Η Ελλάδα γερνάει με ραγδαίους ρυθμούς. Μέσα σε μία επταετία ο πληθυσμός της μειώθηκε κατά 360.000, μέσα στην επόμενη 12ετία θα μειωθεί κατά 770.000 και αν οι γεννήσεις κυμανθούν στα σημερινά άκρως χαμηλά επίπεδα, σε 35-50 χρόνια θα έχει μείνει ακριβώς ο μισός! Οι ηλικιωμένοι αυξάνονται, τα παιδιά μειώνονται, οι νέοι μεταναστεύουν, το εργατικό δυναμικό περιορίζεται, με τρομακτικές συνέπειες στην οικονομία και στο ασφαλιστικό σύστημα. Εντούτοις, η τελευταία επίσημη συζήτηση, πριν από εκείνη του 2018 στη Βουλή, για το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και διογκώνεται τις τελευταίες δεκαετίες έγινε πριν από περίπου 30 χρόνια. Τα πυροσβεστικά μέτρα –κυρίως επιδόματα σε πολύτεκνους και στη συνέχεια τρίτεκνους– δεν απέδωσαν. Το παιχνίδι χάνεται όταν οι κυβερνήσεις το μόνο που κάνουν είναι απλώς να ενδίδουν στις πιέσεις της εκλογικής πελατείας.
Στοιχεία που παρουσίασαν ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) σε ημερίδες και διεθνή συνέδρια, αλλά και στην Επιτροπή Δημογραφικού και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής προ μηνών, αποκαλύπτουν όλες τις διαστάσεις του προβλήματος που απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων, με τη δημιουργία ισχυρού διακομματικού οργάνου και παρέμβαση από το υψηλότερο επίπεδο. Δημογραφική πολιτική στην Ελλάδα δεν υφίσταται. Το 2005, ύστερα από πρόταση του ΕΚΚΕ, ιδρύθηκε στο υπουργείο Υγείας το Ινστιτούτο Δημογραφικής Πολιτικής. Δεν λειτούργησε ποτέ και το 2016 οι αρμοδιότητές του απλά μεταφέρθηκαν στο ΕΚΚΕ.
Έλλειμμα παρακολούθησης
Χώρες όπως η Βουλγαρία και η Σερβία έχουν υφυπουργό Οικονομικής και Δημογραφικής Πολιτικής και υπουργό άνευ Χαρτοφυλακίου για δημογραφική και οικογενειακή πολιτική αντίστοιχα. Εμείς δεν έχουμε καμία δομή παρακολούθησης των εξελίξεων, καμία δημογραφική παιδεία. Το ΕΚΚΕ προτείνει την ίδρυση ενός γραφείου δημογραφικής πολιτικής στη Βουλή (επιτροπές και γενικές γραμματείες έχει αποδειχθεί ότι δεν αποδίδουν), που θα λειτουργεί κατ’ αναλογία προς το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, και ευθείες παρεμβάσεις από τον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Ακόμη, εισηγείται μια ενεργή πολιτική στήριξης των νέων άτεκνων ζευγαριών για τεκνοποίηση από νωρίς, ανατροπή της κουλτούρας, ένα παιδί –και αν– σε μεγάλη ηλικία, ουσιαστική «συμφιλίωση» επαγγελματικής-οικογενειακής ζωής, ενθάρρυνση των ανδρών να λαμβάνουν γονικές άδειες κ.ά. Προτάσεις έχουν καταθέσει η Νέα Δημοκρατία –μάλιστα έχει υιοθετήσει την πρόταση για «Speed premium», ειδικό βοήθημα, σε περίπτωση γέννησης επόμενου παιδιού εντός 30 μηνών από εκείνη του προηγούμενου– και το ΚΙΝΑΛ. Πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γαλλία, οι οποίες έχουν καταφέρει να βρεθούν και πάλι κοντά στον δείκτη αναπλήρωσης των γενεών – 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, εμείς κατεβήκαμε αυτό το κατώφλι το 1981.
Η προτεραιότητα που δίδεται στο δημογραφικό από τις χώρες αυτές αποτυπώνεται στην ιστορία του τότε Νορβηγού πρωθυπουργού Γενς Στόλτενμπεργκ, ο οποίος κατά το διάγγελμά του, την Πρωτοχρονιά του 2001, αντί να εστιάσει στην οικονομική πρόοδο που σημειώθηκε εκείνη τη χρονιά, συνεχάρη τις μητέρες που έφεραν στον κόσμο τόσα πολλά παιδιά. Σχεδόν σε καμία άλλη δυτική χώρα, είπε, οι γυναίκες δεν έχουν τόσα παιδιά όσα στη Νορβηγία και παράλληλα, σε λίγες χώρες οι γυναίκες έχουν τόσο υψηλό μορφωτικό επίπεδο και τόσο μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας όσο στη Νορβηγία. Σύμφωνα με τον κ. Στόλτενμπεργκ, η υψηλή γονιμότητα αποτελούσε έκφραση αισιοδοξίας για το μέλλον και για την «ποιότητα» της κοινωνίας τους. Δεν ανέλυσε τον όρο «ποιότητα», αλλά μίλησε για την εκπληκτική ικανότητα των γυναικών να συνδυάζουν τη μητρότητα με την αμειβόμενη εργασία.
Γιατί δεν ελήφθησαν εγκαίρως μέτρα
«H εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής σε γενικές γραμμές καθυστέρησε ή δεν εφαρμόστηκε καθόλου, κυρίως για τους εξής λόγους. Πρώτον, στη δεκαετία του 1970 και του 1980, η χαμηλή γονιμότητα έτεινε να ερμηνευθεί ως ένα προσωρινό φαινόμενο που σχετίζεται με την καθυστέρηση του γάμου και της τεκνοποίησης», λέει ο Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ. «Εδραία ήταν η πεποίθηση ότι η γονιμότητα θα αυξηθεί σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, όταν οι καθυστερημένες γεννήσεις αναπληρωθούν. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε σε κάποιο βαθμό στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 από αυξήσεις στη γονιμότητα σε αρκετές χώρες (Σκανδιναβικές, ΗΠΑ, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο).
Σε άλλες χώρες όπου η γονιμότητα είχε πέσει κάτω από 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα από τη δεκαετία του 1980 (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία), υπήρχε ο εφησυχασμός ότι η χαμηλή γονιμότητα θα εξαφανιζόταν από μόνη της. Ωστόσο, η γονιμότητα συνέχισε να πέφτει και παρέμεινε κάτω από 1,5 γεννήσεις ανά γυναίκα για περισσότερα από 20 χρόνια σε Νότια, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Υστερα από 20 χρόνια πολύ χαμηλής γονιμότητας, η ζημιά στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού έχει ήδη γίνει. Για να αλλάξει αυτό είναι απαραίτητες οι πολιτικές για τη μετατόπιση της τεκνοποίησης σε νεαρότερες ηλικίες» σημειώνει.
Καθυστερημένη αντίδραση
Δεύτερη αιτία, κατά τον κ. Μπαλούρδο, το ότι «πολλές χώρες άργησαν να λάβουν διορθωτικά μέτρα. Ήταν διαδεδομένη η πεποίθηση ότι οι πολιτικές υπέρ της γεννητικότητας ήταν χρονοβόρες, ακριβές και ατελέσφορες. Κάτι που δεν ισχύει. Οι εμπειρικές αξιολογήσεις έχουν δείξει ότι είναι όντως αποτελεσματικές. Μπορεί να έχουν οικονομικό κόστος, όπως κάθε μέτρο πολιτικής, ωστόσο το ερώτημα είναι, κατά πόσον είναι οικονομικώς αποδοτικές. Συνήθως συμβαδίζουν με άλλες πολιτικές όπως η βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογένειας. Ούτως ή άλλως οι σύγχρονες πολιτικές πρέπει να στρέφονται σαφώς στην οικογένεια. Σε χώρες της Ευρώπης με τιμές του δείκτη γονιμότητας σε επίπεδα κοντά στο 2,1 παιδιά/γυναίκα (π.χ. Σουηδία, Γαλλία) έμφαση δίνεται σε μείγμα πολιτικής, στην ισότητα όχι μόνον στην εργασιακή ζωή αλλά και στην οικογενειακή-ιδιωτική, όπως και στη συμφιλίωση του επαγγελματικού και οικογενειακού βίου», εξηγεί ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ, που θεωρεί ότι η στόχευση στην Ελλάδα πρέπει επιπλέον να περιλαμβάνει:
- Σαφή διαχωρισμό της προνοιακής από την οικογενειακή πολιτική, ώστε να αναδειχθούν πρότυπα που «διαφεύγουν» από τον προνοιακό χάρτη της χώρας. Π.χ. απόκτηση πολλών παιδιών από άτομα της μεσαίας τάξης.
- Έμφαση στην πολιτική για την οικογένεια, η οποία να «δένεται» με εφικτά μέτρα, π.χ. κάλυψη των στόχων της Βαρκελώνης (μια θέση σε δημόσιο ή επιδοτούμενο ιδιωτικό παιδικό σταθμό για το 90% των παιδιών 3-6 ετών και το 33% εκείνων κάτω των 3 ετών).
- Έμφαση στα δικαιώματα των παιδιών, υποστήριξη της ιδιότητας του γονέα και της ανατροφής των παιδιών και όσον αφορά το έμμεσο κόστος.
- Οικογενειακή πολιτική για όλους: α) Άτεκνα ζευγάρια που βλέπουν θετικά και από νωρίς την απόκτηση παιδιών (ενίσχυση για ποιοτική φροντίδα, στέγαση, επαγγελματική ελαστικότητα χωρίς κινδύνους). β) Οσους αποκτούν το δεύτερο παιδί σε σύντομο διάστημα μετά το πρώτο. γ) Τρίτεκνους και πολύτεκνους, με ειδικά μέτρα πέραν εκείνων προνοιακού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με τον κ. Μπαλούρδο, καμία πολιτική δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει «πολιτική συναίνεση, μακροχρόνια δέσμευση και απομάκρυνση από πιέσεις και πελατειακά συμφέροντα. Με δεδομένη την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, η πρόταση του ΕΚΚΕ είναι σαφής: η οικογενειακή πολιτική της χώρας πρέπει να είναι η κατεξοχήν πολιτική η οποία θα ασκείται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό».
Η «παγίδα» της αργοπορημένης μετάβασης στην ενηλικίωση
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δημογραφικές «ακρότητες». Τείνει να βιώσει τη χαμηλότερη γονιμότητα που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία, εμφανίζει από τα υψηλότερα προσδόκιμα ζωής στον κόσμο, με αποτέλεσμα να γερνά ταχύτατα, και από τις υψηλότερες τιμές μέσης ηλικίας και αναλογίας ηλικιωμένων στον πληθυσμό. Οι ηλικιωμένοι, 65 και άνω, από 10% του πληθυσμού το 1966 (ποσοστό άνω του οποίου ο πληθυσμός θεωρείται γερασμένος) σήμερα αποτελούν το 21,5% και το 2035 αναμένεται να φτάσουν το 27,9%. Παράλληλα, τα παιδιά έως 15 ετών έχουν συρρικνωθεί από 26% το 1966 σε 14% σήμερα (11% το 2035).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΚΕ, την περίοδο 2011-2017, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική δημογραφική ιστορία μας παρατηρείται μείωση του πληθυσμού λόγω μείωσης των γεννήσεων και αρνητικής μετανάστευσης. Ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας συρρικνώνεται (από 7 σε 5,8 εκατ. το 2035· η αντιστοιχία ατόμων εργάσιμης ηλικίας θα είναι 1,4 προς 1 το 2050, από 3 προς 1 σήμερα). Εξελίξεις με σοβαρές επιπτώσεις στην υγειονομική φροντίδα των ηλικιωμένων, στην αγορά εργασίας, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και συντάξεων, τα δημόσια οικονομικά.
Ο γάμος και η τεκνοποίηση αναβάλλονται, ο δείκτης γονιμότητας πέφτει κάτω από το 1,5, τη λεγόμενη «παγίδα της γονιμότητας», όπου αν μια χώρα βρεθεί, «παγιδεύεται» και η πορεία είναι πλέον μόνο προς τα κάτω, ποτέ προς τα πάνω. Στο 1,5 βρισκόμασταν το 1987, έκτοτε προχωρήσαμε καθοδικά και προσπεράσαμε και το κατώφλι της εξαιρετικά ακραίας χαμηλής γονιμότητας, που είναι το 1,3. Το 1999 ήμασταν στο 1,24. Επιδοματική πολιτική αλλά και η… διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων ανέβασαν τη γονιμότητα στο 1,5, μέχρι το 2009. Στη συνέχεια, με την κρίση ο δείκτης κατρακύλησε και πάλι στο 1,3. Με αυτόν τον δείκτη ο πληθυσμός θα μειωθεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, κατά 50% σε 44,3 χρόνια. Αν η γονιμότητα σταθεροποιηθεί στο 1,5, ο πληθυσμός θα μειωθεί στο μισό, σε 64,7 χρόνια. Αν πέσει στο 1,1, η κατά το ήμισυ μείωση του πληθυσμού θα συντελεστεί σε 32,4 έτη (αν δεν επηρεάσει η μετανάστευση).
Στις σκανδιναβικές χώρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΚΕ, μολονότι οι γυναίκες αποκτούν το πρώτο παιδί σε μεγάλη ηλικία, δεν σταματούν στο ένα ή δύο παιδιά, όπως στις μεσογειακές. Ο υψηλός κίνδυνος φτώχειας, η δυσκολία εύρεσης σταθερής δουλειάς, η παρατεταμένη περίοδος που αφιερώνεται στην εκπαίδευση, η έλλειψη υποστηρικτικών πολιτικών που δημιουργεί ισχυρή εξάρτηση από τους γονείς (στην Ελλάδα στο πατρικό ζει το 51,6% των νέων 25-34 ετών) είναι μερικοί από τους παράγοντες που οδηγούν την αργοπορημένη μετάβαση στην ενηλικίωση. «Σε μια ακινητοποιημένη κοινωνία, όπως είναι η ελληνική, οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους δύο, ακόμη και τρεις φορές, μέχρι αυτά να φτάσουν τα 40 ή και παραπάνω», λέει ο διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ Διονύσης Μπαλούρδος.
Έτσι, έχουμε όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία από το 2000 και μετά· η μέση ηλικία γυναίκας κατά την απόκτηση του πρώτου παιδιού μετατοπίστηκε από το 24ο το 1990 στο 32ο έτος σήμερα. Ενώ περιορίζονται οι πιθανότητες γέννησης άνω του ενός παιδιού ανά ζευγάρι, λόγω αδύναμου κοινωνικού κράτους και δυσχέρειας των γυναικών να συνδυάσουν οικογενειακή και εργασιακή ζωή. Η δημιουργία οικογένειας δεν αποτελεί πλέον αυτονόητη προοπτική για όλους τους νέους. Συχνά η ατεκνία είναι συνειδητή επιλογή – το 16,3% των γυναικών, που γεννήθηκαν το 1965, έμεινε άτεκνο. Οι νέοι κοινωνικοποιούνται σε ένα περιβάλλον με λίγα παιδιά, κι αυτό οδηγεί την επόμενη γενιά σε μικρότερο μέγεθος οικογένειας.
Η ακολουθία
Οι μεταβολές στη γονιμότητα ακολουθούν τις μεταβολές στην οικονομία με υστέρηση 1-2 ετών. Διότι, δεν είναι μόνο οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι πολύτεκνες και οι άνεργοι που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, είναι και τα παιδιά, οι νέοι, οι NEETs (νέοι εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης, κατάρτισης), οι SINKIES, τα χαμηλοαμειβόμενα ζευγάρια (οι μισθοί και των δύο δεν κάνουν έναν κανονικό μισθό). Οι γυναίκες χωρίς μόνιμη δουλειά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αποκτήσει παιδί έως τα 35. Η τάση είναι οι γυναίκες με παιδιά να εργάζονται λιγότερο από εκείνες χωρίς παιδιά. Στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γαλλία, όπου η φροντίδα των παιδιών υποστηρίζεται κυρίως από το κοινωνικό κράτος, οι γεννήσεις είναι υψηλότερες (κοντά στο όριο αναπλήρωσης των γενεών, 1,85-2 παιδιά). Αντιθέτως, σε χώρες με οικογενειοκρατικό μοντέλο πρόνοιας, η γονιμότητα είναι χαμηλή.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο της Τασούλας Καραϊσκάκη (31/12/2018)
διαΝΕΟσις : Το δημογραφικό πρόβλημα της ελλάδος