Η Ειρήνη Μάρρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ακολούθησε εμπορικές σπουδές και γαλλική φιλολογία. Από την εφηβεία της ήδη έκανε τις πρώτες εμφανίσεις στα γράμματα με δημοσιεύσεις κειμένων της, πεζών και ποιητικών, καθώς και μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Με την παιδική λογοτεχνία ασχολήθηκε συστηματικά μετά το 1972. Έγραψε παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θέατρο. Μετέφρασε Γάλλους συγγραφείς και μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις. Για πολλά χρόνια έγραφε και παρουσίαζε εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Δίδαξε λογοτεχνία και μυθοπλασία σε σχολεία και σε σεμινάρια. Πέθανε το 1998. «Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η «Το είχε βάλει….και παραμόνευε την ώρα»: Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών.
2η «Η κόρη του δασκάλου….ποιος ξέρει..»: Η κόρη του δασκάλου.
3η «Την κρίσιμη μέρα…με το τραγούδι»: Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή.
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Σύντομο αφήγημα, με γρήγορη εξέλιξη, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο, από τη ζωή του οποίου παρατηρούμε ένα σημαντικό γεγονός.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Κεντρικό θέμα αρχικά είναι ο αγνός, δειλός νεανικός έρωτας ενός μικρού παιδιού αλλά στη συνέχεια κυριαρχεί η δύναμη και η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οτιδήποτε άλλο.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο αγνός νεανικός έρωτας, η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης και γενικότερα η ανθρωπιά και η ευαισθησία.
ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Η δράση του κειμένου κινείται ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους, οι οποίοι ασκούν ψυχολογική πίεση στον βιοπαλαιστή. Από τη μια είναι η αγάπη του για την κόρη του δασκάλου, που είναι όμορφη και την ερωτεύεται. Από την άλλη είναι η αγάπη για την αδερφή του που τώρα μόλις αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Καθώς περιμένει να κοιμηθούν τα αδέρφια του, για πρώτη φορά την παρατηρεί. Του φαίνεται άχρωμη και άσχημη. Ως εδώ κυριαρχούσε ο έρωτας. Μόλις, όμως, παρατηρεί τα μάτια της συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια και η πολυκαιρία των ρούχων της τα κάνει ξεθωριασμένα. Τα γυμνά της πόδια κάνουν τη ζυγαριά της αγάπης να γείρει προς την αδερφή. Για την κόρη του δασκάλου, τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο. Η ζυγαριά έχει γείρει. Το οικογενειακό καθήκον και η αδερφική αγάπη βαραίνουν περισσότερο μέσα του. Έτσι κατακτά την ωριμότητα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ
Εργατικός, δραστήριος φιλότιμος, έντιμος και ικανός διαπραγματευτής. Αγαπά τη δουλειά του κι αυτό φαίνεται όταν τραγουδάει μαντινάδες και τραγούδια, ενώ δουλεύει. Είναι υπεύθυνος και γι’ αυτό τον εμπιστεύεται το αφεντικό του. Βοηθάει τη μητέρα του στις εργασίες και τη σέβεται. Δεν θέλει να κάνει κάτι χωρίς να την ενημερώσει και να συζητήσει μαζί της. Είναι αγνός και αθώος. Αν και είναι ερωτευμένος, παραμένει ντροπαλός και συνεσταλμένος και γι΄ αυτό δεν έχει το θάρρος να μιλήσει στο κορίτσι. Είναι αρκετά ώριμος για να καταλάβει τις ανάγκες της αδερφής του, την οποία αγαπά και συμπονά. Βλέπουμε ότι σταδιακά αρχίζει να ξεπερνά την παιδική ηλικία και να ωριμάζει (Για την κόρη του δασκάλου τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο).
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Η αδερφή του πρωταγωνιστή είναι ένα πλάσμα κουρασμένο (καταπονημένο), χωρίς την ομορφιά και τη χάρη της κόρης του δασκάλου. Τα μαλλιά της είναι δεμένα και τα ρούχα της φθαρμένα και ξεθωριασμένα Είναι μετρημένη και αμίλητη, περπατά σκυφτή, σιωπηλή και αφανής. Έτσι ήταν η εικόνα όλων των κοριτσιών της κατώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης. Η άλλη είναι όμορφη, καλοντυμένη και περπατά καμαρωτή, έχοντας επίγνωση της ανώτερης κοινωνικής της θέσης. Η αδερφή του δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, όπως η κόρη του δασκάλου. Η ζωή της είναι γεμάτη φτώχεια και χωρίς χαρές. Τα πόδια της είναι γυμνά καθώς φορά εξώφτερνα παπούτσια. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την άλλη. Ο πρωταγωνιστής, όταν τα συνειδητοποιεί αυτά, ξεχνά τον αρχικό σκοπό του.
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ
Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση της αδερφής, όταν έλαβε τα παπούτσια. Με πολλές μεταφορές (χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια…κ.α.) δίνει την ένταση της χαράς της. Τα γοβάκια είχαν μαγική δύναμη. Έγιναν πηγή ευτυχίας, αισιοδοξίας, γέλιου και έδωσαν χρώμα στην ως τότε άχρωμη και ξεθωριασμένη εμφάνιση αλλά και ζωή της αδερφής του πρωταγωνιστή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Α) ΕΝΔΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα)
Είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου ο ήρωας να αγοράσει το δέρμα και να κατασκευάσει τη λουστρίνια.
Β) ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ (σε ποια εποχή συνέβησαν όσα αναφέρει το διήγημα)
Δεν τον γνωρίζουμε. Τα γεγονότα συνέβησαν στο παρελθόν, ίσως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και τα παιδιά εργάζονταν από νωρίς για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
Το διήγημα ξεκινάει απότομα από τη μέση της ιστορίας in media res και στη συνέχεια ενημερωνόμαστε για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Όταν ξεκινάει η ιστορία δεν γνωρίζομε για ποιον μιλάει ο αφηγητής. Όσο προχωράει το διήγημα, οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά και αποκαλύπτεται το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο χαρακτήρας του, η οικονομική του κατάσταση, ο λόγος για τον οποίο θέλει τα παπούτσια, κ.τ.λ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Το διήγημα ξεκινά in media res, τη στιγμή που ο ήρωας συγκεντρώνει χρήματα να αγοράσει το κόκκινο λουστρινένιο δέρμα για τα παπούτσια.
Με αναδρομές στο παρελθόν, αναφέρεται ο χρόνος που το είχε δει και είχε σκεφτεί πως ήταν κατάλληλο για τα παπούτσια του κοριτσιού, η αγορά του δέρματος, η αναζήτηση του σχεδίου, η κατασκευή των παπουτσιών και η γνωριμία με την κόρη του δασκάλου.
Μετά τη σύλληψη του σχεδίου για τα γοβάκια, ακολουθούν προλήψεις(«θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ‘δινε, θα πηδούσε, θα χαιρότανε θα τον συμπάθαγε..»). Από την κρίσιμη μέρα που θα μιλήσει στη μητέρα του, ο χρόνος κυλάει γραμμικά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Είναι τριτοπρόσωπος, παντογνώστης και με τη φωνή του επικαλύπτει τις φωνές των άλλων ηρώων. Δεν συμμετέχει στη δράση. Απλώς παρακολουθεί και μεταφέρει όσα συμβαίνουν στον αναγνώστη.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή και περιγραφές που και πάλι δίνονται από τον αφηγητή (του λουστρινιού, της αδερφής κ.τ.λ.). Απουσιάζει τελείως ο διάλογος.
ΓΛΩΣΣΑ
Είναι απλή δημοτική, λιτή και με πολλές καθημερινές εκφράσεις (το είχε βάλει στο μάτι, είχε κάνει κουμάντο κ.λπ). Επίσης, υπάρχει ειδικό λεξιλόγιο με λέξεις σχετικές με το επάγγελμα του τσαγκάρη (κοπίδι, καλαπόδι κ.α.).
ΥΦΟΣ
Είναι απλό, λιτό, συγκινητικό και διδακτικό.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Μεταφορές (ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του), επαναλήψεις (σκιά…σκιές…σκιά..), υπερβολή (που όμοιά τους δεν φορέθηκαν ποτέ), εικόνες οπτικές, απτικές 9δηλαδή αφής), κινητικές, οπτικοακουστικές.
ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Εναλλάσσονται σε ανοιχτό (η αγορά δέρματος, το σεργιάνι της κόρης του δασκάλου) και κλειστό (το σπίτι,το τσαγκαράδικο, το σπίτι του δασκάλου).
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ TΣΑΓΚΑΡΗ
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλαιότερα όμως ο τσαγκάρης κατασκεύαζε τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα λεπτά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες (δηλαδή μεγάλες βελόνες), σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Παγωτατζής , γανωτής ή γανωματής, λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός, εφημεριδοπώλης, σαμαρτζής ή σαμαράς, αλμπάνης (από το τουρκικό nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής), βαρελάς , αγωγιάτης, ντελάλης, καλαθάς, γανωτής , ομπρελάς, καρεκλάς, ξυλοκόπος, ρετσινοσυλλέκτης, εργάτης σε καμίνι.
Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους — γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά είταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεωμένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κι έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κι οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, αφήναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός — ο πατέρας.
Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοίταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτια του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ’γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.
— Και πώς τα πήγε;
— Αψύ παιδί… Και φιλότιμο.
Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του για να κρύψει το χαμόγελο.
— Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.
— Τη φοράδα — όχι… Μην τον αφήσεις.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.
— Και τί να του κάνω;… Όλη μέρα ασταμάτητα… Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.
— Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις… Και τα κατάφερε ο κερατάς;
— Όλα για σένα… Να σ’ ευχαριστήσει.
— Και το πουλάρι;
— Ε, τί θέλεις εσύ; Από πίσω κι αυτό.
— Κι αλωνίζει κι αυτό;
— Παίζει, μωρέ.
Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά είταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα μα δεν είπε τίποτα. Έκατσε να φάει και πάλι δε ρώτησε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του — συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε — περίμενε.
— Και πώς τα πήγατε;
Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.
— Και πότε λες να τελειώσετε;
— Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;
Σώπασαν.
— Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.
— Για το δρόμο;
— Είπαν, θέλουν και κάρα… Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο…
— Και στ’ αλώνι;
Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.
— Το πουλάρι.
— Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;
— Θα βαστάξει, βαστάει αυτό…
— Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο… κι ακαλλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα… Αυτό είναι να παίζει μονάχα…
— Δε θα παίζει όλο τον καιρό…
— Και ζάπι — ποιος θα το κάνει;
— Από μένα καλύτερα αυτός.
Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ’σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.
Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ’βγαζε έξω. Το ’παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ’κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ’δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ’παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.
— Να το καβαλήσω, πατέρα;
— Όχι ακόμα, είναι μικρό…
— Αυτό, πατέρα;
— Σε σκότωσα, κερατά.
Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες — γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα, και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί — βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότε στην πόρτα, κοίταζε γύρω — πού χαθήκανε πάλι;
— Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του — τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.
Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τούς έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ’σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.
— Κοίτα, πατέρα…
— Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.
— Εγώ, πατέρα;
— Σιγά να το πας… Είναι αμάθετο ακόμα…
Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο — το δέχτηκε. Το ’δεσε στο στυλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στενοχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του — χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.
— Άιντε, Στέργιο…
Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε — δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.
— Κοίτα, Στέργιο… Πόσα δεμάτια… Και ποιος θ’ αλωνίσει;
Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά — ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν και ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.
Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το ’χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε…
Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.
— Έλα, Στέργιο μου… έλα.
Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.
— Άιντε, Στέργιο… Στέργιο μου…
Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.
— Στέργιο… Στέργιο… Κοίτα, πατέρα.
Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.
— Άιντε, Στέργιο…
Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε —σκοινιά, λουριά το πνίξαν— απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί —δυο βαθιές χαρακίλες— κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ’τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ’σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.
Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.
— Άιντε, Στέργιο.
Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.
— Έι χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.
Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.
[πηγή: Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι. Διηγήματα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 151-157]
Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.
O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:
Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.
O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.
Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!
Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.
— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.
Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…
O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…
O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.
Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.
Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.
Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.
Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».
Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.
Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.
O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:
Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:
Κωσταντή Μακάριτς.
Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.
Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.
Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.
Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…
*ροκάνα: είδος ξύλινου κρόταλου που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο *γουλιανός: ψάρι των γλυκών νερών *τρικέρης: με τρία κέρατα (χαρακτηρισμός του διαβόλου) *καπίκι: ρωσικό νόμισμα *τρόικα: ρωσικό έλκηθρο που το σέρνουν τρία άλογα
Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
5
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45
Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
50
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
75
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
μπάλσαμο, καρυοφύλλι: μυριστικά φυτά του κήπου.
ΠΗΓΕΣ
Βιογραφικά: Ηλεκτρονικός άτλαντας ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας
Όταν το ρήμα της πρότασης είναι είτε ενεργητικής διάθεσης 1 και αμετάβατο είτε ουδέτερης ή παθητικής διάθεσης, το κατηγόρημα περιλαμβάνει μόνο τον ρηματικό τύπο Ὁ παῖς ὑπνώττει / Το παιδί παίζει.
περιφραστικό
συνδετικό ρήμα + κατηγορούμενο
Όταν το ρήμα της πρότασης είναι συνδετικό (εἰμί, γίγνομαι, φαίνομαι κ.ά.) παθητικής ή ουδέτερης διάθεσης, το κατηγόρημα περιλαμβάνει τον ρηματικό τύπο και το κατηγορούμενο, έναν όρο που δηλώνει μια ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. Ὁ χρησμὸς σαφής ἐστι / Το παιδί είναι ήσυχο.
Όταν το ρήμα της πρότασης είναι ενεργητικό μεταβατικό, το κατηγόρημα περιλαμβάνει τον ρηματικό τύπο και το αντικείμενο, έναν όρο που δηλώνει το πρόσωπο, ζώο ή πράγμα στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος, π.χ. Σὺ μὴ ἐλπίσῃς ταῦτα / Εσύ μην ακούς τους άλλους.
Μερικά ενεργητικά μεταβατικά ρήματα χρειάζονται δύο αντικείμενα, για να αποδώσουν ολοκληρωμένο νόημα (δίπτωτα ρήματα)· για τον λόγο αυτό το κατηγόρημα των προτάσεων αυτών περιλαμβάνει και δύο αντικείμενα, π.χ. Διηγήσομαι ὑμῖν μῦθον / Η Πολιτεία παρέχει κίνητρα στους επιχειρηματίες.
Όταν το ρήμα της πρότασης είναι ενεργητικό μεταβατικό και σημαίνει «αποκαλώ», «θεωρώ», «εκλέγω», «μετατρέπω (κάτι σε κάτι άλλο)», το κατηγόρημα εκτός από τον ρηματικό τύπο περιλαμβάνει και το αντικείμενο και το κατηγορούμενο του αντικειμένου, π.χ. Οἱ Ἀθηναῖοι εἵλοντο Περικλέα στρατηγόν / Ο διευθυντής με αποκάλεσε ασυνεπή.
Παρατηρήσεις
Υποκείμενο
1. Το υποκείμενο μιας πρότασης βρίσκεται με την ερώτηση, «ποιος / ποια / ποιο + ρήμα». Ἀλέξανδρος τοὺς στρατιώτας συνήγαγε. 2. Ως υποκείμενο μιας πρότασης είναι δυνατόν να τεθούν: ουσιαστικά, αντωνυμίες, επίθετα, μετοχές, αριθμητικά, απαρέμφατα, δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις κ.ά. 3. Το ρήμα συμφωνεί με το υποκείμενο της πρότασης (όταν αυτό είναι πτωτικό) στο πρόσωπο και στον αριθμό. Εξαίρεση αποτελεί η αττική σύνταξη, που χαρακτηρίζει κυρίως την ιωνική-αττική διάλεκτο. Όταν το υποκείμενο της πρότασης είναι ουδέτερο πληθυντικού αριθμού, το ρήμα τίθεται στο γ΄ ενικό αντί του γ΄ πληθυντικού, π.χ. τὰ παιδία παίζει.
Κατηγορούμενο
1. Το κατηγορούμενο αποδίδει μία ιδιότητα στο υποκείμενο (ή στο αντικείμενο) με τη μεσολάβηση ενός συνδετικού ρήματος (εἰμί, γίγνομαι, φαίνομαι, διατελῶ, διάγω κ.ά.). Το εντοπίζουμε με την ερώτηση «τι (λογής) + ρήμα;».
Ἡ πόλις ἀνάστατος ἐγένετο. 2. Το κατηγορούμενο είναι συνήθως επίθετο. Ως κατηγορούμενο σε μια πρόταση είναι δυνατόν, επίσης, να τεθούν: ουσιαστικά, αντωνυμίες, μετοχές, αριθμητικά, απαρέμφατα, δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις (κυρίως αναφορικές) κ.ά. 3. Το κατηγορούμενο, όταν είναι επίθετο, συμφωνεί με το υποκείμενο ή το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση, π.χ. Καὶ ἦν ἡ μάχη καρτερά. Όταν είναι ουσιαστικό, συμφωνεί υποχρεωτικά στην πτώση και ενδεχομένως στον αριθμό και στο γένος, π.χ. Τὰ δὲ Κύθηρα νῆσός ἐστιν. Μερικές φορές τίθεται στο ουδέτερο γένος, π.χ. Καλὸν ἡ σωφροσύνη, ἀλλ’ ἐπίπονον, ή σε γενική (κατηγορηματική), π.χ. Ὁ θρόνος τοῦ μεγάλου βασιλέως χρυσοῦ ἦν.
Αντικείμενο
1. Με αντικείμενο συντάσσονται τα ενεργητικής διάθεσης μεταβατικά ρήματα, όσα δηλαδή δε δηλώνουν απλώς ότι το υποκείμενο ενεργεί, αλλά και ότι η ενέργειά του μεταβαίνει σε ένα άλλο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. 2. Το αντικείμενο βρίσκεται σε μία από τις πλάγιες πτώσεις (γεν., δοτ., αιτ.), ποτέ σε ονομαστική. Το εντοπίζουμε με την ερώτηση «ποιον / ποιαν / τι + ρήμα;».
Κλέαρχος τοὺς στρατιώτας συνήγαγε.
3. Στα δίπτωτα ρήματα το δεύτερο αντικείμενο το εντοπίζουμε με την ερώτηση «σε / με / για / από ποιον ή τι + ρήμα;».
Ἔπαυσαν Τιμόθεον τῆς στρατηγίας: από τι ἔπαυσαν Τιμόθεον; → (από τη στρατηγία) τῆς στρατηγίας → αντικείμενο. 4. Μερικά ρήματα άλλες φορές λειτουργούν ως μεταβατικά και άλλοτε ως αμετάβατα. Συγκρίνετε, π.χ., στη ν.ε.:
Μη μου μιλάς! Σκέφτομαι… (αμετάβατη χρήση), αλλά: Ο παππούς σκεφτόταν πάντα με νοσταλγία το χωριό (μεταβατική χρήση).
Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο –Ο Εθνικός Διχασμός
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος δίχασε την ελληνική ηγεσία και κοινωνία.
Ποια ήταν η θέση του Βενιζέλου και ποιοι την υποστήριζαν;
Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που θεωρούσε ότι οι Αγγλογάλλοι θα επικρατούσαν, έκρινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με την Αντάντ
α) για να διαφυλάξει τα κέρδη της από τους βαλκανικούς πολέμους αλλά και β) να διευρύνει τα σύνορά της.
Η θέση αυτή υποστηριζόταν α) από μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων, που εμπνέονταν από τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά και β) από τη μεγαλοαστική τάξη, ιδίως της Διασποράς, που προσδοκούσε να ενταχθεί σε μια μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα.
Ποια ήταν η θέση του Κωνσταντίνου και ποιοι την υποστήριζαν;
Ήθελε συμμαχία Ελλάδας και Κεντρικών Δυνάμεων, αλλά, επειδή στο πλευρό τους είχαν ταχθεί η Οθωμανική αυτοκρατορία και Βουλγαρία, υποστήριξε τη «διαρκή ουδετερότητα», που εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τη γερμανική πολιτική.
Τις απόψεις του υποστήριζαν α) τα μικροαστικά στρώματα και β) τμήματα των λαϊκών τάξεων.
Πώς εξελίχθηκε η σύγκρουση Βενιζέλου-Κωνσταντίνου;
Ο Βενιζέλος έκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να πάρει μέρος στην επιχείρηση της Αντάντ να καταλάβει τα Δαρδανέλια (Φεβρουάριος 1915).
Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε και ο πρωθυπουργός παραιτήθηκε.
Ακολούθησαν εκλογές (Μάιος 1915) στις οποίες νίκησε ο Βενιζέλος, αλλά αναγκάστηκε εκ νέου να παραιτηθεί όταν κήρυξε την Ελλάδα σε επιστράτευση και ο βασιλιάς διαφώνησε και πάλι.
Έγιναν νέες εκλογές από τις οποίες προέκυψε κυβέρνηση απολύτως πιστή στα ανάκτορα.
Υπό ποιες συνθήκες εμπλέκεται η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Η Αντάντ αποβίβασε στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915 για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη γερμανική επιρροή στα Βαλκάνια.
Η Βουλγαρία επιτέθηκε στη Σερβία.
Γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Α. Μακεδονία το Μάιο του 1916.
Οι ελληνικές δυνάμεις δεν αντέδρασαν και το Δ΄ Σώμα Στρατού μεταφέρθηκε αιχμάλωτο στη Γερμανία.
Τι ήταν οι Επίστρατοι; Τι ήταν το κίνημα της Εθνικής Άμυνας;
Επίστρατοι: μια φιλοβασιλική παραστρατιωτική οργάνωση με 200.000 περίπου μέλη που αποτελούνταν από εφέδρους, που απολύονταν ύστερα από την απαίτηση της Αντάντ για αφοπλισμό των ελληνικών δυνάμεων και με εντολή του βασιλιά οργανώνονταν σε συνδέσμους (Ιούνιος 1916).
Εθνική Άμυνα: οργάνωση που δημιούργησαν βενιζελικοί και προχώρησε σε κίνημα στη Θεσσαλονίκη (Αύγουστος 1916), με αίτημα την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Ποια ήταν η αντίδραση του Βενιζέλου σε αυτές τις εξελίξεις;
Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης: Ο Βενιζέλος εγκατέστησε Προσωρινή Κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και συγκέντρωσε ελληνικά στρατεύματα για να πολεμήσουν στο πλευρό της Αντάντ.
Τι ήταν ο Εθνικός Διχασμός;
Έτσι ονομάστηκε η διαίρεση της χώρας, το καλοκαίρι του 1916, σε δύο αντίπαλα κέντρα εξουσίας, το «κράτος των Αθηνών» υπό τον Κωνσταντίνο και το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό το Βενιζέλο. Ήταν η πρώτη εμφύλια σύγκρουση στην Ελλάδα του 20ου αιώνα.
Σε ποιες ενέργειες προχώρησε η Αντάτ μετά από όλες αυτές τις εσωτερικές εξελίξεις;
Η Αντάτ επεδίωξε ανεπιτυχώς να καταλάβει την Αθήνα, αλλά τα συμμαχικά στρατεύματα αποκρούστηκαν από δυνάμεις πιστές στον βασιλιά.
Το Νοέμβριο του 1916 το «κράτος των Αθηνών» προχώρησε σε άγριες διώξεις βενιζελικών με τουλάχιστον 35 νεκρούς.
Η Αντάντ, έπειτα, κατέλαβε τον Πειραιά, επέβαλε αυστηρό αποκλεισμό στην Παλαιά Ελλάδα και απαίτησε την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, ο οποίος εγκατέλειψε την Ελλάδα τον Ιουν. του 1917.
θ) Πότε ενοποιείται ξανά η Ελλάδα και μπαίνει στον Α΄Παγκόσμιο πόλεμο; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Ο Βενιζέλος ήρθε στην Αθήνα, επανέφερε τη Βουλή που είχε σχηματιστεί το Μάιο του 1915 (Βουλή των Λαζάρων) και σχημάτισε νέα κυβέρνηση.
Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις και συμμετείχε ως σύμμαχος της Αντάντ στις τελευταίες μάχες στη Μακεδονία.
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Έφεδρος:στρατιώτης ή βαθμοφόρος που δεν ανήκει στο στρατό σε καιρό ειρήνης, αλλά καλείται στα όπλα σε περίπτωση ανάγκης. (https://el.wiktionary.org)
α)Αν το ρήμα αρχίζει από ένα ή δύο σύμφωνα εκ των οποίων το πρώτο είναι άφωνο (π,β,φ,κ,γ, χ,τ,δ,θ) και το δεύτερο υγρό (λ,ρ) ή ένρινο(μ,ν), κάνω αναδιπλασιασμό δηλαδή επανάληψη του πρώτου συμφώνου με ένα -ε:
π.χ. πράττω …. πέπραχα.
ΠΡΟΣΟΧΗ: αν το ρήμα αρχίζει από φ ή χ ή θ (δασέα σύμφωνα), κατά τον αναδιπλασιασμό το πρώτο σύμφωνο τροποποιείται ως εξής:
το φ γίνεται π πχ φεύγω … πέφευγα
το χ γίνεται κ πχ χορεύω … κεχόρευκα
το θ γίνεται τ πχ θύω … τέθυκα
β) Αν το ρήμα αρχίζει από τρία σύμφωνα ή από δύο σύμφωνα, (από τα οποία το πρώτο δεν είναι άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο, π.χ. κτ- πτ- σπ- σκ-) ή από ρ ή από διπλό σύμφωνο (ξ, ψ, ζ), τότε μπαίνει μπροστά συλλαβική αύξηση δηλαδή ένα ε-, όπως στον παρατατικό. Για παράδειγμα:
στρατεύω …. εστράτευκα,
σπουδάζω….. εσπούδακα,
ῥίπτω ……… έρριφα
ζητώ …………έζήτηκα
ΠΡΟΣΟΧΗ :Αν το ρήμα αρχίζει από ρ– στον παρακείμενο, εκτός από συλλαβική αύξηση (=ε), διπλασιάζει το ρ π.χ. ρίπτω…. έρριφα
γ)Αν το ρήμα αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο, τότε παίρνει χρονική αύξηση, δηλαδή γίνονται αλλαγές όπως και στον παρατατικό: το α και το ε …η, το ο….ω, το οι…ω, το αι και το ει …η, το ευ και το αυ… ηυ . Για παράδειγμα:
οικίζω … ώκικα
άγω ….. ήχα
Β)ΤΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ;
Ανάλογα με το χαρακτήρα του ενεστώτα, η κατάληξη γίνεται –κα ή –χα ή –φα ως εξής:
Χαρακτήρας ενεστώτα: φωνήεν ή δίφθογγος κατάληξη παρακειμένου: -κα
Χώρες που συμμετείχαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (κόκκινο: Κεντρικές Δυνάμεις, μπλε: Αντάντ και σύμμαχοί της)
Τα αίτια, η έκρηξη και τα μέτωπα του Α‘ Παγκόσμιου πολέμου
Ποια ήταν τα αίτια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου;
Η έκρηξη του Α‘ Παγκόσμιου πολέμου ήταν αποτέλεσμα της ταυτόχρονης δράσης τριών κυρίως παραγόντων: του ιμπεριαλισμού, του εθνικισμού και του μιλιταρισμού.
Ο ιμπεριαλισμός δηλαδή η πολιτική επέκτασης των βιομηχανικά αναπτυγμένων κρατών σε βάρος άλλων κρατών, υπήρξε η κυριότερη αιτία του πολέμου. Καταλυτικός παράγοντας στάθηκε η επιθετική προσπάθεια της ταχύτατα αναπτυσσόμενης Γερμανίας να καλύψει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες, καύσιμα και αγορές μέσω της αναδιανομής (ξαναμοιράσματος) του παγκόσμιου πλούτου και των αποικιών. Η πολιτική αυτή την έφερε γρήγορα αντιμέτωπη με τη Βρετανία και τη Γαλλία, τις χώρες που έλεγχαν τότε τις περισσότερες και πλουσιότερες αποικίες.
Ο εθνικισμός δηλαδή η ιδεολογία που διαχωρίζει τους ανθρώπους βάσει της εθνικότητάς τους υποβαθμίζοντας τους πολίτες άλλων εθνικοτήτων, έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην ωρίμανση των συνθηκών που οδήγησαν στον πόλεμο. Οι λαοί της Ευρώπης δεν επιθυμούσαν τον πόλεμο, αλλά δεν ήταν, όμως, και διατεθειμένοι να καταπνίξουν τα εθνικά τους αισθήματα για να διατηρηθεί η ειρήνη.
Ο μιλιταρισμός (ο υπερτονισμός των στρατιωτικών αξιών) ενισχυόταν διαρκώς, επιταχύνοντας την πορεία προς τον πόλεμο. Η ανάπτυξη της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας και η στρατιωτική ενίσχυση της Γερμανίας ώθησαν και τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις στην κλιμάκωση των στρατιωτικών εξοπλισμών. Παράλληλα, όλο και πιο πολλές φωνές τόνιζαν τη σημασία και την αξία του πολέμου ως μέσου επίλυσης των διεθνών διαφορών.
Ποια ήταν τα αντίπαλα στρατόπεδα;
Κεντρικές Δυνάμεις ή Τριπλή συμμαχία: Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία.
Εγκάρδια συνεννόηση ή Αντάντ: Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία.
Ποια ήταν η αφορμή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου;
Η αφορμή για την κήρυξη του πολέμου δόθηκε όταν στο Σεράγεβο της Βοσνίας δολοφονήθηκε ο διάδοχος του αυστριακού θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος από ένα νεαρό Σέρβο εθνικιστή (Ιούνιος 1914). Σχεδόν αμέσως η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία (Ιούλιος 1914). Η Ρωσία και η Γαλλία εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους στη Σερβία, ενώ η Γερμανία τάχθηκε στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια έγιναν συνολικά εξήντα κηρύξεις πολέμων. Αυτός ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος ή Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε αργότερα.
ΜΕΤΩΠΑ Α΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ποια ήταν τα κύρια μέτωπα; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Δυτικό μέτωπο: Γερμανία // Γαλλία, Βρετανία.
Ανατολικό μέτωπο: Γερμανία //Ρωσία.
Βαλκανικό μέτωπο: Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία // Σερβία, Ελλάδα.
Ποιες ανακατατάξεις έγιναν στις συμμαχίες κατά τη διάρκεια του πολέμου ; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Κεντρικές Δυνάμεις:
Τον Οκτώβριο του 1914 μπήκε στο πλευρό τους η Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το 1915 συμμάχησε μαζί τους και η Βουλγαρία και μαζί κυριάρχησαν στα Βαλκάνια.
Αντάντ:
Οργάνωσε επιχείρηση κατάληψης των Δαρδανελίων, για να ανοίξει τα Στενά και να βοηθήσει τη Ρωσία. Αποκρούστηκε όμως από τον τουρκικό στρατό.
Αποβίβασε στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, μεταφέροντας τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Συμμάχησε μαζί της η Ιταλία, εγαταλείποντας τους συμμάχους της, γιατί έλαβε υποσχέσεις για εδαφικά ανταλλάγματα.
Ποιες ήταν οι επιχειρήσεις του 1916; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Μεγάλη επίθεση της Γερμανίας το Φεβρουάριο του 1916 στο Βερντέν.
Γαλλοβρετανική επίθεση στο Σομ. Μάθετε λεπτομέρειες για την τρομερή αυτή μάχη πατώντας εδώ.
Ποια ήταν η καμπή του 1917; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Γαλλία: αναπτύχθηκε ισχυρό σοσιαλιστικό αντιπολεμικό κίνημα και εκδηλώθηκαν ανταρσίες στο μέτωπο που καταπνίγηκαν.
Ρωσία: εκδηλώθηκε η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και η κομμουνιστική κυβέρνηση, αφού σύναψε συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία, αποσύρθηκε από τον πόλεμο.
ΗΠΑ: συμμάχησαν με την Αντάντ τον Απρίλιο του 1917 και συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη της.
Ελλάδα: τον Ιούνιο του 1917 εισήλθε στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ.
Ποιο ήταν το τέλος και ο απολογισμός του πολέμου;
Το φθινόπωρο του 1918, οι Κεντρικές Δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους άρχισαν να συνθηκολογούν. Στη Γερμανία ξέσπασε σοσιαλιστική επανάσταση που ανέτρεψε τον κάιζερ (= αυτοκράτορα) και έφερε στην εξουσία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.
Ο πόλεμος άφησε πίσω του περίπου 8.000.000 νεκρούς, περίπου 20.000.000 τραυματίες και τεράστιες υλικές καταστροφές. Η Ευρώπη έβγαινε από αυτόν αλλαγμένη, εξαντλημένη και με την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία της κλονισμένη.
Για να δείτε ένα χρονολόγιο του Α΄Παγκοσμίου πολέμου πατήστε εδώ.
Πατήστε εδώ για να δείτε ένα διαδραστικό χάρτη των συμμαχιών του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου και τα μέτωπα του πολέμου.
α) Οι διώξεις των Νεότουρκων σε βάρος των αλλοεθνών πληθυσμών.
β) Η αναζωπύρωση των εθνικών αισθημάτων των άλλων βαλκανικών λαών.
γ) Oι ανταγωνισμοί μεταξύ των Δυνάμεων (ενέργειες Γερμανίας, Ιταλίας, Αυστροουγγαρίας που πλήττουν τα συμφέροντα των άλλων δυνάμεων).
Ποια ήταν η στάση του Βενιζέλου;
Αρχικά, η πολιτική του Βενιζέλου ήταν κατευναστική.
Έπειτα, από την άνοιξη του 1911, ο Βενιζέλος ακολούθησε την τακτική της βαλκανικής συνεννόησης.
Τέλος, την άνοιξη του 1912, υπογράφονται συνθήκες συμμαχίας μεταξύ των βαλκανικών κρατών.
Ποιοι ήταν σύμμαχοι και ποιος ο αντίπαλος στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο;
Στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, σύμμαχοι ήταν η Σερβία, η Βουλγαρία, η Ελλάδα και το Μαυροβούνιο. Οι συνθήκες συμμαχίας υπογράφτηκαν την άνοιξη του 1912. Αντίπαλος ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ποιοι ήταν οι σύμμαχοι στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο;
Η Ελλάδα συμμάχησε με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας.
Ο Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1912-ΜΑΙΟΣ 1913)
Α΄ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ποια ήταν η αφορμή του πολέμου;
Η άρνηση του Σουλτάνου να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις υπέρ των βαλκανικών εθνοτήτων τον Οκτώβριο του 1912.
Ποιες ήταν οι στρατιωτικές εξελίξεις (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Ο ελληνικός στρατός, με αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, προέλασε στη Μακεδονία.
Οι Σέρβοι κατέλαβαν τα Σκόπια, το Μοναστήρι και το Δυρράχιο.
Οι Βούλγαροι έφτασαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη, κατέλαβαν τη Δ. Θράκη και την Α. Μακεδονία και κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλονίκη.
Παρά τις αντιρρήσεις του Κωνσταντίνου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου 1912.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1913 καταλήφθηκαν τα Ιωάννινα.
Με επικεφαλής το ναύαρχο Κουντουριώτη ο ελληνικός στόλος κατέλαβε τα νησιά του Β. και Α. Αιγαίου και ανάγκασε τον τουρκικό στόλο να κλειστεί στα Στενά.
Με ποια συνθήκη τελειώνει ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος;
Τελειώνει με τη συνθήκη του Λονδίνου 17 Μαΐου 1913. Με αυτήν:
α) Η Οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά-βαλκανικά εδάφη της.
β) Το μέλλον των νησιών του Β.Α. Αιγαίου και της χερσονήσου του Αγίου Όρους και το καθεστώς της Αλβανίας θα καθοριζόταν από τις Δυνάμεις. (29 Ιουλίου 1913 με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων γίνεται ανεξάρτητο κράτος η Αλβανία)
γ) Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή και διοίκηση.
Πότε και πού έγινε η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄;
Έγινε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξαν υπόνοιες ότι ήταν έργο της Γερμανίας.
Ο Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (ΙΟΥΝΙΟΣ-ΙΟΥΛΙΟΣ 1913)
Β΄ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ποιες ήταν οι αιτίες του Β΄ Βαλκανικού πολέμου;
α)Οι εκκρεμότητες που άφηνε η συνθήκη του Λονδίνου.
β) Η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των βαλκανικών κρατών.
γ)Οι υπερβολικές απαιτήσεις της Βουλγαρίας.
Με ποια χώρα συμμάχησε η Ελλάδα;
Η Ελλάδας συμμάχησε με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας.
Β) Ποιες ήταν οι στρατιωτικές εξελίξεις στη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού;(ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη.
Οι Σέρβοι σημείωσαν επιτυχίες στη Δ. Μακεδονία.
Οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία.
Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη στην Α. Θράκη.
ΕΝΟΤΗΤΑ 30
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ
Με ποια συνθήκη τελειώνουν οι βαλκανικοί πόλεμοι;
Τελείωσαν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Ποιο ήταν το περιεχόμενο της συνθήκης του Βουκουρεστίου;
Η Ελλάδα εξασφάλισε:
α) το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας,
τη νότια Ήπειρο,
β)σημαντικά νησιά στο Β. και Α. Αιγαίο (Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία),
γ) την Κρήτη.
Τα εδάφη αυτά ονομάστηκαν Νέες Χώρες.
Η Σερβία κέρδισε ένα σημαντικό τμήμα της Β. Μακεδονίας.
Η Βουλγαρία πήρε το μεγαλύτερο μέρος της Δ. Θράκης.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία ανέκτησε την Α. Θράκη.
Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό ιταλικό έλεγχο.
Η Β. Ήπειρος, περιοχή με σημαντική παρουσία ελληνικών πληθυσμών, παραχωρήθηκε στην Αλβανία με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (4-12-1913).
Ποια ήτaν τα αποτελέσματα των βαλκανικών πολέμων για την Ελλάδα;
Α) Διπλασίασε σχεδόν τα εδάφη της και τον πληθυσμό της.
Β) Δημιουργήθηκαν θετικές προοπτικές, καθώς προστέθηκαν πόλεις που ήταν ακμαία οικονομικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καβάλα, Μυτιλήνη, Χίος, Ηράκλειο της Κρήτης).
Γ) Προέκυψε το πρόβλημα της αφομοίωσης των Νέων Χωρών με την ισχυρή παρουσία μουσουλμανικών και σλαβικών πληθυσμών.
Ποιες μεταρρυθμίσεις προχώρησαν στον πολιτικό τομέα;
Στον πολιτικό τομέα συνεχίστηκαν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν ξεκινήσει πριν από το 1912 από τις κυβερνήσεις Βενιζέλου:
α) αναγνώριση εργατικών σωματείων
β) ασφάλιση των εργαζομένων και καθιέρωση της οκτάωρης εργασίας
γ) ίδρυση αγροτικών συνεταιρισμών
Ποια σημαντικά εθνικά ζητήματα παρέμεναν ανοιχτά στην εξωτερική πολιτική;
α) Οι ελληνικές διεκδικήσεις στη Β. Ήπειρο.
β) Η άρνηση του Σουλτάνου να δεχτεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά
του Β. και Α. Αιγαίου.
γ) Η ύπαρξη πυκνών ελληνικών πληθυσμών στη Θράκη και τη Μ. Ασία που συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από τον οθωμανικό ζυγό.
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ (1922-1998)
Η Λιλή Ζωγράφου γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φυλακίστηκε, ενώ ήταν έγκυος, για αντιστασιακή δράση και γέννησε στη φυλακή. Μετά την απελευθέρωση, εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Τη διετία 1953-1954, έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση του δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή από νουβέλες «Αγάπη».Το πιο γνωστό έργο της είναι το μυθιστόρημα «Η Συβαρίτισσα» με έντονα αυτοβιογραφικό χρώμα. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά της ξεχωρίζουν η άψογη αφηγηματική πλοκή, το καλλιεργημένο λογοτεχνικό ύφος και η ενδιαφέρουσα θεματολογία που καλεί τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην αναζήτηση λύσεων. Το μυθιστόρημά της «Η αγάπη άργησε μια μέρα»(1994) γυρίστηκε σε σειρές στην ελληνική τηλεόραση.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η: «Μια στρίγκλα….τόση ερημιά» Ενοχέςγια τον θάνατο της Νίνας
2η: «Εκείνη μεγάλωνε…αν φυσικά δεν έχει πουληθεί» Η γνωριμία με τη Νίνα
3η : «Την παραμονή των Χριστουγέννων…πήρα το μετρό για το σπίτι» Το άγχος της αφηγήτριας και η απόκτηση της Νίνας
4η: «Αυτό ήταν…επαναλαμβανόταν το ίδιο» Η ζωή με τη Νίνα
5η: «Μα και να την άφηνα…Ίσως, λέω!» Σκέψεις για τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα
ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ
Η σχέση του ανθρώπου με ένα ζώο, η ευθύνη της προστασίας του και ο πόνος της απώλειάς του.
ΘΕΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
Ο πόνος και η ενοχή που γεννά η απώλεια του αγαπημένου κατοικίδιου ζώου.
ΗΡΩΕΣ
Η αφηγήτρια και η Νίνα είναι οι κύριοι ήρωες, ενώ ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, οι φίλοι της αφηγήτριας και το ανώνυμο πλήθος των δρόμων του Παρισιού είναι οι δευτερεύοντες.
Ο ΤΙΤΛΟΣ
Στρίγκλα και καλλονή είναι οι λέξεις που ορίζουν τον χαρακτήρα και την ομορφιά της Νίνας.
ΣΤΡΙΓΚΛΑ
Η αφηγήτρια αποκαλεί στρίγκλα τη σκυλίτσα, επειδή είχε ιδιόρρυθμο χαρακτήρα: είχε προσωπικότητα βεντέτας, δυσανασχετούσε για όλα και το ΄δειχνε. Της άρεσαν τα μαλακά μαξιλάρια, ήταν καλομαθημένο σκυλί, σιχαινόταν τη φύση, είχε παραξενιές, προτιμήσεις, απέχθειες και έδειχνε αφοσίωση μόνο στην αφηγήτρια. Αυτό κολάκευε και ευχαριστούσε την αφηγήτρια και ο χαρακτηρισμός στρίγκλα είναι χαϊδευτικός, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν περιγράφουν τις ιδιομορφίες των αγαπημένων τους προσώπων με αρνητικές έννοιες. Για παράδειγμα, ο ερωτευμένος αποκαλεί το πρόσωπο του έρωτά του «τρελό», όχι γιατί είναι πραγματικά τρελός, αλλά επειδή είναι διαφορετικός από τους άλλους και γι’ αυτό τον αγάπησε.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ
Είναι ένα διήγημα. Γενικά τα διηγήματα είναι μικρότερα σε μέγεθος από τα μυθιστορήματα. Είναι λιγότερο περίπλοκα απ’ ό,τι τα μυθιστορήματα. Επικεντρώνονται σε ένα μόνο επεισόδιο. Έχουν απλή πλοκή. Έχουν μικρό αριθμό χαρακτήρων (ηρώων). Εκτυλίσσονται σε έναν κατά βάση χώρο. Καλύπτουν σύντομη χρονική περίοδο.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Η αφηγήτρια στην 1η ενότητα, αισθάνεται τύψεις και ενοχές για τον θάνατο της σκυλίτσας, απέραντο πόνο, θλίψη και απόγνωση για την απώλειά της.
Στη 2η ενότητα αποτυπώνεται η μοναξιά και η κακή ψυχολογική κατάσταση του ξενιτεμένου που η αφηγήτρια προσπαθεί να καλύψει με την αγορά του κατοικίδιου. Την αρχική χαρά της γνωριμίας με τη σκυλίτσα διαδέχεται η απογοήτευση όταν μαθαίνει την τιμή του ζώου. Η ελπίδα γεννιέται όταν οι φίλοι της αναφέρουν την πτώση των τιμών μετά τα Χριστούγεννα.
Στην 3η ενότητα διακρίνεται το άγχος, η στενοχώρια και η αγωνία μέχρι την απόκτηση της Νίνας και η μεγάλη χαρά με την αγορά της.
Στην 4η ενότητα περιγράφεται με νοσταλγία η ζωή με τη σκυλίτσα.
Τέλος, στην 5η ενότητα η αφηγήτρια σχολιάζει ειρωνικά και επικρίνει τη στάση των ανθρώπων που κατηγορούν όσους προσφέρουν φροντίδα και αγάπη στα ζώα.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Η αφηγήτρια αντικρούει την άποψη ότι η υπερβολική αγάπη και φροντίδα για ένα σκυλί είναι υβριστική για τα πεινασμένα παιδιά. Θεωρεί υποκριτές και φαύλους (τιποτένιους) αυτούς που το λένε. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι προσφέρουν την αγάπη τους μόνο όταν αναγνωρίζεται και ότι αυτό κρύβει διάθεση αυτοπροβολής. Η αφηγήτρια επικρίνει εκείνους που θα βοηθούσαν ένα παιδί για να εισπράξουν επαίνους αλλά δεν βρίσκουν κανένα λόγο για να φροντίσουν ένα ζώο. Στη ζυγαριά της φιλανθρωπίας ένα πεινασμένο παιδί ζυγίζει περισσότερο από ένα πεινασμένο ζώο, όχι γιατί είναι λογικό ον, αλλά γιατί το παιδί θα εκφράσει την ευγνωμοσύνη του και οι άλλοι θα επαινέσουν τη φροντίδα του παιδιού. Τα ζώα αξιολογούνται ως κατώτερα. Αυτό ισχύει για όσους δεν γνωρίζουν πώς είναι η σχέση με ένα ζώο. Ειδικά ο σκύλος, τονίζει η αφηγήτρια, δέχεται όση αγάπη του δώσεις, νιώθει ευγνωμοσύνη για τη φροντίδα (που σε άλλους θα φαινόταν αδιάφορη) και ανταποδίδει την αφοσίωση. Είναι μορφή αγάπης που δε δέχεται ανταλλάγματα. Το βλέμμα του σκύλου, γεμάτο παράπονο εκφράζει έντονα όσα οι άνθρωποι λένε με λόγια, κινήσεις, παράπονα και γκρίνια.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΤΡΙΑΣ
Είναι ευαίσθητη γυναίκα με φιλοζωικά συναισθήματα. Αναγνωρίζει τη αξία της αγάπης προς τα ζώα, την οποία θεωρεί ανιδιοτελή. Θεωρεί ότι η αληθινή αγάπη δεν έχει χαρακτήρα δοσοληψίας αλλά ανιδιοτελούς προσφοράς. Είναι μια γυναίκα που έχει ανάγκη από παρέα και επαφή με τους άλλους ανθρώπους καθώς δηλώνει τη μοναξιά που αισθάνεται στο Παρίσι, μακριά από τους δικούς της. Η ευαισθησία της φαίνεται ακόμη από τις τύψεις που νιώθει για τον θάνατο του σκυλιού, λόγω δικής της υπαιτιότητας.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΝΙΝΑΣ
Η σκυλίτσα είναι αριστοκρατική, καλομαθημένη, γαλίφα, απαιτητική, πεισματάρα, τρυφερή και αφοσιωμένη στην αφηγήτρια.
ΧΡΟΝΟΣ
Η ιστορία κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα: το παρόν και το παρελθόν. Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος της ιστορίας (τον θάνατο της Νίνας), και με την τεχνική της αναδρομής στο παρελθόν (ανάδρομης αφήγησης), η αφηγήτρια μεταφέρεται στο παρελθόν, 11 χρόνια πριν, για να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το σκυλί αλλά και τη σχέση της μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Τα γεγονότα εξελίσσονται στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας της αφηγήτριας, τα χρόνια της δικτατορίας (1967-1974).
Ο ΤΟΠΟΣ
Είναι το Παρίσι, στον δρόμο, στο κατάστημα, στο σπίτι της αφηγήτριας και ένα χωριό κάπου στην Ελλάδα.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Χρησιμοποιείται η αφήγηση για την απόδοση των γεγονότων της ιστορίας, η περιγραφή (π.χ. της Νίνας, της βιτρίνας του καταστήματος κ.λπ.), ο διάλογος (π.χ. αφηγήτριας και ιδιοκτήτη καταστήματος), ο μονόλογος (π.χ. «Να ναι άνοιξη, να ΄ναι ο ουρανός….») και οι σκέψεις της αφηγήτριας.
ΓΛΩΣΣΑ ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι απλή, κατανοητή και σε αρκετά σημεία ποιητική καθώς χρησιμοποιούνται λέξεις με συναισθηματική φόρτιση για να εκφράσουν τα συναισθήματα της αφηγήτριας. Το ύφος είναι γλαφυρό (λογοτεχνικό, κομψό) γιατί υπάρχουν πολλά σχήματα λόγου. Είναι, επίσης, νοσταλγικό, γιατί η αφηγήτρια αναπολεί τις όμορφες στιγμές με τη σκυλίτσα. Είναι ζωηρό και παραστατικό καθώς δίνονται με λεπτομέρειες οι εικόνες από τις αναμνήσεις. Ο τόνος είναι οικείος, κουβεντιαστός, φιλικός. Η αφηγήτρια μας μιλά σε Β΄ πρόσωπο σαν να είναι φίλη μας.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ (ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ)
Μεταφορές («σου κοβόταν η ανάσα»)
Παρομοιώσεις («σαν ένα μεγάλο μαχαίρι»)
Προσωποποιήσεις («Με στόχευε η είδηση του θανάτου της»)
Επανάληψη («Πέθανε, ναι σου λέω πέθανε»)
Αντίθεση («Εκείνη μεγάλωνε σε ένα κοφίνι. Εγώ περπατούσα ξεπαγιασμένη»)
Ειρωνεία («Το να αγαπάς ένα ανυπεράσπιστο ζώο…και επαίνων από τρίτους»)
Υπερβολή («Τόσο όμορφη που σου κοβόταν η ανάσα»)
Ρητορικές ερωτήσεις («Όποιος γεννιέται στο Παρίσι είναι και καλά αριστοκράτης;»)
Ασύνδετο («Όλοι οι άλλοι περπατούν πιο ζωηρά…Παρισιού»)
Αποσιώπηση («Από την Ελλάδα, έχουμε δικτατορία εκεί κι όσοι μπορέσαμε φύγαμε…»)
Εκόνες οπτικές, ηχητικές κ.τλ.
ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ
Είναι η αφηγηματική τεχνική κατά την οποία παρεμβάλλεται στην κανονική σειρά των γεγονότων η αφήγηση γεγονότων που είχαν συμβεί στο παρελθόν.
Οι προσπάθειες των Ελλήνων της Κρήτης, των ελεύθερων Ελλήνων και του ελληνικού κράτους για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, καθώς και η εμπλοκή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Δυνάμεων σ’ αυτές ονομάστηκαν κρητικό ζήτημα.
Ποιος ελέγχει την Κρήτη την περίοδο 1821-1913; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
1821-1840: Η Κρήτη υπό τον έλεγχο του Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου.
1840-1913: Η Κρήτη υπό οθωμανική κυριαρχία.
Τι αποτελέσματα είχε η Κρητική επανάσταση του 1866-1869 και τι ήταν ο Οργανικός Νόμος;
1866-1869: ξέσπασε η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, η οποία καταπνίγηκε. Μία ομάδα επαναστατών στη μονή Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866) ανατινάχτηκε και το γεγονός αυτό προκάλεσε συγκίνηση σε Ελλάδα και Ευρώπη.
1868: παραχώρηση του Οργανικού Νόμου είδους τοπικού συντάγματος από τον σουλτάνο, που προέβλεπε:
Την πρόσληψη και χριστιανών υπαλλήλων στη διοίκηση.
Τη συμμετοχή χριστιανών αντιπροσώπων στη Γενική Διοίκηση.
Την ισοτιμία τουρκικής και ελληνικής γλώσσας.
Μεικτά δικαστήρια (χριστιανών και μουσουλμάνων).
Τι αποτελέσματα είχε η επανάσταση του 1878 , τι ήταν η Σύμβαση της Χαλέπας, πόση διάρκεια είχε και γιατί; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
1878: νέα επανάσταση που οδήγησε στην παραχώρηση από τον σουλτάνο της σύμβασης της Χαλέπας, σύμφωνα με την οποία:
Ο Γενικός Διοικητής θα μπορούσε να είναι και χριστιανός.
Στη Γενική Διοίκηση θα πλειοψηφούσαν οι χριστιανοί.
Στην Κρήτη θεσπίστηκε ένα καθεστώς ημιαυτονομίας.
1889: νέα επανάσταση και με πρόσχημα αυτήν καταργείται η σύμβαση της Χαλέπας.
Σύμβαση της Χαλέπας: μία ιστορική συμφωνία μεταξύ της Οθωμανικής κυβέρνησης και της Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών.
Από ποια γεγονότα συνοδεύτηκε η επανάσταση του 1896-1897; Πότε και υπό ποιες συνθήκες δημιουργείται η Κρητική Πολιτεία; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Το 1896 γίνεται νέα επανάσταση στην Κρήτη.
Το 1897 ακολουθεί ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα ηττήθηκε. Με πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων στον σουλτάνο αναγνωρίζεται η δημιουργία αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο και Υπουργό Δικαιοσύνης τον νέο πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Πότε και γιατί γίνεται η επανάσταση στο Θέρισο; Επιτεύχθηκε ο στόχος της και γιατί; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Το 1905 γίνεται επανάσταση στο Θέρισο των Χανίων με επικεφαλής τους Ελ. Βενιζέλο, Κ. Φούμη και Κ. Μάνο. Οι επαναστάτες κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Αλ. Ζαϊμης αντικατέστησε το Γεώργιο στο αξίωμα του Ύπατου Αρμοστή και η άμεση ανάμειξη των Δυνάμεων, που ήθελαν να διατηρηθεί η ισορροπία στην περιοχή, απέτρεψε την ένωση.
Πότε θα γίνει η οριστική διευθέτηση του κρητικού Ζητήματος;
Η οριστική διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος θα γινόταν αργότερα (1913) με τον Βενιζέλο πρωθυπουργό της Ελλάδας.
ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΗΛΟΣΥΓΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΙΔΙΩΞΕΩΝ
1.Ποια ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν την κρίση στα Βαλκάνια την περίοδο 1875-1878; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Α) Επαναστάσεις στην Ερζεγοβίνη, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία στις οποίες η Οθωμανική αυτοκρατορία απάντησε με μαζικές σφαγές.
Β) Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1877.
Γ) Επαναστάσεις των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
2. Τι προέβλεπε για τη Βουλγαρία η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρουάριος 1878); (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας»!
3.Τι αποφασίστηκε στο συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878); (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Η ανάκληση των αποφάσεων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.
Α) Η Μεγάλη Βουλγαρία διασπάται σε αυτόνομη Βουλγαρία και αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου.
Β) Η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο κηρύχθηκαν ανεξάρτητα κράτη.
Γ) Η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη παρέμειναν στην Οθωμανική αυτοκρατορία.
Δ) Η διοίκηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ανατέθηκε στην Αυστροουγγαρία.
Ε) Η Κύπρος παραχωρήθηκε στην Αγγλία.
4. Πότε και πώς έγινε η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο ελληνικό κράτος;
Ήρθε μετά από διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά το 1881.
5. Υπό ποιες συνθήκες και πότε έγινε η προσάρτηση της Α. Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία; (ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΑ)
Οι Βούλγαροι το 1885 προσάρτησαν την Ανατολική Ρωμυλία, παραβιάζοντας τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου.
6. Τι ήταν το Μακεδονικό Ζήτημα;
Μακεδονικό ζήτημα: η διεκδίκηση της Μακεδονίας από Έλληνες, Βούλγαρους και Σέρβους στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα που οδήγησε σε σύγκρουση, η οποία εκδηλώθηκε αρχικά ως αγώνας για τον έλεγχο της εκπαίδευσης και της θρησκευτικής συνείδησης των Μακεδόνων και σύντομα πήρε ένοπλη μορφή.
7.Πώς εξελίχθηκε το μακεδονικό ζήτημα και πότε αρχίζει ο Μακεδονικός αγώνας;
1893: Ίδρυση της ΕσωτερικήςΜακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) από Βούλγαρους στη Θεσσαλονίκη με στόχο την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
1895: Σχηματισμός στη Σόφια της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής (Komitet).
1896-1897: Άφιξη και δραστηριοποίηση των πρώτων ελληνικών ένοπλων ομάδων και προσωπικοτήτων, όπως οι Καραβαγγέλης, Δραγούμης, Κορομηλάς.
1898: Οργάνωση στη Μακεδονία ένοπλων ομάδων Βουλγάρων, των κομιτατζήδων.
1903: Οργάνωση από την ΕΜΕΟ της εξέγερσης του Ίλιντεν.
1904: Άφιξη στη Μακεδονία Ελλήνων αξιωματικών, με ξεχωριστή μορφή τον Παύλο Μελά.
8. Τι ήταν οι Νεότουρκοι; Τι επεδίωκε το κίνημα των Νεοτούρκων (1908);
Νεότουρκοι: Τούρκοι αξιωματικοί και διανοούμενοι που ίδρυσαν την οργάνωση Ένωση και Πρόοδος, προτάσσοντας την εθνική αντί για τη θρησκευτική τους ταυτότητα, και εκδήλωσαν το 1908 κίνημα με φιλελεύθερες ιδέες στη Θεσσαλονίκη, υποχρεώνοντας το Σουλτάνο να παραχωρήσει σύνταγμα.
Β1 ΜΕΡΟΣ: ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
ΒΑΘΜΟΙ ΕΠΙΘΕΤΩΝ
Ποιοι είναι οι βαθμοί των επιθέτων;
Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός.
Τι είναι τα παραθετικά των επιθέτων και πώς σχηματίζονται;
Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός από τους βαθμούς των επιθέτων λέγονται παραθετικά και σχηματίζονται μονολεκτικά ή περιφραστικά. Τι φανερώνει ο κάθε βαθμός του επιθέτου; Ποια είναι τα δύο είδη του υπερθετικού βαθμού; α. Επίθετο θετικού βαθμού: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα:
Το χρώμα είναι σημαντικό για τα παιδιά. β. Επίθετο συγκριτικού βαθμού: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε μεγαλύτερο βαθμό από ένα άλλο:
Το χρώμα είναι πιο σημαντικό (ή σημαντικότερο) για τα παιδιά παρά για τους μεγάλους. γ. Επίθετο υπερθετικού βαθμού: 1.σχετικό υπερθετικό: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα όμοιά του:
Το χρώμα είναι το πιο σημαντικό στοιχείο σε μια ζωγραφιά. 2. απόλυτο υπερθετικό: Φανερώνει ότι ένα ουσιαστικό έχει κάποιο γνώρισμα σε πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση με άλλα ουσιαστικά:
Το χρώμα είναι πολύ σημαντικό (ή σημαντικότατο).
Πώς σχηματίζονται τα παραθετικά;
Α) Ο συγκριτικός
Ο συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με δύο τρόπους:
α) περιφραστικά: Με το πιο και το επίθετο σε θετικό βαθμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, σε ύφος τυπικό, χρησιμοποιείται στη θέση του πιο το πλέον.
π.χ. Το αεροπλάνο είναι πιο γρήγορο μέσο συγκοινωνίας από το τρένο.
Ο υπουργός αποδείχτηκε πλέον ενήμερος όλων των παρισταμένων.
β) μονολεκτικά: Με την προσθήκη του επιθήματος -ό(ύ)τερος, -η, -ο και σπανιότερα του -έστερος, -η, -ο στο θέμα της λέξης.
π.χ. Η άνοιξη είναι ομορφότερη εποχή από το φθινόπωρο.
Το Ιόνιο πέλαγος είναι βαθύτερο από το Αιγαίο.
Οι οδηγίες της Αλίκης ήταν σαφέστερες από τις οδηγίες του Γιάννη.
Παρατήρηση:
Ορισμένα επίθετα σχηματίζουν και μονολεκτικό και περιφραστικό τύπο, π.χ. πλουσιότερος και πιο πλούσιος, άλλα μόνο μονολεκτικό, π.χ. ανώτερος, και άλλα, που είναι και τα περισσότερα, μόνο περιφραστικό, π.χ. πιο τεμπέλης.
Είναι δυνατό, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, τα επίθετα σε -ων, -ων, -ον (π.χ. δεισιδαίμων) να σχηματίζουν μονολεκτικό τύπο στον συγκριτικό βαθμό, π.χ. δεισιδαιμονέστερος.
Β1) Ο σχετικός υπερθετικός
Ο σχετικός υπερθετικός σχηματίζεται όπως και ο συγκριτικός βαθμός, αλλά με την προσθήκη του άρθρου,
π.χ. Σήμερα θα παρουσιαστούν τα πιο σημαντικά γεγονότα της χρονιάς που πέρασε.
Έζησε την ωραιότερη ημέρα της ζωής του.
Παρατήρηση:
Τα επίθετα που διαθέτουν δύο τύπους στον συγκριτικό βαθμό (μονολεκτικό και περιφραστικό) διαθέτουν δύο τύπους και στον σχετικό υπερθετικό.
Β2) Ο απόλυτος υπερθετικός
Ο απόλυτος υπερθετικός σχηματίζεται: α) Μονολεκτικά, με την προσθήκη του επιθήματος -ό(ύ)τατος, -η, -ο στο θέμα της λέξης.
π.χ. Τα γραπτά των μαθητών της Α΄ τάξης ήταν μετριότατα.
Στα δικατάληκτα επίθετα σε -ής, -ής, -ές και σε -ων,-ων, -ον σχηματίζεται με την προσθήκη του επιθήματος -έστατος, -η, -ο στο θέμα της λέξης.
π.χ. Τα επιχειρήματά του για την υποστήριξη της θέσης του ήταν σαφέστατα.
β) Περιφραστικά, με την προσθήκη του επιρρήματος πολύ, πάρα πολύ.
π.χ. Τα επιχειρήματά του για την υποστήριξη της θέσης του ήταν πολύ σαφή.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
ΘΕΤΙΚΟΣ
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ
ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΘΕΙΚΟΣ
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ
μονολεκτικός τύπος
περιφραστικός τύπος
μονολεκτικός τύπος
περιφραστικός τύπος
μονολεκτικός τύπος
Περιφραστικός τύπος
ανθεκτικός , -ή, -ό
ανθεκτικότερος
πιο ανθεκτικός
ο ανθεκτικότερος
ο πιο ανθεκτικός
ανθεκτικότατος
πολύ (πολύ) ανθεκτικός
ευρύς, -εία, -ύ
ευρύτερος
πιο ευρύς
ο ευρύτερος
Ο πιο ευρύς
ευρύτατος
πολύ (πολύ ) ευρύς
αναιδής, – ής, -ές
αναιδέστερος
πιο αναιδής
ο αναιδέστερος
Ο πιο αναιδής
αναιδέστατος
πολύ (πολύ) αναιδής
Ποια επίθετα σχηματίζουν τα ανώμαλα παραθετικά
Πολλά επίθετα δε σχηματίζουν τον συγκριτικό και υπερθετικό σύμφωνα με τους τρόπους που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Τα επίθετα αυτά έχουν ανώμαλα παραθετικά, τα οποία παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.
ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
θετικός
συγκριτικός
σχετικός υπερθετικός
απόλυτος υπερθετικός
μονολεκτικά
περιφραστικά
μονολεκτικά
περιφραστικά
μονολεκτικά
περιφραστικά
απλός
απλούστερος
πιο απλός
ο απλούστερος
ο πιο απλός
απλούστατος
πολύ απλός
γέρος
γεροντότερος
πιο γέρος
ο γεροντότερος
ο πιο γέρος
πολύ γέρος
κακός
χειρότερος
πιο κακός
ο χειρότερος
ο πιο κακός
χείριστοςκάκιστος
πολύ κακός
καλός
καλύτερος
πιο καλός
ο καλύτερος
ο πιο καλός
κάλλιστοςάριστος
πολύ καλός
κοντός
κοντύτερος
πιο κοντός
ο κοντύτερος
ο πιο κοντός
κοντότατος
πολύ κοντός
λίγος
λιγότερος
ο λιγότερος
ο πιο λίγος
ελάχιστος
πολύ λίγος
μακρύς
μακρύτερος
πιο μακρύς
ο μακρύτερος
ο πιο μακρύς
μακρύτατος
πολύ μακρύς
μεγάλος
μεγαλύτερος
πιο μεγάλος
ο μεγαλύτερος
ο πιο μεγάλος
μέγιστος
πολύ μεγάλος
μικρός
μικρότερος
πιο μικρός
ο μικρότερος
ο πιο μικρός
ελάχιστος
πολύ μικρός
πολύς
περισσότερος
πιο πολύς
ο περισσότερος
ο πιο πολύς
πλείστος
πάρα πολύς
πρώτος
πρωτύτερος
ο πρωτύτερος
πρώτιστος
Υπάρχουν παραθετικά που σχηματίζονται από άλλα μέρη του λόγου;
Πράγματι, στη νέα ελληνική υπάρχει μια ομάδα παραθετικών επιθέτων τα οποία δεν προέρχονται από επίθετα θετικού βαθμού, αλλά από άλλα μέρη του λόγου. Τα παραθετικά αυτά παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα.
Παραθετικά που προέρχονται από άλλα μέρη του λόγου
θετικός
συγκριτικός
σχετικός υπερθετικός
απόλυτος υπερθετικός
(άνω)
ανώτερος
ο ανώτερος
ανώτατος
(κάτω)
κατώτερος
ο κατώτερος
κατώτατος
(άπω)
απώτερος
ο απώτερος
απώτατος
(ένδον)
ενδότερος
ο ενδότερος
ενδότατος
(έξω)
εξώτερος
ο εξώτερος
–
(έσω)
εσώτερος
ο εσώτερος
εσώτατος
(πλησίον)
πλησιέστερος
ο πλησιέστερος
πλησιέστατος
(προτιμώ)
προτιμότερος
ο προτιμότερος
–
(υπέρ)
υπέρτερος
ο υπέρτερος
υπέρτατος
(προ)
πρότερος
ο πρότερος
–
Πώς σχηματίζονται τα παραθετικά των μετοχών;
Όσες μετοχές σχηματίζουν παραθετικά, τα σχηματίζουν περιφραστικά: θυμωμένος, πιο θυμωμένος, πολύ θυμωμένος.
Ποια επίθετα δεν έχουν παραθετικά;
Δε σχηματίζουν παραθετικά τα επίθετα που σημαίνουν:
ύλη (ξύλινος),
καταγωγή ή συγγένεια (πατρικός),
τόπο (ορεινός),
χρόνο (καθημερινός),
κατάσταση που δεν αλλάζει (αντρικός),
κάποια σύνθετα με πρώτο συνθετικό α- (άγνωστος).
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
Τρεις βαθμούς και άρα παραθετικά έχουν και τα επιρρήματα. Ως προς το σχηματισμό τους ακολουθούν τους εξής κανόνες:
α) Όταν τα επιρρήματα προέρχονται από επίθετα, τότε σχηματίζουν τους τρεις βαθμούς μονολεκτικά και περιφραστικά ως εξής:
Αν προέρχονται από επίθετα σε -ος, -η/-α, -ο (ωραίος, -α, -ο) και σε -ύς, -ιά, -ύ (βαθύς, -ιά, -ύ), τότε στο θέμα των βαθμών των επιθέτων προσθέτουμε την κατάληξη –α ή –ιά (ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία – ωραιότατα ή πολύ ωραία / βαθιά – βαθύτερα ή πιο βαθιά – βαθύτατα ή πολύ βαθιά / καλά – καλύτερα ή πιο καλά – άριστα ή πολύ καλά).
Εξαίρεση αποτελούν τα επιρρήματα που προέρχονται από τα επίθετα πολύς και λίγος (πολύ – περισσότερο ή πιότερο – πάρα πολύ / λίγο- λιγότερο – πολύ λίγο ή ελάχιστα).
Αν προέρχονται από επίθετα σε -ής, -ής, -ές (επιεικής, -ής, -ές), τότε ο θετικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη στο θέμα του θετικού βαθμού του επιθέτου της κατάληξης –ώς και ο συγκριτικός και υπερθετικός με την προσθήκη στο θέμα των αντίστοιχων βαθμών του επιθέτου τής κατάληξης –α (επιεικώς – επιεικέστερα ή πιο επιεικώς – επιεικέστατα ή πολύ επιεικώς).
β) Όταν τα επιρρήματα προέρχονται από άλλες λέξεις ακολουθούν διαφορετικούς τύπους σχηματισμού των παραθετικών τους. Για παράδειγμα:
Τα τοπικά επιρρήματα σχηματίζουν μόνο περιφραστικά παραθετικά (κάτω – πιο κάτω – πολύ κάτω / έξω – πιο έξω – πολύ έξω / πίσω – πιο πίσω – πολύ πίσω / πάνω – πιο πάνω – πολύ πάνω κ.λπ. ).
Κάποια επιρρήματα δεν έχουν υπερθετικό βαθμό (ιδίως – ιδιαίτερα / μπροστά– μπροστύτερα / νωρίς – νωρίτερα / πρώτα – πρωτύτερα / ύστερα – υστερότερα), ενώ το επίρρημα γρήγορα έχει υπερθετικό το γρηγορότερο (γρήγορα – γρηγορότερα – το γρηγορότερο). Επίσης, το συγκριτικό επίρρημα αρχύτερα δεν έχει ούτε θετικό ούτε υπερθετικό βαθμό κ.λπ..
Β2 ΜΕΡΟΣ: Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Στη διαδικασία της σύγκρισης συμμετέχουν τρεις όροι: ο α΄ όρος σύγκρισης, το συγκριτικό και ο β΄ όρος σύγκρισης.
Π.χ. στην πρόταση «Οι φυσικοί χυμοί είναι πιο υγιεινοί από τα αναψυκτικά» → α΄ όρος σύγκρισης: οι φυσικοί χυμοί / συγκριτικό: το επίθετο πιο υγιεινοί / β΄ όρος σύγκρισης:από τα αναψυκτικά.
Το συγκριτικόμπορεί να είναι, όπως είδαμε, επίθετο, επίρρημα ή μετοχή και σχηματίζεται ή μονολεκτικά ή περιφραστικά ή και τα δύο.
Ο α΄ όρος σύγκρισηςείναι ο όρος ο οποίος προσδιορίζεται ποσοτικά και μπορεί να είναι ουσιαστικό, αντωνυμία, επίθετο, ρήμα, πρόταση κ.λπ. (ΗΚατερίνα είναι νεότερη από τη Μαρία / Εγώείμαι μεγαλύτερος από εκείνον / κ.λπ.).
Ο β΄ όρος σύγκρισηςείναι ο όρος ο οποίος αποτελεί τη βάση για τη σύγκριση. Ο β΄ όρος σύγκρισης εκφέρεται:
α)Με την πρόθεση από + αιτιατικήπ.χ. «Η Κατερίνα είναι νεότερη από τη Μαρία».
β)Με την πρόθεση παρά + ομοιότροπα με τον α΄ όρο π.χ. «Δρω περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη λογική/ Είναι προτιμότερο να σιωπάς παρά να λες ανοησίες».
γ) Με γενική, χωρίς κάποια πρόθεση(συνήθως στην περίπτωση που ο β΄ όρος σύγκρισης είναι ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις λόγιας εκφοράς του β΄ όρου σύγκρισης), π.χ. «Η Αγγελική είναι μικρότερή μου/ Η μέτρηση των ρύπων στην ατμόσφαιρα έδειξε συγκέντρωση μεγαλύτερη τής προηγούμενης».
δ)Με τα προθετικά σύνολα σε σχέση με / σε σύγκριση με, π.χ. «Οι βαθμοί μου φέτος είναι καλύτεροισε σχέση μεπέρυσι».
ε) Βραχυλογικά, δηλαδή παραμένει μόνο ο προσδιορισμός του, όταν είναι ίδιος με τον α΄ όρο σύγκρισης (Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερο από το μέσο ευρωπαϊκό).
στ) Παραλείπεται όταν εννοείται εύκολα, π.χ. Τα νεαρότερα άτομα είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες (ενν. από τους μεγαλύτερους σε ηλικία).
Το συγκριτικό είναι επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού.
ΠΗΓΕΣ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α΄ Β΄ Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Τι μέρος του λόγου μπορεί να είναι το β΄συνθετικό;
Το β΄ συνθετικό μπορεί να είναι ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα, μετοχή, επίρρημα.
Περιπτώσεις
Όταν το β΄ συνθετικό είναι ουσιαστικό, το σύνθετο μπορεί να είναι ουσιαστικό (χιλιόμετρα), επίθετο (τετράτροχο), επίρρημα (απευθείας).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι επίθετο, τότε και το σύνθετο είναι επίθετο.
Όταν το β΄ συνθετικό είναι ρήμα, το σύνθετο μπορεί να είναι ρήμα, ουσιαστικό (κοσμηματογράφος), επίρρημα (μονορούφι).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι μετοχή, το σύνθετο είναι και αυτό μετοχή (πολυσυζητημένο).
Όταν το β΄ συνθετικό είναι επίρρημα, το σύνθετο είναι κι αυτό επίρρημα (προχτές). ΠΡΟΣΟΧΗ
Σε λέξεις από που αρχικό γράμμα είναι το ο-, όπως οδύνη, όλεθρος, ομαλός, όνομα (ο αρχαίος τύπος όνυμα),όροφος, ορυχείο, το αρχικό ο- γίνεται -ω όταν οι λέξεις γίνονται β΄ συνθετικά ή παράγουν λέξεις με αχώριστα μόρια ( πχ. οδύνη αλλά επώδυνος, όλεθρος αλλά πανωλεθρία, ομαλός αλλά ανώμαλος, όνομα αλλά επώνυμο, όροφος αλλά διώροφο, ορυχείο αλλά μεταλλωρυχείο).
Δ΄ ΜΕΡΟΣ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τι είναι η περιγραφή;
Περιγραφή είναι η αναπαράσταση, μέσω του λόγου, ενός χώρου, προσώπου, πράγματος, φαινομένου κλπ. Με την περιγραφή απεικονίζουμε τα κύρια γνωρίσματα αυτού που περιγράφουμε και την οργανώνουμε με άξονα το χώρο.
Πώς οργανώνουμε μια περιγραφή;
Κατά την περιγραφή τηρούμε τη βασική αρχή της μετάβασης από τα γενικά χαρακτηριστικά στις ειδικές λεπτομέρειες.
Το αντικείμενο που περιγράφεται προσδιορίζεται σε σχέση με τον χώρο. Η περιγραφή προχωρά από αριστερά προς τα δεξιά ή από πάνω προς τα κάτω ή από μπροστά και προς τα πίσω ή από κοντά μακριά, και το αντίστροφο.
Αν πρόκειται για περιγραφή φαινομένου, χαρακτήρα ή κατάστασης τότε η περιγραφή προχωρά από τα απλά στα σύνθετα ή από τα δευτερεύοντα στα κύρια και σημαντικά.
Πώς εξασφαλίζεται η συνοχή των περιγραφικών κειμένων;
Η συνοχή των περιγραφικών κειμένων εξασφαλίζεται με συνδετικές λέξεις και φράσεις που δηλώνουν τόπο, όπως επιρρήματα (πάνω, κάτω, έξω κ.α.), επιρρηματικές φράσεις (μέσα από, γύρω από κ.α.) και εμπρόθετους προσδιορισμούς (στη θάλασσα, στο δρομάκι, από το χωριό κ.α.).
Πώς είναι η γλώσσα της περιγραφής;
Η γλώσσα της περιγραφής:
Έχει σαφήνεια και ακρίβεια.
Έχει πολλά επίθετα που δίνουν ουσιαστικές πληροφορίες και εκφράζουν την προσωπική ματιά αυτού/ής που περιγράφει και δίνουν ζωντάνια και παραστατικότητα στην περιγραφή.
Χρησιμοποιεί τον ενεστώτα και τους εξακολουθητικούς χρόνους (κυρίως τον παρατατικό).
Χρησιμοποιεί τα βοηθητικά ρήματα «είμαι και έχω».
Έχει επιρρηματικούς προσδιορισμούς του τόπου.
Χρησιμοποιεί ειδικό λεξιλόγιο σε ειδικά περιγραφικά κείμενα ( π.χ. επιστημονικά έργα).
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Στη θεία Άννα η φύση φάνηκε σ’ όλα φειδωλή (τσιγκούνα), εκτός απ’ την καρδιά της . Τα σκληρά γηρατειά την είχαν καταντήσει «σωστό σκέλεθρο» . Το δέρμα της ήταν λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, έτσι που οι φλέβες της είχες την εντύπωση πως βρίσκονταν όχι κάτω, αλλά έξω απ’ αυτό .Το σώμα της, αδύνατο και ντελικάτο, νόμιζες πως μπορούσε να το διαπεράσει το φως. Τα δάχτυλά της, καθώς σφίγγαν τα μπράτσα της πολυθρόνας, μοιάζανε με σκληρούς ρόζους αναρριχητικού φυτού που τυλίγονται γύρω από τον κορμό δέντρου. Κινείται ελαφρά , με μικρά απότομα τινάγματα, σαν να μην είναι βέβαιη για την κατεύθυνση που πήρε. Κι όμως, διασχίζει το δωμάτιο πιο γρήγορα απ’ τον καθένα μας , με τα πόδια της όλη την ώρα ελάχιστα μετέωρα πάνω απ’ το δάπεδο.
(Ν. Γρηγοριάδη, Το δημιουργικό γράψιμο )
Βασική ιδέα είναι η «τσιγκουνιά» της φύσης προς τη θεία Άννα, όχι όμως και σε σχέση με την καρδιά της. Ο συγγραφέας τονίζει την ισχνότητα της θείας ξεκινώντας από τη γενική εικόνα: Τα σκληρά γηρατειά την είχαν καταντήσει «σωστό σκέλεθρο» και συνεχίζει χρησιμοποιώντας τις απαραίτητες περιγραφικές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν πόσο αδύνατη ήταν, σε αντίθεση όμως με τη δύναμη της καρδιάς της που τής επιτρέπει να διασχίζει πολύ γρήγορα το δωμάτιο ( Κι όμως διασχίζει …δάπεδο ).
ΑΦΗΓΗΣΗ
Τι είναι η αφήγηση;
Αφήγηση είναι η προφορική ή γραπτή παρουσίαση ενός γεγονότος ή μιας σειράς γεγονότων με αρχή, μέση και τέλος. Η αφήγηση παρακολουθεί το αντικείμενο για το οποίο γίνεται λόγος δυναμικά, δηλ. κατά την ενέργεια και τις μεταβολές του μέσα στο χρόνο.
Πώς οργανώνεται μια αφήγηση;
Η αφήγηση εξελίσσεται με άξονα το χρόνο (διαδοχή γεγονότων) αλλά και τον άξονα αιτίας και αποτελέσματος (όσα εξιστορούνται προκύπτουν ως αποτέλεσμα άλλων).
Ποια είναι η οργάνωση ενός αφηγηματικού κειμένου;
Α) Πληροφορίες για τους ήρωες της ιστορίας, τον χώρο, τον χρόνο και την αρχική κατάσταση.
Β) Η εξέλιξη της ιστορίας (δηλαδή τα γεγονότα που συμβαίνουν και το τέλος δηλαδή η έκβασή της).
Γ) Η λύση της ιστορίας, δηλαδή η άποψη (κρίση) του αφηγητή για το νόημα της ιστορίας. Συχνά η λύση συμπίπτει με το τέλος της.
Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα. Συχνά διανθίζεται με διαλόγους και περιγραφές (χώρων, προσώπων, αντικειμένων κλπ), αποκτώντας μεγαλύτερη ζωντάνια και ενδιαφέρον.
Πώς εξασφαλίζεται η συνοχή των αφηγηματικών κειμένων;
α)Με προσδιορισμούς που δείχνουν χρονική αλληλουχία γεγονότων, όπως χρονικά επιρρήματα (π.χ. μετά, ύστερα, αργότερα κ.α.), χρονικές προτάσεις, ουσιαστικά σε αιτιατική (π.χ. το πρωί, το βράδυ κ.α.) και φράσεις με προθέσεις (π.χ. από νωρίς, για λίγο κ.α.).
β) Με προσδιορισμούς που δείχνουν την αιτιολογική σχέση των γεγονότων, όπως αιτιολογικές προτάσεις και φράσεις που δείχνουν αιτία (π.χ. γι’ αυτόν τον λόγο, αυτό οφείλεται κ.α.).
Πώς είναι η γλώσσα της αφήγηση;
α) Κυριαρχεί το ρήμα γιατί εκφράζει τη δράση των προσώπων και την εξέλιξη των γεγονότων. Χρησιμοποιούνται ρήματα δράσης και ρήματα που δηλώνουν σκέψεις και συναισθήματα
β)Χρησιμοποιούνται οι παρελθοντικοί χρόνοι και κυρίως ο αόριστος και ο παρατατικός. Κάποιες φορές στη θέση του αορίστου μπαίνει ο ενεστώτας που ονομάζεται ιστορικός για να αποκτήσει η αφήγηση ζωντάνια και παραστατικότητα.
γ)Χρησιμοποιούνται προσδιορισμοί του χρόνου και της αιτίας.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:
Όταν τα γεγονότα είναι τόσα πολλά κι απανωτά μπορεί κανείς να μπερδέψει ημερομηνίες, μα κάποια είναι ξεχωριστά, μένουν θαρρείς, γραμμένα σε κάποια μεριά του νου σου με ανεξίτηλο μελάνι. Θυμάμαι πώς έγραψα το πρώτο μου διήγημα και πώς πήγαινα στην Περράκη να της πω ότι δεν ξαναπάω στο κουκλοθέατρο. Ήτανε καλοκαίρι και στο τραπέζι της κουζίνας έγραψα το πρώτο μου διήγημα .Ο Γιώργος με πίεζε πολύ να γράψω. Μ’ έβαλε βέβαια να το γράψω τρεις φορές. Έτσι, λέει, τους έμαθαν στη Λεόντειο. Άμα έγραφες την έκθεσή σου τρεις φορές, ξαναγράφοντάς την αυθόρμητα διόρθωνες τις εκφράσεις σου κι ακόμα και τις έννοιες. Στην αρχή νευρίασα. Μα πόσο δίκιο είχε, και την τρίτη φορά το πρώτο μου διήγημα «Κοντά στις ράγες» ήτανε για κείνον έτοιμο ν’ ανοίξει τα φτερά του.
Το βιογραφικό σημείωμα συνήθως γράφεται για έναν πρακτικό σκοπό, όπως για παράδειγμα, για την κατάληψη μιας θέσης, για μια υποτροφία κτλ. Στην περίπτωση αυτή προβάλλονται εκείνα τα βιογραφικά στοιχεία-προσόντα που εξυπηρετούν κάθε φορά το συγκεκριμένο σκοπό του ενδιαφερομένου. Παρακάτω παρατίθεται ένα βιογραφικό σημείωμα σε δύο διαφορετικές μορφές:
Α΄ ΜΟΡΦΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
Βιογραφικό σημείωμα της…
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη το 1980. Το 1998 γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σπούδασα με υποτροφία του Ι.Κ.Υ.
Το 2002 πήρα το πτυχίο του τμήματος Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών (Μ.Ν.Ε.Σ.) με άριστα και διορίστηκα καθηγήτρια στη Μ. Εκπαίδευση.
Υπηρέτησα στο Αγρίνιο, στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη. Το 2007-08 παρακολούθησα τα μαθήματα της Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης και το 2009-10 γράφτηκα στο μεταπτυχιακό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Το 2012 πήρα με άριστα το δίπλωμα των μεταπτυχιακών σπουδών του κλάδου Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας.
Κατέχω άριστα τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα, και έχω κάνει ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια με τα εξής θέματα:
…………………………………..
…………………………………..
…………………………………..
Δημοσίευσα επίσης τα παρακάτω άρθρα και μελέτες:
…………………………………..
…………………………………..
…………………………………..
Β΄ ΜΟΡΦΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ
1980
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη
Σπουδές
1998
Γράφτηκα στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.
2002
Πήρα το πτυχίο του Τμήματος Μέσων και Νεότερων Ελληνικών Σπουδών (Μ.Ν.Ε.Σ.) με άριστα.
2007-08
Παρακολούθησα τα μαθήματα της Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (Σ.Ε.Λ.Μ.Ε.)
2012
Πήρα με άριστα το δίπλωμα των μεταπτυχιακών σπουδών του κλάδου Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας.
Εκπαιδευτικό έργο
2002
Διορίστηκα στη Μέση Εκπαίδευση.
Συγγραφικό έργο
2005
Δημοσίευσα το άρθρο “…….. “ στο περιοδικό …. , τεύχος …. , σελ ….
2006
Δημοσίευσα το άρθρο “……. “ στο περιοδικό …. , τεύχος …., σελ ….κτλ.
Συμμετοχή σε συνέδρια
2007
Συμμετείχα με ανακοίνωση στο Β΄ Πανελλήνιο συνέδριο για τη γλώσσα. Το θέμα της ανακοίνωσής μου ήταν: “…………………………………………………………………………… “
2008
Συμμετείχα με ανακοίνωση στο……………..κτλ.
Ξένες γλώσσες
Πτυχίο γαλλικής (Sorbone II) και αγγλικής γλώσσας (Proficiency).
Ποια ήταν τα αίτια του κινήματος στο Γουδί (οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά);
Α) Σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Β) Αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εθνικές διεκδικήσεις (πόλεμος του 1897) και αδράνεια μπροστά στις εξελίξεις (Μακεδονικός Αγώνας).
Γ) Πολιτική αστάθεια (κυβερνήσεις σύντομης θητείας).
Δ) Δυσαρέσκεια ελληνικής κοινωνίας.
Ε) Ευθύνες της μοναρχίας:
α. μείωση θέσεων εργασίας στο στρατό,
β. διαλυτικά φαινόμενα στις ένοπλες δυνάμεις,
γ. ρήξη του Διοικητή της Κρήτης πρίγκιπα Γεωργίου με τον Βενιζέλο .
Ποιος ήταν ο φορέας του κινήματος και ποιος ο τόπος και ο χρόνος εκδήλωσής του;
Φορέας του κινήματος ήταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μια οργάνωση που ιδρύθηκε το Μάιο του 1909 από κατώτερους αξιωματικούς, που δυσφορούσαν για τα φαινόμενα ευνοιοκρατίας στο στρατό και για την κακή κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων.
Χρόνος και τόπος εκδήλωσης του κινήματος: 15 Αυγούστου 1909 στο στρατόπεδο στου Γουδή.
Ποια ήταν τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου;
Α) Αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων.
Β) Μεταρρυθμίσεις:
στη διοίκηση του κράτους,
στην οικονομία,
στη δικαιοσύνη,
στην εκπαίδευση.
Πώς αποδεικνύεται η λαϊκή υποστήριξη προς το κίνημα και ποιο ήταν το βασικό αίτημα;
– Το κίνημα έδωσε αφορμή να εκδηλωθούν όλα τα λαϊκά αιτήματα (=όσα ζητούσε ο λαός) που συνοψίζονταν στο αίτημα της «Ανόρθωσης» του κράτους.
– 14 Σεπτεμβρίου 1909: Φάνηκε η λαϊκή υποστήριξη προς το κίνημα με εντυπωσιακό συλλαλητήριο στην Αθήνα, οργανωμένο από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο και επαγγελματικές οργανώσεις.
Πότε και γιατί ο στρατιωτικός Σύνδεσμος προσκάλεσε τον Βενιζέλο;
Μετά την αποτυχία της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη να υλοποιήσει τις επιδιώξεις του Συνδέσμου, η ηγεσία του κάλεσε στην Αθήνα τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πολιτικό που είχε διακριθεί στην Κρήτη, κυρίως στους αγώνες των Κρητικών για ένωση με την Ελλάδα.
ΕΝΟΤΗΤΑ 28
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρωθυπουργός: η βενιζελική πολιτική της περιόδου 1910-1912
Ποιες εξελίξεις έφεραν το κόμμα του Βενιζέλου στην εξουσία το 1910;
Α) Μετά το κίνημα του 1909 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος πρότεινε την πρωθυπουργία στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Β) Ο Βενιζέλος αρνήθηκε. Διαφώνησε επίσης στην κατάργηση της μοναρχίας.
Γ) Ακολούθησε συμφωνία Συνδέσμου, βασιλιά, παλαιών κομμάτων και Βενιζέλου: να γίνουν εκλογές για ανάδειξη Αναθεωρητικής και όχι Συντακτικής Βουλής.
Δ) Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις τις εκλογές κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων.
Ποιες ήταν οι βασικές μεταρρυθμίσεις του Συντάγματος του 1911;
Προστάτευε αποτελεσματικότερα τις ατομικές ελευθερίες,
Επέτρεπε στο κράτος να αφαιρεί από ιδιοκτήτες μεγάλες εκτάσεις γης με αποζημίωση, για να μοιραστούν στους ακτήμονες,
Απαγόρευε να εκλέγονται βουλευτές οι στρατιωτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Καθιέρωνε την υποχρεωτική, δωρεάν εκπαίδευση.
Θέσπιζε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Ποια προοδευτική ομάδα προώθησε πολλές μεταρρυθμίσεις στο σύνταγμα του 1911;
Στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων καταλυτικός ήταν ο ρόλος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Κοινωνιολόγων με επικεφαλής τον Αλ. Παπαναστασίου.
Ποιες ήταν οι ενέργειες του Βενιζέλου για την αναδιοργάνωση του στρατού;
Απέκτησε επιρροή στο στράτευμα και επιδίωξε την αξιοποίηση όλων των αξιωματικών.
Επανέφερε στην ηγεσία του στρατού το διάδοχο Κωνσταντίνο.
Πώς ερμηνεύονται οι ενέργειες του Βενιζέλου;
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Βενιζέλου, η Ελλάδα σύντομα θα έπαιρνε μέρος σε πόλεμο για να πετύχει τους εθνικούς της στόχους. Έτσι εξηγούνται:
Α) η συμβιβαστική του στάση απέναντι στη μοναρχία,
Β) τα μέτρα υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων,
Γ) η στρατιωτική ανασυγκρότηση της χώρας.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαρτίου του 1912;
Θριάμβευσε το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας θεωρούσε το Βενιζέλο ικανό να επιλύσει μεγάλα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα.
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
Αναθεωρητική Βουλή: Βουλή που εκλέγεται έχοντας τη δυνατότητα να αναθεωρήσει οποιοδήποτε άρθρο του συντάγματος, εκτός αυτών που ορίζουν τη μορφή του πολιτεύματος.
Συντακτική Βουλή: Βουλή που εκλέγεται προκειμένου να συντάξει σύνταγμα στο οποίο πρωτίστως καθορίζεται η μορφή του πολιτεύματος.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή
Πρόσφατα σχόλια