Ζούμε σε μια κοινωνία σταθερά κολλημένη στην ιδιοτελή μικροψυχία και στη στείρα τιποτολογία, μακριά από κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό που θα μας συνέδεε με ένα πιο υγιές και εποικοδομητικό γίγνεσθαι. Ζούμε σε μια κοινωνία όλο και πιο συντηρητική, πιο κλειστή, πιο ανελαστική στον χειρισμό των πραγμάτων, πιο αδιάλλακτη απέναντι στις ανομοιογένειες, πιο υποκριτική, πιο κοντόφθαλμη, που ερμηνεύει τους κανόνες κατά το δοκούν και βαφτίζει κοινωνική πολιτική τη συναλλαγή.
Με αυτήν την έννοια είμαστε συντηρητικοί, της αδιαλλαξίας, της ενίσχυσης των κακοδαιμονιών, της άρνησης για συναινέσεις. Ορισμένοι λένε ότι οι Έλληνες ήταν πάντα συντηρητικοί. Όχι. Δεν είχαν πάντα την αναγκαία δόση χρήσιμου συντηρητισμού. Κατά τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, οι Έλληνες ζούσαν εξ ανάγκης συντηρητικά, μετρημένα, λιτά, αποταμίευαν «για τα παιδιά», δεν δανείζονταν, ήταν εργατικοί, πειθαρχημένοι, εγκρατείς. Μια στάση ζωής που καλλιέργησε έναν κώδικα αξιών για χρόνια. Μετά ήρθε ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός, ο υπερδανεισμός, οι φούσκες, η απροκάλυπτη λεηλασία δημόσιων πόρων, η ατιμωρησία, και έπειτα η κρίση, η σύγχυση για το τι είναι υγιές και τι νοσηρό, τι σωτήριο και τι καταστροφικό, και τα χαρακώματα.
Γι’ αυτόν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε συντηρητικό, ο ανθρώπινος κόσμος έχει ορισμένες αναλλοίωτες σταθερές που η πρόοδος δεν μπορεί να τροποποιήσει. Κι αν τις αλλάξει, θα είναι με τρόπο ανεπιθύμητο, άρα ας συντηρηθεί το παρόν.
Σίγουρα, όλοι, άτομα, κοινωνίες, είμαστε ώς ένα σημείο συντηρητικοί, αφού τείνουμε να διατηρήσουμε ό,τι είναι συνυφασμένο με την επιβίωση, την ατομική ή συλλογική ταυτότητά μας, με την ανάγκη για σταθερότητα και συνέχεια, για έναν κοινό χώρο εντός του οποίου θα δρούμε. Όμως δεν εμφανιζόμαστε όλοι δύσπιστοι απέναντι στο νέο, στην ελεύθερη σκέψη των άλλων που παράγει προτάσεις, ακόμη κι αν φέρνουν μη επιδιωκόμενα, μη αναμενόμενα και άρα μη πλήρως ελεγχόμενα αποτελέσματα. Για τον συντηρητικό, καλό είναι το πολλάκις δοκιμασμένο, το απολύτως πεπατημένο.
«Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή», έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης.
Ο συντηρητισμός δεν έχει ιδεολογικό χρώμα, μπορεί να προσβάλλει όλο το φάσμα, από την άκρα Αριστερά ως την άκρα Δεξιά. Συνδέεται με τον δογματισμό και τον φόβο απέναντι στον εσωτερικό μετασχηματισμό, την άρνηση της ανοικτής κοινωνίας και του κοσμοπολιτισμού, την αντιπάθεια προς τους «άλλους», την αίσθηση της διαρκούς εσωτερικής και εξωτερικής απειλής, την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, την αδυναμία αυτοαμφισβήτησης. Αμεταβλησία ονόμαζαν οι αρχαίοι την κατάσταση όπου δεν υπήρχε ή δεν μπορούσε να υπάρξει αλλαγή, όπου τίποτα δεν διασάλευε την καθεστηκυία τάξη.
Ούτε όλες οι αλλαγές έχουν θετικό πρόσημο. Υπάρχουν αυταρχικές αλλαγές, ψευδεπίγραφες (όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, αλλάζουν τις λέξεις), καταστροφικές. Οι έννοιες πρόοδος και συντήρηση ορίζονται πάντα σε σχέση με κάτι άλλο.
Συντήρηση είναι ό,τι σχετίζεται με την εξιδανίκευση του παρελθόντος, την παραδοσιοκρατία, τη ραθυμία απέναντι στις μεταβολές, την ευθυνοφοβία.
Πρόοδος είναι ό,τι σχετίζεται με την ανεκτικότητα, τον σεβασμό της γνώμης του άλλου, την αποδοχή του διαφορετικού – άλλωστε η τεχνολογία αναθεωρεί διαρκώς κάθε περιχαράκωση σε παλιά στεγανά. Είναι το πλησίασμα και η ανάμειξη των ανθρώπων, η κοινή αίσθηση, η κοινή λογική. Είναι ό,τι διδάσκει την αίσθηση του μέτρου, των ορίων. Είναι η υπογραφή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με στόχο μια κατάσταση ισορροπίας. Είναι η μάχη κατά του πνευματικού θανάτου, του πρωτογονισμού, της προκατάληψης, του λαϊκισμού, της ψευδολογίας, της αρνητικής προφητείας. Είναι οι πρακτικές που κατασιγάζουν αρχαία και νέα πάθη. Είναι η αλλαγή «προτύπου», με τη διατήρηση αυτού που καρποφορεί. Είναι η πολιτική των συμμαχιών, του διαλόγου, της σύγκλισης, στρατηγικές που πρέπει να συντηρηθούν για να αποδώσουν. Γιατί, πρόοδος χωρίς λίγη συντήρηση δεν μοιάζει πιθανό να βιώσει πολλά σούρουπα και χαραυγές.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο της Τασούλας Καραϊσκάκη (23-12-2018)