Σκεφθείτε έναν θεατρόφιλο που αγοράζει εισιτήριο των 40 ευρώ για μία παράσταση· αργότερα, τον πλησιάζει κάποιος και του προσφέρει 70, ακόμη και 100 ευρώ για να του αποσπάσει το εισιτήριο, αλλά ο καλός μας φίλος αρνείται να το πωλήσει, την ίδια στιγμή, όμως, που δεν θα ξόδευε ένα τέτοιο ποσό (70, 100 ευρώ) για να αποκτήσει το ίδιο εισιτήριο. Το φαινόμενο αυτό ίσως μας παραξενεύει, όχι όμως την επιστήμη των συμπεριφορικών οικονομικών. Ο θεατρόφιλος τελεί εδώ υπό την επιρροή που του ασκεί το λεγόμενο «αίσθημα προσμονής ή κτητικότητας» που έχει αναπτύξει με το εισιτήριο. Συχνά αξιολογούμε ένα αγαθό που ήδη μας ανήκει πολύ υψηλότερα από ένα όμοιό του που δεν μας ανήκει και το οποίο θα αποκτούσαμε τώρα το πρώτον· ειδικότερα, η τιμή πώλησης που θέτουμε γι’ αυτό είναι συχνά σημαντικά υψηλότερη από την τιμή αγοράς που θα θέταμε για το ίδιο αγαθό αν το αποκτούσαμε τώρα· έτσι, δημιουργείται μια (ανορθολογική) ασυμμετρία ανάμεσα στην τιμή πώλησης και την τιμή αγοράς ενός και του αυτού αγαθού. Και τα «παράδοξα» συνεχίζονται: Αν μας δοθεί η δυνατότητα να επιλέξουμε μεταξύ 50 ευρώ καταβλητέων σήμερα ή 100 ευρώ καταβλητέων σε ένα έτος από τώρα, οι περισσότεροι θα επιλέξουμε τα 50 ευρώ τώρα, ακολουθώντας τον θυμόσοφο λαό: «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι». Αν όμως μας δοθεί η δυνατότητα επιλογής μεταξύ 50 ευρώ σε πέντε έτη από τώρα ή 100 ευρώ σε έξι έτη από τώρα, σχεδόν όλοι θα επιλέξουμε τα 100 ευρώ σε έξι έτη, μολονότι πρόκειται για μία επιλογή που ο μελλοντικός μας εαυτός, ύστερα από πέντε έτη, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έκανε (αν, δηλαδή, αποφάσιζε τότε το πρώτον και με απομένοντα χρονικό ορίζοντα το ένα έτος). Οι έρευνες των συμπεριφορικών οικονομικών πιστοποιούν γενικότερα ότι λαμβάνουμε συχνά αποφάσεις που ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα ελάμβανε (όπως όταν δανειζόμαστε υπέρμετρα). Το πρόβλημα αυτό των «πολλαπλών εαυτών» ήταν ήδη γνωστό στον Οδυσσέα, ο οποίος σωφρόνως, ενώπιον του επικίνδυνου περάσματος από τις Σειρήνες, έδωσε στο πλήρωμά του οδηγίες προδέσμευσης του μελλοντικού «ανορθολογικού» εαυτού του, προς προστασίαν του ιδίου αλλά και των συνοδοιπόρων του.
Περαιτέρω, πάντοτε σύμφωνα με τα πορίσματα των συμπεριφορικών οικονομικών, συχνά υποτιμάμε τους (πραγματικούς) κινδύνους που συνδέονται με ορισμένες δραστηριότητές μας, ενώ αντιστρόφως υπερεκτιμάμε τις ικανότητές μας, συναφώς δε αδυνατούμε να εκτιμήσουμε σωστά τις πιθανότητες που σχετίζονται με μία δραστηριότητά μας. Έτσι, ένεκα κάποιου πρόσφατου αεροπορικού δυστυχήματος, υπερεκτιμάμε τις πιθανότητες θανάτου από αεροπορικό δυστύχημα έναντι των πολύ υψηλότερων πιθανοτήτων που συνέχονται με την αυτοκίνηση, τις οποίες και συστηματικά υποτιμάμε – με τα γνωστά αποτελέσματα, ιδίως στη χώρα μας.
Το φετινό Νομπέλ Οικονομικών απονεμήθηκε σε έναν βασικό θεωρητικό των συμπεριφορικών οικονομικών, τον Ρίτσαρντ Θέιλερ, καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Είναι το δεύτερο κατά σειρά που αφορά τον χώρο, μετά τη βράβευση του Ντάνιελ Κάνεμαν το 2002. Τα συμπεριφορικά οικονομικά μάς μαθαίνουν πολλά και σημαντικά για την ανθρώπινη συμπεριφορά, συνδέοντας τα οικονομικά με την ψυχολογία. Δεν σταματούν όμως εκεί, καθώς μας βοηθούν και στον σχεδιασμό καλύτερων δημόσιων πολιτικών και έτσι συμβάλλουν στην επαύξηση της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας.
Το πεδίο της άσκησης δημόσιας πολιτικής έχει απασχολήσει τον Θέιλερ από κοινού με τον Κας Σανστάιν, καθηγητή Νομικής στο Χάρβαρντ. Μαζί έχουν σχεδιάσει σειρά ήπιων κρατικών παρεμβάσεων (ονομάζονται παρωθήσεις ή νυγμοί), που αποσκοπούν στην αποτελεσματικότερη προστασία εργαζομένων, δανειοληπτών, καταναλωτών, του περιβάλλοντος, επίσης στην αύξηση του αριθμού των δωρητών οργάνων κ.ο.κ. Εξάλλου, διεθνώς, τα συμπεριφορικά οικονομικά γνωρίζουν απήχηση στον χώρο της νομικής επιστήμης· ο μεταξύ τους συγκερασμός έχει γεννήσει έναν νέο διεπιστημονικό κλάδο, τη συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου (βλ. και τη μονογραφία μου «Ιδιωτική αυτονομία και προστασία του καταναλωτή – Μία συμβολή στη συμπεριφορική οικονομική ανάλυση του δικαίου», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2016).
Τα συμπεριφορικά οικονομικά συναντούν και αντιδράσεις ή επιφυλάξεις στην επιστημονική κοινότητα. Εκείνο που προέχει να τονισθεί είναι ότι τα συμπεριφορικά οικονομικά δεν αμφισβητούν τον πυρήνα της θεωρίας περί ορθολογικής επιλογής και προφανώς δεν υποστηρίζουν ότι δρούμε ανορθολογικά σε κάθε συναλλακτική ή άλλη δραστηριότητά μας. Αυτό που καταδεικνύουν, επί τη βάσει σειράς πειραματικών και εμπειρικών ερευνών, είναι ότι σε ποικίλες δραστηριότητές μας εμφανίζονται συστηματικά κάποιες κρίσιμες συμπεριφορικές αποκλίσεις από το ορθολογικό υπόδειγμα, που δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορη την επιστήμη – την οικονομική, την ψυχολογική και τη νομική. Εν τέλει, τα συμπεριφορικά οικονομικά φωτίζουν στον homo oeconomicus περισσότερο τη διάσταση του homo.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο του κ. Αντώνη Καραμπατζού, αναπληρωτή καθηγητή στη Νομική Σχολή Αθηνών.