Θυμάστε την αφήγηση της γενέσεως, έτσι όπως την αφηγείται ο Πρωταγόρας στον φερώνυμο διάλογο του Πλάτωνα; – ένα από τα ωραιότερα κείμενα της ιστορίας της λογοτεχνίας. Εκεί, λέει, όταν ήρθε η πεπρωμένη ώρα για τη γέννηση των ειδών, ο Ζευς ζήτησε από τον Προμηθέα να αναλάβει το ζήτημα. Πλην όμως εκείνος μετέθεσε το καθήκον στον αδελφό του, τον περιώνυμο Επιμηθέα. Αυτός, λοιπόν, αφηρημένος, και αμελής ως γνωστόν, αφού εξόπλισε όλα τα ζωντανά με τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους μέσα, σε άλλα έδωσε ταχύτητα, σε άλλα κέρατα και γούνες, σε άλλα φτερά και πάει λέγοντας, ανακάλυψε έναν ταλαίπωρο που τον είχε ξεχάσει. Το οπλοστάσιο το είχε εξαντλήσει ο Επιμηθεύς και ως εκ τούτου, γυμνός και ανυπόδητος, κινδύνευε με αφανισμό. Προκειμένου να σωθεί του έμαθε τον τρόπο να οργανώσει κοινωνίες για να προστατεύει ο ένας τον άλλον από τους εξωτερικούς εχθρούς. Πλην όμως αυτοί οι άνθρωποι, ενώ είχαν βρει τον τρόπο να αντιμετωπίζουν τις απειλές, κινδύνευαν από τη μεγαλύτερη απειλή αφού τρώγονταν και σφάζονταν μεταξύ τους. Οπότε για να μην αφανιστούν αναγκάστηκε να τους δώσει και την πολιτική σοφία, τον τρόπο να συνυπάρχουν, αυτήν που, αν θυμάμαι καλά, την φύλαγε στα σεντούκια του ο ίδιος ο Ζευς.
Τι δηλοί ο μύθος; Δηλοί πολύ απλά ότι η απειλή της αλληλοσφαγής είναι συγγενής διαμαρτία της ανθρώπινης συνύπαρξης, κοινώς της κοινωνίας. Δηλοί επίσης ότι από αρχαιοτάτων χρόνων η απειλή είχε γίνει αντιληπτή και ότι με διάφορους τρόπους προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να την εξαφανίσουν. Οπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την αρρώστια, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις την πείνα, τον θάνατο, τις επιδημίες, όπως δεν μπορείς να εξαφανίσεις το «κακό», σε πείσμα των υποσχέσεων του χριστιανισμού και της σύγχρονης άθεης εκδοχής του, του μαρξισμού. Η βία υπάρχει στα συστατικά της κοινωνίας, είναι στοιχείο του οικοδομήματος και το όλο ζήτημα δεν είναι πώς θα την εξαφανίσεις, αλλά πώς θα τη διαχειρισθείς. Ο γερο-Πλούταρχος χαρακτήριζε τη δημοκρατία ήπιο πολίτευμα.
Στην Ελλάδα του 2013 οι πάντες καταδικάζουν με προθυμία τη βία. Πολιτικά κόμματα και εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων, πρόεδροι, αντιπρόεδροι και γραμματείς, δημοσιογράφοι και τηλεοπτικοί παρουσιαστές, μη κυβερνητικές οργανώσεις και σύλλογοι κυνηγών, εργάτες, αγρότες, φοιτητές. Ως και ο κ. Μιχαλολιάκος καταδίκασε τη βία στη διάρκεια της ανάκρισής του. Δεν ξέρω αν προσέθεσε το άλας του «μετά βδελυγμίας», απαραίτητο για την πλειοδοσία σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Η καταδίκη είναι τόσο ομόθυμη όσο ήταν και η υπεράσπιση της ειρήνης την εποχή που η Σοβιετική Ένωση έφτιαχνε τη μία πυρηνική κεφαλή μετά την άλλη. Δεν έχω αντίρρηση πως αυτό είναι ένα βήμα μπροστά. Αμέσως μετά, όμως, ακολουθούν τα συνήθη δύο βήματα προς τα πίσω. Γιατί ενώ όλοι καταδικάζουν τη βία, αμέσως μετά, με μάλλον βίαιο τουλάχιστον λεκτικά τρόπο, αποκαλύπτουν ότι δεν μπορούν να συμφωνήσουν ποια είναι αυτή η βία την οποία καταδικάζουν, κατά συνέπεια αδυνατούν να συμφωνήσουν με ποιον τρόπο η κοινωνία μας μπορεί να διαχειρισθεί αυτήν τη βία, την οποία όλοι καταδικάζουν αλλά δεν μπορούν να ορίσουν ακριβώς. Με αποτέλεσμα αυτή η καταδίκη να θυμίζει εξορκισμό.
Η βία δεν έχει άκρα, ένα ή δύο. Για τον απλούστατο λόγο ότι η βία είναι άκρο εξ ορισμού. Από τη στιγμή που αποδέχεσαι τη βία ως μέσο άσκηση πολιτικής ξεπερνάς τα όρια της δημοκρατίας, είτε είσαι Ροβεσπιέρος, είτε Λένιν, είτε είσαι Μιχαλολιάκος, είτε είσαι ο έφηβος που άκουσε από τον πενηντάρη επαναστάτη με τις μπίρες πως η «βία είναι η μαμμή της Ιστορίας», γοήτευσε το Λιζάκι και αποφάσισε να το κάνει τρόπο ζωής. Δεν έχω αντίρρηση πως υπάρχει μια αστυνομική και δικαστική πλευρά στη διαχείριση της βίας. Αυτή ξεκινάει από την παπαδιά που δηλητηρίασε τον παπά και φτάνει μέχρι τους δολοφόνους του Παύλου Φύσσσα. Όπως υπάρχει και μια διαβάθμιση της βίας. Άλλο να καις κάδους στα Εξάρχεια για να εντυπωσιάσεις το Λιζάκι κι άλλο να καις ανθρώπους στη Μarfin.
Όμως, όσο δεν αρκεί η αστυνομική και δικαστική διαχείρισή της, άλλο τόσο δεν αρκεί και η ηθικοπλαστική της καταδίκη. Είναι η ελληνική βίαιη κοινωνία; Δεν είναι πιο βίαιη από άλλες, το αντίθετο θα έλεγα. Η γαλλική, την οποία γνωρίζω, είναι πιο βίαιη, απλώς είναι πιο ελαφριά, και πιο αμελής – μην ξεχνάμε τον Επιμηθέα όταν λέμε πως είμαστε απόγονοι των αρχαίων ημών. Κι αν έχουμε ένα πρόβλημα στη διαχείριση και αυτού του προβλήματος είναι ότι, ως ελαφρείς που είμαστε, αρνούμαστε να αποδεχθούμε την ελαφρότητά μας. Η ελαφρότητα μας πέφτει λίγη για το ανάστημα που βλέπουμε στον καθρέφτη. Κι έτσι την αφήσαμε την απαίσια γριά να σέρνεται ανάμεσά μας χρόνια, και να ζητιανεύει τη συμπάθειά μας, και τώρα την καταδικάζουμε. Γιατί και η βία είναι σαν τις επιχειρήσεις που λόγω αλόγιστης διαχείρισης είχαν χρόνια πρόβλημα, το οποίο επιτάχυνε, αλλά δεν το γέννησε, η οικονομική κρίση.
Πηγή: “Η Καθημερινή” (Άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου_20-10-2013)