ΤΑ ΑIΤIΑ ΚΑI ΟI ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟY ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣIΑΚΟY ΠΟΛΕΜΟY – Ο ΑΡΧIΔΑΜΕIΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (431-421 π.Χ.)

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 479-323 π.Χ.

431-362 π.Χ. ΗΓΕΜΟΝΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Ποιες είναι οι κύριες πηγές μας για την περίοδο των ηγεμονικών ανταγωνισμών και της κάμψης των ελληνικών πόλεων; (ενημερωτικά)

α)Ο  Θουκυδίδης για την περίοδο ως το 411, β) ο Ξενοφών με τα τα έργα του  «Ελληνικά», «Κύρου Ανάβασις» και «Αγησίλαος» και γ) οι «Βίοι» του Πλουτάρχου Νικίας, Αλκιβιάδης, Λύσανδρος και Πελοπίδας.

 Ποια γεγονότα σηματοδοτούν την έναρξη και τη λήξη αυτής της περιόδου;

Η περίοδος αυτή αρχίζει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431π.Χ.) και τελειώνει με τη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.)

ΤΑ ΑIΤIΑ ΚΑI ΟI ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟY ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣIΑΚΟY ΠΟΛΕΜΟY – Ο ΑΡΧIΔΑΜΕIΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (431-421 π.Χ.)

Ποιος πόλεμος ονομάστηκε Πελοποννησιακός, πότε και μεταξύ ποιων έγινε;

Πελοποννησιακός Πόλεμος ονομάστηκε ο πόλεμος  ανάμεσα στην Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή Συμμαχία  (υπό την ηγεμονία της Σπάρτης). Κράτησε, με μικρές διακοπές, 27 χρόνια, από το 431 ως το 404 π.Χ.

Οι αντίπαλοι

Ποιες ήταν οι αιτίες του Πελοποννησιακού πολέμου;

1) ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΘΗΝΑΣ – ΚΟΡΙΝΘΟΥ

Η Αθήνα, μετά την πλήρη κυριαρχία στο Αιγαίο, στρέφει τις βλέψεις της και προς τη Δύση, το Ιόνιο και την Αδριατική. Αυτό τη φέρνει σε σύγκρουση με την Κόρινθο, κύρια σύμμαχο της Σπάρτης, η οποία θεωρούσε ως χώρο επιρροής της τις δυτικές θάλασσες και βλέπει τώρα τα οικονομικά της συμφέροντα να απειλούνται.

2) ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΘΗΝΑΣ – ΣΠΑΡΤΗΣ

Ακόμη, η πολιτειακή διαφορά της Αθήνας (δημοκρατία) με τη Σπάρτη (ολιγαρχία), η οποία γεννά και τη διαφορά στη νοοτροπία, είναι η βαθύτερη και ουσιαστικότερη αιτία του χάσματος ανάμεσα στις δύο πόλεις, το οποίο, σταδιακά, θα καταστεί αγεφύρωτο.

3) ΑΝΤΙΖΗΛΙΑ ΣΠΑΡΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Η κλειστή και αριστοκρατική Σπάρτη έβλεπε με ολοφάνερη καχυποψία τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της ανοικτής και δημοκρατικής Αθήνας. Με την Αθήνα και τη Σπάρτη βρίσκονται αντιμέτωπες δύο αντίπαλες και αντίθετες κοσμοθεωρίες. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Ποιες ήταν οι αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου;

 1) ΕΠΙΔΑΜΝΟΣ

Κέρκυρα, Επίδαμνος

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η ανάμειξη των Αθηναίων στη διαμάχη ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Κόρινθο για την Επίδαμνο (Δυρράχιο), αποτελεί την πρώτη αφορμή του πολέμου.

2)ΠΟΤΙΔΑΙΑ

Ποτίδαια

Η αντιπαλότητα ανάμεσα σε Κόρινθο και Αθήνα οξύνεται και οι Κορίνθιοι ωθούν σε αποστασία από την Αθηναϊκή συμμαχία την Ποτίδαια (432 π.Χ.). Αυτή είναι η δεύτερη αφορμή.

2)  ΜΕΓΑΡΙΚΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

Μέγαρα

Σε αντίποινα ο Περικλής απαγορεύει στα πλοία των Μεγαρέων, συμμάχων της Σπάρτης, να αγκυροβολούν σε λιμάνια της Αθηναϊκής συμμαχίας και να διεξάγουν εμπόριο (τρίτη αφορμή).Οι «Τριακοντούτεις σπονδαί» (τριακονταετής ειρήνη Αθήνας –Σπάρτης που υπογράφηκε το 446 π.Χ.)  είχαν παραβιαστεί.

Ποιοι συμμετέχουν στο  Συνέδριο της Σπάρτης και τι αποφασίζουν;

Σε συνέδριο στη Σπάρτη, Κορίνθιοι και Μεγαρείς, με τη συμπαράταξη και της φιλοπόλεμης σπαρτιατικής μερίδας, ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος είναι η μόνη λύση. Επικρατούν οι φιλοπόλεμοι και οι εχθροπραξίες αρχίζουν το 431 π.Χ.

Ποιες είναι οι φάσεις του Πελοποννησιακού πολέμου;

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διακρίνεται σε τρεις φάσεις: α) Αρχιδάμειος πόλεμος (431-421 π.Χ.) β) Σικελική εκστρατεία (415-413 π.Χ.) γ) Δεκελεικός πόλεμος (413-404 π.Χ.).

Ποια βασικά γεγονότα συμβαίνουν στη διάρκεια της πρώτης φάσης του πολέμου (Αρχιδάμειος πόλεμος);

  • Αρχή του πολέμου αποτέλεσε η εισβολή των Θηβαίων στην Πλάταια, παραδοσιακή φίλη της Αθήνας. Ο πελοποννησιακός στρατός, με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο, λεηλατεί την ύπαιθρο της Αττικής και ο πληθυσμός της αναγκάζεται να καταφύγει μέσα στην οχυρωμένη πόλη.
  • Το 430 π.Χ. μια μολυσματική ασθένεια αποδεκατίζει τον πληθυσμό της Αθήνας. Θύμα της και ο ίδιος ο Περικλής (429 π.Χ.). Οι Αθηναίοι χάνουν το ηθικό τους. Ισάξιος διάδοχος του Περικλή δεν υπάρχει. Στην πολιτική κυριαρχούν πλέον οι δημαγωγοί (πολιτικοί  που με την ικανότητα της πειθούς παρασύρουν τον λαό).
  • Για να αντιμετωπίσει τις σπαρτιατικές επιδρομές, η Αθήνα πιέζει οικονομικά τους Συμμάχους. Οι αυθαιρεσίες των Αθηναίων προκαλούν εξεγέρσεις. Η Λέσβος πρωτοστατεί (428 π.Χ.) και η αποστασία καταπνίγεται με αγριότητα από τους Αθηναίους.
  • Οι Σπαρτιάτες μεταφέρουν τον πόλεμο στη Μακεδονία και καταλαμβάνουν την Αμφίπολη.Οι Αθηναίοι αντιδρούν και στέλνουν στρατό στη Χαλκιδική. Σε αμφίρροπη μάχη στη Χαλκιδική, κοντά στην Αμφίπολη φονεύονται και οι δύο φιλοπόλεμοι στρατηγοί της Αθήνας και της Σπάρτης (422 π.Χ.).
  • Ο θάνατος των δύο ηγετών είχε ως άμεσο αποτέλεσμα το τέλος του πολέμου. Με πρωταγωνιστή τον αρχηγό του αριστοκρατικού κόμματος στην Αθήνα, Νικία, υπογράφεται ειρήνη για πενήντα χρόνια (το 421 π.Χ.).

Αμφίπολη

Υποβολή σχολίου Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 12 Μαρτίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Η ΔIΑΔIΚΑΣIΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΩΣΗΣ – Ο ΑΘΗΝΑIΟΣ ΚΑI Η ΕΡΓΑΣIΑ – Η ΑΘΗΝΑ ΓIΟΡΤΑΖΕI

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 479-323 π.Χ.

Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (479-431 π.Χ.)

ΜΟΡΦΩΣΗ

  

Ποιοι ήταν οι στόχοι της μόρφωσης στην αρχαία Αθήνα;

Α)Η αρμονική ανάπτυξη του σώματος και του πνεύματος είχε τεθεί ως υπέρτατος παιδευτικός στόχος από την αθηναϊκή Πολιτεία.

Β)Η ανάπτυξη του καλού γούστου, της ευπρέπειας (σωστής διαγωγής), της κοινωνικότητας και της οξυδερκούς (έξυπνης) πολιτικής σκέψης ήταν επίσης βασικοί στόχοι των εκπαιδευτικών επιδιώξεων.

Γ)Η μουσική κατέχει δεσπόζουσα θέση σ’ αυτή τη μαθησιακή διαδικασία.

Ποια πρόσωπα  εμπλέκονταν στη μόρφωση των παιδιών;

Α)Ο παιδαγωγός, συνήθως ένας μορφωμένος δούλος, βοηθά στο σπίτι το αγόρι στην εκμάθηση των μαθημάτων του και το συνοδεύει στο σχολείο του.

Β)Εκεί ο γραμματιστής τού διδάσκει γραφή, ανάγνωση και την κατανόηση των ομηρικών επών.

Γ)Ο κιθαριστής διδάσκει στο παιδί μουσική.

Δ) Ο παιδοτρίβης  εκγυμνάζει το παιδί.

Ε) Οι σοφιστές που  ήταν μορφωμένοι άνθρωποι και είχαν συρρεύσει στην Αθήνα απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας, ακόμα και από τις αποικίες, δίδασκαν στους νέους τη ρητορική με (μεγάλη) αμοιβή. Συγκεκριμένα, στην εφηβική ηλικία, τα παιδιά των πλούσιων Αθηναίων, που επεδίωκαν μια υψηλή σταδιοδρομία στον πολιτικό τομέα, διδάσκονταν από τους σοφιστές τη ρητορική, την τέχνη της ορθής έκφρασης και της ικανότητας να πείθεις τον δήμο.

Ποιο ρόλο έπαιξε στη μόρφωση των νέων η πνευματική ατμόσφαιρα της Αθήνας;

Τον νέο, και ιδιαίτερα τον έφηβο, τον βοηθούσε στη διανοητική και αισθητική του ανάπτυξη (την ανάπτυξη της αίσθησης του ωραίου») η όλη πνευματική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην Αθήνα. «‘Ελλάδος παίδευσιν» ονομάζει την πόλη ο Θουκυδίδης και αυτή ήταν η πραγματικότητα. Πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο του ελληνισμού η Αθήνα, παρείχε κάθε δυνατότητα στους νέους να αναπτύξουν όλες τους τις ικανότητες, να διευρύνουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες και να αναδείξουν τα όποια ταλέντα τους.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Ποιες είναι οι επαγγελματικές δραστηριότητες των Αθηναίων;

Α)Οι Αθηναίοι αγρότες, με μικρή κτηματική ιδιοκτησία, αποτελούν την πλειονότητα του πληθυσμού. Καλλιεργούν τα χωράφια τους με τη βοήθεια των δούλων.

Β)Η κτηνοτροφία είναι περιορισμένη.

Γ)Οι πολυάριθμοι τεχνίτες ζουν κυρίως στην πόλη. Εργάζονται σε μικρά εργαστήρια, ανοιχτά προς το μέρος του δρόμου, ώστε οι μελλοντικοί πελάτες τους να παρακολουθούν την εργασία τους. Τα εργαστήρια και τα μαγαζιά είναι συγκεντρωμένα σε μία συγκεκριμένη περιοχή, ανάλογα με το είδος που κατασκευάζουν ή πουλούν. Έτσι οι αγγειοπλάστες είχαν συγκεντρώσει τα εργαστήριά τους στην περιοχή του Κεραμεικού.

Δ)Συγχρόνως, η αύξηση του πληθυσμού συντελεί στη ραγδαία αύξηση του εμπορίου. Εισάγονται τρόφιμα για τη συντήρηση των κατοίκων, αλλά και πρώτες ύλες, όπως δέρματα, ξυλεία και μέταλλα, για τις εργασίες των βιοτεχνιών. Τα προϊόντα των αθηναϊκών εργαστηρίων, όπως υφάσματα, όπλα, κατεργασμένα δέρματα, αγγεία και έπιπλα, εξάγονταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

ΙΣΧΥΡΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Ποια κοινωνική τάξη ενισχύεται με την αύξηση του εμπορίου;
Με την άνθηση του εμπορίου, μια νέα δυναμική και πλούσια επαγγελματική κατηγορία, οι μέτοικοι, αποκτούν ισχύ και επηρεάζουν τις τύχες της πόλης.

Ποια κοινωνική ομάδα δημιουργεί «τον χρυσό αιώνα» της Αθήνας (δηλαδή την εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του πολιτισμού;

Μια ιδιαίτερη ομάδα, όχι και τόσο ολιγομελής, οι καλλιτέχνες, οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί, με τα καλλιτεχνικά τους δημιουργήματα (οι καλλιτέχνες), τις υψιπετείς (υψηλές) φιλοσοφικές θεωρίες τους (οι διανοούμενοι) και τις ριζοσπαστικές πολιτικές τους κινήσεις (οι πολιτικοί), υλοποιούν αυτό που ονομάστηκε «χρυσούς αιών» της Αθήνας.

ΓΙΟΡΤΕΣ

Ποιες ήταν οι μεγάλες γιορτές της Αθήνας;

Οι γιορτές, παναθηναϊκές (όλων των Αθηναίων) και κρατικές ή ιδιωτικές και λιτές, ήταν συνυφασμένες με την καθημερινή ζωή της Αθήνας.Οι σημαντικότερες ήταν:

Α)Η λαμπρότερη, η εορτή της ίδιας της πόλης, ήταν τα Παναθήναια, που τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν της Αθηνάς. Κατά τη διάρκειά τους ξεδιπλωνόταν όλο το μεγαλείο και η δύναμη της πόλης.

Β)Τα Μεγάλα ή «εν άστει» Διονύσια ήταν μια πολυήμερη γιορτή προς τιμήν του Διονύσου. Γ)Τα Ανθεστήρια ήταν μία άλλη γιορτή αφιερωμένη στον ίδιο θεό, κατά την οποία οι Αθηναίοι δοκίμαζαν το νέο κρασί μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς.

Δ)Τέλος, τα Ελευσίνια, γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα και στην κόρη της Περσεφόνη, εορτάζονταν στις αρχές Οκτωβρίου. Πομπή με προσκυνητές ξεκινούσε από την Αθήνα και κατέληγε στο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια.

ΠΗΓΕΣ

Αρχαία Ιστορία Α΄ Γυμνασίου (ΟΕΔΒ)

Βιβλίο του Εκπαιδευτικού

Υποβολή σχολίου Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 11 Μαρτίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 6 ΟΙ ΠΤΩΣΕΙΣ ΩΣ ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕ ΑΛΛΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΣΕΩΝ

  • Oι πτώσεις είναι οι διάφορες μορφές που παίρνει στον λόγο μια κλιτή λέξη εκτός του ρήματος (δηλαδή το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο, η αντωνυμία και η μετοχή της παθητικής φωνής). Μας δείχνουν τη σχέση που μπορεί να έχει ένα ουσιαστικό με το ρήμα ή με ένα άλλο ουσιαστικό της πρότασης .
  • Οι πτώσεις είναι τέσσερις: ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική.

OΙ ΠΤΩΣΕΙΣ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕ ΤΟ ΡΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ


OΙ ΠΤΩΣΕΙΣ

ΠΤΩΣΕΙΣ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΡΗΜΑ
ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ Α) ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ, π.χ. Ο Δημήτρης βλέπει τηλεόραση.

Β) ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ, π.χ. Ο Κώστας είναι αθλητής.

 

 

ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ Α) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ μεταβατικών ρημάτων, π.χ. Κάποιος άνοιξε την πόρτα.

Β) ΑΜΕΣΟ Η ΕΜΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ δίπτωτων ρημάτων, π.χ. Ο καθηγητής εξέτασε τους μαθητές ( άμεσο αντικείμενο) γεωγραφία (έμμεσο αντικείμενο)

Γ) ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ, π.χ. Η επιτροπή διόρισε τη Μαρία γραμματέα.

Δ) ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, π.χ. Πάω σπίτι.

ΓΕΝΙΚΗ Α) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ μονόπτωτων ρημάτων, π.χ. Ο Μιχάλης μοιάζει του πατέρα του.

Β) ΕΜΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ  δίπτωτων ρημάτων, π.χ, Ο Κώστας χάρισε της Μαρίας ένα δαχτυλίδι.

Γ) ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, δηλαδή γενική ονόματος προσώπου ή συνήθως προσωπικής αντωνυμίας που συνοδεύει απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις ή άλλα ρήματα χωρίς να είναι αντικείμενο. Π.χ. Δε μου φαίνεται εύκολο.

Δ) ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ (κατηγορούμενο σε πτώση γενική), π.χ. Αυτό το σπίτι είναι της Ελένης.

Ε) ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ, π.χ. Θα ξαναβρεθούμε του χρόνου.

 

 

ΚΛΗΤΙΚΗ Δε δηλώνει κάποια σχέση του ουσιαστικού με το ρήμα. Τη χρησιμοποιούμε σε προσφωνήσεις, παρακλήσεις κ.λ.π. Π.χ. Μαρία, φέρε μου το βιβλίο.

ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ. 

Συχνά μέσα στην πρόταση ένα ουσιαστικό συνδέεται με ένα άλλο ουσιαστικό προσδιορίζοντας την έννοιά του. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό λειτουργεί ως ονοματικός προσδιορισμός.

Οι ονοματικοί προσδιορισμοί έχουν δύο μορφές ανάλογα με το αν βρίσκονται στην ίδια ή σε διαφορετική πτώση με το ουσιαστικό που προσδιορίζουν. Οι ομοιόπτωτοι βρίσκονται στην ίδια πτώση με το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, ενώ οι ετερόπτωτοι βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από το ουσιαστικό που προσδιορίζουν.

ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
ΠΑΡΑΘΕΣΗ (είναι μια γενικότερη έννοια που προσδιορίζει ένα ουσιαστικό), π.χ. Η Άννα, η φίλη μου, πέρασε στην Ιατρική. ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ (είναι μια ειδικότερη έννοια που επεξηγεί το ουσιαστικό), π.χ. Έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, την πείρα.

 

ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ (ΓΕΝΙΚΗ  ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΗ) ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
Α) ΓΕΝΙΚΗ ΚΤΗΤΙΚΗ, εκφράζει τον κτήτορα, π.χ. το αυτοκίνητο του Κώστα

Β) ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ, εκφράζει ιδιότητα, π.χ. είναι άνθρωπος των γραμμάτων

Γ) ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ, εκφράζει το περιεχόμενο, π.χ. μια ομάδα διαδηλωτών

Δ)ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΤΙΚΗ,  εκφράζει το σύνολο, μέρος του οποίου είναι το ουσιαστικό που προσδιορίζεται, π.χ. ένα δωμάτιο του σπιτιού  μου

Ε) ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ, εκφράζει την αιτία, π.χ. η χαρά της νίκης

Στ) ΓΕΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ, εκφράζει τον σκοπό, π.χ. ταξίδι αναψυχής

Ζ) ΓΕΝΙΚΗ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ, εκφράζει τον δράστη της ενέργειας, την οποία φανερώνει το ουσιαστικό που προσδιορίζεται, π.χ. το κλάμα του μωρού (το μωρό κλαίει)

Η) ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ, εκφράζει τον αποδέκτη της ενέργειας που φανερώνει το ουσιαστικό που προσδιορίζεται, π.χ. η νοσταλγία της πατρίδας (νοσταλγεί την πατρίδα).

Α) ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ εκφράζει μέγεθος, ύψος, βάθος κ.α. , Σκαρφάλωσε σε ένα τοίχο δέκα μέτρα ύψος.Β) ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ Η ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ, π.χ. Είκοσι χρόνια ναυτικός, έχω γνωρίσει όλο τον κόσμο

 

ΑΜΕΣΟ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΑΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΜΜΕΣΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
1. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ
2. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ
3. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΤΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ
4. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
5. ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΕΝΙΚΗ

Παραδείγματα:

Ο Δημήτρης μου  (έμμεσο σε γενική) ζήτησε χρήματα (άμεσο σε αιτιατική).

Έδωσα του Γιώργου (έμμεσο σε γενική)   το βιβλίο (άμεσο σε αιτιατική).

Ο Κώστας διδάσκει τον Πέτρο (άμεσο, αιτιατική προσώπου) χορό (έμμεσο, αιτιατική πράγματος).

Ζήτησα από τον Γιώργο (έμμεσο, προθετικό σύνολο) χρήματα (άμεσο, αιτιατική).

Έδωσα στον μαθητή ( έμμεσο, προθετικό σύνολο) το βιβλίο (άμεσο, αιτιατική).

Η πατέρας με  (άμεσο αιτιατική) δίδαξε να εργάζομαι σκληρά (έμμεσο, δευτερεύουσα πρόταση).

Ο Κώστας  μου (γενική έμμεσο) ζήτησε να πάμε στο γήπεδο (άμεσο, δευτερεύουσα πρόταση).

ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΟΤΙ:

A) Όταν έχουμε δύο αντικείμενα το ένα σε γενική και το άλλο σε αιτιατική, τότε η αιτιατική είναι το άμεσο.

B) Όταν το ρήμα συντάσσεται (παίρνει ως αντικείμενο) δύο αιτιατικές, από τις οποίες η μία είναι πρόσωπο και η άλλη πράγμα, τότε η αιτιατική του προσώπου είναι το άμεσο και η αιτιατική του πράγματος το έμμεσο.

ΠΗΓΕΣ

Συντακτικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ο.Ε.Δ.Β.)

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΓΛΩΣΣΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 25 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 9 Η ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κατὰ δὲ τὴν ἐς Ὀλυμπίαν ὁδόν Στην οδό που οδηγεί στην Ολυμπία
ἔστιν ὄρος πέτραις ὑψηλαῖς ἀπότομον, Τυπαῖον καλούμενον. υπάρχει ένα απόκρημνο βουνό με ψηλούς βράχους, που ονομάζεται Τυπαίο.
Κατὰ τούτου τὰς γυναῖκας Ἠλείοις ἐστὶν ὠθεῖν νόμος, Υπάρχει νόμος στους Ηλείους σ’ αυτό να πετούν τις γυναίκες
ἤν φωραθῶσιν ἐς τὸν ἀγῶνα ἐλθοῦσαι τὸν Ὀλυμπικὸν αν αποκαλυφθούν να έχουν έρθει στο χώρο της Ολυμπίας
ἢ καὶ ὅλως ἐν ταῖς ἀπειρημέναις σφίσιν ἡμέραις ή και γενικά κατά τις απαγορευμένες γι’ αυτές μέρες.
διαβᾶσαι τὸν Ἀλφειόν. να έχουν περάσει τον Αλφειό.
Οὐ μὴν οὐδὲ ἁλῶναι λέγουσιν οὐδεμίαν, Ούτε και λένε ότι πιάστηκε καμιά
ὅτι μὴ Καλλιπάτειραν μόνην, παρά μόνο η Καλλιπάτειρα,
ἥ ὑπὸ τινων καὶ Φερενίκη καλεῖται. η οποία από μερικούς ονομάζεται και Φερενίκη.
Αὕτη προαποθανόντος αὐτῇ τοῦ ἀνδρός, Αυτή, επειδή είχε πεθάνει νωρίτερα ο σύζυγός της,
ἐξεικάσασα αὑτὴν τὰ πάντα ἀνδρὶ γυμναστῇ, αφού μεταμφιέστηκε εντελώς σε άντρα γυμναστή
ἤγαγεν ἐς Ὀλυμπίαν τὸν υἱὸν μαχούμενον· έφερε στην Ολυμπία το γιο της για να αγωνιστεί·
νικῶντος δὲ τοῦ Πεισιρόδου, μόλις, λοιπόν, νίκησε ο Πεισιρόδης,
τὸ ἔρυμα ἐν ᾧ τοὺς γυμναστὰς ἔχουσιν ἀπειλημμένους, το φράκτη με τον οποίο έχουν τους γυμναστές περιορισμένους
τοῦτο ὑπερπηδῶσα ἡ Καλλιπάτειρα ἐγυμνώθη. καθώς τον πηδούσε η Καλλιπάτειρα έμεινε γυμνή.
Φωραθείσης δὲ ὅτι εἴη γυνή, Αν και αποκαλύφθηκε ότι ήταν γυναίκα,
ταύτην ἀφιᾶσιν ἀζήμιον την άφησαν ατιμώρητη,
καὶ τῷ πατρί καὶ ἀδελφοῖς αὐτῆς καὶ τῷ παιδί αἰδῶ νέμοντες και στον πατέρα της και στα αδέλφια της και στο γιο της αποδίδοντας σεβασμό
–ὑπῆρχον δὴ ἅπασιν αὐτοῖς Ὀλυμπικαὶ νῖκαι- -γιατί είχαν νικήσει όλοι στους Ολυμπιακούς Αγώνες-
ἐποίησαν δὲ νόμον ἐς τὸ ἔπειτα ἐπὶ τοῖς γυμναστικοῖς θεσμοθέτησαν όμως νόμο για τους γυμναστές στο εξής
γυμνοὺς σφᾶς ἐς τὸν ἀγῶνα ἐσέρχεσθαι. να μπαίνουν γυμνοί στους αγώνες.
Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις 5.6.7-8 (διασκευὴ)

© Γιάννης Παπαθανασίου

ΠΗΓΗ:

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko

 

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 25 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Τα κόκκινα λουστρίνια, Ειρήνη Μάρρα

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΑΡΡΑ

Η Ειρήνη Μάρρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Ακολούθησε εμπορικές σπουδές και γαλλική φιλολογία. Από την εφηβεία της ήδη έκανε τις πρώτες εμφανίσεις στα γράμματα με δημοσιεύσεις κειμένων της, πεζών και ποιητικών, καθώς και μεταφράσεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Με την παιδική λογοτεχνία ασχολήθηκε συστηματικά μετά το 1972. Έγραψε παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θέατρο. Μετέφρασε Γάλλους συγγραφείς και μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις. Για πολλά χρόνια έγραφε και παρουσίαζε εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Δίδαξε λογοτεχνία και μυθοπλασία σε σχολεία και σε σεμινάρια. Πέθανε το 1998. «Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

1η «Το είχε βάλει….και παραμόνευε την ώρα»: Η αγορά του κόκκινου λουστρινιού και η κατασκευή των παπουτσιών.

2η «Η κόρη του δασκάλου….ποιος ξέρει..»: Η κόρη του δασκάλου.

3η «Την κρίσιμη μέρα…με το τραγούδι»: Η προσφορά των παπουτσιών στην αδερφή.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Σύντομο αφήγημα, με γρήγορη εξέλιξη, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο, από τη ζωή του οποίου παρατηρούμε ένα σημαντικό γεγονός.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Κεντρικό θέμα αρχικά είναι ο αγνός, δειλός νεανικός έρωτας ενός μικρού παιδιού αλλά στη συνέχεια κυριαρχεί η δύναμη και η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης που αποδεικνύεται πολύ πιο ισχυρή από οτιδήποτε άλλο.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο αγνός νεανικός έρωτας, η ζεστασιά της αδελφικής αγάπης και γενικότερα η ανθρωπιά και η ευαισθησία.

ΟΙ ΔΥΟ ΠΟΛΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΙΕΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ

Η δράση του κειμένου κινείται ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους, οι οποίοι ασκούν ψυχολογική πίεση στον βιοπαλαιστή. Από τη μια είναι η αγάπη του για την κόρη του δασκάλου, που είναι όμορφη και την ερωτεύεται. Από την άλλη είναι η αγάπη για την αδερφή του που τώρα μόλις αναγνωρίζει την ύπαρξή της. Καθώς περιμένει να κοιμηθούν τα αδέρφια του, για πρώτη φορά την παρατηρεί. Του φαίνεται άχρωμη και άσχημη. Ως εδώ κυριαρχούσε ο έρωτας. Μόλις, όμως, παρατηρεί τα μάτια της συνειδητοποιεί ότι η φτώχεια και η πολυκαιρία των ρούχων της τα κάνει ξεθωριασμένα. Τα γυμνά της πόδια κάνουν τη ζυγαριά της αγάπης να  γείρει προς την αδερφή. Για την κόρη του δασκάλου, τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο. Η ζυγαριά έχει γείρει. Το οικογενειακό καθήκον και η αδερφική αγάπη βαραίνουν περισσότερο μέσα του. Έτσι κατακτά την ωριμότητα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ

Εργατικός, δραστήριος φιλότιμος, έντιμος και ικανός διαπραγματευτής. Αγαπά τη δουλειά του κι αυτό φαίνεται όταν τραγουδάει μαντινάδες και τραγούδια, ενώ δουλεύει. Είναι υπεύθυνος και γι’ αυτό τον εμπιστεύεται το αφεντικό του. Βοηθάει   τη μητέρα του στις εργασίες και τη σέβεται. Δεν θέλει να κάνει κάτι χωρίς να την ενημερώσει και να συζητήσει μαζί της. Είναι αγνός και αθώος. Αν και είναι ερωτευμένος, παραμένει ντροπαλός και συνεσταλμένος και γι΄ αυτό δεν έχει το θάρρος να μιλήσει στο κορίτσι. Είναι αρκετά ώριμος για να καταλάβει τις ανάγκες της αδερφής του, την οποία αγαπά και συμπονά. Βλέπουμε ότι σταδιακά  αρχίζει να ξεπερνά την παιδική ηλικία και να ωριμάζει (Για την κόρη του δασκάλου τα παπούτσια δεν είναι ένα τόσο φοβερό δώρο. Για την αδερφή του όμως θα είναι θείο δώρο).

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ

Η  αδερφή του πρωταγωνιστή είναι ένα πλάσμα κουρασμένο (καταπονημένο),  χωρίς την ομορφιά και τη χάρη της κόρης του δασκάλου. Τα μαλλιά της είναι δεμένα και τα ρούχα της φθαρμένα και ξεθωριασμένα Είναι μετρημένη και αμίλητη, περπατά σκυφτή, σιωπηλή και αφανής. Έτσι ήταν η εικόνα όλων των κοριτσιών της κατώτερης οικονομικά και κοινωνικά τάξης. Η άλλη είναι όμορφη, καλοντυμένη και περπατά καμαρωτή, έχοντας επίγνωση της ανώτερης κοινωνικής της θέσης. Η αδερφή του δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, όπως η κόρη του δασκάλου. Η ζωή της είναι γεμάτη φτώχεια και χωρίς χαρές. Τα πόδια της είναι γυμνά καθώς φορά εξώφτερνα παπούτσια. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει με την άλλη. Ο πρωταγωνιστής, όταν τα συνειδητοποιεί αυτά, ξεχνά τον αρχικό σκοπό του.

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΔΕΡΦΗΣ

Ο συγγραφέας περιγράφει γλαφυρά την αντίδραση της αδερφής, όταν έλαβε τα παπούτσια. Με πολλές μεταφορές (χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια…κ.α.) δίνει την ένταση της χαράς της. Τα γοβάκια είχαν μαγική δύναμη. Έγιναν πηγή ευτυχίας, αισιοδοξίας, γέλιου και έδωσαν χρώμα στην ως τότε άχρωμη και ξεθωριασμένη εμφάνιση αλλά και ζωή της αδερφής του πρωταγωνιστή.

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Α) ΕΝΔΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα)

Είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, ώσπου ο ήρωας να αγοράσει το δέρμα και να κατασκευάσει τη λουστρίνια.

Β) ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ (σε ποια εποχή συνέβησαν όσα αναφέρει το διήγημα)

Δεν τον γνωρίζουμε. Τα γεγονότα συνέβησαν στο παρελθόν, ίσως στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν ο δάσκαλος ήταν αυθεντία και τα παιδιά εργάζονταν από νωρίς για να βοηθήσουν την οικογένειά τους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ  ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ

Το διήγημα ξεκινάει απότομα από τη μέση της ιστορίας in media res  και στη συνέχεια ενημερωνόμαστε για όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν. Όταν ξεκινάει η ιστορία δεν γνωρίζομε για ποιον μιλάει ο αφηγητής. Όσο προχωράει  το διήγημα,  οι πληροφορίες έρχονται σταδιακά και αποκαλύπτεται το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ο χαρακτήρας του, η οικονομική του κατάσταση, ο λόγος για τον οποίο θέλει τα παπούτσια, κ.τ.λ.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ  ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Το διήγημα ξεκινά in media res, τη στιγμή που ο ήρωας συγκεντρώνει χρήματα να αγοράσει  το κόκκινο λουστρινένιο δέρμα για τα παπούτσια.

Με αναδρομές στο παρελθόν, αναφέρεται ο χρόνος που το είχε δει και είχε σκεφτεί πως ήταν κατάλληλο για τα παπούτσια του κοριτσιού, η αγορά του δέρματος, η αναζήτηση του σχεδίου, η κατασκευή των παπουτσιών και η γνωριμία με την κόρη του δασκάλου.

Μετά τη σύλληψη του σχεδίου για τα γοβάκια, ακολουθούν προλήψεις θα της έφτιαχνε, θα περίμενε, θα πήγαινε, θα τα ‘δινε, θα πηδούσε, θα χαιρότανε θα τον συμπάθαγε..»). Από την κρίσιμη μέρα που θα μιλήσει στη μητέρα του, ο χρόνος κυλάει γραμμικά.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Είναι τριτοπρόσωπος, παντογνώστης και με τη φωνή του επικαλύπτει τις φωνές των άλλων ηρώων. Δεν συμμετέχει στη δράση. Απλώς παρακολουθεί και μεταφέρει όσα συμβαίνουν στον αναγνώστη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Αφήγηση του τριτοπρόσωπου αφηγητή και περιγραφές που και πάλι δίνονται από τον αφηγητή (του λουστρινιού, της αδερφής κ.τ.λ.). Απουσιάζει τελείως ο διάλογος.

ΓΛΩΣΣΑ

Είναι απλή δημοτική,  λιτή και με πολλές καθημερινές εκφράσεις (το είχε βάλει στο μάτι, είχε κάνει κουμάντο κ.λπ). Επίσης, υπάρχει ειδικό λεξιλόγιο με λέξεις σχετικές με το επάγγελμα του τσαγκάρη (κοπίδι, καλαπόδι κ.α.).

ΥΦΟΣ

Είναι απλό, λιτό, συγκινητικό και διδακτικό.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Μεταφορές (ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του), επαναλήψεις (σκιά…σκιές…σκιά..), υπερβολή (που όμοιά τους δεν φορέθηκαν ποτέ), εικόνες οπτικές, απτικές 9δηλαδή αφής), κινητικές, οπτικοακουστικές.

ΤΟΠΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Εναλλάσσονται σε ανοιχτό (η αγορά δέρματος, το σεργιάνι της κόρης του δασκάλου) και κλειστό (το σπίτι,το τσαγκαράδικο, το σπίτι του δασκάλου).

ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ  TΣΑΓΚΑΡΗ

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλαιότερα όμως ο τσαγκάρης κατασκεύαζε τα παπούτσια. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα λεπτά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες (δηλαδή μεγάλες βελόνες), σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του. Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.

Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση.  Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΠΟΥΝ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Παγωτατζής , γανωτής ή γανωματής,  λούστρος, πλανόδιος μανάβης, νερουλάς, υαλοποιός,  εφημεριδοπώλης, σαμαρτζής ή σαμαράς, αλμπάνης  (από το τουρκικό nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής), βαρελάς , αγωγιάτης, ντελάλης, καλαθάς, γανωτής , ομπρελάς, καρεκλάς, ξυλοκόπος, ρετσινοσυλλέκτης,  εργάτης σε καμίνι.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Δημήτρη Χατζή, «Το βάφτισμα»

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/extras/texts/index10_01_parallilo_chatzis.html

Δυο μέρες τώρα μάνα και γιος αλωνίζανε μοναχοί τους — γερασμένη κιόλας εκείνη, το παιδί δεν είχε πατήσει τα δεκατρία. Το παιδί γύριζε με τη φοράδα στ’ αλώνι, η μάνα ερχόταν μάζευε τον καρπό, μάζευε το σανό. Η χρονιά είταν κακή, το γέννημα λιγοστό και πλαγιασμένο. Και χρεωμένο. Ο πατέρας τη δεύτερη μέρα απ’ τ’ αλώνισμα τους άφησε κι έφυγε. Παρακάτω απ’ το χωριό είχαν αρχίσει και φτιάχνανε πάλι τους δρόμους κι οι χωριάτες, όσοι μπορούσαν, τελειώνοντας με το θέρισμα, αφήναν τις άλλες δουλειές στις γυναίκες και τα παιδιά τους και κατεβαίναν εκεί — για τα μεροκάματα. Έτσι κάναν κάθε καλοκαίρι. Και πήγε κι αυτός — ο πατέρας.

Το πρώτο βράδυ που γύρισε πίσω, το παιδί κοιμότανε κιόλας αποσταμένο δίπλα στο σβησμένο τζάκι. Πήγε κοντά, στάθηκε ορθός και το κοίταξε μια φορά. Γύρισε τα μάτια του, κοίταξε και τη γυναίκα. Αυτή του ’γνεψε με το κεφάλι κουνώντας το καναδυό φορές πάνω και κάτω — ήθελε να του πει, ναι. Έκατσε να φάει, σήκωσε τα μάτια του και πάλι κοίταξε τη γυναίκα.

— Και πώς τα πήγε;

— Αψύ παιδί… Και φιλότιμο.

Αυτός σκούπισε τα μουστάκια του για να κρύψει το χαμόγελο.

— Απόστασε κι αυτό και την παίδεψε και τη φοράδα πολύ.

— Τη φοράδα — όχι… Μην τον αφήσεις.

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.

— Και τί να του κάνω;… Όλη μέρα ασταμάτητα… Με το ζόρι να τον σταματήσω για το ψωμί.

Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και πάλι σκούπισε τα μουστάκια του.

— Μα τη φοράδα — όχι. Μην τον αφήνεις… Και τα κατάφερε ο κερατάς;

— Όλα για σένα… Να σ’ ευχαριστήσει.

— Και το πουλάρι;

— Ε, τί θέλεις εσύ; Από πίσω κι αυτό.

— Κι αλωνίζει κι αυτό;

— Παίζει, μωρέ.

Ο πατέρας χαμογέλασε πάλι και δε σκούπισε αυτή τη φορά τα μουστάκια του. Καλά είταν έτσι. Και τ’ αλώνισμα με τη φοράδα και το παιδί — και το μεροκάματο το δικό του στο δρόμο. Έπεσε δίπλα στο παιδί και κοιμήθηκε ευχαριστημένος.

Το δεύτερο βράδυ γυρίζοντας ξαναβρήκε το παιδί κοιμισμένο. Ξαναστάθηκε και το κοίταξε λίγο. Κοίταξε και τη γυναίκα μα δεν είπε τίποτα. Έκατσε να φάει και πάλι δε ρώτησε τίποτα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε κοντά της. Κάτι είχε στο νου του — συλλοή, στενοχώρια. Η γυναίκα δε μίλησε — περίμενε.

— Και πώς τα πήγατε;

Η γυναίκα σήκωσε τις πλάτες.

— Και πότε λες να τελειώσετε;

— Ξέρω; Πέντε μέρες ακόμα;

Σώπασαν.

— Θα σας πάρω, λέω, τη φοράδα, είπε τέλος αυτός.

— Για το δρόμο;

— Είπαν, θέλουν και κάρα… Πέντε μέρες όσο να τελειώσετε εσείς — πέντε μεροκάματα για τη φοράδα, άλλα πέντε το κάρο…

— Και στ’ αλώνι;

Την κοίταξε στα μάτια. Γύρισε κοίταξε και το παιδί που κοιμόνταν.

— Το πουλάρι.

— Μικρό δεν είναι ακόμα, Βαγγέλη;

— Θα βαστάξει, βαστάει αυτό…

— Κι αδοκίμαστο ακόμα κι ακαπίστρωτο… κι ακαλλίγωτο, μουρμούρισε η γυναίκα… Αυτό είναι να παίζει μονάχα…

— Δε θα παίζει όλο τον καιρό…

— Και ζάπι — ποιος θα το κάνει;

— Από μένα καλύτερα αυτός.

Δε μίλησαν άλλο. Ο πατέρας έπεσε δίπλα στο παιδί κι αποκοιμήθηκε γρήγορα. Η γυναίκα είχε ακόμα δουλειές. Τέλειωσε — κατέβηκε τότε και στο κατώι, έβαλε φρέσκο σανό στη φοράδα, έβαλε και στο πουλάρι. Καθώς γύρισε και την κοίταξε, τ’ άρπαξε το κεφάλι και το ’σφιξε μια φορά πάνω στα μαραμένα της στήθια. Όταν ανέβηκε πάνω και πήγε και στο παιδί που κοιμόταν το χάιδεψε κι αυτό μια φορά.

Το πρωί ο πατέρας έζεψε τη φοράδα στο κάρο. Το παιδί στεκότανε δίπλα του με το μακρύ καμουτσίκι στα χέρια. Πίσω του πάλι το πουλάρι. Όλο το καλοκαίρι έτσι πήγαινε πίσω του σαν το μανάρι, σαν το ζαγάρι. Το παιδί σηκωνόταν από το χάραμα, κατέβαινε στο κατώι και το ’βγαζε έξω. Το ’παιρνε και το τραβούσε για το λιβάδι, για το βουναλάκι να το βοσκήσει, μα περνούσε πάντα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Κάθε τόσο σταματούσε, κοίταζε γύρω, πηδούσε μέσα στ’ αραποσίτια, του ’κοβε ένα αγίνωτο καλαμπόκι και του το ’δινε στο στόμα. Το πουλάρι κατάπινε το χλωρό καρπό και γυρνούσε τα στρογγυλά του μάτια και το κοιτούσε. Τότε το παιδί δεν μπορούσε να μην του κλέψει κι άλλο. Τ’ απόγεμα το ’παιρνε πάλι να το κατεβάσει στο ρέμα να το ποτίσει.

— Να το καβαλήσω, πατέρα;

— Όχι ακόμα, είναι μικρό…

— Αυτό, πατέρα;

— Σε σκότωσα, κερατά.

Δεν το καβαλίκευε εκεί. Το πότιζε στο ρέμα, ύστερα ξαπλωνόταν ανάσκελα. Το πουλάρι δίπλα του σκάλιζε με το μπροστινό του ποδάρι τις πέτρες — γιατί να στέκονται εκεί; Τότε το καβαλούσε, χωρίς καπίστρι, χωρίς τίποτα, και τραβούσε πέρα, πίσω απ’ το βουναλάκι να μην τους ιδούνε. Κάποτε αργούσαν, χανόντανε μαζί — βράδιαζε και δεν είχαν γυρίσει. Η μάνα έβγαινε τότε στην πόρτα, κοίταζε γύρω — πού χαθήκανε πάλι;

— Στέργιο, φώναζε. Γύριζε το παιδί το κεφάλι, στύλωνε και το πουλάρι τ’ αυτιά του — τ’ ακούγανε τ’ όνομα και τα δυο.

Όταν θερίζανε το χωράφι, το παιδί τούς έφερνε το ψωμί, τους κουβαλούσε νερό, βοηθούσε τη μάνα του στο δεμάτιασμα. Και το πουλάρι από πίσω. Σα σταματούσανε καμιά φορά τη δουλειά, πηδούσε ξαφνικά, τ’ άρπαζε το λαιμό, κρεμόταν στο στήθος του και το ‘σφιγγε, το ’σφιγγε όσο που ν’ αρχίσει κι αυτό να τινάζεται και να σηκώνεται ολόρθο στα πισινά του ποδάρια. Τότε χαιρότανε.

— Κοίτα, πατέρα…

— Κοίτα τώρα στ’ αλώνι, μην το παιδέψεις πολύ, είπε ο πατέρας.

— Εγώ, πατέρα;

— Σιγά να το πας… Είναι αμάθετο ακόμα…

Ο πατέρας τράβηξε τον καρόδρομο ανάμεσα στα χωράφια, το παιδί πήρε τον ανήφορο για τ’ αλώνι. Το πουλάρι γύρισε, κοίταξε μια φορά τη φοράδα κι ύστερα έτρεξε πίσω του και στάθηκε δίπλα στ’ αλώνι. Το παιδί το χάιδεψε στο λαιμό. Του πέρασε το καπίστρι. Αυτό τέντωσε τα ρουθούνια, τινάχτηκε λίγο — το δέχτηκε. Το ’δεσε στο στυλιάρι τ’ αλωνιού και χάρηκε που μήτε εκεί δε στενοχωρήθηκε και πολύ. Μπήκε μπροστά του — χωρίς να πάρει την τριχιά απ’ το καπίστρι.

— Άιντε, Στέργιο…

Άρχισε να τρέχει γύρω τ’ αλώνι, όλο κοιτάζοντας πίσω του. Το πουλάρι κίνησε, έτρεξε και κείνο πίσω του, μια φορά, δυο φορές, ύστερα στάθηκε — δεν τ’ άρεσε το παιχνίδι. Σταμάτησε και το παιδί. Πήγε κοντά, του χάιδεψε το λαιμό και ξαναξεκίνησε κοιτάζοντας πάντοτε πίσω του. Το πουλάρι δε σάλεψε, πολεμούσε να δαγκώσει το καπίστρι. Το παιδί γέλασε, πήγε πάλι κοντά του.

— Κοίτα, Στέργιο… Πόσα δεμάτια… Και ποιος θ’ αλωνίσει;

Πήρε την τριχιά στα χέρια του και ξαναξεκίνησε. Ξεκίνησε πίσω και το πουλάρι. Ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, άναψε ολόγυρα η πέτρα, έκαιγε ο τόπος. Παιδί και πουλάρι μουσκευτήκανε στον ιδρώτα. Κάθε φορά που το πουλάρι σταματούσε, ζοριζόταν και τσίναγε με τα λουριά και τα σκοινιά τ’ ασυνήθιστα, το παιδί τραβούσε δυνατότερα την τριχιά — ερχόταν τότες και κείνο. Η δουλειά πήγαινε σιγά. Οι ώρες περνούσαν και ούτε τα πρώτα δεμάτια δεν είχαν τελειώσει.

Το παιδί σταμάτησε, σταμάτησε και το πουλάρι και παιδευότανε πάλι να λευτερώσει το κεφάλι του. Το παιδί σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τα μάτια του, σκούπισε και το πουλάρι με τα μπράτσα του. Έκατσε λίγο στην άκρη απ’ τ’ αλώνι. Δυο μέρες με την φοράδα δεν το ’χε νιώσει καθόλου πως δούλευε. Τρεις ώρες μονάχα και το κορμί του σουβλιζότανε τώρα, η πλάτη του πονούσε απ’ το τράβηγμα, το δεξί του χέρι ξεράθηκε…

Σηκώθηκε, μάζεψε τον καρπό, έριξε καινούργια δεμάτια, πήρε την τριχιά και μπήκε πάλι μπροστά.

— Έλα, Στέργιο μου… έλα.

Το πουλάρι πήγε και κείνο γοργά. Ένα αγεράκι φύσηξε απ’ το βουνό, δρόσισε λίγο, το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του. Το παιδί ένιωσε την πλάτη του ν’ αλαφρώνει. Τ’ άφησε να τρέχει και στάθηκε δίπλα.

— Άιντε, Στέργιο… Στέργιο μου…

Το πουλάρι πήγαινε τώρα μονάχο του, το παιδί έτρεχε δίπλα του.

— Στέργιο… Στέργιο… Κοίτα, πατέρα.

Και πήγαινε και το πουλάρι γοργά και χαιρότανε, όλο χαιρότανε πλιότερο το παιδί. Ύστερα πήγε από πίσω, όπως πήγαινε δυο μέρες με τη φοράδα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα, από χαρά κι από περηφάνια. Η δουλειά πήγαινε γοργά, σε λίγο θα χρειαζόνταν καινούργια δεμάτια. Και ξαφνικά το πουλάρι σταμάτησε.

— Άιντε, Στέργιο…

Τίποτα. Κροτάλισε δυνατά το καμουτσίκι στον αέρα. Το πουλάρι δε σάλεψε. Το σήκωσε ψηλά μ’ όλη τη δύναμή του και το κατέβασε στ’ αναμμένα καπούλια. Μια φορά, δυο φορές. Το πουλάρι τινάχτηκε ξαφνιασμένο, έκανε μια να σηκωθεί στα πισινά του ποδάρια, φρούμαξε —σκοινιά, λουριά το πνίξαν— απόμεινε στο ζυγό κι έτρεμε ολόβολο. Το παιδί είδε το γυαλιστερό του τρίχωμα ν’ αυλακώνεται πάνω στο ιδρωμένο κορμί —δυο βαθιές χαρακίλες— κι απόμεινε με το χέρι υψωμένο. Πέταξε το καμουτσίκι στα στάχυα, έτρεξε και τ’ αγκάλιασε το στήθος. Το πουλάρι χαμήλωσε το κεφάλι του και το ’τριψε πάνω στο δικό του. Και τότε το παιδί δε μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Το ’σφιγγε, σφιγγότανε πάνω στο στήθος του κι έκλαιγε με λυγμούς.

Ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Το κάμα δυνάμωνε. Το παιδί ξαναπήρε το καμουτσίκι στα χέρια και μπήκε πάλι από πίσω. Δεν έκλαιγε πια.

— Άιντε, Στέργιο.

Τ’ άλογο έσκυψε μια φορά τ’ ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχυα.

— Έι χω, φώναξε το παιδί κι η φωνή του είταν χαρούμενη κι άγρια.

Είχανε βαφτιστεί και τα δυο.

[πηγή: Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι. Διηγήματα, Το Ροδακιό, Αθήνα 2000, σ. 151-157]

Άντον Τσέχωφ

Ο Βάνκας

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/index11_03.html


Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.

O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:

 

Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

 

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».

Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.

Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

*ροκάνα: είδος ξύλινου κρόταλου που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο *γουλιανός: ψάρι των γλυκών νερών *τρικέρης: με τρία κέρατα (χαρακτηρισμός του διαβόλου) *καπίκι: ρωσικό νόμισμα *τρόικα: ρωσικό έλκηθρο που το σέρνουν τρία άλογα

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexA1_1.html

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης.

Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.

 

 

5

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15 αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20 αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25 βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30 το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35 Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
–   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45 Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

 

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

50 –   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
–   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55 –   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
–   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
–  Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60 κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65 «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
–   Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
–   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70  

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

75 βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80 «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
–   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
–   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

 

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

μπάλσαμο, καρυοφύλλι: μυριστικά φυτά του κήπου.

ΠΗΓΕΣ

Βιογραφικά: Ηλεκτρονικός άτλαντας ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας

Βιβλίο του εκπαιδευτικού

Ψηφιακό βιβλίο κειμένων Α΄ Γυμνασίου

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 24 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Η ΣYΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ-Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 479-323 π.Χ.

Ποιες είναι οι τρεις βασικές κοινωνικές ομάδες στην Αθήνα του 5ου αιώνα; Ποιες ενασχολήσεις, ποια δικαιώματα και ποιες υποχρεώσεις είχαν;

Οι τρεις μεγάλες κοινωνικές ομάδες που αποτελούσαν τον πληθυσμό της Αθήνας κατά τον 5ο αιώνα, ήταν οι  Αθηναίοι πολίτες, οι μέτοικοι και οι δούλοι.

Α) Οι Αθηναίοι πολίτες αποτελούσαν τη μοναδική κυρίαρχη δύναμη στην πόλη. Από αυτούς πήγαζε κάθε εξουσία. Αθηναίοι πολίτες ήταν αυτοί που κατάγονταν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους. Αυτοί μόνο είχαν το δικαίωμα της συμμετοχής στις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες είχαν τα ίδια δικαιώματα απέναντι στους νόμους.

Β) Οι μέτοικοι ήταν πολίτες άλλων ελληνικών πόλεων που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, προσελκυόμενοι από την ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη. Η κύρια ασχολία τους ήταν το εμπόριο και, για να τους επιτραπεί να διαμένουν ανεμπόδιστα στην Αθήνα, πλήρωναν έναν ειδικό φόρο, το μετοίκιον.

Γ) Οι δούλοι αποτελούσαν την πλειονότητα του πληθυσμού της Αθήνας. Yπολογίζεται ότι, κατά την εποχή του Περικλή, κατοικούσαν στην Αθήνα περίπου 200.000 δούλοι. Η προέλευσή τους ήταν ποικίλη: α) άλλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, β) άλλοι είχαν αγοραστεί στα δουλοπάζαρα και γ) άλλοι ήταν παιδιά δούλων. Ορισμένοι δούλοι εργάζονταν ως υπηρέτες στα αθηναϊκά σπίτια ή τους αγρούς και άλλοι υπηρετούσαν σε κρατικές υπηρεσίες ως δεσμοφύλακες, λογιστές, αστυνόμοι ή εργάτες. Οι μορφωμένοι δούλοι εκτελούσαν και χρέη παιδαγωγού σε σπίτια πλούσιων Αθηναίων. Η αθηναϊκή κοινωνία, σχεδόν στο σύνολό της, περιέβαλλε με στοργή τους δούλους και η κάθε οικογένεια, στους κόλπους της οποίας υπηρετούσαν, τους θεωρούσε μέλη της.

Πώς ήταν ο τόπος κατοικίας μιας αθηναϊκής οικογένειας;

Η μέση αθηναϊκή οικογένεια έμενε συνήθως σε ένα απλό, μονώροφο σπίτι. Τα έπιπλα, λιτά, άφηναν πολύ ελεύθερο χώρο στα δωμάτια.

Πώς ήταν η ζωή της γυναίκας στην Αθήνα του 5ου αιώνα;

Σε μια μέση αθηναϊκή οικογένεια, η οικοδέσποινα, ακολουθώντας τις συνήθειες της εποχής, παρέμενε στο σπίτι και σπάνια έβγαινε μόνη, κυρίως κατά τις θρησκευτικές εορτές. Το μοναδικό αξίωμα που μπορούσε να αναλάβει μια γυναίκα στην αρχαιότητα ήταν αυτό της ιέρειας. Δε λάμβανε μέρος στη δημόσια ζωή και καταγινόταν με τις οικιακές εργασίες. Επέβλεπε τους δούλους —οικιακούς βοηθούς—, φρόντιζε τον καλλωπισμό της, ύφαινε και μεριμνούσε για την ανατροφή των παιδιών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στο γυναικωνίτη, ένα ιδιαίτερο τμήμα του σπιτιού που προοριζόταν γι’ αυτήν.

Πώς ήταν η ζωή των ανδρών στην Αθήνα του 5ου αιώνα;
Ο άνδρας περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας έξω από το σπίτι. Το γλυκό κλίμα της Αττικής ευνοεί τη ζωή στην ύπαιθρο, το περιδιάβασμα, την ελεύθερη περιπατητική συζήτηση. Ο Αθηναίος, όταν δεν ασχολείται με την προσωπική του εργασία, συχνάζει στα γυμναστήρια, στα δημόσια λουτρά, στα κουρεία. Εκεί συναντά τους γνωστούς του και συζητά διάφορα, από τα μικροπροβλήματα της ζωής μέχρι πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα. Η συμμετοχή στα κοινά τον θέλγει ιδιαίτερα και στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου λαμβάνει ενεργό μέρος. Το βράδυ, στο σπίτι του, οργανώνει συμπόσια με τους φίλους του. Εκεί, μόνο με τη συμμετοχή ανδρών, άναβαν οι συζητήσεις γύρω από αγαπημένα θέματα, όπως η τέχνη και η φιλοσοφία.

Πώς ανατρέφονταν τα αγόρια και πώς τα κορίτσια στην αρχαία Αθήνα;
Η ανατροφή των παιδιών διέφερε ανάλογα με το φύλο. Ενώ τα κορίτσια έμεναν στο σπίτι και μάθαιναν από τη μητέρα τους το σύνολο των οικιακών εργασιών, τα αγόρια από την ηλικία των επτά ετών στέλνονταν σε ιδιωτικά σχολεία, για να μορφωθούν.

Τι περιελάμβανε η διατροφή των αρχαίων Αθηναίων;

Η τροφή της αθηναϊκής οικογένειας ήταν λιτή και αποτελούταν από λαχανικά, ελιές, παστά ψάρια και σπάνια από κρέας.

Πώς ντύνονταν οι αρχαίοι Αθηναίοι;

Η ενδυμασία των Αθηναίων ήταν κομψή, αλλά όχι εξεζητημένη. Το βασικό ένδυμα ήταν ο χιτώνας, ο οποίος, ανάλογα με τις διαθέσεις του ατόμου, με το δέσιμο στη μέση με μία ζώνη, δημιουργούσε πολλές ή λίγες πτυχώσεις. Το ιμάτιο, είδος πανωφορίου, κατασκευασμένο από ζεστό, μάλλινο ύφασμα, τυλιγόταν πάνω από το χιτώνα με ποικίλους τρόπους. Τα σανδάλια, στα πόδια, συμπλήρωναν την αμφίεση. Οι πλούσιες Αθηναίες αγαπούσαν πολύ και τα κοσμήματα, τα οποία αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα της αμφίεσής τους.

ΠΗΓΕΣ

Αρχαία Ιστορία Α΄ Γυμνασίου (ΟΕΔΒ)

Βιβλίο του Εκπαιδευτικού

Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 20 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Η ΛΕIΤΟYΡΓIΑ ΤΟY ΠΟΛIΤΕYΜΑΤΟΣ ΟI ΛΕIΤΟYΡΓIΕΣ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 479-323 π.Χ.

Πότε (μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη),  το αθηναϊκό πολίτευμα διευρύνεται ακόμη περισσότερο; Τι αλλάζει σε αυτό;

Μετά το 462 π.Χ., το έτος της πτώσης της πολιτικής δύναμης του Κίμωνα και την άνοδο του Περικλή, το αθηναϊκό πολίτευμα (η δημοκρατία) διευρύνεται ακόμη περισσότερο (λέγοντας διευρύνεται εννοούμε ότι η εξουσία, όλο και περισσότερο, περνά στα χέρια του δήμου, δηλαδή του λαού). Ως τότε, το αθηναϊκό πολίτευμα λειτουργούσε περίπου όπως το είχε διαμορφώσει η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Όμως, στη συνέχεια το πολίτευμα εξελίσσεται, η λαϊκή συμμετοχή διευρύνεται και ο δήμος (λαός) ασκεί το σύνολο της εξουσίας.

Ποια ήταν η δομή του διευρυμένου δημοκρατικού πολιτεύματος; Και ειδικότερα, ποιος ήταν τώρα πια  ο ρόλος Α) της Εκκλησίας του Δήμου, Β)της Βουλής των Πεντακοσίων  Γ ) του Αρείου Πάγου, Δ) των 9 Αρχόντων,  Ε) των 10 Στρατηγών , και Στ) της Ηλιαίας

Α) Η Εκκλησία του Δήμου είναι το κυρίαρχο σώμα στη δομή του αθηναϊκού πολιτεύματος. Όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αττικής, σύμφωνα με τον νόμο, ήταν μέλη της. Κατά τις συνεδριάσεις κάθε πολίτης μπορούσε ελεύθερα να εκφράσει τη γνώμη του. Οι αποφάσεις της Εκκλησίας καθόριζαν την πορεία της πολιτείας σε όλους τους τομείς. Η Εκκλησία, όπως καθόριζε η μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, εκλέγει, με θητεία ενός έτους, τα μέλη της Βουλής των Πεντακοσίων.

 Β)Τώρα  οι αρμοδιότητές της Βουλής των Πεντακοσίων, ήταν αυξημένες. Αυτή προετοίμαζε τα κείμενα των νόμων (προβούλευμα), τους οποίους, μετά από συζήτηση, ψήφιζε ή απέρριπτε η Εκκλησία.

Β) Μετά τη μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, ο Άρειος Πάγος δεν είχε δικαίωμα να ελέγχει τη βουλή.

Γ) Οι Εννέα Άρχοντες δεν εκλέγονταν πια, αλλά κληρώνονταν. Έτσι το αξίωμά τους είχε καταλήξει να είναι καθαρά διακοσμητικό.

Δ) Αντίθετα, οι Δέκα Στρατηγοί αναδεικνύονται ως οι κύριοι ανώτατοι άρχοντες. Έργο τους είναι η εσωτερική ασφάλεια της πόλης, ο σχεδιασμός της εξωτερικής πολιτικής και η διοίκηση του στρατού και του στόλου.

Ε) Εκεί όμως που σημειώνονται οι ριζοσπαστικότεροι νεωτερισμοί είναι στην απονομή της δικαιοσύνης. Ο Εφιάλτης αφαίρεσε από τον Άρειο Πάγο την αποκλειστικότητα της απονομής της δικαιοσύνης, αφήνοντάς του μόνο τις περιπτώσεις φόνου εκ προμελέτης και εμπρησμού. Όλες οι άλλες περιπτώσεις μεταφέρονται στη δικαιοδοσία ενός πολυμελούς λαϊκού δικαστηρίου, της Ηλιαίας, με 6.000 δικαστές, οι οποίοι εκλέγονταν, με θητεία ενός έτους, από την Εκκλησία του Δήμου. Η Ηλιαία χωριζόταν σε 10 τμήματα. Το κάθε τμήμα είχε αρμοδιότητα σε διαφορετικό δικαστικό τομέα και αντιπροσώπευε μία από τις δέκα φυλές της Αθήνας.

Γιατί η Αθηναϊκή Πολιτεία είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα;
Η Αθηναϊκή Πολιτεία είχε ανάγκη από χρήματα, γιατί είχε έντονη παρουσία σε πανελλήνια κλίμακα:

α) Η συντήρηση του στόλου, β) η οργάνωση μεγαλοπρεπών εορτών, γ) το ανέβασμα πολυπρόσωπων θεατρικών παραστάσεων, ε) η αποστολή πρεσβειών σε πανελλήνιες εορτές, απαιτούσαν τεράστια οικονομική δαπάνη.

Πώς κατάφερνε η Αθηναϊκή Πολιτεία να καλύπτει αυτές τις τεράστιες δαπάνες; Τι ήταν οι λειτουργίες;

Η Αθήνα, με ένα ευφυές (έξυπνο) φορολογικό σύστημα, τις λειτουργίες, υποχρέωνε τους οικονομικά ισχυρούς Αθηναίους να προσφέρουν τα αναγκαία χρήματα για όλες αυτές τις δαπάνες.

Ποιος ήταν ο διπλός ρόλος των λειτουργιών;

Το πρωτότυπο, με το σύστημα των λειτουργιών, είναι ότι α) βοηθείται η πολιτεία οικονομικά και συγχρόνως β)  προωθείται η προσωπική προβολή και υλοποιούνται οι φιλοδοξίες των φορολογουμένων πλούσιων Αθηναίων πολιτών.

Ποιες ήταν οι κυριότερες λειτουργίες;

 Α) Η τριηραρχία, δηλαδή η προσφορά χρημάτων από έναν ή περισσότερους ιδιώτες για τη συντήρηση ενός κρατικού πλοίου.

Β) Η χορηγία, δηλαδή η ανάληψη της δαπάνης για το ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης που θα λάμβανε μέρος σε δραματικούς αγώνες.

Γ) Η γυμνασιαρχία, δηλαδή η καταβολή των εξόδων για τη διατροφή και την εκγύμναση αθλητών που θα έπαιρναν μέρος σε «γυμνικούς αγώνες».

Δ) Η εστίαση, δηλαδή η παροχή από έναν πλούσιο πολίτη των χρημάτων για την παράθεση δημόσιου γεύματος στα μέλη της φυλής του σε περίοδο εορτών ή αγώνων.

Πώς τιμούσε η πολιτεία τους πλούσιους πολίτες που αναλάμβαναν ακριβές λειτουργίες;

Τους πλούσιους πολίτες που προσέφεραν μεγάλα ποσά για τις λειτουργίες, η Πολιτεία τους τιμούσε, δίνοντάς τους την άδεια να στήσουν αναμνηστικό μνημείο σε περίπτωση νίκης της ομάδας τους σε δραματικούς ή γυμνικούς αγώνες.

ΠΗΓΕΣ

Αρχαία Ιστορία Α΄Γυμνασίου (ΟΕΔΒ)

Βιβλίο του εκπαιδευτικού

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 14 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ 8 Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ)

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Πλάτων διατυπώνει την άποψη ότι οι θεοί έπλασαν το ανθρώπινο γένος. Οι άνθρωποι στη συνέχεια ένιωσαν την ανάγκη να ιδρύσουν βωμούς για να τιμήσουν τους θεούς. Αρχικά ζούσαν διασκορπισμένοι, γρήγορα όμως κατάλαβαν ότι θα επιβίωναν μόνο αν οργανώνονταν σε πόλεις, κι έτσι άρχισε η εξέλιξη των πολιτειακών συστημάτων.

Ενότητα 8η Πλάτων, Πρωταγόρας 322 a-c

Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, Κι όταν ο άνθρωπος μετείχε της θεϊκής μοίρας,
πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν πρώτα πρώτα εξαιτίας της συγγένειας με το θείο
ζῲων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, μόνος αυτός από τα πλάσματα πίστεψε στους θεούς
καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· και επιχειρούσε να ιδρύσει και βωμούς και αγάλματα θεών·
ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, έπειτα εφεύρε γρήγορα με την τέχνη, έναρθρο λόγο και λέξεις
καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. και βρήκε κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρωσίδια και την τροφή από τη γη.
Οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, Έτσι λοιπόν προετοιμασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι,
πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· αλλά πόλεις δεν υπήρχαν·
ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, χάνονταν λοιπόν από τα ζώα, επειδή ήταν από κάθε άποψη πιο ανίσχυροι από αυτά
καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, και ο τεχνικός τρόπος κατασκευής ήταν γι’ αυτούς ικανός βοηθός για τροφή,
πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής· αλλά για τον αγώνα με τα ζώα ανεπαρκής·
πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική, γιατί δεν είχαν ακόμη πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος είναι η πολεμική·
ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῲζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ζητούσαν λοιπόν να μαζεύονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις·
ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, όταν λοιπόν συναθροίσθηκαν,
ᾐδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, αδικούσαν ο ένας τον άλλο, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη,
ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. ώστε πάλι διασκορπίζονταν και αφανίζονταν.
Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας μήπως αφανιστεί ολόκληρο,
Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, στέλνει τον Ερμή φέρνοντας στους ανθρώπους το αίσθημα της ντροπής και τη δικαιοσύνη,
ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. για να είναι μέσα πειθαρχίας για τις πόλεις και συνεκτικοί δεσμοί φιλίας για τους ανθρώπους.

 

© Γιάννης Παπαθανασίου – Ελληνικός Πολιτισμός

ΠΗΓΗ: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/oles%20oi%20metafraseis%20b.htm

Γ2. ΣΥΝΤΑΞΗ

Το αντικείμενο των μεταβατικών ρημάτων

Τα μεταβατικά ρήματα διακρίνονται σε:

  1. α) Μονόπτωτα· δέχονται ένα αντικείμενο ή περισσότερα στην ίδια πλάγια πτώση, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά ή χωρίζονται με κόμμα:
    Ἐπαινοῦμεν τοὺς δικαίους.
    Ἐπαινοῦμεν οὐ μόνον τοὺς δικαίους ἀλλὰ καὶ τοὺς συνετοὺς καὶ τοὺς σοφούς.
    N.E.: • Αγόρασε βιβλία Αγόρασε βιβλία και τετράδια.
  2. β) Δίπτωτα· δέχονται δύο αντικείμενα σε δύο διαφορετικές πλάγιες πτώσεις ή δύο αντικείμενα σε αιτιατική, από τα οποία το ένα είναι πρόσωπο και το άλλο πράγμα:
    Ἔδωκε τὰ γράμματα τοῖς φίλοις.
    Διδάσκουσι τοὺς παῖδας σωφροσύνην.
    N.E.: • Της πήραν το δίπλωμα Μαθαίνει την Άννα χορό.

 Αντί της αιτιατικής πράγματος ως αντικείμενο μπορεί να τεθεί απαρέμφατο ή, όπως και στη Ν.Ε., δευτερεύουσα πρόταση:
Ἐκέλευσεν τοὺς τοξότας ἐκτοξεύειν ἐς τοὺς βαρβάρους.
Δείξομεν τοῖς βαρβάροις ὅτι δυνάμεθα τοὺς ἐχθροὺς τιμωρεῖσθαι.
N.E.: Μου είπε ότι βιάζεται.

Aπό τα δύο διαφορετικά αντικείμενα ενός δίπτωτου ρήματος το ένα ονομάζεται άμεσο, γιατί σ’ αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου, και το άλλο ονομάζεται έμμεσο, γιατί σ’ αυτό μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου. Με βάση την πτώση εκφοράς του αντικειμένου, άμεσο είναι το αντικείμενο σε αιτιατική και έμμεσο το αντικείμενο σε γενική ή δοτική. Όταν το ρήμα συντάσσεται με γενική και δοτική, άμεσο είναι το αντικείμενο σε γενική, ενώ, όταν το ρήμα συντάσσεται με δύο αιτιατικές, άμεσο είναι το αντικείμενο που δηλώνει πρόσωπο:

Άμεσο + Έμμεσο
αιτιατική γενική ή δοτική
αιτιατική
προσώπου
αιτιατική πράγματος ή
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική δοτική
απαρέμφατο ή
δευτερεύουσα πρόταση
γενική ή δοτική

Αὐτοὺς ἀπεστέρησαν βίου. [άμεσο – έμμεσο]
Ἀποδώσω τὰ ἡμίσεα τοῖς φίλοις. [άμεσο – έμμεσο]
Διδάσκει τοὺς νέους τὴν ἀρετήν. [άμεσο – έμμεσο]
Ἔπεισαν τοὺς Θηβαίους βοηθεῖν. [άμεσο – έμμεσο]
Ἡ ἀριθμητικὴ διδάσκει ἡμᾶς ὅσα ἐστὶν τὰ τοῦ ἀριθμοῦ. [άμεσο – έμμεσο]
Τῶν τιμῶν τοῖς φίλοις μεταλαμβάνομεν. [άμεσο – έμμεσο]
Πρόξενος ἐδεῖτο τοῦ Κλεάρχου μὴ ποιεῖν ταῦτα. [έμμεσο – άμεσο]
Εἶπε τῷ Ξενοφῶντι ὅτι ἀποπέμψει αὐτόν. [έμμεσο – άμεσο]

N.E.: Η πτώση του άμεσου αντικειμένου είναι η αιτιατική (έναντι της γενικής, που είναι η πτώση του έμμεσου αντικειμένου) και μάλιστα η αιτιατική προσώπου (όταν και τα δύο αντικείμενα είναι σε αιτιατική), όπως και στην Α.Ε. Όταν όμως η αιτιατική προσώπου ισοδυναμεί με εμπρόθετο προσδιορισμό, τότε αυτή είναι έμμεσο αντικείμενο. Γενικά, έμμεσο είναι το αντικείμενο (σε γενική ή σε αιτιατική) που μπορεί να αντικατασταθεί από εμπρόθετο προσδιορισμό:
 Κάνεις κακό του παιδιού• Έδωσε τροφή στα ζώα. • Με ρώτησε κάτι.
 [αλλά:] Με έμαθε γράμματα. [σ’ εμένα: έμμεσο]

ΠΗΓΗ: http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2326/Syntaktiko-Archaias-Ellinikis-Glossas_A-B-G-Gymnasiou_html-apli/index_01_08_II_a.html

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 12 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ-Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (479-332 π.Χ.)   Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (479-431 π.Χ.)

Ποια χαρακτηριστικά είχε η πολιτική ζωή της Αθήνας μετά τη λήξη των Περσικών πολέμων;

  1. Η πολιτική ζωή της Αθήνας, μετά τη λήξη των Περσικών πολέμων, κυριαρχείται από δύο ανταγωνιστικά πολιτικά κόμματα, το αριστοκρατικό και το δημοκρατικό.
  2.  Το πολίτευμα, όπως το οργάνωσε ο Κλεισθένης, συνεχώς εξελίσσεται, χάνει το συντηρητικό του χαρακτήρα, γίνεται όλο και περισσότερο δημοκρατικό.
  3. Τα πρόσωπα, όσο ισχυρά και αν είναι, υποτάσσονται στις θελήσεις του συνόλου. Για παράδειγμα, ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής, οι δύο πρωταγωνιστές των Περσικών πολέμων, πεθαίνουν ο ένας στη φυλακή και ο άλλος στην εξορία.

Ποιες προσωπικότητες κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της Αθήνας και ποια στάση τηρούν απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα;

Οι κύριοι εκπρόσωποι της νέας πολιτικής γενιάς, αν και ανήκουν σε αντίπαλες πολιτικές μερίδες, όπως ο Κίμων και ο Περικλής, δέχονται να είναι απλώς οι προικισμένοι υπηρέτες της κοινότητας (του συνόλου των πολιτών). Συγκεκριμένα:

Α) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΙΜΩΝΑ

Η νομιμοφροσύνη (υπακοή) του Κίμωνα στο δημοκρατικό πολίτευμα είναι παροιμιώδης. Ο ίδιος δέχεται αδιαμαρτύρητα τον εξοστρακισμό του το 461 π.Χ. και, όταν η πατρίδα τον ανακαλεί (τον καλεί να επιστρέψει από την εξορία), τίθεται επικεφαλής του στόλου των Αθηναίων κατά την τελευταία τους επιχείρηση εναντίον των Περσών, για να πεθάνει πολιορκώντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου και να νικήσει, έστω και νεκρός, τους Πέρσες (449 π.Χ.).

Β) Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

Ο ίδιος ο Περικλής δεν είναι παρά ο πρώτος ανάμεσα στους πολίτες. Η μεγαλύτερη δόξα για τον Περικλή είναι ότι, παρόλο που κυριάρχησε για πολλά χρόνια στον πολιτικό στίβο της Αθήνας και συγκέντρωσε στα χέρια του εκτεταμένες εξουσίες, ποτέ δεν ξέφυγε από τη δημοκρατική νομιμότητα (υπακοή στους νόμους της δημοκρατίας).

Πότε με ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται ο Περικλής στην πολιτική σκηνή της Αθήνας;

Ο Περικλής, γόνος (απόγονος) του παλαιού γένους των Αλκμεωνιδών και μαθητής του φιλόσοφου Αναξαγόρα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στον πολιτικό ορίζοντα της Αθήνας στο πλευρό του Εφιάλτη, του ηγέτη του δημοκρατικού κόμματος, το 462 π.Χ. Τότε, το δημοκρατικό κόμμα, εκμεταλλευόμενο την ατυχή ανάμειξη του Κίμωνα στην επανάσταση των Μεσσηνίων ειλώτων στη Σπάρτη, κατορθώνει να εξοστρακίσει τον Κίμωνα και να πάρει την εξουσία. Εφιάλτης και Περικλής θα αγωνιστούν για τη δημοκρατικότερη εξέλιξη του πολιτεύματος.

Ποιες ενέργειες κάνουν ο Εφιάλτης και ο Περικλής για να ενισχύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα, όταν αναλαμβάνουν την εξουσία;

Αφαιρούν από τον Άρειο Πάγο, που ήταν το προπύργιο του συντηρητισμού (αριστοκρατικής παράταξης), κάθε πολιτικής εξουσία. Επίσης του αφαιρούν το αποκλειστικό προνόμιο της απονομής της δικαιοσύνης.

Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες, ο Περικλής θα αρχίσει να εφαρμόζει το προσωπικό του πολιτικό πρόγραμμα;

Μετά τη δολοφονία του Εφιάλτη και την πολιτική αποδυνάμωση του Κίμωνα, ο Περικλής, ως αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, θα αρχίσει να εφαρμόζει το προσωπικό του πολιτικό πρόγραμμα.

Τι σημαίνει δημοκρατία για τον Περικλή;

Για τον Περικλή δημοκρατία σημαίνει ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο αλλά συγχρόνως και δυνατότητα για όλους να διάγουν μια άνετη ζωή.

Με ποια μέτρα ο Περικλής κάνει πράξη το όραμά του για τη δημοκρατία και εξασφαλίζει την άνετη ζωή στους Αθηναίους;

  1. Καθιερώνει τη μισθοφορία, ένα είδος οικονομικής ενίσχυσης για τους απορότερους, ώστε να μπορούν, απερίσπαστοι, να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου και να ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ακόμη και οι φτωχότεροι είχαν τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν πολιτειακά αξιώματα.
  2. Η Πολιτεία αναπτύσσει θεσμούς κοινωνικής προστασίας και πληρώνει, για τους απόρους, το αντίτιμο του εισιτηρίου τους για την είσοδό τους στο θέατρο (θεωρικά χρήματα).
  3. Ο Περικλής συλλαμβάνει το σχέδιο της ανοικοδόμησης μεγάλων δημόσιων έργων, τα οποία θα προσφέρουν εργασία σε πολλούς και θα αλλάξουν την όψη της πόλης. Η πόλη της Αθηνάς θα μεταμορφωθεί.

Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις της Αθήνας με τους Πέρσες και τους Σπαρτιάτες την περίοδο αυτή; Ποια ευκαιρία δίνουν στην Αθήνα;

Α) Η Ειρήνη του Καλλία (υπογράφεται  το 449 π.Χ. ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πέρση βασιλιά και τερματίζει τους ελληνοπερσικούς πολέμους) εξασφαλίζει για τους Αθηναίους την ειρήνη με τους Πέρσες και την απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο.

Β) Οι σχέσεις με τη Σπάρτη, οι οποίες μετά την πτώση του Κίμωνα ήταν αρκετά ταραγμένες, εξομαλύνονται με τη σύναψη (υπογραφή) της Τριακονταετούς Ειρήνης (446 π.Χ., Τριακοντούτεις Σπονδαί).

Έτσι η Αθήνα, απερίσπαστη, θα ασχοληθεί με την υλοποίηση ενός υψηλού πολιτιστικού, καλλιτεχνικού και παιδευτικού προγράμματος.

Αρχαία Ιστορία Α΄Γυμνασίου (ΟΕΔΒ)

Ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια WIKIPEDIA

Βιβλίο του εκπαιδευτικού

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 6 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

7. Ένας στοργικός ηγέτης (μετάφραση, ευκτική)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 

Ἅπαντες ἐπιστάμεθα ὅτι Ἀγησίλαος, Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Αγησίλαος,
ὅπου ᾤετο τὴν πατρίδα τι ὠφελήσειν, όπου πίστευε ότι θα ωφελούσε σε κάτι την πατρίδα,
οὐ πόνων ὑφίετο, οὐ κινδύνων ἀφίστατο, δεν έπαυε να μοχθεί, ούτε απέφευγε τους κινδύνους,
οὐ χρημάτων ἐφείδετο, οὐ σῶμα, οὐ γῆρας προὐφασίζετο, δε λυπόταν τα χρήματα, ούτε πρόβαλλε ως δικαιολογία το σώμα ή τα γηρατειά,
ἀλλὰ καὶ βασιλέως ἀγαθοῦ τοῦτο ἔργον ἐνόμιζε, αλλά πίστευε ότι καθήκον του καλού βασιλιά είναι
τὸ τοὺς ἀρχομένους ὡς πλεῖστα ἀγαθὰ ποιεῖν. να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καλά στους υπηκόους του.
Ἐν τοῖς μεγίστοις δὲ ὠφελήμασι τῆς πατρίδος Στις μεγαλύτερες ωφέλειες της πατρίδας
καὶ τόδε ἐγὼ τίθημι αὐτοῦ, κι αυτό εδώ του συγκαταλέγω
ὅτι δυνατώτατος ὤν ἐν τῇ πόλει ότι, ενώ ήταν ο πιο δυνατός στην πόλη,
φανερὸς ἦν μάλιστα τοῖς νόμοις λατρεύων. υπηρετούσε φανερά σε μεγάλο βαθμό τους νόμους.
Τὶς γὰρ ἂν ἠθέλησεν ἀπειθεῖν Γιατί ποιος θα ήθελε να μην υπακούει
ὀρῶν τὸν βασιλέα πειθόμενον; […] όταν έβλεπε το βασιλιά να υπακούει; […]
Ὃς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει Αυτός και τους πολιτικούς του αντιπάλους στην πόλη
ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο. τους συμπεριφερόταν σαν πατέρας προς τα παιδιά του.
Ἐλοιδορεῖτο μὲν γὰρ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν, Κακολογούσε βέβαια όσους έκαναν αδικίες,
ἐτίμα δ’ εἴ τι καλὸν πράττοιεν, τους τιμούσε όμως αν έκαναν κάτι καλό,
παρίστατο δ’ εἴ τις συμφορὰ συμβαίνοι, παραστεκόταν, αν παρουσιαζόταν κάποια συμφορά,
ἐχθρὸν μὲν οὐδένα ἡγούμενος πολίτην, επειδή δε θεωρούσε κανένα πολίτη εχθρό,
ἐπαινεῖν δὲ πάντας ἐθέλων, αλλά επειδή ήθελε να τους επαινεί όλους,
σῴζεσθαι δὲ πάντας κέρδος νομίζων, θεωρώντας κέρδος το να σώζονται όλοι
ζημίαν δὲ τιθεὶς εἰ καὶ ὁ μικροῦ ἄξιος ἀπόλοιτο. και θεωρώντας το ζημιά αν κάποιος, έστω και ανάξιος, χανόταν.

Ξενοφῶν, Ἀγησίλαος 7.1-3

© Ελληνικός Πολιτισμός –  Γιάννης Παπαθανασίου

 

α. Σχηματισμός και κλίση ευκτικής ενεστώτα, μέλλοντα και αορίστου βαρύτονων ρημάτων ε.φ.

 Η ευκτική του ενεστώτα και του μέλλοντα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα τη δίφθογγο -οι-. Ο μέλλοντας έχει τις ίδιες καταλήξεις με τον ενεστώτα με την προσθήκη του χαρακτηριστικού -σ- πριν από αυτές. Ο αόριστος διαφοροποιείται από τον μέλλοντα ως προς τη χαρακτηριστική δίφθογγο, που είναι -αι- αντί για -οι-.

Ευκτική
Ενεστώτα
πιστεύ-οιμι
πιστεύ-οις
πιστεύ-οι
πιστεύ-οιμεν
πιστεύ-οιτε
πιστεύ-οιεν
Ευκτική
Μέλλοντα
πιστεύ-σ-οιμι
πιστεύ-σ-οις
πιστεύ-σ-οι
πιστεύ-σ-οιμεν
πιστεύ-σ-οιτε
πιστεύ-σ-οιεν
Ευκτική
Αορίστου
πιστεύ-σαιμι
πιστεύ-σαις
πιστεύ-σαι
πιστεύ-σαιμεν
πιστευ-αιτε 
πιστευ-σαιεν


Παρατηρήσεις

  1. Οι δίφθογγοι -οι- και -αι- στις καταλήξεις της ευκτικής είναι πάντοτε μακρόχρονες.
  2. Η ευκτική αορίστου, όπως και η υποτακτική, δεν παίρνει αύξηση.
  3. Για τον σχηματισμό και την κλίση της ευκτικής μέλλοντα και αορίστου ενεργητικής φωνής των αφωνόληκτων ρημάτων χρησιμοποιούμε τις ίδιες καταλήξεις, αλλά το θέμα των ρημάτων αυτών μεταβάλλεται, όπως και στην οριστική των χρόνων αυτών. π.χ.: πράττω → πράξοιμι – πράξαιμι, βλάπτω → βλάψοιμι – βλάψαιμι, σῴζω → σώσοιμι – σώσαιμι.

β. Σημασίες και χρήσεις της ευκτικής

Σε κύριες προτάσεις η ευκτική μπορεί να εκφράζει:

  • ευχή (ευχετική ευκτική). Μεταφράζεται: «μακάρι να…». Συνήθως προηγούνται τα μόρια εἴθε, ὡς, εἰ γὰρ για έμφαση.
    π.χ. Εἴθε σὺ φίλος ἡμῖν γένοιο. (= Μακάρι να γινόσουν φίλος μας!)
  • το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον (δυνητική ευκτική). Συνοδεύεται από το δυνητικό ἂν και μεταφράζεται: «θα ήταν δυνατόν να…», «θα μπορούσα να…».
    π.χ. Ἔχοις ἂν με διδάξαι τί ἐστι νόμος; (= Θα ήταν δυνατόν / Θα μπορούσες να με διδάξεις τι είναι νόμος;)
    Πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς. (= Θα ήταν δυνατόν / Θα μπορούσεςνα βρεις πολλά τεχνάσματα.)

Σε δευτερεύουσες προτάσεις η ευκτική μπορεί να είναι:

  • ευκτική του πλαγίου λόγου, η οποία συνήθως αντικαθιστά άλλες εγκλίσεις, όταν στον πλάγιο λόγο η δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου.
    π.χ. Ἐγίγνωσκε ὅτι σὺ λέγοις τἀληθῆ.
  • επαναληπτική ευκτική, που δηλώνει επανάληψη και μεταφράζεται: «κάθε φορά που… » (κυρίως σε υποθετικές, χρονικές και αναφορικές προτάσεις).
    π.χ. Τῶν ἐχθρῶν εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον. (= Όποτε / Κάθε φορά που έπιαναν κάποιον από τους εχθρούς,τον εκτελούσαν.)
  • δυνητική ευκτική, που εκφράζει, όπως και στις κύριες προτάσεις, το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον.
    π.χ. Νῆες ὑμῖν πάρεισιν, ὥστε ἐξαίφνης ἂν ἐπιπέσοιτε. (= Έχετε πλοία, και θα ήταν δυνατόν / θα μπορούσατε αιφνιδιαστικά να κάνετε επίθεση.)

Παράλληλο κείμενα

Στο παρακάτω απόσπασμα ο Ξενοφών περιγράφει τη συνάντηση του Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησιλάου με τον Φαρνάβαζο, από την οποία αναδεικνύονται οι διαφορές ανάμεσα στον λιτό σπαρτιατικό τρόπο ζωής του Αγησιλάου και τον τρυφηλό τρόπο ζωής του Φαρνάβαζου.

Κείμενο

Ἦν δέ τις Ἀπολλοφάνης Κυζικηνός, ὃς καὶ Φαρναβάζῳ ἐτύγχανεν ἐκ παλαιοῦ ξένος ὢν καὶ Ἀγησιλάῳ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐξενώθη. Οὗτος οὖν εἶπε πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ὡς οἴοιτο συναγαγεῖν αὐτῷ ἂν εἰς λόγους περὶ φιλίας Φαρνάβαζον. Ὡς δ’ ἤκουσεν αὐτοῦ, σπονδὰς λαβὼν καὶ δεξιὰν παρῆν ἄγων τὸν Φαρνάβαζον εἰς συγκείμενον χωρίον, ἔνθα δὴ Ἀγησίλαος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τριάκοντα χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι ἀνέμενον· ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἧκεν ἔχων στολὴν πολλοῦ χρυσοῦ ἀξίαν. Ὑποτιθέντων δὲ αὐτῷ τῶν θεραπόντων ῥαπτά, ἐφ’ ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς, ᾐσχύνθη ἐντρυφῆσαι, ὁρῶν τοῦ Ἀγησιλάου τὴν φαυλότητα· κατεκλίθη οὖν καὶ αὐτὸς ὥσπερ εἶχε χαμαί. Καὶ πρῶτα μὲν ἀλλήλους χαίρειν προσεῖπαν, ἔπειτα τὴν δεξιὰν προτείναντος τοῦ Φαρναβάζου ἀντιπρούτεινε καὶ ὁ Ἀγησίλαος. Μετὰ δὲ τοῦτο ἤρξατο λόγου ὁ Φαρνάβαζος· καὶ γὰρ ἦν πρεσβύτερος

Ξενοφῶν, Ἑλληνικά 4.1.29-31

 Μετάφραση

 

 

Και υπήρχε κάποιος Απολλοφάνης από την Κύζικο, που τύχαινε να είναι και φίλος από φιλοξενία με το Φαρνάβαζο από παλιά και εκείνη την εποχή έγινε φίλος με τον Αγησίλαο. Αυτός, λοιπόν, είπε στον Αγησίλαο ότι πίστευε πως θα μπορούσε να φέρει σ’ αυτόν για συνομιλίες περί φιλίας το Φαρνάβαζο. Και όταν τον άκουσε, αφού έκαναν συμφωνία και χειραψία, εμφανίστηκε οδηγώντας το Φαρνάβαζο στο συμφωνημένο τόπο, όπου λοιπόν ο Αγησίλαος και οι τριάντα στρατιώτες που ήταν γύρω του, περίμεναν καθισμένοι κάτω στο χορτάρι· κι ο Φαρνάβαζος είχε έρθει φορώντας ενδυμασία ίσης αξίας με πολύ χρυσάφι. Κι αφού τοποθέτησαν κάτω γι’ αυτόν οι υπηρέτες κεντητά μαξιλάρια, πάνω στα οποία οι Πέρσες κάθονται μαλακά, ντράπηκε για τον τρυφηλό τρόπο ζωής του, βλέποντας την απλότητα του Αγησιλάου· κάθισε, λοιπόν, κι αυτός κάτω, όπως ακριβώς ήταν. Και στην αρχή αντάλλαξαν χαιρετισμό, έπειτα, όταν πρότεινε ο Φαρνάβαζος το δεξί χέρι, το πρότεινε με τη σειρά του και ο Αγησίλαος. Μετά απ’ αυτό ο Φαρνάβαζος άρχισε να μιλάει γιατί ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία.

 

Δημοσιευμένο στην κατηγορία  ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 4 Φεβρουαρίου 2024 ΑΡΚΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ

Προηγούμενα άρθρα


Πρόσφατα άρθρα

Πρόσφατα σχόλια

    Ιστορικό

    Kατηγορίες

    Μεταστοιχεία


    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση