Ιστορία
H Eλληνική Επανάσταση του 1821
O Ιερός Κλήρος και η Επανάσταση του 1821
Ο Ιερός Κλήρος στην Επανάσταση του 1821
- 25 Μαρτίου 2018
Η Ελληνική Επανάσταση, ως επιστέγασμα της αυγής και αναγέννησης του Νέου Ελληνισμού, αποτελεί ένα από τους πιο ένδοξους και σπουδαίους σταθμούς της ιστορικής μας πορείας. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι ένας λαός, με τον πολιτισμό του και την ψυχή του ακέραια, ανακτά την ελευθερία του και την πολιτική του οντότητα μετά από μακρά περίοδο δουλείας που δεν γνώρισε ποτέ άλλοτε στην ιστορία του, πραγματοποιώντας μερικώς τους σκοπούς του με την δημιουργία ελληνικού κράτους.
Η σημασία του Εικοσιένα και των χρόνων που προηγούνται έγκειται, πιστεύω, στο ότι ο Ελληνισμός δίνει ιστορικά την απάντηση στο πως μπορεί να συνυπάρξει στον νεώτερο κόσμο, αυτόν της αποικιοκρατίας και των δυτικών γιγάντων, κατορθώνοντας με τρόπο θαυμαστό, και μάλιστα έναντι ενός αντιπάλου συντριπτικά ισχυρότερου, ο,τι δεν κατάφερε στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, όπου η αυτοκρατορία του, παρά την πνευματική ακμή της, εσωστρεφώς και αμήχανα, θα συρρικνωθεί και θα καταρρεύσει ολότελα, θα ’λεγε κανείς, υπό το βάρος της τεράστιας κληρονομιάς της.
Όμως «η Ελλάς συνετάφη τω Χριστώ ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά τούθ’ ένεκα και ανέστη ως εκείνος, ου τον σταυρόν ήρατο πρώτη»1.
Η πτώση του Βυζαντίου δεν θα σημάνει και την κατάλυση της Εκκλησίας, παρά τους εξισλαμισμούς και τις θυσίες. Αντιθέτως η Ιεραρχία της επωμίζεται τώρα εθναρχικό ρόλο και καθίσταται σκέπη του Γένους, με το Πατριαρχείο ως σύμβολο ενώσεως και κέντρο εθνικής περισυλλογής μέσα στο ευρύτερο διοικητικό δίκτυο των κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.
Ο Πατριάρχης αναγνωρίζεται από τον Σουλτάνο ως «πολιτικός» και πνευματικός ηγέτης των υπόδουλων Ρωμιών και η Εκκλησία αναλαμβάνει τώρα εκτός από την ποιμαντική της αποστολή και κοσμικά καθήκοντα και δικαιοδοσίες.
Αντίστοιχα, ο ιερέας ενσάρκωνε την πνευματική κεφαλή της κοινότητας, ενός θεσμού δηλαδή βυζαντινού και απώτατα αρχαίου, που αναδεικνύεται στα χρόνια της οθωμανοκρατίας σε ζωντανό συνεκτικό πυρήνα εθνικής αυτοσυνειδησίας.
Αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστά στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, είτε αυτή αποκαλείται «το Ελληνικόν», είτε «γραικικόν», είτε «το Ρωμαίικον», καθώς ήδη από το τέλος του 11ου αιώνα και ειδικά μετά το 1204, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση και στο εξής η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική διάσταση.
Κατά τη φράση του Κόντογλου, «Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο, η για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία του χρόνια στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη».
Με την οργάνωση λοιπόν του γένους των Ελλήνων, με την ίδια την επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με την καλλιέργεια του κοινοτικού ήθους, αλλά και ευρύτερα, μέσα στην τεράστια πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται τόσο ο μητροπολιτικός όσο και ο παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί δύναμη εθνικής συνοχής έναντι αλλοθρήσκων και ετεροδόξων.
Η Εκκλησία ορθώθηκε ως υπερασπιστικό τείχος, διακρατώντας τους Έλληνες κατ’ ουσίαν πνευματικά ελεύθερους, αναζωογονώντας την παράδοση και ενισχύοντας το εθνικό όραμα.
Δεν μπορούμε εδώ να μην παρατηρήσουμε πόσο μεγάλο χάσμα χωρίζει αυτήν την αρμοδιότητα της μεσιτείας προς τον κατακτητή από το πως αντιλήφθηκε την κοσμική εξουσία ο παπισμός στη Δύση, όπως επίσης εκείνο που διακρίνει τους αγώνες των Ελλήνων από τους ιερούς πολέμους του Ισλάμ η των Σταυροφόρων.
«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού / και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, / που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης», καθώς διατυπώνεται στον Σεφέρη. Και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα σημειώσει: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμίαν από όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην.»
«Σαν μία βροχή ήρθε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό.».
Και πράγματι, ενώ όλα σχεδόν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά επαναστατικά κινήματα είχαν ως στόχο την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη, εδώ ο αγώνας συντελείται με την Ιεραρχία πρωτοστατούσα.
Η Επανάσταση του Εικοσιένα και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ωρίμασαν λοιπόν ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του Κλήρου.
Κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη, και μια από τις πρωτογενείς πηγές του αγώνα,«πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς· αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν. […] Τις δε δύναται να κατηγορήση τοιούτον θεόπεμπτον κλήρον; Και όμως μετά την αλλαγήν της Τουρκικής δυναστείας ο,τι θέλει κανείς λέγει και γράφει […] και […] είπαν πολλά εναντίον του».
Μολονότι λοιπόν οι ιστορικές μαρτυρίες δεν είναι αυθερμήνευτες, συνεξετάζοντας τις αμεσότερες πηγές του αγώνα όπως αυτή, δηλαδή τα απομνημονεύματα των ίδιων των αγωνιστών, αλλά και τις διακηρύξεις, τα συντάγματα, τις επιστολές και το λοιπό αρχειακό υλικό, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν στο κοινό αίτημα «να ζήσουν [οι Έλληνες] ως άνθρωποι ’ς αυτή την πατρίδα και μ’ αυτήν την θρησκείαν», κατά την απαράμιλλη διατύπωση του Μακρυγιάννη.
Σε άλλο έργο του Φωτάκου2 πάλι διαβάζουμε: «Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως […], διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Έθνος των δια να επαναστατήση, ν ἀλλάξῃ τον δεσπότην της δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων […], ότι άνευ τούτων δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρξωμεν. Εσυμβούλευσε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως, και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Έθνους. Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια, και τας τροφάς, όχι μόνον δι ἰδίων εξόδων και θυσιών, αλλά και με τα ίδιά του χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος μαζύ με τους στρατιώτας, και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν δια να ενισχύση τον στρατόν του.»
Και συνεχίζει: «Ούτως δε ενεργείτο η Ελληνική επανάστασις από όλας τας τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων δηλαδή, των ιερέων και των μοναχών των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια [δηλ. καταλύματα], τα οποία έγιναν κοινά δια την ελευθερίαν την εθνικήν.»
Για τα μοναστήρια οι ιστορικές μαρτυρίες είναι ενδεικτικές: Στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου όλοι οι μοναχοί, περί τους 70, ήταν μέλη της Φιλικής, και πολέμησαν οι ίδιοι τον Ιμπραήμ και το Δράμαλη με αρχηγό τον Προηγούμενό τους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος «ήσαν ικανοί μόνοι των να επαναστατήσουν ένα κόσμον ολόκληρον», ενώ τα καντήλια, αργυρά σκεύη και αφιερώματα δόθηκαν «εις πληρωμήν του ελληνικού στόλου». Από τον Σαμουήλ στο Κούγκι ως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου πολύ αργότερα, τα μοναστήρια υπήρξαν αληθινά «προπύργια της απανάστασής μας» κατά το Μακρυγιάννη, φρούρια και ορμητήρια του αγώνα, κέντρα εφοδιασμού και τόπος περίθαλψης τραυματιών και προσφύγων.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τόλμησε να ψάλλει πρώτος το «Αναστήτωσαν οι Έλληνες» και να ενθαρρύνει τους στρατιώτες, κρεμώντας ο ίδιος το σπαθί και δίνοντας το παράδειγμα στους πολεμιστές.
Αρκετοί ιεράρχες και απλοί ιερείς υπηρέτησαν με πάθος στα όπλα ανδραγαθώντας στα πεδία των μαχών, όπως ο Έλους Άνθιμος και ο Παροναξίας Ιερόθεος, ο τελευταίος φορώντας μάλιστα στρατιωτική στολή.
Ο Αρδαμαρίων Ιγνάτιος είχε δικό του στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε εξ ιδίων, και έφτασε στο σημείο να κάψει («την μητρόπολιν», που μάλλον εδώ πρέπει να σημαίνει) το επισκοπείο του, για να δείξει ότι «ότι δια να ελευθερωθώμεν δεν πρέπει να έχωμεν τίποτε, και μετά την ελευθερίαν πάλιν αποκτώμεν».
Ο Σαλώνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Μεθώνης Γρηγόριος, και ακόμη οι Γρηγόριος Δικαίος-Παπαφλέσσας και Αθανάσιος Διάκος είναι από τα πιο γνωστά και περιλάλητα ονόματα κληρικών που πρωτοστάτησαν και θυσιάστηκαν για την επανάσταση.
Άλλοι διέτρεχαν «άνω και κάτω» κατηχώντας και διαδίδοντας τα της Εταιρείας ως απόστολοι της Φιλικής, κι άλλοτε λειτουργώντας ως μεσολαβητές στις διαμάχες των καπεταναίων, συνδράμοντας με ο,τι μέσα διέθετε ο καθένας στις ανάγκες του πολέμου.
Ανάλογη και η πολιτική προσφορά των κληρικών που στελέχωσαν τις πρώτες τοπικές διοικήσεις και Εθνοσυνελεύσεις, με εξέχουσα μορφή τον Βρεσθένης Θεοδώρητο, πρόεδρο της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Ο Ταλαντίου και μετέπειτα Αθηνών Νεόφυτος (Μεταξάς) αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Ιεράρχη του αγώνα της εθνεγερσίας, που από την Αλαμάνα ευδόκησε να βρεθεί στην πρωτεύουσα του νέου κράτους, ως πρώτος πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου.
Όπως γράφει το 1832 από τη θέση του υπουργού των Εκκλησιαστικών ο Ιάκωβος Ρίζος (Νερουλός): «Ποσάκις καθ’ όλον το διάστημα του ιερού αγώνος το ελληνικόν ιερατείον έδωκε δείγματα ηρωικού Χριστιανισμού! ποσάκις αφειδήσαντες εαυτών οι σεβάσμιοι της Εκκλησίας ποιμένες έθεντο τας ψυχάς υπέρ των προβάτων! ποσάκις η μειλίχιος του Ευαγγελίου φωνή ενεθουσίασε κατά των εχθρών της πίστεως τους υπέρ αυτής αγωνιζομένους photoshop cs5 trial!»3
Η συμμετοχή του Κλήρου στην Επανάσταση υπήρξε τόσο χαρακτηριστική που φαίνεται ακατανόητη στον σύγχρονο Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγερο Κοσμά Φλαμιάτο (1786-1852), επειδή ακριβώς κάποιοι «Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής εφάνησαν οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν». Ο Φωτάκος κατακρίνει με δριμύτητα τέτοιες θέσεις, σημειώνοντας ότι «σφάλλουν μεγάλως εις τούτο, διότι θέλουν τον μοναχόν να μη έχη αίσθημα ανθρώπου και αγάπην εις την πατρίδα του, αν και το ιερόν Ευαγγέλιον ρητώς διδάσκει, ότι ο μοναχός χρεωστεί να θυσιάση την ζωήν του δια την σωτηρίαν ενός και μόνον ανθρώπου, πολλώ δε μάλλον δια την ύπαρξιν και την σωτηρίαν ολοκλήρου του Έθνους του». Στο ίδιο πνεύμα ο Κοραής (Σάλπισμα Πολεμιστήριον, 1801) καλεί τους Έλληνες να πολεμήσουν «τους απανθρώπους και σκληρούς Τούρκους· όχι όμως ως Τούρκοι, όχι ως φονείς, αλλ’ ως γενναίοι της ελευθερίας στρατιώται, ως υπερασπισταί της ιεράς ημών θρησκείας και της πατρίδος. […] Σπλαγχνίσθητε τον ήσυχον Τούρκον, όστις ζητεί την σωτηρίαν του με την φυγήν, η ευαρεστείται να μείνη εις την Ελλάδα, υποτασσόμενος εις νόμους δικαίους, και γευόμενος και αυτός τους καρπούς της ελευθερίας […]. Ας ήναι η εκδίκησις ημών φοβερά, αλλ’ ας γένη με δικαιοσύνην. Ας δείξωμεν εις το άγριον των Μουσουλμάνων γένος, ότι μόνη της ελευθερίας η επιθυμία, και όχι η δίψα του φόνου και της αρπαγής, μας εξώπλισε τας χείρας».
Αντιθέτως οι Τούρκοι με την κήρυξη της επανάστασης εξαπολύουν κατά διαταγή του Σουλτάνου άγριο διωγμό με εκατόμβες θυμάτων στην περιοχή της Πόλης και πρώτο θύμα τον Πατριάρχη άγιο, Γρηγόριο Ε , «ως συνένοχον και κύριον υποκινητήν της συνωμοσίας», όπως αναφέρει η καταδίκη του, αλλά και τον προκάτοχό του, Κύριλλο, που βρισκόταν στην Ανδριανούπολη.
Αξίζει εδώ να αναφερθούμε και στην γενναία άρνηση του Σεϊχουλισλάμη (δηλ. του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη των μωαμεθανών) να εγκρίνει τότε την έκδοση φετφά γενικής σφαγής, πράξη που πλήρωσε με τη ζωή του.
Τέτοιες θηριωδίες της οθωμανικής αντίδρασης, με τις εκτελέσεις επισκόπων και Φαναριωτών, τις σφαγές της Χίου και των Ψαρών, μας προσγειώνουν στον μακρύ κατάλογο των κληρικών και μοναχών που συνέβαλαν μαρτυρικά στον φόρο του αίματος.
Κατά τη μελέτη του Πέτρου Γεωργαντζή, σε σύνολο περίπου διακοσίων αρχιερέων κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. 73 έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα, 42 υπέστησαν σκληρές διώξεις, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν, και 45 «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις».
Σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή, δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά των αρχιερέων κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών.
Η Εκκλησία ήταν επίσης αυτή που ηγήθηκε των προεπαναστατικών κινημάτων και η πρώτη που υφίστατο τις βαριές συνέπειες. Αλλά και ευρύτερα ακόμα, όλη αυτή τη δράση και πορεία του υπόδουλου Ελληνισμού κατακόσμησε το πλήθος των νεομαρτύρων, που ανακαίνισε την οδό του μαρτυρίου, ανθοφορώντας στην έρημο των χρόνων της Οθωμανοκρατίας.
Παντού συναντάμε μια δημιουργική πνοή που συνδέει από πολλές απόψεις την προεπαναστατική περίοδο με τους πρώιμους χριστιανικούς και βυζαντινούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού κατανέμεται ομόρροπα σε πολλές εστίες.
Όχι τυχαία, η υλική και πνευματική ανάπτυξη των κοινοτήτων τον 18ο αιώνα θα συνοδευτεί, σε πανελλήνια σχεδόν κλίμακα, με την ανοικοδόμηση ευρύχωρων τρίκλιτων βασιλικών, δηλαδή την αναβίωση ενός παλαιοχριστιανικού τύπου.
Καταλυτική υπήρξε και η συμβολή του Κλήρου στην προαγωγή της παιδείας και του φωτισμού του γένους.
Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται έλληνες και δυτικοί συγγραφείς, και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού.
Οι Ευγένιος Βούλγαρης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Μεθόδιος Ανθρακίτης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμίν Λέσβιος, Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Θεόκλητος Φαρμακίδης, Άνθιμος Γαζής, Νεόφυτος Βάμβας, συμπληρώνουν την χορεία των επιφανών εκπροσώπων.
Ο μεγάλος δάσκαλος και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, θα γράψει στα 1779 «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα».
Ο Γαζής (Λόγιος Ερμής, 1814-15) στην είδηση ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα «εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον» αναφωνεί:«Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν η οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν». Και πράγματι, όπως διαβάζουμε πάλι σε Λόγιο Ερμή του 1818, «ο έρως της παιδείας ανάπτει έτι επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς. Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των […] το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα».
Το επόμενο έτος (1819) το περιοδικό χαιρετίζει με εγκωμιαστικά λόγια και «οφειλομένη ωδή» τον ενθρονισμό για τρίτη φορά του Γρηγορίου του Ε , ο οποίος γνωρίζοντας ότι «μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη», φρόντισε στις δύο πρώτες πατριαρχείες του να ιδρύσει τυπογραφείο στην Πόλη, και να συμβάλει στην ανέγερση σχολείων ελληνικών «καθ’ όλον το γένος».
Την ίδια χρονιά εκδίδεται συνοδική εγκύκλιος, όπου εξαίρεται η καθομιλουμένη διάλεκτος ως «χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους».
Σε όλη τη διάρκεια του νεοελληνικού διαφωτισμού ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σε φυτώριο πρωτοποριακών ιδεών, στις ακρότητες των οποίων η, καλύτερα, σε μια πιο κριτική αφομοίωσή τους, αντέταξε φωτισμένους εκπροσώπους όπως τους αγίους Νικόδημο Αγιορείτη, Αθανάσιο Πάριο, και τον Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου Μακάριο Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.
Όλες αυτές οι δημιουργικές ζυμώσεις και τα πνευματικά ρεύματα συγκλίνουν τελικά στην ενιαία κοίτη της εθνεγερσίας, η όπως θα γράψει ο Φωτάκος «κανείς και απ’ αυτούς έξω του εθνικού κύκλου δεν εβάδισεν», και η Εκκλησία της Ελλάδος ως θεσμός του νεοσύστατου κράτους δημιουργείται ως ζωντανός καρπός του διαφωτισμού.
Με αυτήν την συνεκτική, παιδευτική, κοινωνική, οικονομική, αγωνιστική και θυσιαστική συμβολή του, ο Ιερός Κλήρος και σύνολη η Εκκλησία μας, ως αιώνια κιβωτός του Ελληνισμού, πορεύτηκαν στην παλιγγενεσία.
«Αυτείνοι οι αγαθοί και δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίγοι ’περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτηναν την ανθρωπότη από αυτά· κι αν ήταν αυτείνοι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ’στορικά του κόσμου.» Ακόμη βαθύτερα, η Ορθοδοξία εδώ εκφράζει έναν εσώτερο ψυχικό δεσμό, «το χαμένο κέντρο» για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, που διαποτίζει όλο το έργο του Μακρυγιάννη και καθώς μαρτυρεί και ο Σεφέρης «είναι το κοινό χτήμα, η ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία· κατατρεγμένη και πάντα ζωντανή, αγνοημένη και πάντα παρούσα –είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος η να πεθάνει στα ’21».
Σημειώσεις
Καθώς γράφει στα 1863 ο Επαμεινώνδας Φραγκούδης, Κύπριος λογοτέχνης και καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου.
2 Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της Επαναστάσεως (Εν Αθήναις, 1888).
3 Δ. Σ. Μπαλάνος, «Αι υπέρ του Έθνους θυσίαι του Κλήρου κατά την Επανάστασιν του 1821», Ἡμερολόγιον τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος, τ. 2, 2 (1923), σ. 193.
πηγή: Αγία Σοφία Νέου Ψυχικού
πηγή:www.dogma.gr
O Eoρτασμός της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 1821
Πού και πότε εορτάστηκε για πρώτη φορά η Εθνική επέτειος
- 25 Μαρτίου 2018
Συμπληρώνονται εφέτος 180 χρόνια από την χρονιά που αποφασίστηκε με διάταγμα να εορταστεί επίσημα η 25η Μαρτίου, ώστε να τιμηθεί ο αγώνας των Ελλήνων. Η εορτή έγινε στην τότε Μητρόπολη της Αθήνας, στον ιστορικό ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης Αιόλου, στον ίδιο ναό που που κηδεύτηκε το 1843 ο ήρωας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821, και από τότε ο εορτασμός καθιερώθηκε σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής της 25ης Μαρτίου οφείλεται σε δύο ανθρώπους. Ο ένας ήταν ο αγωνιστής του 1821 και τότε Δήμαρχος της Αθήνας Δημήτρης Καλλιφρονάς.Ο δεύτερος ήταν ο Γεώργιος Γλαράκης, γραμματέας της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών, ο οποίος είχε προτείνει στον βασιλιά Όθωνα την έκδοση διατάγματος το οποίο θα καθόριζε την 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής εορτής. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε 21 νέους κανονιοβολισμούς, αριθμός συμβολικός. Το πρωί της 25ης Μαρτίου 1838 εψάλη δοξολογία στον, τότε, Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης που βρίσκεται μεταξύ των οδών Αιόλου και Αθηνάς. Στη δοξολογία παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα.
Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος φωταγώγησε με λαδοφάναρα τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη. Λέγεται πως οι Αθηναίοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα». Η πρώτη Μητρόπολη της Αθήνας, ο ναός της Αγίας Ειρήνης λέγεται πως χτίστηκε από τα ερείπια εβδομήντα βυζαντινών εκκλησιών που γκρεμίστηκαν επί Βαυαροκρατίας. Με τη μεταφορά της έδρας του ελληνικού κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα, η Αγία Ειρήνη έγινε ο επίσημος καθεδρικός της πρωτεύουσας. Την ανακαίνιση και την επισκευή του ναού ανέλαβε το 1845 ο διάσημος αρχιτέκτονας Λύσανδρος Καυτατζόγλου. Το έργο αποπερατώθηκε το 1850.
Το 1835, εκεί έγινε η τελετή ενηλικίωσης του βασιλιά Οθωνα ενώ το 1843 κηδεύτηκε ο ήρωας του 1821 Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, γι’ αυτό και υπάρχει δίπλα η οδός Κολοκοτρώνη. Υπάρχουν και ιστορικές περιγραφές για την ημέρα εκείνη. Κατέβηκαν οι υπουργοί, οι άνθρωποι του πνεύματος από την Ερμία οδό (σημερινή Ερμού) κι έφτασαν έξω από την Αγία Ειρήνη. Ακολουθούσε η σορός του Κολοκοτρώνη και το άλογό του ντυμένο στα μαύρα. Στην ίδια εκκλησία έγινε το 1877 η κηδεία του Κωνσταντίνου Κανάρη, του μπουρλοτιέρη αγωνιστή της επανάστασης του 1821. Στον ιερό ναό της Αγίας Ειρήνης έκανε τις εξομολογήσεις της και η βασίλισσα Αμαλία. Επίσης, σε αυτή την εκκλησία έγινε η δοξολογία για το Ελληνικό Σύνταγμα, με πρωτοστάτη τον διδάσκαλο του Γένους Νεόφυτο Βάμβα.
πηγή:www.dogma.gr
Συνοδική Θεία Λειτουργία και Μνημόσυνο για τους Μακεδονομάχους
Συνοδική Θεία Λειτουργία και ιερό Μνημόσυνο για τους Μακεδονομάχους
Συνοδική Θεία Λειτουργία και Ιερό Μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών του ήρωα του Μακεδονικού αγώνος Παύλου Μελά και όλων των Μακεδονομάχων, τελέσθηκε το πρωί του Σαββάτου 17 Φεβρουαρίου, στον ιερό Μητροπολιτικό ναό Καστοριάς.
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Το Θείο Λόγο κήρυξε ο Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος, ο οποίος χαρακτήρισε ιερή υποχρέωση της Εκκλησίας την τέλεση μνημοσύνων για τους πεσόντες στους αγώνες του Έθνους. Κάνοντας, επίσης, μία ιστορική αναφορά, μεταξύ άλλων, επεσήμανε, ότι «ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε η θρυλική εποποιία του νεότερου ελληνισμού, μία από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας μας, χάρη στην οποία σώθηκε η Μακεδονία από τις αρπακτικές διαθέσεις των γειτόνων μας και πάντοτε οφείλουμε να απονέμουμε τον δίκαιο έπαινο και την προσήκουσα τιμή στους μάρτυρες και ήρωες πού θυσίασαν τη ζωή τους για την επιτυχία του αγώνα εκείνου».
Ολόκληρη η ομιλία του Μητροπολίτη Δράμας
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Ἱεράρχαι,
Σεβασμιώτατοι, τίμιον πρεσβυτέριον, εὐλαβέστατοι διάκονοι,
Ἐντιμώτατοι πολιτικαί καί στρατιωτικαί ἀρχαί,
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Ἱερή ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ τέλεση μνημοσύνων γιά τούς πεσόντες στούς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συνεχίζοντας τήν παράδοση αὐτή βρίσκεται σήμερα στή βυζαντινή πόλη τῆς Καστοριᾶς, ὅπου κάθε δρόμος μέ τό γραφικό του ἐκκλησάκι, κομψό καί τοιχογραφημένο, εἶναι τρανή ἀπόδειξη τῆς εὐσέβειας τῶν κατοίκων της καί ἀδιάψευστο τεκμήριο τῆς συνεχοῦς καί ἀκατάλυτης ἑλληνικότητας τοῦ ἀκριτικοῦ αὐτοῦ τμήματος τῆς πατρίδας μας. Πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ ἐκφράζω τήν εὐχαριστία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τήν ἄρτια διοργάνωση τοῦ μνημοσύνου, τήν ἀβραμιαία φιλοξενία καί τόν δίκαιο ἔπαινό της γιά τήν ἐπί μία εἰκοσαετία τίμια καί εὐσυνείδητη ποιμαντορία του στήν ἱστορική καί ἀκριτική αὐτή ἐπαρχία. Φρυκτωρεῖ πάνω στίς ἀδαμάντινες ἐπάλξεις τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος ἔχοντας τήν τιμή νά εἶναι φύλακας τοῦ τάφου τοῦ Παύλου Μελᾶ καί τῶν ἱερῶν ἐκείνων καθιδρυμάτων τῆς Ἐκκλησίας ὅπου τελεσιουργήθηκαν τά τῆς διασώσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μυστήρια, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνον τοῦ θρόνου, ἀλλά καί τοῦ τρόπου τῶν μακαρίων προκατόχων του.
Ὅταν ὁ ἀπό τήν Κερασοῦντα τοῦ Πόντου Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Φώτιος στίς 9 Σεπτεμβρίου 1906 μέ τό τίμιο αἷμα του καθαγίασε, ὡς πρῶτο θῦμα, τή χορεία τῶν ἱεραρχῶν ἐκείνων πού ἔπεσαν στή διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα (1903-1908) – ἀφοῦ τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ Κορυτσά ὑπαγότανε στό βιλαέτι τοῦ Μοναστηρίου, στόν Μακεδονικό δηλαδή χῶρο – συγκινώντας ὁλόκληρο τόν Ἑλληνισμό, ἐλεύθερο καί δοῦλο, δέν ἔμεινε πόλη ἤ χωριό πού νά μήν τέλεσε μνημόσυνο «ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του», σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, πού ὅριζε στίς 24-9-1906 νά τελεσθοῦν μνημόσυνα «ἱερουργούντων τῶν πανιερωτάτων κατά τόπους ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων» μέ πρώτη τήν ἴδια, ἡ ὁποία ἐπιβλητικό τέλεσε μνημόσυνο στόν Μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν, παρουσίᾳ τῶν πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν ἀρχῶν γιά τόν Ἐθνομάρτυρα πού εἶχε πεῖ : «Δι’ αὐτό θέλω νά ὑπάγω εἰς τήν Μακεδονίαν, διά νά δράσω ἔστω καί μέ θυσίαν τῆς ζωῆς μου, διότι ἐβαρύνθην πλέον νά γράφω εἰς τά πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τά δεινοπαθήματα τῶν ἀδελφῶν μας. Ἄν σκοτωθῶ μίαν φοράν, θά σκοτωθῶ ἐν Μακεδονίᾳ, ἐνῶ ἐδῶ εἰς τά Πατριαρχεῖα ἡ ψυχή μου καθ’ ἑκάστην σχεδόν σφαγιάζεται ὑπό τῶν δεινοπαθημάτων τῶν σφαγῶν τῶν ἐν Μακεδονίᾳ ἀδελφῶν μας». Μακαριώτατε, καί στήν ἕδρα τῆς παλαιᾶς σας Μητροπόλεως, τήν Λιβαδειά, ὁ προκάτοχός σας Ἱερώνυμος καί αὐτός τέλεσε τό μνημόσυνο μέ ὅλο τόν κλῆρο τῆς πόλεως, μέ τή συμμετοχή τῶν ἀρχῶν καί πλῆθος λαοῦ.
Ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας ὑπῆρξε ἡ θρυλική ἐποποιία τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ, μία ἀπό τίς λαμπρότερες σελίδες τῆς ἱστορίας μας, χάρη στήν ὁποία σώθηκε ἡ Μακεδονία ἀπό τίς ἁρπακτικές διαθέσεις τῶν γειτόνων μας καί πάντοτε ὀφείλουμε νά ἀπονέμουμε τόν δίκαιο ἔπαινο καί τήν προσήκουσα τιμή στούς μάρτυρες καί ἥρωες πού θυσίασαν τή ζωή τους γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἀγώνα ἐκείνου. Σύμφωνα μέ τόν Θουκυδίδη : «Δίκαιον γάρ αὐτοῖς καί πρέπον δέ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τήν τιμήν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι». Δηλαδή «εἶναι δίκαιο, ἀλλά συγχρόνως καί πρέπον σέ μία τέτοια περίσταση σάν τή σημερινή (κατά τήν ὁποία ἐγκωμιάζουμε τούς νεκρούς μας), νά τούς ἀπονέμεται ἡ τιμή αὐτή τῆς ἀνάμνησης». (Θουκυδίδου Ξυγγραφή, τ.1ος, ἐκδ. Δημητράτου, Ἀθῆναι 1939, σ. 287).
Γι’ αὐτό ἤλθαμε σήμερα στήν Καστοριά, ταπεινοί προσκυνητές τοῦ Ἀποστόλου τῆς Μακεδονικῆς ἐλευθερίας, τοῦ Παύλου Μελᾶ. Ὁ λόφος αὐτός τῆς Καστοριᾶς μέ τό ναό τῶν Ταξιαρχῶν, ὅπου ἀναπαύεται ὁ πρῶτος Ταξίαρχος τῆς Μακεδονικῆς φάλαγγας, εἶναι Πανελλήνιο προσκύνημα. Λυγίζουν τά γόνατα μπροστά στήν ἀπέριττη κρύπτη τῶν ὀστέων τοῦ πρώτου ἀρχοντόπουλου τῆς Ἀθήνας, πού ἄφησε σύζυγο, παιδιά, πλούτη καί ἀξιώματα, καί ἦλθε καί θυσιάστηκε γιά τά ἰδανικά τοῦ Γένους.
Ταπεινός ὁ τάφος πού δέχθηκε τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ εὐγενεστέρου τέκνου τῆς νεότερης Ἑλλάδας, στόν ὁποῖο τό κατέθεσαν εὐλαβικά ὁ θρυλικός Δεσπότης τῆς Καστοριᾶς Γερμανός Καραβαγγέλης μέ τόν πρωτοσύγκελλό του Πλάτωνα, πού ἔλαβε καί αὐτός τό στεφάνι τοῦ Ἐθνομάρτυρα στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1921, ἀπαγχονισθείς μαζί μέ τούς προκρίτους τοῦ Πόντου στήν Ἀμάσεια.
Τόν ἔθαψαν ὄρθρου βαθέος, κρυφά, χωρίς τή συνοδεία τῶν παλληκαριῶν του. Ἡ Ἐθνική ὅμως ψυχή ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρον τῆς Ἑλλάδας καί ὅπου γῆς ὑπῆρχε Ἕλληνας πατριώτης, ἔχυσε τό θερμότερο δάκρυ καί δέν ἔμεινε μέγαρο καί καλύβα πού νά μήν εἶχε ἐθνικό προσκυνητάρι τήν εἰκόνα τοῦ καπετάν Ζέζα μέ τόν Μακεδονικό ντουλαμᾶ. Ἀπό αὐτό τό δάκρυ ἐμπνεύστηκε ὁ Κωστής Παλαμᾶς, καί τό ἔκανε ὕμνο στόν ἀντρειωμένο :
«Σέ κλαίει ὁ λαός. Πάντα
χλωρό νά σείεται τό χορτάρι.
Στόν τόπο, πού σέ πλάγιασε
τό βόλι ὦ παλληκάρι».
Ἀλλά καί ἡ μακεδονική μοῦσα ἔκλαψε τόν λεοντόκαρδο ἀρχηγό :
«Βαρειά βουίζουν τά βουνά καί οἱ κάμποι ἀνταριάζουν,
τό Βίτσι καί ἡ Καστοριά κλαίγουν κι’ ἀναστενάζουν.
Γλυκιά πατρίδα, σκόρπιζε λουλούδια στό παιδί σου,
τήν λεβεντιά του πένθησε καί μεσ’ στά μαῦρα ντύσου».
Καί ἡ προτομή του πίσω ἀπό τό ἱερό μαρτυρεῖ ὅτι ἡ Μακεδονία δέχθηκε στά σπλάχνα της τό σῶμα ἑνός ἁγνότατου ἥρωα καί ἀπό τόν τάφο του προῆλθε ἡ ἀφύπνιση καί ἡ ζωή τοῦ ἑλληνισμοῦ. Τό πρόσωπό του θά καθρεπτίζεται αἰώνια στά νερά τῆς λίμνης ἀγναντεύοντας τά ἀγαπητά λημέρια τῶν Μακεδονομάχων ἀνταρτῶν.
Ὦ πανέμορφη πόλη τῆς Καστοριᾶς, ἄς φουσκώνουν τά στήθη σου ἀπό περηφάνεια. Ὅπως ἡ Τρίπολη ἔχει ἐθνικό κειμήλιο τά λείψανα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἡ Ρούμελη τόν τάφο τοῦ Καραϊσκάκη, ἡ Δυτική Ἑλλάδα τήν τέφρα τοῦ Βύρωνα, ἔχεις κι ἐσύ τόν τάφο καί τά λείψανα τοῦ Παύλου Μελᾶ. Κεφάλαιο ἐθνικό, ἀκατάλυτο καί διδασκαλεῖο τῆς ἑλληνικῆς νεότητας.
Ὁ Μελᾶς καί ὅλοι οἱ ἀγωνιστές τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα μᾶς δώρισαν τήν ἐλευθερία. Αὐτοί μᾶς ἔδωσαν τό δικαίωμα νά περπατᾶμε μέ τό κεφάλι ψηλά σ’ ἀνατολή καί δύση. Αὐτοί ἀνάγκασαν φίλους καί ἐχθρούς ν’ ἀποκαλύπτονται, ὅταν περνοῦν οἱ Ἕλληνες. Ὁρισμένοι προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν ὅτι ἡ λογική ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἐνδοτικοί στήν ληστρική πνευματική ἔφοδο τῶν ἰσχυρῶν ἐνάντια στήν ἑλληνική κληρονομιά, τήν ταυτότητά μας, τήν ἱστορία. Ὁ λαός μας ἀπέδειξε ὅτι τή λογική αὐτή τήν ἀπεχθάνεται. Ἔχει τήν λογική τοῦ Λεωνίδα καί τῶν Σπαρτιατῶν του στίς Θερμοπύλες. Τήν λογική τοῦ Παπαφλέσσα καί τῶν παλληκαριῶν του στό Μανιάκι. Τήν λογική τῆς ἐποποιίας τοῦ 1940, τῶν ὀχυρῶν καί τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης.
Ἐπειδή πολλοί κατά τίς μέρες μας προσπαθοῦν νά βροῦν συμμάχους καί ἐπιστηρικτές τῶν ἐπιλογῶν τους, χρησιμοποιοῦν κατά τό δοκοῦν τήν Μητέρα Ἐκκλησία, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, στό ὁποῖο ὀφείλεται ἡ διάσωση τῆς Μακεδονίας μας μέ τήν πολιτική πού ἐφάρμοσε ὁ μεγάλος Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ κατά τή δεύτερη Πατριαρχία του (1901-1912). Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος τό 2004 μέ ἀφορμή τό ἐπετειακό συνέδριο πού πραγματοποίησε ἡ Μητρόπολη Καστοριᾶς γιά τά ἑκατό χρόνια ἀπό τό θάνατο τοῦ Παύλου Μελᾶ, μέ Πατριαρχικό εὐχετικό καί συγχαρητήριο γράμμα πρός τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ ἔγραψε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς :
«Οἱ ἄχρι τότε σύμπνοες ἀδελφοί ἐν Χριστῷ ἤγειραν φονικάς χεῖρας κατά ἀθώων ὁμοπίστων, προξενήσαντες μεγίστην καί πολυχρόνιον ταραχήν εἰς τόν εὐαίσθητον καί εὔφλεκτον χῶρον τῆς πνευματικῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, εὑρεθέντος πρό δυσκολωτάτων καταστάσεων καί ἀναγκασθέντος νά λάβῃ προστατευτικά μέτρα ὑπέρ διασώσεως τοῦ παραμένοντος καί διαρκῶς κινδυνεύοντος πιστοῦ ποιμνίου εἰς τάς ρηθείσας περιοχάς.
Διά τῆς ἀποστολῆς εἰς αὐτάς γενναιοψύχων καί ἱκανοτάτων Ἀρχιερέων, προσεπάθησε νά ἐμψύχωσῃ τά λιποψυχοῦντα τέκνα αὐτοῦ καί νά διαφύλαξῃ ταῦτα ἐκ τοῦ σωματικοῦ θανάτου καί τοῦ ψυχικοῦ κινδύνου τοῦ σχίσματος.
Εἰς τήν προσπάθειαν δέ ταύτην μεγάλως συνέδραμον καί φιλογενεῖς ἄνδρες ἐκ τῆς ἐλευθέρας Πατρίδος, ἐν ἐθελοντικῇ αὐτοθυσίᾳ πορευθέντες καί δραστηριοποιηθέντες εἰς τάς κινδυνευούσας περιοχάς, θέντες τήν ζωήν αὐτῶν ἐν διαρκεῖ κινδύνῳ ὑπέρ τῶν ὁμαιμόνων καί ὁμοπίστων ἀδελφῶν.
Μεταξύ τῶν γενναίων τούτων μορφῶν πρωτεύουσαν θέσιν κατέχει ὁ ἡρωϊκός καί εὐγενέστατος ἀξιωματικός Παῦλος Μελᾶς, ἀνήρ πλήρης πίστεως καί ἀγάπης πρός τόν Χριστόν καί τήν Πατρίδα, ὅστις ἀρνησάμενος πᾶσαν κοσμικήν εὐημερίαν καί οἰκογενειακήν θαλπωρήν, ἐθυσιάσθη πρό ἑκατονταετίας ἀγωνιζόμενος ἐν Μακεδονίᾳ ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν, γενόμενος καί παραμείνας οὕτω θρύλος εἰς τάς συνειδήσεις καί τά στόματα τῶν συνελλήνων, μεγάλως ἐντυπωσιασθέντων ἐκ τῆς ἡρωϊκῆς αὐτοῦ θυσίας.
Ὅθεν, ἄριστα ἐπράξετε, Ἱερώτατε καί τιμιώτατε ἀδελφέ, καί ἐν συνεργασίᾳ καί μετά τῶν ἄλλων ἐκεῖσε Ἐντίμων ‘Αρχῶν ἡτοιμάσατε ἑορτίους ἐκδηλώσεις μνήμης τοῦ ἀοιδίμου τούτου τέκνου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρίδος, πρός φρονηματισμόν τῶν συγχρόνων ὁμογενῶν, πρεσβυτέρων καί νεωτέρων.
Συγχαίροντες ἐκ καρδίας διά τήν πρωτοβουλίαν τῶν ἑορτασμῶν πάντας τούς σχόντας τήν εὐθύνην τῆς ὀργανώσεως, προτρεπόμεθα ἅπαντας πατρικῶς καί δή τούς νεοσσούς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φρονηματίζωνται ἐκ τοῦ ἡρωϊκοῦ προσώπου τοῦ Παύλου Μελᾶ, πληρούμενοι θυσιαστικῆς ἀφοσιώσεως εἴς τε τήν Πατρίδα καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν, εἰρηνεύοντες ἐν ἀγάπῃ, ἀλλά καί μηδόλως διαπραγματευόμενοι καί παραβλέποντες τά ἀδιαπραγμάτευτα, ὑπέρ ὧν τοσοῦτοι ποταμοί προγονικῶν αἱμάτων ἐχύθησαν, καί ἐπότισαν καί ηὔξησαν τό δένδρον τῆς συγχρόνου ἐλευθερίας».
Ἀλλά καί πρόσφατα, στίς 10 Φεβρουαρίου, μετά τόν ἑσπερινό στόν πάνσεπτο πατριαρχικό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἀπευθυνόμενος στούς ἀπό τήν Μακεδονία προσκυνητές εἶπε:
«Γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ Μακεδόνες τί ἔχει προσφέρει αὐτή ἡ μαρτυρική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως σέ ἐσᾶς, στόν τόπο σας, γιά νά παραμείνει ἑλληνικός. Ἀπό ἐδῶ σᾶς ἀπεστάλησαν ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης, ὁ Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ὁ Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, ὁ Κορυτσᾶς Φώτιος καί ὅλοι αὐτοί οἱ ἥρωες Ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι πρωτοστάτησαν στόν Μακεδονικό ἀγῶνα καί ὑποστήριξαν, προτάσσοντας τά στήθη τους, τό Γένος μας καί τήν Πίστη μας. Ἀπό τή μία ἦταν οἱ Ἐξαρχικοί καί ἀπό τήν ἄλλη ἦταν οἱ Πατριαρχικοί, οἱ ὁποῖοι μέ κατεύθυνση καί ὁδηγίες ἀπό τό κλεινόν Φανάριον, τό ἄσημον κατά κόσμον, διεξήγαγον ἕνα ἡρωικόν ἀγῶνα. Καί τό ξέρω ὅτι ἐσεῖς εἴσαστε πάντοτε εὐγνώμονες πρός τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον». Γι’ αὐτό ἄς μήν ἐμπλέκουμε στήν ἑλλαδική μιζέρια τόν ἱερό αὐτό θεσμό. Τό ἔχει πληρώσει πολύ ἀκριβά αὐτό.
Ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί πιστά τῆς Ἐκκλησίας τέκνα ἀκολουθοῦμε τήν Εὐαγγελική ἐντολή πού λέει: « … ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν … » (Μτθ. 5,44) καί ἐνστερνιζόμαστε τόν ὅρο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1872, πού λέγει: «Ἀποκηρύττομεν κατακρίνοντες καί καταδικάζοντες τόν φυλετισμόν, τουτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις καί τάς ἐθνικάς ἔρεις καί ζήλους καί διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, ὡς ἀντικείμενον τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῖς ἱεροῖς κανόσι τῶν μακαρίων Πατέρων ἡμῶν, «οἵ καί τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν ὑπερείδουσι, καί ὅλην τήν χριστιανικήν πολιτείαν διακοσμοῦντες πρός θείαν ὁδηγοῦσιν εὐσέβειαν». Σαφέστατα μέσα στόν ὅρο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καταδικάζονται προφητικά ὁ φασισμός καί ὁ ναζισμός πού ἔχουν ὡς ρίζα τόν ἐθνοφυλετισμό.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόνισε τήν προσήλωσή της στούς ἱερούς κανόνες καί ὅτι δέν δύναται ν’ ἀναγνωρίσει τήν Φραγκεσταϊνικοῦ τύπου Ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ὡς Μακεδονική, διότι εἶναι προϊόν πνευματικῆς τερατογενέσεως. Στήν ἐκκλησιαστική πτυχή τοῦ Μακεδονικοῦ ἔχουμε δύο παράδοξα: 1)Ὅπως ἡ Βουλγαρική Ἐξαρχία δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὁποιαδήποτε ὕπαρξη ἐπίσημης κρατικῆς ὀντότητας, ἔτσι καί αὐτή δημιουργήθηκε μέσα στήν Γιουγκοσλαβία ὡς ἐφαλτήριο γιά τά ἐπιδιωκόμενα. Τό παράδειγμα ὑπῆρχε, γι’ αὐτό καί τώρα ἔσπευσαν νά ζητήσουν χεῖρα βοηθείας ἀπό τούς πρώτους, καί 2) Ὅπως ἡ Ἐξαρχία ἱδρύθηκε μέ αὐτοκρατορικό φιρμάνι (1870) ἀλλοθρήσκου ἡγεμόνα, ἔτσι καί ἡ «ψευδομακεδονική» Ἐκκλησία ἱδρύθηκε μέ ἀπόφαση τοῦ ἄθεου σατραπίσκου τῆς Γιουγκοσλαβίας Τίτο.
Οἱ Ἕλληνες ἀγαπᾶμε ὅλους τούς λαούς, καί εἰδικά τούς γειτονικούς, καί τό ἔχουμε ἀποδείξει. Θέλουμε ὁ λαός τῶν Σκοπίων νά στηρίξει τήν κρατική του ὕπαρξη σέ θεμέλια στερεά, νά ἀναπτυχθεῖ μέ ἀξιοπρέπεια καί νά μήν παρουσιάζει ἡ πρωτεύουσά του εἰκόνα Disneyland.
Τό ἑλληνικό Ἔθνος πιστεύει σταθερά στά δίκαιά του. Δέν ἐποφθαλμιᾷ κανενός τό δίκαιο, ἀλλά καί δέν ἀνέχεται ἄλλοι νά καταπατοῦν τό δικό του.
Ἡ μοῖρα τῆς Ἑλλάδας εἶναι νά θυσιάζεται, νά καταστρέφεται χάριν τῶν ἱερῶν καί ὁσίων, νά αὐτοκτονεῖ χάριν τῶν φίλων καί συμμάχων της, καί ἐν τέλει νά ἐγκαταλείπεται ἀπό αὐτούς χάριν ποταπῶν σκοπῶν καί ἰδιοτελῶν συμφερόντων. Αὐτοί οἱ μεγάλοι, οἱ δυνατοί τῆς γῆς, χάριν τῶν ὁποίων θυσιάστηκε ὁ ἑλληνικός λαός ἐπανειλημμένα, εἶναι οἱ στραγγαλισταί τῶν δικαίων του. Ἐάν αὐτοί οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν δέν εἶχαν τά ἀνόσια συμφέροντά τους, δέν θά πίεζαν τόσο πολύ μέ κυνισμό, πού τόν προκαλεῖ ἡ ἱστορική ἀμάθεια καί ἡ προκρούστεια λογική, νά γίνει ἡ ὀνοματοδοσία ὅπως – ὅπως, δηλαδή ἡ μεγαλύτερη πλαστογραφία τῆς ἱστορίας στά Βαλκάνια.
Ἡ ἱστορία ἔχει δείξει ὅτι εἰρήνη στά Βαλκάνια σημαίνει σταθερότητα καί εἰρήνη στήν Εὐρώπη.
Τά συμφέροντα τῶν ἑταίρων μας δέν ὑπηρετοῦνται μέ τό στραγγαλισμό τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Ἕνας ἔντιμος Ἕλληνας μέ βαθειά πολιτική παιδεία καί ὅραμα γιά τήν Ἑλλάδα, τά Βαλκάνια καί τήν Εὐρώπη τονίζει: «Δέν χρειάζεται νά παραχαραχθεῖ ἡ ἱστορία τῆς ἴδιας τῆς Εὐρώπης, νά φθάσουμε σέ πολέμους, γιά νά πωλοῦνται στά Σκόπια τά ἰταλικά σπαγγέτι, τά γαλλικά τυριά, τά γερμανικά βιοῦστελ καί τά ἀμερικανικά Μάρλμπορο καί ἡ κόκα – κόλα. Αὐτά ἐξ ἄλλου δέν ἀποτέλεσαν ποτέ τίς κινητήριες δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας πρός τά ἐμπρός».
Τό Μακεδονικό ἔχει οἰκουμενική διάσταση. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά τήν ὀνοματοδοσία ἑνός μαχαλᾶ. Νά τόν ποῦμε Ἄνω ἤ Κάτω. Ἡ Μακεδονία δέν εἶναι μαχαλᾶς, εἶναι τό θεμέλιο τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, εἶναι ἡ οἰκουμένη. Ἡ Ἑλλάδα, ἡ ἑλληνική ἐπιστήμη καί ἡ ἑλληνική πολιτική ὀφείλουν νά ὑπερασπιστοῦν τήν ἱστορία τήν δική μας, ἀλλά καί ὅλων τῶν λαῶν.
Κράτη πού στήθηκαν μέσα ἀπό τήν παραχάραξη τῆς ἱστορίας εἶναι φορεῖς βίας καί παρακμῆς, καί δέν ἔχουν διάρκεια. Κράτος μέ τό ὄνομα Μακεδονία, θεμελιωμένο στήν παραχάραξη θά εἶναι ἐκβιάσιμο ἀπό τούς προστάτες του. Ἡ ἡγεσία του δοτή καί ἐξαρτώμενη, καί ὁ λαός του δοῦλος στό σύγχρονο νεοφεουδαλισμό τῶν ἰσχυρῶν. Ὅσοι θεωροῦν ὅτι εἶναι Μακεδόνες, σημαίνει ὅτι εἶναι μέρος ἑνός ἱστορικομαρτυρικοῦ τμήματος τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τοῦ Μακεδονικοῦ, πού διά τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἕνωσε τό Ἑλληνικό Ἔθνος καί κατέστησε τόν ἑλληνικό πολιτισμό παγκόσμιο. Γιά δεῖτε τήν μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στήν Ἀλεξάνδρεια ἀπό τόν Πτολεμαῖο καί τούς ἑβδομήκοντα. Ἄν ἡ Σκοπιανή πλαστογράφηση ἰσχύει, γιατί δέν χρησιμοποίησαν τή διάλεκτο πού θέλουν νά ἐπιβάλλουν ὡς μακεδονική γλῶσσα; Γι’ αὐτό τά σαθρά, χωρίς ἔρεισμα στήν ἱστορία, ἐπιχειρήματα ἀποτελοῦν ὕβρη πρός ἕνα λαό πού τόσα προσέφερε στά Βαλκάνια καί τήν οἰκουμένη, καί παρά τά ὅσα ἔπαθε, ἔχει διαθέσεις εἰρήνης καί ἀδελφοσύνης καί πρός τούς ἐχθρούς του ἀκόμη.
Σήμερα, γιά νά ἀποβεῖ ἐπωφελής ἡ ἐδῶ παρουσία μας, θά πρέπει νά ἀντλήσουμε τά ἀνάλογα διδάγματα ἀπό τή θυσία τοῦ Παύλου Μελᾶ ἀλλά καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα τούς ὁποίους στό πρόσωπό του τιμᾶμε, καί κυρίως τῶν ἁπλῶν χωρικῶν μακεδόνων, τῶν ὁποίων τόν ἡρωισμό, τήν αὐτοθυσία καί ἀγωνιστικότητα θαύμασε ὁ Παῦλος Μελᾶς.
Σύμφωνα μέ τόν Ἴωνα Δραγούμη, «ὁ θάνατός του εἶναι ἡ ζωή στούς κουρασμένους ἀπό τή μετριότητα τοῦ κόσμου. Ὁ θάνατός του ἀνασταίνει τούς κοιμισμένους, δυναμώνει τούς ἀδυνάτους, δροσίζει τούς διψασμένους, ὁ θάνατος τοῦ Νέου, ὁ θάνατος τοῦ Ὡραίου, ὁ θάνατος τοῦ Ἀνδρείου».
Ἄς πάρουμε δύναμη, λοιπόν, καί ἄς σταθοῦμε ὄρθιοι μέ ἐθνική ἀξιοπρέπεια ἀπέναντι στούς ἐμπόρους τῶν ἐθνῶν. Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουμε ὅτι: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἐπικαλεσόμεθα. Αὐτοί συνεποδίσθησαν καί ἔπεσαν, ἡμεῖς δέ ἀνέστημεν καί ἀνωρθώθημεν». (Ψλμ. 19).
Ἀδελφοί μου, ἡ γραφίδα μου εἶναι ἀδύναμη, ὁ λόγος μου πενιχρός ̇ γι’ αὐτό θά κλείσω τήν ὁμιλία μου μέ ἕνα δυνατό κείμενο πού τό ἄκουσε στίς 8-4-1959 ἡ νηπιαγωγός Σοφία Δήμκου, τό κατέγραψε καί τό κάρφωσε στό χαγιάτι τοῦ σπιτιοῦ πού ξεψύχησε τό παλληκάρι: «Ὁ Παῦλος Μελᾶς δέν εἶναι ὁποιοσδήποτε ἀπό τήν μεγάλη στρατιά τῶν ἡρῴων μας. Εἶναι ὁ ἐκλεκτός, ὁ Ἕλληνας, ὁ ἄνθρωπος. Πᾶρε θάρρος ἀπό τό φτωχό προσκυνητάρι αὐτό καί μιμήσου τίς πράξεις του. Ἐγώ πού τόν στεφάνωσα τήν τελευταία στιγμή μέ τό ἀμαράντινο στεφάνι τῆς ἀθανασίας καί τόν γνώρισα στήν κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του, σέ προτρέπω …. Ὁ Παῦλος Μελᾶς ἄς κατοικεῖ πάντα στήν ψυχή σου, ὅπως κατοικεῖ στήν σκέψη μου: Ποιός εἶμαι ἐγώ ; Μά … Η ΔΟΞΑ».
Πηγή:Ecclesia
πηγή: www.dogma.gr
To Bυζαντινό κράτος
Ένα εξαιρετικό ντοκυμαντέρ για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τη βυζαντινολόγο
κ.Γλύκατζη-Αρβελέρ, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί στο μάθημα της Ιστορίας
στη Β΄Γυμνασίου καθώς και σε εκπαιδευτικά προγράμματα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
πηγή:youtube
Eπέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940
Στις 28 Οκτωβρίου η πανάρχαια μνήμη των αγώνων του Έθνους ξύπνησε ξανά 
Οι απανταχού Έλληνες γιορτάζουμε τις μέρες αυτές την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου του 1940, δηλαδή της ημέρας εκείνης που σήμανε την απαρχή ενός μεγάλου και άνισου αγώνα του Έθνους μας πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου και της Αλβανίας. Η μέρα αυτή αποτελεί όχι μόνο μια κρίσιμη καμπή στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αλλά και σταθμό στην εξέλιξη της παγκόσμιας Ιστορίας, γιατί τότε δεν διακυβεύτηκε μονάχα η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, αλλά – χωρίς υπερβολή – εκεί στα δύσβατα ηπειρωτικά βουνά – παίχτηκε η τύχη και το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας. Συνάμα όμως, ανοίχθηκε μια καινούρια σελίδα δόξας και μεγαλείου στην Ελληνική Ιστορία, με αποτέλεσμα το ηρωικό έπος του ’40 να είναι αδιαφιλονίκητα ο φάρος εκείνος, που φωτίζει τον δρόμο της ιστορικής μοίρας του Γένους των Ελλήνων.
Ένα το χελιδόνι / κι η Άνοιξη ακριβή, / για να γυρίσει ο Ήλιος, / θέλει δουλειά πολλή./ Θέλει νεκροί χιλιάδες νά ’ναι στους Τροχούς / θέλει κι οι ζωντανοί / να δίνουν το αίμα τους, γράφει ο μεγάλος του Γένους ποιητής, εμπνεόμενος και από όσα συγκλονιστικά και ο ίδιος έζησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο Αλβανικό μέτωπο.
Μόλις 77 χρόνια πριν – και όχι στο σκοτεινό βάθος κάποιων παρωχημένων αιώνων – ήταν που έλαμψε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου το μεγαλείο της πολεμικής ανδρείας του ελληνικού στρατού και λαού, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθεί από τις στρατιωτικές σχολές του κόσμου ολόκληρη η φιλοσοφία του πολέμου.
Για αυτό λοιπόν, είναι καθήκον μας να υπομιμνήσκουμε τα γεγονότα, που διαδραματίστηκαν κατά την ταραγμένη εκείνη εποχή στο πλαίσιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφενός, για να τα γνωρίζουν και οι νεότερες γενιές, ώστε να παραδειγματίζονται και να είναι έτοιμες στη δεδομένη στιγμή να φθάσουν και – εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλες – να ξεπεράσουν τους προγόνους τους, και αφετέρου, για να παίρνουμε -εμείς οι Έλληνες- από αυτά δύναμη και θάρρος, ώστε να αντιστεκόμαστε, όπως και στο παρελθόν, στους εχθρούς της φυλής και του Έθνους μας.
Παραμονές της κήρυξης του πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας ολόκληρη σχεδόν η ηπειρωτική Ευρώπη βρισκόταν κάτω από το χιτλερικό πέλμα. Μόνο η Αγγλία στον Βορρά και η Ελλάδα στον Νότο ήταν ακόμη ελεύθερες. Η κατάληψη της Αλβανίας το 1939 από τον Μουσολίνι αποκάλυψε τα ιταλικά σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Στις 03:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα, κόμης Γκράτσι, επέδιδε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ιωάννη Μεταξά, τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε το δικαίωμα να καταλάβει ο ιταλικός στρατός στρατηγικά σημεία της ελληνικής επικράτειας, με την επισήμανση πως, αν τα ιταλικά στρατεύματα συναντήσουν αντίσταση, αυτή θα καμπτόταν με τα όπλα και η ελληνική κυβέρνηση θα έφερε ακεραία την ευθύνη για τις συνέπειες. «ΟΧΙ» ήταν η απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, που εκείνη τη στιγμή ενσάρκωνε την ένδοξη και μακραίωνη ιστορία του ελληνικού Έθνους. «Ούτε λόγος μπορεί να γίνει για ελεύθερη διέλευση».
Ο ίδιος ο Ιταλός πρεσβευτής περιγράφει στα απομνημονεύματά του την τελευταία στιγμή της συνομιλίας του με τον Έλληνα Πρωθυπουργό ως εξής: « Ο Μεταξάς σηκώθηκε και δείχνοντάς μου πως η συνομιλία μας είχε τελειώσει, προσέθεσε: «Πολύ καλάֹ λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Υποκλήθηκα και ανεχώρησα χωρίς να ανταλλάξουμε μεταξύ μας χειραψία».
Όταν στις 05:30 το πρωί οι σειρήνες του πολέμου άρχισαν να ηχούν, ολόκληρος ο ελληνικός λαός ξέχασε μέσα σε μια στιγμή τις επιφυλάξεις του, τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις του προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό και συσπειρώθηκε για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Σαν μια γροθιά, με απαράμιλλο θάρρος κτυπούσε τον υπερόπτη και αλαζόνα Ιταλό εισβολέα.
Η αποκαλούμενη στα στρατιωτικά εγχειρίδια «Μάχη της Ελλάδος», που διήρκησε περισσότερο από 7 μήνες, προσγείωσε ανώμαλα τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι, ο οποίος, πριν από την επίθεση, κόμπαζε πως πρόκειται για έναν στρατιωτικό περίπατο ολίγων εικοσιτετραώρων. Ο ελληνικός στρατός της Αλβανίας με 14 μεραρχίες συνολικής δύναμης 240 χιλιάδων ανδρών κατόρθωσε να απωθήσει και να καθηλώσει βαθιά στην Αλβανία 28 ιταλικές μεραρχίες συνολικής δύναμης 563 χιλιάδων ανδρών. Η απόγνωση του Ιταλού δικτάτορα και οι συνεχείς εκκλήσεις του προς τον σύμμαχό του, Χίτλερ, για άμεση εμπλοκή του στον πόλεμο, έφεραν αποτέλεσμα. Στις 06 του Απρίλη του 1941 η Γερμανία, πριν ακόμη ξημερώσει, κτυπούσε με 1200 αεροπλάνα τον ελληνικό στρατό, που ήδη έδειχνε σημεία κόπωσης και που σε μερικές μέρες αναγκάστηκε σε υποχώρηση.
Στην Ελλάδα έμελλε τώρα να πορευθεί έναν νέο Γολγοθά, αυτόν της Γερμανικής Κατοχής. Η χώρα μοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς, στους Βουλγάρους και τους Ιταλούς. Όλοι οι πόροι ήταν στη διάθεση του κατακτητή και η πείνα εκμηδένιζε τον ελληνικό λαό, ο οποίος αναγκαζόταν να καταβάλλει στις κατοχικές δυνάμεις μεγάλα χρηματικά ποσά για τη συντήρησή τους. Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων της πείνας υπολογίζεται στις 300 περίπου χιλιάδες, ενώ άλλες 50 περίπου χιλιάδες – νέοι ως επί το πλείστον – άνθρωποι εκτελέσθηκαν από τους κατακτητές. Ωστόσο, και πάλι αντιστάθηκε σθεναρά ανατρέποντας τα σχέδια των κατακτητών.
Οι συνέπειες της λαμπρής αυτής νίκης του ελληνικού στρατού υπήρξαν καταστροφικές για τα σχέδια του Χίτλερ, που τότε ετοίμαζε πυρετωδώς την εκστρατεία του εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ίδιος ο Χίτλερ παραδέχεται πως η απροσδόκητη ήττα της συμμάχου του Ιταλίας ανάγκασε τη Γερμανία να επέμβει στην Ελλάδα καθυστερώντας κατά τρόπο καταστροφικό για τον γερμανικό στρατό την επίθεση κατά της Ρωσίας.
Αποδείχθηκε λοιπόν, για ακόμα μια φορά πως η Ελλάδα, σαν τον μυθικό Φοίνικα, ξεπερνώντας και αυτόν τον ίδιο τον εαυτό της, δεν έσβησε, δεν τρόμαξε, δεν λύγισε, δεν υπέκυψε στη βία και στη βαρβαρότητα, αλλά τόλμησε εκεί που οι άλλοι δεν τολμούσαν δίνοντας μαθήματα ηρωισμού και διδάσκοντας την ανθρωπότητα πως ελευθερία και Έλληνες ζυμώθηκαν μαζί. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, η σημερινή επέτειος ανήκει στα μεγάλα εκείνα γεγονότα, που νικούν τον χρόνο και που γίνονται φωτεινοί οδοδείκτες στον δρόμο των λαών. Δίδαξε διά του παραδείγματος ότι ένας λαός κερδίζει την ελευθερία του με όπλο του την αδάμαστη θέλησή του, καθώς και πως οι ψυχροί υπολογισμοί και συσχετισμοί των δυνάμεων δεν φέρνουν πάντα τη νίκη.
Σήμερα δυστυχώς τα διλήμματα για τον Ελληνισμό της Κύπρου μας είναι και πάλι τα ίδια. Ο Ασιάτης βάρβαρος εισβολέας καταπατεί με τη δύναμη των όπλων το 37% του εδάφους μας. Τα κατεχόμενα χωριά και οι πόλεις μας, οι εκκλησίες και οι τάφοι των προγόνων μας, τα βουνά και οι κάμποι μας περιμένουν την ημέρα εκείνη, που θα αποτινάξουμε τον κατακτητή, άξιοι συνεχιστές της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής λεβεντιάς. Ο Πενταδάκτυλος απέναντί μας, τουρκοπατημένος, αλλά βουβός και περήφανος, περιμένει από εμάς να τον απαλλάξουμε από τη μιαρή παρουσία του υπερφίαλου κατακτητή και να υψώσουμε ξανά στις πλαγιές του τη σημαία και τα λάβαρα του Έθνους μας. Επιτακτική συνεπώς προβάλλει η ανάγκη για ομοφωνία, ενότητα και κοινό αγώνα μέχρι να έλθει η ευλογημένη εκείνη ώρα, που θα κτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλα τα σκλαβωμένα χωριά μας μέχρι και το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στην εσχατιά της Χερσονήσου της Καρπασίας.
Συμπερασματικά, η σημερινή επέτειος μας διδάσκει πως η ελευθερία κερδίζεται με αγώνες και θυσίες και όχι με σκυμμένο κεφάλι και ατέρμονα αναμονή. Άλλωστε, «ο μαντατοφόρος των καιρών μας, προκειμένου να φέρει και πάλι σ’ αυτούς, που σήμερα γυρεύουν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο, το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας», αναμένει και προαπαιτεί από εμάς, τους Έλληνες της Κύπρου και ολόκληρου του Έθνους μας, να αποδείξουμε πως ξέρουμε και να αγωνιζόμαστε, ξέρουμε και να νικούμε. Ας επιβεβαιώσουμε λοιπόν και πάλι τον κανόνα που θέλει τους Έλληνες να τολμούν εκεί που οι άλλοι δεν τολμούν, έχοντας πάντοτε κατά νουν πως σε τούτη τη γη δεν αξίζει να παραμένει κι άλλο σκλαβωμένη στον βάρβαρο Ασιάτη, που περιφέρεται αλαζονικά στα ευρωπαϊκά σαλόνια παριστάνοντας τον εξευγενισμένο νεοσουλτάνο, που θέλει να γίνει μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Επίσης, με την ευκαιρία της σημερινής επετείου, ας ευχηθούμε στον υπερήφανο ελληνικό λαό, που δυστυχώς ακόμη ταλανίζεται στη δίνη της βαριάς οικονομικής κρίσης, γρήγορη ανάκαμψη και επιστροφή στην ανάπτυξη και την ευημερία. Ευχαριστίες αναμφίβολα οφείλονται τόσο στην ελληνική κυβέρνηση όσο και στον ελληνικό λαό, ως τους μόνους ανιδιοτελείς συμπαραστάτες μας, για την τόσο πολύτιμη και αναγκαία στήριξή τους στον αγώνα που διεξάγουμε για ελευθερία και επανένωση της ιδιαίτερής μας πατρίδας, Κύπρου. Οι ευνοϊκές συγκυρίες, οι οποίες δημιουργούνται με την ύπαρξη υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και το ευρύτερο πολιτικό και στρατηγικό περιβάλλον, το οποίο τείνει να επαναχαράξει τα σύνορα πολλών κρατών της περιοχής μας με παγκόσμιες επιπτώσεις, ας αποτελέσουν τον καταλύτη για μια δίκαιη επίλυση του εθνικού μας θέματος προς όφελος όχι μόνο όλων των νόμιμων κατοίκων της ιδιαίτερης μας πατρίδας, αλλά και για το συμφέρον της περιφερειακής ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας.
Χρυστάλλα Γεωργίου – Μέττα
Φιλόλογος – ΛΥΚΕΙΟ ΚΥΚΚΟΥ Α΄
πηγή: Εκκλησία Κύπρου
από www.dogma.gr
Tα Βυζαντινά Δημήτρια
Στέλιος Κούκος
Βυζαντινά Δημήτρια: Όταν η Θεσσαλονίκη γιόρταζε με την οικουμένη
26 Οκτωβρίου 2017
Τα Δημήτρια, η γιορτή του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, ήταν μια ξεχωριστή γιορτή για όλη την οικουμένη. Στη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρεται στο έργο «Τιμαρίων» που γράφτηκε τον 12ο αιώνα, «συγκεντρώνονται όχι μόνο ντόπιοι και από μια φυλή, αλλά απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και από κάθε εθνότητα – Έλληνες από κάθε τόπο, διάφορες φυλές Βουλγάρων, από αυτούς που κατοικούν ανάμεσα στο Δούναβη και τη Νότια Ρωσία, Ιταλοί, Καμπανοί, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Κέλτες, που ζουν πέρα από τις Άλπεις»!
Αλλά και οι κάτοικοι της πόλης ετοιμάζονταν από πολύ νωρίς για το φθινοπωρινό Πάσχα, το δικό τους Πάσχα, τη γιορτή του σωζόπολη Αγίου τους. Από τα μέσα Σεπτεμβρίου, που συμπίπτουν με τη γιορτή της Υψώσεως του Σταυρού η οποία αποτελεί και μέρα αυστηρής νηστείας, ξεκινούσε η φθινοπωρινή σαρακοστή και η πνευματική τους προετοιμασία.
Εν τω μεταξύ από όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης και με όλα τα μέσα της εποχής ξεκινούσαν οι προσκυνητές και οι έμποροι, για να βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη μία εβδομάδα τουλάχιστον πριν από τη γιορτή.
Τότε ακριβώς ξεκινούσε ουσιαστικά και το πανηγύρι των Δημητρίων, με τη λατρευτική Μεγάλη Εβδομάδα του Αγίου Δημητρίου, με ακολουθίες ανάλογες με της Μεγάλης Εβδομάδας της Ανάστασης. Μαζί μάλιστα με τη γιορτή του Αγίου είχε καθιερωθεί και ο συνεορτασμός της Θεοτόκου. Και τότε η πόλη γινόταν η ίδια μια οικουμένη, με άξιο καραβοκύρη τον νεαρό της πολιούχο -γιατί της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει τέτοιος καπετάνιος- και άξιους πηδαλιούχους τους λαμπρούς και μεγάλους της θεολόγους, τους αγίους, τους μητροπολίτες και τους εμπνευσμένους λογίους, που ήξεραν να τιμούν και να υμνούν τον προστάτη τους με λόγους, ύμνους και ωδές πνευματικές. Και έτσι γινόταν η Θεσσαλονίκη παγκόσμια πρωτεύουσα της φθινοπωρινής Λαμπρής.
Καλό φθινοπωρινό Πάσχα!
Η εισαγωγή για το αφιέρωμα με τον ομώνυμο τίτλο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία της Κυριακής» στις 26/9/2010.
πηγή:www.pemptousia.gr
Σοφία Βέμπο “Παιδιά της Ελλάδος παιδιά” Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940
Στη μνήμη των παππούδων μας που έδωσαν τη ζωή τους και πολέμησαν στο
ηρωικό Έπος του ΄40. Τιμή και δόξα!
Η αείμνηστη Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της Νίκης, ήταν ο άνθρωπος εκείνος
ο οποίος με τα πατριωτικά του τραγούδια, ύμνησε τους αγώνες και τις θυσίες
των Ελλήνων για την Ελευθερία και την Ειρήνη, κατά τον πόλεμο του 1940, πάνω στα
αλβανικά βουνά αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Αποτέλεσε πηγή δύναμης και θάρρους για τους Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό
μέτωπο τους οποίους εμψύχωνε για να συνεχίσουν τον αγώνα τους.
Ας τη θυμόμαστε κατά τις επετειακές αυτές ημέρες της 28ης Οκτωβρίου και ας ακούμε τη φωνή και τα τραγούδια της
που ύμνησαν την Ελλάδα μας.
πηγή www.youtube.com
Oι γυναίκες της Πίνδου στο Έπος του ΄40
- ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Στις ηρωικές γυναίκες της Πίνδου…
πηγή www.agiameteora.net
ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ!
(ένα συγκινητικό κείμενο της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ)
Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.
Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.
Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.
Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.
Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;
Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”.
Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.
Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.
Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;
Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…
Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…
– “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.
Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.
Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.
“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!
“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.
Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.
“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.
Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.
“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”,είπε σκεφτικά ο παπάς.
“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.
Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.
Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.
“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.
“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας.
“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.
“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελ-λίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.
Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.
Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν…
Aπό την άλωση της Πόλης το 1453 έως την Επανάσταση του 1821
Ένα χρήσιμο βίντεο για εκπαιδευτικούς σκοπούς το οποίο αναφέρεται
στην πορεία του Ελληνισμού από το 1453 έως το 1821. Αξιοποιείται αρκούντως
στα μαθήματα της Ιστορίας, της Λογοτεχνίας, της Φιλοσοφίας αλλά και στην
εφαρμογή καινοτόμων δράσεων στο σχολείο.
πηγή:www.youtube.gr
Παναγιωτακοπούλου Ειρήνη,φιλόλογος, Μ.Εd
Διδάσκει στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
- blogs.sch.gr
- Bυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
- Eθνικό και Ιστορικό Μουσείο Αθηνών
- http://www.ert-archives.gr
- Kέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μολάων Λακωνίας
- Moυσείο Μπενάκη
- Ασύγχρονη τηλεκπαίδευση
- Βιβλιοθήκη Εκπ.Λογισμικού ΕΛ/ΛΑΚ
- Δικτυακή πύλη sch.gr
- Εκπ/κό υποστηρικτικό υλικό
- Επιμόρφωση εκπαιδευτικών
- η ιστοσελίδα του 2oυ Γυμνασίου Αγίου Δημητρίου
- Ηλεκτρονικές κάρτες
- Ηλεκτρονική Διαχείριση Τάξης η-τ@ξη
- Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Θεοχαράκη
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- Ιστολόγιο Ομάδας ανάπτυξης blogs.sch.gr
- Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Αργυρούπολης
- Λύκειο των Ελληνίδων
- Μαθητική πύλη students.sch.gr
- Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
- Νέο Μουσείο της Ακρόπολης
- Παρθενώνας-Ακρόπολη
- Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών
- Υπηρεσία video ΠΣΔ
Πρόσφατα σχόλια