“Η φαρισαϊκή δομή της ψυχικής συγκρούσεως και τα χαρακτηριστικά της”

Ιαν 201829
Ἡ φαρισαϊκὴ δομὴ τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως
Κορναράκης ‘Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)
Μία βασικὴ δομὴ τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως εἶναι καὶ ἡ φαρισαϊκή. Τὰ κεντρικὰ χαρακτηριστικά της “φαρισαϊκῆς” δομῆς εἶναι σὲ πρώτη φάση δύο: ἡ ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ ψυχοδυναμικὴ δραστικότητα.

Ἡ ἐξωτερικὴ “φαρισαϊκὴ” συμπεριφορά: Ἡ φαρισαϊκὴ δομὴ τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως ἐκφράζεται μὲ τὰ ἑξῆς ἰδιαίτερα στοιχεῖα.

1) Μὲ πληθωρικὴ εὐσέβεια ἢ τήρηση τῶν θρησκευτικῶν τύπων. Στὴ συμπεριφορὰ τοῦ Φαρισαίου κυριαρχεῖ ἡ ἀγχώδης τάση γιὰ βίωση καὶ πλήρωση κάθε θρησκευτικοῦ “τύπου”, ποὺ θεωρεῖται ἀπαραίτητος γιὰ τὴν αὐτοβεβαίωση τῆς θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Ὁ Φαρισαῖος ἔχει τὴ δίψα τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος.

2) Μὲ διακήρυξη τῆς θρησκευτικῆς ὁλοκληρώσεως. Ἡ Φαρισαϊκὴ δομὴ τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως ὠθεῖ πρὸς διακήρυξη τῆς θρησκευτικῆς ὁλοκληρώσεως. Ὁ φαρισαῖος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ βεβαιώσει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση αὐτὴ καὶ μάλιστα νὰ τοὺς πείσει. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὴ στατιστική. Τὰ βιωματικὰ στοιχεῖα τῆς εὐσέβειάς του ἀντικειμενοποιοῦνται μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μποροῦν νὰ μετρηθοῦν καὶ νὰ ἀξιολογηθοῦν.

3) Μὲ σύγκριση τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικότητας μὲ ἐκείνην τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κοινωνικὸς μὲ τὴ βαθύτερη σημασία τῆς λέξης αὐτῆς. Ἔχει ὅμως ἀνάγκη τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴ θρησκευτική του ὑπεροχή. Ἂν καὶ ἀπομονώνεται γιὰ νὰ προβάλλει τὴ θρησκευτική του ὑπεροχή, συγχρόνως ἐπικαλεῖται τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιὰ νὰ βιώσει τὴν ἱκανοποίηση τῆς θρησκευτικῆς του αὐτάρκειας.

Ἑπομένως ἔχουμε καὶ λέμε: Τὰ βασικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ συνθέτουν τὸ “προσωπεῖο” τῆς φαρισαϊκῆς συμπεριφορᾶς εἶναι, ἡ δίψα τοῦ βιώματος, ἡ ἀντικειμενοποίηση τῶν βιωματικῶν στοιχείων τῆς εὐσέβειας, καὶ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους (μὲ τὴ σύγκριση).

Τὸ προσωπεῖο αὐτό, ὡς συμπεριφορὰ δίνει τὴν ἐντύπωση τῆς αὐτάρκειας ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ὁ Φαρισαῖος εἶναι ὁ ὑπερήφανος (ὑπεροπτικὸς ἢ ταπεινολόγος) ἄνθρωπος ποὺ ἔχει “ἥσυχη” (θρησκευτικὴ) συνείδηση, γιατί εἶναι ὁλοκληρωμένος καὶ τέλειος. Εἶναι λοιπὸν ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί ἡ ὑπαρξιακή του προοπτικὴ συμπίπτει μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχει σχηματίσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἑπομένως τὸ προσωπεῖο του (ἡ συμπεριφορὰ του) ταυτίζεται μὲ τὴν “ἰδεατὴ” εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἐξωτερικὴ αὐτὴ εἰκόνα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Φαρισαίου δίνει τὴν ἐντύπωση ἐκ πρώτης ὄψεως, ὅτι ὁ τύπος αὐτὸς δὲν ἀντιμετωπίζει ὑπαρξιακὰ προβλήματα. Ὅτι δὲν βιώνει ἐσωτερικὲς συγκρούσεις. Ὅτι στὴ ζωὴ του ὅλα πᾶνε καλά.Δὲν αἰσθάνεται ὅτι τοῦ λείπει κάτι. Καὶ ὅτι δὲν ἔχει νὰ ζηλέψει τίποτα ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ἐν τούτοις ὅμως, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν συμπτώματα ποὺ ἐκφράζουν τὴ βιούμενη ψυχικὴ σύγκρουση. Τὸ “τέλειο” προσωπεῖο ὑπογραμμίζει μιὰ βιωματικὴ ἀκαμψία. Ἡ ἀκαμψία αὐτὴ ἐξάλλου κατανοεῖται ὡς ἔκφραση μὴ συνειδητῶν καὶ μάλιστα ψυχαναγκαστικῶν διεργασιῶν.

Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ πρόβλημα ποὺ βιώνει ὁ Φαρισαῖος;

Τὸ ἄτομο ποὺ συμπεριφέρεται μὲ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ αὐτάρκεια καὶ ἔχει “μεγάλη ἰδέα” γιὰ τὸν ἑαυτό του, βιώνει κατ’ οὐσίαν μία βαθιὰ ἀπογοήτευση γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ εἶναι αὐθεντικὰ τέλειο. Ἡ αὐτάρκειά του λοιπὸν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπωθήσεως αὐτῆς τῆς ἀπογοήτευσης καὶ κυρίως τῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐνοχῆς του γιὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς του προοπτικῆς. Ὁ Φαρισαῖος ἀγωνίζεται γιὰ μιὰ αὐτοδικαίωση. Προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ δικαιωθεῖ ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ τοῦ Θεοῦ. Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Κύριος ὅτι “δὲν κατέβη δικαιωμένος” ἀπὸ τὸ Ναό, δείχνει ὅτι ἡ ἐσωτερικότητά του ἦταν “ἐκ διαμέτρου” ἀντίθετη πρὸς τὴν φαινομένη ψυχολογικὴ αὐτάρκεια καὶ ἠρεμία. Ἡ προσπάθεια νὰ δείξει ἢ νὰ διακηρύξει τὴν τελειότητά του ἀποκαλύπτει τὸ δραστικὸ ἐνοχικὸ ἄγχος, ποὺ σὰν βασικὸ ψυχοδυναμικὸ κίνητρο, ὁδηγοῦσε “ἀναγκαστικὰ” στὴ σύνθεση καὶ κατασκευὴ τοῦ φαρισαϊκοῦ προσωπείου.

Ἔτσι ἡ ἐξωτερικὴ φαρισαϊκὴ συμπεριφορά, ὡς σύνθεση ἐπὶ μέρους συμπτωμάτων, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐνοχικὴ ἐσωτερικότητα τοῦ φαρισαίου. Τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ αὐτῆς τῆς ἐσωτερικότητας εἶναι τὰ ἑξῆς:

1) Αἴσθημα ἀνασφάλειας: Τὸ αἴσθημα αὐτὸ προδίδεται στὴν ὅλη συμπεριφορὰ τοῦ φαρισαίου καὶ μάλιστα στὴν προσπάθειά του νὰ ὑπογραμμίσει τὴν ὑπεροχὴ του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἡ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀποτελεῖ κατ’ οὐσίαν προσπάθεια ψυχαναγκαστικῆς ἐξαρτήσεως ἀπὸ ὁρισμένα ἐρείσματα. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι τὰ ἐρείσματα αὐτά, ποὺ μποροῦν νὰ στηρίξουν τὴν τελειότητά του, γιατί συνήθως εἶναι κανεὶς τέλειος σὲ κάτι ἐν σχέσει μὲ ἄλλους ποὺ δὲν εἶναι τέλειοι.

Ἀλλὰ βέβαια τὸ εἰδικότερο πρόβλημα ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπορία ποὺ γεννᾶται εὔλογα. Ἀπὸ τί ἄραγε θέλει νὰ ἀσφαλισθεῖ ὁ Φαρισαῖος; Ἡ διαφορετικά, ἀπὸ τί ἀπειλεῖται ὁ Φαρισαῖος; Ὁ Φαρισαῖος ἀπειλεῖται ἀπὸ μία συνειδητοποίηση τῆς προσωπικῆς του ἐνοχῆς γιὰ τὴν ἀδυναμία του καὶ (ἀνικανότητά του) νὰ προχωρήσει σὲ μία γνήσια καὶ αὐθεντικὴ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ ὁλοκλήρωση. Ἂν ἔφθανε, γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο, στὴ συνειδητοποίηση αὐτή, θὰ κατέρρε τὸ οἰκοδόμημα τῆς πλασματικῆς (ἰδεατῆς) εἰκόνος τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸ ὅμως θὰ ἐσήμαινε γι’ αὐτὸν πραγματικὴ καταστροφή. Ἔτσι μὲ τὴν σύγκριση προσπαθεῖ νὰ ἐξασφαλισθεῖ, βεβαιώνοντας τὸν ἑαυτό του ὅτι, ἀφοῦ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι κατώτεροί του, αὐτὸς εἶναι κάτοχος μιᾶς τελειότητας ποὺ δὲν ἀφήνει χῶρο γιὰ αἰσθήματα ἐνοχῆς.

Ἀλλὰ βέβαια τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἀνασφάλειας τοῦ φαρισαίου συνδέεται περισσότερο μὲ τὸ φόβο ποὺ ἔχει ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του. Βασικὰ φοβᾶται τὸν “γυμνὸ” (Γεν.3,7) ἑαυτό του καὶ θέλει νὰ καλύπτεται πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων γιὰ νὰ μὴ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.

2) Αἴσθημα μειονεκτικότητας καὶ κατωτερότητας: Κάθε ὑπερβολὴ στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ ἀποτελεῖ συνήθως σύμπτωμα μιᾶς ἀντιστοίχου ἀνεπάρκειας. Ὁ Φαρισαῖος ἐκδηλώνει ἕνα ἔντονο αἴσθημα ὑπεροχῆς, ποὺ θέλει νὰ ἀναπληρώσει (ἢ νὰ καλύψει) ἕνα ἰσχυρὸ αἴσθημα μειονεκτικότητος καὶ κατωτερότητος, ποὺ ὑπάρχει καταπιεσμένο στὸ ὑποσυνείδητο.

Πράγματι ἂν ὅπως εἴπαμε τὸ ἐνοχικὸ ἄγχος εἶναι ἐκεῖνο τὸ βασικὸ ψυχοδυναμικὸ κίνητρο, ποὺ κατευθύνει τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Φαρισαίου πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ σχηματισμοῦ ἑνὸς προσωπείου ὑπεροχῆς καὶ ψυχολογικῆς (ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς) αὐτάρκειας, τότε τὸ ἐσωτερικὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι τὰ “ἀνυπόφορα” αἰσθήματα κατωτερότητος, λόγω μὴ αὐθεντικῆς πραγματώσεως τῶν σκοπῶν τῆς ὑπαρξιακῆς προοπτικῆς.

3) Προβολὴ τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων: Ἡ καθολικὴ περοφρόνηση τοῦ Φαρισαίου ἔναντι ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ μάλιστα ἡ συνόψιση αὐτῆς τῆς περοφρονήσεως στὸ πρόσωπο ἑνὸς συγκεκριμένου ἀτόμου, ἀποκαλύπτει τὴ βαθύτερη ψυχική του ἀνάγκη. Καὶ ἐδῶ τὸ ὑπερβολικὸ στοιχεῖο (“οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων) ἀποτελεῖ σύμπτωμα μιᾶς βαθειᾶς σύγκρουσης.

Ὁ Φαρισαῖος συγκρούεται μὲ τὴν ἐνοχή του καὶ αὐτὴ τὴν ἐνοχή, ἐπειδὴ τὴν ἀπωθεῖ, τὴν προβάλλει στὴν καθολικὴ ὀθόνη τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄξιοι περιφρονήσεως, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπέτυχαν νὰ πραγματώσουν τὴν ὑπαρξιακή τους προοπτική. Εἶναι ὅλοι τους ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί. Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἐνοχικῆς καταστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων λειτουργεῖ στὶ πεδίο τῆς συνειδήσεως τοῦ Φαρισαίου, ὡς ψυχολογικὴ ἀναπλήρωση τῆς ἀνάγκης γιὰ αὐτοδικαίωση.

Ἡ ἀπωθούμενη ἠθική του συνείδηση προκαλεῖ τόσο ἔντονο ἐνοχικὸ ἄγχος ὥστε μόνο ἡ ἀπολυτοποίηση αὐτὴ νὰ “ἀναπαύει” ψυχολογικὰ τὸν Φαρισαῖο ποὺ συγκρούεται ἀσυνείδητα μὲ τὴν ἀνεκπλήρωτη ὑπαρξιακή του προοπτικὴ (καθ’ ὁμοίωσιν). Ἀλλὰ τὸ ἰδιαίτερο “σύμπτωμα” τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως, ποὺ βιώνει ὁ Φαρισαῖος στὴν περιοχὴ τοῦ ἐνοχικοῦ πεδίου εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἐπιθετικότης του ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ συγκεκριμένα τοῦ τελώνη. Ἡ προβολὴ δηλ. τῆς ἐνοχῆς του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐνεργεῖται μὲ τὸ πνεῦμα μίας ἐπιθετικότητας.

Ὁ Φαρισαῖος εἶναι πράγματι ἐπιθετικός, ὅταν συγκρίνεται μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ἀκριβῶς καθιστᾶ ὕποπτη τὴν αὐτοδικαίωσή του καὶ τὴν προσπάθειά του νὰ ἀποδείξει τὴν ἠθική του ὑπεροχή. Ἡ ὑπεροχὴ του αὐτὴ δὲν ἔχει “προσωπικὴ” αὐτάρκεια. Γιὰ νὰ σταθεῖ χρειάζεται ὅπως εἴπαμε τὶς “πλάτες τῶν ἄλλων”. Τοὺς φορτώνει λοιπὸν τὴν προσωπική του ἐνοχὴ (μὲ τὸν ἀσυνείδητο “μηχανισμὸ” τῆς προβολῆς) καὶ συγχρόνως ὅμως, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς ἐξουθενώνει. Γιατί, ἐξάλλου, τὸ φόρτωμα τῆς ἐνοχῆς σ’ ἕνα ὁποιοδήποτε “ἀποδιοπομπαῖο τράγο”, ἔχει καὶ τὸ νόημα τῆς καταστροφῆς του.

4) Αἴσθημα ἄγχους καὶ ἀπογνώσεως:  Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἐνοχικῆς εἰκόνος τοῦ κόσμου (ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἁμαρτωλοί), σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ αἴσθημα τῆς ἀπολύτου αὐτάρκειας (ὁ Φαρισαῖος δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό), ὑπογραμμίζουν ἀκριβῶς τὸν διάχυτο στὴ φαρισαϊκὴ συμπεριφορὰ ἄγχος. Ἐφ’ ὅσον δὲ τὸ ἄγχος αὐτὸ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸ βαθὺ ἐνοχικὸ ὑποστρωμμα, ποὺ στηρίζει τὴ δομὴ τῆς ψυχικῆς συγκρούσεως, ἐκφράζει συγχρόνως τὴν ἀπόγνωση ποὺ βιώνει ὁ φορέας τῆς φαρισαϊκῆς συγκρούσεως. Ἡ ἀπόγνωση αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ συντριβὴ τῆς ὑπαρξιακῆς του προοπτικῆς μέσα στὸν ἀγώνα τῆς καθημερινότητας.

Τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς δομῆς τῆς φαρισαϊκῆς συγκρούσεως εἶναι ἡ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, ΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΗ (ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ) ΤΗΣ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ, ΔΗΛ. ΤΗΣ ΙΔΕΑΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ. Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ ΖΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΥΧΑΤΑΙ ΟΤΙ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΑ.

Ὁ “τύπος” τοῦ Φαρισαίου εἶναι ἕνας νευρωτικὸς ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει πολὺ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θεωρεῖ τὶς ὑπεροπτικές του ἰδέες σὰν γνήσια ἰδανικά. Μόνο ὅταν εὑρεθεῖ ὁ Φαρισαῖος ἐνώπιον τῆς πραγματικότητος τῆς ἀποτυχημένης ὑπαρξιακῆς του προοπτικῆς ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ νὰ ἀφυπνισθεῖ καὶ νὰ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀλλαγῆς.

πηγή:www.agiazoni.gr

Aγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας “Λόγος στην Κυριακή των Φώτων”

Ιαν 20184

Λόγος στήν Κυριακὴ τῶν Φώτων

γίου Λουκρχιεπ. Κριμαίας,

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.

Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.

Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «γ χρείαν χω π Σοβαπτισθναι, κα σ ρχη πρς μέ;» (Μτ. 3, 14).

Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «φες ρτι· οτω γρ πρέπον στν μν πληρσαι πσαν δικαιοσύνην» (Μτ. 3, 15).

Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μας ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.

Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεὶς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.

Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.

Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Το δ πλθους τν πιστευσντων ν  καρδα κα  ψυχ μα, κα οδ ες τι τν παρχντων ατ λεγεν διον εναι, λλ᾿ ν ατος παντα κοιν. κα μεγλ δυνμει πεδδουν τ μαρτριον ο πστολοι τς ναστσεως το Κυρου ᾿Ιησο, χρις τε μεγλη ν π πντας ατος. οδ γρ νδες τις πρχεν ν ατος· σοι γρ κττορες χωρων  οκιν πρχον, πωλοντες φερον τς τιμς τν πιπρασκομνων κα τθουν παρ τος πδας τν ποστλων· διεδδετο δ κστκαθτι ν τις χρεαν εχεν» (Πράξ. 4, 32-35).

Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οτς στιν  υἱός μου  γαπητς, ν  εδκησα.»(Μτ. 3, 17). Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ν εδει περιστερς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.

Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;

Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδί σαρκίν». Ἀμήν.

 «Λόγοι κα μιλίες», τ. Β΄, κδ. ρθόδοξος Κυψέλη

πηγή:www.agiameteora.net

Η Βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό

Ιαν 20184

Στον “Θησαυρό Δαμασκηνού” βρίσκουμε τις εξής πληροφορίες:

Στον Ιορδάνη ποταμό είχαν γίνει πολλά θαύματα και ήταν πλήρης χαρίτων, αγιασμένος και για αυτό ο Χριστός πήγε εκεί.

Ένα θαύμα είναι όταν διήλθε από αυτόν ο Ιησούς του Ναυή με την Κιβωτό την οποία την κρατούσαν οι δώδεκα ιερείς και με εντολή του Ιησού του Ναυή μπήκαν οι ιερείς με την κιβωτό. Τότε έγινε θαύμα παράδοξο: Ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω και απέμεινε τόσο νερό, όσο ήταν αρκετό για να βραχούν οι ιερείς μόνο μέχρι τον αστράγαλο. Και έτσι έμειναν τα νερά έως ότου πέρασαν όλοι οι Εβραίοι.

Ένα άλλο θαύμα είναι όταν ο Ηλίας ο Προφήτης, πέρασε τον Ιορδάνη με τον Ελισσαίο, πάλι σαν σε στεριά, όταν ο Προφήτης Ηλίας “χτύπησε” με την μηλωτή του τον ποταμό και άνοιξε στο μέσον του δρόμος ώστε πέρασαν και οι δύο χωρίς να βραχούν. Τότε ο Ηλίας ανελήφθη στους ουρανούς (ανέβηκε με άμαξα πύρινη και με τέσσερα άλογα πύρινα, ως εις τον ουρανόν), και άφησε την μηλωτή του στον Ελισσαίο. Προσπάθησε λοιπόν με την σειρά του κατόπιν ο Ελισσαίος να “χτυπήσει” τα νερά για να περάσει πάλι πίσω και δεν έγινε τίποτα. Τότε επικαλέστηκε τον Θεό του Ηλία και αμέσως επαναλήφθηκε το θαυμαστό αυτό γεγονός

Άλλο πάλι είναι όταν ένας στρατηγός του Βασιλιά της Συρίας ο Νεεμάν είχε λέπρα και πήγε στον Προφήτη Ελισσαίο να τον θεραπεύσει. Εκείνος όμως καθόλου δεν τον συνάντησε, αλλά του διεμήνυσε να πάει να λουστεί στον Ιορδάνη ποταμό και θα γίνει καλά. Αυτός θύμωσε αρχικά, για την αντιμετώπισή του από τον Προφήτη, αλλά στο τέλος έκανε υπακοή και έγινε πράγματι εντελώς καλά.

Κάποτε πήγαν ξυλοκόποι στην όχθη του Ιορδάνου, για να κόψουν ξύλα. μεταξύ αυτών ήταν και ο Προφήτης Ελισσαίος. Εκεί, καθώς έκοβαν τα ξύλα ξεκόλλησε ο πέλεκυς από την λαβή και έπεσε το σιδερένιο μέρος του τσεκουριού στο ποτάμι μέσα. Τότε ο Προφήτης, πήρε την ξύλινη λαβή και την ακούμπησε στο χείλος του ποταμού και είπε : Δείξε θαύμα Θεέ μου. Και αμέσως ξεπήδησε το σιδερένιο μέρος από το ποτάμι και μπήκε στο μέσο της λαβής, και έγινε ως Σταυρός. Σε ένα τροπάριο του κοσμά του Μελωδού αναφέρεται αυτό το θαύμα που ήταν η προτύπωση του Αγίου Βαπτίσματος αλλά και του Τιμίου Σταυρού:
“Ο βυθώ κολπωσάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και το Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος”. Ο Ιορδάνης που δέχτηκε μέσα του το σίδερο που κόβει, πάλι το έδωσε πίσω στο ξύλο του, και όπως με το τσεκούρι κόβονται τα ξύλα έτσι με τη Δύναμη του Σταυρού και του Αγίου Βαπτίσματος κόπηκε η πλάνη και η αμαρτία

Αλλά πολλά ακόμα θαύματα έγιναν, όπως ο Γεδεών ο Κριτής που τον πέρασε, Ο Ιακώβ ο υιός του Ισαάκ, ο αδελφός του Ησαύ, που και αυτός τον πέρασε με μία ράβδο, όπως λέει ο ίδιος “Εν γαρ τη ράβδω μου ταύτη διέβην τον Ιορδάνην” κ.α.

πηγή:www.agiameteora.net

Tα Έθιμα της Εορτής των Φώτων

Ιαν 20184

 

Χαρούμενα, θριαμβευτικά και ελπιδοφόρα, τα Θεοφάνια ή Φώτα κλείνουν το Δωδεκαήμερο, που «άνοιξε» την παραμονή των Χριστουγέννων. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας γιορτάζονται πανηγυρικά μέσα από διάφορα ήθη και έθιμα.

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γιορτή αυτή κάλυπτε μαζί τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του τριημέρου των Φώτων (Αγιασμού, Θεοφάνια, Αγίου Ιωάννη) γιορτάζεται και μία υπολανθάνουσα λατρεία προς το νερό. Τα νερά θεωρούνται παντού αγιασμένα. Κανείς πια δεισιδαιμονικός φόβος από τις νύχτες και τα ξωτικά του χειμώνα.

Κατά τα Θεοφάνια φανερώθηκε η τριαδικότητα του Θεού, η Αγία Τριάδα. Λέγονται όμως και «Φώτα», γιατί κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, την παραμονή των Θεοφανίων βαπτίζονταν οι οπαδοί της νέας θρησκείας. Η αναζήτηση της καθάρσεως από τον άνθρωπο αντικατοπτρίζεται ακόμη και στις αρχαίες θρησκείες.

Αυτή τη μέρα ξεκινά και η αντίστροφη μέτρηση για τους καλικάντζαρους. Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Θεοφανίων, τα αερικά, τα παγανά, οι καλκάδες, οι γνωστοί σε όλους μας καλικάντζαροι, που έκαναν την εμφάνισή τους στον επάνω κόσμο με την αρχή του Δωδεκαήμερου, εγκαταλείπουν τις εγκόσμιες αταξίες τους και ξαναγυρίζουν στο αιώνιο έργο τους: Να κόψουν το δέντρο, που κρατάει τον κόσμο, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί, για να εκδικηθούν τους ανθρώπους.

Στην ανατολική Μακεδονία ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εορτασμός των Θεοφανίων στη Δράμα με πληθώρα εκδηλώσεων και δρώμενων. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της καλοχρονίας, δηλαδή η καλή υγεία και η πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Μαύρες κάπες, δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια και θόρυβοι, στάχτη και σταχτώματα, χοροί και αγερμοί, αναπαράσταση οργώματος και σποράς, πλούσιο φαγοπότι και ευχές επιδιώκουν να επενεργήσουν στην καρποφορία της φύσης.

Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας βρίσκεται το Μοναστηράκι, όπου κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, αναβιώνει το έθιμο των Αράπηδων. Έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στις διονυσιακές τελετές, ενώ έχει δεχτεί και χριστιανικές επιρροές.

Οι Αράπηδες είναι μια εθιμική παράσταση (δρώμενο) με έντονα την υπερβολή, το μαγικό και το λατρευτικό στοιχείο, στην οποία συμμετέχουν οι κάτοικοι της περιοχής. Είναι μία από τις μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου (25/12-6/1) που γίνονται στο Νομό Δράμας και πιο συγκεκριμένα στο Μοναστηράκι, στο Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση.

Το ίδιο έθιμο συναντάμε επίσης και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Αναβιώνει επίσης κάθε χρόνο και στη Νίκησιανη του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας.

Στην Νέα Καρβάλη, ανατολικά της Καβάλας, κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία.

Το έθιμο αποτελεί μια τελετουργική πράξη με χορό και τραγούδι γύρω από αναμμένες πυρές.

Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα των Θεοφανίων, τα «ραγκουτσάρια», αναβιώνει κάθε χρόνο στην πόλη της Καστοριάς, όπου οι κάτοικοι μεταμφιέζονται για να ξορκίσουν το κακό.

Φορούν τρομακτικές μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα και περιφέρονται στους δρόμους κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια τους. Συνηθίζουν να ζητούν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή όπως συνηθίζουν να λένε είναι το αντίτιμο για να διώξουν τα κακά πνεύματα.

Το «γιάλα – γιάλα» αναβιώνει στην Ερμιόνη της Αργολίδας πάνω από 50 χρόνια. Ανάλογα έθιμα επιβιώνουν και σε πολλά ψαροχώρια της περιοχής, όπως στο Πόρτο Χέλι και την Κοιλάδα.

Τα ξημερώματα των Φώτων, τα αγόρια που πρόκειται τη νέα χρονιά να παρουσιαστούν στο στρατό, συγκεντρώνονται, γευματίζουν όλοι μαζί και έπειτα γυρνούν σε όλα τα σπίτια της περιοχής από σοκάκι σε σοκάκι, φορώντας παραδοσιακές ναυτικές φορεσιές και τραγουδώντας το «γιάλα – γιάλα».

Την παραμονή των Φώτων οι κάτοικοι στολίζουν της βάρκες τους με φοίνικες, νεραντζιές και μυρτιές, τις οποίες δένουν στο λιμάνι πριν την καθιερωμένη βουτιά.

Στην Λευκάδα τηρείται το έθιμο «των πορτοκαλιών». Οι πιστοί βουτούν στη θάλασσα τα πορτοκάλια που κρατούν στα χέρια τους και τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο.

Έπειτα τα παίρνουν στο σπίτι τους για ευλογία και αφήνουν ένα από αυτά για ένα ολόκληρο χρόνο στα εικονίσματα του σπιτιού. Πριν την τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τα παλιά πορτοκάλια.

Σε άλλα νησιά, όπως τη Λέσβο, την ώρα που πέφτουν στη θάλασσα οι βουτηχτάδες για να πιάσουν τον Σταυρό οι γυναίκες παίρνουν με μια νεροκολοκύθα νερό από 40… κύματα. Έπειτα με βαμβάκι που βουτούν σ΄ αυτό καθαρίζουν τα εικονίσματα – χωρίς να μιλούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – και στη συνέχεια ρίχνουν το νερό σε μέρος «που δεν πατιέται» (σε χωνευτήρι εκκλησίας).

πηγή:www.agiameteora.net

Φώτη Κόντογλου “Τα Φώτα στ΄Αϊβαλί

Ιαν 20184

Τα Φώτα στ’ Αϊβαλί (Φώτης Κόντογλου)

Δημοσιεύθηκε στις Ιανουαρίου 6th, 2011
(1.844 άτομα το έχουν διαβάσει)

Στά θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.

Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη. Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό. Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος που στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι που ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα που θα κάνει πόλεμο. Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Αλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες που βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα. Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες που είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά. Αυτοί που στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί που φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο. Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε. Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος που θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας,  Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι. Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός. Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη. Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος. Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πως δεν πάγωνε! O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος που δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο. Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο. Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε». Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο. Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ η θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Αξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά. Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά. Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε. Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε. Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πως ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, που γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πως όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, που δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα που έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, που ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

(από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»)

(Πηγή: stratisandriotis.blogspot.com)

πηγή:www.alopsis.gr

 

 

Aλέξανδρου Παπαδιαμάντη “Αγιοβασιλειάτικα”

Ιαν 20184
Ἁγιοβασιλειάτικα
Παπαδιαμάντης Ἀλέξανδρος

Δὲν ἠξεύρω ποῖος περιπλανώµενος ραψῳδὸς συνέθηκε τὰ νῦν συνήθως ὑπὸ τῶν παίδων ἀδόµενα ᾄσµατα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι δῆθεν κατὰ γράµµα τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, βρίθουσιν ὅµως κακοζήλων στίχων, οἷοι οἱ ἑξῆς:

Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν προφήτου Ἡσαΐου
µετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεµίου…

ὁ δεύτερος οὗτος στίχος εἶναι προδήλως διὰ τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθµοῦ:

Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραµᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει,
παραµυθῆν (!) οὐκ ἤθελεν, ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει (!!).

Ἢ ἐν τῷ ἄσµατι τῆς α´ τοῦ ἔτους:

Σήµερον εἶν᾿ Περιτοµὴ κ’ ὑµνεῖ ἡ Ἐκκλησία,
καὶ προσκαλεῖσθε ἄρχοντες, γυναῖκες καὶ παιδία …

Τόσον ἀληθεύει ὅτι ὑµνεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἕνα ἢ δυὸ ὕµνους µόνον ἔχει εἰς µνήµην τῆς Περιτοµῆς, τοὺς λοιποὺς ἀφιεροῖ εἰς τὸν Μ. Βασίλειον.

Ἐννοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι, θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσµάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήµατα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυµάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόµενα δηµώδη ᾄσµατα:Ἀρχιµηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή µου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι- καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ µὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅις- Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν µᾶς καταδέχεται (;!!)ἢ τὸ ἀδόµενον τῇ παραµονῇ τῶν Φώτων:

Ἀφέντη µου, πεντάφεντε, πέντε φορὲς ἀφέντη,
ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράµµατα καὶ γυιὸ στὸ ψαλιτήρι (sic).

Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους, ἄλλα κάλλιστα ᾄσµατα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡµέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθῶσι τὰ ἱερὰ κείµενα, διεξέρχονται τὸ θέµα µὲ ποιητικὰ χρώµατα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δηµώδους legende.

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέµενα εἶναι ἁπλᾶ ἀποσπάσµατα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόµατος εἰς στόµα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, µάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται·
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ µέλι καὶ στὸ γάλα·
τὸ µέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀντρειωµένοι.

Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:

Σήµερον τὰ φῶτα κι ὁ φωτισµός
καὶ τοῦ Ἰησοῦ µας ὁ βαφτισµός.
Σήµερα ἡ κυρά µας ἡ Παναγιά,
σπάργανα στὰ τίµια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἅι-Γιάννη παρακαλεῖ:
«Δύνεσ᾿, Ἅι-Γιάννη <καὶ> Πρόδροµε,
γιὰ νὰ µοῦ βαφτίσεις Θεοῦ παιδὶ;»
«Δύνουµαι καὶ σώνω καὶ προσκυνῶ,
γιὰ κοντοκαρτέρει ὥς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο·
ν᾿ ἁγιασθοῦν οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιασθῇ κι ἀφέντης µὲ τὴν κυρά».

Ἄλλα τῶν ᾀσµάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόµενον τεµάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράµιλλον τὸ ὕψος:

Σήκω, κυρὰ µ᾿, νὰ στολιστῆς, νὰ πᾶς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασµὸ καὶ στὸν καλὸ τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καµαροφρύδι.

Ἐπανερχόµενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τὸν Ἁγίου Βασιλείου (τὴν Περιτοµὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως), παραθέτοµεν τὸ κύριον τῆς ἡµέρας ἆσµα:

Ἅις- Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαµάρι.
«Βασίλη µ᾿ ποῦθεν ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ µάννα µ᾿ ἔρχουµαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ µάθω γράµµατα, νὰ πῶ τὴν ἄλφα-βῆτα».
Καὶ στὸ ραβδί του ἀκούµπησε νὰ πῇ τὴν ἄλφα-βῆτα,
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέταε
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδοῦσαν,
ὄχι περδίκια µοναχά, µόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ἆσµα τοῦτο µᾶς φαίνεται θαυµάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔµφυτος φιλοµάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν µέσῳ τοσούτων διωγµῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, µετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδείᾳ φήµην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ µάθησιν, οὕτω δὲ καὶ µετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ µέγας τῆς Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἱονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσµατα τῆς ἡµέρας, ἀποτελοῦντα ὁρµαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωµίων διὰ τὰ µέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἱονεὶ συνέχεια τοῦ πρώτου ἐξαρτωµένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχου, ὅτι τὰ «περδίκια κελαηδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαηδοῦσαν:

Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:
στὴν ἀργυρῆ σου τσέπη
κι ἂν εὕρῃς γρόσα δῶσ’ µας τα, φλωριὰ µὴ τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρῃς καὶ µισὸ φλωρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη µ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη µου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ἔλυµπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.

Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε· λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα µέλη τῆς οἰκογενείας:

Κυρά µου, τὸν ὑγιόκα σου, κυρά µ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες, στὸ δάσκαλο τὸν πάινες,
κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε µὲ δυὸ κλωνάρια µόσκο,
µὲ τέσσαρα βασιλικό, µὲ πέντε µαντζουράνα, κτλ.

Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:

Κυρά µ᾿, τὴ δυγατέρα σου, κυρά µ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραµµατικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραµµατευτὴς τὴ θέλει,
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ γυρεύοντας τὴν στέλλει.

Δὲν ἐνθυµοῦµαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσµατος τούτου, τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολµηρὰ διαβήµατα τοῦ δασκάλου· ἀλλ᾿ εἰς τὸ µέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα· ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχοµαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ

«Ἐφηµερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888

Σημειώσεις

1. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ δική μου προσθήκη.

2. Τὰ θαυμαστικὰ καὶ ἐρωτηματικὰ εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη.

3. Ὑπονοεῖ τὴ Σκιάθο, ὅπου στὰ παιδικά του χρόνια, μὲ τοὺς παιδικούς του φίλους καὶ συγγενεῖς, τὸ Σωτήρη Οἰκονόμου, τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν περίφημο πλατωνιστὴ Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τὶς γιορτὲς κι ἔψαλλαν τὰ κάλλαντα. (Βλ. σχετικὰ τὰ διηγήματα τοῦ «Τῆς Κοκώνας τὸ Σπίτι» καὶ «Ὁ Σημαδιακός» («Μάγισσες», Φέξης, σ. 71 κ.ἄ.).

4. Τὴ λέξη αὐτὴ προτιμᾶ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ὁ Παπαδιαμάντης. Πρβλ. καὶ τὴν ἁπάντηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ Ζερβὸ γιὰ τὰ «Θαλασσινὰ Εἰδύλλια» («Ἄστυ», 28-29 Αὐγ. 1891).

5. Ἀντὶ βαπτισμὸς τοῦ κειμένου.

6. Ἀντὶ ἁγιασθοῦν καὶ ἁγιασθῆ τοῦ Ππδ.

7. Ἀντὶ στολισθῆς τοῦ Ππδ.

8. Ἀντὶ τοῦ πέταε τοῦ Ππδ.

9. Τὸ κείμενο τῆς «Ἐφημερίδας» ἔχει ῾στίχον᾿.

10. Ἀντὶ τοῦ χθένιζες τοῦ Ππδ. (πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος).

11. Ἀντὶ τοῦ δάσσκαλος τοῦ Ππδ. Τὸ διπλὸ σ ἴσως ἠθελημένο γιὰ ν᾿ ἀποδώσει τὴν προφορὰ τοῦ ῾ch᾿.

12. Τὴν θέλει (τὸ κείμενο).

13. Σχολειὸ (τὸ κείμενο τῆς Ἐφημ.).

14. Γυρεύωντας τὴν στέλλει (ἀδιανόητη γραφὴ στὸ ἴδιο κείμενο).

15. Τρόπος ὑπεκφυγῆς ἐκ μέρους τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ προσπαθοῦσε στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη ν᾿ ἀποφεύγει τὴν αἰσχρὴ καὶ πολὺ συνηθισμένη δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἐκμετάλλευση τῆς περιέργειας τοῦ ἀναγνώστη μὲ διάφορα πορνογραφικὰ καὶ τραγικὰ καρυκεύματα. «Ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ζῶν πῦρ…» φωνάζει κάπου, καὶ πετᾷ ἀπότομα τὴν πέννα του, σταματώντας τὴ διήγησή του στὴ μέση. Μάθημα καὶ παράδειγμα γιὰ μίμηση, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει καιρός. Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:

Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.

Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.

Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι…

πηγή:www.agiazoni.gr

Παύλου Νιρβάνα “Το ήθος του Παπαδιαμάντη”

Ιαν 20184
Τὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη
Νιρβάνας Παῦλος
(Στὸ παρακάτω περιστατικὸ ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Παῦλος Νιρβάνας ὅταν τράβηξε τὴν γνωστὴ φωτογραφία στὸν κὺρ Ἀλέξανδρο, μποροῦμε νὰ διαγνώσουμε τὴν σεμνότητα τοῦ μεγάλου λογοτέχνη. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου πλῆθος ἀσήμαντων «καλλιτεχνῶν» καὶ διανοουμένων περιφέρονται ἀπὸ κανάλι σὲ κανάλι καὶ ἀγωνιοῦν γιὰ μία φωτογράφηση καὶ μία συνεντευξούλα σὲ κάποιο περιοδικό, τὸ ἦθος τοῦ Παπαδιαμάντη μοιάζει ἐξωπραγματικό.)Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».

Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερούς τη μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει – οὔτε φαντάζομαι πῶς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος – νὰ μιλεῖ γαλλικά:- Nous excitons la curiosité du public.

Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργειά του …Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, – Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι… μοῦ εἶπε – ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια – στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.

Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποῦ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.

Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.

Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς – ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια – ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:

– Nous excitons la curiosité du public.

πηγή:www.agiazoni.gr

Φώτης Κόντογλου “Οι δικές μας γιορτές”

Ιαν 20183

Οἱ δικές μας γιορτές

Φώτης Κόντογλου

Τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κι ἄλλες γιορτές, γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι καθόλου γιορτὲς καὶ χαρούμενες μέρες, ἀλλὰ μέρες ποὺ φέρνουνε θλίψη καὶ δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχὲς ἐκείνων ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι πικραμένοι ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς, τοὺς χαροκαμένους, τοὺς ἀρρώστους, οἱ περισσότερο, πικραμένοι, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς στενεύει ἡ ἀνάγκη νὰ γίνουνε τοῦτες τὶς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ μὴ δίνουνε σημασία στὴ δική τους εὐτυχία, μὰ γίνουνται ζητιάνοι γιὰ νὰ δώσουνε τὴ χαρὰ στὰ παιδιά τους καὶ στ’ ἄλλα πρόσωπα ποὺ κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπὸ τὸ παράπονό τους κι’ αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι μάρτυρες, ποὺ καταπίνουνε τὴν πίκρα τοὺς μέρα νύχτα, σὰν τὸ πικροβότανο.

Ἴσα-ἴσα αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες ποὺ θὰ ’πρεπε νὰ σμίξουνε πιὸ κοντὰ οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτὲς τὶς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, χωρίζουνται σὲ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τό ʼνα στ’ ἄλλο, σχεδὸν ἐχθρικά. Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κι οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατὰ τὶς γιορτές. Κανένα γεφύρι δὲν ἑνώνει τὶς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ τὶς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σὲ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι ὅσοι ἔχουνε τὸν τρόπο τοὺς κάνουνε, ἀλλοίμονο! τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά τους στοὺς λιμασμένους. Κι’ αὐτὸ γίνεται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στὸ παχνί! Γιὰ τὴν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δὲν γιορτάζουνε οἱ φτωχοὶ σὰν καὶ Κεῖνον, μὰ γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, ποὺ παίρνουνε γιὰ ἀφορμὴ τὴν πτώχεια του γιὰ νὰ δείξουνε τὰ πλούτη τους.

Μὰ ἄραγε, ἀνάμεσα σὲ δυστυχισμένους μπορεῖ νὰ νοιώση κανένας εὐτυχισμένον τὸν ἑαυτό του;

Μονάχα ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νὰ νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιὰ κεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐπιδείξη στὸν πεινασμένον καὶ στὸν στερημένον τὴν ἐλεεινή του αὐτὴ εὐτυχία, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸ κτῆνος. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοὶ τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στὰ χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στὰ παλαιότερα. Εἶναι κι’ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα!

Οἱ γιορτὲς οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καὶ γι’ αὐτὸ εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτήρα ἀπὸ τὶς γιορτὲς ποὺ γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, ποὺ χωρὶς κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρὶς καμμιὰ σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτὲς τὶς ψευτογιορτὲς ξαμολοῦνται ὅλα τὰ βάρβαρα καὶ ἐγωιστικὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κυττάζει μονάχα τὴν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τὴ ρίζα τους στὴ θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλίζουνε τοὺς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετὸ σὲ σαρκικοὺς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νὰ πληγώσουνε τοὺς φτωχότερους, καὶ νοιώθανε τὴν ἀνάγκη νὰ τοὺς ζεστάνουνε καὶ κείνους, στέλνοντας κρυφὰ στὰ σπίτια τοὺς διάφορα δῶρα, μὲ τρόπο, ὥστε νὰ μὴ τοὺς ταπεινώσουνε, κι ἔτσι ἡ διαφορὰ νὰ φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγότερη.

Ἔτσι μορφωθήκανε τὰ ἔμορφα καὶ ἁγνὰ ἔθιμά μας, μὲ ψαλμωδίες ποὺ τὶς λένε ἀκόμα τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους καὶ στὰ σπίτια, μὲ καμπάνες, μὲ ἔμορφα αἰσθήματα, μὲ σεμνὲς διασκεδάσεις, μὲ εὔχροστη συναναστροφή, ποὺ δένουνε μεταξύ τους τοὺς ἀνθρώπους περισσότερο, παρὰ ποὺ τοὺς χωρίζουνε. Μὰ ὁ ὑλισμὸς κι ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγὰ σιγὰ αὐτὲς τὶς καλὲς γιορτές μας, ποὺ πολὺ ἔμορφα τὶς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μὲ σταθμοὺς γιὰ νὰ ξεκουραζόμαστε στὸν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόχευτος», ποὺ θὰ πῆ, «Ζωὴ δίχως γιορτή, εἶναι σὰν τὸν μακρὺ τὸν δρόμο τὸν δρόμο ποὺ δὲν ἔχει πανδοχεῖο νὰ ξεκουραστῆς».

Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τὸν βαρὺ καὶ τὸν θετικό, τὸν κύριο ποὺ δὲν ἔχει αἰσθηματολογίες, καὶ λένε πὼς αὐτὰ εἶναι ἀναχρονισμοὶ κι ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοὶ γιὰ μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μὰ δίχως πόνο. Γιατί χαρὰ καὶ πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχὲς εἶναι πάντα νεκρὰ βουνὰ τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογιστὲς» καὶ «θετικισταί», ξετρελλαίνονται γιὰ κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καὶ γιὰ κάτι μοντέρνα γλέντια ποὺ ρεζιλεύουνε τὸν ἄνθρωπο, φτάνει ποὺ γίνονται κατὰ τὸ κοσμοπολίτικο μοντέλο ποὺ βρίσκεται στὰ «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ».

Αὐτοὶ δὲν θέλουνε τίποτα ἀπὸ τὰ δικά μας, ποὺ τὰ λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουνε τὸν κόσμο». Τίποτα ἑλληνικὸ δὲν βρίσκει ἔλεος στὰ μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι ὅπως πρέπει κυρίων, ποὺ χοντροπηδᾶνε, ὡστόσο, σὰν τρελλοί, μὲ τὰ τσέρκια στὸ λαιμό, φτάνει ποὺ ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπὸ κεῖ «ποὺ ξέρει ὁ κόσμος νὰ ἀπολαμβάνη τὴ ζωή»! Τί νὰ ποῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τὰ βλαχάκια, τὰ φτωχαδάκια, ποὺ μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μὲ τὰ παραπονετικὰ τραγούδια της στὴν κούνια μας, καὶ τώρα δακρύζουμε σὰν ἀκοῦμε τὰ τροπάρια καὶ τὰ κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μὲ τοὺς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπὸ τὸν τόπο μας πρὶν ἀπό μᾶς;

Ἀδέρφια μου. Φυλάξτε τὰ ἑλληνικὰ συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καὶ μὴ ξεγιελιώσατε μὲ τὰ ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτὲς ἀδελφώνουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφρανθῆτε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τὰ παιδάκια ποὺ λένε τὰ κάλαντα: «Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στὴν ἐκκλησίαν τρέξετε, μὲ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν, καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας, εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας. Καὶ τὸν σταυρὸν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δόστε καὶ κανενὸς φτωχοῦ «ὅστις νὰ ὑστερῆται». Ἀθάνατη ἑλληνικὴ φυλή! Φτωχὴ μὰ ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μὰ χαρούμενη καὶ καλόκαρδη περισσότερο ἀπὸ τοὺς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, ποὺ τοὺς μαράζωσε ἡ καλοπέραση.

Ναί, ἀδερφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ χαίρουνται καὶ κλαῖτε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κλαῖνε, καὶ σ’ αὐτὴ μονάχα θὰ βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στοὺς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τὸ παραπάνω ἀπ’ ὅτι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τὸ κλέβει ἀπὸ τὸν ἄλλον. «Μακάριον τὸ διδόναι μᾶλλον, ἢ λαμβάνειν».

Πολλοὶ ἀπὸ σᾶς θὰ ’χουνε ἴσως περισσότερο ἀπὸ μένα τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ ποῦνε αὐτὰ ποὺ λέγω ἐγὼ σὲ σᾶς. Δὲν εἶμαι «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας», ἀλλοίμονό μου! Μὰ γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῆ κανένας πὼς τὰ λόγιά μου εἶναι ὁλότελα κούφια, στενεύομαι νὰ πῶ πὼς προσπαθῶ νὰ μὴν εἶμαι ὁλότελα «ὁ δάσκαλος ποὺ δίδασκε καὶ νόμο δὲν ἐκράτει».

Ἀπό τό βιβλίο: “ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”

πηγή:www.imaik.gr

Tα Κάλαντα των Θεοφανείων

Ιαν 20183

Κάλαντα Θεοφανείων

                              Ἀπό τῆς ἐρήμου ὁ Πρόδρομος ἦλθε τοῦ βαπτῖσαι τόν Κύριον.

                             Ἐρουρέμ, ἐρουρέμ, ἔρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαῖρε Πρόδρομε.

                             Βασιλέα πάντων ἐβάπτισε εἰς τόν Ἰορδάνην ὁ Πρόδρομος.

                             Ἐρουρέμ, ἐρουρέμ, ἔρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαῖρε Πρόδρομε.

                             Γηγενεῖς σκιρτᾶτε καί χαίρεσθε, τάξεις τῶν Ἀγγέλων εὐφραίνεσθε.

                            Ἐρουρέμ, ἐρουρέμ, ἔρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαῖρε Πρόδρομε.

                            Δέξου Ἰορδάνη τόν Κτίστην σου πρίν ἀναχαιτίσεις τά ὕδατα.

                            Ἐρουρέμ, ἐρουρέμ, ἔρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαῖρε Πρόδρομε.

                            Εἰς τόν Ἰορδάνην βαπτίζεται ὑπό Ἰωάννου ὁ Κύριος.

                            Ἐρουρέμ, ἐρουρέμ, ἔρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαῖρε Πρόδρομε.

 

πηγή:www.imaik.gr

Tα ‘Αγια Θεοφάνεια

Ιαν 20183

Η Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο λέγεται και Επιφάνεια. Η λέξη Θεοφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν,

επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη», και σχετίζεται περισσότερο με την Γέννηση του Χριστού.
Η λέξη Επιφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο«επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» και αναφέρεται περισσότερο στη Βάπτιση του Χριστού, γιατί τότε οι άνθρωποι γνώρισαν την χάρη της Θεότητας. Με την εμφάνιση της Αγίας Τριάδος και την ομολογία του Τιμίου Προδρόμου έχουμε την επίσημη ομολογία ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο «είς της Τριάδος», ο οποίος ενανθρώπησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία τον διάβολο και τον θάνατο.
Είναι γνωστό ότι στην πρώτη Εκκλησία την ίδια μέρα, 6 Ιανουαρίου, γιόρταζαν μαζί την εορτή των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Οι γιορτές αυτές χωρίστηκαν κατά τον 4ο αιώνα, οπότε τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα που οι Εθνικοί γιόρταζαν τον Θεό Ήλιο και οι χριστιανοί τον νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης. Η ημέρα των Θεοφανείων λέγεται όμως και ημέρα των φώτων λόγω του βαπτίσματος, του φωτισμού των κατηχουμένων, και λόγω της φωταψίας.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την φράση «εν ω ευδόκησα» γράφει πώς το θέλημα του Θεού είναι ένα, αλλά άλλοτε ενεργεί κατ’ ευδοκία, αφού το θέλει ο Θεός και άλλοτε κατά παραχώρηση. Ο Θεός είδε ότι θα γινόταν η πτώση του ανθρώπου, δεν τον έπλασε γι’ αυτήν αλλά τελικά την παραχώρησε, γιατί το θέλησε ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι άλλο το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Θεού και άλλο το κατά παραχώρηση. Μ’ αυτό το σκεπτικό η επιβεβαίωση του Πατρός «ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» έδειχνε ότι η ενανθρώπηση ήταν το κατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού.
Η μαρτυρία του Θεού Πατέρα για τον Υιό του φανερώνει ότι ο Υιός είναι «απαύγασμα της δόξης του Πατρός», αφού κοινή είναι η ουσία και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Η εμφάνιση τώρα του Αγίου Πνεύματος «σαν περιστέρι» μας δείχνει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν ήταν περιστέρι, αλλά φάνηκε σαν περιστέρι και αυτό λέγεται διότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτιστό αλλά άκτιστο όπως και τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το ότι το Άγιο Πνεύμα μαζί με την φωνή του Πατρός κάθισε πάνω στον Χριστό δείχνει το ομοούσιο των προσώπων της Αγίας Τριάδος, καθώς επίσης φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά ο Χριστός.
Είναι γνωστό πως ο Χριστός δεν είχε ανάγκη βαπτίσματος, αφού το βάπτισμα του Ιωάννου οδηγούσε τους ανθρώπους στην συναίσθηση των αμαρτιών τους. Ο Χριστός, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δεν βαπτίστηκε επειδή είχε ανάγκη κάθαρσης, «αλλά την εμήν οικειούμενος κάθαρσιν». Ο Χριστός βαπτίστηκε για να συντρίψει τις κεφαλές των δρακόντων στο νερό, επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι δαίμονες κατοικούν μέσα στο νερό. Γι’ αυτό και παρατηρούμε στην εικόνα της βάπτισης τέρατα μέσα στο νερό που έχουν στραμμένα τα νώτα τους στον Χριστό λόγω του πυρός της θεότητας. Ο Χριστός βαπτίστηκε για να πλύνει την αμαρτία και να θάψει ολόκληρο τον παλαιό Αδάμ μέσα στο νερό.
Πολλές εικόνες της βαπτίσεως σε συνδυασμό και με την υμνογραφία της εορτής παρουσιάζουν τον Χριστό τελείως γυμνό, υποδηλώνοντας έτσι πόσο ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του για χάρη των ανθρώπων. Γυμνώθηκε εκείνος για να ντύσει τον άνθρωπο με ένδυμα αφθαρσίας.
Ένα άλλο κύριο πρόσωπο που έλαβε μέρος στην βάπτιση είναι ο βαπτιστής Ιωάννης. Αξιώθηκε από τον Θεό να ακούσει την φωνή του Πατρός, να δει τον Λόγο του Θεού και το Πνεύμα του Θεού. Το «καί ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί» του ευαγγελιστή Ματθαίου και το «είδε σχιζομένους τους ουρανούς» του ευαγγελιστή Μάρκου δηλώνουν την υπεροχή του άκτιστου έναντι του κτιστού, αλλά και την αποκατάσταση «άνοιγμα» της σχέσης Θεού και ανθρώπων μετά το “κλείσιμο” από την αμαρτία.
Η γιορτή αυτή των Θεοφανείων είναι από τις αρχαιότερες της Εκκλησίας μας και άρχισε το 2ο μετά Χριστόν αιώνα. Αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Το γεγονός της βάπτισης αυτής είναι γνωστή, ιδιαίτερα από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο γ’ κεφάλαιο, στους στίχους 13-17. Ο Πρόδρομος Ιωάννης, μετά από θεία διαταγή, άφησε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί κήρυττε, εξομολογούσε και βάπτιζε. Ενώ έκανε ο Ιωάννης το έργο αυτό, μια μέρα ήλθε σ’ αυτόν ο Ιησούς. Το Πνεύμα το Άγιο πληροφόρησε το γιο της Ελισάβετ ποιος ήταν. Ο Ιησούς ζητάει να βαπτισθεί. Έκπληκτοι οι παρευρισκόμενοι βλέπουν τον αυστηροπρόσωπο και επιβλητικό ασκητή και διδάσκαλο να υποχωρεί με ανέκφραστη ευλάβεια και ταπείνωση μπροστά στον Άγνωστο. Στην αρχή αρνείται να Τον βαπτίσει και Του λέει ότι αυτός (ο Ιωάννης) έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς τον πείθει να Τον βαπτίσει, διότι έτσι έπρεπε. Και τότε, στα νερά του Ιορδάνη διαδραματίζεται σκηνή μεγαλειώδης και μοναδική. Με μορφή περιστεριού το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κάθεται πάνω στον βαπτιζόμενο Ιησού. Και συγχρόνως, φωνή από τον ουρανό, του Πατέρα Θεού, ακούγεται να λέει: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ό αγαπητός, εν ώ ευδόκησα». Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο στη Βάπτιση του Ιησού φανερώθηκε ο Θεός ο τρισυπόστατος, η Τριάδα η Αγία, και γι’ αυτό η Εκκλησία μας ονόμασε τη γιορτή αυτή Θεοφάνεια.

πηγή:www.agiameteora.net

« Παλιότερα άρθραΠιο πρόσφατα άρθρα »

To ρολόι του blog

Δεκέμβριος 2025
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  
European SchoolRadio Logo

Ομάδες

Σελίδες

Πρόσφατα σχόλια

    Παναγιωτακοπούλου Ειρήνη,φιλόλογος, Μ.Εd

    Διδάσκει στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

    European SchoolRadio Logo

    Kατηγορίες

    images (7)

    images (7)
    Δεν υπάρχουν μελλοντικά γεγονότα.
    Δεκέμβριος 2025
    Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
    1234567
    891011121314
    15161718192021
    22232425262728
    293031  

    Translate

    Σαν σήμερα

    27/12/1834: Με νόμο συνιστώνται για πρώτη φορά Δήμοι στην Ελλάδα.

    Σκακιστική άσκηση



    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση
    Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων