὴν μαύρην μανδήλαν ὣς τὴν ρῖνα, μὲ τὴν ρῖνα σχεδὸν ὣς τὰ γόνατα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς εἶχε πάρει δύο τροπάρια* παραπλεύρως αὐτῆς, ὀνειρευόμενος ὅτι ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν κλίνην του, καὶ ἀπορῶν πῶς αὕτη ἐκινεῖτο εὐρύθμως ὡς βρεφικὸν λίκνον. Ὁ υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ Σπύρος, ἔκαμε συχνὲς μετάνοιες, καὶ ὅσον αἷμα εἶχεν, εἶχε συρρεύσει ὅλον εἰς τὴν ρῖνά του, ἥτις ἦτο καὶ τὸ μόνον ὁρατὸν μέλος τοῦ σώματός του. Ἡ παπαδιὰ ἐν τῇ εὐσεβεῖ φιλοστοργίᾳ της εἶχε κρίνει ὅτι ὤφειλε νὰ τὸν πάρῃ μαζί, ἀφοῦ δι᾽ αὐτὸν ἦτο τὸ τάξιμον. Τὸν ἀπέσπασεν ἀποτόμως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ διπλᾶ ὑποκάμισα, δύο φανέλας, χονδρὸν μάλλινον γελέκιον, διπλοῦν σακκάκι κ᾽ ἐπανωφόρι, καὶ περιετύλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοῶδες ὁλομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στέρνον καὶ τὰ νῶτα. Τώρα παρὰ τὴν πρύμνην ἀριστερόθεν τοῦ παπᾶ καθημένη, ἀριστερά της εἶχε τὸν Σπύρον, καὶ ζητοῦσα αὐτομάτως νὰ ψηλαφήσῃ τοὺς βραχίονας καὶ τὸ στῆθός του, δὲν εὕρισκε σχεδὸν σάρκα ὑπὸ τὴν βαρεῖαν σκευήν, δι᾽ ἧς εἶχε περιχαρακώσει τὸν υἱόν της.

Ὁ παπάς, ὅστις δὲν εἶχεν ἀποβάλει τὴν φαιδρότητά του, οὐδ᾽ ἔπαυε ν᾽ ἀνταλλάσσῃ ἀστεϊσμοὺς καὶ σκώμματα μὲ τὸν μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος πρὸς αὐτὴν ἐνίοτε τῆς ἔλεγε:

― Νά, γι᾽ αὐτόνε τὸ Λαμπράκη, τὸ γυιό σου, τὰ παθαίνουμε αὐτά, παπαδιά.

― Κὶ τί πάθαμε μὲ τ᾽ δύναμ᾽ τ᾽ Θεοῦ; ἀπήντα ἡ παπαδιά, ἥτις, κατὰ βάθος, πολὺ ἀνησύχει μὲ αὐτὸ τὸ παράτολμον ταξίδιον. Εὐτυχῶς, ἡ παρουσία τοῦ παπᾶ τῆς ἔδιδε θάρρος.

― Δὲ μ᾽ λές, παπαδιά, εἶπε μὲ τὴν τραχεῖαν φωνήν του ὁ μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν᾽ ἀστεϊσθῇ καὶ μὲ τὴν πρεσβυτέραν, δὲ μ᾽ λές, γιατί λένε: «Κύρι᾽ ἐλέησον! παπαδιά· πέντε μῆνες δυὸ παιδιά!»

― Γιατί, μαθές, τὸ λένε; ἀπήντησε χωρὶς νὰ πειραχθῇ ἡ πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα ἀπὸ μένα. Ὀχτὼ γέννες, δέκα παιδιά.

― Θὰ πῇ, τὸ λοιπόν, πὼς οἱ παπαδιὲς εἶναι πολὺ καρπερές. Μὰ γιατί;

― Γιατὶ οἱ παπάδες δὲ λείπουν χρόνο-χρονικῆς* ἀπὸ κοντά τους, εἶπεν ἡ θειὰ 〈τὸ〉 Μαλαμώ.

― Νά, τὸ Μαλαμὼ πάλι τὸ κατάλαβε, εἶπεν ὁ παπάς, δὲν σᾶς τό ᾽λεγα ἐγώ; Ἐσὺ κι ὁ ἐξάδερφός σου ὁ Ἀλεξανδρὴς (ἐννοῶν τὸν ψάλτην) ἔχετε μεγάλον νοῦ.

Ὁ παπὰς δὲν ἔπαυε ν᾽ ἀστεΐζεται μὲ ὅλας τὰς ἐν τῷ πλοιαρίῳ ἐνοριτίσσας του. Εἰς τὴν μίαν ἔλεγε: «Μὰ κεῖνος ὁ Θοδωρὴς (ἐννοῶν τὸν ἄνδρα της) κοιμᾶται ὅταν τὰ φτιάνῃ αὐτὰ τὰ παιδιά;» Εἰς τὴν ἄλλην: «Μὰ δὲν εἶναι καμμιὰ ποὺ νὰ μὴ θέλῃ παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν᾽ ἀπὸ διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καμμιὰ δὲν εὑρέθη νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!»

Ἀλλὰ τὸ κυριώτερον θῦμα τοῦ παπα-Φραγκούλη ἦτον ὁ Ἀλεξανδρὴς ὁ ψάλτης. Ἔξαφνα τὸν ἠρώτα:

― Δὲ μοῦ λές, Ἀλεξανδρή, τί θὰ πῇ, τώρα, στὴν καταβασία τῶν Χριστουγέννων, «ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν»; Ποιὸς εἶν᾽ αὐτός, ὁ ἀνυψώσας;

― Νά, ὁ ἀνιψιός σας, ἀπήντα ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς μὴ ἐννοῶν ἄλλως τὴν λέξιν.

― Καὶ τί θὰ πῇ «Σκῦλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιών»; ἠρώτα πάλιν ὁ παπάς.

― Νά, σκύλα Βαβυλών, ἀπήντα ὁ ψάλτης, νομίζων ὅτι περὶ σκύλας πράγματι ἐπρόκειτο.

Ταῦτα ἐλέγοντο ἐνόσῳ ἦτο ὑπήνεμος ἡ βάρκα, μὲ τὰς κώπας βραδυποροῦσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τὸν Ἀνάγυρον καὶ τὸν Ἀσέληνον, ἀριστερόθεν πελαγωμένη ἀντικρὺ τῶν Τρικέρων καὶ τοῦ Ἀρτεμισίου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐκάθητο κυβερνῶν εἰς τὸ πηδάλιον, οἱ ἄλλοι ἐβοήθουν εἰς τὴν κωπηλασίαν. Καὶ αὐτὸς ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ἂν καὶ ἀτζαμὴς περὶ τὰ ναυτικὰ πράγματα, ᾐσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ κωπηλατήσῃ διὰ νὰ ζεσταθῇ. Κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἐκωπηλάτησε σχεδὸν ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν. Εὐτυχῶς, ἂν κ᾽ ἐκρύωναν ὅλοι, καὶ αἱ ψυχραὶ ριπαὶ αἱ κατερχόμεναι ἀπὸ τῶν χιονοφόρτων ὀρέων ἐξύριζον τὰ ὦτα καὶ τοὺς λαιμούς των, εἶχον ὅμως τοὺς πόδας θερμούς, τὸ εὐεργετικὸν τοῦτο ἀποτέλεσμα τῆς γειτνιάσεως τοῦ πόντου. Ὁ ἥλιος εἶχε προβάλει ἀπὸ τὰ σύννεφα ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς (ἥλιος μὲ τὰ δόντια, ― γριὰ μὲ τὰ χταπόδια! ἀνέκραξεν ὁ Λαμπράκης) διότι, ἐνῷ τὴν νύκτα ᾐθρίαζε κ᾽ ἐγίνετο «ὁ οὐρανὸς καντήλι», τὴν ἡμέραν συνήγοντο πάλιν τὰ νέφη, καὶ ὁ βορρᾶς ἐφαίνετο ὑποχωρῶν εἰς τὸν ἀπηλιώτην, ὡς νὰ ἠπειλεῖτο βροχή· ἀλλὰ μόλις ἐπρόβαλε, κ᾽ ἐφάνη ὡς νὰ ἔβλεπε ποία ἦτο ἡ ὑψηλοτέρα καὶ ἐγγυτέρα κορυφὴ ἐκ τῶν καταλεύκων ὀρέων ὁλόγυρα, ἡ τοῦ Πηλίου ἢ ἡ τοῦ Ὄθρυος, διὰ νὰ σπεύσῃ τὸ ταχύτερον νὰ κρυφθῇ. Ἀλλὰ τὰ νέφη σωρευθέντα πάλιν τὸν ἀπήλλαξαν τοῦ κόπου τούτου.

Ἡ ἀκριβὴς ἀπόστασις ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ λιμένος ἕως τὸ βορεινότερον ἄκρον τῆς νήσου, ὅπου ἔπλεον, θὰ ἦτο ὣς δέκα ναυτικῶν μιλίων. Ὁ παπὰς ἔβλεπεν ὅτι ἤθελον νυκτώσει, πρὶν φθάσωσιν εἰς τὸ Κάστρον. Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καὶ δὲν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τὴν Κεχρεάν, τὴν ὡραίαν μελαγχολικὴν κοιλάδα, μὲ τὰς ἐλαιοφύτους κλιτῦς, μὲ τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν πυκνὸν δρυμῶνά της, μὲ τὸ ρεῦμα καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς νερομύλους της. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κεχρεάν, συνέβη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ μὲν κακόμαντις Πανάγος προέλεγεν, ὁ δὲ Στεφανὴς δὲν ἠγνόει καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Εἴτε τροπὴ εἰς τὸν μαΐστρον ἦτο, εἴτε ἀποθαλασσιὰ καὶ «μπουκάρισμα* τοῦ κόρφου», τὰ κύματα ἤρχισαν νὰ ὀγκοῦνται κατάπρῳρα τοῦ μικροῦ σκάφους, καὶ ἡ βάρκα μὲ τὸ λευκὸν πανίον της, καὶ μὲ τὸν φλόκον καὶ τὴν ἀντένα της, ἤρχισε νὰ σκιρτᾷ ἐπὶ τῶν κυμάτων, ὁμοία μὲ Ἑλληναλβανὸν χορεύοντα ἡρωικοὺς χοροὺς μὲ τὸν λευκὸν χιτῶνα ἀνεμίζοντα, μὲ τὸν ἕνα βραχίονα τριγωνοειδῆ εἰς τὴν μέσην, μὲ τὸν ἄλλον ὑψιτενῆ καὶ παίζοντα τὰ δάκτυλα. Αἱ γυναῖκες ἤρχισαν νὰ δειλιῶσιν. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἠρώτα τὸν παπὰ ἂν δὲν ἦτο καλὸν ν᾽ ἀποβιβασθῶσι καὶ ἀνέλθωσιν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχρεὰν νὰ λειτουργήσωσιν, ὅπως ἑορτάσωσιν ἐκεῖ τὰ Χριστούγεννα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ζαλισθεὶς ἐζάρωσεν εἰς μίαν γωνίαν, καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται μεγάλως ἀνησύχουν. Μόνον δύο ἄνδρες δὲν ἐδειλίασαν, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης.

Εἷς τῶν ἐπιβατῶν ἐπρότεινε ν᾽ ἀράξωσι προσωρινῶς εἰς τὴν Κεχρεάν, ἑωσότου κοπάσῃ ὁ ἄνεμος. Ὁ Στεφανὴς καὶ ὁ ἱερεὺς συνεννοοῦντο διὰ νευμάτων. Ἀπεῖχον ἀκόμη ἀπὸ τὸ Κάστρον ὑπὲρ τὰ τρία μίλια. Δύο μέσα ἠδύναντο νὰ δοκιμάσωσιν, ἂν τὰ εὕρισκον τελεσφόρα· ἢ νὰ συστείλωσι τὰ ἱστία καὶ νὰ προχωρήσωσι μὲ τὰς κώπας, καταφρονοῦντες τὸν ἀφόρητον διὰ τὰς γυναῖκας μάλιστα σάλον, περιβρεχόμενοι ἀπὸ τὰ θραυόμενα καὶ εἰσπηδῶντα εἰς τὸ σκάφος κύματα, ριγοῦντες καὶ δεινῶς πάσχοντες, ἢ ν᾽ ἀποβιβασθῶσιν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ δοκιμάσωσιν ἂν θὰ εὕρισκον δρομίσκον τινά, ὄχι πολὺ πλακωμένον ἀπὸ τὴν χιόνα, ὥστε νὰ εἶναι βατὸς εἰς ἀνθρώπους. Πτυάρια καὶ ἀξίνας δύο-τρεῖς εἶχε πάρει μαζί του ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, προβλέπων ὅτι ἴσως θὰ ἐχρησίμευον διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ δρόμον πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ ἀποκλεισμένου ἀδελφοῦ του. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἀπεφάνθη ὅτι, ἀφοῦ ἐξ ἅπαντος θὰ ἐνύχτωναν, κάλλιον θὰ ἦτο νὰ δοκιμάσωσι τὸ πρῶτον, διότι κέρδος θὰ ἦτο, εἶπεν, ὅσον ὀλίγον καὶ ἂν ἠδύναντο νὰ προχωρήσωσι διὰ θαλάσσης, καὶ ὕστερον θὰ εἶχον καιρὸν νὰ καταφύγωσι καὶ εἰς τὴν δευτέραν μέθοδον.

Ἤδη ὁ ἥλιος ἐπιφανεὶς ἀκόμη μίαν φοράν, ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν. Ἦτο τρίτη καὶ ἡμίσεια ὥρα. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ μὲ τὸ ἀνθρώπινον φορτίον της, ἐχόρευεν, ἐχόρευεν ἐπάνω εἰς τὸ κῦμα, πότε ἀνερχομένη εἰς ὑγρὰ ὄρη, πότε κατερχομένη εἰς ρευστὰς κοιλάδας, νῦν μὲν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ καταποντισθῇ εἰς τὴν ἄβυσσον, νῦν δὲ ἑτοίμη νὰ κατασυντριβῇ κατὰ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς. Καὶ ὁ ἱερεὺς ἔλεγε μέσα του τὴν Παράκλησιν ὅλην ἀπὸ τὸ «Πολλοῖς συνεχόμενος» ἕως τὸ «Πάντων προστατεύεις». Κι ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἐστενοχωρεῖτο μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ παπᾶ νὰ ἐκχύσῃ ἐλευθέρως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του, τὰς ὁποίας ἐμάσα κ᾽ ἔπνιγε μέσα του, ὑποτονθορύζων: «Σκύλιασε, ὁ διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θὰ σκάσῃς, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! τὸ Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἔλεγε τὸ «Θεοτόκε Παρθένε», κ᾽ ἐπανελάμβανεν, «Ἔλα Κ᾽στέ μ᾽! βόηθα, Παναϊά μ᾽!» Καὶ τὰ κύματα ἔπληττον τὴν πρῷραν, ἔπληττον τὰ πλευρὰ τοῦ σκάφους, καὶ εἰσορμῶντα εἰς τὸ κύτος ἐκτύπων τὰ νῶτα, ἐκτύπων τοὺς βραχίονας τῶν ἐπιβατῶν. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα ἐκινδύνευε ν᾿ ἀφανισθῇ. Καὶ ἡ ἀπορρὼξ βραχώδης ἀκτὴ ἐφαίνετο διαφιλονικοῦσα τὴν λείαν πρὸς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης.

* * *

Τέλος ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Ἐνύκτωσεν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν θὰ ἔβλεπον ἀντικρὺ τὸ Κάστρον, οὗ ἀπεῖχον τώρα δύο ἀκόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα πρὸς ἀνατολὰς ἠμπόδιζον νὰ φανῇ τὸ παρήγορον φέγγος τῆς σελήνης. Ἀλλ᾽ ὁ ἄνεμος, ἀντὶ νὰ πέσῃ, ἐδυνάμωνε, καὶ ἀγρίευε καὶ ἐθέριευε, καὶ ὁ πλοῦς κατέστη ἀδύνατος τοῦ λοιποῦ. Δὲν ἔβλεπον πλέον οὔτε ἐμπρὸς οὔτε δεξιὰ τίποτε, εἰμὴ δύο ὄγκους φαιούς, ἀμαυρούς. Εὐτυχῶς ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἐγνώριζε καλὰ τὸ μέρος.

―Ἐδῶ, ἐδῶ, εἶν᾽ ἕνα λιμανάκι, παπά, κάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ Πρυΐ, ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Ἀναστασιά, στὰ Μποστάνια.

― Θυμᾶσαι καλά, Στεφανή;

―Ὅπως ξέρ᾽ς ἡ ἁγιωσύνη σ᾽ τὰ γράμματα τς ἐκκλησιᾶς ἀπ᾽ ὄξου, παπά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ τὰ ξέρω ἀπ᾽ ὄξου, ὅλα τὰ λιμανάκια, τοὺς κάβους, κὶ τς ἀμμουδιές, ὅλες τὶς ξέρες κὶ τὰ γκρίφια* κὶ τὰ θαλάμια*.

Καὶ προσήγγισαν μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα καὶ βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.

―Ἐκεῖ, ἐκεῖ διαναστάει*.

Ὑπῆρχεν ἓν θαλάσσιον μάρμαρον, ὡς φυσικὴ ἀποβάθρα, πότε καλυπτόμενον ἀπὸ τὸ κῦμα, πότε ἀνέχον ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Τὴν φορὰν ταύτην τὸ ἐκάλυπτε καὶ δὲν τὸ ἐκάλυπτε τὸ κῦμα. Ἐπλησίασαν καὶ ᾐσθάνθησαν πάραυτα τὸ εὐάρεστον αἴσθημα τῆς παύσεως τοῦ σάλου καὶ τῆς προσεγγίσεως εἰς σκεπαστὸν κ᾽ εὐλίμενον μέρος.

― Πάντα κατευόδιο! εἶπε ποιῶν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ὅστις τότε ἐξεζαλίσθη κ᾽ ἐστάθη εἰς τοὺς πόδας του.

Ἐπήδησαν εἷς εἷς ἔξω· ἐξεφόρτωσαν τὰς ἀποσκευὰς καὶ ἠλάφρυναν τὴν βάρκαν. Ἀνάμεσα εἰς τὸ μάρμαρον καὶ εἰς τὴν κρημνώδη ἀκτὴν ἐσχηματίζετο μικρὰ ἀμμουδιά, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ σύρῃ ἁλιεὺς τὴν ψαροπούλαν του, γυρμένην ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ νὰ ἐξαπλωθῇ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν νὰ κοιμηθῇ θεωρῶν τοὺς ἀστέρας.

― Τώρα νὰ σύρουμε τὴ βάρκα, παπά, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής, κ᾽ ὕστερα οἱ ἄνδρες νὰ φορτωθοῦμε ὅλα τὰ πράγματα καὶ ν᾽ ἀρχίσουμε σιγὰ-σιγὰ ν᾽ ἀνεβαίνουμε. Ἂς πάρουν κ᾽ οἱ γυναῖκες ὅ,τι μποροῦν.

― Νά τώρα τί ἄξιζε νά ᾽χα τὸ μ᾽λάρι μαζί μ᾽, εἶπεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς· σοῦ εἶπα, μπαρμπα-Στεφανή, νὰ τὸ μπαρκάρουμε, δὲ θέλησες.

Ἔσυραν τὴν λέμβον. Ἤναψαν τὰ δύο φανάρια ποὺ εἶχαν. Ὁ Βασίλης ἔλαβε τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας του, καὶ ἀπομακρυνθεὶς προσωρινῶς ἤρχισε νὰ κατοπτεύῃ ποῦ θὰ εὕρισκε μονοπάτι ὄχι πολὺ πατημένον ἀπὸ τὴν χιόνα, ὥστε νὰ δύνανται ἄνθρωποι νὰ βαδίσωσιν. Ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὣς τὸ Κάστρον, τὸ ὁποῖον διεκρίνετο ὡς πελώριος ἀμαυρὸς ὄγκος ὑψηλὰ πρὸς Βορρᾶν, ἡ ὁδὸς δὲν θὰ ἦτο πλέον τῆς ὥρας, ἀλλ᾽ εἰς ἣν κατάστασιν ἦτο τώρα ὁ δρόμος ἀπὸ τὰς χιόνας, τίς οἶδεν ἂν θὰ ἤρκει καὶ τὸ τριπλάσιον τοῦ χρόνου ὅπως φθάσωσιν. Ἐδείπνησαν ὅλοι ἐπὶ ποδὸς μὲ δίπυρα καὶ μὲ ἐλαίας καὶ ἔπιον ὀλίγον οἶνον ἢ ρακήν.

Ὁ Βασίλης ἐπανελθὼν ἀνήγγειλεν ὅτι ἀνεῦρε τὸ μονοπάτι, πλακωμένον πολὺ ἀπὸ τὴν χιόνα, ἀλλ᾽ ὅτι μὲ πολὺν κόπον, ἂν προπορεύωνται δύο ἄνθρωποι καὶ ξεχιονίζουν, ἐλπίζει νὰ φθάσουν εἰς τὸ Κάστρον τὸ γρηγορώτερον… ἕως τὰ μεσάνυκτα. Ἐφορτώθησαν τὰς ἀποσκευάς. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἔλαβε τὸ ἕνα φανάρι καὶ μία τῶν γυναικῶν τὸ ἄλλο. Ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του, ἔλαβον τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας καὶ προπορευόμενοι ἤρχισαν νὰ ξεχιονίζωσιν. Ὁ δρομίσκος ἀνήρχετο ἕρπων εἰς τὸν κρημνὸν κατ᾽ ἀρχάς, εἶτα κατήρχετο εἰς ἓν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Ἐπάτουν προσεκτικῶς, ὡς νὰ ἐμετροῦσαν τὰ βήματά των. Ἡ σελήνη εἶχεν ἀπαλλαγῆ τῶν νεφῶν καὶ προσεπάθει νὰ φέξῃ τὸν δρόμον μὲ τὸ κρυερὸν φῶς της. Ἐνίοτε ἔχαναν τὸ χάραγμα τοῦ δρόμου, ἀπεπλανῶντο κ᾽ εὑρίσκοντο αἴφνης ἐπὶ τῆς κορυφῆς πελωρίων βράχων, κάτω τῶν ὁποίων ἄβυσσος ἤνοιγε τὸ στόμα της, καὶ πάλιν κατέβαινον μὲ τρεμουλιαστὰ γόνατα, κρατούμενοι ἐκ τῶν πετρῶν καὶ τῶν θάμνων. Ἀνεῖρπον εἰς τὸν κρημνὸν ὡς μικρὸν κοπάδιον αἰγῶν ἀποπλανηθὲν καὶ ἀπαγόμενον ὀπίσω εἰς τὴν μάνδραν ἀπὸ τοὺς δύο βοσκούς του, οἵτινες τὸ ἀνεζήτησαν κρατοῦντες φανάρια, καὶ μακρόθεν ἂν τοὺς ἔβλεπέ τις ἠδύνατο νὰ τοὺς ἐκλάβῃ ὡς συστρεφόμενον κρικωτὸν τέρας, φωσφορίζον τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν οὐράν, μὲ τοὺς δύο φανούς. Μὲ ὅλον τὸ ξεχιόνισμα, τὸ ὁποῖον ἐννοεῖ τις πόσον ἀτελῶς ἐνηργεῖτο, ἐπάτουν ἐνίοτε σφαλερῶς, κ᾽ ἐχώνοντο ὣς τὸ γόνυ καὶ ὣς τὸν μηρὸν εἰς τὴν χιόνα.

Ἐπλησίαζε μεσάνυκτα, ὅταν ἔφθασαν ὑπὸ τὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, ἁλμυροὶ ἀπὸ θάλασσαν καὶ λευκοὶ ἀπὸ χιόνα, μελανιασμένοι τὰ χείλη, ἀλλὰ θερμοὶ τὴν καρδίαν.

* * *

Ἐκεῖ ἐπάνω, πρὶν διέλθωσι τὴν γέφυραν, ἀπὸ τὴν σιδερόπορταν τοῦ Κάστρου, ἠκούσθησαν φωναί:

― Ποιοὶ εἶστε; Ποιοὶ εἶστε;

Καὶ ἀντήχησε βαρὺς ὁ τριγμὸς τῶν ἐσκωριασμένων στροφέων, ὡς νὰ ἐδοκίμαζέ τις νὰ κλείσῃ ἔσωθεν τὴν σιδηρᾶν πύλην. Ἠκούσθη δὲ καὶ μικρὸς κρότος, ὡς ὁ τῆς ὑψώσεως σκανδάλης τουφεκίου.

― Καλοί! καλοί! πατριῶτες! ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής. Μὰ ἐσεῖς ποιοὶ εἶστε;

― Πέστε μας τὰ ὀνόματά σας!

―Ἡμεῖς εἴμαστε… ἤρχισεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής, καὶ συγχρόνως διὰ τοῦ βλέμματος ἐσυμβουλεύετο τὸν παπάν.

― Μπά! αὐτὴ εἶναι ἡ φωνὴ τ᾽ ἀδερφοῦ μου, ἀνέκραξεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς.

Καὶ εἶτα ἐντείνας τὴν φωνήν:

― Ἀργύρη! ἐγὼ εἶμαι!… ἐφώναξε.

― Τόσο καλύτερα… μᾶς ἔβγαλαν κι ἀπὸ ἕναν κόπο, ἐψιθύρισεν ὁ ἱερεύς.

* * *

Ἀνέβησαν εἰς τὸ Κάστρον, ὅπου συνήντησαν τὸν Ἀργύρην τῆς Μυλωνοῦς καὶ τὸν σύντροφόν του τὸν Γιάννην τὸν Νυφιώτην. Οὗτοι ἐν ὀλίγοις διηγήθησαν πῶς τοὺς εἶχε κλείσει τὸ χιόνι ἐπάνω στὸ Στοιβωτό, ὅπου ἐτρύπωσαν δύο νύκτας εἰς μίαν σπηλιάν, καὶ πῶς τὴν προχθές, ἤτοι εἰς τὰς 22 τοῦ μηνός, ἐλθόντες τοὺς ἀπηλευθέρωσαν ἐκεῖθεν, ἐκτοπίσαντες μεγάλους ὄγκους χιόνος, δύο αἰγοβοσκοί, ὁ Γιαλὴς ὁ Κόνιζας καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπάντας, οἵτινες καὶ εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ταύτην μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν των εἰς τὸ φρούριον.

Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγράψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερὸς μονοκόμματος γρανίτης ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἤριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονικοῦντες ποῦ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποῦ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ Βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ Καικίου καὶ τοῦ Ἀργέστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμέσον τῆς Χαλκιδικῆς, τοῦ Θερμαϊκοῦ, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου· μεμονωμένος ὑψιτενὴς βράχος, ἐφ᾽ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βαρβάρων, ἐγκαταλιπόντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη.

Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσώζοντο ἀκόμη οἰκίαι τινὲς μὲ τὰς στέγας καὶ τὰ πατώματά των ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἀρχῶν, ὁ ὄκνος τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ Κάστρον συχνότερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τινῶν συλαγωγῶν, πλεονεκτῶν ἢ οἰκοδόμων, εἶχε καταστήσει ἐρειπίων σωρὸν τὸ Κάστρον. Ἐντεῦθεν ἀμελήσαντες καὶ οἱ ἐφημέριοι τῆς σημερινῆς πολίχνης, ἄφηναν ἀπὸ ἐτῶν ἤδη ἀλειτούργητον τὸν ναὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς.

Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα* της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν* καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.

Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!

Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Διὰ δώρων καὶ θωπειῶν ἐζήτει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύσῃ τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦ παιδίου τὴν μητέρα. Ἀλλ᾽ ὁ παῖς καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.

Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.

* * *

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνίζωσι καθήμενοι καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλώνωνται καὶ κλέπτωσιν ἀπὸ κανένα ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς κάπες των παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δύο πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων, οἱ ἐκεῖ καταφυγόντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκείνου, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δύο ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιόνος. Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἓν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας…

Ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ᾽ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον.

Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρόν*, καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως.

* * *

Αἴφνης ἠκούσθησαν φωναὶ ἔξωθεν τοῦ ναοῦ. Ἐξῆλθόν τινες τῶν ἀνδρῶν νὰ ἴδωσι τί τρέχει. Ἐξῆλθε κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, κι ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἔμεινε μὲ τὰ γυαλιὰ εἰς τὰ ὄμματα βλέπων πρὸς τὴν θύραν ἀριστερά του, καὶ διέκοψε τὴν ψαλμῳδίαν του. Ὁ παπὰς ἔρριψεν αὐστηρὸν βλέμμα πρὸς τὸν ψάλτην καὶ τὸν ἐκάρφωσεν εἰς τὴν θέσιν του.

Τὰς φωνὰς εἶχον ρήξει ὁ εἷς τῶν αἰπόλων καὶ ὁ εἷς τῶν ὑλοτόμων, οἵτινες ἔτυχον καθήμενοι παρὰ τὸν πυρσόν, ἀνατολικῶς τοῦ ναΐσκου. Διὰ τῶν φωνῶν τούτων εἶχον ἀπαντήσει εἴς τινας κραυγὰς ἐλθούσας ἀπ᾽ ἀντικρύ, ἐκ τῆς θαλάσσης.

Ἐκεῖ ἐν μέσῳ τοῦ Κάστρου καὶ τῆς βραχώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρούπη ἐσχηματίζετο ἐπισφαλὴς ὅρμος, ὁ Μικρὸς Γιαλός. Αἱ κραυγαὶ ἤρχοντο ἀκριβῶς ἐκ τῆς γειτονίας τῶν ἀπεσπασμένων βράχων καὶ σκοπέλων ὑπὸ τὴν φοβερὰν ἀκτὴν τοῦ Κουρούπη.

Παρῆλθε πολλὴ ὥρα ἑωσοῦ ἐννοήσωσι τί τρέχει. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι εἶχον ἐξέλθει τοῦ ναοῦ. Ἔμειναν μόνοι ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐκρατεῖτο ἀκλόνητος εἰς τὸ χρέος του, φορεμένος ἤδη τὰ ἱερὰ ἄμφια, ἑτοιμαζόμενος νὰ προσέλθῃ εἰς τὴν προσκομιδήν, καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, τὸν ὁποῖον ἐκράτει τὸ βλέμμα τοῦ ἱερέως.

Ἐν τούτοις, κατ᾽ εἰκασίαν μᾶλλον ἢ ἐκ βεβαίας πληροφορίας, ἐνόησαν ὅτι ἐκεῖ ὑπὸ τὸν Κουρούπη εἶχε προσαράξει πλοῖον ἀπὸ τοῦ πελάγους ἐρχόμενον. Ἡ σελήνη εἶχε δύσει, καὶ ὁ πυρσὸς δὲν ἔρριπτε πόρρω τὸ φῶς. Ἔβλεπον ἀμυδρῶς ἐκεῖ ἀπέναντι, εἰς ἀπόστασιν μιλίου σχεδόν, ἐπὶ τοῦ μαυρισμένου ὄγκου τῶν ἁλικτύπων βράχων, ἔβλεπον σῶμά τι ἀμυδρῶς κινούμενον, μελανώτερον τῶν βράχων. Ἀντήχουν ἐν τῇ σιγῇ τῆς νυκτός, μεγεθυνόμεναι ἀπὸ τὰς ἠχούς, κραυγαὶ ἀγωνίας καὶ ταραχῆς, ὅμοιαι μ᾽ ἐκείνας τὰς ὁποίας ἐκχύνουσι κινδυνεύοντες ἄνθρωποι ἢ ναυαγοὶ σαστισμένοι.

Οἱ ἄνδρες ἔσπευσαν νὰ ρίψωσιν ἐπὶ τῆς πυρᾶς ὅσα κλαδία εἶχον πρόχειρα ἀκόμη, σχηματίζοντες ὀγκωδεστέραν τὴν φλόγα. Ἄλλο μέσον βοηθείας δὲν εἶχον ταχύ.

Ἐν τούτοις ὁ Στεφανὴς ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ Μπάντας καὶ ὁ Νυφιώτης ὁ Γιάννης καὶ ὁ Ἀργύρης καὶ ὁ ἀδελφός του, ἔλαβον ἀνὰ ἕνα δαυλὸν καὶ τὰ δύο φανάρια, καὶ ἀπεφάσισαν νὰ κατέλθωσι τρέχοντες εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Ἀλλ᾽ ἐὰν ὁ κρημνώδης δρομίσκος δὲν ἦτο χιονισμένος, θὰ ἐχρειάζετο σχεδὸν ἡμίσεια ὥρα διὰ νὰ κατέλθῃ τις ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Κάστρον, καὶ τώρα ὁποὺ ἦτο χιονισμένος, καὶ ἦτο νύξ, τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα, οὔτε μία ὥρα δὲν θὰ ἤρκει. Εἰς μίαν δὲ ὥραν ἠδύναντο νὰ κατασυντριβῶσι δεκάδες πλοίων καὶ νὰ πνιγῶσιν ἑκατοντάδες ἀνθρώπων.

Οὐχ ἧττον οἱ ἄξεστοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ἐκ τῆς αὐθορμήτου ἐκείνης φιλανθρωπίας, ἥτις εἶναι οἱονεὶ φυσικὴ ὁρμή, ὡς συμπάθεια τῆς σαρκὸς πρὸς τὴν σάρκα, καὶ εἶναι τὸ πρῶτον καὶ τελευταῖον αἴσθημα τὸ συγκινοῦν τὴν καρδίαν μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, καὶ πρὶν προφθάσασα πνεύσῃ ἡ παγερὰ πνοὴ τῆς φιλαυτίας καὶ ἀδιαφορίας, οἱ ἄνθρωποι, λέγω, ἐκεῖνοι ἔλαβον τοὺς δαυλούς των, κ᾽ ἔτρεξαν ἔξω τῆς πύλης καὶ τῆς γεφύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι τὸν κατήφορον.

Οἱ λοιποί, μείναντες ἐπάνω, ἠσχολοῦντο ν᾽ ἀνανεῶσιν ὁλονὲν τὴν φλόγα, μὴ παύοντες νὰ ρίπτωσι ξηρὰ κλαδία εἰς τὸ πῦρ.

* * *

Ὁ ἱερεὺς ἐβράδυνεν ἐπίτηδες εἰς τὴν Πρόθεσιν, κ᾽ ἐμνημόνευσε τὴν πρωίαν ἐκείνην ὅσα ὀνόματα εἶχεν ἀποθαμένα, οὐ μόνον τὰ ἰδικά του καὶ τῶν ἐλθόντων πανηγυριστῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐνοριτῶν του, οὐ μόνον ὅσα εἶχε γραπτά, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐκ μνήμης ἐγνώριζεν· ἐγνώριζε δ᾽ ἐκ μνήμης ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης, ἀποθαμένα καὶ ζωντανά. Ἐδεήθη καὶ ὑπὲρ διασώσεως τοῦ κινδυνεύοντος πλοίου, περὶ οὗ, χωρὶς νὰ ζητήσῃ ἐξήγησιν, ἀμέσως εἶχεν ἐννοήσει τὰ συμβάντα.

Τέλος αἱ κραυγαὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν ἔπαυσαν, ἡσυχία ἐπῆλθεν. Ἐφάνη ὅτι βωβὴ συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει ἢ ὅτι ἡ δυσχέρεια ἔλαβε πέρας. Δύο ἄλλοι ἄνδρες ἀνησυχήσαντες, ἐξῆλθον ἕως τὴν Ἁγίαν Κυριακήν, πέραν τῆς ξυλίνης γεφύρας, μὲ δύο πυρσοὺς εἰς τὰς χεῖρας.

* * *

Παρῆλθεν ὀλίγη ὥρα· ὁ ἱερεὺς ἀργὰ-ἀργὰ ἐμβῆκεν εἰς τὴν λειτουργίαν, ἐλπίζων νὰ ἤρχοντο ἐν τῷ μεταξὺ καὶ οἱ ἀπόντες. Ἀλλ᾽ ἡ λειτουργία προυχώρει, καὶ ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο. Τέλος, εἰς τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», ἐπέστρεψαν πρῶτοι οἱ τελευταῖοι ἐξελθόντες πρὸς ἐπισκόπησιν, εἶτα εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ καταβάντες εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ μετ᾽ αὐτὸν τρεῖς ἄγνωστοι μὲ ναυτικὰ ἐνδύματα καὶ μὲ κηρωτοὺς ἐπενδύτας. Ἔφθασαν ὅλοι ἀκριβῶς ὅπως ἀσπασθῶσι τὰς εἰκόνας καὶ λάβωσι τὸ ἀντίδωρον.

Ἐνῷ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἀνεγίνωσκε τὸ «Εὐλογήσω τὸν Κύριον», οἱ ἄνδρες ἐξηγοῦντο ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὰ συμβάντα. Τὸ ἐξοκεῖλαν πλοῖον ἦτο τὸ γολετὶ τοῦ καπετὰν Κωσταντῆ τοῦ Λημνιαραίου, αὐτοπροσώπως παρόντος ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος, ἀνὴρ μεσῆλιξ, βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ἁδρὸν μύστακα, διηγεῖτο τὰ ἑξῆς: Πρὸ δύο ἡμερῶν ἦτο προσωρμισμένος εἰς τὴν Δάφνην, τὸν μεσημβρινὸν ὅρμον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλ᾽ ὁ βοριὰς τὸν ἐξούριασε*, αἱ ἁλυσίδες τῶν ἀγκυρῶν του ἐκόπησαν ὑπὸ τῆς βίας τοῦ ἀνέμου, καὶ παρεσύρθη διὰ μιᾶς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του νὰ προσεγγίσῃ εἰς τὸν Κωφόν, τὸν γνωστὸν ὅρμον τῆς Συκιᾶς, τοῦ μεσαίου λαιμοῦ τῆς Χαλκιδικῆς, ὅπου ἅμα εἰσπλεύσῃ τις δὲν βλέπει πλέον πόθεν εἰσέπλευσεν, ἀλλ᾽ ὅπου δυσκόλως εἰσπλέει τις. Ὁ ὅρμος ὁμοιάζει μὲ λίμνην μεσόγειον, μὴ ἔχουσαν ὁρατὸν στόμιον, τόσον εἶναι ἀσφαλής. Καὶ τὸ γολετὶ ξυλάρμενον* μετὰ ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη ὑπὸ τῆς τρικυμίας πρὸς τὰς νήσους, ὅπου τὴν νύκτα ἐκείνην τῶν Χριστουγέννων, οἱ ἀγωνιῶντες ναυβάται εἶδον ἔξαφνα φῶς, ὡς φάρον ὁδηγοῦντα αὐτούς, τοὺς πυρσοὺς οὓς εἶχον ἀνάψει ἔμπροσθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Χριστοῦ οἱ τραχεῖς αἰπόλοι. Ὁ πυρσὸς ἐκεῖνος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς ὡς θεῖον πράγματι θαῦμα, ὡς νὰ ἐθερμαίνοντο περὶ αὐτὸν ἀγραυλοῦντες οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τὸ Δόξα ἐν ὑψίστοις. Ἐπλησίασαν φερόμενοι μᾶλλον ἢ πλέοντες πρὸς τὸ μέρος τοῦτο, καὶ τότε ἐκινδύνευσαν νὰ κατασυντριβῶσιν εἰς τοὺς βράχους τοῦ Κουρούπη. Εὐτυχῶς, δι᾽ ἐπιτηδείου χειρισμοῦ ἀπέφυγον τὴν καταστροφήν, κ᾽ ἐκάθισαν τὸ σκάφος εἰς τὰ ρηχά, ἐπὶ τῆς ἄμμου, ὅπου τόσον καλὰ ἦτο ἐξησφαλισμένον, ὅσον δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι μὲ τὰς δύο ἀγκύρας του, τὰς μεινάσας ὡς ὁμήρους εἰς τὸν βυθὸν τοῦ ὅρμου τῆς Δάφνης.

* * *

Ἔφεξεν ὁ Θεὸς τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, καὶ οἱ αἰπόλοι ἐφιλοτιμήθησαν νὰ σφάξωσι καὶ ψήσωσι δύο τρυφερὰ ἐρίφια, ἐνῷ οἱ δύο ὑλοτόμοι εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ βουνὸν πολλὰς δωδεκάδας κοσσύφια ἁλατισμένα· καὶ ὁ καπετὰν Κωσταντὴς ἀνεβίβασεν ἀπὸ τὸ γολετί, τὸ ὁποῖον οὐδένα κίνδυνον διέτρεχεν, ὅπως ἦτο καθισμένον, ἂν δὲν ἔπνεε νότος ἀπὸ τῆς ξηρᾶς νὰ τὸ ἀπωθήσῃ πρὸς τὸ πέλαγος, ἀνεβίβασε δύο ἀσκοὺς γενναίου οἴνου καὶ ἓν καλάθιον μὲ αὐγὰ καὶ κασκαβάλι τῆς Αἴνου, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ηὐφράνθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρεπείας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου. Τὴν νύκτα ἐκοιμήθησαν ἐν μέσῳ ἀφθόνων πυρῶν, μὲ ἀρκετὰ δὲ σκεπάσματα καὶ καπότες, ὅσα καὶ οἱ ἐκ τῆς πολίχνης πανηγυρισταὶ εἶχαν φέρει μεθ᾽ ἑαυτῶν, καὶ οἱ αἰγοβοσκοὶ εἶχαν εἰς τὸ Κάστρον, καὶ ὁ ἐκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης ἐκόμισεν ἀπὸ τὸ πλοῖόν του.

Τὴν ἐπαύριον ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, τὸ ψῦχος ἠλαττώθη πολύ, κ᾽ ἐπωφελούμενοι τὴν ἀνακωχὴν τοῦ χειμῶνος, ἀπεφάσισαν ν᾽ ἀπέλθωσιν. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του μετὰ δύο ἄλλων βοηθῶν ἐπανῆλθον εἰς τὴν μικρὰν ἀμμουδιὰν ὑπὸ τὰ Μποστάνια, καθείλκυσαν τὴν λέμβον, ἐπέβησαν αὐτῆς, καὶ κάμψαντες τὸ Κάστρον, τὴν ἔφεραν ἀπὸ Σοφρὰν εἰς τὸ βορειανατολικὸν μέρος. Τῇ βοηθείᾳ τῆς δυνατῆς βάρκας τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ καὶ τῆς μικρᾶς φελούκας τοῦ Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δὲν ἐβράδυναν νὰ ξεκαθίσωσιν ἀπὸ τὴν ἄμμον τὸ γολετί, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε πάθει τίποτε, ἀλλ᾽ ἐφαίνετο ὡς μαλακῶς πλαγιασμένον καὶ ἀναπαυόμενον κατόπιν πολλῶν κόπων. Καὶ ἀποχαιρετίσαντες τοὺς αἰπόλους, ἐπεβιβάσθησαν οἱ μὲν εἰς τὸ γολετί, οἱ δὲ εἰς τὴν βάρκαν, πότε ρυμουλκουμένην, πότε ρυμουλκοῦσαν, καὶ μὲ ἱστία καὶ μὲ κώπας πλέοντες, διὰ τῆς βορειανατολικῆς ὁδοῦ τὴν φορὰν ταύτην, ὡς συντομωτέρας καὶ εὐπλοωτέρας εἰς τὴν κάθοδον, ἔφθασαν αἰσίως εἰς τὴν πολίχνην.

(1892)

Φώτη Κόντογλου “Χριστούγεννα στη Σπηλιά”

Δεκ 201726
Χριστούγεννα στη σπηλιά του Φώτη Κόντογλου.
Χριστούγεννα στη σπηλιά του Φώτη Κόντογλου.

Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. Το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να ‘ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
Θά ‘τανε ώρα Εσπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ‘τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ‘χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γιος του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
«Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθίσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ‘λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια – Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κι επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ‘ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ‘κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαψούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!». Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιακάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ‘μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’ – Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…», φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ – Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίζοντας τα χέρια του:
«Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κι έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ – Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

πηγή:www.panagiapalatiani.gr

O θεολόγος Antony Bloom για τα Χριστούγεννα

Δεκ 201726
Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρεται ὅτι μέχρι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, δεδομένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε χάσει τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων εἶχε καταστεῖ ἀμυδρή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι στὸ ἑξῆς (μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), ὁλόκληρη ἡ δημιουργία προσμένει μὲ λαχτάρα τὴν τελικὴ ἔλευση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία, προσμένει δηλαδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔχει γίνει πραγματικὰ ἄνθρωπος μὲ πληρότητα, μὲ ὅλη τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ δόξα ποὺ περικλείει αὐτὴ ἡ ἀποστολή του.

Καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ ἑορτάζουμε τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς ἦρθε. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε παρακμάσει καὶ γεράσει (ἐξαιτίας τῆς πορείας της στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων), ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Θεὸς ὡς παντοδύναμος προξενοῦσε μὲν τὸ δέος ἀλλὰ φαινόταν ἀπόμακρος γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἔφτασε στὸ τέλος της. «Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΜΕΣΩ ΗΜΩΝ», αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ», ὁ Θεὸς δηλαδὴ βρίσκεται ἀνάμεσά μας. Ἔκτοτε ὁ κόσμος δὲν εἶναι ὁ ἴδιος. Μένουμε σὲ ἕνα κόσμο ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσά μας, εἶναι ἡ ζῶσα ἰσχύς, ἡ ἔμπνευση, ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ἡ αἰωνιότητα ἔχει ἤδη ἔρθει. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ «τέλος», χρησιμοποιώντας στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα ὄχι τὸ οὐδέτερο γένος ποὺ θὰ ἦταν σωστὸ Γραμματικὰ ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸ γένος, ἐπειδὴ στὴ λέξη τέλος δὲν ἀποδίδει τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς δεδομένης στιγμῆς μέσα στὸ χρόνο, οὔτε τὴν ἔννοια ἑνὸς συμβάντος, ἀλλὰ «Τέλος» εἶναι ὁ ἐρχόμενος Κύριος.

Ναὶ ὅλοι περιμένουμε τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος θὰ ἐπιστρέψει μὲ δόξα, τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας ὅπου θὰ γίνει ἡ κρίση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπ’ ἀρχῆς, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ εἶναι τὰ πάντα (ἡ μοναδικὴ πραγματικότητα καὶ ἡ μοναδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὰ πάντα δηλαδή). Ἤδη ὅμως ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας καὶ ἔχουμε ὀπτική τοῦ προορισμοῦ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος καὶ τί μπορεῖ νὰ γίνει ἐφόσον ἔχει κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴν προσφορά του πρὸς ἐμᾶς. Ὁ Θεὸς προσφέρει τὴν ἀγάπη του, ὁ Θεὸς προσφέρει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὄχι μόνο μέσω τῶν Τιμίων Δώρων στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας -, ἀλλὰ μὲ ὅλους τοὺς δυνατοὺς τρόπους. Εἶναι ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὴ ζωή μας, νὰ γεμίσει τὶς καρδιές μας, νὰ «ἐνθρονισθεῖ» στὸ νοῦ μας, νὰ ὁδηγήσει τὴ θέλησή μας ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ δική του θέληση, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε ἐμεῖς νὰ τὸ πράξει, πρέπει νὰ τοῦ παραδώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, πρέπει νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη μὲ ἀγάπη, στὴν πίστη ποὺ ἔχει αὐτὸς σὲ ἐμᾶς μὲ πίστη, δηλαδὴ πρέπει νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ Αὐτὸν καὶ ἐντιμότητα ἀπέναντί Του. Καὶ σιγὰ-σιγά, κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλοι μαζὶ μὲ σύμπνοια θὰ γίνουμε τὸ πανίσχυρο Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται, ἡ ἀρχὴ τοῦ πληρώματος τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἔνδοξης καὶ τελικῆς νίκης.

Δὲν ἀξίζει γιὰ αὐτὸ τὸ σκοπὸ νὰ ἀγωνιζόμαστε; Δὲν ἀξίζει νὰ ἀποστραφοῦμε κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πληρότητα ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει τὸ εἶναι μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν πλησίον μας, κάθε τι ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ γίνουμε στὸ ἑξῆς καινούργιοι ἄνθρωποι;

Τώρα λοιπὸν ποὺ ἤδη ἡ ἀρχὴ ἔχει γίνει καὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ τέλος τῆς παρούσης μορφῆς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς δηλαδή, εἶναι ἤδη ἀνάμεσά μας, ἂς κάνουμε τὰ ἑξῆς: Ἂς ὑπερνικήσουμε ὅλα τὰ δεδομένα αὐτῆς τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἀνώφελα καὶ δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία γιά μᾶς καὶ τὸν προορισμό μας καὶ ἂς ἐπιτρέψουμε στὸ Θεὸ θριαμβευτικὰ νὰ μεταμορφώσει τὴ ζωή μας.

Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ἀγάπη Του σὲ ἐμᾶς! Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πίστη ποὺ ἔχει πρὸς ἐμᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει σὲ μᾶς! Ἀμήν!

Μετάφραση: www.agiazoni.gr

Πρωτότυπο Κείμενο

 CHRISTMAS
7 January 1989

In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

In one of the texts of the Holy Scriptures we are told that the world had waxed old, had decayed in the course of centuries since man had lost touch with God, since communion between God and man had become dimmed. And Saint Paul says that the whole creation is waiting with longing for the revelation of the children of God, for the moment when man will have become Man again in the fullness, in all the beauty of the glory of his vocation.

And on the day when we remember the Nativity of Christ, the Incarnation of the Son of God, we can see that the beginning of a new time has come, that this world that had gone old because God was, as it were, far away from it – great, awe-inspiring but distant, had come to an end. GOD IS IN OUR MIDST: this is the meaning of the word ‘Emmanuel’; God with us – and the world is no longer the same. We live in a world into which God has come, in which He is the living power, the inspiration, Life itself, Eternity itself already come. And this is why Saint John the Divine in the Book of the Revelation, speaking of Christ as the End, uses in Greek not the neuter which would be right, but the masculine: because ‘The End’ is not a moment in time, the End is not something that happens, but Someone that comes.

Yes, we are waiting for the day when God will come in glory, when all history will be up, when all things will be summed up, when God shall be all in all; but already now God is in our midst; already now we have a vision of what man is by vocation and can be by participation. But this is an offer; God gives His love, God gives Himself – not only in the Holy Gifts of Communion, but in all possible ways He is ready to enter into our lives, to fill our hearts, to be enthroned in our minds, to be the will of our will, but to do that, to allow Him to do that we must give ourselves to Him, we must respond to love by love, to faith – the faith which God has in us – by faith that is trust and faithfulness to Him. And then – then, we, each of us singly and all of us in our togetherness, will become God’s Kingdom come with power, the beginning of the fullness of time, the beginning of the glorious victory!

Isn’t that something which is worth struggling for? Isn’t it worth turning away from everything that separates us from our own integrity, from one another, from God, and allow ourselves to become new creatures?

Let us now, now that the beginning has come, and in a way the end is already in our midst, let us do it: overcome all that is unworthy of ourselves and allow God victoriously to transfigure our lives! Glory be to God for His love! Glory be to God for the faith He has in us, and for the hope He has put into us! Amen!

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι “Τα Χριστούγεννα ενός αγοριού”

Δεκ 201726

mikro agori

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι

…Κάπου, κάποτε, ἀκριβῶς παραμονές Χριστουγέννων, συνέβη σέ μία τεράστια πόλη καί μέ τρομερή παγωνιά.

Ἔχω τήν ἐντύπωση, λοιπόν, ὅτι ὑπῆρχε στό ὑπόγειο ἕνα ἀγόρι, ὅμως πολύ μικρό ἀκόμα, ἔξι χρονῶν ἤ μπορεῖ καί μικρότερο. Αὐτό τό ἀγόρι ξύπνησε τό πρωί μέσα σέ ἕνα ὑγρό, κρύο ὑπόγειο.

Φοροῦσε κάτι σάν ρομπάκι καί τουρτούριζε. Ἡ ἀνάσα του ἔβγαινε ἀπό τό στόμα του σάν ἄσπρος ἀχνός, κι ἐκεῖνο, καθισμένο πάνω σέ ἕνα σεντούκι στή γωνίτσα, διασκέδαζε παρατηρώντας την νά πετάει καί νά χάνεται.

Ὅμως, ἤθελε τόσο πολύ νά φάει κάτι. Εἶχε πλησιάσει κάμποσες φορές ἀπό τό πρωί τό σανιδένιο κρεβάτι, ὅπου πάνω σέ ἕνα λεπτό σάν φύλλο στρῶμα καί μέ ἕναν μπόγο γιά μαξιλάρι κειτόταν ἡ ἄρρωστη μητέρα του.

Πῶς βρέθηκε ἄραγε ἐδῶ; Θά πρέπει νά ἦρθε μέ τό ἀγοράκι της ἀπό κάποια ἄλλη πόλη καί ἀρρώστησε ξαφνικά. Τήν ἰδιοκτήτρια τῶν κρεβατιῶν τήν εἶχαν συλλάβει δύο μέρες πρίν.

Οἱ ἔνοικοι σκόρπισαν στά πόστα τους, λόγω γιορτῶν, κι ἕνας ἀκαμάτης πού ἔμεινε κειτόταν ἤδη μεθυσμένος τοῦ θανατά ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα, χωρίς νά περιμένει κἄν τή γιορτή.

 

Στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου βογκοῦσε μία ὀγδοντάχρονη γριούλα, πού ἔζησε κάποτε, κάπου, σάν γκουβερνάντα, καί τώρα πέθαινε μόνη, βογκώντας, μουρμουρίζοντας καί γκρινιάζοντας στό ἀγόρι, πού ἄρχισε νά φοβᾶται πιά νά πλησιάσει πρός τή γωνιά της.

Κάπου σέ μία πεζούλα ἀνακάλυψε κάτι γιά νά πιεῖ, ἀλλά δέ βρῆκε οὔτε μία κόρα ψωμί γιά νά φάει, καί πήγαινε τώρα γιά δέκατη φορά νά ξυπνήσει τή μητέρα του. Τελικά, μέσα στό σκοτάδι ἐνίωσε νά φοβᾶται: εἶχε βραδιάσει ἐδῶ καί ὥρα, ἀλλά κανείς δέν ἄναψε φῶς.

Ψηλαφώντας τό πρόσωπο τῆς μαμᾶς του, παραξενεύτηκε πού ἐκείνη δέν κουνήθηκε καθόλου καί ἦταν τόσο παγωμένη ὅσο κι ὁ τοῖχος.

«Πολύ κρύο κάνει ἐδῶ μέσα», σκέφτηκε, στάθηκε λίγο ἀκόμα, ξεχνώντας ἀσυναίσθητα τό χέρι του στόν ὦμο τῆς μακαρίτισσας, μετά χουχούλιασε τά δαχτυλάκια του, γιά νά τά ζεστάνει, καί ξαφνικά, ξετρυπώνοντας ἀπό τό κρεβάτι τό κασκετάκι του, σιγά σιγά, ψηλαφητά, βγῆκε ἀπό τό ὑπόγειο.

Θά εἶχε φύγει νωρίτερα, ἀλλά φοβόταν ἐκεῖ πάνω στή σκάλα τό μεγάλο σκυλί πού στεκόταν ὁλημερίς ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῶν γειτόνων. Ὅμως, τώρα πιά τό σκυλί δέν ἦταν ἐκεῖ, κι αὐτός βγῆκε γρήγορα στό δρόμο.

Θεέ μου, τί πόλη ἦταν αὐτή! Ποτέ ἄλλοτε δέν εἶχε δεῖ κάτι παρόμοιο. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἐρχόταν, τίς νύχτες πέφτει μαῦρο σκοτάδι, ἕνας φανοστάτης φωτίζει ὅλο τό δρόμο. Τά ξύλινα, χαμηλούτσικα σπιτάκια κλειδαμπαρώνονται μέ παντζούρια.

Ἔξω, μέ τό πού θά πάρει νά σουρουπώνει, δέ θά δεῖς κανέναν —κλείνονται ὅλοι στά σπίτια τους, καί τό μόνο πού ἀκοῦς εἶναι τό οὐρλιαχτό ἀπό ὁλόκληρα κοπάδια σκυλιῶν, ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀπό αὐτά ἀλυκτοῦν καί γαβγίζουν ὅλη τή νύχτα.

Ὡστόσο, ἐκεῖ κάτω ἦταν τόσο ζεστά καί τοῦ ἔδιναν νά φάει, ἐνῶ ἐδῶ, ὤ Θεέ μου, ἄς ἔτρωγε μία στάλα! Καί τί θόρυβος καί φασαρία εἶναι αὐτή, πόσο φῶς καί πόσοι ἄνθρωποι, ἄλογα καί ἅμαξες, καί παγωνιά, παγωνιά!

Παγωμένος ἀχνός βγαίνει ἀπό τά καταπονημένα ἄλογα, ἀπό τίς καυτές ἀνάσες τους. Κάτω ἀπό τό λιωμένο χιόνι βροντοκοποῦν πάνω στήν πέτρα τά πέταλά τους, κι ὅλοι σπρώχνονται τόσο καί, ὤ Θεέ μου, πόσο θέλει νά φάει, ἕνα κομματάκι ὁτιδήποτε ἔστω, καί τά δάχτυλα ἄρχισαν ξαφνικά νά πονᾶνε τόσο.

Δίπλα του πέρασε τό ὄργανο τῆς τάξης πού ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μή δεῖ τό μικρό.

Νά κι ἄλλος δρόμος, τόσο πλατύς! Ἐδῶ σίγουρα μποροῦν νά σέ ποδοπατήσουν. Πῶς φωνάζουν ὅλοι, πῶς τρέχουν καί τί φῶτα, τί φῶτα! Ὤ, αὐτό τί εἶναι; Ά, ἕνα μεγάλο τζάμι, καί πίσω ἀπό τό τζάμι ἕνα δωμάτιο, καί στό δωμάτιο ἕνα δέντρο ἴσαμε τό ταβάνι.

Εἶναι ἕνα ἔλατο, καί πάνω στό ἔλατο τόσα φωτάκια, τόσα χρυσαφένια χαρτάκια καί μῆλα καί κουκλάκια καί μικρά ἀλογάκια. Πέρα δώθε στό δωμάτιο τρέχουν παιδιά, στολισμένα καί καθαρά, γελοῦν καί παίζουν καί κάτι τρῶνε καί πίνουν.

Νά, τό κοριτσάκι ἐκεῖνο ἄρχισε νά χορεύει μέ τό ἀγοράκι, τί ὄμορφη κοπελίτσα! Ὁρίστε κι ἡ μουσική πού ἀκούγεται πίσω ἀπό τό τζάμι.

Κοιτάζει ὁ μικρός καί θαυμάζει, γελάει μάλιστα, τώρα τοῦ πονᾶνε ἤδη καί τά δαχτυλάκια τῶν ποδιῶν, ἐνῶ τῶν χεριῶν ἔγιναν πιά κατακόκκινα, δέν κλείνουν καί πονᾶνε ὅταν τά κουνάει.

Ξάφνου τό ἀγόρι θυμήθηκε ὅτι τοῦ πονᾶνε τόσο πολύ τά δάχτυλα, ἔβαλε τά κλάματα καί συνέχισε τό δρόμο του, ἀλλά νά πού πάλι βλέπει, μέσα ἀπό ἕνα ἄλλο τζάμι, ἕνα ἄλλο δωμάτιο κι ἕνα δέντρο, καί στά τραπέζια πάνω γλυκίσματα κάθε εἴδους —ἀμυγδαλωτά, κόκκινα, κίτρινα, καί κάθονται ἐκεῖ τέσσερις πλούσιες κυρίες, πού δίνουν σέ ὅσους μπαίνουν γλυκά, κι ἀνοίγει γιά μία στιγμή ἡ πόρτα καί μπαίνουν ἀπ’ ἔξω κάμποσοι κύριοι.

Πλησίασε στά κλεφτά ὁ μικρός, ἄνοιξε τήν πόρτα καί μπῆκε. Ὄχ, τί φωνές ἦταν αὐτές καί τί χειρονομίες!

Μία κυρία ἔτρεξε γρήγορα, τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἕνα καπίκι καί τοῦ ἄνοιξε τήν πόρτα γιά νά βγεῖ. Πόσο φοβήθηκε ὁ μικρός! Τό καπίκι τοῦ ἔπεσε τήν ἴδια στιγμή καί κύλησε πάνω στά σκαλοπάτια, γιατί δέν μποροῦσε, βλέπετε, νά κλείσει τά κόκκινα δάχτυλά του καί νά τό σφίξει.

Τό ἔβαλε στά πόδια ὁ μικρός κι ἔτρεξε, ὅσο πιό γρήγορα μποροῦσε, χωρίς νά ξέρει πρός τά ποῦ. Πάλι θέλει νά κλάψει, ἀλλά φοβᾶται, καί τρέχει, τρέχει χουχουλιάζοντας τά χεράκια του. Τότε τόν πιάνει μία θλίψη, γιατί ξαφνικά ἔνιωσε τόσο μόνος καί τόσο ἀπαίσια.

Ὅμως, ξάφνου, Θεέ καί Κύριε! Τί εἶναι αὐτό πάλι; Ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων στέκεται καί κάτι κοιτάζει: σέ ἕνα παράθυρο, πίσω ἀπό τό τζάμι, τρεῖς κοῦκλες, μικρές, μέ κόκκινα καί πράσινα ρουχαλάκια, καί ἐντελῶς σάν ζωντανές!

Ἕνα γεροντάκι κάθεται καί σάν νά παίζει ἕνα μεγάλο βιολί, δύο ἄλλοι στέκονται ὄρθιοι καί παίζουν μικρότερα βιολιά, καί κουνᾶνε τά κεφάλια τους μέ ρυθμό, κι ἔπειτα κοιτᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί τά χείλη τούς κουνιοῦνται, μιλᾶνε, πραγματικά μιλᾶνε, μόνο πού λόγω τοῦ τζαμιοῦ δέν ἀκούγονται.

Στήν ἀρχή ὁ μικρός σκέφτηκε ὅτι εἶναι ζωντανοί, ἀλλά, μόλις κατάλαβε ὅτι εἶναι κοῦκλες, ἔβαλε τά γέλια. Δέν εἶχε δεῖ ποτέ τέτοιες κοῦκλες καί δέν ἤξερε κἄν ὅτι ὑπάρχουν τέτοιες! Τοῦ ἔρχεται νά κλάψει, ἀλλά εἶναι τόσο ἀστεῖες αὐτές οἱ κοῦκλες.

Ξάφνου τοῦ φάνηκε ὅτι κάποιος πίσω του τόν ἅρπαξε ἀπό τό ρομπάκι του: ἕνα ψηλό κακιωμένο ἀγόρι στάθηκε δίπλα του, τοῦ ἔδωσε μία καρπαζιά, τοῦ πέταξε τό κασκέτο καί τοῦ ἔχωσε μία κλοτσιά.

Κυλίστηκε ὁ μικρός στό ἔδαφος, κάποιοι ἔβαλαν τίς φωνές, τά ἔχασε τότε, πετάχτηκε πάνω καί ὅπου φύγει φύγει, μέχρι πού ἔφτασε κάπου, ἄγνωστο ποῦ, σέ μία αὐλή, μία ἄγνωστη αὐλή. Στάθηκε νά πάρει ἀνάσα πίσω ἀπό ἕνα σωρό ξύλων. «Ἐδῶ δέ θά μέ βροῦν, εἶναι κατασκότεινα».

Κάθισε μαζεμένος, χωρίς νά μπορεῖ νά συνέλθει ἀπό τό φόβο, καί τότε ἀπρόσμενα, ἐντελῶς ἀπρόσμενα, ἐνίωσε τόσο εὐχάριστα: τά χεράκια καί τά ποδαράκια τοῦ σταμάτησαν νά πονᾶνε κι αἰσθάνθηκε μία τέτοια ζεστασιά, τέτοια ζεστασιά, σάν νά βρισκόταν δίπλα στή σόμπα.

Νάτος, τρεμουλιάζει ὁλόκληρος, ἄχ, μά ναί, μοιάζει νά ἀποκοιμιέται! Τί ὡραῖα νά κοιμόταν ἐδῶ: «Θά κάτσω λίγο καί θά πάω νά δῶ πάλι τίς κοῦκλες», σκέφτηκε ὁ μικρός καί χαμογέλασε, φέρνοντάς τες στό μυαλό του, ἐντελῶς σάν ἀληθινές!…

Ἀλλά τότε ἄκουσε τή μητέρα του νά τοῦ τραγουδάει ἕνα νανούρισμα. «Μαμάκα, κοιμᾶμαι, ἄχ, τί ὡραία κοιμᾶμαι ἐδῶ πέρα!»

«Πᾶμε σπίτι μου, στό χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἀγοράκι», ψιθύρισε ἀπό πάνω του μία σιγανή φωνή.

Σκέφτηκε ὅτι θά ἦταν ἡ μητέρα του, ἀλλά ὄχι, δέν ἦταν. Ποιός εἶναι αὐτός πού τόν καλεῖ, δέν τόν βλέπει, ὅμως ναί, κάποιος ἔσκυψε πάνω του καί τόν ἀγκαλίασε μέσα στό σκοτάδι, καί ὁ μικρός του ἔτεινε τό χέρι καί… καί τότε, ὤ, τί φῶς! Ὤ, τί ἔλατο εἶναι αὐτό!

Μά δέν εἶναι κἄν ἔλατο, τέτοια δέντρα δέν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ! Ποῦ βρίσκεται τώρα; Ὅλα λάμπουν, ὅλα ἀκτινοβολοῦν καί γύρω τόσες κοῦκλες, ἀγοράκια καί κοριτσάκια, τόσο λαμπερά, ὅλο στριφογυρνᾶνε γύρω του, πετᾶνε, τόν φιλᾶνε, τόν πιάνουν ἀπό τό χέρι, τόν παίρνουν μαζί τους, ναί, τώρα πετάει κι ὁ ἴδιος, καί βλέπει τή μητέρα του νά τόν κοιτάζει καί νά τοῦ χαμογελάει τόσο χαρούμενη.

«Μαμά! Μαμά! Ἄχ, τί ὡραῖα πού εἶναι ἐδῶ, μαμά!» τῆς φωνάζει ὁ μικρός καί ξαναφιλιέται μέ τά παιδάκια καί θέλει νά τούς μιλήσει ἀμέσως γιά τίς κοῦκλες ἐκεῖνες πίσω ἀπό τό τζάμι. «Ποιά εἶστε ἐσεῖς, ἀγοράκια; Ποιές εἶστε ἐσεῖς, κοριτσάκια;» ρωτάει γελώντας καί ἀγκαλιάζοντάς τα.

«Αὐτό εἶναι τό Δέντρο τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀπαντᾶνε. «Στό σπίτι τοῦ Χριστοῦ πάντα τή μέρα αὐτή ὑπάρχει ἕνα δέντρο γιά τά μικρά παιδάκια πού δέν ἔχουν δικά τους δέντρα…»

Ἔμαθε τότε ὅτι τά ἀγοράκια καί τά κοριτσάκια ἦταν παιδάκια σάν κι αὐτόν, πού κάποια ξεπάγιασαν μέσα στά καλαθάκια τους, ὅταν τά ἐγκατέλειψαν στά σκαλιά τῶν σπιτιῶν τῶν ἀξιωματούχων τῆς Πετρούπολης, ἄλλα πέθαναν στό βρεφοκομεῖο, κάποια τρίτα ξεψύχισαν πάνω στό στεγνό στῆθος τῆς μητέρας τους (τήν ἐποχή τοῦ λοιμοῦ τῆς Σαμάρας), καί κάποια ἄλλα ἔσκασαν στά βαγόνια τῆς τρίτης θέσης ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις, κι ὅλα εἶναι τώρα ἐδῶ, ὅλα εἶναι τώρα ἄγγελοι, κοντά στόν Χριστό, κι Ἐκεῖνος, ἀνάμεσά τους, τούς ἁπλώνει τό χέρι καί τά εὐλογεῖ, ὅπως καί τίς ἁμαρτωλές μητέρες τους…

Ναί, οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν στέκονται ἐδῶ δίπλα στήν ἀκρούλα καί κλαῖνε. Ὅλες ἀναγνωρίζουν τό ἀγοράκι τους ἤ τό κοριτσάκι τους, τό πλησιάζουν καί τό φιλᾶνε, τοῦ σκουπίζουν τά δάκρυα μέ τά χέρια τους καί τοῦ ζητᾶνε νά μήν κλαίει, γιατί ἐδῶ εἶναι καλά τώρα…

Κάτω, τό πρωί, οἱ ὁδοκαθαριστές βρῆκαν τό μικρό πτωματάκι τοῦ ξεπαγιασμένου ἀγοριοῦ πίσω ἀπό τά ξύλα. Ἀναζήτησαν καί τή μητέρα του… Ἐκείνη εἶχε πεθάνει νωρίτερα. Συναντήθηκαν κοντά στόν Κύριο καί Θεό, στούς οὐρανούς.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: “Τά Χριστούγεννα ἑνός ἀγοριού” .Ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ συγγραφέα

www.agiameteora.gr

H Ενανθρώπηση του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού

Δεκ 201726

Ενανθρώπηση σημαίνει σωτηρία!


Γράφει ο Κώστας Νούσης, Θεολόγος – Φιλόλογος
Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός
Οι ακολουθίες των Χριστουγέννων, παραμονής και αυθημερόν εξόχως, έχουν έναν βασικό στόχο: να καταδείξουν μέσα από τα βιβλικά κείμενα και τροπάρια το μέγα μυστήριο της Σάρκωσης του Λόγου, της ενανθρώπησης του δευτέρου προσώπου της Τριάδος.

Χωρίς τη σάρκωση τούτη θα ήταν εξάπαντος αδύνατη η θέωση του ανθρώπου, σύμφωνα και με τον Μ. Αθανάσιο. Και σε όλους πρέπει να καταστεί βαθύτατη συνείδηση ότι θέωση και σωτηρία ταυτίζονται στην περίπτωση των ανθρώπων.

Στο παρόν θα κινηθούμε με οδηγό τον ευαγγελιστή Ματθαίο (1, 18-24). Το πρώτο σημείο στο οποίο θα σταθούμε είναι η «δικαιοσύνη» του Ιωσήφ του Μνήστορος: «Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν». Ο άγιος Ιωσήφ ήταν ένας απλός και άκακος άνθρωπος, γεμάτος αγάπη, αγαθότητα, επιείκεια, καλοσύνη, ταπείνωση. Δεν ήταν ένας κολλημένος και φανατικός τηρητής του Νόμου. Προέκρινε τον άνθρωπο (εδώ τη Μητέρα του Θεού) και όχι το γράμμα του Νόμου (Μαρκ. 2: 27). Αυτό έδειξε και ο Χριστός σε όλη την επίγεια διαδρομή του. Καταδίκασε τον δογματισμό και την τυπολατρεία, για τούτο άλλωστε και μισήθηκε τόσο πολύ από τους κατεξοχήν πρωταθλητές του διαστροφικού αυτού αθλήματος, τους Φαρισαίους. Δικαιοσύνη, λοιπόν, ίσον αγιότητα και θεϊκή, αρχοντική αγάπη, όχι μικρότητα, μικρόνοια και συμπλεγματικότητα. Να ο αληθής τύπος του Χριστιανού. Τα άλλα, τα νομικίστικα, τα δικανικά, τα δικαιϊκά και άτεγκτα και απάνθρωπα παραπέμπουν στη δυτική, στη ρωμαιοκαθολική, στην αιρετική θεολογία, στίγματα της οποίας αμαυρώνουν το Σώμα της Ορθοδοξίας ακόμη και σήμερα.

«Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου». Να μια προοιμιακή εμφάνιση του Τρίτου της Τριάδος – εδώ η σειρά δεν είναι σε καμιά περίπτωση αξιολογική – του Παρακλήτου. Το ιδιαίτερο έργο Του φαίνεται ξεκάθαρα στην προκείμενη τελειωτική συνεργία του στο γεγονός της Σάρκωσης του Λόγου. Ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο αναπαύεται στον Ιησού και τον συνοδεύει σε όλη τη γήινη πορεία του (Λουκ. 4: 1). Οι θεολόγοι της Εκκλησίας, ειδικότερα από τον Μ. Αθανάσιο και μετά, βλέπουν και εδώ τη διάκριση και τη σύζευξη αΐδιας και οικονομικής Τριάδος, ενδοτριαδικής σχέσης και εξωτριαδικής δράσης της Θεότητας με άλλα λόγια. Μετά από λίγες μέρες η Εκκλησία θα το ζήσει εναργέστερα τούτο, στη Βάπτιση του Χριστού.

«Τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ο Χριστός είναι ο Ιησούς, που στα εβραϊκά σημαίνει σωτήρας, λυτρωτής. Και αμέσως επεξηγεί από τι ακριβώς σώζει: από τις αμαρτίες, τις εσωτερικές και εξωτερικές εκείνες ενέργειες που χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό σε οντολογικό επίπεδο και όχι σε ψιλό ηθικό, όπως μας έμαθαν οι εκ δυσμών αδερφοί μας και τα εγχώρια παπαγαλάκια τους. Οντολογικό σημαίνει θέμα ζωής (σχέσης με Θεό και κοινωνίας της άκτιστης θεοποιού Χάρης Του) και θανάτου (φθορά σωματική και προπαντός πνευματική διαστροφή). Και όλα τούτα σε διάσταση αιωνιότητας. Τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από αυτά.

Διαβάστε εδώ:  Χριστός Γεννάται δοξάσατε (ΒΙΝΤΕΟ)

«Καὶ καλέσουσι τὸ όνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός»: το νεογέννητο βρέφος δεν είναι ένας ψιλός άνθρωπος, ένας ακόμη προφήτης ή δίκαιος της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ο Θεός ο ίδιος που «κατέβηκε» από το ύψος της Θεότητάς του και σαρκώθηκε, που στη γλώσσα τη βιβλική σημαίνει πως έγινε πλήρης άνθρωπος, με ψυχή λογική και σώμα. Ασύλληπτο, απερινόητο μυστήριο. Σκύβουν πάνω του οι νοερές αγγελικές φύσεις και όλοι οι αγιασμένοι άνθρωποι και αδυνατούν όχι μονάχα να το συλλάβουν, αλλά και να το περιγράψουν στοιχειωδώς. Ο Γιαχβέ, ο εν Τριάδι Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Λόγου, του Υιού του Πατρός. Και έτσι επληρώθη το προ αιώνων μυστήριο του Χριστού, τουτέστιν το σχέδιο του Θεού για την πρόσληψη και τη σωτηρία της κτίσης εν Χριστώ Ιησού.

Είναι αλήθεια ότι ο υπερφυής αυτός πλουτισμός της φύσης μας με την εν Χριστώ πρόσληψη και ανάληψή της στα δεξιά του Πατρός ακούγεται σήμερα – εποχή απροκάλυπτου και χυδαίου αγνωστικισμού – ένα τουλάχιστον ευήκοον φιλοσόφημα. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Η πείρα της Εκκλησίας και τα βιώματα των Αγίων της μαρτυρούν την αλήθεια της Σάρκωσης, που συνιστά την απαρχή και το τέλος της ανάστασης και της θέωσης όλων ημών ανεξαιρέτως.

Αυτή είναι η πανίσχυρη οντολογική αντιπρόταση της Εκκλησίας στις μαύρες μέρες μας, που στέφεται η διαστροφή, ευλογείται και επευφημείται το κακό και υποβιβάζεται η ουσία του ανθρώπου σε επίπεδα κατώτερα και των αλόγων κτηνών, τα οποία, σαν σήμερα, κείνο το γλυκύτατο βράδυ της Γέννησης, αναγνώρισαν τον Δημιουργό τους και Τον προσκύνησαν στο πρόσωπο του Θείου Βρέφους, του Φωτός του Κόσμου, του Κυρίου της Δόξης, του Χριστού μας.

www.vimaorthodoxias.gr

O Άγιος Παϊσιος και οι σκέψεις του για τα Χριστούγεννα

Δεκ 201726

Τί έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος για τα Χριστούγενναμετεμψύχωση

Κάποτε ρώτησαν τον Γέροντα Παΐσιο για τα Χριστούγεννα και πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»…Ο Χριστός με τη μεγάλη Του αγάπη και με την μεγάλη Του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις άγιες γιορτές Του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά. Tότε τις γλεντάμε πνευματικά και μεθάμε πνευματικά από το παραδεισένιο κρασί που μας φέρνουν οι Άγιοι και μας κερνούν.

Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας το Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολύ ευλάβεια κάθε γιορτή. Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψέλνονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι δεν αλλοιώνεται.

– Γέροντα, μετά την Αγρυπνία των Χριστουγέννων δεν κοιμόμαστε;
– Χριστούγεννα και να κοιμηθούμε; Η μητέρα μου έλεγε: «Απόψε μόνον οι Εβραίοι κοιμούνται». Βλέπεις, τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός οι άρχοντες κοιμόνταν βαθιά, και οι ποιμένες «αγραυλούσαν». Φύλαγαν τα πρόβατα την νύχτα παίζοντας την φλογέρα. Κατάλαβες; Οι ποιμένες πού αγρυπνούσαν είδαν τον Χριστό.

– Πώς ήταν Γέροντα, το σπήλαιο;
– Ήταν μία σπηλιά μέσα σε έναν βράχο και είχε μία φάτνη, τίποτε άλλο δεν είχε. Εκεί πήγαινε κανένας φτωχός και άφηνε τα ζώα του. Η Παναγία με τον Ιωσήφ, επειδή όλα τα χάνια ήταν γεμάτα και δεν είχαν πού να μείνουν, κατέληξαν σε αυτό το σπήλαιο.Εκεί ήταν το γαϊδουράκι και το βοϊδάκι, που με τα χνώτα τους ζέσταναν τον Χριστό! «Ἔγνω βοῦς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αὐτοῦ», δεν λέει ο Προφήτης Ησαΐας;

-Σε ένα τροπάριο, Γέροντα, λέει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τον νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ομού και δακρύουσα» αναρωτιόταν:… «Επιδώσω σοι μαζόν, τω τα σύμπαντα τρέφοντι, ή υμνήσω σε, Υιόν και Θεόν μου; Ποίαν εύρω επὶ σοί προσηγορίαν;»
– Αυτά είναι τα μυστήρια του Θεού, η πολύ μεγάλη συγκατάβαση του Θεού, την οποία δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε!

– Γέροντα, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»;
– Για να ζήσουμε αυτά τα θεία γεγονότα, πρέπει ο νους να είναι στα θεία νοήματα. Τότε αλλοιώνεται ο άνθρωπος. «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού. Εγώ θα εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Περί προσευχής», Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’ (σελ. 195-196).

www.dogma.gr

« Παλιότερα άρθραΠιο πρόσφατα άρθρα »

To ρολόι του blog

Δεκέμβριος 2025
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  
European SchoolRadio Logo

Ομάδες

Σελίδες

Πρόσφατα σχόλια

    Παναγιωτακοπούλου Ειρήνη,φιλόλογος, Μ.Εd

    Διδάσκει στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

    European SchoolRadio Logo

    Kατηγορίες

    images (7)

    images (7)
    Δεν υπάρχουν μελλοντικά γεγονότα.
    Δεκέμβριος 2025
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
    1234567
    891011121314
    15161718192021
    22232425262728
    293031  

    Translate

    Σαν σήμερα

    27/12/1834: Με νόμο συνιστώνται για πρώτη φορά Δήμοι στην Ελλάδα.

    Σκακιστική άσκηση



    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση
    Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων