Μια ματιά στα λογιστικά βιβλία των αναδυόμενων οικονομιών θα έπειθε ότι η κρίση δημοσίων χρεών στις πλούσιες χώρες ήταν και είναι, πρωτίστως, σοβαρότατο πολιτικό πρόβλημα. Η υπερχρέωση, η ανάγκη ανασυγκρότησης και το πρόβλημα της… διαχείρισης.
«Το κράτος είναι ο μύθος που επιτρέπει στον καθένα μας να ελπίζει ότι θα ζει εξόδοις των άλλων…» Φρειδερίκος Μπαστιά (1801-1850).
Ο μεγάλος Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ είχε χαρακτηρίσει τον Γάλλο δημοσιογράφο, συγγραφέα, πολιτικό και βουλευτή τα τελευταία χρόνια της ζωής του, Φρειδερίκο Μπαστιά, ως τον «πιο λαμπρό οικονομικό δημοσιογράφο-αρθρογράφο που έζησε ποτέ…».
Όντως, αν ζούσε σήμερα, ο Φρ. Μπαστιά σίγουρα θα επαλήθευε τη σουμπετεριανή ρήση. Γιατί; Διότι, απλούστατα, ο συγγραφέας ενός περίφημου βιβλίου με τίτλο «Τι Βλέπουμε Και Τι Δεν Βλέπουμε Στην Πολιτική Οικονομία» θα έλεγε ότι: «Στην οικονομική σφαίρα, μία πράξη, μία συνήθεια, ένας θεσμός, ένας νόμος, δεν παράγουν ένα μόνον φαινόμενο, αλλά μία σειρά από φαινόμενα. Και από τα τελευταία, μόνον το πρώτο είναι άμεσο, διότι εμφανίζεται ταυτόχρονα με την αιτία του και έτσι είναι ορατό. Τα άλλα φαινόμενααναδύονται κατ’ ακολουθίαν και δεν είναι ορατά. Γι αυτό, είμαστε τυχεροί αν μπορούμε να τα προβλέψουμε…».
Στο πλαίσιο αυτό, ο Φρ. Μπαστιά υποστήριζε ότι υπάρχει μία μόνον διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού οικονομολόγου. Ο κακός αφιερώνεται στα ορατά φαινόμενα, ενώ ο καλός οικονομολόγος λαμβάνει υπ’ όψιν του τόσο τα ορατά φαινόμενα όσο και αυτά που πρέπει να προβλεφθούν.
Σήμερα, η κρίση που βιώνει ο ανεπτυγμένος οικονομικά κόσμος, και ακόμα περισσότερο η Ελλάδα, είναι ακριβώς η περίπτωση του κακού οικονομολόγου. Με άλλα λόγια, οι δυτικές χώρες πίστεψαν στη μόνιμη οικονομική τους υπεροχή, θεώρησαν ότι μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού έφθασε το τέλος της Ιστορίας και σήμερα καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό συμπεριφορών και αντιλήψεων που ποτέ δεν θέλησαν να προσαρμοστούν στις νέες –και όχι πάντα εύκολα προβλέψιμες– πραγματικότητες. Έτσι, ύστερα από 30 και πλέον χρόνια υπερκατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής υπερχρέωσης, καθώς και δημιουργίας αμέτρητων χρηματοοικονομικών φουσκών, οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, κυρίως δε οι ευρωπαϊκές, πολύ δύσκολα θα βγουν από τη δημόσια υπερχρέωση και άρα θα μπορέσουν να ανακάμψουν. Το ξεπέρασμα της κατάστασης αυτής απαιτεί σοβαρό περιορισμό της αφθονίας που γνώρισε ο ανεπτυγμένος κόσμος – γεγονός που έχει υψηλό κοινωνικό κόστος.
Από οικονομικής πλευράς, η φάση της ανασυγκρότησης είναι και ψυχολογικά επικίνδυνη, διότι οδηγεί σε καταστάσεις φόβου και αταξίας. Καταστάσεις που οξύνονται και από τις ακολουθούμενες πολιτικές λιτότητας, τις οποίες επόμενον είναι να αξιοποιούν πολιτικά ακραίες και βαθιά αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Χάνονται έτσι οι σταθερές αναφορές και ο κόσμος αυτοβυθίζεται στην κρίση ακόμη περισσότερο.
Εξάλλου, όπως βλέπει κανείς τα τελευταία χρόνια, η φάση της ανασυγκρότησης είναι μία διαδικασία πάντοτε αργόσυρτη και με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Διότι, στη φάση αυτή, χρειάζεται πράγματι να μειωθεί οτιδήποτε έχει σημειώσει υπερβολική αύξηση, όπως οι πιστώσεις, τα χρέη, οι αξίες, τα στοιχεία ενεργητικού, οι ισολογισμοί των συντελεστών της οικονομίας. Συνεπώς, οι επιπτώσεις της κρίσης διαδίδονται σταδιακά και υποδόρια, στο σύνολο της οικονομίας, με την οικονομική κάμψη να εγκαθίσταται. Η ανεργία έτσι αναπτύσσεται και οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να καταναλώνουν. Και η διαδικασία αυτοτροφοδοτείται, αν δεν αντισταθμιστεί από τις δημόσιες αρχές.
Τέλος, όταν απομειωθούν οι αξίες, όταν χωνευτούν οι ζημιές, όταν εξυγιανθούν οι ισολογισμοί, τότε οι άνθρωποι έχουν και πάλι τη δυνατότητα να καταναλώσουν. Τότε ο κινητήρας του καπιταλισμού κάνει επανεκκίνηση και ξαναφεύγει προς ένα νέο είδος ανάπτυξης.
Είναι σήμερα κάτι τέτοιο δυνατό στις ανεπτυγμένες οικονομίες; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά ούτε και μπορεί να υπακούσει σε παραδοσιακές οικονομικές αρχές. Οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες έχουν φθίνουσα δημογραφία, μικρότερη δύναμη εργαζομένων, ισχυρή μετανάστευση βιομηχανικών επιχειρήσεων και, βέβαια, πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, όμως, στο μέτρο που οι αναδυόμενες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής θα αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς και θα απορροφούν μεγάλο μέρος της παγκόσμιας αποταμίευσης για επενδυτικούς λόγους, ο ιδιωτικός τομέας στη Δύση θα αντιμετωπίσει και σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Συνεπώς, το ψυχολογικό κλίμα στις χώρες αυτές θα είναι πεσμένο ή πέρα για πέρα αρνητικό –φαινόμενο δυσάρεστο, που δύσκολα μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Παράλληλα, όμως, κατά την εκτίμηση πολλών διεθνών παρατηρητών, οι παραπάνω εξελίξεις θα έχουν και σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις. Όπως διδάσκει η Ιστορία, η αρνητική ψυχολογία σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ευνοεί, από πολιτικής πλευράς, ακραίες πολιτικές ομάδες, είτε αυτές ανήκουν στην Αριστερά είτε στη Δεξιά. Μια τέτοια εξέλιξη στον ανεπτυγμένο κόσμο θα είχε δυσάρεστες επιπτώσεις, γιατί θα εγκλώβιζε σε αδιέξοδες καταστάσεις παραγωγικές και καινοτόμες πρωτοβουλίες. Σαφώς δε μια τέτοια εξέλιξη θα επιβεβαίωνε μερικώς τις απαισιόδοξες προβλέψεις ιστορικών όπως ο Τζων Μιρσχάιμερ και ο Σάμιουελ Χάντινγκτον, που τόνιζαν ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να μπει εκ νέου σε περιόδους εθνικιστικών και θρησκευτικών συγκρούσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάποιοι ήδη κάνουν λόγο για το τέλος της παγκοσμιοποίησης και ορισμένοι άλλοι αναλυτές συνδέουν την κρίση με το φαινόμενο του Ισλαμικού Κράτους.
Από την άποψη αυτή, εκτιμάται ότι αποφασιστικός θα είναι ο ρόλος της Κίνας. Παρά την εντυπωσιακή οικονομική της ανάπτυξη, η χώρα αυτή αντιμετωπίζει τεράστια κοινωνικά προβλήματα στο εσωτερικό της, όπου οι ανισότητες μεταξύ των ανεπτυγμένων και μη περιοχών της γίνονται όλο και πιο κραυγαλέες. Πώς μπορεί λοιπόν το σημερινό αυταρχικό καθεστώς της να ξεπεράσει αυτήν την κατάσταση; Με βία ή χωρίς; Επίσης, ποια θα είναι η κινεζική παγκόσμια νομισματική πολιτική; Θα ξεκινήσει μία σταδιακή ανατίμηση του γουάν ή θα συνεχιστεί η σημερινή ερμαφρόδιτη κατάσταση;
Είναι σαφές ότι η μεταφορά πλούτου από τη Δύση στην Ασία -αύριο δε και στην Αφρική– και λόγω υπερχρέωσης των ανεπτυγμένων χωρών, και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, δημιουργεί ένα νέο παγκόσμιο σκηνικό υψηλού πολιτικού κινδύνου. Συνεπώς, ένα μεγάλο στοίχημα για τον κόσμο μας, ενώ ήδη διανύουμε το 2015, είναι η πολιτική διαχείριση οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων τις οποίες θα πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει πέρα από τις ορατές πλευρές τους. Είναι δηλαδή ανάγκη πολιτικοί και οικονομικοί επαΐοντες, πέρα από το «βλέπειν» να δώσουν βάρος και στο «προβλέπειν», σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται με υψηλές ταχύτητες και υπό συνθήκες που ενίοτε έχουν στιγμιαίο χαρακτήρα.
Όπως λέει και ο Γάλλος φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν, είναι η ώρα να σκεφθούμε και να εκπονήσουμε από φιλοσοφικής πλευράς ένα νέο «παράδειγμα», προσαρμοσμένο σε όρους κινούμενης άμμου. Όμως, νέο παράδειγμα σημαίνει και εγκατάλειψη αρχών και αντιλήψεων που δεν μπορούν να απαντήσουν σε νέα ερωτήματα. Νέο παράδειγμα, κατά τον Τόμας Κουν, είναι μία σειρά από αντιλήψεις, οράματα και πρακτικές που οδηγούν σε ένα σύστημα ιδεών και αξιών, και άρα συνεπάγεται νέες μεθόδους τόσο στην επίλυση των προβλημάτων όσο και στην ερμηνεία του κόσμου.
Νέο παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα βλέπουμε τον κόσμο, όχι με την οπτική έννοια αλλά με όρους ερμηνείας, σύλληψης και κατανόησης. Όσο ποτέ άλλοτε, η χωρίς προκατάληψη θέαση της αληθινής ιστορίας είναι σήμερα ο ακριβέστερος οδηγός για την εμβάθυνση στο πρόβλημα και στην αποφυγή αυταπατών και ψευδαισθήσεων.
Όλα αυτά, βέβαια, είναι «υψηλή φιλοσοφία» στην καθ’ ημάς Ανατολή, όπου ό,τι γίνεται έναν και μόνον σκοπό έχει: πώς να επιβιώσει ως αρμός εξουσίας το συντεχνιακό κράτος και η συναφής διαφθορά του.
Πηγή: Euro2day, Άρθρο του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου