Tελικά σκοτώθηκαν περισσότεροι στη φωτιά ή στη σύγκρουση τρένων; Πονάνε περισσότερο αυτοί που έχασαν την περιουσία στην πλημμύρα ή αυτοί που κάηκαν τα σπίτια τους; Τέτοιου είδους διαμάχες θα βρει κανείς, αν αποφασίσει να πετάξει τον εγκέφαλό του στα σκουπίδια και να ψαχουλέψει σε δυσώδη-πλην εξαιρετικά προβεβλημένα σημεία- του ελληνόφωνου διαδικτύου. Ανθρώπους σε πλήρη ηθική αποχαλίνωση, έτοιμους να διαστρεβλώσουν, να κανιβαλίσουν, να επιβάλλουν μία εντελώς παράλογη λογική: ό,τι πω ισχύει, αρκεί μία χούφτα περίεργοι να έρθουν να με χειροκροτήσουν.
Υπάρχει κάτι εξόχως προσβλητικό προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στους συμψηφισμούς. Περνάνε χειρότερα οι Παλαιστίνιοι ή οι όμηροι Εβραίοι; Να το σκεφτούμε λίγο. Μα δεν γίνεται να το σκεφτείς αυτό, χωρίς να κατεβαίνεις κάπου σε κάποια ηθική κλίμακα! Δανειζόμενη έναν όρο από τα οικονομικά θα έλεγα πως η οποιαδήποτε φανερή ή κρυφή σύγκριση μεταξύ δυστυχίας και δυστυχίας, πόνου και τραύματος, εγκλήματος και εγκλήματος μοιάζει με ανταγωνισμό προς τα κάτω. Δηλαδή με μία μάχη να κερδίσει ο χειρότερος.
Αυτά σκέφτομαι βλέποντας τους χρήστες του διαδικτύου να τσιμπολογούν το πένθος, τον θρήνο, την οργή άλλων ανθρώπων. Να μπαίνουν νύχτα, μέρα σε λογικές του στυλ «είμαι μ’ αυτούς ή μ’ εκείνους»; «Είμαι υπέρ ή κατά;». Αχ, φαίνομαι αρκετά ευαίσθητος ή φαίνομαι αρκετά αναίσθητος (ανάλογα με την πλευρά!); Δεν θα κουραστώ να γράφω πως τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως περίπλοκα και πως η οπαδική λογική, μετά από κάποια ηλικία, έχει κάτι από διανοητικό υποβιβασμό. Μια παραίτηση. Ένα μαράζωμα του νου.
Πάρτε για παράδειγμα την επάνοδο τον Παλαιστινίων, που αφανίζονται και βομβαρδίζονται συστηματικά τόσους μήνες, στα κατεστραμμένα σπίτια τους. Όπως μπορείτε να διαπιστώσετε κοιτάζοντας φωτογραφίες σε οποιοδήποτε αξιόπιστο μέσο, δεν γυρίζουν σε σπίτια οι άνθρωποι, αλλά σε σωρούς από μπάζα. Δεν μπορείς να ζυγίσεις τον πόνο, το κακό, την αδικία. Δεν μπορείς να βάλεις σε μία ζυγαριά τα παιδιά της Γάζας που εξολοθρεύθηκαν, αφυδατώθηκαν, αρρώστησαν ή εκτοπίστηκαν κι από την άλλη πλευρά να βάλεις τους αιώνες αντισημιτισμού. Υπάρχει κάτι γκροτέσκο, κάτι απίστευτα χυδαίο σε τέτοιου είδους συγκρίσεις. Δεν μπορείς να διερωτάσαι γιατί τιμούμε τη μνήμη των Εβραίων που εξολοθρεύθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου των ναζί. Ούτε γιατί μάς πνίγει η αδικία της ισοπέδωσης της Γάζας. Δεν είναι «είτε» μ’ αυτό «είτε» με το άλλο. Δεν πάει έτσι.
Η αριθμητική του θανάτου έχει κάτι εξόχως προβληματικό. Οι αριθμοί δεν λένε ιστορίες, δεν αποκαλύπτουν το βάθος των περιστάσεων. Συνδυασμένοι με τις οπαδικές λογικές των αντικοινωνικών δικτύων, όπου πρέπει τάχα διαρκώς και όσο πιο γρήγορα γίνεται να διαλέγει κανείς πλευρά, κάνουν τους ανθρώπους, που σε άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είναι καλοί κι ευγενικοί, να παγιδεύονται σε ανύπαρκτα διλήμματα. Ήσυχες, ευγενέστερες, περίπλοκες θέσεις δεν βρίσκουν χώρο στην οικονομία της προσοχής, γιατί συμμετέχοντας κανείς σ’ αυτήν αποδέχεται μαζί με τα cookies και τη συνθήκη της υπεραπλούστευσης. Γι΄ αυτό το μόνο καταφύγιο για όποιον όντως θέλει να σκεφτεί πάνω σε περίπλοκα θέματα είναι μία παλιά εφεύρεση που η ανθρωπότητα διαθέτει εδώ και πολλούς αιώνες, για να ξεδιπλώνει τη σκέψη της με άνεση και στυλ: το βιβλίο.
Στο πολύ καλό βιβλίο Μια Μέρα Της Ζωής Του Αμπέντ Σαλάμα, Ανατομία Μιας Τραγωδίας Στην Ιερουσαλήμ του Νέιθαν Θρωλ (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδόσεις Δώμα), διαβάζω τα λόγια του Ανώτατου Δικαστή Νηλ Χέντελ σχετικά μ’ ένα δυστύχημα που σκότωσε μερικά νήπια από την Παλαιστίνη: «Κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Ο θάνατος επτά ανθρώπων είναι μια καταστροφή που δεν μπορεί να υπολογιστεί με απλό πολλαπλασιασμό. Η απώλεια είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της».
Πηγή: Η Καθημερινή , κείμενο της Βίβιαν Στεργίου