Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
πηγή:www.imaik.gr
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ
Εἰσαγωγικά
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης», προβάλλει στην ἱστορία τῆς Παιδαγωγικῆς ὡς ἐπιφανής παιδαγωγός καί ψυχολόγος τοῦ ἀνθρώπου(1). Ἀνήκει στή χορεία τῶν θεμελιωτῶν τῆς Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς. Μέ τή διδασκαλία του γιά τήν ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου ὁροθέτησε ἕνα ὁλοκληρωμένο παιδαγωγικό σύστημα. Τοῦτο μποροῦσε, λόγῳ τῆς ἀνθρωπολογικῆς, ψυχοπαιδαγωγικῆς και πνευματικῆς του θεμελίωσης, νά ἀντιμετωπίζη ὄχι μόνο τά προβλήματα τῆς ἀγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά νά διαφωτίση καί ζητήματα διαπαιδαγώγησης τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδαγωγική τοῦ Χρυσοστόμου ἔχει χαρακτήρα διαχρονικό καί ἐπίκαιρο.
β. Ἡ προσωπικότητα τοῦ διδασκάλου
ἀρετές καί ἰδιότητες τοῦ διδασκαλικοῦ προτύπου
Κατά τή διδασκαλία τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ καί «διδασκάλου τῆς οἰκουμένης», τό λειτούργημα τοῦ διδασκάλου εἶναι ὑψηλό καί ἱερό, ἐφάμιλλο τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. Ὁ διδάσκαλος μέ τό παιδαγωγικό του ἔργο ἱερουργεῖ στό παιδευτικό θυσιαστήριο, ὁ δέ γονέας στό ἱερό τῆς κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας: «Τό τῆς διδασκαλίας καί τό τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα μέγα ἐστί καί θαυμαστόν»(52). Ἑπομένως ὁ δάσκαλος, ἰδιαίτερα δέ ὁ τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος, πρέπει νά λειτουργῆ ὡς «πνευματικός πατέρας». Ἔτσι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, στήν ἱερότητα τῆς παιδευτικῆς αὐτῆς σχέσης τό πνευματικό καί συναισθηματικό στοιχεῖο ὑπερτερεῖ τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ. Παρατηρεῖ λοιπόν πώς θά πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά ἀναζητοῦμε περισσότερο ἀπό τούς γονεῖς τούς δασκάλους μας: «Οὕτω τούς διδασκάλους ποθεῖν, οὕτω μᾶλλον πατέρα ἐπιζητεῖν»(53). Τοῦτο, ἐάν συμβαίνη στήν παιδευτική σχέση, θά λέγαμε σήμερα πώς ἀποτελεῖ τό ἀσφαλέστερο κριτήριο ἀξιολόγησης τῆς παιδαγωγικῆς ἀποτελεσματικότητας τοῦ δασκάλου.
Ἡ μεγάλη παιδαγωγός τοῦ περασμένου αἰώνα Μ. Montessori ἐδίδασκε πώς, ἐάν ἡ παιδαγωγική λειτουργία τοῦ δασκάλου δέν ἀποκτήση γονεϊκή διάσταση, δέν μπορεῖ νά εἶναι γόνιμη. Ὁ ἐπιφανής ἐπίσης παιδαγωγός, ὁ κατ’ ἐξοχήν δάσκαλος τῆς ἀγάπης καί τῆς παιδαγωγικῆς σχέσης, Pestalozzi, θεωρεῖ τούς μαθητές του πνευματικά του παιδιά, πού τοῦ τά ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός. Τοῦτο φαίνεται στήν περίφημη παιδαγωγική του προσευχή: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός …» (Ἡσ. 8,18).
Γιά νά διαμορφωθῆ ὅμως ἕνα παρόμοιο πρότυπο δασκάλου, πού θά λειτουργῆ ὡς πνευματικός πατέρας καί αὐθεντικός παιδαγωγός, πρέπει νά προηγηθῆ μία μακροχρόνια, «διά βίου», διαδικασία αὐτοαγωγῆς καί αὐτοπαίδευσής του. Ὁ Χρυσόστομος παροτρύνει τόν δάσκαλο νά στραφῆ στόν ἐσώτερο πνευματικό ἀλλά καί τόν ψυχικό του κόσμο καί νά ἐργασθῆ σέ ἐπίπεδο αὐτοσυνειδησίας καί αὐτογνωσίας, ὅπως θά παρατηρούσαμε σήμερα, χρησιμοποιῶντας μέσα αὐτοαξιολόγησης ἀλλά καί ἀσκητικούς τρόπους αὐτοαγωγῆς: «Τόν γάρ διδάσκαλον πρότερον ἑαυτοῦ χρή εἶναι διδάσκαλον. Ὥσπερ γάρ ὁ στρατηγός, ἐάν μή πρότερον ᾖ στρατιώτης ἄριστος, οὐ στρατηγός ἔσται ποτέ, οὕτω καί ὁ διδά-σκων»(54).
Σέ ἄλλη ἐπίσης διδασκαλία παρατηρεῖ: «Πῶς ὁ μηδέ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς προεστώς, ἑτέρους διορθῶσαι δυνήσεται;»(55). «Οὐδέν ὄφελος τοῦ διδάσκειν ἑτέρους, ὅταν τις ἑαυτόν πρότερον λαβών μή διδάσκῃ»(56).
Μέ αὐτή τήν ἐσωτερική καλλιέργεια καί εὐαισθησία ὁ δάσκαλος ἀποκτᾶ παιδαγωγική συνείδηση καί διαμορφώνει ἕναν πλούσιο κόσμο παιδαγωγικῶν καί διδακτικῶν ἀρετῶν καί ἰδιοτήτων, μέσω τῶν ὁποίων διδάσκει καί διαπαιδαγωγεῖ. Τό παιδαγωγικό αὐτό «προφίλ», ἀποτυπωμένο στήν ὅλη παρουσία, στό πρόσωπο, στό βλέμμα, στό βάδισμα, στή συμπεριφορά, στό λόγο καί στήν «εὔλαλη» σιωπή τοῦ δασκάλου (σιωπῶσα παραίνεση), προβάλλεται ὡς τρόπος ζωῆς, ὡς ὑπόδειγμα συμπεριφορᾶς, ὡς εἰκόνα τοῦ ἐσωτερικοῦ συνειδητοῦ ἤ ἀσυνείδητου κόσμου του στό μαθητή, ὁ ὁποῖος τό προσλαμβάνει μέ τίς ἀντιληπτικές του λειτουργίες, τό ἐνδοβάλλει, τό ἀξιολογεῖ καί συνήθως ταυτίζεται μέ αὐτό καί καθοδηγεῖται ἀπ’ αὐτό στήν πνευματική του πορεία. Ἄλλοτε πάλι συγκρούεται μέ αὐτό, τό ἀπορρίπτει καί ἀκολουθεῖ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πορεία. Ἀναφερόμενος ὁ μέγας παιδαγωγός στή λειτουργία τῶν παιδευτικῶν αὐτῶν μέσων παρατηρεῖ: «Ὁ παιδεύων οὐ λόγῳ μόνον διδάσκει, ἀλλά καί ἔργῳ»(57). «Τόν διδάσκαλον καί φθεγγόμενον καί σιγῶντα καί ἀριστοποιούμενον καί πᾶν ὁτιοῦν ποιοῦντα, δῆλον εἶναι δεῖ καί ἀπό τοῦ βήματος καί ἀπό τοῦ βλέμματος καί ἀπό τοῦ σχήματος καί ἀπό πάντων ἁπλῶς»(58). «Εἰ γάρ κάλλος σώματος ἀναπτεροῖ τούς ὁρῶντας, πολλῷ μᾶλλον εὐμορφία ψυχῆς διεγεῖραι δύναιτ’ ἄν τόν θεατήν (= μαθητήν) καί πρός τόν ἴσον παρακαλέσαι ζῆλον»(59).
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ παιδευτικός λόγος ἀλλά καί τό διδασκαλικό πρότυπο ἀσκοῦν τόσο βαθιές ἐπιδράσεις στόν ψυχισμό τοῦ μαθητῆ, ὁ δάσκαλος θά πρέπει μέ διάκριση νά συμπεριφέρεται πρός αὐτόν καί νά ἐπιδεικνύη: «Ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ἀδιαφθορίαν, σεμνότητα, λόγον ὑγιῆ, ἀκατάγνωστον …»(60).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς ἔμπειρος ψυχοπαιδαγωγός, προσεγγίζει μέ ἕναν τρόπο «ψυχαναλυτικό», θά ἔλεγε κανείς, τήν παιδευτική δύναμη τοῦ παραδείγματος τοῦ δασκάλου καί ὁμιλεῖ γι’ αὐτήν συχνά στή διδασκαλία του. Τήν θεωρεῖ ὡς διαλεκτική συνάντηση πού ἐπιτυγχάνεται κατά τήν παιδευτική ἐπικοινωνία. Εἶναι προσπάθεια συνάντησης δασκάλου καί μαθητῆ, πού τό ἐπίπεδό της ὁρίζεται ἀπό τή συναισθηματική ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία πραγματοποιεῖται αὐτή. Ἡ συναισθηματική σχέση δασκάλου καί μαθητῆ δημιουργεῖται ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀγάπη πού κυριαρχεῖ στό ἄνοιγμα τῶν καρδιῶν. Χωρίς τήν ἀγαπητική αὐτή κοινωνία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἐπιδιωκόμενη συνάντηση τῶν δύο, ἡ δέ συνολική διαδικασία ἀποβαίνει ἔτσι ἀτελέσφορη. Ἀντίθετα, ἀπό τήν ἀμοιβαία ἀγάπη δασκάλου καί μαθητῆ καί ἀπό τή διαλεκτική σχέση αὐτῆς μέ τήν ἐλευθερία, ἡ διδασκαλία γίνεται πιό ἐπαγωγική καί ἡ ἀγωγή γενικώτερα αὐθεντική: «Οὐδέν γάρ οὕτω πρός διδασκαλίαν ἐπαγωγόν, ὡς τό φιλεῖν καί φιλεῖσθαι»(61).
Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, μία ἄλλη ἐξίσου σημαντική ἀρετή τοῦ ἐπιτυχημένου δασκάλου, πού ἀπορρέει ἀπό τήν πρώτη, εἶναι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἡ εὐαισθησία πού ἔχει ἀναπτύξει, ἡ ὁποία τόν βοηθεῖ, κατά τήν παιδευτική ἐπικοινωνία, νά κατανοῆ σέ βάθος τή σπουδαιότητα τῶν προβλημάτων πού ἀπασχολοῦν τόν μαθητῆ· νά μετέχη στήν κρισιμότητα τῆς κατάτασής του καί νά συμπάσχη μ’ αὐτόν. Ἡ σύγχρονη ψυχοπαιδαγωγική ἐκτιμᾶ ἰδιαιτέρως αὐτή τήν ἱκανότητα τοῦ δασκάλου, τήν ὁποία ὀνομάζει «ἐνσυναίσθηση»(Empathie, Einfühlung). Αὐτή τοῦ διανοίγει τό δρόμο γιά μιά οὐσιαστική συνάντηση μέ τό μαθητή (théorie de rencontre). Παρατηρεῖ σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ὁ μεγάλος παιδαγωγός: «Τοῦτο γάρ μάλιστα διδασκάλου, τό οὕτω συναλγεῖν ταῖς τῶν μαθητῶν συμφοραῖς, τό κόπτεσθαι καί πενθεῖν ἐπί τοῖς τραύμασι τῶν ἀρχομένων (= τῶν μαθητῶν)»(62).
Μέ αὐτή τή σχέση «συμπάθειας» καλλιεργεῖ ὁ δάσκαλος ἕνα ἰδιαίτερο ἦθος· λειτουργεῖ θυσιαστικά καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνακαλύπτει ἐν τέλει στό πρόσωπο τῶν μαθητῶν του τόν ἴδιο τόν Κύριο: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40).
Ἡ θυσιατική καί διακριτική αὐτή συμπεριφορά τοῦ δασκάλου ἐκπηγάζει ἀπό τόν ἐσώτερο κόσμο τῆς πνευματικῆς του συγκρότησης. Ὁ δάσκαλος, ὡς παιδαγωγός καί πνευματικός ἄνθρωπος, πρίν ἀπ’ ὅλα, ἀναθέτει τό ἔργο τῆς ἀγωγῆς στό Θεό καί μέ τήν προσευχή του ἀγκαλιάζει πνευματικά τούς μαθητές του καί τούς στηρίζει ἔτσι στό δύσκολό τους ἀγώνα. Γιά τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ἡ ἀγωγή δέν πρέπει νά προγραμματίζεται ὡς προσωπικό ἔργο τοῦ δασκάλου, ἀλλ’ ὡς παιδεία παραμυθίας πού πραγματώνεται μέ θεία παρέμβαση: «Καί γάρ φιλόπαιδος καί φιλοθέου διδασκάλου τό μή μόνον λόγῳ παιδεύειν, ἀλλά καί δι’ εὐχῶν τήν παρά τοῦ Θεοῦ συμμαχίαν τοῖς διαδασκομένοις εἰσάγειν»(63).
Ὁ παιδευτικός λόγος τοῦ Χρυσοστόμου, ταξιδεύοντας ἀνά τούς αἰῶνες, φθάνει στήν ἐποχή μας καί συναντᾶ τήν παιδαγωγική σκέψη τοῦ ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, πού συβουλεύει μιά μητέρα : « … προπάντων πρέπει νά μιλάεις γιά τά παιδιά σου στό Θεό. Νά λέεις : “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισε τά παιδάκια μου. Ἐγώ σ’ Ἐσένα τά ἀναθέτω …”. Κι ὁ Θεός θά τούς μιλάει … Αὐτό εἶναι τό τέλειο. Νά μιλάει ἡ μητέρα στόν Θεό κι ὁ Θεός νά μιλάει στό παιδί». Ἄλλοτε πάλι συμβουλεύει τούς παιδαγωγούς: «Στά παιδιά νά μή λέτε πολλά γιά τόν Χριστό, γιά τόν Θεό, ἀλλά νά προσεύχεσθε στόν Θεό γιά τά παιδιά»(64). «Κοινωνᾶτε τήν Κυριακή; Αἴ, τότε ἀφῆστε τό Χριστό τή Δευτέρα νά μιλήση στήν τάξη».
Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική πορεία, ὡς ἡ αὐθεντική ἀγωγή πού στηρίζεται στή μοναδικῆς σημασίας «καρδιακή ἀγάπη» καί στήν ἀπόλυτη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐλευθερία, προσδίδει στήν παιδαγωγική σχέση δασκάλου καί μαθητῆ μιά μονιμότητα· τήν κάνει δεσμό ἄρρηκτο. Ἔτσι, ὁ Χρυσόστομος, ἀπευθυνόμενος στούς μαθητές του, λέγει : «Ὅπου ἐγώ καί ὑμεῖς ἐκεῖ· ὅπου ὑμεῖς, ἐκεῖ κἀγώ …».
Ἐντούτοις, σέ κάποιο σημεῖο τῆς παιδευτικῆς πορείας ἡ σχέση αὐτή φαίνεται πώς πρέπει νά διακοπῆ. Εἶναι ἡ στιγμή πού ὁ μαθητής ἔχει παρουσιάσει μεγάλη πρόοδο, ἐπιδόσεις στόν πνευματικό ἀγώνα. Τοῦτο ἀποτελεῖ μέγιστο ἔπαινο γιά τό δάσκαλο. Ἡ ὥρα αὐτή τῆς πνευματικῆς προκοπῆς καί ἐπιτυχίας εἶναι ταυτόχρονα μιά «τραγική» στιγμή γιά τό δάσκαλο. Ἡ τραγικότητά της ἔγκειται στό ὅτι ὁ ἐπιτυχημένος δάσκαλος καλεῖται αὐτό πού ἀγαπάει ὅσο τίποτε ἄλλο, τό μαθητή του δηλαδή, τό παιδί του, νά τόν ἀφήση, νά τόν ἀπομακρύνη ἀπό κοντά του, ὥστε νά πετάξη μόνος του, μέ τά δικά του φτερά πρός τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀγώνα του, χωρίς τήν μέχρι τώρα δική του ἐπιτήρηση καί καθοδήγηση. Αὐτή τή μεγαλειώδη στιγμή περιγράφει ὁ Χρυσόστομος ὡς ἑξῆς : «Μέγιστος ἔπαινος γιά ἕναν παιδαγωγό θά μποροῦσε νά γίνη τό νά μή ἔχη πιά ἀνάγκη τῆς δικῆς του προφυλάξεως, γιά νά σωφρονῆ ὁ νέος πού διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό αὐτόν, ἀλλά νά παρουσιάση μεγαλύτερη ἐπίδοση στήν ἀρετή»(65). Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του παρατηρεῖ: «Ἐάν ὑμεῖς προκόψητε, ἐγώ εὐδοκιμῶ … ὑμεῖς ἐμοί φῶς, μᾶλλον δέ καί τοῦ φωτός γλυκύτεροι»(66).
Μέσα ὅμως σ’ αὐτόν τόν ὡραῖο καί φωτεινό κόσμο, ὅπου, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, δάσκαλος καί μαθητής πορεύονται στό δρόμο τῆς ἐν Χριστῷ φιλοσοφίας, παρουσιάζεται ἐνίοτε ὡς παραφωνία καί ἡ φυσιογνωμία τοῦ ἐπιπόλαιου καί ἀνώριμου δασκάλου. Ὅταν ὁ δάσκαλος δέν διαθέτη τήν ἀπαραίτητη παιδαγωγική σύνεση καί κυρίως ὅταν εἶναι ἀνώριμη προσωπικότητα, διαδραματίζει ἀρνητικό ρόλο στήν ἀγωγή τῶν νέων. Ἡ παρουσία του εἶναι βλαπτική. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μελετᾶ τό φαινόμενο αὐτό καί παρατηρεῖ: «Τί τό ὄφελος νά στέλνουμε τά παιδιά μας σέ διδασκάλους, ὅπου, ἀντί γιά παιδεία, θά μάθουν τήν κακία, καί, θέλοντας νά κερδίζουν τό κατώτερο, θα χάσουν τό σπουδαιότερο, τή δύναμη τῆς ψυχῆς καί ὅλη της τήν ὑγεία; Θά μοῦ πῆς, τότε, τί λοιπόν, θά γκρεμίσουμε τά σχολεῖα; Δέν σοῦ συνιστῶ κάτι τέτοιο. Ἀλλά νά μή γκρεμίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς καί ἀφήσουμε νά ταφῆ μέσα στά ἐρείπια καί ἡ ψυχή μαζί»(67).
Δέν ἀρκεῖται ὅμως μόνο σ’ αὐτή τήν ἐπισήμανση· προχωρεῖ σέ βαθύτερη ἀνάλυση τοῦ ζητήματος: «Διά τοῦτο ἡμῖν αἱ πόλεις εἰσί διεφθαρμέναι, ὅτι πονηροί τῆς νεότητός εἰσιν οἱ διδάσκαλοι»(68).
γ. Μέσα καί ἀρχές ἀγωγῆς
Ἡ ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου, καί ἰδιαίτερα τοῦ νέου ἀνθρώπου, τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ ἐφήβου, πρέπει νά θεμελιώνεται καί νά ὀργανώνεται ὀρθολογικά, ὡς παιδευτική ἐπικοινωνία, σέ ἕνα θεωρητικό πλαίσιο παιδαγωγικῶν καί διδακτικῶν ἀρχῶν, πού θά διέπουν τή λειτουργία αὐτή. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἀγωγή μπορεῖ νά εἶναι ἀποτελεσματική.
Ἀλλά, γιά νά πραγματοποιηθῆ ἡ ἀγωγή εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ χρήση διαφόρων παιδαγωγικῶν μέσων.
1. Παιδαγωγικές καί διδακτικές ἀρχές
Θεμελιώδεις παιδαγωγικές καί διδακτικές ἀρχές, κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τό Χρυσόστομο εἶναι:
Ἡ ἀρχή τῆς ἔγκαιρης διαπαιδαγώγησης:
«Διαπαιδαγώγησε τό παιδί σου ὥστε νά γίνη ἀθλητής χάριν τοῦ Χριστοῦ. Δίδαξέ το ἀπό τή μικρή του ἡλικία νά εἶναι εὐλαβής καί ἐντός τῆς κοινωνίας τῶν ἀνθρώπων»(69).
«Ἄν οἱ καλές διδασκαλίες ἐγχαραχθοῦν στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ, ἐφόσον αὐτή εἶναι ἀκόμη ἁπαλή καί τρυφερή, δέν θά μπορέση κανείς νά τίς ἀφαιρέση»(70).
«Τό ἁπαλό εἶναι ἑπομένως ἱκανό διαπλάσεως καί διαμορφώσεως, ἀκριβῶς διότι τό σχῆμα του δέν ἔχει λάβει ἀκόμη σταθερή μορφή, γι’ αὐτό καί εὔκολα μεταπλάσσεται σέ οἱονδήποτε σχηματισμό»(71).
«Το παιδί εἶναι εὐπαιδαγώγητο»(72).
Μεγάλη ἡ σημασία τῆς ἀγωγῆς πού παρέχεται κατά τήν παιδική ἡλικία:
«Ἄν τοίνυν ἄνωθεν καί ἐκ πρώτης ἡλικίας ὅρους αὐτῇ πήξωμεν καλούς, οὐ δεησόμεθα πολλῶν μετά ταῦτα πόνων, ἀλλ’ ἡ συνήθεια νόμος αὐτοῖς ἔσται λοιπόν»(73).
Κατά τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἡ ἀγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει καί πρίν τή γέννησή του, δηλαδή στή φάση τῆς ἐμβρυϊκῆς ζωῆς, «ἐκ κοιλίας» μητρός.
«Ἄν μερικοί “ἐκ κοιλίας μητρός” ἀκόμη ἕως ὅτου νά γηράσουν διαπαιδαγωγοῦνται, καί παρ’ ὅλον τοῦτο δέν γίνονται καλοί ἄνθρωποι, τότε ἐκεῖνοι, πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους συνήθισαν νά ἀκούουν ὅλα αὐτά τά διεστραμμένα, φαντάζεσθε πόσο κακοί μπορεῖ νά γίνουν;».
Στό σημεῖο αὐτό ἐνδεχομένως νά ἐννοῆ τήν μέσω τοῦ βιολογικοῦ ὀργανισμοῦ καί τοῦ ψυχισμοῦ τῆς μητέρας ἰσχυρή παιδευτική ἐπίδραση πού ἀσκεῖται στό ἔμβρυο (βλ. προγεννητική ἀγωγή – ἐβρυαγωγική) ἀσυνείδητα κυρίως, ἀλλά καί ἐνσυνείδητα(74).
Ἡ ἀρχή τῆς αὐτενέργειας τοῦ παιδιοῦ καί τῆς αὐτοϋπηρέτησης:
«Ἄς διδάσκεται τό παιδί νά μήν ἀπαιτῆ ἀπό ἀλλά τά περισσότερα νά τά κάνη μόνο του. Ἐκεῖνα μόνο νά τοῦ κάνουν οἱ ὑπηρέτες, ὅσα δέν μπορεῖ καί δέν ἐπιτρέπεται νά κάνη τό ἴδιο … ὅταν μάθη ἔτσι νά αὐτοϋπῆρετῆται, γίνεται ἄνθρωπος μετριόφρων καί προσηνής στούς ἄλλους»(75).
Ἡ ἀρχή τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς:
Σύμφωνα μέ τήν ἀρχή αὐτή, ἡ ἀγωγή (διδασκαλία, συμβουλή) δέν ἀπευθύνεται μόνο σέ ὁμάδα μαθητῶν, στή σχολική τάξη, ἀλλά κυρίως ἐξατομικευμένα, σέ κάθε πρόσωπο χωριστά, σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις, τά ἐνδιαφέροντα, τίς ἀνάγκες, τίς προσδοκίες του, ἀλλά καί τίς πνευματικές του δεξιότητες καί τίς ἀδυναμίες του. Ἡ ἀρχή τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς (éducation individualisée, éducation – école sur mesure) ἤ τῆς ὀνομαζόμενης τά τελευταῖα χρόνια «προσωπικῆς ἀγωγῆς» ἀποτελεῖ γνώμονα, βάσει τοῦ ὁποίου ὀργανώνεται καί προγραμματίζεται ὀρθολογικά σήμερα ἡ παιδευτική ἐπικοινωνία(76).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς παιδαγωγός, παρατηρεῖ:
«Οὐ γάρ πᾶσιν ἑνί τρόπῳ προσενεκτέον (= πρέπει νά προσφέρουμε τήν ἀγωγή), ἀλλά διαφόρως καί ποικίλως καί πρός τά ὑποκείμενα»(77).
Καί σέ ἄλλη του ὁμιλία λέγει:
«Οὐδέ γάρ οἱ παιδοτρίβαι πάντας ὁμοίως καί ἑνί τρόπῳ γυμνάζουσιν, ἀλλά τοῖς μέν ἀσθενεστέροις ἀσθενεῖς, τοῖς δέ γενναίοις τοιούτους παρέχουσιν ἀγωνιστάς»(78).
Χαρακτηριστικές εἶναι καί οἱ ἑπόμενες παρατηρήσεις του:
«Οὐ μήν πρός πάντας τούς μαθητάς οὕτω διακεῖσθαι ἡμᾶς χρή, ἀλλά πρός τούς ἡμέρους καί ἐναρέτους, πρός δέ τούς ἄλλους τούς διεφθαρμένους καί μή γνησίους ἑτέρως»(79).
«Ἐπειδή παντοδαπά νοσήματα ἐν δήμῳ τοσούτῳ (= σέ ἕνα τόσο πολυπληθῆ λαό) εἶναι εἰκός … διά τοῦτο καί ποικίλον εἶναι χρή τῆς διδασκαλίας τό φάρμακον»(80).
Ἡ ἀρχή τῆς ἐποπτείας (ἐποπτικοποίηση τῆς ἀγωγῆς – ἐποπτική διδασκαλία):
Ἡ ἀγωγή, καί ἡ διδασκαλία ἰδιαιτέρως, εἶναι δυνατόν νά γίνουν περισσότερο ζωντανές καί ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεσματικές, ὅταν μέ διάφορα μέσα, τά λεγόμενα ἐποπτικά, διεγερθοῦν οἱ αἰσθήσεις τοῦ μαθητῆ καί συντελέσουν στήν ἀποτελεσματικώτερη πρόσληψη, ἐσωτερίκευση καί ἀφομοίωση τοῦ μηνύματος τῆς παιδευτικῆς ἐπικοινωνίας. Τέτοια μέσα μπορεῖ νά εἶναι διάφορες εἰκόνες, μελωδίες, περιγραφές, καί ἀφηγήσεις, προϊόντα τῆς τεχνολογίας κ.ἄ.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὡς παιδαγωγός ἀλλά καί ρήτωρ, στίς ὁμιλίες του χρησιμοποιεῖ ἀφηγηματικές περιγραφές καί λεκτικές εἰκόνες, μέσω τῶν ὁποίων ἐπιτυγχάνει τήν αἰσθητηριακή ἀφύπνιση τῶν μαθητῶν του καί δημιουργεῖ στή φαντασία τους ἐσωτερικές πνευματικές ἐποπτεῖες.
Στήν πραγματεία του «ὅπως δεῖ ἀνατρέφειν τά τέκνα» παρομοιάζει τούς γονεῖς – παιδαγωγούς μέ ζωγράφους καί γλύπτες, τό δέ ἔργο τῆς ἀγωγῆς με εἰκόνες καί ἀγάλματα. Τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ παρομοιάζει μέ πόλη, τήν ὁποία ὁ πατέρας ὀφείλει νά κυβερνᾶ μέ νόμους. Προκειμένου νά ἀναπτύξη τή θεωρία του περί τῆς ἀγωγῆς τῶν αἰσθήσεων τοῦ παιδιοῦ, παρομοιάζει αὐτές μέ πέντε πύλες»(81).
Γιά τήν ἀξία τῆς ἐποπτικότητας ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Μέγα τι ἔχουσι καί αἱ εἰκόνες, καί μάλιστα αἱ ἐν τῇ Γραφῇ, εἰς παράτασιν τῶν λεγομένων» (= νά ἐντυπωθοῦν βαθύτερα καί νά παραμεί-νουν στή μνήμη περισσότερο χρόνο τά διδασκόμενα)(82).
2. Μέσα ἀγωγῆς
Στήν παιδαγωγική τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου περιλαμβάνεται καί μία μορφή ἀγωγῆς ἐκείνη τῆς «Συμβουλευτικῆς» πού ἀφορᾶ στήν ἀγωγή τῶν αἰσθήσεων τοῦ νέου ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά μορφή προληπτικῆς ἀγωγῆς.
Ὁ μεγάλος διδάσκαλος γνωρίζει τή συμβολή τῆς αἰσθητηριακῆς λειτουργίας στήν ψυχική καί πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αυτό προτείνει ἕνα σύστημα ἀγωγῆς τῶν αἰσθήσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιδιώκοντας νά προφυλάξη ἀπό τυχόν βλαβερές ἐπιδράσεις τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος τήν ψυχή τοῦ νέου ἀνθρώπου. Γνωρίζοντας σέ βάθος τόσο τήν ψυχολογία τῶν γονέων ὅσο καί τῶν νέων, υἱοθετεῖ στήν παιδαγωγική του τήν παράλληλη λειτουργία τῆςἀρνητικῆς καί τῆς θετικῆς ἀγωγῆς.
Ἀρνητική εἶναι ἡ ἀγωγή, κατά τήν ὁποία, μέ ἀρνητικά καί αὐστηρά μέσα, ὅπως εἶναι τά διάφορα εἴδη ποινῆς, ὁ ψόγος, τό ἐπιτιμητικό βλέμμα, ἡ παρατήρηση, ἡ ἐπίπληξη κ.ἄ., ἐπιχειροῦμε νά περιστείλουμε ἀρνητικές ἐκδηλώσεις τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ. Ἀντιθέτως, ἡ θετική ἀγωγή περιλαμβάνει θετικά, ἐνισχυτικά καί ἑλκυστικά παιδαγω-γικά μέσα, ὅπως εἶναι ὁ ἔπαινος, ἡ ἀμοιβή, ἡ ἐνίσχυση, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐπιείκεια, ἡ διάκριση, τό καλό παράδειγμα, οἱ ἁγνές τέρψεις, τά δῶρα, οἱ ἐπισκέψεις σέ καλά πρόσωπα κ.ἄ. Μέ τήν ἀγωγή αὐτή ἐπιδιώκουμε νά διευρύνουμε τά θετικά στοιχεῖα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ, ὅπως εἶναι οἱ διάφορες δεξιότητες καί οἱ ἀρετές(83).
Οἱ ἱερός Χρυσόστομος προτείνει στήν παιδαγωγική του τήν ἔλλογη ἐφαρμογή τόσο τῶν ἀρνητικῶν ὅσο καί τῶν θετικῶν μεθόδων. Πιστεύει πώς ὁ ἔμπειρος καί σώφρων παιδαγωγός θά πρέπει νά χρησιμοποιῆ καί τήν αὐστηρότητα καί τήν ἐπιείκεια, ἀκολουθῶντας τή μέση ὁδό τοῦ μέτρου καί τῆς σύνεσης, ἀποφεύγοντας ἀκρότητες καί ὑπερβολές(84).
«Θέσε νόμο ἐγκαίρως στό παιδί, κανένα νά μή κακοκαρδίζη, νά μήν ὑβρίζη, νά μήν ὁρκίζεται, νά εἶναι ὑποχωρητικός. Ἄν δέ δῆς ὅτι παραβαίνει τήν ἐντολή σου, τιμώρησέ το, ἄλλοτε μέν ἁπλῶς μέ βλέμμα αὐστηρό, ἄλλοτε δέ μέ λόγια δηκτικά καί ἄλλοτε μέ χλευαστικές λέξεις. Ἄλλοτε πάλι κολάκευσε τή φιλοτιμία του καί ὑποσχέσου σ’ αὐτό ἀμοιβή καί ἐπιβράβευση. Νά μή τό τιμωρῆς συνεχῶς μέ χτυπήματα, γιά νά μή τό κάνης νά ἐξοικειωθῆ σ’ αὐτό τό μέσο»(85).
«Συγχρόνως μέ τούς λόγους αὐτούς ἄς γεμίζουμε τό παιδί μέ φιλιά καί ἄς τό ἀγκαλιάζουμε καί ἄς τό σφίγγουμε τρυφερά ἐπάνω μας, ὥστε νά τοῦ ἀποδεικνύουμε τή θερμή μας ἀγάπη. Μέ ὅλα αὐτά τά μέσα ἄς καταπραΰνουμε και μαλακώνουμε την ψυχή του»(86).
Ἕνα μέσο ἀγωγῆς σημαντικό ἦταν τήν παλαιά ἐποχή ἡ ποινή. Στά νεώτερα χρόνια καί ἰδιαίτερα σήμερα ἡ αποτελεσματικότητα τῆς ποινῆς, ὑπό ὅλες τίς μορφές της, μετά τήν καθιέρωση τῆς φιλελεύθερης καί ἀντιαυταρχικῆς ἀγωγῆς, ἀμφισβητήθηκε. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος προτείνει τήν χρήση τοῦ μέσου αὐτοῦ, ἐξατομικευμένα καί ἐν πάση περιπτώσει χωρίς ἀκρότητες καί ὑπερβολές, σέ συνδυασμό μέ τό ἄλλο σημαντικό ἀπό ψυχοπαιδαγωγικῆς ἀπόψεως μέσο ἀγωγῆς, τήν ἐπιείκεια : «Τοῖς δέ παισί τοῖς ἡμετέροις και παιδαγωγούς ἐφιστῶμεν καί εἰς δασκάλους πέμπομεν καί ἀπειλάς προστίθεμεν … καί πολλά ἕτερα βοηθήματα προσάγομεν, ἵνα καλοί γένωνται»(87).
«Καί ὁ τῶν παίδων διδάσκαλος διά τό ἀτελές τῆς ἡλικίας συμφερό-ντως πολλάκις τάς πληγάς ἐπανατείνεται (= αὐξάνει) τοῖς παισίν»(88).
Ἡ ποινή πρέπει νά ἐφαρμόζεται μετά ἀπό σωστή ψυχοπαιδαγωγική διάγνωση: «Τοῦτο γάρ τῆς σοφίας ἐστίν ἴδιον, τό βαθύτερον τέμνοντα (= νά «χειρουργῆ βαθιά»), ἡμερώτερον πλήττειν» (= ἀλλά νά τιμωρῆ μέ ἥμερο τρόπο)(89).
Ὅταν ἐφαρμόζεται ἡ τιμωρία, δέν πρέπει νά ἀπορρέη ἡ παιδαγωγική αὐτή στάση ἀπό τόν τρωθέντα πατρικό ἐγωϊσμό :
«Ἡμεῖς τούς παῖδας τούς ἑαυτῶν, ὅταν ἐπί τινι λαμβάνωμεν δεινῷ, στρεβλοῦμεν μέν καί μαστιγοῦμεν, οὐκ ἀναλγητί δέ τοῦτο πράττομεν, ἀλλά μετά θλίψεως οὐκ ἐλάττονος τῶν πασχόντων αὐτῶν»(90).
Ἡ χρήση ἑνός παιδαγωγικοῦ μέσου ἐξαρτᾶται ἀπό τή σωστή ψυχολογική διάγνωση καί τήν προοπτική τῆς ἐξατομίκευσης τῆς ἀγωγῆς(91):
«Τούς γάρ νοῦν ἔχοντας καί αἱ εὐεργεσίαι μᾶλλον ἤ αἱ τιμωρίαι ἐφέλκονται πρός τήν ὑπακοήν τῶν ἐπιταγμάτων (= ὁδηγοῦν στήν ὑπακοή τῶν ἐντολῶν)»(92).
Ὁ σοφός παιδαγωγός προτείνει ὡς ἀποτελεσματικό μέσο τῆς ἀγωγῆς καί τήν αὐτοτιμωρία:
«Ἀλλά κάθε μέρα νά ζητοῦμε εὐθύνες ἀπό τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς λόγους μας καί γιά τά βλέμματά μας, καί ἄς τιμωροῦμε τόν ἑαυτό μας»(93).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, βασιζόμενος στήν συμβουλευτική καί ποιμαντική του πείρα, παρατηρεῖ πώς ἡ ἐπιείκεια εἶναι τό ἰσχυρότερο παιδαγωγικό μέσο.
«Ἀληθῶς, οὐδέν ἐπιεικείας ἰσχυρότερον καί οὐδέν ταύτης δυνατώτερον» (94).
«Μαλάττει δέ (= μαλακώνει τήν καρδιά) οὐ θυμός, οὐδέ κατηγορία σφοδρά (= αὐστηρή ἐπίπληξη), οὐδέ ὀνείδη (= οὔτε ἐξευτελιστικές κατηγορίες), ἀλλ’ ἐπιείκεια»(95).
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἑπόμενη παιδαγωγική προτροπή του Χρυσοστόμου πρός τόν πατέρα:
«Μερικές φορές ἄς ἐπισείεται ἀπειλητικά τό μαστίγιο, ἀλλά ἡ ἀπειλή νά μή πραγματοποιῆται … Ὅταν ὅμως δῆς ὅτι οἱ ἀπειλές ἀπέδωσαν, τότε μαλάκωσε».
«Ἄνες (= χαλάρωσε τήν αὐστηρότητα)· δεῖ γάρ τινος τῇ φύσει τῇ ἡμετέρα καί ἀνέσεως»(96).
Ἀλλ’ ἡ ἐπιείκεια ἐκπορεύεται ἀπό τήν ἀγάπη, ἡ ὁποία γιά τούς γονεῖς πρέπει νά εἶναι «θυσιαστική». Γονεῖς καί παιδαγωγοί χωρίς ἀγάπη ἀδυνατοῦν νά διαδραματίσουν τό ρόλο τους. Ἡ ἀγάπη ἡ ἐν Χριστῷ, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, εἶναι μοναδικῆς ἀξίας παιδαγωγικό μέσο.
«Ταύτης γάρ παρούσης οὐδέν μέρος φιλοσοφίας ἐλλείπει τῷ κεκτημένῳ (= ἀπ’ αὐτόν πού τήν ἔχει)»(97).
«Αὐτό πού δέν μπορεῖ νά πετύχη ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μέ τίς φυσικές του δυνάμεις, τό κατορθώνει ἡ ἀγάπη»(98).
«Τίποτε δέν μπορεῖ νά προσελκύση τόσο τό μαθητή, ὅσο τό νά ἔχη πεισθῆ ὅτι ὁ παιδαγωγός φροντίζει γι’ αὐτόν καί ὅτι ἔχει ἀνησυχία γιά τήν πρόοδό του, πρᾶγμα πού εἶναι δεῖγμα ὑπερβολικῆς ἀγάπης»(99).
«Εἴτε ἐπιτιμᾷ τις, εἴτε ἄρχει, εἴτε ἄρχεται, εἴτε μανθάνει, εἴτε διδάσκει, πάντα μετά ἀγάπης»(100).
Ὁ Χρυσόστομος, διερευνῶντας ψυχαναλυτικά τά ἄδυτα τοῦ ἀσυνείδητου ψυχικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, παρατηρεῖ πώς, ὅπου δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ μπορεῖ νά παρεισφρήση τό μῖσος. Ἄνθρωπος, πού γεύεται τούς καρπούς τῆς ἀγάπης, δέν εἶναι δυνατόν νά μισῆ.
Τοῦτο ἰσχύει καί γιά τόν παιδαγωγό:
«Οὐδείς ἐστιν ὅστις φιλούμενος θελήσει μισεῖν»(101).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ καί ἄλλα μέσα τῆς ἀγωγῆς:
Τό παράδειγμα τοῦ δασκάλου εἶναι ἀπό τά πλέον ἀποτελεσματικά μέσα.
«Ὁ δέ παιδεύων οὐ δι’ ὧν λέγει μόνον, ἀλλά καί δι’ ὧν ποιεῖ τήν διδασκαλίαν προάγει»(102).
«Τίς ὁ τύπος (= ὁ κανόνας) τῆς διδαχῆς; Ὀρθῶς ζῆν καί μετά πολιτείας ἀρίστης»(103).
«Εὔκολον τοῦτο τό φιλοσοφεῖν ἐν ρήμασι· δίδαξόν με διά τοῦ βίου τοῦ σοῦ … Μείζων γάρ ἡ βλάβη, ὅταν καλῶς διδάσκων τις διά ρημάτων, διά τῶν ἔργων πολεμῇ τῇ διδασκαλίᾳ»(104).
Ὁ ἔπαινος τοῦ δασκάλου:
«Καί γάρ ἀμφοτέρων δεῖται ἡ τῶν ἀνθρώπων ψυχή τῶν φαρμάκων τούτων (δηλ. καί ἔλεγχο καί ἔπαινο)»(105).
«Καί ἄν ἀκόμη οἱ ἔπαινοι δέν εἶναι ἀπολύτως δίκαιοι, χρησιμο-ποιοῦνται κατ’ οἰκονομίαν, γιατί προετοιμάζουν τό ἔδαφος νά δώσουμε μία συμβουλή ἤ νά κάνουμε μία παρατήρηση»(106).
Ἡ διάκριση τοῦ παιδαγωγοῦ. Ἡ δυνατότητα ψυχολογικῆς κατανόησης τοῦ μαθητῆ. Ἡ ἱκανότητα τοῦ παιδαγωγοῦ νά διεισδύη στό ὑπόστρωμα τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ παιδιοῦ καί ἀναλόγως νά παρεμβαίνη συμβουλευτικά, χρησιμοποιῶντας παιδαγωγικά μέσα πού στοιχοῦν στά κίνητρα τῆς συμπεριφορᾶς του : «Πρός τάς προαιρέσεις (= διάθεση καί ἐλεύθερη γνώμη) τοίνυν τῶν ἀνθρώπων καί ἡ θεραπεία τοῦ ἰατροῦ προσάγεται»(107).
«Τό φάρμακο (τό παιδαγωγικό μέσο), κι ὅταν ἀκόμη εἶναι ἐξαιρετικά ὠφέλιμο, γίνεται πολλές φορές ἄχρηστο, ὅταν αὐτός πού τό χρησιμοποιεῖ στερεῖται πείρας»(108).
«Καί πρέπει κανείς νά καταφεύγη συχνά σέ διάφορα τεχνάσματα, προκειμένου μέ τήν τέχνη αὐτή νά ὠφελήση πολύ»(109).
Ὁ παιδαγωγός πού ἔχει τήν ψυχολογική πείρα πού ἀπορρέει ἀπό τή διάκριση, εἶναι σέ θέση νά παρατηρῆ διαγνωστικά καί ἐν συνεχείᾳ νά παρεμβαίνη παιδαγωγικά. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος συμβουλεύει ὡς ἑξῆς τούς γονεῖς–παιδαγωγούς: «Νά παρατηρῆτε ποιό ἔμφυτο προτέρημα ἔχουν τά παιδιά, γιά νά τό καλλιεργήσετε καί νά τό αὐξήσετε, ποιό φυσικό ἐλάττωμα (μειονέκτημα), γιά νά τό περιστείλετε καί νά τό ἐξαλείψετε»(110).
Ἰδιαίτερα συμβουλεύει τό δάσκαλο καί ὅποιον ἀσχολεῖται μέ τήν ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ νά λειτουργῆ ὡς πραγματικός παιδαγωγός καί ψυχολόγος καί νά προσπαθῆ, ὅπως καί ὁ ἴδιος κάνει, νά διεισδύη στό ἐσώτερο τοῦ ψυχισμοῦ καί τῆς διάνοιας τοῦ παιδιοῦ: «Ἀλλά σύ τῆς ἔξωθεν ἀκούεις κραυγῆς, ἐγώ δέ τῆς ἔνδοθεν· μεγάλη ἡ φωνή τοῦ στόματος, ἀλλά μείζων ἡ τῆς διανοίας»(111).
Προτείνει, τέλος, καί δύο ὀπτικοακουστικά μέσα: Τό «μυστικό Εὐαγγέλιο τῆς φύσης» (Γέρων Πορφύριος : Βασιλιάς Ἥλιος, τά πουλάκια τοῦ δάσους, ἡ θάλασσα). «Ἄν θέλης νά ἀπομακρύνης τούς ὀφθαλμούς τοῦ παιδιοῦ ἀπό ἁμαρτωλά θεάματα, δεῖξε σ’ αὐτό ἄλλες καλλονές, ὅπως τόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τά ἀστέρια, τά ἄνθη τῆς γῆς, δεῖξε του τά λειβάδια καί τίς ὡραῖες εἰκόνες τῶν βιβλίων. Σ’ αὐτά νά ἀναπαύεται καί μέ αὐτά νά τέρπεται ὁ ὀφθαλμός του»(112).
«Ἄς μαθαίνη καί τίς ἱερές μελωδίες, πού τόν κατευνάζουν, τον ἠρεμοῦν ἐσωτερικά»(113).
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ὡς μεγάλος ψυχοπαιδαγωγός καί ρήτωρ, χρησιμοποιεῖ στή διδασκαλία του τό ὑποδειγματικό στοιχεῖο. Ἡ μέθοδός του εἶναι μία ἀφηγηματική δραματουργία, μέ νοηματική κορύφωση, μέσω τῆς ὁποίας προβάλλεται ἐπαγωγικά στούς γονεῖς ἕνας ἰδανικός ἠθικός κόσμος, ὅπως αὐτός σκιαγραφεῖται μέ τήν ἀφήγηση διαφόρων ἁγιογραφικῶν ἱστοριῶν – μαθημάτων ἀπό την ἱερά ἱστορία, ὅπως ἐκεῖνες τοῦ Κάιν και τοῦ Ἄβελ, τοῦ Ἠσαῦ και τοῦ Ἰακώβ, τοῦ νεαροῦ Ἰωσήφ. Τίς ἱστορίες αὐτές, στίς ὁποῖες προβάλλονται μέ τρόπο βιωματικό ἐξαίρετα παραδείγματα συμπεριφορᾶς νέων ἀνθρώπων πρός μίμηση, εἶναι δυνατόν καί οἱ γονεῖς μέ τή σειρά τους, ὡς παιδαγωγοί, νά τίς ἀφηγοῦνται στά παιδιά τους.
Στήν ὑποδειγματική διδασκαλία τοῦ μεγάλου παιδαγωγοῦ παρατηροῦμε μεθοδικότητα καί ἐπιστημοσύνη, πού μᾶς παραπέμπει στή σύγχρονη διδακτική μεθοδολογία. Στίς ἀφηγήσεις του χρησιμοποιεῖ τήν ἐρώτηση καί τό διάλογο, τή διασαφήνιση, τήν πραγματολογική ἐξήγηση, τήν ψυχολογική ἑρμηνεία καί τή μέθοδο τῆς ἐπανάληψης γιά καλύτερη ἀφομοίωση καί ἐμπέδωση τῶν στοιχείων τῆς διδασκαλίας. Ἡ τεχνική τῆς διδασκαλίας του καθιστᾶ εὐχάριστη καί ζωηρή τήν ἐκφορά τοῦ ἀφηγηματικοῦ λόγου καί ἀξιοποιεῖ ἐξατομικευτικά τό συναισθημα-τικό καί τό νοηματικό περιεχόμενο τοῦ μεταδιδόμενου μηνύματος, ὥστε αὐτό νά ἀφομοιώνεται μέ εὐκολία τόσο ἀπό τούς γονεῖς ὅσο καί ἀπό τά ἴδια τά παιδιά(114).
Ὁ Χρυσόστομος ἀξιοποιεῖ μέ ἰδιαίτερη ρητορική δεξιοτεχνία τή ζωντανή περιγραφή προσώπων καί καταστάσεων, ἡ ὁποία δημιουργεῖ πλούσιες ἐσωτερικές ἐποπτεῖες στόν ἀκροατή.
Τό στοιχεῖο ἐπίσης τῆς περιπέτειας εἶναι ἄφθονο στίς ἱστορίες πού ἀξιοποιεῖ δειγματικά. Τοῦτο ἄλλωστε εἶναι διδακτικό μέσο λίαν προσφιλές καί οἰκεῖο στήν παιδική φαντασία («ἡλικία Ροβινσώνων»)(115).
Ἁπλά καί πρακτικά καθοδηγεῖ τούς γονεῖς ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν τό παιδί σου εἶναι κουρασμένο ἀπό τά μαθήματα, διηγήσου σ’ αὐτό ἱερές ἱστορίες, διότι ἡ παιδική ψυχή ἀρέσκεται στίς ἱστορίες τοῦ παλαιοῦ καιροῦ. Κατά τό χρόνο αὐτό ἀποτράβηξέ το ἀπό κάθε του παιγνίδι, διότι διαπαιδαγωγεῖς φιλόσοφο καί ἀθλητή γιά τό Χριστό καί οὐράνιο πολίτη»(116).
Ἔτσι, προχωρεῖ ὁ Χρυσόστομος στήν οὐσία τοῦ θέματος, στήν ἐμβάθυνση καί ἐμπέδωση τῶν ἐννοιῶν καί τῶν εἰκόνων μέ τή βοήθεια τῆς ἐπανάληψης. Καλεῖ τόν πατέρα νά διηγηθῆ τήν ἱστορία ἕνα βράδυ, τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Τήν ἄλλη ἡμέρα τήν ἱστορία θά ἐπαναλάβη ἡ μητέρα. Ὕστερα μετά ἀπό ἐπαναλήψεις θά πρέπει νά τήν ἐπαναλάβει καί τό παιδί(117).
«Ὅταν αὐτή ἡ ἱστορία θά ἔχη ἐντυπωθῆ καλά στό νοῦ τοῦ παιδιοῦ, τότε θά τοῦ διηγηθῆς καί ἄλλη … Ὅταν μεγαλώση, νά τοῦ διηγῆσαι καί δυσκολώτερες ἱστορίες. Διότι, ὅταν τό μυαλό του εἶναι ἀκόμη τρυφερό, δέν πρέπει νά τό βαρύνης μέ πολύ μεγάλο βάρος, γιά νά μήν καταπιέσης τό πνεῦμα του. Ὅταν ὅμως φθάση τά δέκα πέντε χρόνια ἤ καί περισσότερα, ἄς ἀκούη τά περί τῆς κολάσεως»(118).
Καθώς ἡ διήγηση προχωρεῖ, τό περιεχόμενό της γίνεται πιό σύνθετο καί περισσόρερο δυσνόητο. Τοῦτο ἀπαιτεῖ τό παιδί νά διαθέτη ἀνώτερες πνευματικές δυνάμεις:
«Τά ὅσα ἀκολουθοῦν στήν ἀφήγηση ἐνέχουν πολλή φιλοσοφία, ἀνωτέρα τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ παιδιοῦ, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι δυνατό μέ κάποια κατανόηση νά ἐμφυτευθῆ στήν ἁπαλή διάνοια τοῦ παιδιοῦ, ἄν μεταχειρισθοῦμε κατάλληλη ἀφηγηματική στρατηγική»(119).
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος εἶναι ἐμβριθής ψυχολόγος. Προχωρεῖ στό ὑπόστρωμα τῶν θεμάτων· τά παρατηρεῖ ἐξελικτικά μέ λεπτομερῆ καί τεκμηριωμένο τρόπο. Γνωρίζει καλά τίς λειτουργίες πού συγκροτοῦν τόν παιδικό ψυχισμό καί τήν ἐξέλιξή τους, καθώς τό παιδί ἀναπτύσσεται. Ξέρει πώς ἡ μάθηση, ὡς ψυχοπαιδαγωγική λειτουργία, παρακολουθεῖ τήν ἡλικιακή ἐξέλιξη καί στήν περίοδο αὐτή μπορεῖ νά ὁδηγήση σέ ἀποτελέσματα πού θά σφραγίσουν καθοριστικά τήν παιδική ψυχή.
«Ἄν καί τοῦτο μόνο τό ἕνα δίδαγμα κατορθώσης νά ἐντυπωθῆ βαθιά στήν παιδική ψυχή, δέν χρειάζεται πλέον κανένα παιδαγωγό»(120).
«Νά μήν ἀρκεσθῆς ὅμως σ’ αὐτό. Πάρε ἀπό τό χέρι τό παιδί σου καί ὁδήγησέ το στήν ἐκκλησία, ἰδίως, ὅταν ἡ διήγηση αὐτή πρόκειται νά ἀναγνωσθῆ σ’ αὐτήν. Θά δῆς τότε τό παιδί σου νά πηδᾶ ἀπό χαρά καί εὐχαρίστηση»(121).
Μέ αὐτό τόν τρόπο, ἡ παιδευτική διαδικασία ὁλοκληρώνεται. Τό παιδί προσεγγίζει ἐποπτικά καί βιωματικά σ’ ἕνα τελευταῖο στάδιο τόν καρπό τῆς προσπάθειάς του καί βιώνει τήν ἀγαλλίαση τῆς δημιουργίας του.
Πρόσφατα σχόλια