Έχω έρθει πολλές φορές στην ανάγκη να γράψω μια ανοιχτή επιστολή σε γονείς. Οι αφορμές προκύπτουν από πολλά ζητήματα, τα οποία συναντώ καθημερινά στην εργασία μου. Από την άλλη, ξέρω ότι ο θυμός δεν είναι καλός σύμβουλος και ότι δεν υπάρχει ένας τρόπος, ευτυχώς, να μεγαλώσεις παιδιά. Οι ψυχολόγοι εν προκειμένω δεν κατέχουν καμία αλάνθαστη γνώση ούτε είναι αυτοί που θα γίνουν γονείς αντί γονέων. Στην ανατροφή των παιδιών δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, γιατί πολλές φορές τα λάθος πράγματα έχουν οδηγήσει σε σωστή κατεύθυνση και τα σωστά σε λάθος. Ο λόγος όμως που εκμεταλλεύομαι το σημαντικό αυτό βήμα είναι για να μιλήσω για κάτι που επηρεάζει βαθύτατα την ελληνική κοινωνία και που το συναντώ συχνά και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι Ελληνες γονείς την ανατροφή ή που δεν την αντιλαμβάνονται.
Τις τελευταίες δεκαετίες κυριαρχεί παντού ένα διάχυτο συγκεχυμένο αίσθημα γύρω από τις αξίες και τα όρια που βάζουμε ο καθένας για την κοινωνία και για τον εαυτό του. Καταδικάζουμε τη φοροδιαφυγή, αλλά όχι τους φοροφυγάδες, ιδίως εάν είναι κάποιος δικός μας. Καταδικάζουμε τη βία, αλλά «του χρειαζόταν και λίγο ξύλο του τάδε». Καταδικάζουμε την παράνομη οδήγηση, αλλά «βιάζομαι τώρα, οπότε θα πάω ανάποδα». Μια σειρά από τέτοιες συμπεριφορές και νοοτροπίες έχουν οδηγήσει στο να υπάρχει κάτι το συγκεχυμένο όσον αφορά το τι πιστεύουμε, τι κάνουμε και τι επιτρέπουμε. Δεν χρειάζεται να πω ότι αυτό δεν εξαργυρώνεται και δεν αποδεικνύεται από τις πολιτικές εξελίξεις, από τα κόμματα που έχουμε στη Βουλή, από τον τύπο του πολιτικού που θεωρούμε πλέον σήμερα επιτυχημένο. Ολα ήξεις αφήξεις. Κάπως ρευστά, σαν τις στάλες της βροχής που κυλούν στο τζάμι και κανένας δεν νοιάζεται να τις σταματήσει.
Τα τελευταία χρόνια, η ανατροφή των παιδιών έχει αλλάξει. Αυτή η στροφή έχει αρχίσει να διαφαίνεται τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν είναι κάτι καινούργιο. Πλέον όμως συμβαίνει παντού. Και για διάφορους λόγους. Οι περισσότεροι γονείς δυσκολευόμαστε να πούμε όχι στα παιδιά μας. Δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια, δυσκολευόμαστε πολλές φορές να τα μαλώσουμε. Δυσκολευόμαστε να τα μαλώσουν άλλοι. Παντού ακούω συζητήσεις, «μα του εξηγώ, προσπαθώ να του μιλήσω, να του μάθω με τον καλό τρόπο να μην το ξανακάνει». Ολα αυτά είναι κατανοητά. Φυσικά και τα παιδιά πρέπει να μεγαλώσουν σε ήρεμο περιβάλλον, χωρίς φωνές, χωρίς αντιδικίες, χωρίς ξύλο. Φυσικά και τα παιδιά αντιλαμβάνονται πολλά πράγματα, είναι πιο έξυπνα γιατί οι προσλαμβάνουσες τρέχουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Αλλά είναι παιδιά. Και γι’ αυτό χρειάζονται γονείς.
Ακριβώς γιατί οι συνθήκες της πραγματικότητας είναι ολοένα και πιο ρευστές, ακριβώς γιατί νέα μέσα τεχνολογίας έχουν αλλάξει τον τρόπο που μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά, ακριβώς για όλους αυτούς και άλλους λόγους, πρέπει μερικά βασικά πράγματα να είναι ορισμένα, συγκροτημένα, χωρίς κανένα παραθυράκι διαφυγής ή χωρίς δυνατότητα ήξεις αφήξεις.
Οι γονείς είμαστε εμείς. Καλοί, χρυσοί, ανάποδοι, με νεύρα, με κακό οικογενειακό ιστορικό, είμαστε εμείς. Εμείς βάζουμε κανόνες. Αυστηρούς ή λιγότερο αυστηρούς κανόνες, κάποιους πρέπει να τους τηρούμε. Απαρέγκλιτα. Δεν κάνουν κουμάντο τα παιδιά στο σπίτι, όσο και εάν κάποιες ελευθερίες πρέπει να έχουν σε ένα μέρος ή στο δωμάτιό τους. Δεν σηκώνουν ποτέ χέρι να χτυπήσουν γονιό, δεν το αφήνουμε, δεν το επιτρέπουμε, δεν λέμε, «έλα μωρέ, παιδί είναι». Δεν χρειάζονται συνέχεια κανάκεμα, ούτε συνέχεια αγκαλιά σαν να είναι λούτρινα ζωάκια, ούτε συνέχεια επιβράβευση, ιδίως όταν δεν κάνουν κάτι άξιο επιβράβευσης.
Τα παιδιά δεν χρειάζονται πόζα, τα παιδιά χρειάζονται αυθεντική συμπεριφορά. Και εάν χρειαστεί, και ένα αυθεντικό μάλωμα. Αλλά με συνέπεια και αιτία, για όλους. Και η ζωή πρέπει να είναι λειτουργική για όλη την οικογένεια, όχι να προσαρμόζεται στα μέτρα των παιδιών.
Για να μπορέσουμε να γίνουμε γονείς, πρέπει να πάψουμε να είμαστε εμείς παιδιά. Και ενώ στο βάθος κήπος, είναι καλό ένας γονιός να χορεύει, να παίζει ενθουσιωδώς, να κάνει μπουρμπουλήθρες, στη διαδρομή του θα πρέπει να έχει κάνει τις ρήξεις τους με τους δικούς του γονείς, θα πρέπει να έχει βάλει τα δικά του όρια, και θα πρέπει να έχει μάθει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Και τότε δεν θα χρειαστεί ποτέ για λάθος λόγους να πει «έλα μωρέ παιδί είναι», αν δεν δικαιολογεί μέσα του ασυνείδητα τον εαυτό του, για το παιδί που είναι καταχρηστικά ακόμη.
Πηγή: Η Καθημερινή, άρθρο της Μαριαλένας Σπυροπούλου