Τον τελευταίο καιρό, ιδίως μετά το άνοιγμα της καραντίνας, είναι έκδηλο ένα φαινόμενο που θα ονόμαζα «ηλικιακό φθόνο». Αυτός ο φθόνος παίρνει τον χαρακτήρα μιας ανοικτής έκφρασης αντιπάθειας, σχεδόν ρατσιστικού χαρακτήρα κάποιες φορές, απέναντι στους νέους ανθρώπους. Τα παραδείγματα αφθονούν. Οι αντιδράσεις για τους νέους που συγκεντρώθηκαν στην Αγία Παρασκευή στην Αθήνα ή στην Ανω Πόλη στη Θεσσαλονίκη, για τα νεανικά πάρτι ή άλλου είδους νεανικές εκδηλώσεις, είναι χαρακτηριστικές.
Οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι εμφανίζονται περίπου ως δυνάμει θύματα των νέων, οι κατηγορίες εναντίον των οποίων αφθονούν. Οι νέοι παρουσιάζονται ως «επιπόλαιοι», «ανεύθυνοι», «κακομαθημένοι», «καλοπερασάκηδες», «εγωιστές», «εγκληματίες», που «δεν νοιάζονται για τους συνανθρώπους τους».
Θα έλεγε κανείς πως διαμορφώνεται μια κατάσταση που δίνει την αίσθηση μιας σύγκρουσης γενιών. Πρωταγωνιστούν σε αυτόν τον πόλεμο οι baby-boomers.
Οι baby-boomers, οι γεννημένοι μετά τον πόλεμο και μέχρι και τη δεκαετία του 1950, η πρώτη μεταπολεμική γενιά στη Δύση, η πιο τυχερή και κακομαθημένη γενιά του δυτικού κόσμου. Αυτοί που ήπιαν όσο άντεχαν να πιουν, κάπνισαν όσο μπορούσαν να καπνίσουν, έφαγαν όσο μπορούσαν να φάνε. Οδήγησαν στους δρόμους σαν τρελοί καταρρίπτοντας το ένα Σαββατοκύριακο μετά το άλλο τα ρεκόρ νεκρών στην άσφαλτο. Τσιμέντωσαν ό,τι μπορούσε να τσιμεντωθεί, ρύπαναν ό,τι μπορούσε να ρυπανθεί και ξόδεψαν τους πόρους δεκαετιών ανάπτυξης, άλλοτε, για να είμαστε δίκαιοι, για καλό (εκπαίδευση, υγεία, μείωση ανισοτήτων), αλλά συχνά σε άχρηστες και ρυπαρές πολυτέλειες.
Κυρίως ξόδεψαν τα λεφτά για τον εαυτό τους, και όταν δεν είχαν άλλα, δανείστηκαν ρίχνοντας τα βάρη στις επόμενες γενιές. Και τώρα στα γεράματα, κουνάνε το δάχτυλο στους νέους, κατηγορώντας τους πως είναι «άσπλαχνοι» και δεν σκέφτονται τους ευπαθείς συνανθρώπους τους και τους ηλικιωμένους.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Οι νέοι άνθρωποι είναι τα κύρια θύματα της πολιτικής των lockdown παγκοσμίως. Ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν πίσω τους μια εύπορη οικογένεια να τους στηρίξει συνθλίβονται. Είναι οι πρώτοι που έχασαν τις δουλειές τους γιατί είναι «συμβασιούχοι», είναι «εποχιακοί», είναι «μερικής απασχόλησης», είναι «αναπληρωτές», είναι «χωρίς σύμβαση», είναι μετανάστες με μικρής διάρκειας βίζα. Συχνά δεν καταγράφονται καν στους ανέργους γιατί εργάζονται «μαύρα» ή κάνουν «πρακτική» ή «βοηθούν» στην οικογενειακή επιχείρηση, στο μαγαζί ή στα χωράφια. Είναι οι πρώτοι που θα υποστούν τη μείωση των μισθών, την εκ περιτροπής εργασία, τα εξοντωτικά και ακατάστατα ωράρια.
Τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά τους έκλεισαν. Οι βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια επίσης. Βρίσκονται σε αβεβαιότητα για το μέλλον. Η εξ αποστάσεως διδασκαλία μέσω του Διαδικτύου φαίνεται πως θα επεκταθεί και στην επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά. Αποτελεί μια δυσάρεστη λύση ανάγκης. Έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την ενίσχυση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.
Ο τρόπος ζωής των νέων, η νεανική κοινωνικότητα, οι ερωτικές και φιλικές σχέσεις τους πλήττονται περισσότερο από κάθε άλλης κοινωνικής ομάδας. Κατά την πανδημία οι νέοι έχασαν κάθε δημόσιο χώρο αναφοράς. Τα καφέ και τα μπαράκια έκλεισαν, όπως έκλεισαν τα σινεμά, τα γήπεδα όπου αθλούνταν, τα αεροδρόμια και τα τρένα που ταξίδευαν.
Αν τα πράγματα έμεναν εδώ, θα λέγαμε πως μερικοί δύσκολοι μήνες δεν είναι δα και τόσο μεγάλο ζήτημα. Η αλληλεγγύη για τον συνάνθρωπο έχει πρωταρχική αξία. Σωστά! Μόνο που στην Ελλάδα ειδικά, πέρασαν πια δώδεκα ολόκληρα χρόνια από τότε που η χώρα μας ξεκίνησε την πορεία προς την ύφεση. Από το 2008 μέχρι και φέτος χάθηκε το 25%-30% του ΑΕΠ. Περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα, ήταν οι νέοι, ιδιαίτερα οι φτωχότεροι εξ αυτών, που βίωσαν δραματικά αυτά τα δώδεκα χρόνια: την ανεργία να τους συντρίβει, τη χαμηλή αμοιβή να τους εξευτελίζει, την ανασφάλεια να τους πιέζει στη μετανάστευση.
Οι εικοσάρηδες και τριαντάρηδες (που έγιναν πια σαραντάρηδες) είδαν να αμείβονται με τα μισά λεφτά από τους πενηντάρηδες και εξηντάρηδες κι ας είχαν συχνά τα διπλάσια προσόντα και γνώσεις. Ας δούλευαν παραπάνω ώρες. Κι ας μιλάνε καλύτερα αγγλικά. Κι ας χαζεύουν «οι γέροι» με το τι μπορούν να κάνουν στον υπολογιστή.
Δυστυχώς για σας «ψάρακες», όπως λέγαμε και στον Στρατό, ο παλιός είναι αλλιώς.
Από τον πόλεμο και έπειτα, είναι η πρώτη φορά που μια γενιά νέων ανθρώπων είδε τις προοπτικές της να περιορίζονται και τη φωνή της να μην ακούγεται τόσο δυνατά. Η αντεστραμμένη δημογραφική πυραμίδα κάνει τους νέους λιγότερο σημαντικούς ως «τράπεζες ψήφων». Οι πολιτικοί δανείζονται ψήφους από τις «μεγάλες συστημικές τράπεζες», τους μεσήλικες και τους ηλικιωμένους. Τον τόκο τον πληρώνουν οι νέοι. Βλέπετε οι μεταπολεμικές γενιές είναι οι μεγαλύτερες αριθμητικά, είναι πλουσιότερες, είναι πολιτικά ισχυρότερες, είναι πιο «δικτυωμένες».
Ο κόσμος είναι άδικος. Για τους νέους, στις μέρες μας, στη χώρα μας, είναι ακόμη πιο άδικος.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.